Μία ιστορία με δύο άλογα στη νήσο Αντιγόνη

Μηπως

Φ: Πάνε πολλά χρόνια. Βρίσκομαι στην Τουρκία, στα Πριγκιπόννησα, στη νήσο Αντιγόνη. Κι είμαι με τον Κωνσταντίνο, στην αρχή της γνωριμίας μας. Έχει σημασία αυτό. Φτάνουμε με το βαποράκι σ’ αυτό το υπέροχο νησί, ακούμε μουσικές, όλα είναι θαυμάσια. Ένας αμαξάς με δυο άλογα μας περιμένει. Θα κάνουμε τον γύρο του νησιού. Ανεβαίνουμε. Τα άλογα ξεκινούν. Νιώθω ότι μετέχω σε μια ανεπανάληπτη σκηνή. Και ξαφνικά, καθώς τρέχουν τα άλογα και περιδιαβαίνουμε το νησί, γίνεται αυτό που δεν έπρεπε να γίνει. Αφηνιάζουν. Αρχίζουν να τρέχουν σαν τρελά. Με κυριεύει ένας τρόμος απερίγραπτος καθώς αντιλαμβάνομαι ότι η άμαξα είναι ετοιμόρροπη – μπορεί να ‘ταν και του περασμένου αιώνα – και ακόμα ότι ο αμαξάς είναι ένας εξαθλιωμένος γέροντας. Και το κυριότερο που αντιλαμβάνομαι είναι τον Κωνσταντίνο δίπλα μου με τη γνωστή του αταραξία να μου λέει, «ψυχραιμία», ενώ εγώ είμαι έτοιμη να λιποθυμήσω από τον φόβο μου. Ξαφνικά, μ’ έναν εκκωφαντικό θόρυβο αποσυνδέονται τα άλογα απ’ την άμαξα και το πίσω μέρος όπου καθόμασταν γέρνει μαζί μας στο έδαφος…Πέφτουμε κάτω. Δεν χτυπάμε. Ο αμαξάς φέρνει πίσω τα άλογα και αρχίζει με τα χέρια του να ανασυναρμολογεί την άμαξα.

Μ: Είναι σαν να βλέπω τη σκηνή.

Φ: Εγώ να θέλω να γυρίσω πίσω, αλλά να ντρέπομαι τον Κωνσταντίνο, ο οποίος σαν να μην συμβαίνει τίποτα μου λέει: «Εντάξει, τώρα φτιάχτηκε η άμαξα, θα συνεχίσουμε τη βόλτα». Μη θέλοντας να δείξω έναν έμφοβο εαυτό, τρέμοντας όμως μέσα μου, ξανανεβαίνω στην ανασυναρμολογημένη εκ του προχείρου άμαξα και συνεχίζουμε κανονικά τη βόλτα. Δίχως άλλο απρόοπτο, ο περίπατος κάποτε τελειώνει. Όπως καταλαβαίνεις, όλο αυτό το διάστημα μέσα σ’ ένα πραγματικά μαγικό τοπίο ήμουνα τόσο έντρομη, τόσο είχα στη μνήμη το αφήνιασμα και την καταστροφή, ώστε δεν μπόρεσα να απολαύσω τίποτα. Αντίθετα, ο Κωνσταντίνος δίπλα μου δεν σταμάτησε να χαίρεται με όσα αντίκριζαν τα μάτια του εκστατικά.

Θέλω κάτι να πω σε σένα και σε μένα, Μαργαρίτα, μέσα απ’ αυτή την ιστορία. Με τον τρόμο της επανάληψης μίας καταστροφής δεν απολαμβάνεις τίποτα. Χάνεις το ταξίδι. Χάνεις την εξοχή. Χάνεις τον περίπατο. Δεν είμαστε δέσμιοι μίας προηγούμενης καταστροφής. Το κακό που έγινε δεν πρόκειται σώνει και καλά να επαναληφθεί. Αν ζούμε ωστόσο σαν να επίκειται η επανάληψή του, χάσαμε. Σαν τα ποντίκια μένουμε παγιδευμένοι στην επανάληψη του κακού. Κι όμως το κακό δεν είναι μία σκιά που μας ακολουθεί. Η ανασυναρμολόγηση δεν είναι ψεύτικη. Αντέχει το άλογο και η άμαξα αντέχει.

Με άλλα λόγια, για να γράψει αλλά και για να ζήσει κανείς, Μαργαρίτα, δεν πρέπει να είναι κυκλωμένος από τρόμους αφηνιασμένων αλόγων και ετοιμόρροπων αμαξών. Πρέπει και να φοβηθείς και να ξεφοβηθείς, και να κινδυνέψεις και να ρισκάρεις την ανασυναρμολόγηση και να πιστέψεις σ’ αυτήν.

 

Μ. Καραπάνου-Φ. Τσαλίκογλου, «Μήπως;» – απόσπασμα

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s