Κάποιος θα ονειρευτεί

Novalis

Τι θα ονειρευτεί το ανεξιχνίαστο μέλλον; Θα ονειρευτεί ότι ο Αλόνσο Κιχάνο μπορεί να γίνει Δον Κιχώτης χωρίς να εγκαταλείψει το χωριό του και τα βιβλία του. Θα ονειρευτεί πως μια βραδιά του Οδυσσέα μπορεί να είναι πιο πλούσια από το ποίημα που θ’ αφηγηθεί τους άθλους του. Θα ονειρευτεί ανθρώπινες γενεές που δε θ’ αναγνωρίζουν το όνομα Οδυσσέας. Θα ονειρευτεί όνειρα πιο συγκεκριμένα απ’ τη σημερινή αγρύπνια. Θα ονειρευτεί ότι θα μπορούμε να κάνουμε θαύματα αλλά δε θα τα κάνουμε, γιατί θα ‘ναι πιο πραγματικό να τα φανταζόμαστε. Θα ονειρευτεί κόσμους τόσο έντονους, ώστε το τραγούδι ενός και μόνο απ’ τα πουλιά του θα μπορούσε να σκοτώσει. Θα ονειρευτεί πως η λήθη και η μνήμη μπορεί να είναι πράξεις εκούσιες και όχι επιθέσεις ή δωρεές της τύχης. Θα ονειρευτεί πως θα μπορούμε να βλέπουμε με όλο μας το σώμα, όπως το ήθελε ο Μίλτον στο σκοτάδι αυτών των εύθραυστων σφαιρών, των οφθαλμών. Θα ονειρευτεί έναν κόσμο δίχως μηχανές και δίχως αυτή τη θλιβερή μηχανή, το σώμα.

Η ζωή δεν είναι όνειρο, γράφει ο Νοβάλις, αλλά μπορεί να γίνει.

J. L. Borges, Άπαντα τα Πεζά [II] (Εκδ. Πατάκη) – από τη συλλογή Οι Συνωμότες.

Ο Βάνκας

vanka

Ο Βάνκας Ζούκοφ, ένα παιδάκι εννιά χρονών, δουλεύει εδώ και τρεις μήνες κάλφας στο τσαγκαράδικο του Αλιάχιν. Τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων δεν πλάγιασε. Περίμενε να φύγει το αφεντικό με τους μαστόρους για τον όρθρο. Και μόλις απόμεινε μονάχος στο μαγαζί, πήρε από το ντουλάπι του αφεντικού το καλαμάρι με το μελάνι, έναν κοντυλοφόρο με σκουριασμένη πένα, άπλωσε το χαρτί στο παλιοτράπεζο με τα εργαλεία και ετοιμάστηκε να γράψει. Προτού ζωγραφίσει το πρώτο γράμμα, γύρισε πολλές φορές το κεφαλάκι του κατά την πόρτα και το παραθύρι, ρίχνοντας κλεφτές, φοβισμένες ματιές, λοξοκοίταξε το μαυρισμένο εικόνισμα που ήταν σφηνωμένο ανάμεσα στα ράφια με τα καλαπόδια και αναστέναξε, προσπαθώντας να λευτερώσει το λαιμό του από έναν κόμπο που τον έπνιγε. Ύστερα γονάτισε μπροστά στον τσαγκαράδικο πάγκο και άρχισε να γράφει:

Πολυαγαπημένε μου παππού Κωσταντή Μακάριτς. Σου γράφω γράμμα. Σου εύχομαι καλά Χριστούγεννα και ο Θεός να σου δίνει όλα τα καλά. Δεν έχω πια ούτε πατέρα ούτε μάνα, μονάχα εσύ μου απόμεινες.

Ο Βάνκας κοίταξε κατά το σκοτεινό παραθύρι και κει πάνω στο σκοτεινό τελάρο που τρεμούλιαζε το φως του κεριού ζωντάνεψε τη μορφή του παππού του, του Κωσταντή Μακάριτς, νυχτοφύλακα στο σπίτι του κυρίου και της κυρίας Ζιβάρεφ. Ήταν ένα γεροντάκι κοντό και ξερακιανό, μα πολύ σβέλτο και ζωηρό κάπου εξηνταπέντε χρονών. Η όψη του ήταν πάντοτε γελαστή και τα μάτια του μπιρμπίλιζαν. Την ημέρα κοιμόταν στην κουζίνα ή έπιανε κουβεντολόι με τις μαγείρισσες και τη νύχτα τυλιγμένος σε μια φαρδιά προβατόγουνα έφερνε γυροβολιά το χτήμα χτυπώντας τη ροκάνα του. Τον ακολουθούσαν τα σκυλιά του, η γριά Καστάνκα και ο Χέλης, έτσι τον έλεγαν, γιατί είχε μαύρη τρίχα και το κορμί του ήταν μακρουλό. Αυτός ο Χέλης ήταν ένα πολύ υπάκουο και παιγνιδιάρικο σκυλί. Γλυκοκοιτούσε όλο τον κόσμο, ξένους και δικούς, μα μπέσα δεν είχε. Κάτω απ’ αυτά τα παγνιδιάρικα βλέμματα και την ταπεινοφροσύνη έκρυβε μια φαρμακερή κακία Ιησουίτη! Ήταν μοναδικός να ζυγώνει κρυφά και να κόβει δαγκωνιά στο πόδι του διαβάτη, να τρυπώνει στο κελάρι ή να αρπάζει από το λαιμό την κότα του χωριά-τη. Πολλές φορές του είχαν λιώσει με τις μπαστουνιές τα πισινά του πόδια. Δυο φορές τον κρέμασαν στο δέντρο, κάθε βδομάδα τον σάπιζαν στο ξύλο και τον πετούσαν ψόφιο στο χαντάκι. Και όμως πάντα ζωντάνευε! Εφτάψυχος!

Αυτήν τη στιγμή, χωρίς άλλο, ο παππούς θα στέκεται μπροστά στην αυλόπορτα. Θα μισοκλείνει τα μάτια και θα αγναντεύει τα βαθυκόκκινα παράθυρα της εκκλησιάς του χωριού. Χτυπάει τα ποδήματά του στο κατώφλι να ζεσταθεί και ψιλοκουβεντιάζει με τις δούλες. Η ροκάνα κρέμεται στο ζουνάρι του. Τρίβει τα χέρια, κουλουριάζεται από το κρύο και με ένα γεροντικό γέλιο πειράζει πότε την καμαριέρα και πότε τη μαγείρισσα.

– Θα πάρετε λίγη πρέζα;, λέει στις γυναίκες και προσφέρει την ταμπακέρα του.

Οι γυναίκες παίρνουν ταμπάκο και φταρνίζονται και ο παππούς καταυχαριστιέται και ξεκαρδίζεται στα γέλια ευτυχισμένος. Δίνει και στα σκυλιά του πρέζα. Η Καστάνκα φταρνίζεται, στραβομουτσουνιάζει και τρυπώνει σε μια γωνιά παραπονεμένη. Ο Χέλης, σεβαστικός πάντοτε, δε φταρνίζεται, κουνάει μονάχα την ουρά του…

Και ο καιρός είναι θαυμάσιος. Ησυχία, όλα διάφανα και δροσερά. Η νύχτα είναι σκοτεινή, και όμως ξεχωρίζεις όλο το χωριό με τις άσπρες του στέγες και τον καπνό που ανεβαίνει από τις καμινάδες, τα δέντρα ασημωμένα από την πάχνη, τις στοίβες του χιονιού. Ο ουρανός είναι σπαρμένος με αστέρια που λαμπυρίζουν χαρούμενα και ο γαλαξίας αστράφτει, έτσι που νομίζεις πως τον σφουγγάρισαν και τον έτριψαν με χιόνι για τις γιορτές…

Ο Βάνκας αναστέναξε, βούτηξε την πένα στο καλαμάρι και εξακολούθησε το γράμμα του:

Σου γράφω τα βάσανα μου, παππού. Χθες το αφεντικό με άρπαξε από τα μαλλιά, με τράβηξε στην αυλή και με ρήμαξε στο ξύλο γιατί εκεί που κουνούσα το μωρό με πήρε ο ύπνος. Την άλλη βδομάδα πάλι η κυρά μού είπε να καθαρίσω μια ρέγγα και ’γω άρχισα από την ουρά. Και τότε μου άρπαξε τη ρέγγα και την έτριβε στα μούτρα μου. Και οι καλφάδες του μαγαζιού όλοι με βασανίζουν. Με στέλνουν στην ταβέρνα να πάρω βότκα και με βάνουν να κλέβω το τουρσί του αφεντικού και κείνος με κοπανάει με ό,τι κρατάει στα χέρια του. Όσο για φαΐ, άσ’ τα! Το πρωί ξεροκόμματο, το μεσημέρι κουρκούτι, το βράδυ πάλι ξεροκόμματο. Ούτε τσάι, ούτε λαχανόσουπα, όλα τα περιδρομιάζουν τα αφεντικά. Με βάζουν και κοιμάμαι μπροστά στην πόρτα και όταν κλαίει το μωρό, εγώ δεν κλείνω μάτι, γιατί πρέπει να κουνάω την κούνια. Αγαπημένε μου παππού, για όνομα του Θεού, κάνε μου μια χάρη: πάρε με από δω, πάρε με στο σπίτι, στο χωριό, δεν αντέχω άλλο… Τα πόδια θα σου φιλήσω, όλη μου τη ζωή θα παρακαλώ το Θεό για σένα, πάρε με από δω, γιατί θα πεθάνω…

Ο Βάνκας ζάρωσε τα χείλη του από το παράπονο, σφούγγισε τα μάτια με τη μουτζουρωμένη του γροθίτσα και ένα λυγμός ανέβηκε στο λαιμό του.

Θα σου τρίβω ταμπάκο, θα παρακαλώ το Θεό και αν δε σ’ ακούω, να με δέρνεις όσο βαστούν τα χέρια σου. Και αν δε βρίσκεται δουλειά για μένα, να γυαλίζω παππού τις μπότες του αφεντικού ή να βοηθάω τον τσοπάνη στη Φιέτκα. Παππού, αγαπημένε μου, δε μπορώ πια. Θα πεθάνω, να το ξέρεις! Θα ’ρχόμουνα με τα πόδια στο χωριό, μα δεν έχω παπούτσια και φοβάμαι το κρύο. Και όταν θα μεγαλώσω, εγώ θα σε ταΐζω και δε θα αφήσω κανένα να σου κάνει κακό. Και όταν πεθάνεις, θα παρακαλώ το Θεό ν’ αναπαύσει την ψυχή σου, όπως κάνω και για τη μάνα μου την Πελαγία.

Που λες, παππού, η Μόσχα είναι μεγάλη πολιτεία. Όλο πλουσιόσπιτα και άλογα, άλογα να δουν τα μάτια σου! Πρόβατα όμως δεν είδα και τα σκυλιά δε δαγκώνουν. Εδώ τα παιδιά δε γυρίζουν στα σπίτια να πουν τα κάλαντα, ούτε ψέλνουν στην εκκλησία και, ξέρεις, μια μέρα είδα σ’ ένα μαγαζί να πουλάνε αγκίστρια με το δόλωμα επάνω και πιάνουν ό,τι ψάρι θέλεις. Είναι πολύ ακριβά και είδα ένα αγκίστρι που μπορεί να σηκώσει ολόκληρο γουλιανό δέκα οκάδες. Είδα και μαγαζιά που πουλάνε ντουφέκια. Ό,τι λογής θέλεις, σαν εκείνα που έχει ο αφέντης. Αυτά θα ’χουνε το λιγότερο εκατό ρούβλια το κομμάτι. Και στα χασάπικα πουλάνε τσαλαπετεινούς και πέρδικες και λαγούς, μα πού τα σκοτώνουν; Οι μαγαζάτορες δε λένε τίποτα.

Αγαπημένε μου παππού, όταν κάνουν το χριστουγεννιάτικο δέντρο στον αφέντη με τα γλυκά, ζήτησε για μένα ένα χρυσό καρύδι και κρύψε το στην πράσινη κασέλα. Παρακάλεσε τη δεσποινίδα Όλγα Ιγκνάτιεβνα και πες της: «είναι για το Βάνκα».

Αναστέναξε βαθιά και στύλωσε ξανά το βλέμμα του στο παραθύρι. Θυμήθηκε πως ο παππούς πήγαινε στο δάσος να κόψει έλατο για τον αφέντη και έπαιρνε πάντοτε μαζί και το εγγονάκι του. Τι όμορφα που ήταν! Ο παππούς σφύριζε, τριζοβολούσε ο πάγος στο μονοπάτι και ο Βάνκας τα άκουγε όλα και σφύριζε κι αυτός. Πολλές φορές ο παππούς, προτού κόψει το έλατο, κάπνιζε την πίπα του ή έπαιρνε πρέζα και όλο κορόιδευε το εγγονάκι που τουρτούριζε. Τα ελατάκια κουκουλωμένα με χιόνι, παγωμένα, καρτερούσαν ακίνητα: Ποιο έχει σειρά να πεθάνει; Ξαφνικά, ένας λαγός ξεπετιέται πάνω στις στοίβες του χιονιού. Ο παππούς δεν κρατιέται πια, βάζει τις φωνές:

– Πιασ’ τον, πιάσ’ τον! Άι! Διάολε τρικέρη!

Ο παππούς έσερνε το κομμένο ελάτι ως το σπίτι του αφέντη και κει άρχιζε το στόλισμα. Και πρώτη και καλύτερη η δεσποινίς Όλγα Ιγκνάτιεβνα, η αγαπημένη του Βάνκα. Όταν ζούσε ακόμα η Πελαγία, η μάνα του Βάνκα, ήταν καμαριέρα της κυράς και η δεσποινίς Όλγα φόρτωνε το Βάνκα γλυκά και για να περάσει την ώρα της τον μάθαινε να διαβάζει, να γράφει και να λογαριάζει ως το εκατό. Και όχι μονάχα αυτά. Τον έμαθε να χορεύει και καντρίλιες. Μα σαν πέθανε η Πελαγία, έστειλαν το ορφανό στον παππού του στην κουζίνα και από κει στη Μόσχα ψυχογιό στον Αλιάχιν, τον τσαγκάρη.

Έλα γρήγορα, αγαπημένε μου παππού, για όνομα τον Θεού. Σε παρακαλώ, πάρε με από δω! Λυπήσου με το δύστυχο ορφανό, γιατί όλοι με δέρνουν και πεινάω πολύ. Και έχω τόση στενοχώρια που δεν ξέρω πώς να σου την πω. Όλο κλαίω, παππού. Και μια μέρα το αφεντικό μού ’δωσε μια στο κεφάλι με το καλαπόδι, τόσο δυνατά που έπεσα κάτω και έλεγα πως δε θα σηκωθώ. Δεν είναι ζωή αυτή, χειρότερη και από του σκύλου… Χαιρετίσματα στην Αλιόνα, στον Ιγκόρ το στραβό και στον αμαξά. Και τη φυσαρμόνικά μου να μην την δώσεις σε κανέναν. Ο εγγονός σου, Ιβάν Ζούκοφ, αγαπημένε μου παππού, έλα.

Ο Βάνκας δίπλωσε το γράμμα στα τέσσερα και το έβαλε στο φάκελο που είχε αγοράσει την προηγούμενη μέρα ένα καπίκι Ύστερα, σκέφτηκε λίγο, βούτηξε την πένα στο καλαμάρι και έγραψε τη διεύθυνση:

Για τον παππού. Στο χωριό.

Έξυσε λίγο το κεφάλι του, ξανασκέφτηκε και πρόσθεσε στον φάκελο:

Κωσταντή Μακάριτς.

Ευχαριστημένος που δεν τον ενόχλησε κανείς, έβαλε το κασκέτο του και χωρίς να ρίξει απάνω του την ξεσχισμένη γουνίτσα πετάχτηκε στο δρόμο με το πουκάμισο μονάχα.

Τα παιδιά του χασάπικου που είχε ρωτήσει την προηγούμενη μέρα του είχαν πει πως έριχναν τα γράμματα σ’ ένα κουτί και αποκεί τα κουβαλούσαν σε όλο τον κόσμο με τρόικες που έχουν βροντερά κουδουνάκια και μεθυσμένους αμαξάδες.

Γρήγορα γρήγορα ο Βάνκας έτρεξε στο κοντινότερο κουτί και πέρασε το πολύτιμο μήνυμα του στη χαραμάδα.

Ύστερα από μια ώρα κοιμόταν με σφιγμένες τις γροθίτσες νανουρισμένος από τις γλυκές ελπίδες του. Ονειρευόταν το πατάρι στο χωριό. Ο παππούς κάθεται στο πατάρι και τα πόδια του κρέμονται. Διαβάζει το γράμμα στις δούλες… Και ο Χέλης φέρνει σβούρα το πατάρι κουνώντας την ουρά του…

Α. Τσέχωφ, Διηγήματα, (μτφρ. Κυριάκος Σιμόπουλος), εκδ. Θεμέλιο

Η αληθινή δουλειά του ανθρώπου είναι να βρει τον δρόμο για τον εαυτό του

Quotation-Viktor-E-Frankl-live-meaning-today-people-Meetville-Quotes-89007

Αναμφίβολα, ο Βίκτορ Φρανκλ υπήρξε ο σύγχρονος συγγραφέας που εξερεύνησε όσο κανείς τη σημασία της αναζήτησης νοήματος στη ζωή. Πράγματι, όταν ένας ασθενής τού ομολογούσε ότι η ύπαρξή του δεν είχε κανένα νόημα, εκείνος συνήθιζε να απαντάει: «Λοιπόν, τώρα πια έχει, το να της βρεις νόημα».

Στο διασημότερο έργο του εκφράζει την ακόλουθη σκέψη για τη σπουδαιότητα του να ονειρεύεται κανείς ξύπνιος ακόμα και μέσα στα τρομερότερα βάσανα:

Όλοι πρέπει να έχουμε ένα όνειρο. Μπορούμε να αναγνωρίσουμε τον βαθμό ολοκλήρωσης ενός ατόμου από τη διακριτικότητα που επιδεικνύει απέναντι σε αντιξοότητες, όπως αν βρεθεί αιχμάλωτος πολέμου ή σκλάβος, αν αρρωστήσει σοβαρά κτλ. η ζωή έχει ένα νόημα που ο άνθρωπος οφείλει να ανακαλύψει∙ το να μη βρίσκεις το νόημα της ζωής σου, σου προκαλεί «υπαρξιακό κενό». Ακόμα και στις πιο αντίξοες συνθήκες, επιβιώνουν εκείνοι που καταλαβαίνουν ότι η ζωή τους έχει νόημα και ότι έχουν μία αποστολή να εκπληρώσουν στη ζωή τους. Φυσικά, κάθε φουτουριστικό όραμα πρέπει να πλαισιώνεται από κάποιες αρχές ζωής και από κάποιες αξίες στις οποίες πιστεύουμε και τις οποίες είμαστε διατεθειμένοι να υπερασπιστούμε. Το όνειρο είναι κατορθωτό στο μέτρο που επιστρατεύουμε όλες μας τις δυνάμεις για να πετύχουμε το ιδανικό μας.

Άλλαν Πέρσυ, Έρμαν Έσσε, 66 Μαθήματα Καθημερινής Σοφίας, (εκδ. Πατάκη) – απόσπασμα

Ελπίζοντας στο Ανέλπιστο

Lascapigliata

Σε ψυχολογικό επίπεδο, θα λέγαμε ότι η ανάπτυξη του θηλυκού συνεπάγεται και την ικανότητά του να παρέχει βοήθεια, να εξασφαλίζει την τροφή. Άρα, δεν είναι τυχαίο που ο άνδρας πρέπει να είναι πιο μεγάλος σε ηλικία, διότι αυτός χρειάζεται περισσότερα χρόνια για να φθάσει στην ψυχολογική ωριμότητα της γυναίκας. Το επίπεδο στο οποίο φτάνει το θηλυκό καθώς αναπτύσσεται είναι τέτοιο που του επιτρέπει να ανακαλύπτει όλο και περισσότερες έννοιες και αξίες, κι έτσι κάποια στιγμή ερμηνεύει τα πράγματα με πολύ διαφορετικό και πολύ βαθύτερο τρόπο απ’ ό,τι ο άνδρας. Εάν θελήσουμε να κατανοήσουμε τις αιτίες αυτής της διαφοράς, πρέπει πρώτα απ’ όλα να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι το θηλυκό παραμένει για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στη μητρική αγκαλιά απ’ ό,τι το αρσενικό. Κι αυτό διότι το αγόρι, καθώς νιώθει «διαφορετικό», απομακρύνεται πολύ νωρίτερα από τον κόρφο της μάνας. Μ’ αυτόν τον τρόπο χάνει την ευκαιρία να αναπτύξει την ικανότητα επεξεργασίας της σχέσης και βαθιάς γνωριμίας μ’ αυτήν. Το κορίτσι, αντιθέτως, παραμένει πολύ περισσότερο μέσα στη μητρική αγκαλιά, κάτι που έχει πολύ σημαντική επίδραση και στην ψυχολογία του. Διατηρώντας τη στενή επαφή με τη μάνα το θηλυκό εξοικειώνεται με τη σχέση, την ανακαλύπτει, τη γνωρίζει, μαθαίνει τις θετικές της πλευρές κι αρχίζει να κατανοεί τη γλώσσα και το νόημά της. Έτσι αποκτά δύναμη και εξουσία, ακριβώς διότι καταλαβαίνει ότι η σχέση δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως σύγκρουση αλλά ως δυνατότητα ανάπτυξης από κοινού με κάποιον άλλο μέσα από την ανταλλαγή απόψεων, αισθημάτων και συγκινήσεων. Τι συμβαίνει όμως όταν ενηλικιωνόμαστε; Με ποιον τρόπο αυτή η αρχική διαφορά αρσενικού και θηλυκού κάνει αισθητή την ύπαρξή της;

Καθώς μεγαλώνουμε και αποσυνδεόμαστε σιγά σιγά από την οικογένεια, «ξαναβγαίνουμε» στη ζωή με τη δυνατότητα και την επιθυμία να φτιάξουμε νέους δεσμούς. Ενώ λοιπόν το θηλυκό θα εξακολουθεί να αποδίδει τεράστια σημασία και αξία στη σχέση, το αρσενικό θα προσπαθεί να «παίζει» και να μη δίνει την ίδια βαρύτητα. Δεν καταλαβαίνει πολλά από αυτή τη διάσταση και έχει την τάση να την αντιμετωπίζει επιφανειακά. Έτσι, ο άνδρας βάζει στο περιθώριο την εμπειρία της σχέσης και δίνει προτεραιότητα σε άλλα πράγματα, ενώ η γυναίκα τη θεωρεί κυρίαρχη. Φυσικά, αυτή έχει συλλάβει το νόημα, έχει καταλάβει την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης, αφού η σχέση είναι το κλειδί της ζωής, το στοιχείο που χαρίζει ζωντάνια, τροφή και δυνατότητα ανάπτυξης. Το αρσενικό κάνει σοβαρό λάθος που προσηλώνει αλλού την προσοχή του και δαπανά τον χρόνο του σε εξωτερικά πράγματα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι «τρέπεται διαρκώς σε φυγή», δεν σταματάει ούτε λεπτό σαν ένας άλλος Οδυσσέας, ο οποίος δεμένος δέχθηκε να υποστεί τη θηλυκή σαγήνη που ενσάρκωναν οι σειρήνες.

Εντούτοις μπορεί να εξελιχθεί σε σωστό σύντροφο, εάν συναντήσει τη γυναικεία φιγούρα που θα μπορέσει να του διδάξει τι είναι η σχέση, να του δώσει τη δυνατότητα να δει και να κατανοήσει άλλα σχήματα, καινούργιες έννοιες. Όταν τα πράγματα «αποκτούν σχήμα», ανοίγεται μία βασική δίοδος προς την ψυχολογική ανάπτυξη, τόσο για τη γυναίκα όσο και για τον άνδρα. Κι ακόμη, όπως είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω στο παρελθόν, αυτό λειτουργεί και θεραπευτικά:

Στη θεραπευτική αγωγή των νευρώσεων σημαντική θέση κατέχει η στιγμή που τα πράγματα αποκτούν σχήμα. Πρωταρχικός στόχος της ανάλυσης είναι να ενισχυθεί η ικανότητα απόδοσης σχήματος, χάρη στην οποία όλα αποκτούν νόημα και συνάφεια. (Carotenuto, 1990, 141)

[…]

Για το θηλυκό, επομένως, η σχέση έχει πολύ μεγαλύτερη αξία από οτιδήποτε άλλο, κι αυτό οφείλεται στην ικανότητά του να δημιουργεί, να δίνει σχήμα και μορφή στα πράγματα. Αισθάνεται λοιπόν την ανάγκη να προστατεύει τα σχήματα που πλάθει κι έτσι γεννιέται η σχέση.

Ενώ λοιπόν οι γυναίκες προσπαθούν να αλλάξουν τους κανόνες προκειμένου να διατηρήσουν τις σχέσεις, οι άνδρες, πιστοί στους κανόνες, περιγράφουν τις σχέσεις σαν κάτι που μπορεί εύκολα να αντικατασταθεί. (Carol Gilligan, 1982, 51)

Κι ακόμη:

Η γυναικεία φαντασία, περιγράφει τη ζωή σαν πλέγμα κι όχι σαν διαδοχή σχέσεων […] Η ανάπτυξη της γυναίκας, επομένως, κρύβει μία διαφορετική ιστορία αισθηματικών δεσμών, μια ιστορία που δίνει έμφαση στη συνέχεια της διαμόρφωσης μέσω των αλλαγών και όχι στον χωρισμό και την αντικατάσταση. (Gilligan, 1982, 55-56).

Η αληθινή σχέση βασίζεται μόνο στα συναισθήματα που φέρνουν κοντά δυο ανθρώπους. Το συναίσθημα δεν πρέπει απαραιτήτως να μετασχηματιστεί σε έρωτα για να δημιουργηθεί μία σχέση, αφού όλες οι μορφές συναισθήματος είναι κινητήρια δύναμη γι’ αυτήν. Το συναίσθημα υπάρχει απ’ τη στιγμή που θέλουμε να ακούμε τα λόγια του άλλου, να είμαστε κοντά του, να μοιραζόμαστε μαζί του τις εμπειρίες της καθημερινότητας. Γι’ αυτό η σχέση γεννιέται από τα συναισθήματα.

Aldo Carotenuto, Η ψυχή της γυναίκας (εκδ. Ίταμος) – απόσπασμα

Leonardo Da Vinci, La Scapigliata

Πρώτα -πρώτα η ποίηση

IMG_0042-0.JPG

Η πρώτη αλήθεια είναι ο θάνατος. Απομένει να μάθουμε ποια είναι η τελευταία. Η αίσθηση του «γυρισμού των πραγμάτων» μου είναι οικεία, ίδια καθώς το κύμα της Ποίησης που έλεγα πριν ότι τ’ αφήνω να χτυπά μακριά στην πρώτη μου νεότητα και να ξαναγυρίζει εκεί που περιμένω λιγοστεμένος κάθε φορά και περισσότερο, αλλ’ ορθός – καθώς το θέλησα. Ένας αμετανόητα ερωτευμένος· που πηγαίνω πάντα νωρίτερα στο σημείο το κρυφό της συνάντησης, με την ίδια λαχτάρα, το ίδιο σφίξιμο στο λαιμό, το ίδιο βημάτισμα επάνω – κάτω και περιμένω… Τι; Ίσως αυτό, θα έλεγα, που αν δεν ανέβει να γίνει δάκρυο, πήζει στο στήθος και βαραίνει και ο κόσμος όλος άξαφνα φαίνεται τόσο γλυκός και τόσο πικρός μαζί. Κάποτε είναι μια κοπέλα· κάποτε, πάλι, δυο – τρεις στίχοι· πολλές φορές, άπλα και μόνον το καλοκαίρι.

Τα πιο ανεπαίσθητα σημάδια, τα πιο αόρατα- ο τρόπος που γέρνει λίγο πιο λοξά ένα πουλί, που φωνάζει λίγο πιο δυνατά ο γιαουρτάς το δειλινό στον κατηφορικό δρόμο, που μπαίνει απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο αναπάντεχα μια μυρωδιά καμένου χόρτου (που βρέθηκε; από που να ‘ρχεται;) -, παίρνουν ολάκερη τη σημασία τους, λες κι έχουν αποστολή τους μοναδική να με πείσουν ότι, οπού να ‘ναι, σήμανε ο ερχομός της αγαπημένης. Να γιατί γράφω. Γιατί η Ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο Θάνατος. Είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης, που είναι η ίδια με την πρώτη άλλα που πάει πολύ βαθιά, ως το ακρότατο σημείο που μπόρεσε να ανιχνεύσει η ψυχή, στα σύνορα των αντιθέτων, εκεί που ο Ήλιος κι ο Άδης αγγίζονται. Η ατελεύτητη φορά προς το φως το Φυσικό, που είναι ο Λόγος, και το φως το Άκτιστον, που είναι ο Θεός. Γι’ αυτό γράφω. Γιατί με γοητεύει να υπακούω σ’ αυτόν που δε γνωρίζω, που είναι ο εαυτός μου ολάκερος, όχι ο μισός – που ανεβοκατεβαίνει τους δρόμους και «φέρεται εγγεγραμμένος στα μητρώα αρρένων του Δήμου».

Είναι σωστό να δίνουμε στο άγνωστο το μέρος που του ανήκει· να γιατί πρέπει να γράφουμε. Γιατί η Ποίηση μας ξεμαθαίνει από τον κόσμο, τέτοιον που τον βρήκαμε: τον κόσμο της φθοράς, που έρχεται κάποια στιγμή να δούμε ότι είναι η μόνη οδός για να υπερβούμε τη φθορά, με την έννοια που ο Θάνατος είναι η μόνη οδός για την Ανάσταση. Μιλώ, το καταλαβαίνω, σα να μην έχω το δικαίωμα, σα να ντρέπομαι σχεδόν που αγαπώ τη ζωή. Κάποτε, είναι η αλήθεια, μ’ εξαναγκάσανε και σ’ αυτό. Κανείς δεν ξέρει, δεν ανακάλυψε ποτέ, από που κρατάει το πάθος του ανθρώπου να μισεί τη δυνατότητα της ίδιας του της σωτηρίας. Είναι που ίσως θα ήθελε να μην το ξέρει άλλα παρ’ όλ’ αυτά το ξέρει πως υπάρχει· και πως είναι αυτός η αιτία που δεν μπορεί μήτε να την πλησιάσει μήτε να την υπερβεί. Θέλουμε δε θέλουμε, είμαστε όλοι μας δέσμιοι μιας ευτυχίας, που από δικό μας λάθος αποστερούμαστε. Να από που ξεπηδά η προαιώνια λύπη της αγάπης.
[…]
Έτσι, ανάμεσ’ από το αδιάφορο «μεγάλο κοινόν» και τις «εχθρικές Εξουσίες» πέρασα όπως ανάμεσ’ απ’ τις Συμπληγάδες. Κι ότι δεν υπάρχει χρυσόμαλλο δέρας είναι ψέματα· ο καθένας από μας είναι το χρυσόμαλλο δέρας του εαυτού του. Κι ότι δεν αφήνει ο θάνατος να το δούμε, και να τ’ αναγνωρίσουμε, είναι απάτη· πρέπει ν’ αδειάσουμε το θάνατο απ’ αυτά που τον έχουν παραγεμίσει, να τον φτάσουμε στην απόλυτη καθαρότητα, για ν’ αρχίσουν να ξεχωρίζουν μέσ’ απ’ αυτόν τ’ αληθινά βουνά και η αληθινή χλόη, ο γδικιωμένος κόσμος γιομάτος δροσοσταλίδες που λάμπουν καθαρότερες από τα πιο πολύτιμα δάκρυα.

Να τι είναι αυτό που περιμένω κάθε χρόνο, με μια ρυτίδα περισσότερο στο μέτωπο, μια ρυτίδα λιγότερο στην ψυχή: την πλήρη αντιστροφή, την απόλυτη διαφάνεια…

Ο. Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά (εκδ. Ίκαρος) – απόσπασμα

Ευτυχία είναι…

karapanou1

Μ.: Να ξυπνάς το πρωί και να ‘χεις την ανυπομονησία να πιεις τον πρωινό σου καφέ ανάβοντας ένα τσιγάρο, και να πεις μέσα σου: «Σήμερα τι θα κάνω;» Πιστεύω στην ευτυχία, Φωτεινή. Παρά τον παραλογισμό που μας περιβάλλει, ίσως μάλιστα και σε πείσμα του παραλογισμού, δεν θα σταματήσω να πιστεύω στην ευτυχία. Μόλις γίνομαι καλύτερα, μόλις η κατάθλιψη φεύγει μακριά, είμαι ευτυχισμένη. Ξυπνάω το πρωί, φτιάχνω τον καφέ μου, ανάβω το πρώτο μου τσιγάρο. Δεν θέλω τίποτ’ άλλο.

Φ.: Να μη θες τίποτ’ άλλο. Να έχεις την ικανότητα να απολαύσεις έναν πρωινό καφέ.

Μ.: Όσοι υπήρξαν δυστυχισμένοι κι είχαν πολλά εμπόδια να ξεπεράσουν, είναι ίσως πιο εύκολο να είναι ευτυχισμένοι. Γιατί ποτέ γι’ αυτούς δεν ήταν δεδομένα όσα ήταν για όλους τους άλλους. Και γι’ αυτό ένας καφές φτάνει.

Άμα αρχίζεις και αισθάνεσαι ευχαρίστηση με τον πρωινό καφέ, εξαπλώνεται αυτή η ευχαρίστηση σιγά σιγά σε πολλά πράγματα. Και σοβαρά και μη σοβαρά. Και δύσκολα και εύκολα. Επειδή υπήρξα πολύ άρρωστη, δεν έχω την αίσθηση της έλλειψης στη ζωή μου. Αυτό με κάνει ευτυχισμένη.

Φ.: «Μια ζωή δεν αξίζει τίποτα, αλλά τίποτα δεν αξίζει όσο μια ζωή». Το είπε ο Μαλρό και νομίζω τα λέει όλα αυτή η φράση.

Μ.: Καμία ζωή δεν πάει στράφι, Φωτεινή. Θα υπήρχαν και ωραίες στιγμές και στην πιο μαύρη ζωή. Γνώρισα στη Γαλλία μία γυναίκα ογδόντα πέντε χρονών που ζει έξω απ’ το Παρίσι και όλη τη μέρα τρέχει από δω, τρέχει από κει, γράφει γράμματα, είναι απασχολημένη λες κι είναι ο πρόεδρος Μπους. Κάτι κάνει όλη την ημέρα. Με μεγάλη της χαρά. Και είναι ογδόντα πέντε χρονών. Δεν τη νοιάζει ούτε ο θάνατος σχεδόν.

Φ.: Μόλις με βοήθησες, Μαργαρίτα, να δώσω μια απάντηση στο αφελές ερώτημα: «Τι είναι ευτυχία;» Ευτυχία είναι σχεδόν να μη φοβάσαι τον θάνατο.

Μαργαρίτα Καραπάνου – Φωτεινή Τσαλίκογλου, Μήπως; (εκδ. Ωκεανίδα) – απόσπασμα.

Η γέννηση του έρωτα

study-of-a-couple-egon-schiele-1890-1918

Να τι συμβαίνει μέσα στην ψυχή:

1ον Ο θαυμασμός.

2ον Λέμε μέσα μας: τι ευχαρίστηση να της δίνω φιλιά, να παίρνω φιλιά κλπ.!

3ον Η προσδοκία.

Μελετάμε τα χαρίσματα. Είναι η στιγμή που μια γυναίκα θα έπρεπε να δίνεται για τη μέγιστη δυνατή σαρκική απόλαυση. Ακόμη και στις πιο συγκρατημένες γυναίκες, τα μάτια κοκκινίζουν την ώρα της προσδοκίας∙ το πάθος είναι τόσο δυνατό, η απόλαυση τόσο έντονη, ώστε προδίδεται με χτυπητά σημάδια.

4ον Ο έρωτας γεννήθηκε.

Ερωτεύομαι σημαίνει αντλώ απόλαυση όταν βλέπω, αγγίζω, νιώθω με όλες τις αισθήσεις μου κι από όσο πιο κοντά μπορώ ένα αξιέραστο αντικείμενο, το οποίο επίσης με ερωτεύεται.

5ον Αρχίζει η πρώτη κρυστάλλωση.

Χαιρόμαστε να στολίζουμε με χίλια δυο προτερήματα μια γυναίκα για τον έρωτα της οποίας είμαστε σίγουροι∙ περιγράφουμε λεπτομερώς και με απέραντη ικανοποίηση την ευτυχία της. Όλο αυτό καταλήγει στο να εγκωμιάζουμε υπερβολικά μια εξαίσια ιδιοκτησία που μας ήρθε εξ ουρανών, που δεν τη γνωρίζουμε, είμαστε όμως σίγουροι για την απόκτησή της.

[…]

Αυτό που ονομάζω κρυστάλλωση είναι η διεργασία του πνεύματος το οποίο, με βάση όσα του παρουσιάζονται, ανακαλύπτει ότι το αντικείμενο του έρωτά του διαθέτει και καινούρια χαρίσματα. […] Ένας παθιασμένος άνδρας βλέπει σε κείνη που ερωτεύεται όλα τα προτερήματα∙ εντούτοις, η προσήλωσή του μπορεί ακόμη να περισπαστεί, γιατί η ψυχή κορέννυται με ό,τι είναι πάντα ίδιο, ακόμη και με την τέλεια ευτυχία.

Να τι γίνεται τότε προκειμένου να σταθεροποιηθεί η προσήλωση:

6ον Γεννιέται η αμφιβολία.

Αφού δέκα ή δώδεκα ματιές ή οποιαδήποτε άλλη σειρά πράξεων που μπορούν να κρατήσουν από μια στιγμή ως πολλές ημέρες πρώτα γέννησαν και στη συνέχεια επιβεβαίωσαν τις προσδοκίες, ο ερωτευμένος, ο οποίος έχει συνέλθει από τον πρώτο εντυπωσιασμό και έχει ήδη συνηθίσει στην ευτυχία του ή καθοδηγείται από τη θεωρία που, βασιζόμενη πάντα στις πιο συχνές περιπτώσεις, δεν πρέπει να ασχολείται παρά μόνο με τις εύκολες γυναίκες, ο ερωτευμένος, λέω, ζητά πιο θετικές διαβεβαιώσεις και θέλει να σπρώξει πιο πέρα την ευτυχία του.

Θα αντιμετωπίσει την αδιαφορία, την ψυχρότητα, ακόμη και τον θυμό, αν επιδείξει μεγάλη αυτοπεποίηση∙ στη Γαλλία, μια χροιά ειρωνείας που μοιάζει να λέει: «Έχετε προχωρήσει λιγότερο από όσο νομίζετε» […]

Ο εραστής φτάνει να αμφιβάλλει για την ευτυχία που υποσχόταν στον εαυτό του∙ βλέπει με αυστηρότητα τους λόγους που νόμιζε ότι είχε για να ελπίζει.

Θέλει να ριχτεί στις άλλες απολαύσεις της ζωής αλλά τις βρίσκει εκμηδενισμένες. Τον καταλαμβάνει ο φόβος μίας φρικτής δυστυχίας και, μαζί μ’ αυτόν, η βαθιά προσήλωση.

7ον Δεύτερη κρυστάλλωση.

Αρχίζει τότε η δεύτερη κρυστάλλωση και τα διαμάντια που φτιάχνει είναι επιβεβαιώσεις τούτης της σκέψης:

Με αγαπάει.

Κάθε δευτερόλεπτο της νύχτας που ακολουθεί τη γέννηση των αμφιβολιών, και ύστερα από μια στιγμή φρικτής δυστυχίας, ο ερωτευμένος λέει μέσα του: «Ναι, με αγαπάει». Και η κρυστάλλωση στρέφεται προς την ανακάλυψη νέων θέλγητρων∙ έπειτα τον αδράχνει ξανά η αμφιβολία με το αγριωπό βλέμμα και τον σταματά. Το στήθος του ξεχνά να ανασάνει∙ μονολογεί: «Μα μ’ αγαπά στ’ αλήθεια;» Και μέσα σ’ αυτές τις βασανιστικές και ηδονικές εναλλαγές, ο καημένος ο ερωτευμένος νιώθει έντονα: «Θα μου έδινε απολαύσεις που μονάχα εκείνη στον κόσμο μπορεί να μου δώσει».

Το προφανές αυτής της αλήθειας, αυτό το μονοπάτι στο χείλος ενός τρομακτικού γκρεμού, και το άγγιγμα, με το άλλο χέρι, της τέλειας ευτυχίας κάνουν τη δεύτερη κρυστάλλωση να υπερέχει κατά πολύ της πρώτης.

Ο ερωτευμένος τριγυρίζει αδιάκοπα ανάμεσα στις τρεις ετούτες σκέψεις:

1ον Έχει όλα τα χαρίσματα.

2ον Με αγαπά.

3ον Τι να κάνω για να της αποσπάσω την πιο ατράνταχτη απόδειξη του έρωτά της;

Η πιο σπαρακτική στιγμή του νέου ακόμη έρωτα είναι όταν αντιλαμβάνεται ότι έχει κάνει έναν λάθος συλλογισμό και ότι πρέπει να καταστρέψει ένα ολόκληρο σχέδιο κρυστάλλωσης.

Αρχίζουν οι αμφιβολίες γι’ αυτή καθαυτή την κρυστάλλωση.

Stendhal, Περί έρωτος (εκδ. Πατάκη) – απόσπασμα

Study of a couple – Egon Schiele (1890 -1918)