Γράμμα σ’ ένα παιδί που δε γεννήθηκε ποτέ

040-fallaci …Εδώ έξω, αντίθετα θα έχεις χίλια αφεντικά. Κι εγώ θα είμαι το πρώτο αφεντικό σου, μια και θα σου επιβάλω, άθελά μου και δίχως καν να το συνειδητοποιώ, εκείνα που για μένα είναι σωστά, αλλά όχι και για σένα. Να, ας πούμε, αυτά τα όμορφα παπουτσάκια. Εγώ τα βρίσκω ωραία, εσύ όμως; Θα φωνάξης, θα ουρλιάξης, όταν θα σου τα φορέσω. Θα σου φέρουν απόγνωση, είμαι βέβαιη. Μα εγώ, έτσι κι αλλιώς, θα στα φορέσω, επιμένοντας ότι δίχως αυτά θα κρυολογήσης. Κι εσύ σιγά-σιγά, θα συνηθίσης. Δαμασμένο θα φτάσης στο σημείο να υποφέρης όταν δεν θα τα φοράς. Και αυτή θάναι η αρχή μιας ατέλειωτης αλυσίδας καταναγκασμών. Κι εμένα θα με θεωρής τον πρώτο κρίκο της, μια που δε θα μπορής να ζήσης χωρίς τη βοήθειά μου. Εμένα που θα σε θρέφω, εμένα που θα σε ντύνω, εμένα που θα σε πλένω, εμένα που θα σε παίρνω στην αγκαλιά μου. Έπειτα θ’ αρχίσης να περπατάς μόνο σου, να τρως μόνο σου, ν’ αποφασίζης μόνο σου που θα πας και πότε θα πλυθής. Τότε θα ξεπηδήσουν νέοι καταναγκασμοί. Οι συμβουλές μου. Οι διδασκαλίες μου. Οι παραινέσεις μου. Ο ίδιος σου ο φόβος μήπως με κάνης να πονέσω, αν πράξης διαφορετικά από ό,τι σε δίδαξα. Και θα σου φανή ατέλειωτος ο καιρός, ώσπου να σ’ αφήσω να φύγης, σαν τα πουλιά που τα διώχνουν από τη φωλιά οι γονείς τους μόλις μάθουν να πετάνε. Μα θα έρθη επιτέλους η στιγμή που θα σ’ αφήσω να φύγης, να διασχίσης μόνο σου το δρόμο, με κόκκινο φως. Και μάλιστα θα σε σπρώξω. Χωρίς η πράξη μου ν’ αυξήση την ελευθερία σου, μια και θα σε δένη μαζί μου η σκλαβιά της τρυφερότητάς μου, η σκλαβιά της μεταμέλειάς σου. Είναι αυτό που ονομάζεται καμιά φορά σκλαβιά της οικογένειας.»

 

Oriana Fallaci, Γράμμα σ’ ένα παιδί που δε γεννήθηκε ποτέ», Εκδ. ΝΕΦΕΛΗ (απόσπασμα)

Ζώντας με το Παράδοξο

Εικόνα

 

Όλα τα παράδοξα της ζωής σχετίζονται με μία ή περισσότερες διαστάσεις της ύπαρξης και συχνά οι θεραπευόμενοι προσπαθούν να τα λύσουν παίρνοντας μία απόφαση του τύπου «ή το ένα ή το άλλο». Οι περισσότερες τεχνικές επίλυσης προβλημάτων περιέχουν κάτι ανάλογο. Όμως η απόφαση ανάμεσα σε εναλλακτικές του τύπου «Πρέπει να κάνω αυτό ή εκείνο;» δεν μπορεί να ληφθεί μέσω της ρητορικής ή επιχειρημάτων. Η ρητορική είναι χρήσιμη εκεί που η βεβαιότητα είναι επιθυμητή, τα γεγονότα ξεκάθαρα και οι λύσεις φαίνονται μόνιμες. Η διαλεκτική λήψη αποφάσεων είναι συνήθως καταλληλότερη όσον αφορά τα ανθρώπινα θέματα, τα οποία δεν επιλύονται μηχανικά αλλά απαιτούν κατανόηση, επεξεργασία και, τέλος, την προσωπική δέσμευση ότι θα γίνουν πράξη.

Στη διαλεκτική, μία πρώτη δήλωση – ή θέση – του τύπου «πρέπει άραγε να κάνω αυτό…;» προκαλεί μία αντιδήλωση – ή αντίθεση – του τύπου «….ή αυτό;» και η αντιπαράθεση ανάμεσα στα δύο λύνεται με κάτι που εμπεριέχει στοιχεία και από το ένα και από το άλλο, αλλά είναι διαφορετικό, τόσο από το ένα όσο και από το άλλο. Αυτή η σύνθεση γίνεται έτσι μία νέα θέση κ.ο.κ. Για τον Σωκράτη αυτός ήταν ένας τρόπος επίλυσης των αντιθέσεων, μέσω του διαλόγου, ώστε να προσεγγίζεται η αλήθεια.

Η υπαρξιακή ψυχοθεραπεία πορεύεται μέσω της διαλεκτικής αντιμετώπισης της σύγκρουσης και της πόλωσης, μαθαίνοντας να ανέχεται την αμφισημία και το αναπάντεχο, ώστε να φθάσει σε μία σύνθεση, η οποία, εξαιτίας της δυναμικής φύσης της ύπαρξης, είναι πάντα προσωρινή και μεταβατική.

Η ζωή είναι ενδιαφέρουσα ακριβώς εξαιτίας αυτής της αμφισημίας και αν καταφέρουμε να αντέξουμε τα παράδοξα της ύπαρξης και να ανεχτούμε το άγχος που έρχεται με την ελευθερία του «και το ένα και το άλλο», είναι πιθανό να ζήσουμε μία ικανοποιητική ζωή.

Σημεία- Κλειδιά:

– Η ζωή είναι ένα μυστήριο που πρέπει να βιωθεί, όχι ένα πρόβλημα που πρέπει να λυθεί.

– Τα παράδοξα μπορούν να προσεγγιστούν μόνο με τον τρόπο «και το ένα και το άλλο», ενώ ποτέ δεν μπορούν να επιλυθούν μια για πάντα.

– Πρέπει να είμαστε πρόθυμοι να ερχόμαστε αντιμέτωποι με τα προβλήματά μας.

 

Emmy van Deurzen-Martin Adams, «Αναπτύσσοντας δεξιότητες στην Υπαρξιακή Συμβουλευτική και Ψυχοθεραπεία», Εκδ. Κοντύλι (απόσπασμα)

«Πράγματι η ζωή είναι μια ευαίσθητη και απρόβλεπτη ισορροπία…»

Εικόνα

Πράγματι η ζωή είναι μια ευαίσθητη και απρόβλεπτη ισορροπία. Όχι μόνο πρέπει να αφεθείς να σε παρασύρει το κύμα, αλλά επίσης είναι βέβαιο πως δεν είναι όλα τα κύματα κατάλληλα για σέρφινγκ. Για να κάνεις σερφινγκ πρέπει να είσαι διατεθειμένος να αντιμετωπίσεις πράγματα που δεν μπορείς να προβλέψεις. Τα πάντα είναι ένα κράμα τέχνης και προπόνησης. Κανείς δε γεννιέται έμπειρος, και είναι απολύτως απαραίτητο να είσαι διαθετειμένος να βουλιάξεις μια και δυο φορές, ή να αντέξεις κάποιες πτώσεις που θα σου αφήσουν μελανιές αλλά και εμπειρίες, ώστε να αντιμετωπίσεις το επόμενο κύμα.

Είναι αλήθεια δεν αρκούν τα όνειρα, δεν αρκεί η φαντασία, δεν αρκούν οι ψευδαισθήσεις, δεν αρκεί η επιθυμία και τα σχέδια… Και ωστόσο, χωρίς όλα αυτά δεν υπάρχει δρόμος. Νομίζω πως όλες οι πράξεις μας έχουν συνοχή, ξεκινούν με ένα όνειρο, αυτό που κοινώς ονομάζουμε φαντασίωση και που εκφράζεται ως εξής:

Τι ωραία που θα ήταν …
Θα ήταν απίστευτο να…
Θα ήταν υπέροχο αν…

Αν γίνουμε κυρίαρχοι αυτής της φαντασίωσης και την προβάρουμε σαν να ήταν ρούχο, η φαντασίωση μετατρέπεται σε ψευδαίσθηση:

Πόσο θα μου άρεσε …
Θα τρελαινόμουν να…
Θα ήταν τέλεια αν μια μέρα μπορούσα…

Αν αφήσω αυτή την ψευδαίσθηση να φωλιάσει μέσα μου και να γιγαντωθεί, μια μέρα η ψευδαίσθηση θα γίνει επιθυμία

Θα ήθελα να…
Αυτό που περισσότερο θέλω…
Πραγματικά θέλω…

Σε αυτό το σημείο ίσως να είμαι ικανός να φανταστώ τον εαυτό μου να ολοκληρώνει αυτή την επιθυμία κάνοντάς την πραγματικότητα. Εκείνη τη στιγμή η επιθυμία μετατρέπεται σε σχέδιο.

Θα το κάνω…
Κάποια στιγμή…
Σύντομα εγώ…

Από εδώ και πέρα το μόνο που μένει είναι να καταστρώσω το σχέδιο , την τακτική ή την στρατηγική που θα μου επιτρέψει να γίνω ένας φανταστικός μάγος που θα υλοποιήσει την πραγμάτωση ενός ονείρου μου. Πρόσεξε: μέχρι στιγμής δεν έχω κουνήσει ούτε το δακτυλάκι μου. Όλες οι πράξεις είναι εσωτερικές και ωστόσο, πόσα πράγματα έχουν συμβεί μέσα μου από τότε που απλά φαντασίωνα. Θα μου πεις πως αυτό δεν είναι αρκετό. Πράγματι, πολλές φορές δεν είναι αρκετό. Χρειάζεται να φέρουμε εις πέρας τα σχέδια και να διορθώσουμε τα λάθη. Χρειάζεται να φορέσουμε μαγιό, να πάρουμε τη σανίδα των σχεδίων μας, να ριχτούμε στη ζωή και να περιμένουμε με προσήλωση το κύμα της πραγματικότητας για να ανέβουμε πάνω του και να σερφάρουμε μέχρι τη μαγική παραλία της ικανοποίησης…

 

Jorge Bucay – Silvia Salinas, «Να βλέπεις στον έρωτα – με τα μάτια ανοιχτά» – απόσπασμα

Ο Κόσμος της Σοφίας

Εικόνα

 

«…παρ’ όλο που τα φιλοσοφικά ερωτήματα ενδιαφέρουν και αφορούν όλους τους ανθρώπους, δε γίνονται όλοι οι άνθρωποι φιλόσοφοι. Οι περισσότεροι φυλακίζονται (για διάφορους λόγους) τόσο βαθιά μέσα στην καθημερινότητα, που θάβουν μια για πάντα την έκπληξή τους για το φαινόμενο της ζωής. [..]

Για τα παιδιά όμως, ο κόσμος – κι όλα όσα κλείνει μέσα του – είναι κάτι καινούργιο, που προκαλεί το θαυμασμό και την έκπληξη. Οι μεγάλοι δεν τον βλέπουν έτσι. Οι περισσότεροι μεγάλοι άνθρωποι βλέπουν τον κόσμο σαν κάτι εντελώς κανονικό και συνηθισμένο.

Και στο σημείο αυτό ακριβώς, οι φιλόσοφοι αποτελούν μία αξιοθαύμαστη μειοψηφία. Ο φιλόσοφος δεν κατάφερε ποτέ να σταθεί απέναντι στον κόσμο χωρίς απορία και θαυμασμό. Δεν κατάφερε ποτέ να συνηθίσει τον κόσμο. Για έναν ή για μία φιλόσοφο, ο κόσμος εξακολουθεί να είναι κάτι ακατανόητο, κάτι μυστηριώδες κι αινιγματικό. Οι φιλόσοφοι, λοιπόν, και τα μικρά παιδιά έχουν κάτι κοινό. Με άλλα λόγια, ο φιλόσοφος μένει, για όλη του τη ζωή, παιδί και συνεχίζει, όσο ζει, να θαυμάζει και ν’ απορεί με τον κόσμο, όπως κι ένα παιδί.

Και τώρα θα πρέπει ν’ αποφασίσεις, αγαπητή μου Σοφία: Είσαι ένα παιδί, που δεν έχει ακόμα «συνηθίσει» τον κόσμο, ή είσαι μια φιλόσοφος που μπορεί να ξορκίσει τη δύναμη της συνήθειας και να συνεχίσει, για όλη της τη ζωή, να βλέπει τον κόσμο με τα μάτια ενός παιδιού;

Αν, απλώς, κουνάς τώρα το κεφάλι και δε νιώθεις ούτε παιδί ούτε φιλόσοφος, αυτό σημαίνει πως έχεις συνηθίσει τόσο πολύ να ζεις μέσα στον κόσμο, που δεν απορείς και δε σαστίζεις πια. Ο δισταγμός κρύβει κινδύνους. Γι’ αυτό, για λόγους ασφαλείας, προσφέρομαι να σου κάνω αυτά τα μαθήματα. Δε θέλω να γίνεις από τους νωθρούς κι αδιάφορους ανθρώπους, που τίποτα δεν τους συναρπάζει. Θέλω να ζήσεις μία ζωή θαυμάσια και συναρπαστική.

[…]

Σύντομη περίληψη: Ένα κάτασπρο λαγουδάκι βγαίνει μέσα από ένα άδειο ημίψηλο. Κι επειδή είναι ένα τεράστιο λαγουδάκι, το κόλπο αυτό χρειάζεται δισεκατομμύρια χρόνια για να γίνει. Μέσα στο τρίχωμά του γεννιούνται όλοι οι άνθρωποι. Κι απορούν μ’ αυτό το κόλπο, που κατά βάση δεν είναι δυνατό να γίνει, κι όμως γίνεται. Μεγαλώνοντας, οι άνθρωποι χώνονται όλο και πιο βαθιά μέσα στις τρίχες του μικρού λαγού κι εκεί μένουν. Εκεί μέσα είναι τόσο βολικά και ζεστά, που δεν τολμούν να σκαρφαλώσουν στις μικρές τριχούλες και να ξαναβγούν στο φως. Μόνο οι φιλόσοφοι έχουν το θάρρος να ξεκινήσουν το ταξίδι που θα τους οδηγήσει ως τα πιο μακρινά σύνορα της γλώσσας και της ύπαρξης. Μερικοί χάνονται στο δρόμο, άλλοι, όμως, γαντζώνονται σφιχτά στο τρίχωμα του λαγού και φωνάζουν στους υπόλοιπους, που έχουν μείνει βαθιά χωμένοι και βολεμένοι στο μαλακό του τρίχωμα, τρώγοντας και πίνοντας του καλού καιρού.

«Κυρίες και κύριοι», φωνάζουν, «πετάμε στο ΔΙάστημα, χωρίς να στηριζόμαστε πουθενά!»

Αλλά κανείς από τους ανθρώπους κάτω στο τρίχωμα του λαγού δε δίνει σημασία στις φωνές των φιλοσόφων.

«Θεέ μου, τι φασαρία που κάνουν!» λένε μονάχα.

Κι ύστερα συνεχίζουν την κουβέντα τους όπως και πριν: Μου δίνεις σε παρακαλώ, το βούτυρο; Πόσο ανέβηκαν σήμερα οι μετοχές; Πόσο κάνουν οι ντομάτες; Το ‘μαθες; Λένε πως η Νταϊάνα είναι έγκυος…»

 

Jostein Gaarder, «Ο Κόσμος της Σοφίας – Μυθιστόρημα για την Ιστορία της Φιλοσοφίας», Εκδ. ΛΙΒΑΝΗΣ (απόσπασμα)

Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά

20140617-162701-59221593.jpg

Ο Ζορμπάς κοίταξε τ’ αστέρια, με το στόμα ανοιχτό, σα να τα ‘βλεπε για πρώτη φορά.
-Τι να γίνεται εκεί πάνω! μουρμούρισε.
Και σε λίγο πήρε την απόφαση, μίλησε:
-Ξέρεις να μου πεις αφεντικό, είπε κι η φωνή του ασκώθηκε επίσημη, συγκινημένη μέσα στη ζεστή νύχτα, ξέρεις να μου πεις τί πάει να πουν όλα αυτά; Ποιος τα ‘καμε; Γιατί τα ‘καμε; Και πάνω απ’ όλα, ετούτο (η φωνή του Ζορμπά ήταν γεμάτη θυμό και τρόμο): Γιατί να πεθαίνουμε;
-Δεν ξέρω Ζορμπά! αποκρίθηκα, και ντράπηκα λες και με ρωτούσαν το πιο απλό πράγμα, το πιο απαραίτητο και, δεν μπορούσα να το ξηγήσω.
-Δεν ξέρεις! έκαμε ο Ζορμπάς και τα μάτια του γούρλωσαν.
[…]
-Τότε τί είναι αυτά τα παλιόχαρτα που διαβάζεις; Γιατί τα διαβάζεις; Άμα δε λένε αυτό, τί λένε;
-Λένε τη στεναχώρια του ανθρώπου που δε μπορεί να απαντήσει σε αυτά που ρωτάς, Ζορμπά, αποκρίθηκα.
-Να τη βράσω τη στεναχώρια τους! έκαμε ο Ζορμπάς χτυπώντας με αγανάχτηση τα πόδια του στις πέτρες.
[…]

-Είμαστε σκουληκάκια μικρά μικρά, Ζορμπά, αποκρίθηκα, απάνω σ’ ένα φυλλαράκι γιγάντιου δέντρου. Το φυλλαράκι αυτό είναι η γης μας∙ τ’ άλλα φύλλα είναι τ’ αστέρια που βλέπεις να κουνιούνται μέσα στη νύχτα. Σουρνόμαστε απάνω στο φυλλαράκι μας, και το ψαχουλεύουμε με λαχτάρα∙ τ’ οσμιζόμαστε, μυρίζει, βρωμάει∙ το γευόμαστε, τρώγεται∙ το χτυπούμε, αντηχάει και φωνάζει σαν πράμα ζωντανό.
Μερικοί άνθρωποι, οι πιο ατρόμητοι, φτάνουν ως την άκρα του φύλλου∙ από την άκρα αυτή σκύβουμε, με τα μάτια ανοιχτά, τα αυτιά ανοιχτά, κάτω στο χάος. Ανατριχιάζουμε. Μαντεύουμε κάτω μας το φοβερό γκρεμό, ακούμε ανάρια ανάρια το θρο που κάνουν τα φύλλα του γιγάντιου δέντρου, νιώθουμε το χυμό ν’ ανεβαίνει από τις ρίζες του δέντρου και να φουσκώνει την καρδιά μας. Κι έτσι σκυμμένοι στην άβυσσο, νογούμε σύγκορμα, σύψυχα, να μας κυριεύει τρόμος. Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει…
Σταμάτησα. Ήθελα να πω: «Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει η Ποίηση», μα ο Ζορμπάς δε θα καταλάβαινε και σώπασα.
[…]
-…αρχίζει ο κίντυνος, Ζορμπά, είπα. Άλλοι ζαλίζονται και παραμιλούν, άλλοι φοβούνται και μοχτούν να βρουν μια απάντηση, που να τους στυλώνει την καρδιά και λένε : «Θεός», άλλοι κοιτάζουν από την άκρα του φύλλου το γκρεμό παλικαρίσια και λένε : «Μου αρέσει».
– Ο Ζορμπάς συλλογίστηκε κάμποση ώρα∙ βασανίζουταν να καταλάβει.
-Εγώ, είπε τέλος, κοιτάζω κάθε στιγμή το θάνατο∙ τον κοιτάζω και δε φοβούμαι∙ όμως και ποτέ, ποτέ δε λέω: Μου αρέσει. Όχι δε μου αρέσει καθόλου! Δεν είμαι λεύτερος; Δεν υπογράφω!»
[…]
-Δεν είμαι λεύτερος; ξαναφώναξε.
Δε μιλούσα. Να λές «Ναι!»στην ανάγκη, να μετουσιώνεις το αναπόφευγο σε δικιά σου ελεύθερη βούληση -αυτό, ίσως, είναι ο μόνος ανθρώπινος δρόμος της λύτρωσης.

Ν. Καζαντζάκης, «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», Εκδ. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ (απόσπασμα)

Ποτέ δεν θα τα καταφέρω

 

Εικόνα

 

Πόσες φορές τους άκουσα να προφέρουν αυτά τα λόγια∙ δεν ήταν παράπονο, ήταν διαπίστωση.

«Είμαι εξαντλημένος, δεν θα μπορέσω ν’ αντέξω ως τις διακοπές, να ξεπληρώσω το δάνειό μου πριν από την ημερομηνία λήξης, να τελειώσω το βιβλίο που γράφω, να ολοκληρώσω αυτόν τον πίνακα…Ποτέ δεν θα τα καταφέρω να γίνω καλός παίκτης του τένις, αυτό το καλοκαίρι πίστεψα για τα καλά πως με τίποτα δεν θα κατόρθωνα να κολυμπήσω μέχρι το μόλο, ποτέ δεν θα καταφέρω να καταλάβω τι γυρεύει η κόρη μου που κλειδώνεται με τις ώρες ακούγοντας μία μουσική για κρετίνους…Ποτέ δεν θα καταφέρω να σιχαθώ πραγματικά αυτόν τον τύπο που ωστόσο μου φέρθηκε άτιμα, ποτέ δεν θα καταφέρω να αισθανθώ αρμονικά μ’ αυτή τη γυναίκα, κι εντούτοις μου δίνει ευχαρίστηση, κι εγώ επίσης σ’ αυτήν, όμως αισθάνομαι ότι για εκείνη δεν είναι αυτό που επιθυμεί, όχι ακόμα τουλάχιστον, και για μένα δεν είναι ακριβώς αυτό…Ποτέ δεν θα καταφέρω να τελειώσω την ανάλυσή μου, ποτέ δεν θα καταφέρω τίποτα».

Να είναι απλώς και μόνο το παράπονο του γιου που δεν κατόρθωσε να κατακτήσει τη μητέρα του; Της κόρης που θα ήθελε τόσο πολύ να σαγηνεύσει τον πατέρα της; Αφού δεν κατάφερα αυτό, ποτέ δεν θα τα καταφέρω.

Τι πρέπει να καταφέρουμε; Ποια προσδοκία πρέπει να εκπληρώσουμε; Ποιον προσπαθούμε ακούραστα να ικανοποιήσουμε γνωρίζοντας ότι δεν θα το καταφέρουμε; Και ότι, αν το καταφέρναμε, θα τελείωναν όλα;

«Ποτέ δεν πρόκειται να συνηθίσω στην ιδέα ότι πληθυσμοί ολόκληροι δεν έχουν να φάνε κι ότι υπάρχουν παιδιά που πεθαίνουν από την πείνα ενόσω εμείς, εμείς γλεντοκοπάμε…Ποτέ μου δεν θα καταλάβω γιατί οι πιο πλούσιοι, οι πιο ισχυροί είναι και οι πιο άπληστοι για εξουσία και χρήμα…Και γιατί αυτοί οι επαναλαμβανόμενοι πόλεμοι, κι όλο αυτό το μίσος κι αυτό το πάθος της καταστροφής…Ποτέ μου δεν θα καταφέρω να καταλάβω αυτό τον κόσμο. Δεν θα καταλάβω ποτέ γιατί μας έριξε ο Θεός πάνω στη γη, αν είναι να μας κατακρημνίσει μέσα της ύστερα από λίγο».

Αν κατανοούσαμε τον κόσμο, δεν θα ήμαστε μέρος του, εμείς, οι ανίκανοι να κατανοήσουμε τον εαυτό μας.

 

J. B. Pontalis, Παράθυρα – απόσπασμα

Παράθυρα

5443«Συχνά, όταν υποδέχομαι κάποιον πιθανό ασθενή, βλέπω να εξυφαίνεται ο καμβάς ενός μυθιστορήματος. Μια ιστορία ζωής διαγράφεται, μια παιδική ηλικία, δράματα, πένθη, κομβικές στιγμές, γεγονότα που σφραγίζουν, ένας κοινωνικός περίγυρος. Μου συμβαίνει μάλιστα να προτρέχω ως προς τη συνέχεια, όπως στην ανάγνωση ενός μυθιστορήματος, τόσο ισχυρή είναι η πεποίθησή μου ότι καταλαβαίνω, ότι κρατώ τα νήματα ενός πεπρωμένου. Και ύστερα, αρκούν μερικές συνεδρίες κι η ιστορία μπερδεύεται, το κατανοητό δίνει τη θέση του στο αίνιγμα, κι είμαι ανίκανος να πω οτιδήποτε. Μου συμβαίνει ακόμα και να μου διαφεύγουν τα κίνητρα που τους έκαναν να έρθουν, αυτόν τον άντρα, αυτή τη γυναίκα (αναστολές, συμπτώματα, άγχος…), όπως επίσης ξεχνάω τη θέση τους στο εσωτερικό της φατρίας, και το τι έχει συμβεί με τους γονείς τους –είναι ακόμα εν ζωή;- και το επάγγελμά τους, και την εθνικότητά τους. Δεν ξέρω πια με τι, με ποιόν έχω να κάνω. Είμαστε δύο άγνωστοι. Δεν είναι πια ο (η) ασθενής. Δεν είμαι πια ο ψυχαναλυτής. Προχωράμε, ο ένας κι ο άλλος, στα σκοτεινά».

J. B. Pontalis, «Παράθυρα» – απόσπασμα