John Steinbeck, Επιστολή προς τον γιο του

Image

Νέα Υόρκη

10 Νοεμβρίου 1958

Αγαπητέ Τομ:

Λάβαμε το γράμμα σου σήμερα το πρωί. Θα σου απαντήσω από τη δική μου οπτική γωνία και η Ελαίν φυσικά από τη δική της.

Πρώτα απ’ όλα αν είσαι ερωτευμένος, είναι καλό πράγμα. Είναι το καλύτερο πράγμα που μπορεί να συμβεί στον καθένα. Μην αφήσεις λοιπόν κανέναν να υποβαθμίσει αυτό το γεγονός.

Δεύτερον, υπάρχουν πολλά είδη αγάπης. Το ένα είναι ένα εγωιστικό, κακότροπο, εγωκεντρικό πράγμα, που χρησιμοποιεί την αγάπη για λόγους προσωπικής αίσθησης σημαντικότητας. Αυτό είναι ένα άσχημο και καταστροφικό είδος. Το άλλο είναι ένα ξεχείλισμα από οτιδήποτε καλό έχεις μέσα σου όπως: η ευγένεια, το ενδιαφέρον για τον άλλο, ο σεβασμός…όχι μονάχα ο κοινωνικός σεβασμός με καλούς τρόπους, αλλά ο μέγιστος σεβασμός, ο οποίος είναι η αναγνώριση ενός ανθρώπου ως πολύτιμος και μοναδικός για σένα. Το πρώτο είδος, μπορεί να σε αρρωστήσει και να σε κάνει μικρό και αδύναμο. Το δεύτερο είδος όμως, μπορεί να απελευθερώσει σε σένα μια δύναμη, ένα κουράγιο και μια καλοσύνη, ακόμα και μία σοφία που δεν γνώριζες πως διαθέτεις.

Λες πως αυτή η αγάπη δεν είναι απλός ενθουσιασμός. Αν το αισθάνεσαι βαθιά, φυσικά δεν είναι απλός ενθουσιασμός. Αλλά δεν νομίζω πως με ρώτησες για το τι αισθάνεσαι. Ξέρεις καλύτερα από τον καθένα. Αυτό που μου ζητάς είναι να σε βοηθήσω με το τι να κάνεις και αυτό θα σου πω.

Καταρχάς, δόξασε αυτό το συναίσθημα και νιώσε χαρούμενος και ευγνώμων γι’ αυτό.

Το αντικείμενο της αγάπης σου είναι το καλύτερο και το ομορφότερο. Προσπάθησε να φανείς αντάξιός του. Αν αγαπάς κάποιον, δεν είναι κακό να του το πεις – μόνο που πρέπει να θυμάσαι πως μερικοί άνθρωποι είναι αρκετά ντροπαλοί και πως στα λεγόμενά σου θα πρέπει να λάβεις υπόψη σου και τη συστολή τους.

Τα κορίτσια έχουν ένα τρόπο να γνωρίζουν ή να νοιώθουν αυτό που αισθάνεσαι, συνήθως όμως τους αρέσει και να το ακούνε.

Κάποιες φορές, συμβαίνει αυτό που νοιώθεις να μην επιστρέφεται σε ‘σενα, για τον ένα ή τον άλλο λόγο- αλλά αυτό δεν κάνει τα συναισθήματα σου λιγότερο πολύτιμα.

Τέλος, γνωρίζω τα συναισθήματά σου γιατί τα έχω κι εγώ και είμαι πολύ χαρούμενος που τα αισθάνεσαι. Θα ήταν μεγάλη μας χαρά να γνωρίσουμε την Σούζαν και φυσικά είναι ευπρόσδεκτη. Η Ελαίν θα κάνει όλες τις ετοιμασίες με μεγάλη χαρά. Γνωρίζει κι αυτή για την αγάπη και ίσως να μπορέσει να σε βοηθήσει περισσότερο απ’ ότι εγώ σ’ αυτό το θέμα. Και να μη φοβάσαι να χάσεις.

Αν είναι σωστό, θα συμβεί. Το σημαντικό είναι να μην υπάρχει βιασύνη.

Τίποτα καλό δεν χάνεται.

Με αγάπη

Ο Πατέρας σου

[Επιστολή του J. Steinbeck στον γιο του Thom, όταν ο τελευταίος του έγραψε πως για πρώτη φορά νοιώθει πολύ ερωτευμένος με μία συμμαθήτριά του ονόματι Susan.]

[Ευχαριστώ: http://ithaque.gr/tipota-kalo-den-xanetai/ ]

Carl Rogers

20140129-155035.jpg

Φτάνω τώρα σε κάτι που έχει μεγάλη σημασία για μένα. Μπορώ να το εκφράσω ως εξής: Διαπίστωσα πως έχει τεράστια αξία, όταν επιτρέπω στον εαυτό μου να καταλάβει ένα άλλο άτομο.
Ο τρόπος με τον οποίο διατύπωσα την παραπάνω δήλωση μπορεί να σας φαίνεται παράξενος. Χρειάζεται να επιτρέψεις στον εαυτό σου να καταλάβει κάποιον άλλο; Νομίζω πως ναι. Η πρώτη μας αντίδραση στις περισσότερες δηλώσεις που ακούμε από τους άλλους ανθρώπους είναι η άμεση αξιολόγηση ή κρίση τους και όχι η κατανόησή τους. Όταν κάποιος εκφράζει ένα συναίσθημα ή στάση ή πιστεύω, η τάση μας, σχεδόν αμέσως, είναι να νιώσουμε ότι «είναι σωστό» ή «είναι ηλίθιο», «δεν είναι φυσιολογικό», «είναι παράλογο», «είναι λάθος», «δεν είναι καλό». Πολύ σπάνια επιτρέπουμε στους εαυτούς μας να καταλάβουμε ποιο ακριβώς είναι το νόημα της δήλωσης για το συγκεκριμένο άτομο. Πιστεύω πως αυτό συμβαίνει, γιατί η κατανόηση είναι επικίνδυνη. Αν αφήσω τον εαυτό μου να καταλάβει πραγματικά ένα άλλο άτομο, μπορεί να αλλάξω από αυτή την κατανόηση. Και όλοι φοβόμαστε την αλλαγή. Όπως συνηθίζω να λέω, δεν είναι εύκολο πράγμα να επιτρέψεις στον εαυτό σου να καταλάβει κάποιον άλλον, να μπεις εντελώς και ενσυναίσθητα στο πλαίσιο αναφοράς του. Ταυτόχρονα, είναι και σπάνιο.

Carl Rogers,»Το γίνεσθαι του προσώπου», Εκδ. Ερευνητές (απόσπασμα)

«Μα γιατί οι σχέσεις ανάμεσα στους ενηλίκους και τους εφήβους να είναι τόσο δύσκολες.»

Francoise-Dolto-avait-raison_imagePanoramique500_220

«Μερικούς ενηλίκους τους βλέπω σαν φίλους, σαν ανθρώπους στους οποίους μπορείς να πεις τα μυστικά σου, να ζητήσεις συμβουλές. Άλλοι είναι απόμακροι, μένουν στον κλειστό για τον έφηβο κόσμο τους. Η πρώτη κατηγορία ενηλίκων, θα ήθελα να μείνει όπως είναι, όλο κατανόηση και επιθυμία για επικοινωνία. Η δεύτερη θα ήθελα να εξελισσόταν προς την καλή κατεύθυνση και κυρίως οι ενήλικοι να πάψουν να μιλούν για την κρίση της εφηβείας και να τη σχολιάζουν διαρκώς, σαν αυτοί να μην την πέρασαν. Αυτούς πάντως που απεχθάνομαι είναι οι ενήλικοι – ή μάλλον αυτοί που θεωρούν τον εαυτό τους ενήλικο – που είναι ακόμη ανώριμοι και κάνουν τους σπουδαίους. Μα γιατί οι σχέσεις ανάμεσα στους ενηλίκους και τους εφήβους να είναι τόσο δύσκολες».

Στέλλα, 16 χρόνων

 Φρανσουάζ Ντολτό, «Έφηβοι – Προβλήματα και Ανησυχίες«, Εκδ. Πατάκη (απόσπασμα)

Για τον Έρωτα

Image

«Σε όλο τον κόσμο οι άνθρωποι ερωτεύονται. Τραγουδούν για τον έρωτα, χορεύουν για τον έρωτα, γράφουν ποιήματα και ιστορίες για τον έρωτα. Λένε μύθους και θρύλους για τον έρωτα. Μαραζώνουν από έρωτα και ζουν από έρωτα, σκοτώνουν από έρωτα και πεθαίνουν από έρωτα. […]. Οι ανθρωπολόγοι έχουν βρει αποδείξεις ρομαντικής αγάπης, σε 170 κοινωνίες. Δε βρήκαν ποτέ κοινωνία που να μην την είχε.»  Helen Fisher

Αν η αγάπη είναι μία ήρεμη δύναμη, που την χαρακτηρίζει η οικειότητα, το νοιάξιμο, η εγγύτητα, η πλήρης και άνευ όρων αποδοχή του άλλου ως ελεύθερου και ανεξάρτητου όντος, ο έρωτας ενέχει μία σφοδρή επιθυμία για τον άλλον, πόθο, πάθος, ένταση, ζήλια, φαντασιώσεις, προσκόλληση και φόβο. Τα αμέτρητα εγκλήματα πάθους, οι αυτοκτονίες από έρωτα, τα ποιήματα, τα λογοτεχνικά έργα και τα τραγούδια, αλλά και τα βιβλία φιλοσοφίας που αιώνες τώρα μας αγγίζουν, αποδεικνύουν τόσο τη σφοδρότητα αυτού του συναισθήματος όσο και την πλήρη, ουσιαστικά, άγνοιά μας σχετικά με αυτόν. Τι είναι έρωτας, γιατί ερωτευόμαστε, πώς και ποιον ερωτευόμαστε, γιατί είμαι «τρελός από έρωτα», γιατί νιώθω τόσο παντοδύναμος και τόσο ευάλωτος ταυτόχρονα, γιατί πονάω, πώς είναι δυνατόν να φεύγει τόσο γρήγορα και ξαφνικά; Γιατί να θέλω αυτόν και όχι κάποιον άλλον και πώς γίνεται αυτή τη στιγμή που τον έχω στα χέρια μου, να φοβάμαι τόσο μήπως μου φύγει;

Αναρίθμητα τα ερωτήματα που μπορούν να τεθούν αναφορικά με τον έρωτα και λίγες οι απαντήσεις που μπορούν να τα ικανοποιήσουν, αφού ο κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός και ερωτεύεται με διαφορετικό τρόπο τον άλλον. Φιλόσοφοι, ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι, ποιητές, λογοτέχνες, ανθρωπολόγοι, σκηνοθέτες, συνθέτες, αλλά και άνθρωποι απλοί, της καθημερινότητας, προσπάθησαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να αποδώσουν αυτές τις «πεταλούδες στο στομάχι», τον «κόμπο στο λαιμό», τον «πόνο στην καρδιά», το σφίξιμο, την αγωνία, το πάθος, την απουσία  και, γενικότερα, την παραζάλη που λέμε Έρωτας. Φευ! Η έννοια μας ξεγλιστράει, απ’ όπου κι αν την πιάσουμε.

Καταλήγουμε λοιπόν να μιλάμε για τον έρωτα όπως νιώθουμε τον έρωτα: με ένα τεράστιο ερωτηματικό. Και ίσως είναι αυτό ακριβώς που έρχεται να αποδείξει πως ο Έρως είναι η απόλυτη επιβεβαίωση της ύπαρξής μας: μαζί με τον θάνατο, μας φέρνει κατά πρόσωπο με τις απαράλλαχτες ανά τους αιώνες αλήθειες της ζωής. Τον φόβο της μοναξιάς, την απουσία νοήματος, την επιθυμία για ολοκλήρωση, τον ψυχικό πόνο, την αγωνία, το εφήμερο της ζωής. Όπως θα τονίσει ο Δ. Λιαντίνης στη Γκέμμα του, «[…] δύο είναι οι ψηλότερες κορυφές της καταδρομικής πορείας του βίου μας. Η πείρα του έρωτα, και η πείρα του θανάτου. […] Κάθε φορά που ερωτεύουνται δύο άνθρωποι, γεννιέται το σύμπαν. Και κάθε φορά που πεθαίνει ένας άνθρωπος, πεθαίνει το σύμπαν.» Ο έρωτας, όπως και ο θάνατος δοκιμάζουν στο έπακρον τις ανθρώπινες αντοχές μας, μας φέρνουν στα όρια της ύπαρξής μας («Τι έρωτας, τι θάνατος, δεν έχεις να διαλέξεις») και μας υπενθυμίζουν ταυτόχρονα πόσο έντονη είναι η επιθυμία μας να ζήσουμε και να δημιουργήσουμε, αλλά και πόσο πολύ φοβόμαστε να το κάνουμε.

Τι να είναι άραγε αυτό που, ανάμεσα στους είκοσι ανθρώπους που βρίσκονται σε ένα δωμάτιο, κάνει τα μάτια μας να στέκονται σε ένα μόνο πρόσωπο; Οι ψυχολογικές θεωρίες θα μας πουν πως είναι οι ομοιότητες που προσλαμβάνουμε ανάμεσα σε εμάς και τον Άλλον: παρόμοια εμφάνιση, παρόμοιο μορφωτικό επίπεδο, παρόμοιο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, παρόμοιες αξίες (ίσως όμως να κοιτάμε και ελαφρώς πιο «ψηλά», πιο «πάνω» από το ίδιο επίπεδο, θα πρόσθετα εγώ). Άλλες απόψεις μας λένε πως επιλέγουμε το «συμπλήρωμά μας», αυτό που δεν έχουμε και έρχεται να το προσφέρει ο Άλλος: ένας εσωστρεφής άνθρωπος μπορεί να ερωτευτεί έναν εξωστρεφή, ένας άνθρωπος που δεν παίρνει εύκολα πρωτοβουλίες μπορεί να ερωτευτεί έναν αυθόρμητο και δυναμικό χαρακτήρα, κλπ. Ίσως πάλι, να ερωτευόμαστε τον άνθρωπο στα μάτια του οποίου συναντάμε ξανά, εκείνο το πρωταρχικό βλέμμα, την ματιά που αντικρίσαμε όταν γεννηθήκαμε. Εκείνους τους πρώτους μήνες, όταν η γλώσσα δεν είχε αναπτυχθεί ακόμα, ο μόνος τρόπος έκφρασης και ανταλλαγής συναισθημάτων ήταν η ματιά και η γλώσσα του σώματος της μητέρας και του πατέρα. Ως ενήλικες, μπορεί να έχουμε ξεχάσει αυτή την εμπειρία, όμως συνεχίζουμε να αναζητούμε αυτή τη ματιά, αυτή τη φωνή, εκείνη την κίνηση των χεριών, εκείνο το χαμόγελο, που για εμάς ορίζει την Ομορφιά. Από την άλλη πλευρά, μπορεί απλώς να έχουμε δομήσει μέσα μας μία συγκεκριμένη εικόνα για τον ιδανικό Άλλο και αυτή την εικόνα να προβάλλουμε πάνω στον άγνωστο που συναντάμε, επιθυμώντας την πλήρωσή της. Μπορεί όμως να είναι πράγματι και θέμα «χημείας» – ή για να το πω ορθότερα, «νευροχημείας». Οι νεότερες έρευνες των νευροεπιστημών προτείνουν την ύπαρξη μίας βιολογικής έλξης, μίας έλξης που ελέγχεται από τις ορμόνες (σεροτονίνη, ντοπαμίνη, οιστρογόνα και τεστοστερόνη) που εκλύει ο κεραυνοβολημένος από τον έρωτα εγκέφαλος.

Αδιευκρίνιστο μένει το Γιατί Αυτόν/ή, αδιευκρίνιστο και το Γιατί Τώρα. Αλήθεια, γιατί τώρα; Είναι επειδή νιώθουμε μόνοι, επειδή έχει τελματώσει η ζωή μας, επειδή έχουμε μπει σε μία ρουτίνα; Δεν αποκλείεται. Όπως δεν αποκλείεται να ερωτευθούμε σε μία χρονική στιγμή που δεν επιδιώκουμε να ερωτευθούμε ή που το τελευταίο πράγμα στο μυαλό μας είναι το να ερωτευθούμε. Μπορεί να προκύψει σε μία περίοδο της ζωής μας όπου αναθεωρούμε χρόνια παγιωμένα δεδομένα για τον εαυτό μας και τους άλλους, αλλά και σε μία περίοδο κατά την οποία νιώθουμε πως όλα τα έχουμε «τακτοποιήσει» (τα έχουμε;). Μπορεί να προκύψει οποτεδήποτε και οπουδήποτε, ανεξαρτήτως ηλικίας ή άλλων παραγόντων. Βεβαίως κάποιοι άνθρωποι χρησιμοποιούν τον έρωτα ως στρατηγική, ως αντίδοτο για την μοναξιά τους, ως παιχνίδι, ως χρώμα σε μία γκρίζα ζωή – αλλά εδώ μιλάμε για τον Έρωτα.

Ερωτευόμαστε. Και κάθε φορά, μοιάζει διαφορετική από τις προηγούμενες. Όμως, τι ερωτευόμαστε ακριβώς; Τι μας σαγηνεύει στον άλλον; Είναι πράγματι η περίφημη προσωπικότητα, το χαμόγελό του, η αισθησιακότητα/σεξουαλικότητα που εκλύει, ή μήπως συμβαίνει κάτι διαφορετικό; Ο έρωτας είναι μαγικός, επειδή λειτουργεί με καταλυτικό τρόπο μέσα μας. Κοιτάζοντας τον αγαπημένο νιώθουμε μία τέλεια πληρότητα και ταυτόχρονα συνειδητοποιούμε πόσο άδεια ήταν η ζωή μας χωρίς αυτόν. Δεν μας εκστασιάζει ο άλλος, μας εκστασιάζουν οι σκέψεις που προκαλεί ο άλλος για τον εαυτό μας. Δεν ερωτευόμαστε τον άλλον, αλλά αυτό που νιώθουμε για τον ίδιο τον εαυτό μας όταν είμαστε με τον άλλον. Αγαπάμε τον εαυτό μας επειδή ο άλλος μας ποθεί, μας χαμογελάει, μας επιθυμεί, μας θαυμάζει, μας σκέφτεται, μας κοιτάζει. Η ύπαρξή του δίνει νόημα στη δική μας ύπαρξη και μας ωθεί σε αυτοβελτίωση («με κάνεις να θέλω να γίνω καλύτερος άνθρωπος», λέει ο Jack Nicholson στην ταινία As good as it gets). Η ευτυχία που βιώνουμε με την παρουσία του άλλου μας γεμίζει και μας κάνει να νιώθουμε ικανοί για τα πάντα, δυνατοί, απρόσβλητοι από το οτιδήποτε  – κυρίως όμως μας κάνει να νιώθουμε έτοιμοι να κατανοήσουμε πλήρως τον εαυτό μας, εξαιτίας και διαμέσου του άλλου.

Μας εμπνέει και μας παρακινεί λοιπόν ο άλλος, όμως μπορεί και να μας αδρανοποιήσει, να μας γίνει εμμονή, να στρατοπεδεύσει στο μυαλό μας. Μία μόνιμη αμφιθυμία είναι ο έρωτας. Από την μία μας γεμίζει ενέργεια, από την άλλη μας εξαντλεί, μας αδειάζει. Στην παρουσία του άλλου υπάρχουμε, στην απουσία του χανόμαστε. Κι ένας φόβος, μόνιμα υπαρκτός δίπλα στον έρωτα: Φοβάμαι μην χαθώ χωρίς εσένα, αλλά φοβάμαι και μήπως σε χάσω από εμένα. Έρωτας δίχως φόβο δεν είναι έρωτας, σημειώνει ο Carotenuto. Και οι αντιφάσεις συνεχίζονται. Την στιγμή που ο άλλος επιβεβαιώνει με την παρουσία του την ύπαρξή μου, την ίδια στιγμή νιώθω πως χάνομαι, πως είμαι κάποιος άλλος, που όμως ταυτόχρονα θέλω να με ποθεί το αγαπημένο πρόσωπο. Χάνω την υποκειμενικότητά μου («χάνομαι σε εσένα») και ταυτόχρονα επιθυμώ να γίνω δικό σου αντικείμενο επιθυμίας, πόθου και πάθους. Πόσο δυστυχείς οι άνθρωποι που ποτέ δεν αγκαλιάστηκαν από κανέναν, δεν έγιναν ποτέ αντικείμενα έρωτα και πόθου και δεν είχαν την ευκαιρία να ανακαλύψουν τον εαυτό τους διαμέσου του άλλου!

 «Έρωτα, που δεν γονάτισες ποτέ στον πόλεμο […] φωλιάζεις στο κορμί και το μανίζεις. Εσύ των δικαίων ξεστρατίζεις το νου και στον χαμό τον σέρνεις.»

Ο έρωτας οδηγεί στην τρέλα, όπως παρατηρεί στην Αντιγόνη ο Σοφοκλής. Και είναι πράγματι μία κατάσταση «έλλογης τρέλας», «μη-παθολογικής παθολογίας», γι’ αυτό και συχνά μιλάμε για «συμπτώματα» του έρωτα. Είναι όμως και τραγικός και οι πρωταγωνιστές του τραγικά πρόσωπα, διότι εξ’ ορισμού – εκ φύσεως θα έλεγε κανείς – ο έρωτας τελειώνει. Το γιατί τελειώνει και μάλιστα γιατί εξ’ ορισμού είναι καταδικασμένος, μπορεί να πάρει επίσης ποικίλες απαντήσεις. Ορισμένες από αυτές μας δίνουν οι νευροεπιστήμες – όσο πεζό ή παράδοξο κι αν αυτό μας φαίνεται. Οι νευροχημικές αλλαγές που σημειώνονται στον εγκέφαλο του ερωτευμένου (ειδικά στις αρχές της σχέσης) μας δίνουν την εικόνα ενός ανθρώπου εθισμένου (αυξημένα επίπεδα ντοπαμίνης), που έχει χάσει την ικανότητα του αυτοελέγχου και της διαχείρισης του άγχους, που προκαλεί η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα (μειωμένα επίπεδα σεροτονίνης), και που καταλήγει να σκέφτεται εμμονικά την πηγή αυτής της αβεβαιότητας (τον Άλλο). Ταυτόχρονα, το άτομο γίνεται απερίσκεπτο και παράτολμο (μειωμένη ενεργοποίηση της αμυγδαλής και του προμετωπιαίου φλοιού, ο οποίος ελέγχει τη λογική σκέψη). Με άλλα λόγια, βλέπουμε έναν άνθρωπο με μειωμένη ικανότητα λογικής και κριτικής σκέψης, εθισμένο – σαν από κάποια ουσία – να αναζητεί διαρκώς τη «δόση» του, να μην μπορεί να σκεφτεί τίποτα άλλο πέρα από το ποθητό πρόσωπο, να γίνεται απερίσκεπτος και να κάνει «τρέλες», πλήρως παραδομένος στο συναίσθημά του. Ευλόγως αναρωτιέται κανείς, πόσο διάστημα μπορεί ένας άνθρωπος να επιβιώσει σε μία τέτοια κατάσταση έντονης διέγερσης και απώλειας ελέγχου. Η ίδια η βιολογία μας λοιπόν, μας προδίδει. Μας προδίδει όμως και η ψυχολογία μας. Ο έρωτας αδυνατεί να εκπληρώσει τις φαντασιώσεις που αρχικά είχαμε για έναν ιδεατό Άλλο. Άλλωστε, και ο άλλος είναι απλώς ένας άνθρωπος, διαφορετικός από εμάς, που ούτε να μας αφομοιώσει πλήρως μπορεί, ούτε είναι σε θέση να συντονιστεί πλήρως μαζί μας. Δεν είναι απογοήτευση αυτό, ούτε ματαίωση των προσδοκιών που είχαμε – απλά, απομαγευτήκαμε, κατέρρευσε μόνος του ο μύθος του μοναδικού Άλλου. Από την άλλη, αν βιαστήκαμε στην αρχή, αν ενδώσαμε στο επιτακτικό της επιθυμίας μας, αν όλα παραδόθηκαν και όλα ειπώθηκαν πολύ γρήγορα, τι μένει για μετά; Θέλει κι ο Έρως τον κατάλληλο ρυθμό του στην αποκάλυψη και την αυτοαποκάλυψη. Βέβαια, ηττούμαστε και από τον ίδιο μας τον φόβο: ο φόβος της εγκατάλειψης, του πόνου, της μοναξιάς, κερδίζει έδαφος έναντι του πόθου και του πάθους, καταλαγιάζοντας τα συναισθήματα και απομακρύνοντας τελικά τους πρωταγωνιστές. Μία περίεργη ήττα, θα έλεγε κανείς, ειδικά αν σκεφτεί πως στα πρώτα στάδια του έρωτα, αυτός ακριβώς ο φόβος ήταν που υποδαύλιζε το πάθος. Και είναι πάλι ένας φόβος αυτό που μας τρέπει σε φυγή, όταν αρχίσουμε να συνειδητοποιούμε πόσο εκτεθειμένοι είμαστε ή μπορεί να γίνουμε απέναντι στον άλλον, πόσο ανοιχτά και διάφανα είναι τα συναισθήματα και η ψυχή μας, πόσο ευάλωτα στον «χειρισμό» του άλλου – εμείς, που στην αρχή σκεφτόμασταν «κάνε με ο,τι θες, εσύ», είμαστε οι ίδιοι που δεν το αντέχουμε το βάρος αυτό. Ας μην αναφερθούμε στα εμπόδια, τους αντικειμενικούς παράγοντες, τους προσωπικούς στόχους ή άλλες μεταβλητές της πραγματικότητας που μπορεί να απειλήσουν και να καταδικάσουν τελικά έναν έρωτα…

Πόσο δύσκολο μας είναι να παραδεχθούμε τη δική μας συμβολή σε αυτό το «τέλος»! Και πόσο εύκολα κινητοποιούμε ασυνείδητες δυνάμεις άρνησης («έχω κολλήσει, δεν μπορώ να την ξεχάσω», «αποκλείεται, δεν έχει τελειώσει») και εκλογίκευσης («σιγά, τι έγινε – ούτως ή άλλως ποτέ δεν πίστεψα ότι ήταν έρωτας»), ή  πόσο αναποφάσιστοι προτιμούμε να μένουμε («δεν ξέρω τι θέλω», «δεν μπορώ χωρίς αυτόν, δεν μπορώ με αυτόν»), αντί να αφεθούμε τελικά στον πόνο του οριστικού τέλους.

Κάθε κείμενο, κάθε βιβλίο που έχει γραφεί για τον έρωτα, σε αφήνει πάντα με την αίσθηση ότι ελάχιστα τελικά ειπώθηκαν. Έτσι είναι. Δυόμιση χιλιάδες χρόνια φιλοσοφικής, επιστημονικής και καλλιτεχνικής παραγωγής δεν υπήρξαν αρκετά για να δώσουν οριστικές απαντήσεις στο ερώτημα του Έρωτα. Και δεν είμαι σίγουρη αν θέλουμε πράγματι να μάθουμε τα πάντα για αυτόν. Μπορεί να ρωτάμε, να ζητάμε συμβουλές, να προσπαθούμε να τον αποκρυπτογραφήσουμε, μπορεί να κυριαρχεί στις συζητήσεις με τους φίλους μας, αλλά τελικά, θέλουμε την μαγεία του, γιατί χωρίς αυτή δεν υπάρχει ούτε ο ίδιος. Συμφωνώντας απόλυτα με τον Κικέρωνα που έγραφε πως «ο έρως και η λογική μοιάζουν με τον ήλιο και το φεγγάρι: Όταν ανατέλλει το ένα, δύει το άλλο», θα πω πως αξίζει, έστω για μία φορά στη ζωή του, να νιώσει ένας άνθρωπος αυτά που περιγράφει η Σαπφώ στο ποίημά της:

«…γιατί μόλις σε δω για μια στιγμή, δεν μπορώ πια να αρθρώσω λέξη: αλλά η γλώσσα μου γίνεται κομμάτια και, κάτω από το δέρμα μου, γλιστράει απότομα μια λεπτή φωτιά: τα μάτια μου χάνουν το βλέμμα τους, τ’ αυτιά μου βουίζουν, ο ιδρώτας αυλακώνει το κορμί μου, ένα ρίγος με κυριεύει σύγκορμη γίνομαι πιο χλωμή κι από τη χλόη και, λίγο ακόμη, θα ‘λεγα ότι πεθαίνω.»

*Το έργο που συνοδεύει το κείμενο είναι του Γ. Γουναρόπουλου, «Φιλί τρίτο».

Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος

Πηγές και Προτεινόμενη Βιβλιογραφία

Aldo Carotenuto, Έρως και Πάθος – Τα όρια της αγάπης και του πόνου. Εκδ. Ίταμος, 2002

Pascal Bruckner, Το Παράδοξο του Έρωτα. Εκδ. Πατάκη, 2013

Alain Badiou, Εγκώμιο για τον Έρωτα. Εκδ. Πατάκη, 2009

Roland Barthes, Αποσπάσματα του Ερωτικού Λόγου. Εκδ. Ράππα, 2012

Denis de Rougemont, Ο Έρως και η Δύση. Εκδ. Ίνδικτος, 2002

Alain de Botton, Μικρή Φιλοσοφία του Έρωτα. Εκδ. Πατάκη, 2003

Κορδούτης, Π. Ψυχολογία των Διαπροσωπικών Σχέσεων: Συστατικά, Δομή, Διεργασίες της Στενής Διαπροσωπικής Σχέσης, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. (Ακαδημαϊκές Σημειώσεις)

Irvin Yalom, Ο Δήμιος του Έρωτα. Εκδ. Άγρα, 2003.

Δημήτρης Λιαντίνης, Γκέμμα. Εκδ. Δ. Λιαντίνη, 2006

Helen Fisher, Ομιλία της στο TED2008, Monterey, California: http://www.ted.com/talks/lang/el/helen_fisher_studies_the_brain_in_love.html

Aron, A., Fisher, H., Mashek, D.J., Strong, G., Li H., & Brown, L.L. (2005) Reward, Motivation and Emotion Systems Associated with Early-Stage Intense Romantic Love: An fMRI study. Journal of Neurophysiology 94, 327-337.

Μηχανισμοί άμυνας: Εκλογίκευση

Image

Μια αλεπού πεινασμένη είδε πάνω σ’ ένα δέντρο πλεγμένη μια κληματαριά γεμάτη κατακίτρινα, ζουμερά σταφύλια. Τα ζήλεψε για τη νοστιμιά που σκέφτηκε ότι θα είχαν και επιθυμούσε πλέον να τα δοκιμάσει. Πιάστηκε από δω, πιάστηκε από κει, όμως τίποτα δεν κατάφερνε. Έπεφτε κάτω και σταφύλι δε μπορούσε να φτάσει για να κόψει και να φάει. Στο τέλος, απελπισμένη πια, είπε στον ίδιο της τον εαυτό: «Δε βαριέσαι, δεν πειράζει, ας πάμε παρακάτω. Εξάλλου αυτά τα σταφύλια δεν τρώγονται. Άγουρα είναι ακόμη!»

Ο παραπάνω μύθος του Αισώπου, με τη διαδικασία της «εκλογίκευσης των ξινών σταφυλιών» εξηγεί χαρακτηριστικά τη λειτουργία ενός από τους πλέον χαρακτηριστικούς μηχανισμούς άμυνας του Εγώ. Ο μηχανισμός της εκλογίκευσης περιγράφτηκε από την Anna Freud και χαρακτηρίζει την ασυνείδητη διαδικασία, κατά την οποία το άτομο προσπαθεί να δώσει στον εαυτό του ή στους άλλους λογικοφανείς, ηθικά και κοινωνικά αποδεκτές ερμηνείες για συναισθήματα, επιθυμίες, πράξεις και συμπεριφορές του. Χαρακτηριστικό στοιχείο εδώ είναι το γεγονός ότι το άτομο χρησιμοποιεί λογικοφανή επιχειρήματα για να αποδείξει την ορθότητα αυτό που αισθάνεται και πράττει, προκειμένου να αποφύγει τη βίωση του άγχους.

Όταν συμπεριφερόμαστε με τρόπο που προκαλεί μια ανεπιθύμητη κατάσταση στον άλλον, τείνουμε να εκλογικεύουμε τη συμπεριφορά μας με ερμηνευτικά επιχειρήματα που δικαιολογούν την πράξη μας. Δεν είναι λίγες οι φορές όπου ο γονιός θα πει στο παιδί «σε έβαλα τιμωρία για καλό σου» ή ένας γυμναστής θα δικαιολογήσει το εξουθενωτικό πρόγραμμα ασκήσεων που προτείνει ως κάτι που θα φέρει γρήγορα το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Η χρήση του αμυντικού μηχανισμού της εκλογίκευσης ενεργοποιείται επίσης όταν συμβεί κάτι κακό, για το οποίο πείθουμε τον εαυτό μας ή τους άλλους (μέσω της διαδικασίας της «εκλογίκευσης του γλυκού λεμονιού»), ότι τελικά δεν ήταν και τόσο κακό για μας («Μπορεί να μου έκλεψαν το αυτοκίνητο, αλλά η αλήθεια είναι πως είχε παλιώσει κι έτσι έχω πλέον μια αφορμή για να αποκτήσω ένα καινούργιο», «μου έκλεψαν το κινητό τηλέφωνο μέσα από την τσάντα μου, μα πήρα έτσι το μάθημα πως θα πρέπει να την προσέχω περισσότερο»).
Η διαδικασία αυτή, μπορεί να ωφελήσει το άτομο να ξεπεράσει αρχικά αγχογόνες καταστάσεις για το ίδιο και να καταφέρει έτσι να διατηρήσει την ψυχική του ισορροπία. Η εκλογίκευση μπορεί επίσης να επηρεάσει την αυτοεκτίμηση και να συμβάλλει στη δημιουργία, τη διατήρηση ή και τη βελτίωση μιας επαρκέστερης αυτοεικόνας, κυρίως σε περιόδους όπου οι φορτισμένες συναισθηματικά καταστάσεις διαρκούν και το επηρεάζουν. Όπως άλλωστε τόνισε ο Benjamin Franklin: «Είναι τόσο βολικό να είμαστε λογικά όντα, από τη στιγμή που μπορεί κανείς να βρει ή να κατασκευάσει μία εξήγηση για οτιδήποτε έχει στο νου του» (αναφέρεται στο βιβλίο της Νάνσι ΜακΓουίλιαμς, «Ψυχαναλυτική διάγνωση, Η κατανόηση της δομής της προσωπικότητας στα πλαίσια της κλινικής διαδικασίας»). Από την άλλη, υπάρχει ο κίνδυνος η εκλογίκευση να ενεργοποιείται ακόμα και σε ακραίες περιπτώσεις, ως μέσο δικαιολόγησης ανεπίτρεπτων συμπεριφορών, όπως για παράδειγμα ο γονιός που εκλογικεύει την κακοποίηση που ασκεί στο παιδί του, θεωρώντας ότι το κάνει «για να μάθει κάποια πράγματα, να γίνει «σωστός» άνθρωπος».

Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος