Η Ζήλεια στις Ερωτικές Σχέσεις

Image

Ζήλεια: «Αίσθημα που αναπτύσσεται στο πλαίσιο του έρωτα. Παράγεται από τον φόβο μήπως η προτίμηση του αγαπημένου προσώπου στραφεί σε κάποιον τρίτο». (Littré) – Roland Barthes, Αποσπάσματα του Ερωτικού Λόγου.

Τι Είναι η Ζήλεια

Από τα πιο συνηθισμένα, ενίοτε καταστροφικά και επικίνδυνα, συναισθήματα στον άνθρωπο είναι η ζήλεια. Παρ’ ότι όλοι μας την έχουμε –λιγότερο ή περισσότερο- νιώσει, ο ακριβής ορισμός της μας διαφεύγει, είναι ασαφής και ρευστός ακριβώς επειδή δεν πρόκειται για ένα καθαρό, αμιγές συναίσθημα. Κάθε προσπάθεια ανάλυσης της ζήλειας προσκρούει στη διαπίστωση ότι, ουσιαστικά, πρόκειται για ένα οξύμωρο «μισαγαπώ», για την ταυτόχρονη συνύπαρξη ενός ισχυρού «σ’αγαπώ» και ενός εξίσου κυρίαρχου «σε μισώ», που απαντάται, κατά περίπτωση, στη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων ανεξαρτήτως φύλου, αλλά με διαφορετική ένταση και τρόπο έκφρασης. Αν θέλαμε να την περιγράψουμε σε ένα γενικό επίπεδο, θα λέγαμε πως η ζήλεια είναι ένα σύνθετο συναίσθημα, που περιλαμβάνει θυμό, άγχος, δυσαρέσκεια, απειλή και φόβο. Εντάσσεται στα λεγόμενα «πρωταρχικά» συναισθήματα, διότι απαντάται τόσο στον άνθρωπο, από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ζωής του, όσο και στα ζώα. Σημαντικό είναι να τονίσουμε ότι η ζήλεια διακρίνεται από τον φθόνο, με τον οποίο συχνά συγχέεται, ως προς το «αντικείμενο» στο οποίο στρέφεται κάθε φορά το συναίσθημά μας:  Ζηλεύω γιατί δεν θέλω να σε χάσω, φθονώ γιατί έχεις κάτι που θέλω να το αποκτήσω.

Γιατί ζηλεύουμε;

Οι ερμηνείες, που κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί, για τους λόγους της ζήλειας μας είναι πολλές και όλες φωτίζουν διαφορετικές πτυχές της συμπεριφοράς μας. Οι εξελικτικοί ψυχολόγοι επισημαίνουν πως, στην ιστορία του ανθρώπου, η ζήλεια συνέβαλλε στο να διατηρηθούμε και να αναπαραχθούμε ως είδος. Με άλλα λόγια, γεννιόμαστε με το συναίσθημα αυτό, προκειμένου να προστατευτούμε από οτιδήποτε μπορεί να απειλήσει την ενότητα της οικογένειας. Ο Freud θα τοποθετήσει τη ζήλεια στην οιδιπόδεια σύγκρουση και θα εντοπίσει τις ρίζες της σε τραύματα, απώλειες, έλλειψη προσοχής και ενδιαφέροντος, που βιώσαμε ως παιδιά στην παιδική μας ηλικία. Στην ενήλικη πλέον ζωή μας, ως άλλος εφιάλτης, η ζήλεια ενεργοποιεί τα βαθύτερα και πιο έντονα συναισθήματά μας: τον φόβο της απόρριψης και της μοναξιάς, την συνειδητοποίηση ότι δεν μπορούμε τελικά να έχουμε οτιδήποτε θέλουμε στη ζωή, μία απίστευτη οργή προς τον άνθρωπο που προσπαθεί να μας «κλέψει» τον σύντροφο, αλλά και έντονα αισθήματα προσωπικής ανεπάρκειας, χαμηλής αυτοεκτίμησης και ανασφάλειας, επειδή  θεωρούμε πως αποδειχθήκαμε «κατώτεροι των περιστάσεων». Σύμφωνα με τον ίδιο, υπάρχουν τρία «επίπεδα» ζήλειας, τα οποία ορισμένες φορές επικαλύπτονται μεταξύ τους. Έτσι, υπάρχει η φυσιολογική ζήλεια του ανθρώπου, που βλέπει το σύντροφό του να γίνεται αντικείμενο θαυμασμού από τους άλλους σε κάποια συγκεκριμένη κοινωνική περίσταση. Εδώ το συναίσθημα είναι φυσιολογικό, διότι προκαλείται από μία ορατή και πραγματική αφορμή και εξαφανίζεται σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Η νευρωτική ζήλεια, αντίθετα, δεν οφείλεται σε κάποια πραγματική και υπαρκτή αιτία, αλλά στους φόβους και τις υποψίες που κατακλύζουν αναίτια τον άνθρωπο για τον σύντροφό του. Φοβούμενος την περίπτωση να έχει ο/ η σύντροφος κάποια παράλληλη ή εξωσυζυγική σχέση, αρχίζει να τον/την κατηγορεί ότι «προκαλεί», ότι δεν του/της δίνει σημασία, κλπ, προβάλλοντας με τον τρόπο αυτό τους δικούς του /της φόβους στον άλλον. Τέλος, η παθολογική ζήλεια υπερβαίνει κάθε όριο της λεγόμενης «κοινωνικά αποδεκτής» συμπεριφοράς και γίνεται έμμονη ιδέα. Εδώ θα βρούμε τους ανθρώπους που ψάχνουν μανιωδώς τα πράγματα του άλλου, παρατηρούν την παραμικρή κίνηση του συντρόφου και φθάνουν σε σημείο να τον παρακολουθούν, προκειμένου να βρουν «πειστήρια» και αποδείξεις της υποτιθέμενης απιστίας. Από την άλλη πλευρά, ο Albert Ellis, πολύ γνωστός ψυχοθεραπευτής και εμπνευστής της λογικοθυμικής θεωρίας και ψυχοθεραπείας, θα χαρακτηρίσει την ζήλεια ως «αυτοπροκαλούμενη μιζέρια», υποστηρίζοντας πως τελικά, ο κάθε άνθρωπος θέλει και ζηλεύει, λόγω μίας παράλογης και απελπιστικής ανάγκης του για αγάπη.

Μελετώντας προσεκτικά τις διάφορες απόψεις που έχουν διατυπωθεί σχετικά με τα αίτια της ζήλειας, μπορούμε να εντοπίσουμε δύο κοινούς παρονομαστές: την ανασφάλεια του ζηλιάρη ανθρώπου και την κτητικότητά του. Ένας άνθρωπος ανασφαλής, με χαμηλή αυτοεκτίμηση και μειωμένη αίσθηση αυταξίας, προσπαθεί να αντλήσει σιγουριά και βελτιωμένη αυτοεικόνα από τον σύντροφό του. Παράλληλα, τείνει διαρκώς να συγκρίνεται με τους άλλους με όρους «καλύτερος – χειρότερος», ενώ έχει ένα διαρκές αίσθημα κατωτερότητας έναντι των υπολοίπων. Ακριβώς επειδή έχει ανάγκη τον άλλον για να διατηρεί σε ικανοποιητικά επίπεδα την αυτοεικόνα του, αρχίζει σταδιακά να εξαρτάται από αυτόν, να στηρίζεται σε αυτόν και να φοβάται μην τον χάσει, διότι μαζί με αυτόν θα χάσει και την όποια αυτοεκτίμηση έχει καταφέρει να δομήσει στη διάρκεια της σχέσης τους. Κάπου εκεί, εισέρχεται η κτητικότητα, αυτή η εσφαλμένη πεποίθηση του «είσαι δικός μου / δική μου», που βαθμιαία οδηγεί σε συμπεριφορές αποκλεισμού του άλλου, προσπάθειες ελέγχου των κινήσεών του, πιεστικές εκκλήσεις για «ειλικρίνεια στη σχέση» (που στη βάση τους είναι εντελώς ανειλικρινείς, διότι ακόμα και η παραμικρή ειλικρινής παραδοχή από την πλευρά του άλλου ότι, «ναι, φλέρταρα με την Χ» θα πυροδοτήσει στον ζηλιάρη σύντροφο ξεσπάσματα οργής και θυμού) και άλλες πράξεις που, τελικά, λειτουργούν ως «αυτοεκπληρούμενες προφητείες», οδηγώντας στο εντελώς αντίθετο του επιθυμητού αποτέλεσμα: με τη συμπεριφορά του, ο ζηλιάρης σύντροφος απομακρύνει ψυχικά και συναισθηματικά τον άλλον από κοντά του, ωθώντας τον με τις ίδιες τις πράξεις του σε μία άλλη σχέση.

Ποιοι ζηλεύουν περισσότερο;

Παρ’ ότι γενικά υπάρχει η αντίληψη πως οι γυναίκες ζηλεύουν περισσότερο, η αλήθεια είναι πως ζήλεια νιώθουν τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες. Η πραγματική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων, εντοπίζεται στο καθεαυτό αντικείμενο της ζήλειας τους: Οι γυναίκες ζηλεύουν την συναισθηματική παρέκκλιση του συντρόφου τους, ενώ οι άνδρες ζηλεύουν την σεξουαλική παρέκκλιση της συντρόφου τους. Έτσι, μία γυναίκα ωθείται στα άκρα της ζήλειας όταν υποψιάζεται ή αντιλαμβάνεται ότι ο σύντροφός της είναι ερωτευμένος με μία άλλη γυναίκα (χωρίς να στέκεται ιδιαίτερα στο αν υπήρξε ή όχι σεξουαλική σχέση), ενώ ένας άνδρας ζηλεύει περισσότερο όταν υποψιάζεται ή αντιλαμβάνεται ότι η σύντροφός του έχει σεξουαλική σχέση με έναν άλλον άνδρα (χωρίς να ενδιαφέρεται τόσο για την ύπαρξη έρωτα μεταξύ των δύο).

Όλα τα παραπάνω είναι συμπεράσματα, παρατηρήσεις και ευρήματα επιστημονικών ερευνών,  απολύτως χρήσιμα για την περιγραφή, την μελέτη και την κατανόηση αυτού του τόσο συχνού, έντονου και συχνά επικίνδυνου συναισθήματος, όπως είναι η ζήλεια. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι πολλά από τα λεγόμενα «εγκλήματα πάθους», που σημειώνονται σε όλο τον κόσμο, οφείλονται σε αυτή.  Από την άλλη πλευρά όμως, στην καθημερινότητα του κάθε ερωτευμένου ανθρώπου, το γεγονός είναι ένα: Ο έρωτας είναι πάθος, εξάρτηση, εμμονή, κτητικότητα, ζήλεια, ανασφάλεια, φόβος – είναι όλα αυτά και πολλά ακόμα συναισθήματα που βρίσκονται έξω από τον συνειδητό και έλλογο έλεγχο του ερωτευμένου ανθρώπου. Ο έρωτας είναι από τη φύση του ζηλιάρης. Όσο εύκολο είναι να υψώσουμε τον δείκτη επικριτικά στον ζηλιάρη άνθρωπο και να του κάνουμε παρατηρήσεις, όταν βρισκόμαστε έξω από την δίνη του ερωτικού πάθους, τόσο δύσκολο είναι να τον «μαλώσουμε» μόλις θυμηθούμε ένα δικό μας, αντίστοιχο βίωμα.

Επειδή λοιπόν ο έρωτας δεν είναι ούτε λογικός συνεταιρισμός ούτε διπλωματικό σώμα ή φιλανθρωπικό ίδρυμα, όπως παρατηρεί η Μ. Βαμβουνάκη, ας θυμόμαστε ότι τελικά, μέτρο της ζήλειας δεν είναι η ποιότητα (αν υπάρχει ή όχι) αλλά η ποσότητά της: ο συναγερμός αρχίζει να ηχεί όταν αυτή αγγίξει τα άκρα, όταν μετατραπεί σε συμπεριφορές που παρεμβάλλονται στην καθημερινότητα της σχέσης και στην πραγματική ελευθερία ύπαρξης του άλλου προσώπου. Είναι διαφορετικό το ερωτικό παιχνίδισμα μίας ζηλοτυπίας, που γίνεται για να βεβαιωθούμε πόσο μας επιθυμεί ο άλλος και είναι τελείως διαφορετική η προσπάθεια «εξουδετέρωσης» της ύπαρξης του άλλου, ώστε να μην υπάρχει καμία περίπτωση προσέλκυσης κάποιου «αντιπάλου». Κι αν δεν αρκεί αυτό, ας κρατήσουμε στο μυαλό μας ότι, τελικά, το άτομο που ζηλεύει, υποφέρει. Όπως πολύ χαρακτηριστικά σημειώνει ο Roland Barthes: «ως ζηλιάρης υποφέρω τετραπλά: επειδή είμαι ζηλιάρης, επειδή προσάπτω στον εαυτό μου το ότι είμαι, επειδή φοβάμαι μήπως η ζήλεια μου πληγώσει τον άλλον, επειδή αφήνομαι να με υποδουλώσει μία κοινοτοπία: υποφέρω που είμαι αποκλεισμένος, επιθετικός, τρελός και κοινός».

Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος

Ενδεικτική Βιβλιογραφία:

Buunk, B.P., Angleitner, A., Oubaid, V., and Buss, D.M. (1996) Sex differences in jealousy in evolutionary and cultural perspective: Tests from the Netherlands, Germany and the United States, Psychological Science, vol. 7, no.6.

Freud, S. (1922) Some neurotic mechanisms in jealousy, paranoia and homosexuality, Penguin Freud Library 10.

Mullen, P.E. (1991) Jealousy: the pathology of passion. The British Journal of Psychiatry (1991)158: 593-601.

Schutzwohl, Achim (2008). The Intentional Object of Romantic Jealousy. Evolution and Human Behavior, 29.

Yates, C. (2000) Masculinity and Good Enough Jealousy , Psychoanalytic Studies, Vol. 2, No. 1

Roland Barthes, Αποσπάσματα του Ερωτικού Λόγου, Εκ. Ράππα. 1981.

Μάρω Βαμβουνάκη, Μία Μεγάλη Καρδιά Γεμίζει με Ελάχιστα, Εκ. Ψυχογιός. 2010

 

«Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου…»

Image

«Ναρκισσισμός» είναι ο όρος που χρησιμοποίησε ο Freud, εμπνεόμενος από τον μύθο του Νάρκισσου, για να περιγράψει έναν τύπο και μία διαταραχή της προσωπικότητας που, ως κύριο γνώρισμά της, έχει την υπερβολική και αποκλειστική ενασχόληση με τον εαυτό. Σε αντίθεση με τον εγωκεντρικό άνθρωπο- που απλώς επιθυμεί να συγκεντρώνει τα «φώτα» πάνω του- ο ναρκισσιστής χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά χαμηλή αυτοεκτίμηση, η οποία αποτελεί και το εφαλτήριο για μια σειρά αντισταθμιστικών συμπεριφορών, που στόχο έχουν να καλύψουν έξωθεν αυτό το εσωτερικό έλλειμμα. Οι συμπεριφορές αυτές προκύπτουν ασυνείδητα, ως μηχανισμοί που κινητοποιεί το άτομο προκειμένου να επιβεβαιώσει την αξία του.

Συνήθως, ένας άνθρωπος με ναρκισσιστική προσωπικότητα είναι ευχάριστος στην παρέα, εξαιρετικά γοητευτικός, σίγουρος για τον εαυτό του, υπερόπτης, διασκεδαστικός, συχνά δε και επιτυχημένος ή και διάσημος στον χώρο του. Είναι επίσης επιδειξιομανής, συναισθηματικά απρόσιτος και με έντονα επικριτική στάση απέναντι στους άλλους. Προσπαθεί διαρκώς να ωραιοποιεί τον εαυτό του -ακόμα και στον ίδιο τον εαυτό του- προκειμένου να αντλεί διαρκώς τον θαυμασμό. Εξαιτίας αυτού, οι άνθρωποι με ναρκισσιστικού τύπου προσωπικότητα είναι συχνά χειριστικοί και δείχνουν να πιστεύουν πως όλοι οι άλλοι οφείλουν να ακολουθούν και να συμμορφώνονται με τις δικές τους επιθυμίες και προσδοκίες. Ταυτόχρονα φροντίζουν να αποφεύγουν μία επίθεση προς το πρόσωπό τους, επιτιθέμενοι πρώτα οι ίδιοι στους άλλους. Θα λέγαμε πως κοινοί συναισθηματικοί παρονομαστές σε όλες τις μορφές ναρκισσιστικής οργάνωσης της προσωπικότητας είναι το αίσθημα της ντροπής και του φθόνου. Το ναρκισσιστικό άτομο ντρέπεται για τις ανεπάρκειες που νιώθει πως έχει και φοβάται μήπως αυτές αποκαλυφθούν στον περίγυρό τους. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο αποφεύγουν να ρωτούν το οτιδήποτε: θεωρούν πως, κάποιος που ρωτάει να μάθει κάτι δείχνει πως δεν το γνωρίζει και επομένως έχει κάποια προσωπική έλλειψη. Ταυτόχρονα όμως, αρχίζουν να φθονούν οποιονδήποτε θεωρούν πως διαθέτει τα στοιχεία που λείπουν από τους ίδιους και τα οποία, αν τα είχαν, θα τους έκαναν «τέλειους». Έτσι θα τους δούμε πολύ συχνά να περιφρονούν, να κατακρίνουν, να γελοιοποιούν και να μειώνουν τους άλλους, ώστε να πάψουν να νιώθουν αυτό το έντονο αίσθημα κατωτερότητας και ατέλειας. Με τον τρόπο αυτό ενισχύουν την αίσθηση μεγαλείου που έχουν για τον εαυτό τους και υποτιμούν τον εαυτό όλων των υπολοίπων. Ορισμένες φορές, ωστόσο, μπορεί να παρατηρηθεί και το εντελώς αντίστροφο: ένα ναρκισσιστικό άτομο μπορεί να εξιδανικεύσει κάποιον άλλον, αντλώντας μέσα από αυτόν την αίσθηση της υπεροχής που λείπει από τον ίδιο («είμαι φίλος του Τάδε, ο οποίος είναι ο πιο δημοφιλής/επιτυχημένος/πλούσιος/ταλαντούχος κλπ»).

Η ποιότητα των προσωπικών σχέσεων που συνάπτουν οι νάρκισσοι, περιγράφεται από την υπανάπτυκτη ικανότητά τους να αγαπούν, που είναι και το μεγάλο τίμημα που πληρώνουν για αυτόν τον προσανατολισμό της προσωπικότητάς τους. Οι άνθρωποι αυτοί χαρακτηρίζονται συχνά ως «συναισθηματικά βαμπίρ»: έχουν μία αστείρευτη ανάγκη («ναρκισσιστική πείνα») για επιβεβαίωση της αξίας τους και αυτή ακριβώς την επιβεβαίωση φροντίζουν να αντλούν διαρκώς από τους άλλους. Όμως, ακριβώς επειδή δεν μπορούν να αγαπήσουν τον εαυτό τους, αδυνατούν να αγαπήσουν και τους άλλους ή τουλάχιστον, να διατηρήσουν μία στενή και βαθιά συναισθηματική σχέση μαζί τους. Αντ’ αυτού, τους χρησιμοποιούν, προκειμένου να απορροφούν συναισθήματα, προσοχή, ενδιαφέρον και ψυχική ενέργεια για να γεμίσουν οι ίδιοι (εξαντλώντας όμως όλους τους υπόλοιπους). Έτσι, καταλήγουν να συνάπτουν επιφανειακές σχέσεις, σε μια διαρκή αναζήτηση αυτοεπιβεβαίωσης. Φυσικά, από ένα σημείο και μετά η συμπεριφορά αυτή δεν γίνεται αποδεκτή από τον περίγυρό τους, ο οποίος απομακρύνεται, κατηγορώντας τους για αναισθησία, αδιαφορία, εγωισμό, ματαιοδοξία, κλπ. Το ναρκισσιστικό άτομο, βαθύτατα πληγωμένο, ταπεινωμένο και με αίσθημα κενότητας από την απόρριψη που έλαβε, φθάνει σε σημείο να αντιδρά με οργή και θυμό απέναντι στα άτομα που το ντρόπιασαν (όπως πιστεύει) με αυτόν τον τρόπο.

Τις τελευταίες δεκαετίες πολυάριθμες έρευνες επισημαίνουν μία σταθερή και σημαντική αύξηση των ναρκισσιστικών χαρακτηριστικών στους ανθρώπους, φθάνοντας μάλιστα σε σημείο να κάνουν λόγο για «επιδημία ναρκισσισμού». Πολλοί μελετητές αποδίδουν αυτή την αύξηση σε χαρακτηριστικά της σύγχρονης ζωής, που προάγει τον ατομικισμό έναντι της συλλογικότητας. Στις περισσότερες Δυτικές κοινωνίες, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και ο εν γένει τρόπος ζωής προάγει τον καταναλωτισμό, τον υλισμό, την ατομική επιτυχία, την φήμη, τον πλούτο, την ανεξαρτησία από τους άλλους, την αυτοεκτίμηση και την δύναμη. Από την άλλη πλευρά, εκτιμώνται λιγότερο χαρακτηριστικά όπως η τιμιότητα, η συνεργασία, η ειλικρίνεια, ο αλτρουισμός, το ενδιαφέρον για τον άλλον και η συλλογικότητα. Μέσα σε ένα ατομικιστικό πλαίσιο, οι άνθρωποι προσπαθούν να διακριθούν στη βάση εξωτερικών γνωρισμάτων όπως η ομορφιά, η επιτυχία, ο πλούτος και η εξωστρέφεια, παραμελώντας τις σημαντικότερες, για την ψυχική υγεία, πτυχές της ταυτότητας και της ακεραιότητας του χαρακτήρα. Πιο πρόσφατα, μία σειρά ερευνών μελέτησε τη σχέση ανάμεσα στην χρήση ιστοσελίδων κοινωνικής δικτύωσης (π.χ. Facebook, Twitter) και τους χρήστες με ναρκισσιστική οργάνωση της προσωπικότητας, σε μία προσπάθεια να διαπιστωθεί αν τα πρώτα ενισχύουν την εμφάνιση ναρκισσιστικών χαρακτηριστικών στους ανθρώπους. Μέχρι στιγμής, τα αποτελέσματα από τις έρευνες ποικίλουν. Το βέβαιον φαίνεται να είναι πως τα κοινωνικά δίκτυα επιτρέπουν στους ναρκισσιστές χρήστες να χρησιμοποιούν τους «φίλους» τους με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που χρησιμοποιούν τους φίλους και τους γνωστούς τους στην πραγματική ζωή: για να τονώσουν το Εγώ τους.

Επειδή ζούμε σε μία εποχή που πριμοδοτεί την εύκολη παθολογικοποίηση παράξενων, ενοχλητικών, ή «δύσκολων» συμπεριφορών, θα πρέπει να τονιστεί πως όλοι οι άνθρωποι φέρουμε ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά. Από την παιδική μας ηλικία μέχρι το τέλος της ζωής μας επιδιώκουμε (και χρειαζόμαστε) την αναγνώριση και την αποδοχή των οικείων μας, καθώς και την επιβεβαίωση της αξίας και των ικανοτήτων μας. Αναζητούμε δηλαδή το «μπράβο» του γονιού ή του αγαπημένου προσώπου, έχουμε ανάγκη την αγάπη και την προσοχή των άλλων και απολαμβάνουμε ένα θετικό σχόλιο για το πρόσωπό μας. Η απόσταση ανάμεσα σε αυτά τα χαρακτηριστικά και τη διαταραχή ναρκισσιστικής προσωπικότητας είναι μεγάλη και διαφορετικοί άνθρωποι τοποθετούνται σε διαφορετικά σημεία αυτού του φάσματος. Όπως πολύ χαρακτηριστικά επισημαίνει η Nancy McWilliams «άτομα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους, όπως η Janis Joplin και ο προβληματικός μαθητής του Σωκράτη, Αλκιβιάδης, εύλογα μπορεί να θεωρηθούν άτομα με ναρκισσιστική οργάνωση της προσωπικότητας».

Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

J. M. Twenge, S. Konrath, J. D. Foster, W. K. Campbell, and B. J. Bushman (2008) Egos Inflating Over Time: A Cross-Temporal Meta-Analysis of the Narcissistic Personality Inventory, Journal of Personality 76:4, August 2008.

Hui, C.H. & Triandis, H.C. (1986). Individualism-collectivism: A study of cross-cultural researchers. Journal of Cross-Cultural Psychology, 20.

Triandis, H.C., McCusker & Hui, C.H. (1990). Multimethod probes of individualism and collectivism. Journal of Personality and Social Psychology, 59.

L.E. Buffardi & W.K. Campbell (2008). Narcissism and Social Networking Web Sites, Personality and Social Psychology Bulletin, vol. 34, no.10.

Nancy McWilliams, Ψυχαναλυτική Διάγνωση, Εκδόσεις ΙΨΥ, 2012

Το γλωσσάριο των ανθέων

Image

την ποίησιν ή την δόξα;

την ποίηση

το βαλάντιον ή την ζωή;

τη ζωή

Χριστόν ή Βαραββάν;

Χριστόν

την Γαλάτεια ή μιαν καλύβην;

την Γαλάτεια

την Τέχνη ή τον θάνατο;

την Τέχνη

τον πόλεμο ή την ειρήνη;

την ειρήνη

την Ηρώ ή τον Λέανδρο;

την Ηρώ

την σάρκα ή τα οστά;

την σάρκα

τη γυναίκα ή τον άνδρα;

τη γυναίκα

το σχέδιον ή το χρώμα;

το χρώμα

την αγάπη ή την αδιαφορία;

την αγάπη

το μίσος ή την αδιαφορία;

το μίσος

τον πόλεμο ή την ειρήνη;

τον πόλεμο

νυν ή αεί;

αεί

αυτόν ή άλλον;

αυτόν

εσένα ή άλλον;

εσένα

το άλφα ή το ωμέγα;

το άλφα

την εκκίνηση ή την άφιξη;

την εκκίνηση

την χαράν ή την λύπην;

την χαρά

την λύπην ή την ανίαν;

την λύπη

τον άνθρωπο ή τον πόθο;

τον πόθο

τον πόλεμο ή την ειρήνη;

την ειρήνη

ν’ αγαπιέσαι ή ν’ αγαπάς;

ν’ αγαπώ

Ν. Εγγονόπουλος || Πίνακας «Μούσες στη Στέγη», του ιδίου

[Ευχαριστώ: http://dornac.over-blog.com/article-nikos-engonopoulos-le-vocabulaire-des-fleurs-53335504.html ]

The Diary of Anaïs Nin

Image

You live like this, sheltered, in a delicate world, and you believe you are living. Then you read a book… or you take a trip… and you discover that you are not living, that you are hibernating. The symptoms of hibernating are easily detectable: first, restlessness. The second symptom (when hibernating becomes dangerous and might degenerate into death): absence of pleasure. That is all. It appears like an innocuous illness. Monotony, boredom, death. Millions live like this (or die like this) without knowing it. They work in offices. They drive a car. They picnic with their families. They raise children. And then some shock treatment takes place, a person, a book, a song, and it awakens them and saves them from death. Some never awaken.

Anaïs Nin, The Diary of Anaïs Nin, Vol. 1: 1931-1934.

[ Ευχαριστώ: https://www.goodreads.com/author/show/7190.Ana_s_Nin ]

Μυρίσαι το Άριστον [XXVII]

Image

Άργησα πολύ να καταλάβω τι σημαίνει ταπεινοσύνη και φταίνε αυτοί που μου μάθανε να την τοποθετώ στον άλλο πόλο της υπερηφάνειας. Πρέπει να εξημερώσεις την ιδέα της ύπαρξης μέσα σου για να την καταλάβεις.

Μια μέρα που ένιωθα να μ’ έχουν εγκαταλείψει όλα και μια μεγάλη θλίψη να πέφτει αργά στην ψυχή μου, τράβηξα, κει που περπατούσα, μες στα χωράφια χωρίς σωτηρία, ένα κλωνάρι άγνωστου θάμνου. Το ‘κοψα και το ‘φερα στο απάνω χείλι μου. Ευθύς αμέσως κατάλαβα ότι ο άνθρωπος είναι αθώος. Το διάβασα σ’ αυτή τη στυφή από αλήθεια ευωδιά τόσο έντονα που πήρα να προχωρώ το δρόμο της μ’ ελαφρύ βήμα και καρδιά ιεραπόστολου. Ώσπου, σε μεγάλο βάθος, μου έγινε συνείδηση πια ότι όλες οι θρησκείες λέγανε ψέματα.

Ναι, ο Παράδεισος δεν ήταν μια νοσταλγία. Ούτε, πολύ περισσότερο, μια ανταμοιβή. Ήταν ένα δικαίωμα.

Ο. Ελύτης, Μυρίσαι το Άριστον [XXVII] – «Ο Μικρός Ναυτίλος», Εκδ. Ίκαρος

Ο μη-ολοκληρωμένος άνθρωπος

Image

Ο καθένας μαθαίνει πολύ νωρίς στη ζωή του, ότι θα τον αγαπήσουν πιο εύκολα αν συμπεριφέρεται με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Έτσι αρχίζει να ζει σαν σε κοχύλι. Αυτό το κοχύλι μπορεί να είναι ακριβώς ένας ρόλος τον οποίο παίζει συνειδητά, γνωρίζοντας πολύ καλά – τουλάχιστον κατά βάθος – ότι ο ίδιος είναι εντελώς διαφορετικός σε αυτόν τον ρόλο. Μπορεί να γίνει είτε ένα σκληρό κέλυφος, είτε μια ασπίδα που αυτός θεωρεί πως είναι ο εαυτός του.

[Carl Rogers || Gilbert Garcin, «Precautionary Measures» ]

[Ευχαριστώ: http://stories4human.wordpress.com/ ]

Ο Μέγας Ανατολικός

Image

«Τι συμβαίνει, διηρωτάτο με σπαραγμόν η νεανίς, και δεν ημπορεί κανείς να απολαμβάνη πάντοτε τον έρωτα σαν μίαν ωραίαν οπώραν, σαν ένα ωραίο τοπίο, σαν ένα ωραίο ξένοιαστο πρωί, πασίχαρο, αυροφίλητο, γιομάτο ευφροσύνη, σαν ένα μυροβόλο περιβόλι ή σαν μια καθαρή αμμουδιά, λουσμένη από γαλάζιο πέλαγος ευδαιμονίας;

Μήπως δεν φταίει καθόλου, μα καθόλου ο έρως -εξηκολούθησε να σκέπτεται μ’ αιμάσσουσαν καρδίαν η Υβόννη. Μήπως φταίει ο τρόπος με τον οποίον αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι τον έρωτα, τόσον εις το ατομικόν, όσον και εις το κοινωνικόν επίπεδον; Μήπως, αν δεν έμπαινε στη μέση το λεγόμενον «αίσθημα» κι η λεγομένη «ηθική», θα ημπορούσε τότε μόνον να είναι ο έρως τέλειος και απλός και εύκολος, επ’ άπειρον πανήδονος κι απολύτως παντοδύναμος -όλο χαρά (μόνο χαρά), όλο γλύκα (μόνο γλύκα), χωρίς απαγορεύσεις, στερήσεις, πικρίες, διάφορα «μούπες-σούπα» κι άλλα αηδή κι ακατανόητα, όπως η αποκλειστικότης, η εντός του γάμου αγνότης κι όλη η σχετική με αυτόν απέραντη όσον και μάταια ηθικολογία και φιλολογία;»

[Ανδρέας Εμπειρίκος, Ο Μέγας Ανατολικός – απόσπασμα, 6ο Κεφάλαιο, Α’ Μέρος, Α’ Τόμος, εκδ. ΑΓΡΑ || Φωτογραφία του ιδίου ]

Όλα Εδώ Πληρώνονται (;)

Image

«Ο καθένας τελικά παίρνει αυτό που του αξίζει», λέμε συχνά, θεωρώντας πως σε αυτόν τον κόσμο ο κακός θα τιμωρηθεί και ο καλός θα ανταμειφθεί για τις πράξεις ή τη συμπεριφορά του. Είναι πράγματι δίκαιος ο κόσμος στον οποίο ζούμε; Σαφώς όχι. Τα παραδείγματα αναρίθμητα σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο και είναι περιττό να επαναληφθούν εδώ. Παρ’ όλα αυτά, βαθιά μέσα μας, έχουμε την ανάγκη να πιστεύουμε ότι ζούμε σε έναν κόσμο δίκαιο, όπου αργά ή γρήγορα, ο καθένας ανταμείβεται ή τιμωρείται για τις πράξεις και την συμπεριφορά του.

Η πίστη σε ένα δίκαιο κόσμο είναι μία καλά ριζωμένη πεποίθηση του ανθρώπου, που τον βοηθάει να αντιλαμβάνεται το περιβάλλον του, φυσικό και κοινωνικό, ως σταθερό, ελεγχόμενο, ασφαλές και οργανωμένο με τάξη. Τον βοηθάει να λειτουργήσει μέσα σε αυτό, να προβλέψει συμπεριφορές και καταστάσεις, να προετοιμαστεί για αυτές και εν τέλει, να αντεπεξέλθει καλύτερα στις καθημερινές δυσκολίες ή προκλήσεις της ζωής. Τον βοηθάει επίσης να κατανοήσει και να νοηματοδοτήσει γεγονότα που συμβαίνουν γύρω του. Για να γίνει καλύτερα κατανοητό αυτό, αρκεί να φανταστούμε για μία στιγμή πώς θα νιώθαμε αν κάποιος μας έλεγε πως οτιδήποτε συμβαίνει στον κόσμο γύρω μας, είναι τυχαίο, χαοτικό και χωρίς κανέναν απολύτως σκοπό ή λόγο. Πως, το να κάνεις σήμερα μία καλή πράξη δεν θα επιστρέψει αύριο ως καλό σε εσένα, αλλά θα χαθεί στο χάος του κόσμου. Πως, αν κάποιος διαπράξει ένα έγκλημα εις βάρος σου, μπορεί και να μην συλληφθεί, να μην καταδικαστεί, να μην τιμωρηθεί. Η ανασφάλειά μας θα εκτινάσσονταν στα ύψη και θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο να προσαρμοστούμε σε μία τυχαία, ανεξέλεγκτη και χωρίς δικαιοσύνη κοινωνική ζωή. Ακριβώς λοιπόν επειδή αυτή η πεποίθηση εξυπηρετεί μία πολύ σημαντική, προσαρμοστική λειτουργία για το άτομο, είναι και πολύ δύσκολο να την εγκαταλείψει.

Φυσικά δεν ερχόμαστε στον κόσμο με αυτή την πεποίθηση. Το βρέφος θα απαιτήσει άμεσα να φάει, να παρηγορηθεί, να απασχοληθεί από τον περίγυρό του. Σταδιακά, όμως, τα παιδιά αρχίζουν να μαθαίνουν από τους γονείς και το σχολείο ότι, αν κάνουν αυτό που «πρέπει», τότε θα έχουν και μία ανταμοιβή. Φυσικά μαθαίνουν και το αντίθετο: αν δεν κάνουν αυτό που πρέπει, θα τιμωρηθούν. Παράλληλα μαθαίνουν πως η ανταμοιβή ή η τιμωρία, έρχεται ως κάτι που τους «αξίζει» για την συμπεριφορά που έδειξαν: Ένα άτακτο παιδί αξίζει την τιμωρία, διότι έκανε φασαρία –έκανε κάτι που «δεν έπρεπε». Ένα ήσυχο παιδί αξίζει την ανταμοιβή γιατί έκανε «αυτό που έπρεπε». Και κάπως έτσι, ήδη από την παιδική ηλικία, διαμορφώνεται μία βάση πάνω στην οποία το άτομο, στη μετέπειτα εφηβική και ενήλικη ζωή του, θα στηριχθεί για να επιδιώξει τους προσωπικούς του στόχους και θα εξασφαλίσει μία ψυχολογική σταθερότητα και ασφάλεια.

Τι κερδίζουμε από αυτή την πεποίθηση, όμως; Διότι προφανώς, για να ζούμε σε έναν κόσμο καταφανώς άδικο και να συνεχίζουμε, έστω και ασυνείδητα, να πιστεύουμε πως «δεν πειράζει, όλοι αργά ή γρήγορα, θα έχουν αυτό που τους αξίζει», κάτι κερδίζουμε. Συνήθως, αυτό που κερδίζουμε είναι η συνοχή. Δεν ανατρέπεται η εικόνα του κόσμου, όπως έχει διαμορφωθεί μέσα μας. Για να καταλάβουμε πώς ακριβώς το κάνουμε αυτό, θα δούμε ορισμένα παραδείγματα, τα οποία έχουν προκύψει από πολυάριθμες έρευνες. Στην περίπτωση μίας καταφανούς αδικίας, που δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να την αναστρέψουμε, προσπαθούμε, με διάφορους τρόπους να την εκλογικεύσουμε. Πώς; Στην περίπτωση των παιδιών, για παράδειγμα, η «τιμωρία» δεν εκλαμβάνεται από τον γονιό ως αδικία. Δεν σκεφτόμαστε δηλαδή, ως γονείς, ότι αδικούμε το παιδί μας βάζοντάς το τιμωρία για κάτι «κακό» που έκανε. Θεωρούμε ότι πράττουμε στα πλαίσια της ορθής διαπαιδαγώγησης των παιδιών. Εκλογικεύουμε την αδικία (και την παρουσιάζουμε και στο παιδί μας έτσι) ως μέσον καλύτερης προετοιμασίας του παιδιού για τον κόσμο. Άλλες φορές, επειδή δεν μπορούμε να αλλάξουμε την αδικία που βλέπουμε να συμβαίνει στην πραγματικότητα, αλλάζουμε την ίδια την πραγματικότητα, διαστρεβλώνοντας τα αίτια της αδικίας: ο απολυμένος φταίει ο ίδιος για την απόλυσή του, η γυναίκα ήταν προκλητικά ντυμένη και φέρει ευθύνη για τον βιασμό της, ο οδηγός δεν πρόσεχε και προκάλεσε ο ίδιος το ατύχημα, ο φίλος μας που διαγνώστηκε με καρκίνο φταίει ο ίδιος που δεν πρόσεχε τη διατροφή του, κάπνιζε, δεν αθλούνταν, κλπ. Η ιδέα ότι μπορεί να μας συμβεί κάτι αρνητικό καθαρά και μόνο λόγω τύχης, μας είναι σχεδόν αδιανόητη, μας πανικοβάλει. Άλλωστε το βλέπουμε και στον εαυτό μας. Όταν εμείς οι ίδιοι βιώνουμε κάποια αδικία (πέσαμε θύμα ληστείας, κακοποίησης, αρρωστήσαμε, κλπ) συχνά σπεύδουμε να κατηγορήσουμε τον εαυτό μας: «Τα ήθελα και τα ‘παθα», «δεν πρόσεχα όσο έπρεπε», «δεν έκανα όλα όσα έπρεπε και να τώρα» – «μου άξιζε ό,τι μου συνέβη». Άλλες φορές πάλι, δείχνουμε υπερβολικά μεγάλη (μεγαλύτερη απ’ ότι δικαιολογεί η ίδια η πραγματικότητα) εμπιστοσύνη στους θεσμούς: μιλάμε για «δίκαιη» καταδίκη ενός εγκληματία, λέμε «δεν μπορεί, για να μου έβαλε αυτόν τον βαθμό ο καθηγητής, θα έχει δίκιο» ή δικαιολογούμε τις απολύσεις ως «ανάγκη να επιβιώσει η επιχείρηση».

Από την άλλη πλευρά, η πεποίθηση ότι ο κόσμος που ζούμε είναι δίκαιος μας επιτρέπει να βλέπουμε το μέλλον με αισιοδοξία και πως οι εξελίξεις τελικά θα είναι προβλέψιμες, ελεγχόμενες και σταθερές. Δεν θα έρθουν ανατροπές στη ζωή μας. Κάπως έτσι, ωθούμαστε στο να συμπεριφερόμαστε στους άλλους τίμια, ειλικρινά, θετικά, πιστεύοντας πως, «αφού του συμπεριφέρομαι σωστά, θα μου συμπεριφερθεί κι αυτός έτσι». Στη βάση της δικής μας «ορθής» συμπεριφοράς, διαμορφώνουμε προσδοκίες για την συμπεριφορά του άλλου. Για αυτό και νιώθουμε τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια μας όταν αντιλαμβανόμαστε πως ο άλλος μας εξαπάτησε ή μας παραπλάνησε. Ανατρέπονται οι πυρηνικές πεποιθήσεις μας γύρω από το πώς (νομίζουμε ότι) λειτουργεί ο κόσμος. Τέλος, κάποιοι άνθρωποι έχουν έντονο μέσα τους το κίνητρο για διατήρηση, ενίσχυση ή αποκατάσταση της δικαιοσύνης. Εδώ εντάσσονται οι άνθρωποι που σπεύδουν να βοηθήσουν τα θύματα διαφόρων κοινωνικών ομάδων, που συμμετέχουν σε εθελοντικές οργανώσεις, που εργάζονται σε υπηρεσίες όπως η πυροσβεστική και το 166: είναι τόσο ισχυρή η αίσθηση του δικαίου μέσα τους, που οδηγούνται στην αυτοθυσία προκειμένου να αποκαταστήσουν τη δικαιοσύνη του κόσμου που μας περιβάλλει.

Η πεποίθηση ότι ο κόσμος είναι δίκαιος είναι ένα από τα κυρίαρχα ιδεολογήματα της σύγχρονης εποχής. Ως τέτοιο, έχει τις θετικές και τις αρνητικές του διαστάσεις. Έχει αποδειχθεί πως η δοξασία του δίκαιου κόσμου είναι εξαιρετικά λειτουργική για τον άνθρωπο, διότι αποτελεί ένα είδος άμυνας απέναντι στο στρες που βιώνει, ενώ παράλληλα αποτελεί παράγοντα ενίσχυσης συμπεριφορών που προσανατολίζονται στην προσπάθεια, την επιτυχία, τον προγραμματισμό και την αντιμετώπιση των προκλήσεων της ζωής. Ταυτόχρονα, συμβάλλει σε ένα αυξημένο αίσθημα προσωπικής ευεξίας, καθώς, όσο περισσότερο ένας άνθρωπος πιστεύει ότι ζει σε έναν δίκαιο κόσμο, τόσο περισσότερο δίκαιη θα φροντίζει να είναι η συμπεριφορά του, θα δείχνει εμπιστοσύνη στο μέλλον του και θα κρίνει ως δίκαια τα όσα του συμβαίνουν, με αποτέλεσμα να νιώθει μεγαλύτερη ισορροπία στη ζωή του. Επίσης, άνθρωποι με ισχυρή πίστη στη δικαιοσύνη του κόσμου φέρουν περισσότερες πιθανότητες να βοηθήσουν έναν άνθρωπο που βρίσκεται σε ανάγκη, έχουν υψηλότερο αίσθημα κοινωνικής ευθύνης, παραμένουν προσηλωμένοι στη χρήση δίκαιων και θεμιτών μέσων, αποφεύγουν συμπεριφορές που παραβιάζουν τους κανόνες και αρνούνται να υποθάλψουν μία απάτη, ένα ψέμα ή κάποια άλλη συμπεριφορά εκμεταλλευτικού τύπου (ακριβώς επειδή φοβούνται τις αρνητικές συνέπειες των πράξεών τους σε έναν κόσμο που είναι δίκαιος). Από την άλλη πλευρά, μελέτες έχουν δείξει πως οι άνθρωποι, που πιστεύουν σταθερά και έντονα ότι ο κόσμος που ζούμε είναι δίκαιος, τείνουν να είναι πιο συντηρητικοί και αυταρχικοί (πολιτικά και ιδεολογικά τοποθετούμενοι στο δεξιό άκρο του πολιτικού φάσματος), πιο πλούσιοι, πιο θρήσκοι αλλά και πιο αυτάρκεις έναντι όσων διατηρούν ασθενέστερη πίστη στην δικαιοσύνη του κόσμου.

Σε ένα ευρύτερο κοινωνικό και ιδεολογικό επίπεδο, η πίστη στη δικαιοσύνη του κόσμου συνοδεύεται από κάποιους κινδύνους που αξίζουν περαιτέρω προβληματισμού: για παράδειγμα, θεωρώντας πως, «όπου φτωχός και η μοίρα του», ωθούμαστε στο να κανονικοποιήσουμε την αδικία, να την εκλογικεύσουμε, να την δούμε ως κάτι φυσικό και αναπότρεπτο, για το οποίο δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά πράγματα. Άμεση απόρροια αυτού, είναι η αδράνεια σε κοινωνικό επίπεδο: Αφού δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι για την αδικία, αφού ο καθένας λαμβάνει στη ζωή αυτό που του αξίζει («για να είναι φτωχός θα φταίει αυτός, δεν μπορεί να συμβαίνει κάτι άλλο»), μειώνεται το κίνητρο για κοινωνική αλλαγή, θεωρώντας ταυτόχρονα ότι κάτι, κάποιος, κάπου, λογικά, θα φροντίσει ώστε το μέλλον να είναι καλύτερο για αυτούς τους ανθρώπους. Τέλος, στενεύει το πεδίο της ατομικής δράσης μας, με την έννοια ότι μας αρκεί να ξέρουμε πως εμείς κάνουμε αυτό το λίγο, το ελάχιστο, καλό που μπορούμε και περνάει από το χέρι μας, χωρίς να είναι απαραίτητα ανάγκη να γίνουν αλλαγές σε ευρύτερο κοινωνικό ή θεσμικό επίπεδο.

Το αν πιστεύει κανείς ότι ο κόσμος είναι δίκαιος ή όχι δεν εντάσσεται σε αξιολογικές κρίσεις του τύπου «καλό» ή «κακό». Είναι μία από τις κυρίαρχες ιδεολογίες της σύγχρονης κοινωνίας και μεγαλώνουμε, λιγότερο ή περισσότερο, στην βάση αυτής της πεποίθησης. Όπως κάθε ιδεολογία όμως, έτσι και αυτή έρχεται να μειώσει και να υποτιμήσει οτιδήποτε δεν είναι σύμφωνο με τον τρόπο που αυτή εκλαμβάνει την πραγματικότητα. Επιπλέον, το αν και το κατά πόσο ένας άνθρωπος θα υιοθετήσει τελικά αυτή την άποψη, εξαρτάται από τον ίδιο και τις ψυχικές του αντοχές. Σε κάθε περίπτωση, όμως, το θέμα προσφέρει γόνιμο έδαφος για προβληματισμό, αυτοπαρατήρηση και αυτοκριτική, καθώς και για προσεκτική παρατήρηση των μηνυμάτων που εκφράζονται διαμέσου των μέσων μαζικής ενημέρωσης, και του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν σήμερα η κοινωνία και οι θεσμοί της.

Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

Dalbert, C. (2001) The justice motive as a personal resource: Dealing with challenges and critical life events. New York: Plenum Press.

Furnham, A. (1991) Just World Beliefs in twelve societies. The Journal of Social Psychology, 133, 317-329.

Furnham, A. (2003) Belief in a Just World: research progress over the past decade. Personality and Individual Differences, 34, 795-817.

Lerner, M.J. (1977) The Justice Motive: Some hypotheses as to its origins and forms. Journal of Personality, Vol. 45 (1), 1-52.

Lerner, M.J., & Miller, D.T. (1978) Just world research and the attribution process: Looking back and ahead. Psychological Bulletin, 85, 1030-1050.

Rubin, Z., & Peplau, L.A. (1975) Who believes in a just world? Journal of Social Issues 31 (3): 65-89.

Παπαστάμου Στάμος, «Εισαγωγή στην Κοινωνική Ψυχολογία» Τόμος Α’. Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2001.

Friedrich Nietzsche

Image

Γερμανός φιλόσοφος, ποιητής, συνθέτης και φιλόλογος, ο Φ. Νίτσε εντάσσεται στο πάνθεον των πρώτων υπαρξιστών φιλοσόφων, που έθεσαν υπό αμφισβήτηση εδραιωμένες πεποιθήσεις γύρω από τον άνθρωπο, την επιστήμη, την πίστη, το νόημα της ζωής, την ηθική και τις συμβάσεις της κοινωνίας. Επηρεασμένος από το έργο των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, τον Βάγκνερ και τον Σοπενχάουερ (που αργότερα θα απορρίψει), θα αναζητήσει τα κίνητρα που κρύβονται κάτω από την παραδοσιακή θρησκεία, την ηθική και τη φιλοσοφία της Δύσης. Τα έργα και οι αφορισμοί του, δημοφιλείς μέχρι τις ημέρες μας, προτείνουν μία εναλλακτική θεώρηση της ζωής και του ανθρώπου και δίνουν έμφαση στη δύναμη της βούλησης, ως πηγής και μοχλού ανάπτυξης του ανθρώπου και των δυνατοτήτων του.

Στο σημαντικό βιβλίο του «Τάδε έφη Ζαρατούστρα», ο Νίτσε θα επιχειρήσει μία μαζική επανεκτίμηση όλων των αξιών και θα θέσει το ερώτημα της λεγόμενης «αιώνιας επιστροφής»:  Αν υπήρχε αυτή η δυνατότητα, κατά πόσο ένας άνθρωπος θα ήταν έτοιμος να δεχθεί να επιστρέφει διαρκώς στην ζωή που έχει ζήσει, χωρίς να αλλάξει ούτε ένα λεπτό από αυτή; Ο Ζαρατούστρα, που χωρίς κανέναν δισταγμό ή υπεκφυγή θα απαντούσε θετικά σε αυτό το ερώτημα, είναι ένας Υπεράνθρωπος, που απέχει από τον μέσο άνθρωπο περισσότερο από ό,τι απέχει ο άνθρωπος από τον πίθηκο. Αν και πολέμιος της πολιτικής ισχύος, του εθνικισμού και του αντισημιτισμού ο «Ζαρατούστρα» και οι απόψεις του θα διαστρεβλωθούν και θα χρησιμοποιηθούν από τον Χίτλερ στη διαμόρφωση του προτύπου της Άριας Φυλής.

Στη «Γενεαλογία της Ηθικής», που για πολλούς πρόκειται για το πιο συστηματικό και συγκροτημένο έργο του, θα επιχειρήσει να αποδείξει ότι οι ηθικές και φιλοσοφικές αξίες της Δύσης, όχι μόνο συνέβαλαν στην εξασθένηση του ανθρώπου, αλλά και έφθειραν τα θεμέλια της γνώσης και των επιστημών. Ασθενικός, με χρόνια προβλήματα υγείας, ο Νίτσε θα ταξιδέψει στην Ελβετία, την Ιταλία, την Γαλλία και την Γερμανία, γράφοντας και ξεδιπλώνοντας σκέψεις που άλλαξαν την ιστορία της θεολογίας, της φιλοσοφίας και της ψυχολογίας. Ο «αδελφός» του Καζαντζάκη, επηρέασε βαθύτατα το έργο φιλοσόφων, όπως ο Μαξ Σέλερ, ο Καρλ Γιάσπερς, ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, ο Αλμπέρ Καμύ, ο Ζακ Ντεριντά και ο Μισέλ Φουκό, μεγάλων ψυχολόγων, όπως ο Σ. Φρόιντ, ο Κ. Γιουνγκ και ο Α. Άντλερ, το σύνολο της σχολής της ανθρωπιστικής ψυχολογίας (Α. Μάσλοου, Κ. Ρότζερς, Ρ. Μέι) ενώ αποτέλεσε έμπνευση για πλήθος ποιητών και συγγραφέων όπως ο Τόμας Μαν, ο Χέρμαν Έσσε, ο Αντρέ Μαλρώ, ο Αντρέ Ζιντ, ο Τζωρτζ Μπέρναντ Σω και ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε. Γεννήθηκε σαν σήμερα, 15 Οκτωβρίου του 1844 και διατήρησε ακμαίες μέχρι το τέλος της ζωής του τις προσδοκίες του για τον άνθρωπο: όταν τον ρώτησαν τι είναι αυτό που αγαπάει στους άλλους, εκείνος απάντησε, «οι ελπίδες μου».

10 Οκτωβρίου: Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας

Image

Η Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας καθιερώθηκε το 1992 από την Παγκόσμια Ομοσπονδία Ψυχικής Υγείας, με στόχο την ενημέρωση του κοινού σχετικά με την σημασία της ψυχικής υγείας. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO/ ΠΟΥ) ορίζει την υγεία ως «η κατάσταση πλήρους σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας και όχι μόνο η απουσία ασθένειας ή αναπηρίας». Επομένως, σε αντίθεση με τα όσα τείνουμε συνήθως να πιστεύουμε, ένας άνθρωπος που δεν πάσχει από κάποια οργανική νόσο δεν σημαίνει αυτομάτως ότι είναι και υγιής. Πρέπει ταυτόχρονα να είναι σε θέση να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τα συνήθη προβλήματα της ζωής, να έχει αίσθηση προσωπικού σκοπού στη ζωή, να εργάζεται παραγωγικά και εποικοδομητικά, να συμμετέχει στην κοινωνία και να βρίσκεται σε μία κατάσταση συναισθηματικής και προσωπικής / κοινωνικής ευεξίας.

Για τις πιο γνωστές ψυχικές διαταραχές, όπως η σχιζοφρένεια, η κατάθλιψη και η κατάχρηση αλκοόλ, τα στατιστικά στοιχεία του ΠΟΥ προβληματίζουν. Πιο συγκεκριμένα, ο αριθμός των πασχόντων από κατάθλιψη ξεπερνά παγκοσμίως τα 350 εκατομμύρια, ενώ αναμένεται πως μέχρι το 2020 θα είναι η δεύτερη αιτία αναπηρίας παγκοσμίως (global burden of disease). Κάθε χρόνο, σε όλο τον κόσμο αυτοκτονούν περίπου 800.000 άνθρωποι, εκ των οποίων το 86% είναι σε χώρες χαμηλού ή μέσου εισοδηματικού επιπέδου. Μία από τις κυριότερες αιτίες της αυτοχειρίας είναι οι ψυχικές διαταραχές (π.χ. η κατάθλιψη) – αιτία που μπορεί να προληφθεί, αποφεύγοντας έτσι αυτές τις μαζικές απώλειες σε ανθρώπινες ζωές. Οι πάσχοντες από σχιζοφρένεια υπολογίζονται διεθνώς στα 25 εκατομμύρια, ενώ εκτιμάται πως το 4% όλων των θανάτων που σημειώνονται παγκοσμίως, οφείλεται σε κατάχρηση αλκοόλ. Όπως καθίσταται σαφές, οι ψυχικές διαταραχές μπορούν να επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό το προσδόκιμο ζωής του ατόμου, καθώς και την προσωπική και κοινωνική του ζωή. Παράλληλα, οι συνθήκες μέσα στις οποίες ζει ένα άτομο με ψυχική διαταραχή, συμβάλλουν στην απώλεια του 8.1%  των ετών της προσδόκιμης ζωής του, μία απώλεια που θα μπορούσε να αποφευχθεί, αν υπήρχε καλύτερη ενημέρωση και καλύτερη οργάνωση των κρατικών υποδομών πρωτοβάθμιων υπηρεσιών υγείας για την πρόληψη και την έγκαιρη αντιμετώπιση της διαταραχής.

Για φέτος, κεντρικό θέμα της Ημέρας είναι η ψυχική υγεία των ανθρώπων μεγαλύτερης ηλικίας. Τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας αντιμετωπίζουν συνήθως πολλαπλά προβλήματα υγείας ταυτόχρονα, με τις χρόνιες παθήσεις (όπως ο διαβήτης, η καρδιοπάθεια και ο καρκίνος) να αυξάνουν τις πιθανότητες εκδήλωσης ψυχικών διαταραχών όπως κατάθλιψη, άγχος και κατάχρηση ουσιών (κυρίως αλκοόλ). Παράλληλα, η κοινωνική απομόνωση, η απώλεια της αυτονομίας, οι πολλαπλές απώλειες που βιώνουν, η φτώχεια και η μοναξιά, εντείνουν τον κίνδυνο εμφάνισης συναισθηματικών και σωματικών διαταραχών. Από την άλλη πλευρά, τα στερεότυπα της σύγχρονης κοινωνίας για τους ηλικιωμένους ανθρώπους, που τους θέλει ανίκανους και ανήμπορους, λειτουργούν ως κοινωνικοί φραγμοί, που δεν επιτρέπουν την ενεργό συμμετοχή αυτών των ανθρώπων στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, μέχρι το 2050 το ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού ηλικίας άνω των 60 ετών θα διπλασιαστεί από 11% σε 22%, αγγίζοντας σε αριθμό τα δύο δισεκατομμύρια. Η σημερινή ημέρα επιχειρεί να υπενθυμίσει στα κράτη, τους λαούς όλου του κόσμου, αλλά και στον καθένα μας προσωπικά, το χρέος που έχουμε απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους, τις ανάγκες τους και τις υπηρεσίες που χρειάζονται, προκειμένου να συνεχίσουν να είναι ενεργοί και υγιείς πολίτες του κόσμου.

Πηγές και Προτεινόμενα Links για περαιτέρω ενημέρωση:

Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας. http://www.who.int/features/factfiles/mental_health/en/

Παγκόσμια Ομοσπονδία Ψυχικής Υγείας. http://www.wfmh.com/

Ελληνική Ψυχιατρική Εταιρεία. http://www.psych.gr/

Prince, M., Patel, V., Saxena, S., et al., No Health without mental health. Lancet 2007, 370 (9590).

Graham Thornicroft & Michele Tansela, Για Μία Καλύτερη Φροντίδα της Ψυχικής Υγείας, (επιμέλεια Σ. Στυλιανίδη), εκδ. Τόπος, 2010.