Ο Άνθρωπος που Ετοίμαζε το Αυτοκίνητό του

Make-Things-Happen-Don-t-Wait

Ένιωθε την ανάγκη να είναι πάντα έτοιμος. ‘Εβλεπε τη ζωή σαν προετοιμασία, προγύμναση, προπόνηση. ‘Επρεπε πάντα να είναι σε φόρμα. Σωματικά και ψυχικά. Για κάτι σημαντικό που θα συνέβαινε, για μία περιπέτεια που θα απαιτούσε την μέγιστη απόδοση, για ένα μεγάλο πολύπλοκο ταξίδι στην άκρη των πάντων.

‘Οταν ήταν παιδί, διάβαζε και ξαναδιάβαζε Ιούλιο Βερν, επιστημονική φαντασία, εξερευνήσεις, περιπέτειες. Μετά έκλεινε το βιβλίο και ξαναζούσε την πλοκή, βάζοντας τον εαυτό του στη θέση του ήρωα. ‘Ηταν δεν ήταν έντεκα χρόνων, παραλίγο να παντρευτεί η αδερφή του έναν ομογενή, μεγαλοκτηματία στην Τανγκανίκα. Μήνες ολόκληρους πριν κοιμηθεί κάλπαζε μέσα σε απέραντες φυτείες κυνηγώντας λιοντάρια.

Μετά άρχισε να ονειρεύεται άλλες περιπέτειες, πιο ποιητικές. ‘Εγραφε και στίχους. Ερωτεύτηκε αλλά δεν αγάπησε. Για λίγο καιρό στο πανεπιστήμιο μπλέχτηκε με πολιτικά, μπήκε σε νεολαίες. Συζητούσε για οράματα μιας άλλης ζωής. Μετασχηματισμός ή επανάσταση; Κι αυτά του φαίνονταν πάλι ταξίδια. Στο μέλλον, με πολύ μεγαλύτερο ρίσκο.

‘Ωσπου μπήκε στη ζωή – από την πίσω πόρτα – κι άρχισε να κάνει αυτά που κάνουν όλοι. Δουλειά, σπίτι, παιδιά. Αλλά δεν έπαψε να ονειρεύεται. Και κάτι παραπάνω: Να ετοιμάζεται. Για τι πράγμα; Δεν ήξερε. ‘Ηταν σίγουρος πως κάτι σημαντικό θα συνέβαινε ξαφνικά – και θα έπρεπε να ξεκινήσει. Να φύγει, να αλλάξει τόπο και ζωή. Παίρνοντας μαζί μόνο το αυτοκίνητό του.

Αυτό ήταν ο συνένοχος και ο σύντροφός του στα όνειρα. Γιατί, βέβαια, μόνος του δεν θα έφτανε μακριά. Ενώ με την βοήθεια του τετράτροχου φίλου, θα ταξίδευε σίγουρα τις μεγάλες αποστάσεις. Γι αυτό συνεχώς ετοίμαζε το αυτοκίνητό του.

Πρώτα το είχε πάντοτε γεμάτο με βενζίνα, ξέχειλο. «Σκέψου» μονολογούσε «να ξεκινάς και να μην βρίσκεις πρατήριο». Μόλις λοιπόν κατέβαινε ο δείκτης στα τρία τέταρτα, πήγαινε και το γέμιζε ως επάνω. Τον ήξεραν και στο βενζινάδικο: «φουλάρισμα – ένα χιλιάρικο!» φώναζε ο μικρός.

‘Επειτα το συντηρούσε σχολαστικά. ‘Αλλαζε λάδια κάθε χίλια χιλιόμετρα. «Μπορεί να μη βρεις ΕΚΕΙ», σκεπτόταν, «και να πρέπει να κάνεις τρεις χιλιάδες χιλιόμετρα με παλιό λάδι!» Που ήταν το ΕΚΕΙ, δεν ήξερε. ‘Επρεπε όμως να λάβει υπ’όψη του όλα τα ενδεχόμενα.

Είχε μαζί του τα πάντα: Λάμπες για κάθε χρήση, ιμάντες, μπουζί, καπάκι ντιστριμπιτέρ, φίλτρα λαδιού και βενζίνας και πολλά άλλα ανταλλακτικά. Γέμιζαν το μισό πορτ-μπαγκαζ – όμως του έδιναν σιγουριά. «Ποτέ δεν ξέρεις πότε θα σε βρεί η βλάβη. Και πού!»

Ακόμα και προμήθειες κουβάλαγε στο αυτοκίνητο – λίγες αλλά βασικές. «Μπορεί να πεινάσω στο δρόμο», σκεπτόταν και είχε αποθηκεύσει φρυγανιές, κράκερς, ένα παγουράκι νερό. Τα άλλαζε μάλιστα από καιρό σε καιρό, να μην μπαγιατεύουν.

Το βράδυ, πριν κοιμηθεί, έκλεινε τα μάτια, σκεπτόταν το αυτοκίνητο πανέτοιμο και εξοπλισμένο ως τα μπούνια – και ένιωθε όμορφα. «Μπορώ να ξεκινήσω ανά πάσα στιγμή!» σκεπτόταν. «Ετοιμος!» Είχε και άδεια διεθνή στο αμάξι και τρίπτυχο, που το ανανέωνε τακτικά. ‘Εδινε πίσω το παλιό – αχρησιμοποίητο – και έπαιρνε το καινούργιο.

Τελικά, βέβαια, πήγαινε μόνο σπίτι-γραφείο, γραφείο-σπίτι. Καμιά φορά, το βράδυ, στα περίχωρα για φαΐ. Σπάνια, πολύ σπάνια, εκδρομές. Παλιά, όταν ήταν πιο νέος κυκλοφορούσε περισσότερο με το αυτοκίνητο. Είχε κάνει και δύο ταξίδια στο εξωτερικό. Ιταλία. Τώρα, είχε δουλειά ως και τα Σαββατοκύριακα. Και μετά υποχρεώσεις, παιδιά, συγγενείς.

‘Οσο όμως λιγότερο ταξίδευε, τόσο περισσότερο φρόντιζε το αυτοκίνητό του. Το γυάλιζε, το καθάριζε, το πλούτιζε με χρήσιμα αξεσουάρ, το συντηρούσε, το ετοίμαζε. Κάθε τρεις μέρες μετρούσε τα λάδια, τις στάθμες των υγρών, τις πιέσεις των ελαστικών. «Δεν ξέρεις ποτέ ποια στιγμή θα χρειαστεί να ξεκινήσεις», συλλογιζόταν.

Να ξεκινήσει για πού; Αυτό δεν είχε σημασία. Φανταζόταν τον εαυτό του να τρέχει σε ανοιχτούς δρόμους, με βροχές, χιόνια, ανέμους δυνατούς – και να κυνηγάει κάποιον προορισμό που έμενε πάντα μακρινός. ‘Ισως να έψαχνε το Ιρκούτσκ του Μιχαήλ Στρογκώφ, ίσως ο δρόμος του ήταν η Παναμερικάνα – από τον Καναδά στην Παταγονία. Πήγαινε, έφευγε – μακριά από όλα, πιο κοντά σε τίποτα.

‘Οχι πως είχε και κανένα εξαιρετικό αυτοκίνητο. ‘Ηξερε από αμάξια, ήταν πάντα ενήμερος, αλλά, δυστυχώς, τα χρήματα δεν επαρκούσαν για καθαρόαιμο. Πάντως, όταν το αγόρασε, το είχε διαλέξει με προσοχή. Ενώ η γυναίκα του σκεπτόταν τις οικογενειακές ανάγκες, αυτός μετρούσε τις δυνατότητες για μεγάλα ταξίδια, την αντοχή σε ανώμαλους δρόμους, τις απαιτήσεις εξωτικών συνθηκών.

Αυτό ήταν το τρίτο του αμάξι. Τα προηγούμενα – που κι αυτά τα κρατούσε πάντα έτοιμα για μεγάλες αποδράσεις – δεν είχαν αξιωθεί να τις ζήσουν. ‘Οταν γέρασαν, τα πούλησε – κυρίως διότι δεν θα επαρκούσαν πια στις ανάγκες του Ταξιδιού. Κι ένιωσε άσχημα, όταν τα αποχαιρετούσε, επειδή δεν εκπλήρωσε αυτό που κάθε μέρα τους υποσχόταν.

Το σημερινό του αυτοκίνητο ήταν ιαπωνικό («πιο φθηνά και πιο γερά», έλεγε) εννέα ίππων και έξι ετών. Σκεπτόταν συχνά να το αλλάξει – αλλά με τις τιμές όπως είχαν απογειωθεί… Πάντως τον έτρωγε η ανησυχία, μήπως είχε γεράσει – μήπως το μοτέρ και η ανάρτηση δεν τα έβγαζαν πέρα, όταν θα έφτανε η στιγμή.

«Κι αν δεν έρθει η στιγμή;» ρωτούσε καμιά φορά τον εαυτό του. Αλλά αμέσως είχε υποκατάστατο όνειρο. Σ’αυτό, δεν έπαιρνε εντολή να φύγει. Ξεκινούσε από μόνος του. Κάποια στιγμή η ανάγκη ξεχείλιζε και – ξαφνικά, στην μέση μιας δουλειάς, στην μέση μιας ζωής – έφευγε. ‘Επαιρνε δρόμο, διέσχιζε όλη την Ευρώπη (ανάμεσα σε δάση, ποτάμια, πύργους και πόλεις) κι έφτανε μετά στα όρια, εκεί που είναι μοναξιά, ομίχλη, έρημος και ορίζοντας. Αυτά, πάντα, πριν κοιμηθεί.

Την άλλη μέρα σπίτι-γραφείο, σπίτι-γραφείο. Καμία αλλαγή στην διαδρομή, εκτός από το ότι κάποτε έβρεχε – κι άλλοτε είχε λιακάδα. ‘Αλλοτε διάλεγε κλασική μουσική κι άλλοτε ροκ. Τίποτε άλλο.

Βλάβες, χτυπήματα, τον γέμιζαν άγχος. ‘Οσο το αυτοκίνητο διανυκτέρευε στο συνεργείο – αυτός δεν έκλεινε μάτι. «Κι αν χρειαστεί τώρα να φύγω;» ‘Οταν ξαναγύριζε σπίτι, το όνειρο συνεχιζόταν: «Το παίρνω και φεύγω, περνάω χώρες, βουνά, κάμπους…»

‘Ένιωθε έτοιμος. Αυτό ήταν το σημαντικό. Δεν ζούσε, αλλά περίμενε. Η αναμονή είχε αντικαταστήσει τη ζωή. Πάντοτε μέσα του αυτή η ένταση της ετοιμότητας, σαν την χορδή του τόξου. Πάντοτε μέσα του η άλλη πραγματικότητα – σαν υπόσχεση. Και το αυτοκίνητό του, προέκταση και σύντροφος, έτοιμο, ρυθμισμένο, ανυπόμονο.

Το ξεκίνημα το οραματιζόταν νύχτα. ‘Εβλεπε τα ρείθρα του έρημου δρόμου να διαγράφονται άσπρα, υπερφωτισμένα, κάτω από τα μεγάλα φώτα ιωδίου. Στο βάθος, τα μάτια κάποιου ζώου να γυαλίζουν φευγαλέα στη δημοσιά. Ψύχραιμο, συστηματικό, γρήγορο οδήγημα – μπροστά του χιλιάδες χιλιόμετρα… Στροφές, ευθείες, άλλες στροφές. Η διαδοχή τους τον νανούριζε και τον κοίμιζε.

‘Οσα χρόνια κι αν περνούσαν, το όνειρο ίσχυε πάντα. Η ετοιμότητα πλήρης, η αναμονή έντονη. ‘Ισως εντονότερη με την πάροδο της ηλικίας. Τώρα το Ταξίδι έπαιρνε μυθικές διαστάσεις σαν τα παραμυθένια των γεωγράφων της αρχαιότητας, των χρονογράφων του Μεσαίωνα. Η Ατλαντίδα, οι Υπερβόρειοι, οι Κυνοκέφαλοι, τα νησιά των Μακάρων…

‘Οταν, εντελώς ξαφνικά, έφυγε για την οριστική διαδρομή – (ελπίζω κι αυτή να είχε ωραίες στροφές κι ευθείες) βρήκανε το γέρικο αυτοκίνητο φορτωμένο ως επάνω εργαλεία, ανταλλακτικά, τρόφιμα.. «Τι τα κουβάλαγε όλα αυτά ο μακαρίτης;» αναρωτήθηκαν.

Το αμάξι πουλήθηκε σε ένα συνταξιούχο. Ούτε αυτό έκανε το Ταξίδι.

Νίκος Δήμου

[ Ευχαριστώ: http://www.ndimou.gr/el/keimena/anthologia/peza/anthropos/ ]

Η Ιστορία ενός Ανθρώπου

manalonewalking

Πρελούδιο

Ήταν ένας άνθρωπος που περπατούσε
πάντοτε σκυμμένος
μέρες, μήνες, χρόνια.

Επεισόδια

Α΄

«Πιστεύεις στο Θεό;»
τον ρώτησαν κάποτε.
«Όσο αυτός σε μένα»
απάντησε

και δεν τον ξαναενόχλησε κανείς.

Β΄

«Χρωστάς ένα ποίημα»
του είπε η Ζωή ένα βράδυ.
«Γερνάω λέξεις»
απάντησε

και δεν τον ξαναενόχλησε ποτέ.

Γ’

«Γιατί δεν με βλέπεις;»
τον προκάλεσε κάποια φορά ο Έρωτας.
«Είσαι τυφλός»
απάντησε

και δεν τον ξαναενόχλησε καθόλου.

Δ’

«Θέλεις να παίξουμε;»
του ζήτησε μια μέρα ο Θάνατος.
«Δεν έχω χρόνο»
απάντησε

και δεν τον ξαναενόχλησε κατόπιν.

Ε΄

Κάποια μέρα έφθασε σε ένα πανδοχείο.
Ζήτησε δωμάτιο.
Η ξενοδόχος απόρησε:

-Κύριε, φαίνεστε τόσο κουρασμένος και ταλαίπωρος!
Από πού έρχεστε;
-Έρχομαι από τα βάθη της ψυχής.
-Και πού πηγαίνετε;
-Πηγαίνω ως την άκρη της ζωής.
-Κι όλη αυτή η σκόνη στα παπούτσια σας, τι είναι;
-Σημάδια για το δρόμο μου.
-Φοβάστε μη χαθείτε;
-Φοβάμαι μη ξεχάσω.

Επίλογος

Ήταν ένας άνθρωπος που περπατούσε
πάντοτε σκυμμένος
σαν κάτι ν’ αποζητά.
Έχασε μια ηλικία του, είπαν,
κι από τότε όλο έψαχνε να τη ζήσει,
τα ένσημα του χρόνου του για να συμπληρώσει.

Εκείνος όμως περπατούσε.
Μέρες, μήνες, χρόνια.

Πάντοτε σκυμμένος.

Σπύρος Αραβανής, «Η ιστορία ενός ανθρώπου»

[ Ευχαριστώ: http://www.poiein.gr/archives/12319 ]

Η πολυπλοκότητα του έρωτα

edgar_morin

 

…ο έρωτας είναι ίσως η πιο αληθινή μας θρησκεία και συγχρόνως η πιο αληθινή μας πνευματική νόσος. Αμφιρρέπουμε ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο πόλους που είναι εξ’ ίσου πραγματικοί. Αλλά, σ’ αυτή τη ταλάντευση, το υπέροχο είναι πως η προσωπική μας αλήθεια αποκαλύπτεται και φέρεται από τον άλλον. Ταυτόχρονα, ο έρωτας μας κάνει να ανακαλύπτουμε την αλήθεια του άλλου.

Η γνησιότητα του έρωτα δεν έγκειται μόνο στο να προβάλουμε την αλήθεια μας στον άλλον και τελικά να μη βλέπουμε τον άλλον παρά μόνο σύμφωνα με τα μάτια μας, έγκειται και στο να μας αφήσει να μολυνθούμε από την αλήθεια του άλλου. Δεν πρέπει να είμαστε όπως εκείνοι οι πιστοί που βρίσκουν αυτό που ψάχνουν επειδή έχουν σχεδιάσει την απάντηση που περιμένουν. Κι αυτό είναι, επίσης, η τραγωδία: φέρουμε μία τέτοια ανάγκη για έρωτα που μερικές φορές μια συνάντηση μια καλή στιγμή – ή ίσως μια κακή στιγμή – απελευθερώνει τη διαδικασία της κεραυνοβόλησης, της σαγήνης.

Εκείνη τη στιγμή, προβάλουμε στον άλλον την ανάγκη μας για έρωτα, τη σταθεροποιούμε, και αγνοούμε τον άλλον που έγινε η εικόνα μας, το τοτέμ μας. Τον αγνοούμε πιστεύοντας πως τον αγαπάμε. Εκεί βρίσκεται, πράγματι, μια από τις τραγωδίες του έρωτα: η μη κατανόηση του εαυτού μας και του άλλου. Αλλά η ομορφιά του έρωτα είναι η αμοιβαία διείσδυση της αλήθειας του άλλου στον εαυτό μας και της δικής μας στον άλλον, είναι να βρούμε την αλήθεια του μέσω του άλλου.

Καταλήγω. Το ζήτημα του έρωτα παλινωδεί σ’ αυτή την αμοιβαία κατοχή: να κατέχουμε αυτό που μας κατέχει. Είμαστε άτομα που έχουμε φτιαχτεί από διαδικασίες που είναι προγενέστερες από μας∙ κατεχόμαστε από πράγματα που μας ξεπερνούν και που θα φθάσουν μακρύτερα από μας, αλλά, με κάποιον τρόπο, είμαστε ικανοί να τα κατέχουμε.

Παντού, πάντα, η διπλή κατοχή συνιστά το νήμα και την ίδια την πείρα των ζωών μας.

Και θα τελειώσω δίνοντας στην αναζήτηση του έρωτα της διατύπωση του Ρεμπώ, αυτή της αναζήτησης μιας αλήθειας που θα βρίσκεται ταυτόχρονα μέσα σε μια ψυχή και μέσα σ’ ένα σώμα.

 

Edgar Morin, «Έρωτας, ποίηση, σοφία», Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου (απόσπασμα από το κεφάλαιο Η πολυπλοκότητα του Έρωτα)

Ταξίδι στην Κόλαση

the-therapist

[…] Η επιλογή κάποιου να γίνει ψυχολόγος τον αναγκάζει να διανύσει μία συγκεκριμένη διαδρομή και να οξύνει την όραση και την ακοή του, να αναπτύξει ξεχωριστή ευαισθησία. Δεν προσέχει τα πρόδηλα αλλά αυτά που όλοι οι άλλοι δεν βλέπουν, αυτά που διατρέχουν υπόγειες στοές και διαφεύγουν της προσοχής.

Ο ψυχολόγος είναι ικανός να πιάσει έναν ασθενικό ήχο ενώ ολόγυρα γίνεται ορυμαγδός. Αυτό όμως συμβαίνει όταν ο ίδιος έχει την ανάγκη να ακούσει εκείνον τον ανεπαίσθητο ήχο που ακούγεται κυρίως την ώρα των μεγάλων συγκρούσεων με τον έξω μας κόσμο.

Σε μικρή ηλικία, ο έξω κόσμος αντιπροσωπεύεται από την οικογένεια ενώ αργότερα και από τους άλλους. Όταν ακούσουμε τη φωνή της ψυχής μας, που παρά τη μεγάλη φασαρία προσπαθεί να εκφραστεί, τότε καταλαβαίνουμε ότι δεν είμαστε καλά και ζητούμε συμπαράσταση. Αυτή η υπαρξιακή κατάσταση που μας κάνει να γυρέψουμε βοήθεια, κανονικά χαρακτηρίζει και τον ψυχολόγο. Εάν πάλι ο ψυχολόγος είναι άνθρωπος απολύτως ενσωματωμένος στην κοινωνία, με «καλή δουλειά», αναγνώριση και επιτυχία, τότε μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι «δεν είναι ψυχολόγος».

Εάν ο ψυχολόγος δεν είναι ενσωματωμένος, πάει να πει πως οι εσωτερικές του συγκρούσεις είναι τέτοιες που του επιτρέπουν μέσα από τη διαπροσωπική σχέση να αποκρυπτογραφεί, να αντιλαμβάνεται, να ανακαλύπτει τη διαταραχή του άλλου. Ο αποκλεισμός προμηθεύει τον άνθρωπο με έναν εκπληκτικό «μεγεθυντικό φακό» που τον βοηθά να διακρίνει πολλά πράγματα στον άλλο. Αυτό είναι και το βαρύ τίμημα με το οποίο πληρώνει την εμπιστοσύνη που αργότερα εμπνέει στους άλλους. Τι είναι αυτό που κάνει έναν ψυχολόγο να ξεχωρίζει, ποια στοιχεία του προσελκύουν τον άνθρωπο που έχει πρόβλημα; Πρόκειται για την ικανότητα του «αληθινού» ψυχολόγου να ακούει, για την επιδεξιότητα που σφυρηλάτησαν οι πανάρχαιες πληγές και η στενή επαφή του με τα βαθύτερα κομμάτια του εαυτού του. Εδώ πρέπει να ανοίξουμε μία παρένθεση και να θέσουμε το καυτό ερώτημα: «Εάν κατεβούμε στον Κάτω Κόσμο, θα καταφέρουμε να ξανανεβούμε επάνω, να αναδυθούμε από τον εσωτερικό μας κόσμο;»

Σ’ αυτό το επίπεδο χωρούν πολλά θέματα. Το ένα αφορά τη χρήση των ναρκωτικών ουσιών που προκαλούν σπάνιες και πρωτόγνωρες εμπειρίες, οι οποίες πολλές φορές είναι αρνητικές και κατακυριεύουν το άτομο που μ’ αυτόν τον τρόπο γίνεται έρμαιο του πόνου για πολύ καιρό. Κάτι ανάλογο συμβαίνει όταν αρχίζουμε μία σοβαρή διαδρομή αυτογνωσίας. Δεν μπορούμε να προεξοφλήσουμε για κανέναν ότι θα τα καταφέρει, το μόνο βέβαιο είναι ότι κάποιες διαδρομές προκαλούν τρόμο. Ο ψυχολόγος είναι σε θέση να ανιχνεύσει αυτόν τον τρόμο από τις πρώτες του ενδείξεις. Πολύτιμοι σύμμαχοι προς αυτήν την κατεύθυνση είναι τα όνειρα, με την αποκάλυψη των βάρβαρων, σαδιστικών, αρνητικών στοιχείων που αποτρέπουν την ανάπτυξη της προσωπικότητας.

[..]

Αξίζει τον κόπο να κατεβούμε στην Κόλαση, αφού κρύβει τόσους κινδύνους και τόσο πόνο; Ναι, αξίζει τον κόπο εάν θέλουμε να γνωρίσουμε το βασίλειο της εσωτερικότητας και την έννοια του πόνου. Χρειάζεται μεγάλο θάρρος για να φέρουμε σε πέρας μία τέτοια διαδρομή, διότι τίποτε δεν εγγυάται την επιστροφή μας.

Το ίδιο μήνυμα συναντάμε στα κείμενα της κορυφαίας ιταλικής λογοτεχνίας. Στις τρεις ποιητικές ενότητες του Δάντη, ο επίλογος καταλήγει με τη λέξη «άστρα», υπονοώντας το φως που συναντά στο τέλος. Ο ψυχολόγος, κυρίως αυτός, πρέπει να πετύχει σ’ αυτήν την αποστολή: να κατέβει στην κόλαση και να ξανανέβει. Μόνο έτσι θα είναι σε θέση να βοηθά τους άλλους. Το ταξίδι στην Κόλαση μας φανερώνει τον άγνωστο εσωτερικό κόσμο που, αν τον αντιμετωπίσουμε μία φορά, μετά θα τον έχουμε πολύτιμο σύμμαχο. Εάν δεν νιώσουμε τι σημαίνει «κόλαση», τι είναι η «φουρτούνα», δεν θα μπορέσουμε να βοηθήσουμε αυτούς που υποφέρουν. Ο ψυχικός πόνος μάς χαρίζει καινούριους φακούς για να βλέπουμε καλύτερα τα δεινά του κόσμου, άρα δεν έχει μόνον αρνητικές πλευρές. Αυτός χαρίζει τη συνειδητοποίηση, υπό τον όρο να τον ζήσουμε μέχρι τέλους και να συλλάβουμε το νόημά του.

Aldo Carotenuto, «Η Ψυχή της Γυναίκας», Εκδ. ίταμος (Απόσπασμα από το κεφάλαιο «Ταξίδι στην Κόλαση»)

Πίνακας:  René Magritte, «The Therapist»

Ο ρόλος της δυστυχίας

yinyan

Τι συμβαίνει λοιπόν με τη δυστυχία; Πρέπει να την υπομένουμε; Πρέπει να την ανεχόμαστε και να έχουμε στόχο να την ξεπεράσουμε; Πρέπει να την αποφεύγουμε σα συμφορά, ή μήπως να την πολεμάμε σαν εχθρό; Η απάντηση είναι απλή και αδιαμφισβήτητη: δεν μπορούμε να αποφύγουμε τη δυστυχία, με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο δεν μπορούμε να αποφύγουμε το αντίθετό της. Όσο ευχάριστη κι αν ήταν η μέρα μας, θα φτάσει ένα ακόμα δειλινό. Ο ήλιος πάντα δύει και η ζεστασιά του φεύγει. Καθώς η μέρα διαδέχεται τη νύχτα, έτσι και η νύχτα διαδέχεται τη μέρα, είτε μας αρέσει είτε όχι: μαθαίνουμε να ζούμε και με τα δύο, μαθαίνουμε να μη λαχταράμε τη συνεχόμενη ηλιοφάνεια ή να αποφεύγουμε το σκοτάδι. Αυτό που μπορούμε, ωστόσο, να κάνουμε, είναι να έχουμε μία δεκτική συμπεριφορά απέναντι στα αρνητικά και να μάθουμε να εκτιμάμε τα πλεονεκτήματα που μας προσφέρει κάθε φάση της ζωής μας. Αυτό δε γίνεται μόνο με το να ενισχύουμε τα βράδια μας με λάμπες, με ζεστές κουβέρτες και με ασφαλή καταφύγια, αλλά και με το να αντιμετωπίζουμε την εξασθένιση του φωτός με ηρεμία και να μαθαίνουμε να εκτιμάμε το φως των αστεριών. Το να μη χρειάζεται να ζούμε μέσα στον τρόμο είναι ένας από τους βασικούς στόχους του να μάθουμε να ζούμε μία καλή ζωή.

Αυτό θα μπορούσε να διατυπωθεί, όπως το έχω εκφράσει και πριν, ως η καλλιέργεια της αγάπης στον τρόπο με τον οποίο υπάρχει κανείς μέσα στον κόσμο – εφόσον η αγάπη ορίζεται ως μία σοβαρή και μελετημένη δέσμευση. Θα μπορούσαμε να έχουμε χειρότερους στόχους από την αφοσίωση στην εύρεση της ομορφιάς και της αλήθειας σε όλες μας τις εμπειρίες – στη μέρα ή στη νύχτα, στο φως ή στο σκοτάδι. Και, σ’ αυτό, χρειαζόμαστε μία δόση ρεαλισμού και ταπεινοφροσύνης. Δεν υπάρχει λόγος να αναζητάμε τον ήλιο όταν λάμπουν τ’ αστέρια. Δεν υπάρχει λόγος να θέλουμε τον ήλιο, τ’ αστέρια ή το φεγγάρι όταν τα σύννεφα καλύπτουν τον ουρανό. Δεν υπάρχει λόγος να θρηνούμε τους γαλάζιους ουρανούς που χάνονται όταν έρχεται η βροχή. Η βροχή είναι καλή, ζωτική και απαραίτητη. Ενυδατώνει και γονιμοποιεί ξανά τα ποτάμια της ζωής. Η νύχτα μάς δίνει την ευκαιρία να νιώσουμε ασφαλείς και να κρυφτούμε, είναι ο χρόνος του ανεφοδιασμού και της ξεκούρασης. Δεν είναι απαραίτητες μόνο οι εποχές, αλλά και οι κύκλοι της νύχτας και της μέρας, και οι μεταβολές του κλίματος και του καιρού. Πρέπει να μάθουμε να εκτιμάμε αυτά τα πράγματα και να τα αξιοποιούμε στο έπακρο. Πρέπει κάποιες φορές να μάθουμε να βρίσκουμε το δικό μας δρόμο στο φως του φεγγαριού, αλλά και να προστατευόμαστε από τον πολύ ήλιο. Και, αφού έχουμε δουλέψει και καταπιαστεί με τόσα πολλά πράγματα κάθε μέρα, να αφήσουμε τον εαυτό μας να κοιμηθεί και να μην αξιώνουμε συνεχή ερεθίσματα, για να μη γινόμαστε μεμψίμοιροι. Και, αφού έχουμε γευματίσει, να μην απαιτούμε και άλλα γλυκά και καλούδια, για να μη φάμε υπερβολικά και καταλήξουμε νωθροί και άχρηστοι. Το ταξίδι της ζωής μάς οδηγεί σε διάφορους, συχνά δύσβατους δρόμους, και πρέπει να ανακαλύψουμε τους καλύτερους τρόπους για να απολαύσουμε την πανοραμική τους θέα, γιατί υπάρχουν πολλά περισσότερα να δούμε απ’ όσα επιτρέπουμε συνήθως στον εαυτό μας. Συχνά, είναι σε στιγμές μεγάλου πόνου και πίεσης που μας αποκαλύπτεται αυτή η άγνωστη ομορφιά. 

Emmy van Deurzen, «Η ψυχοθεραπεία και η αναζήτηση της ευτυχίας», Εκδ. Κοντύλι (απόσπασμα)

Η αφή

satir

Όπως η αναπνοή μάς συνδέει με τη ζωή, έτσι και το άγγιγμα είναι το πιο εκφραστικό μέσο για τη μετάδοση συναισθηματικών πληροφοριών ανάμεσα σε δύο άτομα. Η πρώτη συγκεκριμένη εμπειρία, που μας εισαγάγει στον κόσμο αυτό, πραγματοποιείται με το άγγιγμα των ανθρώπινων χεριών και το άγγιγμα παραμένει η επαφή στην οποία έχουμε τη μεγαλύτερη εμπιστοσύνη. Θα εμπιστευτώ το άγγιγμά σου, πριν εμπιστευτώ τα λόγια σου. Οι στενές προσωπικές σχέσεις τονώνονται ή αποθαρρύνονται από τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι βιώνουν την άμεση αυτή επαφή.

Θυμήσου με πόσους τρόπους χρησιμοποιείς τα χέρια σου: για να σηκώσεις, για να χαϊδέψεις, για να κρατηθείς, να δείρεις, να ισορροπήσεις. Κάθε άγγιγμα συνδέεται μ’ ένα συναίσθημα, όπως αγάπη, εμπιστοσύνη, φόβο, αδυναμία, αναστάτωση και πλήξη.

Διδάσκω τους ανθρώπους να συνειδητοποιούν πώς αισθάνονται οι άλλοι την επαφή τους. Για να το μάθεις αυτό, πρέπει να ρωτήσεις, «πώς αισθάνεσαι όταν σ’ ακουμπάω έτσι;» Μας έχουν πολύ λίγο μάθει να αισθανόμαστε το άγγιγμά μας. Αυτή η ερώτηση θα φέρει σε δύσκολη θέση πολλούς ανθρώπους. Όταν τη μεταχειριστείς λίγο καιρό, αρχίζεις να καταλαβαίνεις την αξία της.

Μία άλλη πλευρά του αγγίγματος είναι να πεις σε κάποιον άλλον τι συναισθήματα σού δημιουργεί το δικό του άγγιγμα. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι, εκτός αν κάποιος άλλος μας επιστήσει την προσοχή σ’ αυτό, δεν έχουμε καμία αντίληψη της αίσθησης που δημιουργεί το άγγιγμά μας. Θυμάμαι πόσες φορές άτομα συναισθηματικά και ενθουσιώδη μου ματώσανε τα δάχτυλά μου: φορούσα δαχτυλίδια κι εκείνοι μου λιώσανε τα δάχτυλα με μία εγκάρδια χειραψία.

Πιστεύω επίσης πως οι περισσότεροι γονείς δεν έχουν καμία πρόθεση να τραυματίσουν τα παιδιά τους, όταν τα χτυπάνε. Μα ούτε υποψιάζονται καθόλου πόσο δυνατά χαστουκίζουν. Πολλοί κυριεύονται από φρίκη όταν δουν τα αποτελέσματα από τα χτυπήματά τους. Αυτό κυρίως ισχύει με άτομα που διδάχτηκαν πώς να αποκτήσουν μεγάλη σωματική δύναμη, αλλά δεν έμαθαν τι αποτελέσματα έχει αυτή η δύναμη πάνω στους άλλους ανθρώπους και ιδιαίτερα στα παιδιά.

Γνώρισα έναν αστυνομικό που έσπασε τρία πλευρά της γυναίκας του όταν την αγκάλιασε, μετά από μία απουσία του. Ξέρω πως αυτός ο άντρας δεν είχε καθόλου εχθρικά συναισθήματα για τη γυναίκα του. Μα ούτε του περνούσε απ’ το νου πως ήταν τόσο δυνατός. 

Θέλω να τονίσω ότι χρειάζεται να μάθουμε να έχουμε συναίσθηση του αγγίγματός μας, αλλά και να το σκεπτόμαστε. Αυτό το σημείο της διαπαιδαγώγησής μας έμεινε ολότελα παραμελημένο. Την επόμενη φορά που θα χαιρετήσεις κάποιον με χειραψία ή θα χαϊδέψεις κάποιον, φρόντισε να νιώσεις τι συμβαίνει καθώς τον αγγίζεις. Έπειτα κουβέντιασε αυτές σου τις παρατηρήσεις μαζί του: «Τότε, λοιπόν ένιωσα…Εσύ τι ένιωσες;» […] Μερικοί λένε ότι δεν αισθάνθηκαν τίποτε κι ότι όλα αυτά τους φάνηκαν κουταμάρες και βλακείες. Αυτό με στενοχωρεί, γιατί σημαίνει πως εκείνοι έχουν χτίσει τοίχους τριγύρω τους, ώστε να μην ευχαριστιούνται καθόλου από τη φυσική επαφή. Ξεπερνάει κανένας πραγματικά ποτέ την επιθυμία και την ανάγκη για την ίδια τη σωματική επαφή και για την ανακούφιση που προσφέρει;

Τα τελευταία δέκα χρόνια, οι άνθρωποι άρχισαν να δέχονται τις ανάγκες τους για τη σωματική επαφή. Το αγκάλιασμα είναι ένας ανερωτικός, πολύ ανθρώπινος τρόπος για να πάρεις και να δώσεις στοργή. Άρχισαν σιγά σιγά και οι άνδρες να το αποδέχονται. Το δέρμα τους μπορεί να πεινάει τόσο, όσο και των γυναικών για χάδι. Ίσως, αν οι άνθρωποι επέτρεπαν στον εαυτό τους να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους για χάιδεμα, δε θα ήταν τόσο επιθετικοί.

 

Προσαρμογή από το το βιβλίο της Virginia Satir, Πλάθοντας Ανθρώπους.

Επιλογή και Ευθύνη

sartre1

Η λέξη «επιλογή» χρησιμοποιείται αρκετά στην καθημερινότητα, αλλά συχνά δεν γνωρίζουμε τη διαφορά ανάμεσα στα ρήματα «επιλέγω» και «διαλέγω». Διαλέγω, όταν έχω να αποφασίσω ανάμεσα σε εναλλακτικές. Αυτές μπορεί να αφορούν ένα συνεργάτη μας, το πού θα πάμε διακοπές, ή τι θα πάρουμε σε ένα δείπνο. Επιλέγω σημαίνει οικειοποιούμαι την απόφαση που μόλις πήρα. Στην καθημερινότητα μπορεί να μην έχουμε μπροστά μας πολλές εναλλακτικές, έχουμε όμως μία επιλογή και αυτή είναι να αποφασίσουμε αν θα οικειοποιηθούμε ή όχι την αλληλουχία των πράξεών μας. Όπως λέει ο Άμλετ στο ομώνυμο έργο του Σέξπηρ, «Να ζεις κανείς ή να μη ζει, αυτό είναι το ερώτημα» (Άμλετ 3.1). Πράγματι, υπαρξιακά υπάρχει μόνο ένα ερώτημα, αν θα αποδεχθούμε τη ζωή και τις συνέπειες των πράξεών μας ή αν θα τις αποφύγουμε και θα τις αρνηθούμε. Το πρώτο οδηγεί σε μία πιο έντονη και παθιασμένη σχέση με τη ζωή και το δεύτερο σε μία χαλαρότερη δέσμευση και μια προσχηματική κατάσταση ότι δεν ζούμε πραγματικά και ότι οι άλλοι φταίνε για ό,τι πάει στραβά στη ζωή μας. Αυτό μπορεί επίσης να μας οδηγήσει στην πλήρη άρνηση οποιασδήποτε εναλλακτικής.

Συνεπώς, η – παθητική – απουσία επιλογής έχει το ίδιο σοβαρές συνέπειες με την ενεργητική επιλογή. Έχουμε ήδη εξετάσει πώς περιοριζόμαστε από τα δεδομένα της ύπαρξης γενικά και από τις συνθήκες της προσωπικής μας ύπαρξης ειδικότερα. Αυτά είναι τα όρια που πλαισιώνουν τις επιλογές μας.

Δεν μπορούμε ποτέ να κατηγορήσουμε κανέναν άλλο για τις πράξεις μας και τις συνέπειές τους. Ζούμε με δική μας ευθύνη. Αυτό ισχύει και για ό,τι καλό μας συμβαίνει: αν έχουμε κάνει εμείς την επιλογή, δεν μπορούμε να θεωρούμε τυχαίο το γεγονός, αλλά μπορούμε να το πιστωθούμε, τουλάχιστον εν μέρει.

Ο φιλόσοφος που εμφανίζεται στο τέλος της ταινίας Απιστίες και Αμαρτίες του Woody Allen λέει:

«Όλοι στη ζωή ερχόμαστε αντιμέτωποι με αγχωτικές αποφάσεις και επιλογές. Κάποιες είναι μεγαλύτερης και κάποιες μικρότερης κλίμακας, όμως ορίζουμε τον εαυτό μας μέσα από αυτές τις επιλογές. Στην πραγματικότητα, είμαστε το τελικό άθροισμα αυτών των επιλογών».

Αυτό σημαίνει πως ό,τι κάνουμε είναι, κατά κάποιον τρόπο, επιλογή. Ακόμα και το να μην επιλέξουμε είναι επιλογή και έχει συνέπειες. Δεν μπορούμε να αποφύγουμε αυτή την πρόκληση που μας προσφέρει η ζωή. Η ελευθερία να επιλέγουμε μας απελευθερώνει από την αιτιοκρατία και μας επιτρέπει να αποδεχόμαστε την ευθύνη που βρίσκεται στην βάση των επιλογών μας. Αυτό, αποτελεί δεδομένο.

 

 

Προσαρμογή από το βιβλίο των Emmy van Deurzen-Martin Adams, «Αναπτύσσοντας δεξιότητες στην υπαρξιακή συμβουλευτική και ψυχοθεραπεία».

 

Η Τζούλια Κρίστεβα συνομιλεί με την Φωτεινή Τσαλίκογλου

κριστεβατσαλ

Φ.Τ.: Φτάσαμε στη μελαγχολία. Πώς αλλιώς; Στο έργο σας «Μαύρος  ήλιος», μια εξαιρετικά λεπτεπίλεπτη, θα έλεγα ιδιοφυή ανάλυση των απαισιόδοξων καταστάσεων της ψυχής, έχεις την εντύπωση ότι η μελαγχολία αγγίζει τις βαθύτερες ρίζες της ψυχικής μας ζωής αλλά και του ίδιου του πολιτισμού μας. Πιστεύετε ότι ο πολιτισμός μας γεννά μια κουλτούρα της απώλειας που ευνοεί τον Μαύρο Ηλιο; Έναν ήλιο που δυσκολεύεται σήμερα να δύσει. Οι σκιές που ρίχνει έχουν και ένα κρυμμένο φως;

Τζ. Κρίστεβα:  Ναι. Αυτό που λέτε μου φαίνεται πολύ σωστό. Στην εποχή μας, το ξέρουμε καλά, είμαστε ορφανοί από ιδανικά. Χωρίς να υπολογίζουμε τις oικονομικές ή προσωπικές κρίσεις. Όλα αυτά συντρέχουν ώστε να κάνουν την κατάθλιψη «το κακό του αιώνα». Ωστόσο η δική μου άποψη των πραγμάτων είναι συγχρόνως πιο μετριόφρων και πιο μικροσκοπική. Οι αιτίες της κατάθλιψης είναι πολύ πιο βαθιές, η δουλειά μου είναι να τις αναζητώ στην προσωπική ζωή φτάνοντας ως τη βιολογία. Ξαναμελετώ και πιστεύω πως αναπτύσσω το σημαντικό κείμενο του Φρόιντ «Πένθος και Μελαγχολία». Το μελαγχολικό άτομο δεν αντέχει την απώλεια. Οπως αυτός που έχασε ένα δικό του αγαπημένο άτομο είναι δεμένος μαζί του και συγχρόνως νιώθει υπεύθυνος και συχνά τρέφει αισθήματα εχθρότητας γι΄ αυτόν. Αντί όμως να εκφράσει αυτή την αμφιθυμία, την αγάπη και το μίσος του απέναντι σε αυτόν που χάθηκε, επιτίθεται στον εαυτό του. Μια κίνηση μπούμερανγκ. Αφορμή μπορεί να είναι η απώλεια μιας δουλειάς, μια ερωτική απογοήτευση αλλά πίσω από αυτό κρύβεται η απώλεια του πρωτογενούς αντικειμένου, δηλαδή της μητέρας. Και εμείς οι ψυχαναλυτές αναζητούμε τις αιτίες αυτής της ανικανότητας να ανεχθείς την απώλεια στην πρώτη παιδική ηλικία, σε αυτή την προ-οιδιπόδεια σχέση, σε αυτή την προσκόλληση στη μητέρα που το παιδί έχει μεγάλη δυσκολία να αποβάλει.

Φ.Τ.: Πόσο ελεύθερα μπορείς να ακούσεις το κάλεσμα του άλλου αν είσαι προσκολλημένος, όπως με ένα δόγμα, στο παραδοσιακό καλούπι της ορθόδοξης ψυχανάλυσης;

Τζ. Κρίστεβα:  Εγώ άρχισα να κάνω ψυχανάλυση γιατί είμαι σίγουρη πως πρόκειται για μια διαρκή δημιουργία και πως δεν υπάρχει δόγμα. Εννοώ πως ένας ψυχαναλυτής που δεν ακούει παρά το δόγμα του δεν είναι ψυχαναλυτής. Δεν ακούει τους ασθενείς του. Φυσικά στηριζόμαστε σε έναν αριθμό εννοιών και επεξηγήσεων που όμως αναθεωρούνται συνεχώς. Ο θεραπευτής δεν πρέπει να είναι σε απόλυτη συμβίωση με τον ασθενή γιατί τότε και οι δύο παρασύρονται από τον πόνο τους, ούτε σε μια σκληρή, άσπιλη απομάκρυνση, οχυρωμένος πίσω από κάποια θεωρία. Είναι ένα θέμα διαρκούς δημιουργίας.

Φ.Τ.: Εχετε αποκαλέσει την ψυχανάλυση αντικαταθλιπτικό.
Τζ. Κρίστεβα:  Ναι, ναι.

Φ.Τ.: Και ο έρωτας είναι ένα αντικαταθλιπτικό…
Τζ. Κρίστεβα: Αν είμαστε ικανοί γι΄ αυτόν.

Φ.Τ.: Η ψυχανάλυση ως αντικαταθλιπτικό μπορεί να αντιμετωπίσει τον θάνατο;
Τζ. Κρίστεβα:  Απολύτως.

Φ.Τ.: Ο ποιητής ισχυρίζεται ότι «έχουμε μόνο μια λύση απέναντι στον θάνατο, να κάνουμε τέχνη πριν από αυτόν». Η ψυχανάλυση με αυτή την έννοια μπορεί να θεωρηθεί τέχνη;

Τζ. Κρίστεβα:  Απολύτως. Και με ελκύει πολύ αυτή η ιδέα. Μέσα στον σύγχρονο κόσμο είναι ίσως η μόνη εμπειρία η ψυχανάλυση που δίπλα στην τέχνη και με άλλον τρόπο από αυτήν αντιμετωπίζει την ακαμψία του θανάτου και που μας επιτρέπει να εδραιώσουμε έναν δεσμό που είναι πάντα ένας δεσμός αγάπης.

Φ.Τ.: Το επιστημονικό σας έργο διατρέχεται από μια λογοτεχνική και αισθητική προσήλωση. Εχω την εντύπωση πως η αγάπη σας για την τέχνη και τη λογοτεχνία απελευθέρωσε το γράψιμό σας, ίσως ακόμη και το περιεχόμενο της επιστημονικής σας σκέψης, ή ακόμα και τον τρόπο,την ικανότητα να ακούτε τον θεραπευόμενό σας. Σαν να σας έδωσε ένα τρίτο αφτί.

Τζ. Κρίστεβα:  Προσπαθώ να κάνω ένα ταξίδι διπλής κατεύθυνσης. Να φωτίσω τα έργα τέχνης μέσα από τα ψυχαναλυτικά σχήματα, αλλά και να φέρω μια ευλυγισία στα ψυχολογικά σχήματα μέσα από την ερμηνεία των έργων τέχνης. Η εμπειρία της συγγραφής με φέρνει σε επαφή με τα βαθιά επίπεδα της ψυχικής ζωής. Εκεί όπου το νόημα βγαίνει από τη γειτνίαση με την οδύνη ή την έκσταση. Αν δεν έχουμε προσπαθήσει να συντάξουμε το ασύντακτο, πράγμα που κάνει ο συγγραφέας, αναρωτιέμαι, πώς θα μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε αυτό που μας λέει ο ασθενής με μια γλώσσα συχνά νεκρή; Δεν ισχυρίζομαι βέβαια πως πρέπει όλοι να αρχίσουν να γράφουν. Θα μπορούσε να είναι απλά το διάβασμα των μεγάλων συγγραφέων. Είναι σημαντικό να είναι οι ψυχαναλυτές θαυμαστές της τέχνης και της λογοτεχνίας. Οπως ήταν ο Φρόιντ. Για να ανοίξουν τα αφτιά μας, η ευαισθησία μας, η οσμή, το δέρμα μας, το βλέμμα μας, είναι μια σχολή ρητορικής η ιστορία της τέχνης που μας επιτρέπει να είμαστε σε επαφή με το βάσανο του άλλου. Βλέπω εδώ μια υπόσχεση για μια έννοια της ανθρώπινης ελευθερίας.

Συνέντευξη της Τζούλια Κρίστεβα στη Φωτεινή Τσαλίκογλου – απόσπασμα. Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα TO BHMA,  Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

Ένας λογοτεχνικός διάλογος

hanif-kureishiΜαλβίνα

 

 

 

 

 

 

 

«Είμαστε αλάθητοι στην επιλογή του εραστή μας, ιδιαίτερα όταν αξιώνουμε το λάθος πρόσωπο. Υπάρχει ένα ένστικτο, μαγνήτης ή αερικό, που γυρεύει το αταίριαστο. Βέβαια, το λάθος πρόσωπο είναι και σε κάτι σωστό: στο να μας τιμωρεί, να μας φοβερίζει ή να μας ταπεινώνει, να μας απογοητεύει, να μας τσακίζει στην κυριολεξία ή, το χειρότερο απ’ όλα, να μας δίνει την εντύπωση ότι όχι μόνο δεν είναι ακατάλληλο, αλλά αντίθετα είναι σχεδόν το σωστό, κρατώντας μας έτσι αιχμάλωτους στη φυλακή του έρωτα. Δεν μπορεί ο οποιοσδήποτε να το κάνει αυτό.»

– / –

«Επιστρέφω απόγευμα στο κρεβάτι, ανοίγω το τελευταίο βιβλίο του Χανίφ Κιουρέισι. Μεσάνυχτα όλη μέρα. Εξ αφορμής μιας πρότασης στο οπισθόφυλλο το πήρα. «Είμαστε αλάθητοι», λέει, «στην επιλογή του εραστή μας, ιδιαίτερα όταν αξιώνουμε το λάθος πρόσωπο. Υπάρχει ένα ένστικτο, μαγνήτης ή αερικό, που γυρεύει το αταίριαστο». Εσύ, πάλι, λες πως με κάτι τέτοιο εκνευρίζεσαι. Πως οι άνθρωποι με αντίστοιχες απόψεις είναι για σφαλιάρες. Θυμώνω. Καλά κάνω και θυμώνω. Δίκιο έχεις. Εδώ και χρόνια πια το ξέρω. Με την άρρωστη κεκτημένη του Μπατάιγ πόσο θα πας; Μια δυο φορές στη ζωή σου. Εγώ τις πήγα, τέλειωσα. Όξω απ΄ την παράγκα οι αταίριαστοι. να τους αγαπάμε. Να τους θυμόμαστε με τρυφερότητα. Τους χρησιμοποιήσαμε. Το πληρώσαμε, πρώτοι εμείς. Γιατί ο λάθος άλλος στην ουσία δεν φταίει. Δεν σου κρύφτηκε. Εκεί που εσύ αναγνώρισες το αταίριαστο, αυτός κατά πάσα πιθανότητα είδε το ταιριαστό. Και δεν φταίει αυτός. Του το έπαιξες καλά. Όποιος αναγνωρίζει εξαρχής το λάθος πρόσωπο και όμως τσαλαβουτάει – αυτός φταίει. Το βλέπεις, βλάκα μου, το λάθος. Και το αποσιωπάς. Γιατί το έχεις ανάγκη. Και το αξιώνεις μόνο σε μια περίπτωση το λάθος πρόσωπο: για να το απαξιώσεις σύντομα. Για να μη δεσμευτείς. Για να μείνεις μόνος. Για να νιώσεις ανώτερος από τον εσφαλμένο. Γιατί από το λάθος πρόσωπο έχεις πάντα τη δυνατότητα να το σκάσεις με όσο το δυνατόν λιγότερη οδύνη. Με απώλειες μηδαμινές. Επιλέγω «ανάξιο εραστή» σημαίνει επίσης: αναβάλλω τον έρωτα, αλλά συγχρόνως δεν κλείνω την πόρτα στην ελπίδα ότι θα φύγει ο πρόσκαιρος και λίγος, και κάποια μέρα θα έρθει ο άξιος. Αλλά όχι ακόμα. Δεν είναι η ώρα μου. Τώρα φοβάμαι οτιδήποτε μπορεί να πάρει μορφή αμετάκλητου. Την ισόβια συνύπαρξη, ιδίως.

«Επιλέγεις λάθος άνθρωπο, δηλαδή, για να το σκάσεις πιο εύκολα; Και τότε πώς εξηγείται το γεγονός πως καμιά φορά κολλάς στο λάθος πρόσωπο εκατό χρόνια;», ρωτάει η μεταμεσονύκτια φίλη. «Κατά τη γνώμη μου, μείνεις, φύγεις, το ίδιο κάνει», λέω. «Πάλι κολλάς, για να γλιτώσεις από μια ουσιαστική δέσμευση. Η λάθος επιλογή σού διασφαλίζει κατά κανόνα ανεξαρτησία. Σε ασφαλίζει από τον πόνο τού να βρεθείς ακάλυπτος, εκτεθειμένος μπροστά στον όμοιό σου. Γιατί, αν με τον όμοιό σου τύχει στραβή, τότε δεν γιατρεύεσαι. Πένθος αμετάκλητο μετά. Νύχτα, δυόμισι χρόνια πριν. Τρέχαμε με ένα φίλο στο Μούλτι Κούλτι  – στο δρόμο απορούσε: «Μα πώς έγινε και πήγα και ερωτεύτηκα αυτό το πράγμα; Η προηγούμενη αγάπη μου διάβαζε στίχους της Σύλβια Πλαθ. Ίδια τραγούδια, ίδια κουλτούρα. Ήθελα να θέλω. Και όμως, δεν με μάγευε παρά μόνο το ασπόνδυλο. Το ριζικά ακαλλιέργητο πλάσμα. Λες πως θα μου περάσει; Αηδιάζω με τον εαυτό μου έτσι που έμπλεξα. Άλλωστε, ξέρεις πως αυτά τα παθιασμένα τα κοροϊδεύω».

Όχι, χαρά μου, δεν θα σου περάσει, σκεφτόμουν. Απλώς εκεί που κόβεσαι πως δεν θα μπορείς χωρίς την άξεστη αγάπη σου, πολύ σύντομα θα βρεις αφορμή και θα φύγεις. Και θα πεις πως δεν πήγαινε άλλο. Που πάντα πάει, άμα θες. Μετά, τα υπόλοιπα θα τα αναλάβει το πάθος της συντήρησης, θα μοιάσεις τότε ακόμα περισσότερο στους ήρωες που σιχαίνεσαι. Σε κάθε συνάντησή σου με ίσο σου άνθρωπο θα βάζεις μπροστά σαν πανοπλία το άξεστο πλάσμα. Ο λίγος ίσκιος σου θα σε θωρακίζει από την οδυνηρή συνάφεια με τον παρεμφερή σου. Κανονικά πρέπει να χρωστάς ευγνωμοσύνη γι΄ αυτό στην άξεστη αγάπη σου. «Σε ευχαριστώ, ακαλλιέργητο πλάσμα, που η επινοημένη μου εμμονή για σένα με προστάτεψε. Δεν πήγα να καώ με την καλή περίπτωση. Να χάσω την ανεξαρτησία μου. Τη μαγκιά μου. Να γίνω κουρέλι». Αν δεν υπήρχε το φάντασμα του άξεστου ανθρώπου, θα αναγκαζόσουν κάποια στιγμή να ζήσεις κι εσύ με έναν όμοιό σου το οδυνηρό πράγμα που λέγεται ζευγάρι, θα αναγκαζόσουν να είσαι τρυφερός, να αγαπήσεις στ΄ αλήθεια.

 

Hanif Kureishi, «Μεσάνυχτα όλη μέρα», Εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ – Μαλβίνα Κάραλη, «Σαββατογεννημένη», Εκδ. ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟΣ (αποσπάσματα)