Te Deum

Image

Κάθε ἄνθρωπος ἕνα μοναδικὸ βλέμμα, ἕνα μοναδικὸ χαμόγελο. Μιλάει, σκέφτεται, ἀγαπάει ὅπως κανένας ἄλλος, οὔτε πρίν, οὔτε μετά. Τραγουδάει τὸν ἔρωτα ἄκρη στὴ θάλασσα, βουτάει στὸ κύμα ὅλος ἀλκή. Βγαίνει στὸ βράχο, χαίρεται τὸ ἡλιοβασίλεμα, ἀκούει τὸ φλοῖσβο. Ρουφάει τὸ παρὸν μὲ τὴν ἀμεριμνησιὰ τοῦ αἰώνιου.

Ἄσχετος μὲ τὸν θάνατο ποὺ θὰ τὸν θερίσει, ἄσχετος μὲ τὴν προδοσία τῆς σάρκας του ποὺ κάθε μέρα μαραίνεται καὶ κάποτε θὰ σαπίσει στὸ χῶμα.

Ἡλιοκαμμένο ἀγόρι, μὲ τὸ ζαρκαδίσιο κορμὶ καὶ τὰ ἁλατισμένα ματόκλαδα, τί σχέση ἔχεις ἐσὺ μὲ τὸν αὐριανὸ ἑαυτό σου, τὸν γέροντα ποὺ σέρνεται μὲ τρεμάμενα μέλη, κυρτωμένος, εὔθραυστος, κι ἀδύναμο φῶς στὰ σακουλιασμένα του μάτια. Καὶ σὺ ὁλόδροσο κορίτσι, σπαρταριστὸ κορμὶ ἡδονικοῦ λεόπαρδου, πῶς μεταλλάζεις τὸ διάφανο δέρμα, τὸ ὁλόφωτο βλέμμα, τὸ κρουστὸ στῆθος, τὰ ζωντανὰ μαλλιὰ ὅπου ἀνασαίνει ὁ ἄνεμος. Πῶς μεταλλάζεις σὲ μαραμένη κίτρινη γεροντικὴ σάρκα, στρεβλὲς ἀρθρώσεις, μελανιασμένες φλέβες, κομπιαστὴ ἀνάσα. Ποιός εἶναι ὁ ἀληθινὸς ἑαυτός μας, τὸ πραγματικό μας πρόσωπο. Πότε καὶ ποῦ σαρκώνεται ἡ ἀληθινή μας ταυτότητα, ποιός ὁ «πυρήνας» τῆς ὕπαρξής μας, τὸ πραγματικὸ «ὑποκείμενο» τόσο τοῦ κάλλους ὅσο καὶ τῆς φθορᾶς.

Μάθαμε τὴ συγκρότηση τοῦ πυρήνα τῶν ἀτόμων, τὴ δομὴ τοῦ DΝΑ, τὴ σύνθεση τοῦ φωτός, τὰ στοιχεῖα τῆς ὕλης τῶν ἀπώτατων γαλαξιῶν. Καὶ δὲν ξέρουμε νὰ ὁρίσουμε οὔτε τὴν ἔναρξη οὔτε τὸ πέρας τοῦ ἀνθρώπινου ὑποκειμένου, τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ μας.

Ψάχνουμε τὸ αἴνιγμα τῆς ὕπαρξής μας, τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ὅπως βλέπουμε τὰ σκουλίκια στὸ ἀπόβροχο νὰ ψάχνουν τὴ λάσπη. Τυφλά, μέσα σὲ προκαθορισμένα, ἀξεπέραστα ὅρια. Ἡ σκέψη καὶ ὁ λόγος δὲν μᾶς ἐξασφαλίζουν παρὰ μόνο ψευδαισθήσεις γνώσης, μόνο παραβολές, ἀλληγορίες, εἰκόνες μέσα ἀπὸ ἔσοπτρα καὶ αἰνίγματα. Γαντζωνόμαστε σὲ ἐμπειρίες ἄλλων, ἐμπειρίες ἀνθρώπων ποὺ μαρτυροῦν πὼς εἶδαν τὸν Θεό, πὼς μίλησαν μαζί Του. Καὶ ἀντικειμενοποιοῦμε αὐτὲς τὶς ἄρρητες ἐμπειρίες σὲ τετράγωνες ἔννοιες ποὺ στηρίζουν τὴ λογική μας. Γιὰ νὰ χτίσουμε πάνω στὴ λογικὴ τὴν ψυχολογική μας αὐτάρκεια, τὴ θωράκιση ποὺ ἀποτρέπει τὸ φόβο καὶ τὸν πανικό.

Ὑπάρχει ἕνας τρόπος νὰ ἀπορεῖς, ἐνῶ ἐμπιστεύεσαι. Κι αὐτὸ τὸν τρόπο τὸν ψηλαφοῦμε μόνο στὸν ἔρωτα. Ὁ ἔρωτας σημαίνει πίστη, ἐμπιστοσύνη, αὐτοπαράδοση. Εἶσαι μέσα στὴ σκοτεινιὰ ἀτέλειωτων ἀναπάντητων ἐρωτημάτων. Ὅμως ἐγκαταλείπεσαι στὸν πόθο, κι αὐτός, σὲ βεβαιώνει ἂν ὁ Ἄλλος ποθεῖ τὸν πόθο σου. Καὶ τότε ἔχουν ἀπαντηθεῖ τὰ ἐρωτήματα δίχως ἀπάντηση. Τὰ σημαινόμενα λειτουργοῦν δίχως σημαίνοντα. Εἶναι μόνη ἡ γλώσσα τῆς ἀναφορᾶς, ἡ γλώσσα τοῦ πόθου. Αὐτὴ ποὺ μιλάει τὸ βρέφος θηλάζοντας τὸ στῆθος τῆς μάνας. Αὐτὴ ποὺ μιλᾶνε οἱ ἐρωτευμένοι στὴ σιωπὴ τῆς «μίας σάρκας».

Χρήστος Γιανναράς, «Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων», Εκδ. Δόμος – απόσπασμα

Τραγωδία

Image

Ήταν επιτυχημένη, ευκατάστατη, καθωσπρέπει, και είχε ένα σωρό φίλους. Θα ‘πρεπε να είναι μια πολύ ευτυχισμένη γυναίκα, αλλά δεν ήταν, ήταν μίζερη, νευρική και ανικανοποίητη. Οι ψυχαναλυτές δεν μπορούσαν να την βοηθήσουν. Κι αυτή δεν μπορούσε να τους πει από τι υπέφερε, γιατί ούτε κι η ίδια ήξερε. Αναζητούσε την τραγωδία της. Μετά βρήκε έναν νεαρό αεροπόρο, που ήταν πολλά χρόνια νεότερός της, κι έγινε ερωμένη του. Ήταν δοκιμαστής αεροπλάνων, και μια μέρα που δοκίμαζε μια μηχανή, κάτι πήγε στραβά, και το αεροπλάνο έπεσε. Πέθανε μπροστά στα μάτια της. Οι φίλοι της φοβήθηκαν πως θα αυτοκτονούσε. Έπεσαν εντελώς έξω. Έγινε ευτυχισμένη, χοντρή και ικανοποιημένη. Απέκτησε την τραγωδία της.

Somerset Maugham, Τραγωδία («Μεγάλοι συγγραφείς γράφουν τις πιο μικρές ιστορίες του κόσμου», Εκδ. Γνώση)

Κατάθλιψη και Αυτοκτονικότητα

Image

5.400.000 είναι ο αριθμός των αποτελεσμάτων που δίνει το Google αν στο πεδίο της αναζήτησης βάλουμε τις λέξεις Κατάθλιψη, Ελλάδα. Τίτλοι άρθρων όπως «Χτυπάει κόκκινο η κατάθλιψη στην Ελλάδα», «Βαριά κατάθλιψη 12 στους 100 Έλληνες» και «Εθνική νόσος η κατάθλιψη» είναι ενδεικτικοί της κατάστασης που κυριαρχεί στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, η οποία έρχεται να επιβεβαιωθεί και από τις επιδημιολογικές μελέτες των αρμόδιων φορέων του κράτους. Φυλλάδια, εκστρατείες ενημέρωσης του κοινού, τηλεοπτικά σποτ με «επώνυμους» Έλληνες, άρθρα και ειδικά αφιερώματα στα μέσα μαζικής ενημέρωσης στοχεύουν στην ευαισθητοποίηση του κοινού για αυτή τη ψυχική διαταραχή, που φαίνεται να πλήττει το 10% του πληθυσμού σε διεθνές επίπεδο. Μεταφράζοντας σε απλά λόγια αυτό το ποσοστό, ένας στους δέκα ανθρώπους θα εμφανίσει κάποια στιγμή στη ζωή του κατάθλιψη. Ο άνθρωπος αυτός μπορεί να είναι φίλος μας, παιδί μας, γονιός μας, σύντροφός μας, γνωστός μας από τη δουλειά, δάσκαλος ή δασκάλα του παιδιού μας, συμφοιτητής, συγγενής, στενός συνεργάτης μας ή γείτονας.

Τι εννοούμε με τον όρο «κατάθλιψη»;

«Κάποτε έκλαιγα αλλά ούτε αυτό δεν μπορώ πια να κάνω. Δεν με ενδιαφέρουν οι άνθρωποι. Δεν αποφασίζω. Δεν τρώω. Δεν κοιμάμαι. Δεν σκέφτομαι. Δεν μπορώ να ξεπεράσω την μοναξιά μου. Τον φόβο μου. Την αηδία μου. Είμαι χοντρή. Δεν μπορώ να γράψω. Δεν μπορώ να αγαπήσω. Γοργά προχωρώ προς τον Θάνατο. Δεν μπορώ να είμαι μόνη. Δεν μπορώ να είμαι με άλλους.» (Sarah Kane, «4:48, Ψύχωση»)

Στα εγχειρίδια ψυχοπαθολογίας, η κατάθλιψη ορίζεται ως μία πολύ δυσάρεστη συναισθηματική διάθεση, που χαρακτηρίζεται από μία κατάσταση παθολογικής (έντονης και παρατεταμένης) θλίψης, συνοδευόμενης από έλλειψη αυτοεκτίμησης και αυτό-περιφρόνηση και από την επώδυνη επίγνωση της επιβράδυνσης των νοητικών, ψυχοκινητικών και οργανικών διαδικασιών. Κεντρικά χαρακτηριστικά της είναι η τάση του ανθρώπου να ξεσπά συχνά σε κλάματα (ή να έχει φθάσει σε σημείο που να μην μπορεί καν να κλάψει), να νιώθει έντονες ενοχές και να κατηγορεί τον εαυτό του για διάφορα γεγονότα της ζωής του, η έλλειψη ενδιαφέροντος για ό,τι συμβαίνει γύρω του αλλά και η έλλειψη ευχαρίστησης (ανηδονία) στην καθημερινότητά του, ένα κυρίαρχο αίσθημα κόπωσης, άγχος, απώλεια βάρους (ή και αύξηση της όρεξης), υπερυπνία ή αϋπνία και, σε βαριές περιπτώσεις, αυτοκτονικός ιδεασμός και απόπειρα αυτοκτονίας. Φυσικά, σε όλους μας συμβαίνουν δυσάρεστα γεγονότα που μπορεί να μας προκαλέσουν θλίψη, άγχος, ανησυχία, φόβους, ακόμα και απόγνωση ή αίσθημα αβοηθησίας, όπως για παράδειγμα όταν πεθαίνει ένας αγαπημένος μας άνθρωπος ή όταν βιώνουμε μία βαθύτατη απώλεια (ανεργία, διαζύγιο, αλλά και «θετικά» γεγονότα, όπως η γέννηση ενός παιδιού ή ο γάμος, που επίσης θεωρούνται ως απώλειες, στον βαθμό που καλούμαστε να αποχαιρετίσουμε μία πρότερη κατάσταση και να προσαρμοστούμε σε νέες συνθήκες ζωής). Σύμφωνα με τον Freud, η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών καταστάσεων είναι ότι, σε μία φυσιολογική αντίδραση πένθους, ο άνθρωπος βιώνει τον κόσμο ως συρρικνωμένο (γιατί, π.χ. έχει χάσει ένα σημαντικό για αυτόν πρόσωπο), ενώ στην κατάθλιψη νιώθει πως έχει χάσει ένα κομμάτι του ίδιου του εαυτού του. Ενώ στο πένθος ο ψυχικός πόνος έρχεται σε κύματα κάθε φορά που θυμόμαστε το αγαπημένο πρόσωπο, με τις ενδιάμεσες περιόδους να λειτουργούμε φυσιολογικά, στην κατάθλιψη ο πόνος είναι μόνιμος και μας μουδιάζει, μας απονεκρώνει. Επιπλέον, υπάρχει μία «ποσοτική» διαφορά μεταξύ αυτών των δύο καταστάσεων: Στην κατάθλιψη τα συμπτώματα, που θα δούμε στην συνέχεια, εμμένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα και τελικά, παρεμβαίνουν στην καθημερινότητα του ανθρώπου. Ο άνθρωπος μοιάζει σαν να έχει «βουλιάξει» στη θλίψη και την απόγνωση.

Συμπτώματα της Κατάθλιψης

«…Σαν μ’ αρπάχθηκε η χαρά / που εχαιρόμουν μια φορά / έτσι σε μίαν ώρα… / μες σ’ αυτήν τη χώρα / όλα αλλάξαν τώρα! Κι από τότε που θρηνώ / το ξανθό και γαλανό / και ουράνιο φως μου, / μετεβλήθει εντός μου / και ο ρυθμός του κόσμου.»  Γ. Βιζυηνός

Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της κατάθλιψης και ταυτόχρονα, αυτό που σπανίως γίνεται φανερό στον περίγυρο, είναι πως ο άνθρωπος που πάσχει από κατάθλιψη, υποφέρει. Οι τρόποι με τους οποίους εκδηλώνει προς τα έξω – μέσα από την συμπεριφορά του και τα λόγια του – αυτόν τον μεγάλο εσωτερικό πόνο, δηλαδή τα συμπτώματα της κατάθλιψης, διαφέρουν σε κάθε άτομο και μπορεί να είναι ακόμα και διαμετρικά αντίθετα ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες. Σε γενικές γραμμές, θα δούμε έναν άνθρωπο που, είτε συγκινείται πολύ εύκολα και με το παραμικρό ερέθισμα, είτε αδυνατεί πλήρως να κλάψει. Υπάρχει μία διαρκής κούραση και εξάντληση, ειδικά τις πρώτες πρωινές ώρες, ενώ σε όλη τη διάρκεια της ημέρας δυσκολεύεται να θυμηθεί, να σκεφτεί, να πάρει αποφάσεις, να συγκεντρωθεί, να δράσει, να πάρει πρωτοβουλίες, να προγραμματίσει για το μέλλον – ακόμα κι αν αυτό αφορά το τι θα φορέσει αύριο στη δουλειά, ή τι θα μαγειρέψει για το σπίτι. Ο ύπνος είναι κακός: μπορεί να διαταράσσεται από όνειρα και σκέψεις, να υπάρχει αϋπνία ή και το αντίθετό της, να κοιμάται ασυνήθιστα πολλές ώρες («βρίσκω καταφύγιο στον ύπνο», «θέλω να κοιμηθώ και να μην ξυπνήσω ποτέ»). Κυρίαρχη είναι η αίσθηση της ματαιότητας, ενός απέραντου κενού, όπου τίποτα στη ζωή δεν έχει πλέον νόημα και καμία χαρά δεν είναι ικανή να προκαλέσει το ενδιαφέρον του. Κυριαρχεί μία μόνιμα υφέρπουσα ανηδονία, που εκδηλώνεται με την πλήρη αδιαφορία για οτιδήποτε θετικό μπορεί να υπάρχει στη ζωή του: τα παιδιά του, μία όμορφη ημέρα, μία συνάντηση με φίλους, ένα τραγούδι, μία ωραία ταινία – όλα παρακάμπτονται, είναι ανούσια. «Δεν ξέρω πώς να σκοτώσω τις ατελείωτες ώρες της ημέρας», γράφει χαρακτηριστικά η Πηνελόπη Δέλτα στο Παραμύθι χωρίς Όνομα. Η κατάθλιψη, αυτή η «ανικανότητα σύλληψης κάποιου μέλλοντος», σύμφωνα με τον R. May, αδειάζει κυριολεκτικά τον άνθρωπο από αυτή την ζωτική ορμή για ζωή, που μας κάνει να προσανατολιζόμαστε στο μέλλον. Ο άνθρωπος που πάσχει από κατάθλιψη αναμασά γεγονότα του παρελθόντος, κατηγορεί τον εαυτό του για το οτιδήποτε του έχει συμβεί, έχει έντονες τύψεις, νιώθει άχρηστος, ανίκανος, αποτυχημένος, «ένα τίποτα, ένα σκουπίδι». Παύει να ενδιαφέρεται για την εμφάνισή του, την υγιεινή του, το σώμα του. Αδιαφορεί πλήρως για οτιδήποτε απολάμβανε μέχρι πρότινος. Η σεξουαλική διάθεση και επιθυμία είναι ελαττωμένη ή και μηδενική.  Αυτή η αίσθηση της ματαιότητας, του εσωτερικού κενού, η έλλειψη αυτοεκτίμησης και ο μόνιμος εσωτερικός πόνος, μπορεί τελικά να οδηγήσουν (σε βαριές περιπτώσεις) σε αυτοκαταστροφικές ιδέες και συμπεριφορές. «Κι όπως κυλά στα βάθη του κενού μου, σαν άστρο φλογερό στον άξονά του, δε νιώθω πια να ζει παρά το Νου μου, στην Απεραντοσύνη του Θανάτου», γράφει ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης στο ποίημα Θάνατος. Ιδέες αυτοκτονίας καταλαμβάνουν τα 2/3 των ανθρώπων με κατάθλιψη, ενώ ένα ποσοστό 10-15 % θα επιχειρήσει απόπειρα αυτοκτονίας.

Ωστόσο, όπως ήδη αναφέρθηκε, η κλινική εικόνα της κατάθλιψης δεν είναι ίδια σε όλους τους ανθρώπους. Έτσι, πολλές φορές δεν θα συναντήσουμε αυτή την εικόνα της βαθιάς μελαγχολίας, αλλά έναν άνθρωπο που ζει και εργάζεται κανονικά, χωρίς να δείχνει τίποτα στο περίγυρό του: μία μάσκα κρύβει επιμελώς την εσωτερική του απόγνωση. Άλλες φορές εκδηλώνεται με έντονη σωματοποίηση των συμπτωμάτων: πονοκέφαλοι, πόνοι στο στομάχι, ταχυκαρδίες, ζαλάδες, διάφοροι άλλοι πόνοι στο σώμα, έντονη εφίδρωση, είναι ορισμένα μόνο στοιχεία που μπορεί να υποδηλώνουν ένα βαρύτατο και δυσβάσταχτο εσωτερικό άγχος και μία τεράστια, ανείπωτη αγωνία. Άλλες πάλι φορές, εκδηλώνεται μέσα από την συμπεριφορά ενός ανθρώπου που κάνει κατάχρηση ουσιών ή/και οινοπνεύματος, που προβαίνει σε παρορμητικές ενέργειες υψηλού κινδύνου, είναι εξαιρετικά ευερέθιστος και σε μόνιμο εκνευρισμό.

Η Κατάθλιψη στα Δύο Φύλα

Μέχρι πρόσφατα πιστεύαμε πως η κατάθλιψη είναι κυρίως «γυναικεία» υπόθεση. Αυτό οφειλόταν σε ποικίλους παράγοντες, όπως για παράδειγμα το γεγονός πως οι γυναίκες μιλούν ευκολότερα για τα συναισθήματά τους, αναζητούν πιο εύκολα την βοήθεια ενός ειδικού και, γενικότερα, είναι σε μεγαλύτερη επαφή με τον εσωτερικό ψυχισμό τους. Πρόσφατες έρευνες όμως έδειξαν πως άνδρες και γυναίκες υποφέρουν εξίσου από την κατάθλιψη, με τα ποσοστά να είναι περίπου ίδια και για τα δύο φύλα. Το πρόβλημα, όσον αφορά την κατάθλιψη στους άνδρες, είναι πως σπανίως αναγνωρίζεται εγκαίρως από τους ίδιους, την οικογένεια ή τους γιατρούς και τους ειδικούς ψυχικής υγείας, διότι συγκαλύπτεται κάτω από άλλες καταστάσεις και άλλου είδους συμπτωματολογία σε σχέση με αυτή που παρατηρείται στις γυναίκες. Έτσι, ενώ στις γυναίκες κυριαρχούν τα συμπτώματα της μελαγχολίας και της δυσθυμίας, στους άνδρες παρατηρούνται συμπεριφορές όπως κατάχρηση οινοπνεύματος ή άλλων ουσιών, εκνευρισμός και ευερεθιστότητα, προβλήματα με τη δουλειά, θυμός και επικίνδυνες ή ριψοκίνδυνες συμπεριφορές. Μάλιστα, πρόσφατα ερευνητικά ευρήματα επισημαίνουν αναφορικά με την σεξουαλική επιθυμία ότι πολλές φορές, οι άνδρες με κατάθλιψη μπορεί να έχουν την ίδια ή και μεγαλύτερη συχνότητα σεξουαλικών επαφών, με τη διαφορά ότι δεν αντλούν από αυτές την ευχαρίστηση και την ικανοποίηση που αντλούσαν στο παρελθόν.

Όσον αφορά τον αυτοκτονικό ιδεασμό και εδώ παρατηρείται μία αξιοσημείωτη διαφορά μεταξύ των δύο φύλων: Ενώ είναι τρεις φορές περισσότερες οι γυναίκες από τους άνδρες που θα επιχειρήσουν να αυτοκτονήσουν, είναι τέσσερις φορές περισσότεροι οι άνδρες από τις γυναίκες που τελικά θα επιτύχουν στην απόπειρα αυτοκτονίας. Κι αυτό διότι, οι περισσότεροι άνδρες που αποφασίζουν να αυτοκτονήσουν επιλέγουν πιο «αποτελεσματικούς και δραστικούς» τρόπους αυτοκτονίας, όπως ο αυτοπυροβολισμός ή ο απαγχονισμός, ενώ οι γυναίκες επιλέγουν λιγότερο δραστικά μέσα, όπως η κατανάλωση μεγάλης ποσότητας χαπιών.

Τα Αίτια της Κατάθλιψης

Τα αίτια της κατάθλιψης είναι μία μεγάλη θεματική που υπερβαίνει τα όρια και τον σκοπό του παρόντος κειμένου. Χάρην συντομίας ας περιοριστούμε στο γεγονός πως δεν υπάρχει ένα και μοναδικό, συγκεκριμένο και απτό, αίτιο που να εξηγεί πλήρως την εμφάνιση της κατάθλιψης σε έναν άνθρωπο. Μεταξύ των πολυάριθμων παραγόντων που συμμετέχουν στην εκδήλωση της νόσου συναντάμε παράγοντες γενετικούς (κληρονομικότητα), βιολογικούς (προϋπάρχουσες ασθένειες που μπορεί να προκαλέσουν κατάθλιψη, κάποια φάρμακα που λαμβάνει το άτομο για προβλήματα της υγείας του, κατάχρηση οινοπνεύματος ή ναρκωτικών ουσιών, αλλά και ο ρόλος συγκεκριμένων νευροδιαβιβαστών στον εγκέφαλο) και ψυχοκοινωνικούς (απώλειες κατά την πρώιμη παιδική ηλικία, όπως κακοποίηση ή θάνατος γονέα, αγχογόνα γεγονότα της ζωής, όπως η ανεργία ή το διαζύγιο, αλλά και η ίδια η προσωπικότητα του ανθρώπου), που ενθαρρύνουν ή εμπλέκονται στην εμφάνιση κατάθλιψης.

Αντιμετώπιση και Θεραπεία

Η κατάθλιψη είναι μία ψυχική νόσος που θεραπεύεται. Οι θεραπείες που διατίθενται σήμερα είναι πολλές και προέρχονται τόσο από τον χώρο της ιατρικής και της φαρμακολογίας, όσο και από τον χώρο της ψυχοθεραπείας. Η επιλογή της κατάλληλης θεραπείας θα εξαρτηθεί από την εκτίμηση που θα γίνει για την κατάσταση του πάσχοντα. Η σύγχρονη τάση είναι υπέρ της συνδυαστικής χρήσης φαρμακευτικής αγωγής και ψυχοθεραπείας. Η φαρμακευτική αγωγή θα βοηθήσει στην άμεση ανακούφιση του ανθρώπου από τα συμπτώματα και στην κινητοποίησή του, προκειμένου να φθάσει στο γραφείο του ψυχοθεραπευτή, όπου θα επιχειρηθεί η εις βάθος διερεύνηση των αιτιών που οδήγησαν τον άνθρωπο στην κατάθλιψη και η υιοθέτηση αποτελεσματικότερων τρόπων διαχείρισης των προβλημάτων της ζωής. Σημαντικό ρόλο σε αυτή την πορεία, παίζει το οικείο περιβάλλον του πάσχοντα, που πρέπει να χαρακτηρίζεται από υποστήριξη, αγάπη, ενδιαφέρον, καλή γνώση γύρω από την φύση και τη θεραπεία της κατάθλιψης και στενή συνεργασία με τους ειδικούς της θεραπευτικής ομάδας.

Δυστυχώς, δύο στους τρεις ανθρώπους που τελικά αυτοκτονούν, φαίνεται πως έχουν συμβουλευτεί κάποιο γιατρό μέσα στον προηγούμενο μήνα για κάποιο σωματικό του σύμπτωμα, ενώ ένας στους δύο έχει μιλήσει στο περιβάλλον του για την πρόθεσή του την εβδομάδα που προηγήθηκε της απόπειρας. Τι συνέβη; Γιατί δεν διερευνήθηκε περισσότερο το αίτημά τους, ανεξαρτήτως της μορφής που αυτό είχε; Δεν τους πήραν «στα σοβαρά», θεωρώντας πως απλώς ειπώθηκε κάτι πάνω στη συζήτηση; Ή μήπως θεώρησαν πως το λέει «έτσι» και πώς δεν πρόκειται να προχωρήσει στην πράξη; Πολλές οι πιθανές απαντήσεις και μάταιη η αναζήτηση «ενόχου». Εκείνο που είναι σημαντικό και οφείλουμε να κρατήσουμε από αυτά τα στατιστικά στοιχεία είναι πως, πολύ συχνά υπάρχει μία νύξη, μία φράση, μία ένδειξη ότι ο άνθρωπός μας βρίσκεται σε κίνδυνο. Ίσως είναι ο τρόπος που επιλέγει για να ζητήσει βοήθεια. Ας είμαστε λοιπόν ευαισθητοποιημένοι σε αυτά τα άρρητα μηνύματα που δεχόμαστε κι ας είμαστε ανοιχτοί στο να ρωτήσουμε ευθέως τον άλλο αν κάνει τέτοιες σκέψεις. Σε τελική ανάλυση, ποτέ δεν παίρνουμε ελαφρά τη καρδία την νύξη που μας κάνει ένας άνθρωπος ότι σκέφτεται να αυτοκτονήσει. Καλύτερα να αποδειχθεί ότι έχουμε κάνει λάθος, παρά να αφήσουμε έναν άνθρωπο να τερματίσει τη ζωή του.

Τι συμβαίνει στη χώρα μας;

Ακόμα κι αν υποστήριζε κανείς πως η οικονομική κρίση δεν έχει καμία άμεση και ευθεία σχέση με την κατάθλιψη και τον αριθμό των αυτοκτονιών, είναι αδύνατον να παραγνωρίσουμε τα αυξανόμενα ποσοστά αυτοκτονιών στην χώρα μας τα τελευταία τρία χρόνια, καθώς και την αυξανόμενη επίπτωση της κατάθλιψης κατά το ίδιο χρονικό διάστημα. Η οικονομική κρίση διαμορφώνει τις συνθήκες, οι οποίες ευνοούν την ανάδυση συναισθημάτων απόγνωσης, απαισιοδοξίας, θλίψης, αδιεξόδου, χαμηλής αυτοεκτίμησης και αβοηθησίας. Αυτές οι συνθήκες, σε συνδυασμό με τους άλλους βιολογικούς και γενετικούς παράγοντες, που προαναφέρθηκαν, αυξάνουν την πιθανότητα εμφάνισης κατάθλιψης στον ελληνικό πληθυσμό. Από την άλλη πλευρά, τα δραστικά οικονομικά μέτρα που λήφθηκαν (και λαμβάνονται ακόμα), συνοδεύονται από μεγάλες περικοπές σε υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας και δημόσιας υγείας, αφήνοντας ακάλυπτο και χωρίς επαρκή φροντίδα υγείας (σωματικής και ψυχικής) μεγάλο μέρος του πληθυσμού και ειδικά ανθρώπους που ανήκουν στις «ευάλωτες» κοινωνικές ομάδες. Επιστρέφοντας στο θέμα της κατάθλιψης στους άνδρες, αξίζει να τονιστεί εδώ ότι η οικονομική κρίση που βιώνουμε στη χώρα μας, κατάφερε ένα καίριο πλήγμα στην εργασιακή ασφάλεια ανδρών ηλικίας 35-50 ετών. Ενώ ένας νεότερος άνδρας πιθανώς να έχει κάποια δυνατότητα να σχεδιάσει με έναν άλλο τρόπο το μέλλον του, ένας άνδρας ηλικίας 40 ετών, που ίσως έχει ήδη οικογένεια και έκανε πρόσφατα οικονομικά «ανοίγματα» προκειμένου να διαμορφώσει ένα συγκεκριμένο πλαίσιο ζωής για τον ίδιο και την οικογένειά του, νιώθει σήμερα το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια του. Αυτό και μόνο αποτελεί σημαντικό παράγοντα επιβάρυνσης της ψυχικής του υγείας. Αν σε αυτό προσθέσουμε την σημασία που έχει η εργασία για τον άνδρα, ως στοιχείο ταυτότητας, κοινωνικής θέσης και αυτοεικόνας, εύκολα μπορούμε να αντιληφθούμε σε τι βαθμό έχει πληγεί ψυχικά ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού μας που, ούτως ή άλλως, φαίνεται να εκφράζει με διαφορετικό τρόπο την καταθλιπτική του κατάσταση.

Στο παρόν κείμενο επιλέχθηκε να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην εικόνα που παρουσιάζει ένας άνθρωπος που πάσχει από κατάθλιψη, παρά στην τυπολογία της νόσου, τα αίτια και τις εναλλακτικές θεραπείες. Με δεδομένη την αυξανόμενη επίπτωση της κατάθλιψης στη χώρα και τα αυξανόμενα περιστατικά επιτυχημένων και μη αποπειρών αυτοκτονίας, είναι πιο σκόπιμη η ευαισθητοποίησή μας στον έγκαιρο εντοπισμό των ανησυχητικών ενδείξεων, παρά η γενικότερη ενημέρωση για τα είδη, τις αιτίες ή τις θεραπείες που προσφέρονται για την κατάθλιψη. Αυτό, άλλωστε, είναι θέμα της ομάδας των ειδικών που θα αναλάβουν τη διάγνωση και την επιλογή της κατάλληλης θεραπείας. Για περισσότερες πληροφορίες, οδηγίες και συμβουλές μπορείτε να επικοινωνήσετε με το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής (ΕΠΙΨΥ www.epipsi.gr), την Γραμμή Βοήθειας για την Κατάθλιψη (1034), ή κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας (ψυχολόγο/ψυχοθεραπευτή ή ψυχίατρο).

Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος

 

Ενδεικτική Βιβλιογραφία και Πηγές:

American Association of Suicidology, «Facts about Suicide and Depression», διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://www.suicidology.org/c/document_library/get_file?folderId=232&name=DLFE-157.pdf

David Stuckler, Sanjay Basu, Marc Suhrcke, Adam Coutt, & Martin McKee (2009) The public health effect of economic crises and alternative policy responses in Europe: an empirical analysis, The Lancet, Vol. 374, Issue 9686, 315-323.

Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders-5 (2013). The American Psychiatric Association.

Lisa A. Martin, Harold W. Neighbors, & Derek M. Griffith (2013) The experience of symptoms of depression in men vs women, JAMA Psychiatry, 70 No.10, 1100-1106.

National Institute for Health and Clinical Excellence, Depression in Adults (update). National Clinical Practice Guideline 90, Final Version, October 2009.

Singleton, N., & Lewis, G., eds. (2003) Better Or Worse: A Longitudinal Study Of The Mental Health Of Adults In Great Britain, National Statistics. Διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://webarchive.nationalarchives.gov.uk/20130107105354/http://www.dh.gov.uk/prod_consum_dh/groups/dh_digitalassets/@dh/@en/documents/digitalasset/dh_4060694.pdf

Schrijvers DL, Bollen J, & Sabbe BG. (2012) The gender paradox in suicidal behavior and its impact on the suicidal process. Journal of Affective Disorders 138 (1-2): 19–26.

World Health Organization, Department of Mental Health and Substance Dependence, «Gender Disparities in Mental Health». Διαθέσιμο στη διεύθυνση:  http://www.who.int/mental_health/media/en/242.pdf

Nancy McWilliams. Ψυχαναλυτική Διάγνωση, εκ. ΙΨΥ, 2012.

Ζερβής, Χρήστος. Ψυχοπαθολογία του Ενήλικα, εκδ. Ηλεκτρονικές Τέχνες, 2003.

Απουσία

Image

Τη λέξη Απουσία την άκουσα, για πρώτη φορά, στο σχολείο. Ο δάσκαλος έπαιρνε απουσίες, ο απουσιολόγος έπαιρνε απουσίες… Γιατί τις παίρνανε, που τις πηγαίνανε και τι τις κάνανε, ποτέ δεν κατάλαβα. Και επειδή, μικρός, ήμουν πολύ φιλάσθενος, παίρνανε συχνά και τις δικές μου απουσίες, χωρίς ωστόσο να νιώσω ποτέ ότι κάτι μου αφαιρούσαν, κάτι μου έλειπε.
Το ίδιο γινότανε και με τον πυρετό μου. Κάθε φορά που αρρώσταινα, μου ‘λέγε η μάνα μου: «Έλα, να σου βάλω το θερμόμετρο, να σου πάρω τον πυρετό». Και μου ‘βαζε το θερμόμετρο στη μασχάλη, αλλά τον πυρετό δεν μου τον έπαιρνε, γιατί ο πυρετός έμενε εκεί και μ’ έψηνε, μέχρι που αποφάσιζε να φύγει από μόνος του και κά­ποιον άλλονε να βρει για να παιδέψει.
Είχα, όπως καταλαβαίνετε, ένα πρόβλημα με τις λέξεις που δεν χρησιμοποιούνταν κυριολεκτικά, που άλλα έλεγαν και άλλα εννοούσαν. Δεν είχα ακόμη μάθει τη μεταφορική χρήση τους· δεν ήμουν ακόμη ποιητής.
Αυτό συνέβη λίγο αργότερα. Θέλω να πω, άρχισα να γίνομαι ποιητής, όταν, με τη βοήθεια του νονού μου, έμαθα ότι η απουσία είναι πουλί. Ο νονός μου, ένας γλυκός, διαβασμένος και ευφάνταστος άνθρωπος, ζούσε, με τη γυναίκα του, σε μια μεγάλη μονοκατοικία με εξίσου μεγάλο κήπο. Ακριβώς δίπλα (ένας ψηλός μαντρότοιχος ήταν το όριο), βρισκότανε η λαϊκή αυλή όπου εμείς, τέσσερα άτομα, καταλαμβάναμε, με ταπεινό νοίκι, ένα μόνο δωμάτιο χωρίς κανένα βοηθητικό χώρο. Επειδή ο νονός μου, ενώ είχε μεγάλο σπίτι και μεγάλη καρδιά, δεν είχε παιδιά, αποφάσισε να αγαπάει εμένα σαν παιδί του. Μόλις, λοιπόν, γύριζε σπίτι απ’ τη δουλειά (βιβλιοπώλης ήτανε), έβγαινε στον κήπο και ξερόβηχε. Αυτό ήταν το σύνθημα μας, ο μυστικός μας κώδικας, που σήμαινε «έφτασα μόλις, έλα!» κι εγώ προσέτρεχα αμέσως, γιατί όσο μ’ αγαπούσε εκείνος, άλλο τόσο κι εγώ τον αγαπούσα.
Η αστική αυτή κατοικία, πλάι στη δική μας μίζερη αυλή, ήταν για μένα ένας κόσμος μαγικός, βγαλμένος κατευθείαν από τα παραμύθια. Και τί δεν υπήρχε εκεί μέσα: δρύινα βερνικωμένα πατώματα, παχιά χαλιά, που κάνανε το βάδισμα αθόρυβο σαν της γάτας, βιβλιοθήκες από τοίχο σε τοίχο, πίνακες ζωγραφικοί με υπέροχα τοπία από κάποιους άλλους κόσμους, εβένινοι μπουφέ­δες με απαστράπτοντα ασημικά μες στις βιτρί­νες τους, τραπέζια και καρέκλες με κεντητά λινά καλύμματα, ένα περίεργο σκεύος, μεγάλο σαν εικονοστάσι, που το λέγαν σαμοβάρι κι έβγαζε, από ένα μικρό βρυσάκι, τσάι αρωματικό, κούπες τσαγιού από διάφανη κινέζικη πορσελάνη, μια τεράστια, σαν μικρός ελέφαντας, μαντεμένια σόμπα, επιχρισμένη με πράσινο σμάλτο, ένα ραδιόφωνο, καπλαντισμένο με καρυδιά, απ’ όπου έρρεε, σχεδόν αδιάκοπα, μια μουσική που τήνε λέγαν κλασική, και παντού, από το μπάνιο ως το πιο μικρό δωμάτιο, το άρωμα λεβάντας απ’ την κο­λόνια του νονού μου.
Σε μια γωνιά του μεγάλου σαλονιού (υπήρχε και μικρότερο για τις σύντομες ή αδιάφορες επισκέψεις) στεκόταν, πάνω σε βάθρο ξύλινο με τέχνη σκαλισμένο, έν’ αδειανό κλουβί τόσο όμορφα φτιαγμένο, που επιθυμούσες να μικρύνεις, σαν καναρίνι ελάχιστος να γίνεις, μόνο και μόνο για να κατοικήσεις μέσα του. Αργότερα, πολύ αρ­γότερα, φωτογραφίες όταν πρωτοείδα του Τάτζ Μαχάλ, κατάλαβα πως ήτανε πιστό συρμάτινο αντίγραφο αυτού του διάσημου τεμένους. Τότε, ωστόσο, το μόνο που παίδευε την παιδική μου σκέψη ήταν γιατί ένα τόσο όμορφο κλουβί έμενε άδειο. Ρώτησα λοιπόν, μια μέρα, τον νονό μου: «Γιατί δεν έχει το κλουβί μέσα πουλί;».
«Έχει και παραέχει, μόνο που δεν το βλέ­πεις», μου αποκρίθηκε.
«Και πώς το λένε;» επέμεινα εγώ.
«Το λένε Απουσία», μου είπε.
«Και γιατί δεν κελαηδά;»
«Γιατί η απουσία εκτός από αόρατη είναι και βουβή· φωνή δεν έχει».
Αν και χαμογελούσε, λέγοντας μου αυτά τα λόγια, τα μάτια του δεν συμμετείχαν στο χαμόγελο· υπήρχε κάτι σκοτεινό μέσα τους, που μ’ έκανε να σωπάσω, μολονότι είχα ακόμη πολλές απορίες σχετικά μ’ αυτό το περίεργο πουλί.
Λίγο μετά τη συμπλήρωση των δεκατεσσάρων μου χρόνων και πριν προλάβω να του δείξω τα ποιήματα που είχα αρχίσει να γράφω, ο νονός μου πέθανε. Ήταν ο πρώτος μου νεκρός, κι ήταν η πρώτη φορά που ένιωθα την καρδιά μου σαν συρμάτινο Τάτζ Μαχάλ, κατοικημένη απ’ το αόρατο βουβό πουλί, την Απουσία.
Πέρασαν χρόνια πολλά από τότε, μεγάλωσα, ωρίμασα, σίτεψα· πλήθος πλέον τα σβησμένα κεριά, πλήθος οι αγαπημένοι μου νεκροί… Και μια μέρα, περιπλανώμενος μέσα στον ζωολογικό κήπο της Αμβέρσας, βρέθηκα, κάποια στιγμή, μπροστά σ’ ένα τεράστιο, σιδερόφρακτο, άδειο κλουβί με μια πινακίδα στη βάση του, που έγραφε στα γαλλικά και στα φλαμανδικά: ABSENCE -AFWEZIGHEID.
Ίσως να ήταν κάποιο βελγικό αστείο ή, πάλι, μπορεί ο επιγραφοποιός να ‘θελε να δηλώσει απλώς, με τρόπο βέβαια κάπως παράδοξο, ότι το ζώο, που όφειλε να είν’ εκεί, απουσίαζε. Εγώ ωστόσο ταράχτηκα. Είδα, ξαφνικά, να επαληθεύεται αυτό που από καιρό υποπτευόμουν ότι η Απουσία δεν είναι πουλί άλλα θηρίο ανήμερο που, σιωπηλό και άφαντο, τρώει τα σωθικά μας, ώσπου να γίνουμε κενά τεμένη, μαυσωλεία θαμπών αναμνήσεων.

Επιμύθιο: Η Απουσία είναι το μοναδικό θηρίο που ο άνθρωπος όχι μονάχα δεν κατάφερε ποτέ να εξημερώσει, αλλ’ ούτε να συλλάβει καν. Βέβαια, πάντα ελπίζει ότι θα τα καταφέρει, γι’ αυτό και σ’ όλους τους ζωολογικούς κήπους υπάρχει έν’ αδειανό κλουβί γι’ αυτήν.

Αργύρης Χιόνης, «Η Απουσία» («Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες», Εκδ. Κίχλη).

Η ζαχαριέρα

Image

Φ: Ένα αγοράκι είναι εννιά χρονών κι ακόμα δεν μιλάει. Είναι μουγκό. Άλαλο, δίχως όμως καμία οργανική βλάβη. Οι γονείς, απελπισμένοι, συμβουλεύονται ειδικούς, ταξιδεύουν σ’ όλο τον κόσμο αναζητώντας μια λύση. Τίποτα. Κάποια μέρα κάθονται στο τραπέζι τη συνηθισμένη ώρα για να φάνε. Είναι μια πολύ ευκατάστατη και τυπική οικογένεια που ακολουθεί ρυθμούς, κανόνες, ωράρια. Το αγοράκι πάντα αμίλητο. Ώσπου αιφνίδια ανοίγει το στόμα του και ξεστομίζει τα πρώτα λόγια της ζωής του: «Θέλω τη ζάχαρη». Ήταν η μόνη φορά που κάτι έλειπε απ’ το τραπέζι. Η ζαχαριέρα. Δεν υπήρχε κανένας λόγος μέχρι τότε να μιλήσει το αγοράκι. Ήταν όλα εκεί.
Εκείνο που λείπει είναι αυτό που μας κάνει και να ζούμε και να γράφουμε, αλλά και να μιλάμε, Μαργαρίτα.

Μ. Καραπάνου – Φ. Τσαλίκογλου, «Μήπως;», Εκδ. Ωκεανίδα (απόσπασμα)

Εγωισμός και η αγάπη στον εαυτό

Image

Αν παραδεχτούμε ότι η αγάπη για τον εαυτό μας και η αγάπη για τους άλλους είναι καταρχή συνυφασμένες, πώς εξηγείται ο εγωισμός, που ολοφάνερα αποκλείει κάθε γνήσιο γνήσιο ενδιαφέρον για τους άλλους; Ο εγωιστής ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του, θέλει το καθετί για τον εαυτό του, δε νιώθει καμιά ευχαρίστηση στο δόσιμο και χαίρεται μόνο όταν παίρνει. Βλέπει τον εξωτερικό κόσμο μόνο από την άποψη του τι μπορεί να πάρει από αυτόν. Του λείπει το ενδιαφέρον για τις ανάγκες των άλλων κι ο σεβασμός για την αξιοπρέπεια και ακεραιότητά τους. Τίποτ’ άλλο δε μπορεί να δει πέρα από τον εαυτό του, κρίνει τον καθένα και το καθετί σε σχέση με τη χρησιμότητα που έχουν για αυτόν. Είναι βασικά ανίκανος να αγαπήσει. Αυτό δεν αποδεικνύει ότι το ενδιαφέρον για τους άλλους και το ενδιαφέρον για τον εαυτό μας είναι αντιφατικά, αλληλοσυγκρουόμενα; Θα ήταν πράγματι έτσι, αν ο εγωισμός και η αγάπη στον εαυτό μας ήταν ταυτόσημα. Ακριβώς όμως αυτός ο ισχυρισμός είναι η μεγάλη πλάνη που οδήγησε σε πολλά λαθεμένα συμπεράσματα, που έχουν σχέση με το πρόβλημά μας. Εγωισμός και αγάπη στον εαυτό μας, μακριά από το να είναι ταυτόσημα, είναι στην πραγματικότητα αντίθετα. Το εγωιστικό άτομο δεν αγαπά τον εαυτό του πάρα πολύ, τον αγαπά ελάχιστα. Στην πραγματικότητα μισεί τον εαυτό του. Αυτή η έλλειψη αγάπης και φροντίδας για τον εαυτό του, που είναι μόνο μία έκφραση της έλλειψης δημιουργικού προσανατολισμού του, του δημιουργεί το συναίσθημα του κενού και της απογοήτευσης. Είναι αναγκαστικά δυστυχισμένος άνθρωπος και αγωνιά να αρπάξει από τη ζωή ικανοποιήσεις, που ο ίδιος εμποδίζει τον εαυτό του να απολαύσει. Φαίνεται να ενδιαφέρεται υπερβολικά για τον εαυτό του, στην πραγματικότητα όμως κάνει μόνο μία ανεπιτυχή προσπάθεια να καλύψει και να αναπληρώσει την αποτυχία του στο να φροντίσει για τον πραγματικό εαυτό του. Ο Φρόυντ παραδέχεται ότι το εγωιστικό άτομο είναι ναρκισσιστικό, με την έννοια ότι έχει αποσύρει την αγάπη του από τους άλλους και την έστρεψε προς τον εαυτό του. Είναι αλήθεια ότι οι εγωιστές είναι ανίκανοι να αγαπήσουν άλλους, αλλ’ όμως είναι και ανίκανοι ν’ αγαπήσουν τους εαυτούς τους.

Erich Fromm, «Η Τέχνη της Αγάπης», εκδ. Μπουκουμάνης (απόσπασμα)

Καταστροφή

ImageΚάποιοι άνθρωποι γίνονται καταστροφικοί γιατί νιώθουν ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος να προστατεύσουν τον εαυτό τους από τη συντριπτική δύναμη των άλλων. Για άλλους, όταν τα πράγματα έρχονται εύκολα, τότε φαίνεται ότι θέλουν να τα δυσκολέψουν και πάλι, έτσι, για να μην βαρεθούν. Από τη στιγμή που ξεκινήσει ο κύκλος της καταστροφής, είναι εύκολο να υπερβούμε ό,τι είναι κοινωνικά αποδεκτό. Ως ψυχοθεραπευτές, κάποιες φορές δουλεύουμε με ανθρώπους που έχουν διαπράξει βίαιες, εγκληματικές πράξεις. Παρ’ όλο που τέτοιες συμπεριφορές πρέπει να τις αντιμετωπίζουμε με σκληρότητα, πρέπει να είμαστε και ικανοί να δείξουμε ιδιαίτερη προσοχή και επιείκεια προκειμένου να καταλάβουμε τι πραγματικά έχει συμβεί. Οι άνθρωποι που έχουν ασκήσει βία είναι συχνά έτοιμοι να το ξανακάνουν, και η μόνη ελπίδα να σπάσουν αυτό τον κύκλο είναι να βρουν έναν καλύτερο τρόπο να εκφράζονται. Πρέπει να είμαστε σκληροί με την επιθετικότητα και μαλακοί με τον άνθρωπο που κρύβεται μέσα της, ο οποίος προσπαθεί να εκφράσει ένα φόβο που δεν έχει βρει ακόμα τη φωνή του. Βοηθάει να θυμηθούμε ότι, σε τελευταία ανάλυση, αυτό που καταστρέφουν οι άνθρωποι όταν γίνονται καταστροφικοί είναι πάντα η ίδια τους η ζωή και οι ίδιες τους οι ευκαιρίες. Αν δεχθούμε την αντίληψη ότι ο εαυτός μας αποτελεί απλώς μία σχέση και όχι μία ουσιώδη οντότητα, τότε η καταστροφή είναι επίσης πάντα αυτοκαταστροφή, κι αυτό μπορεί να αποτελέσει το κλειδί για την αντιμετώπισή της.

Τα αντικείμενα είναι δομές-πλαίσια- οι δορυφόροι της ζωής μας: περιστρέφονται με τη δύναμη της βαρύτητας γύρω μας, ενώ ένας μυστικός σύνδεσμος μας συνδέει μαζί τους. (Merleau-Ponty, 1968)

 

Emmy van Deurzen, «Η Ψυχοθεραπεία και η Αναζήτηση της Ευτυχίας», εκδ. Κοντύλι (απόσπασμα)

Ο Φόβος της Γνώσης

Ο ΕΑΥΤΟΣ ΜΟΥ Από τη δική μας οπτική γωνία, η μεγαλύτερη ανακάλυψη του Freud είναι ότι η μεγάλη αιτία πολλών ψυχολογικών ασθενειών είναι ο φόβος να γνωρίσει κανείς τον εαυτό του, τα συναισθήματα, τις παρορμήσεις, τις αναμνήσεις, τις ικανότητες, τις δυνατότητες, το πεπρωμένο του…. Γενικά, αυτού του είδους ο φόβος είναι αμυντικός, με την έννοια ότι είναι μια προστασία της αυτοεκτίμησης μας, της αγάπης και του σεβασμού που τρέφουμε για τον εαυτό μας. Τείνουμε να φοβόμαστε οποιαδήποτε γνώση θα μπορούσε να μας κάνει να απεχθανόμαστε τον εαυτό μας ή να μας κάνει να νιώθουμε κατώτεροι, αδύναμοι, ανάξιοι, κακοί, επονείδιστοι. Προστατεύουμε τον εαυτό μας και την ιδανική εικόνα του εαυτού μας με την απώθηση και παρόμοιους αμυντικούς μηχανισμούς, οι οποίοι είναι κυρίως τεχνικές μέσω των οποίων αποφεύγουμε να συνειδητοποιήσουμε δυσάρεστες ή επικίνδυνες αλήθειες. Και στην ψυχοθεραπεία, τις μανούβρες με τις οποίες εξακολουθούμε να αποφεύγουμε αυτή τη συνειδητοποίηση της οδυνηρής αλήθειας, τους τρόπους με τους οποίους πολεμάμε τις προσπάθειες του θεραπευτή να μας βοηθήσει να δούμε την αλήθεια, τους ονομάζουμε «αντίσταση». Όλες οι τεχνικές του θεραπευτή αποκαλύπτουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την αλήθεια, ή είναι τρόποι για να δυναμώσει ο ασθενής έτσι ώστε να μπορεί να αντέξει την αλήθεια. («Το να είναι απόλυτα ειλικρινής με τον εαυτό του, είναι η σπουδαιότερη προσπάθεια που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος» S. Freud).

Αλλά υπάρχει ένα άλλο είδος αλήθειας το οποίο τείνουμε να αποφεύγουμε. Όχι μόνο μένουμε προσκολλημένοι στην ψυχοπαθολογία μας, αλλά επίσης τείνουμε να αποφεύγουμε την προσωπική ανάπτυξη γιατί και αυτή, επίσης, μπορεί να επιφέρει ένα άλλο είδος φόβου, δέους, αισθημάτων αδυναμίας και ανεπάρκειας. Κι έτσι, χρησιμοποιούμε ένα άλλο είδος αντίστασης, μια άρνηση της καλύτερης πλευράς μας, των ταλέντων μας, των καλύτερων ενορμήσεών μας, των ανώτερων δυνατοτήτων μας, της δημιουργικότητας μας. Με δυο λόγια, αυτή είναι η μάχη με το δικό μας μεγαλείο, ο φόβος της ύβρεως.

Αυτό μας θυμίζει ότι ο μύθος μας του Αδάμ και της Εύας, με το επικίνδυνο δέντρο της Γνώσης που δεν πρέπει κανείς να αγγίξει, έχει το αντίστοιχό του σε πολλές άλλες κουλτούρες, οι οποίες πιστεύουν επίσης ότι η ύψιστη γνώση είναι προνόμιο των θεών. Οι περισσότερες θρησκείες έχουν μια τάση αντί-νοησιαρχίας (μαζί με διάφορες άλλες τάσεις, φυσικά), κάποιο ίχνος προτίμησης για την πίστη και όχι τη γνώση, ή το αίσθημα ότι ορισμένες μορφές γνώσης είναι υπερβολικά επικίνδυνες για να ανακατεύονται οι άνθρωποι με αυτές και καλό είναι να απαγορευτούν ή να διαφυλαχτούν με τους λίγους εκλεκτούς. Στις περισσότερες κουλτούρες, οι επαναστάτες εκείνοι που αψήφησαν τους θεούς αναζητώντας τα μυστικά τους, τιμωρούνταν αυστηρά, όπως ο Αδάμ και η Εύα, ο Προμηθέας και ο Οιδίποδας και έμειναν στην μνήμη των ανθρώπων σαν προειδοποιήσεις ότι δεν πρέπει να προσπαθούν να μοιάσουν στον Θεό. Και, αν μου επιτρέπετε να το θέσω πολύ συνοπτικά, είναι ακριβώς αυτό το κομμάτι μας, που έχει κάτι το θεϊκό, για το οποίο έχουμε αντιφατικά συναισθήματα, το οποίο μας γοητεύει αλλά και μας φοβίζει, μας προσελκύει αλλά και μας κάνει να παίρνουμε αμυντική στάση. Αυτή είναι μια όψη του ανθρώπινου πεπρωμένου, ότι είμαστε ταυτόχρονα σκουλήκια και θεοί.

Όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί μας, οι άνθρωποι που πλησιάζουν περισσότερο στο Θείο, πιστοποιούν ότι χρειάζεται τρομερό κουράγιο στη μοναχική στιγμή της δημιουργίας, της επιβεβαίωσης ενός καινούριου πράγματος (που είναι αντιφατικό με το παλιό). Αυτό είναι ένα είδος τόλμης, να βγαίνεις μπροστά, να ξεχωρίζεις από τους άλλους, να στέκεσαι ολομόναχος, μια πράξη περιφρόνησης, μια πρόκληση. Η στιγμή του φόβου είναι αρκετά κατανοητή αλλά πρέπει παρόλα αυτά να ξεπεραστεί αν πρόκειται να υπάρξει δημιουργία. Έτσι, το να ανακαλύψει κανείς στον εαυτό του ένα μεγάλο ταλέντο μπορεί αναμφίβολα να φέρει ευφορία αλλά φέρνει επίσης και ένα φόβο των κινδύνων, των ευθυνών και των καθηκόντων του να είσαι ηγέτης και του να είσαι μόνος σου.

Η υπευθυνότητα φαίνεται κάποτε βαρύ φορτίο και τότε προσπαθεί το άτομο να την αποφύγει όσο περισσότερο είναι δυνατό.

Abraham Maslow, Ψυχολογία της Ύπαρξης – απόσπασμα. (πηγή: http://antikleidi.com/ )

Robert Frost, Ο Δρόμος που δεν Διάλεξα

Image

Δυο δρόμοι διασταυρώθηκαν σ’ ένα χρυσαφένιο δάσος,
Και προς λύπη μου και τους δυο τα πόδια μου να ταξιδέψουν δεν μπορούσαν
Κι επί μακρόν εστάθηκα, καθώς ένας ήμουν ταξιδευτής μονάχος,
κι έστρεψα το βλέμμα μου στον πρώτο όσο να χαθεί στο βάθος
μέχρι εκεί που χάνονταν στα άγρια χόρτα που βλαστούσαν.

Ύστερα κοίταξα τον άλλον, εξίσου όμορφος κι εκείνος,
κι ίσως πιο πολλούς να είχε λόγους για να διαλεχτεί,
καθώς ζητούσε να περπατηθεί με το γρασίδι που ήτανε στρωμένος-
κι ας έδειχνε πως ως εκεί από περαστικών το πόδι πατημένος
όμοια ο κάθε τους φαινόταν νά ‘χει πια σχηματιστεί,

και ισότιμα κι οι δυο ήρεμοι ανοίγονταν μπροστά μου στον πρωινό αέρα,
ντυμένοι φύλλα αγνά κι απάτητα από ανθρώπου μπότα.
Ω , εγώ φύλαξα τον πρώτο γι’ άλλη μέρα!
Κι όμως, καθώς γνώριζα πως ο ένας δρόμος σ’ άλλον σε πηγαίνει πέρα,
αμφέβαλλα αν ποτέ ξανά θα μ’ έφερνε η μοίρα μου εκεί σαν πρώτα.

Κι ένα λόγο θα πω μ’ αναστεναγμό λεγμένο
κάπου εποχές αμέτρητες παλιά:
Δυο δρόμοι διασταυρώθηκαν σε ένα δάσος χρυσισμένο
Εγώ πήρα τον λιγότερο ταξιδεμένο
Και αυτό ήταν που έκανε όλη την διαφορά

[ Ευχαριστώ: http://ithaque.gr/robert-frost/ ]

Διατροφικές Διαταραχές: Μέρος ΙΙI, Επεισόδια Υπερφαγίας και Συναισθηματική Πείνα

Image

Η τρίτη και τελευταία μορφή σοβαρής διαταραχής στην πρόσληψη της τροφής είναι τα επεισόδια υπερφαγίας, ή «καταναγκαστική υπερφαγία» (binge-eating disorder). Κύριο χαρακτηριστικό της είναι ότι το άτομο καταναλώνει πολύ μεγάλες ποσότητες διάφορων τροφών, συνήθως πλούσιων σε λιπαρά και / ή ζάχαρη, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα (1 -2 ώρες), νιώθοντας ταυτόχρονα εκτός ελέγχου και πλήρη αδυναμία να σταματήσει να τρώει. Τα επεισόδια μπορεί να επανέρχονται μία φορά την εβδομάδα, ή μπορεί να σημειώνονται καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Παρά τα πολλά κοινά γνωρίσματα που φέρει η καταναγκαστική υπερφαγία με την ψυχογενή βουλιμία, η πυρηνική τους διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι τα επεισόδια υπερφαγίας δεν συνοδεύονται από «αντισταθμιστικές» συμπεριφορές, όπως εμετός ή χρήση καθαρτικών.

Για τον εξωτερικό παρατηρητή ίσως είναι δύσκολη η διάκριση ανάμεσα στο περιστασιακό επεισόδιο υπερφαγίας, την συναισθηματική πείνα και την καταναγκαστική υπερφαγία. Άλλωστε, πολλοί άνθρωποι τρώνε κάποιες φορές μεγάλες ποσότητες φαγητού, ή επιζητούν διακαώς ένα συγκεκριμένο γλυκό που «λαχτάρισαν», ή απλούστατα, χωρίς να πεινάνε ανοίγουν το ψυγείο για να φάνε. Στην καταναγκαστική υπερφαγία, συναισθήματα και συμπεριφορές αυτού του είδους συνυπάρχουν σε ακραίο βαθμό. Κατ’ αρχάς, υπάρχει μυστικότητα, αφού το άτομο τρώει συνήθως κρυφά από τους άλλους, νιώθοντας ντροπή για τις ποσότητες που καταναλώνει. Το άτομο ασχολείται και εδώ σε μεγάλο βαθμό με το βάρος και την εικόνα του σώματός του, διατηρώντας ως επί το πλείστον αρνητικά συναισθήματα για τα κιλά του και το σώμα του. Επιπλέον, τα επεισόδια υπερφαγίας σημειώνονται συνήθως σε στιγμές έντονης συναισθηματικής φόρτισης: η απογοήτευση, ο θυμός, μία στενοχώρια, το έντονο άγχος, ενοχές, η έλλειψη αυτό-εκτίμησης, κλπ, οδηγούν το άτομο σε μία κατάσταση όπου «τρώει τα συναισθήματά του» αντί να τους επιτρέψει να εκφραστούν ανοιχτά. Τα επεισόδια υπερφαγίας δεν είναι στιγμιότυπα απόλαυσης για το άτομο. Την ίδια στιγμή που τρώει ανεξέλεγκτα, νιώθει ντροπή για την αδυναμία του να σταματήσει. Και μόλις τελειώσει το επεισόδιο, οι τύψεις, η ντροπή και η αποστροφή για αυτό που έκανε επανεμφανίζονται, συντηρώντας και διαιωνίζοντας τον φαύλο κύκλο αυτής της διαταραγμένης, συναισθηματικής σχέσης με το φαγητό.

Παρ’ ότι φαινομενικά η καταναγκαστική υπερφαγία δεν θέτει σε άμεσο κίνδυνο τη ζωή του ατόμου (όπως για παράδειγμα συμβαίνει στην ψυχογενή ανορεξία), τα προβλήματα που προκαλεί στην υγεία του πάσχοντα είναι πολύ σοβαρά και είναι αυτά που συνδέονται άμεσα με την παχυσαρκία. Εξάλλου, οι περισσότεροι άνθρωποι με προβλήματα επεισοδιακής υπερφαγίας είναι και παχύσαρκοι ή υπέρβαροι. Μεταξύ των οργανικών και ψυχολογικών προβλημάτων που συνδέονται με την καταναγκαστική υπερφαγία και την παχυσαρκία είναι ο διαβήτης, η υπέρταση, τα υψηλά επίπεδα χοληστερόλης στο αίμα, καρδιοπάθεια, κατάθλιψη και, σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτοκτονικός ιδεασμός. Δυστυχώς, επειδή στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν πλήττεται άμεσα η ποιότητα της ζωής και η λειτουργικότητα του ατόμου στην καθημερινότητά του, σπανίως ζητείται βοήθεια για την επίλυση του προβλήματος. Μόνο όταν αποδιοργανωθεί πλήρως η ζωή του και το άτομο συνειδητοποιήσει πως η υπερφαγία αποτελεί πλέον το κυρίαρχο μοτίβο διατροφής στην καθημερινότητά του, θα αναζητήσει τη βοήθεια κάποιου ειδικού.

Μελετώντας προσεκτικά τα επεισόδια υπερφαγίας, καταλήγουμε αναπόφευκτα στο μεγάλο θέμα της συναισθηματικής πείνας. Σε αντίθεση με την βιολογική πείνα, η συναισθηματική πείνα είναι μία ισχυρή παρόρμηση (ή λαχτάρα) για πολύ συγκεκριμένες τροφές (πλούσιες σε λιπαρά ή / και ζάχαρη, ή αυτό που στα αγγλικά ονομάζουμε comfort foods), που προκύπτει ξαφνικά και μας κάνει να τρώμε μηχανικά και απερίσκεπτα, χωρίς να συνειδητοποιούμε το πόσο έχουμε τελικά φάει. Ενώ η βιολογική πείνα ξεκινάει από το στομάχι, επέρχεται σταδιακά και μπορεί να ικανοποιηθεί και με ένα μήλο, η συναισθηματική πείνα δεν συνοδεύεται από αίσθημα κορεσμού, ενώ ταυτόχρονα μας κάνει να νιώθουμε ενοχές και ντροπή, επειδή κατά βάθος γνωρίζουμε ότι με τις τροφές που μόλις καταναλώσαμε δεν κάνουμε καλό στο σώμα μας. Φυσικά όλοι μας έχουμε κατά καιρούς ενδώσει λίγο- πολύ στην συναισθηματική πείνα μας. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως, ως παιδιά, μεγαλώνουμε με επιβραβεύσεις και μέσα παρηγοριάς που σχετίζονται με το φαγητό: η πρώτη τροφή του ανθρώπου, που έρχεται να κατευνάσει την πρωταρχική αιτία δυσφορίας του ως νεογέννητου, είναι η γλυκιά γεύση του μητρικού γάλακτος. Και μέχρι τους τέσσερις περίπου πρώτους μήνες της ζωής μας, προτιμούμε τη γλυκιά του γεύση από το σκέτο νερό. Από τότε και για το υπόλοιπο της ζωής μας η σοκολάτα, η κρέμα βανίλια, ένα «απαγορευμένο» σνακ, ένα καλομαγειρεμένο φαγητό, ένα περιποιημένο γλυκό ή και ένα ολόκληρο τραπέζι γεμάτο λιχουδιές, αποτελούν μορφές επιβράβευσης και αναγνώρισης μίας προσπάθειάς μας, συνοδεύουν τα γενέθλια και τις γιορτές μας και είναι κυρίαρχες μορφές περιποίησης και εκδήλωσης της αγάπης μας για τους καλεσμένους μας, που χρησιμοποιούνται για να τους δείξουμε πόσο ενδιαφερόμαστε και νοιαζόμαστε για αυτούς.

Οπωσδήποτε το να χρησιμοποιούμε το φαγητό ως μέσον παρηγοριάς και μείωσης της συναισθηματικής μας έντασης έχει ένα -βραχύβιο και πλασματικό- αποτέλεσμα, αφού καταφέρνουμε να μειώσουμε την ένταση και να νιώσουμε μία συναισθηματική ανακούφιση. Αυτό όμως είναι ταυτόχρονα και το μεγάλο πρόβλημα. Διότι, διαμέσου της επανάληψης, μαθαίνουμε να «τρώμε» τα συναισθήματα και τα προβλήματά μας, αντί να τα εκφράζουμε και να τα επεξεργαζόμαστε με ευθύτητα και ειλικρίνεια.

Από την άλλη πλευρά, από μικρή ηλικία μάς μαθαίνουν ότι ο έλεγχος είναι «καλό» πράγμα και η απώλεια του ελέγχου «κακό». Έτσι, μεγαλώνουμε θεωρώντας πως είναι αδιανόητο και κατακριτέο το να χάσουμε τον έλεγχο σε κάποια πτυχή της ζωής μας, χωρίς να συνειδητοποιούμε πως, στην πραγματικότητα, είναι αδύνατο να ελέγξουμε τα πάντα. Ακριβώς επειδή θεωρούμε πως έχουμε τον έλεγχο, αναζητάμε όλο και πιο συχνά την επαφή μας με το φαγητό (εν προκειμένω, γιατί μπορεί αντ’ αυτού να είναι π.χ. το οινόπνευμα ή κάτι άλλο στο οποίο χάνουμε τον έλεγχο) ώστε να αποδείξουμε στον εαυτό μας ότι πράγματι το ελέγχουμε. Στην πορεία του χρόνου, η επαναλαμβανόμενη ικανοποίηση της συναισθηματικής πείνας διαμέσου του φαγητού και η εδραιωμένη πεποίθηση του απόλυτου ελέγχου, συμβάλλουν στην εδραίωση ενός διατροφικού μοτίβου που στηρίζεται στην υπερφαγία.

Η καταναγκαστική υπερφαγία είναι ίσως η πιο συχνά παρατηρούμενη μορφή διατροφικής διαταραχής. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ένας στους 35 ενήλικες εμφανίζει συστηματικά επεισόδια υπερφαγίας, γεγονός που μεταφράζεται σε ποσοστό 3% – 5% των γυναικών και 2% των ανδρών. Είναι επίσης η μορφή διατροφικής διαταραχής που εμφανίζει αυξημένη συχνότητα μεταξύ των ανδρών, αφού σύμφωνα με υπολογισμούς, το 40% των ατόμων που πάσχουν από καταναγκαστική υπερφαγία είναι άνδρες. Και σε αυτή την περίπτωση, δεν διαθέτουμε στατιστικά στοιχεία για τη χώρα μας.

Όπως και στις άλλες διαταραχές της διατροφής, κεντρική προϋπόθεση για να αναζητήσουμε βοήθεια είναι η συνειδητοποίηση του προβλήματος. Ταυτόχρονα, όμως, έχουμε τη δυνατότητα να παρατηρήσουμε λίγο τον εαυτό μας και να σκεφτούμε πάνω στη συμπεριφορά μας. Την επόμενη φορά που θα νιώσουμε αυτή την ακατανίκητη παρόρμηση να καταναλώσουμε μεγάλες ποσότητες φαγητού, ας κάνουμε μία παύση για να αναρωτηθούμε: «Γιατί θέλω να φάω; Τι θέλω να αποσιωπήσω ή να αποφύγω με το φαγητό; Μήπως θέλω να «γεμίσω» κάποιο συναισθηματικό κενό μου; Και ποιο είναι αυτό;» Μπορούμε επίσης να δοκιμάσουμε κάτι άλλο: Αντί να σπεύσουμε στο ψυγείο, το ντουλάπι ή στο κοντινό μας περίπτερο, ας δώσουμε πρώτα στον εαυτό μας ένα λεπτό – τι άλλο θα μπορούσαμε να κάνουμε; Ένα ζεστό μπάνιο, ένα τηλέφωνο σε έναν φίλο ή φίλη μας, ένα ωραίο τραγούδι, μία σύντομη βόλτα, λίγο παιχνίδι με το κατοικίδιό μας, πέντε λεπτά με το παιδί μας, ίσως σταθούν ικανά να ικανοποιήσουν την συναισθηματική μας ανάγκη και να μετριάσουν την παρόρμησή μας να φάμε. Οπωσδήποτε οι απαντήσεις δεν θα έρθουν αυτόματα, ούτε θα επιτύχουμε με την πρώτη φορά – θέλει επιμονή και προσπάθεια για να αρχίσει να σπάει ένας κύκλος μαθημένης συνήθειας και θέλει  εξειδικευμένη βοήθεια το να αρχίσουμε να αναγνωρίζουμε και να επεξεργαζόμαστε ανοιχτά τα συναισθήματα και τα προβλήματά μας. Όμως κάθε αρχή είναι μία καλή αρχή. Σε κάθε περίπτωση, αξίζει να προσπαθήσουμε για να σταματήσουμε να χρησιμοποιούμε το φαγητό ως μέσο αποσιώπησης των συναισθημάτων μας και να το φέρουμε στη θέση όπου πραγματικά ανήκει: ένα απαραίτητο μέσον για την επιβίωσή μας και μία απενεχοποιημένη και καθόλου απαγορευμένη πηγή απόλαυσης για εμάς και τους αγαπημένους μας.

[Στην Ελλάδα, εκτός από την μη-κερδοσκοπική εταιρεία ΑΝΑΣΑ (http://www.anasa.com.gr) και το Ελληνικό Κέντρο Διατροφικών Διαταραχών (http://www.hcfed.gr/), μπορείτε να αναζητήσετε βοήθεια και στους Ανώνυμους Υπερφάγους (http://www.anonymoi-yperfagoi.com/). ]

Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders-5 (2013). The American Psychiatric Association.

Marcus,M. D., Wing,R. R. & Hopkins,J. (1988). Obese binge eaters: Affect, cognitions, and response to behavioral weight control. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 55, 433-439.

Eldredge, K. L. and Agras, W. S. (1996), Weight and shape overconcern and emotional eating in binge eating disorder. International Journal of Eating Disorders, 19: 73–82.

Crow S.J., Peterson C.B., Swanson S.A., Raymond N.C., Specker S., Eckert E.D., Mitchell J.E. (2009) Increased mortality in bulimia nervosa and other eating disorders, American Journal of Psychiatry, 166(12) 1342-6.

Bruce, B. & Agras, W. S. (1992). Binge eating in females: A population-based investigation, International Journal of Eating Disorders, 12, 365-374.