Ένας θεραπευτής ακροβάτης

tethered-fulcrum

Μ.: Τι είναι η φυσιολογικότητα; Τι πάει να πει «να είσαι κανονικός»; Ποιος θα μας το πει; Εγώ θυμώνω κιόλας τώρα. Ποιος έχει τη δικαιοδοσία να πει τι είναι η normalité. Δεν έχει κανείς. Δηλαδή, άμα γίνεσαι καλά και μπαίνεις στην κανονικότητα, μήπως χάνεις πολλά πράγματα; Μήπως χάνεις τη διορατικότητά σου; Το ένστικτο; Την αγριάδα σου; Τον πεσιμισμό σου, που καμιά φορά κι ο πεσιμισμός έχει πολύ μεγάλη σημασία; Άμα δεις τους μεγάλους φιλοσόφους, είναι όλοι πεσιμιστές. Όλοι.

Φ.: Μια θεραπεία που σε υποχρεώνει να είσαι έτσι φυσιολογικός, δεν είναι θεραπεία.

Μ.: Το έχω δοκιμάσει από πρώτο χέρι. Κι ενώ γινόμουν καλά εξωτερικά, δηλαδή πήγαινα στην πισίνα, έβγαινα έξω για καφέ, κλπ., μέσα μου βαθιά ήμουνα πολύ δυστυχισμένη. Πολύ δυστυχισμένη. Ενώ έκανα «αυτό που έπρεπε», εντός εισαγωγικών. Η φυσιολογικότητα είναι μια ψεύτικη ιστορία. Εγώ δεν πιστεύω στη φυσιολογικότητα.

Φ.: Ισορροπίες τρόμου. Ακροβάτης και ισορροπιστής πρέπει να είναι ο θεραπευτής. Να μην υποκύπτει στον καθησυχασμό του ανούσιου και του μέσου όρου, αλλά και να μην υποθάλπει την έλξη των άκρων, της νύχτας και του σκοταδιού. Δύσκολο να είναι κανείς ακροβάτης.

Μαργαρίτα Καραπάνου – Φωτεινή Τσαλίκογλου, Μήπως; (εκδ. Ωκεανίδα) – απόσπασμα

Πίνακας: Steven Kenny, Tethered Fulcrum 

Η πρόκληση της ανάληψης απόλυτης ευθύνης για τη ζωή μας

henley

Κρατάω τα ηνία των αποφάσεών μου

Εξετάζοντας τα δεδομένα, το μυαλό του ανθρώπου που αναζητά, το πνεύμα και η αναλυτική του σκέψη, τον βοηθούν να αντιληφθεί ότι η ενοχή είναι κακή παρέα. Έτσι, υποκύπτει κάποτε στον πειρασμό να ρίξει σε κάποιον άλλο την ευθύνη για όσα κακά συμβαίνουν (και πάντα βρίσκεται κάποιος).

Σ’ αυτήν την παγίδα, είναι πάντα ο άλλος που σε κάνει να υποφέρεις: η γυναίκα σου σε κάνει να υποφέρεις, ο άντρας σου σε κάνει να υποφέρεις, οι γονείς σου σε κάνουν να υποφέρεις, τα παιδιά σου σε κάνουν να υποφέρεις. Για ό,τι συμβαίνει φταίει το χρηματοοικονομικό σύστημα, η κοινωνία, ο καπιταλισμός, ο κομμουνισμός, ο φασισμός, η κυρίαρχη πολιτική ιδεολογία, η κοινωνική δομή ή το πεπρωμένο, το κάρμα, ο Θεός ή οι ενωμένες δυνάμεις όλων των προηγουμένων…

Πάντα σ’ αυτήν την παγίδα, αυτό που σε κάνει να υποφέρεις είναι κάτι έξω από σένα, και είναι πιθανό να παίρνεις ανακούφιση για λίγο, ρίχνοντας σε άλλους την ευθύνη.

Την ίδια στιγμή που «ανακαλύπτεις» ποιος ή τι σε βασανίζει κι ένα πρόβλημα δείχνει να λύνεται, ένα άλλο, ίσως πιο σοβαρό, σου χτυπά την πόρτα. Τώρα πια δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για ν’ αλλάξεις μια κατάσταση που παύει να εξαρτάται από σένα.

Όσοι ακόμα δεν ξεπέρασαν αυτή τη δοκιμασία, ξοδεύουν τη ζωή τους μουρμουρίζοντας:

  • Μα είναι δυνατόν να νιώθει κάποιος ευτυχισμένος σε μία κοινωνία τόσο άδικη (ή ακαλλιέργητη, ή καταπιεσμένη);
  • Πώς να ζήσεις ευτυχισμένος σε μια χώρα υλιστική (ή γραφειοκρατική, ή υπανάπτυκτη) σαν ετούτη;
  • Πώς να είσαι ευτυχισμένος αν δεν είναι ευτυχισμένος ο αδελφός σου, ο γιος σου, ο πατέρας σου;
  • Ποιος μπορεί να είναι ευτυχισμένος αν πρέπει να δουλεύει δεκατέσσερις ώρες τη μέρα κάνοντας κάτι που δεν του αρέσει;
  • Πώς να είσαι ευτυχισμένος αν το ταίρι σου δεν ασχολείται μαζί σου, ούτε σου επιτρέπει να είσαι ελεύθερος;

Και μολονότι ξέρουμε ότι όλα αυτά είναι προφάσεις, προφάσεις κι επιπλέον προφάσεις, όταν μπούμε στα βάσανα της ύπαρξης, έχουμε να διαλέξουμε ανάμεσα σε τρεις δρόμους:

Το δρόμο του προφήτη ιεροκήρυκα. Πρόκειται για έναν ονειροπόλο ιδεαλιστή, έναν μεσσιανικό μυστικιστή ή έναν μάγο του δρόμου, που διακηρύσσει ότι όταν αλλάξει η κοινωνία, όταν επικρατήσει κοινωνική δικαιοσύνη, όταν γυρίσει ο τροχός, όταν ο καθένας αγαπήσει το συνάνθρωπό του, κι όταν άπαντες αγαπηθούν…τότε θα έρθει η στιγμή της γενικής ευτυχίας. Λέει σε όποιον τον ακούει, ότι ώσπου να συμβεί αυτό η ευτυχία μας είναι ανέφικτη.

Το δρόμο του παρανοϊκούΠλάθεις και φαντάζεσαι σενάρια παγκόσμιας συνωμοσίας που υποτίθεται πως έχουν σχεδιαστεί μόνο και μόνο για να μας καταστρέψουν όλους – και ειδικά όσους ανήκουν στην ομάδα σου, τους οικείους σου, αλλά κυρίως εσένα…Και πάνω σ’ αυτό αρχίζεις να αναπτύσσεις μηχανισμούς όλο και πιο νευρωτικούς για να αμυνθείς στους εχθρικούς και μανιώδεις συνωμότες.

Ή:

το δρόμο του ανθρώπου που αναζητά τη σοφία, και που προτείνω εδώ. Αποφασίζουμε να πάρουμε τα ηνία στα χέρια μας και να καταλάβουμε, μια για πάντα, ότι η ζωή μας εξαρτάται πρωτίστως και κυρίως από εμάς τους ίδιους.

Αναγνωρίζουμε ότι κανένας άλλος δεν είναι ένοχος για κάτι που μας συμβαίνει, κι όταν αν φέρουμε πάνω μας τραύματα, ήταν πάντα και με τη δική μας συνενοχή.

Όταν πια ξεπεράσουμε την παραπάνω πρόκληση, δεν μας μένουν πολλές εναλλακτικές. Η ευθύνη να ζήσουμε στο παρόν, δεν μας επιτρέπει να ενοχοποιούμε άλλους, καθώς αυτό ακριβώς σημαίνει «ωριμότητα»: να μην αισθανόμαστε συνεχώς την ανάγκη να ενοχοποιούμε άλλους. Αυτό που είμαστε, αυτό που ζούμε, κι αυτό που κάνουμε, είναι σε μεγάλο βαθμό δικό μας δημιούργημα.

Εγώ είμαι υπεύθυνος για τη ζωή μου, για όλα μου τα βάσανα, για ό,τι μου συνέβη άλλοτε κι ό,τι μου συμβαίνει τώρα. Έτσι το διάλεξα. Αυτούς τους σπόρους έσπειρα, και τώρα μαζεύω τη συγκομιδή∙ είμαι υπεύθυνος..

 Osho

Ο άνθρωπος της αναζήτησης μεγαλώνει και μαθαίνει κι όταν φτάνει η ώρα αυτής της δεύτερης δοκιμασίας ανακαλύπτει – με ακεραιότητα και χωρίς να κατηγορεί άλλους -, ότι ο βασικός υπεύθυνος για ό,τι του συμβαίνει είναι ο ίδιος του ο εαυτός.

Όπως συνήθιζε να μου λέει ο δάσκαλός μου: «Εσύ είσαι πάντα ο κύριος των αποφάσεών σου, ακόμα κι αν αυτές είναι σκλάβες υποταγμένες στις πεποιθήσεις σου».

Jorge Bucay, Από την άγνοια στη σοφία (εκδ. Opera) – απόσπασμα

Η πολιτική διάσταση της ψυχανάλυσης

ΚΚ

«Η ψυχανάλυση και η πολιτική, ουσιαστικά, έχουν το ίδιο αντικείμενο: την αυτονομία των ανθρώπινων όντων. Εάν αναγνωρίσουμε τον θεμελιωδώς κοινωνικό χαρακτήρα των ανθρώπων, τότε, βλέπουμε ότι η αυτονομία (και η ελευθερία) είναι υποχρεωτικά ατομική και συλλογική.

Δεν μπορώ να ζήσω εντελώς μόνος- και μόνος δεν θα μπορούσα ποτέ να είχα γίνει ανθρώπινο όν. Δεν μπορώ, επιπλέον, να εξαφανίσω τους άλλους. Συνεπώς, το ερώτημα τίθεται ως εξής: πώς μπορώ να είμαι ελεύθερος, εάν είμαι υποχρεωμένος να ζω σε μία κοινωνία στην οποία ο νόμος καθορίζεται από κάποιον άλλον; Η μόνη αποδεκτή απάντηση συνίσταται στο να πω: έχω την ουσιαστική δυνατότητα να συμμετέχω ισότιμα με οποιονδήποτε άλλον στη διαμόρφωση και στην εφαρμογή του νόμου. Και αυτό είναι το πραγματικό νόημα της δημοκρατίας.

Πώς μπορώ όμως να είμαι ελεύθερος εάν με κυβερνά το ασυνείδητό μου; Αφού δεν γίνεται ούτε να το εξαφανίσω ούτε να το απομονώσω, η μόνη απάντηση είναι: μπορώ να είμαι ελεύθερος εάν διαμορφώσω μία άλλου τύπου σχέση με το ασυνείδητό μου∙ μία σχέση χάρη στην οποία θα είμαι σε θέση να ξέρω, στο μέτρο του δυνατού, τι μου συμβαίνει∙ μία σχέση που θα μου επιτρέπει να ελέγχω, στο μέτρο του δυνατού, ό,τι από το ασυνείδητό μου περνάει στην καθημερινή εξωτερική μου δραστηριότητα. Και αυτό ακριβώς είναι που ονομάζω εδραίωση μιας στοχαστικής και αποφασίζουσας υποκειμενικότητας.

Είναι εύκολο να δείξουμε ότι μια αυτόνομη κοινωνία είναι εφικτή μόνο εφόσον αποτελείται από αυτόνομα άτομα. Είναι εύκολο να δείξουμε, επίσης, ότι αυτόνομα άτομα μπορούν να υπάρξουν μόνο μέσα σε μία αυτόνομη κοινωνία. Κι αυτό, διότι μόνο με την ουσιαστική άσκηση της αυτονομίας αναπτύσσεται η αυτονομία∙ εξάλλου, μία εκπαίδευση προσανατολισμένη προς την αυτονομία των ατόμων μπορεί να υπάρξει μόνο σ’ αυτό τον τύπο κοινωνίας.

Είναι σαφές ότι την αυτονομία δεν μπορούμε ούτε να την επιβάλουμε ούτε να τη «διδάξουμε». Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε ως ψυχαναλυτές είναι να βοηθήσουμε τον ψυχαναλυόμενο να προχωρήσει προς την αυτονομία, πράγμα που προυποθέτει ταυτόχρονα μία ορισμένη γνώση και μία ορισμένη δραστηριότητα.

Η επίτευξη της μεταφοράς αυτής της γνώσης είναι ο σκοπός της ψυχαναλυτικής ερμηνείας, η οποία θα επιτρέψει ακριβώς στον ψυχαναλυόμενο να προσεγγίσει τα κρυφά και απωθημένα κίνητρα και ορμές του. Όμως πρέπει να οδηγήσουμε τον ψυχαναλυόμενο με τέτοιο τρόπο, ώστε να γίνει σταδιακά ο ίδιος ικανός να αναπαράγει την ψυχαναλυτική ερμηνεία μόνος του.

Η ψυχανάλυση είναι μία δραστηριότητα πάνω στον εαυτό μας, ένας στοχασμός του εαυτού μας για τον εαυτό μας. Η ψυχανάλυση είναι η επίτευξη της ατομικής αυτονομίας, μέσω της αποτελεσματικής άσκησής της με τη βοήθεια κάποιου άλλου προσώπου. Η δραστηριότητα αυτού του άλλου προσώπου, δηλαδή του ψυχαναλυτή – που τα όριά της καθορίζονται ανάλογα με τις ανάγκες της ψυχαναλυτικής διαδικασίας, από τον ψυχαναλυόμενο, σε σχέση με την εξέλιξη της πορείας του -, δεν είναι εφαρμογή μιας τεχνικής αλλά μιας πράξης. Δηλαδή είναι η δράση ενός προσώπου που προσφέρεται να βοηθήσει ένα άλλο πρόσωπο ώστε να κατακτήσει τη δυνατότητά του για αυτονομία. Στο βαθμό που το συγκεκριμένο περιεχόμενο αυτού του σκοπού δεν είναι εκ των προτέρων καθορισμένο – και δεν μπορεί να είναι, αφού προυποθέτει την απελευθέρωση των δημιουργικών ικανοτήτων του ριζικού φαντασιακού του ψυχαναλυόμενου – η δραστηριότητα αυτή είναι δημιουργία∙ με άλλα λόγια, είναι ποίησις.

Βλέπω λοιπόν στην ψυχανάλυση μία πρακτικό-ποιητική δραστηριότητα. Αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό της ψυχανάλυσης καθορίζει, επίσης, και τα άλλα δύο επαγγέλματα που ο Φρόυντ θεωρούσε «αδύνατα»: την παιδαγωγική και την πολιτική.

Η ψυχανάλυση – όπως η πολιτική και όπως η παιδαγωγική – είναι η δραστηριότητα μίας αυτονομίας σε μία άλλη δυνητική αυτονομία. Ο σκοπός και των τριών επαγγελμάτων συνίσταται στο να δημιουργήσουν αυτές τις νέες μορφές που είναι τα αυτόνομα άτομα και η αυτόνομη κοινωνία

Κορνήλιος Καστοριάδης,  Les carrefours du labyrinthe VI – Figures du Pensable – απόσπασμα. Δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία,  στις 10/12/1999.

Όταν φοβόμαστε κάποιον, είναι γιατί του έχουμε παραχωρήσει εξουσία πάνω μας.

hesseherm

Συχνά εξαρτιόμαστε περισσότερο από τους άλλους παρά από τον ίδιο τον εαυτό μας, και αγωνιζόμαστε με παράλογο τρόπο για την αποδοχή τους, λες και η αξία μας μπορεί να θεμελιωθεί μόνο από άτομα τα οποία ίσα που μας γνωρίζουν.

Το να δίνουμε τέτοια εξουσία στον περίγυρό μας γεννάει ανασφάλεια και μας κάνει να δημιουργούμε αρρωστημένους δεσμούς – στην πλειονότητά τους δεσμούς εξάρτησης – με τους ανθρώπους. Η μοναδική αναγνώριση που χρειαζόμαστε πραγματικά βρίσκεται μέσα μας. Αν δεν έχουμε εμπιστοσύνη στον εαυτό μας, αν δεν είμαστε σίγουροι γι’ αυτό που κάνουμε, πώς περιμένουμε να μας αναγνωρίσουν οι άλλοι;

Χρειάζεται να μάθει κανείς να αγαπάει τον εαυτό του, να τον παραδέχεται και να τον αποδέχεται με όλες τις ατέλειές του, οι οποίες, στην πραγματικότητα, είναι δρόμοι που περιμένουν να τους διανύσουμε. Μόνο έτσι θα πάψουμε να φοβόμαστε τους άλλους και δεν θα μας επηρεάζουν οι γνώμες τους.

Συχνά οι άλλοι ούτε που έχουν γνώμη για εμάς. Εμείς οι ίδιοι τυφλωνόμαστε από τη μανία να μάθουμε τι θα σκεφτούν…

Όπως μας θυμίζει ο Έρμαν Έσσε, κάθε άνθρωπος είναι υπεύθυνος για τον κήπο του και φιλοτεχνεί νοερά την ακουαρέλα αυτού που επιθυμεί να είναι. Όταν παύουμε να εξαρτιόμαστε από τους άλλους, ανακαλύπτουμε ξαφνικά ότι είμαστε κύριοι της ζωής μας.

Allan Percy, Έρμαν Έσσε – 66 Μαθήματα Καθημερινής Σοφίας (εκδ. Πατάκη) – απόσπασμα

Εχέφρονες σε μέρη για παράφρονες

alice

Lewis Carroll, Alice in Wonderland

Ήταν 1972. Μόλις είχε παραιτηθεί ο Αντιπρόεδρος των Η.Π.Α. Σπύρος Άγκνιου. Ο Τόμας Σαζ είχε γράψει το βιβλίο The Myth of Mental Illness. O Ρ. Ν. Λανγκ είχε προκαλέσει τους ψυχιάτρους να αναθεωρήσουν την άποψή τους για τη σχιζοφρένεια και να τη δουν σαν μία πιθανή μορφή ποίησης. Μέχρι πρότινος, οι σημαίες κυμάτιζαν ακόμα στην άκρη της κάνης των όπλων σηματοδοτώντας την κατάπαυση του πυρός στο Βιετνάμ. Ο Ντέιβιντ Ρόζενχαν, που είχε προσφάτως «πολιτογραφηθεί» ψυχολόγος και ήταν επίσης πτυχιούχος Νομικής, δεν είχε πάει να πολεμήσει στο Βιετνάμ, αλλά σύμφωνα με κάποιο συνεργάτη του είχε παρατηρήσει πόσοι άνδρες κατέφευγαν στο πρόσχημα της ψυχικής νόσου για να αποφύγουν τη στρατολογία. Ήταν σχετικά εύκολο να προσποιηθείς κάποια συμπτώματα – άραγε πόσο εύκολο ήταν ακριβώς; Ο Ρόζενχαν αποφάσισε να δοκιμάσει πόσο ικανοί είναι οι ψυχίατροι να διαχωρίζουν τους «εχέφρονες» από τους «παράφρονες».

Ως γνωστικό πεδίο, η Ψυχιατρική βασίζεται βέβαια στην πεποίθηση ότι οι επαγγελματίες του κλάδου γνωρίζουν πώς να διαγνώσουν με αξιόπιστο τρόπο καταστάσεις παραφροσύνης και να αποφασίζουν βάσει αυτών των διαγνώσεων για την κοινωνική καταλληλότητα του ατόμου – την ικανότητά του στο ρόλο του γονιού, τον κίνδυνο διαφυγής κάποιου προσωρινά αποφυλακισμένου υπό όρους, την πιθανότητα σωφρονισμού κάποιου κρατούμενου. Ο Ρόζενχαν είχε συνειδητοποιήσει και επέκρινε τον τεράστιο κοινωνικό έλεγχο που ασκούσαν οι ψυχίατροι. Γι’ αυτό το λόγο επινόησε ένα πείραμα. Σκοπός του ήταν να δοκιμάσει αν οι πραγματικές τους ικανότητες ήταν ανάλογες με την εξουσία τους.

Κάλεσε λοιπόν οχτώ φίλους και τους ρώτησε κάτι σαν: «Είστε απασχολημένοι τον επόμενο μήνα; Έχετε χρόνο να προσποιηθείτε τους ψυχικά νοσούντες και να εισαχθείτε σε ψυχιατρικό ίδρυμα για να δούμε τι θα συμβεί; Να δούμε αν θα καταλάβουν ότι στην πραγματικότητα είσαστε υγιείς;» Όλως παραδόξως, κανείς από τους οχτώ δεν είχε να κάνει κάτι τον επόμενο μήνα, ενώ και οι οκτώ – τρεις ψυχολόγοι, ένας μεταπτυχιακός φοιτητής, ένας παιδίατρος, ένας ψυχίατρος, ένας ζωγράφος και μία νοικοκυρά – συμφώνησαν να αφιερώσουν στον Ρόζενχαν το χρόνο τους και να συμμετάσχουν δοκιμαστικά σε αυτή την ύπουλη απάτη, μαζί με τον ίδιο τον εμπνευστή της, που δεν έβλεπε την ώρα να αρχίσει το πείραμά του.

Στην πραγματικότητα το πείραμα πήρε περισσότερο χρόνο. Αρχικά έγινε εκπαίδευση. Ο Ρόζενχαν δίδαξε τους συνεργάτες του πολύ, μα πάρα πολύ προσεκτικά. Πέντε μέρες πριν την καθορισμένη ημερομηνία έπρεπε να σταματήσουν να κάνουν ντους, να ξυρίζονται και να βουρτσίζουν τα δόντια τους. Και να που, την προκαθορισμένη ημερομηνία, οι συνεργάτες του και ο ίδιος σκορπίστηκαν σε διαφορετικά σημεία της χώρας από τα ανατολικά ως τα δυτικά της και παρουσιάστηκαν σε θαλάμους επειγόντων ψυχιατρικών περιστατικών διαφόρων νοσοκομείων. Οι ψευδοασθενείς θα παρουσιάζονταν κι έπρεπε να πουν στο νοσηλευτικό προσωπικό: «Ακούω μία φωνή να λέει ‘γκντουπ!’». Ο Ρόζενχαν είχε συμβουλέψει εσκεμμένα τους ψευδοασθενείς του να παραπονεθούν στους γιατρούς λέγοντας τη συγκεκριμένη λέξη, επειδή πουθενά στη βιβλιογραφία της Ψυχιατρικής δεν αναφέρονται περιστατικά ατόμων που δέχονται κάποιο φωνητικό ερέθισμα με προφανείς παραπομπές στα κινούμενα σχέδια.  Σε περαιτέρω ερωτήσεις, οι ψευδοασθενείς έπρεπε να απαντήσουν με απόλυτη ειλικρίνεια, εκτός από εκείνες που είχαν σχέση με το όνομα και το επάγγελμά τους. Δεν θα προσποιούνταν κανένα άλλο σύμπτωμα. Όταν θα βρίσκονταν στον θάλαμο, εφόσον τους δέχονταν δηλαδή, αμέσως θα έλεγαν ότι η φωνή εξαφανίστηκε και ότι αισθάνονται περίφημα. Κατόπιν, ο Ρόζενχαν έμαθε στους συνεργάτες του πώς να διαχειρίζονται τα φάρμακα και πώς να αποφεύγουν την κατάποσή τους, βάζοντάς τα κάτω από τη γλώσσα, ώστε μετά να τα πετάξουν στη λεκάνη του μπάνιου.

Την προσυμφωνημένη ημέρα, ο Ρόζενχαν και οι υπόλοιποι ψευδοασθενείς έφτασαν σε κάποιο δημόσιο νοσοκομείο της χώρας. Στη μονάδα εισαγωγής ασθενών όλοι δήλωσαν πως ακούνε μία φωνή να λέει τη λέξη «γκντουπ!», πως η φωνή ανήκει σε άνθρωπο του ίδιου φύλου και πως τους ενοχλεί για αρκετό χρονικό διάστημα. Επίσης, κάθε ψευδοασθενής δήλωσε ότι είχε φθάσει στο συγκεκριμένο νοσοκομείο γιατί κάποιοι φίλοι τον είχαν συμβουλέψει ότι «επρόκειτο για καλό νοσοκομείο». Τόσο στην περίπτωση του Ρόζενχαν όσο και σε αυτή των υπόλοιπων συνεργατών του, αποφασίστηκε εισαγωγή για νοσηλεία.

Αφού ολοκληρώθηκε το πείραμα, ο Ρόζενχαν διαπίστωσε ότι όλοι οι συνεργάτες του, με εξαίρεση έναν, είχαν διαγνωστεί ως σχιζοφρενείς βάσει ενός και μόνο συμπτώματος (η περίπτωση που εξαιρέθηκε από τη σχιζοφρένεια είχε διαγνωστεί ως «μανιοκαταθλιπτική ψύχωση»). Ο μέσος όρος παραμονής των ψευδοασθενών στο νοσοκομείο ήταν  19 ημέρες∙ η πιο μακρόχρονη ήταν 52 και η πιο βραχύχρονη 7 ημέρες. Είδε ότι όλοι οι συνεργάτες του είχαν βιώσει την απαξίωση της υπόστασής τους. Και τέλος, ο Ρόζενχαν συνειδητοποίησε πως όλοι τους είχαν πάρει εξιτήριο ενώ η διαταραχή τους παρουσίαζε ύφεση. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι ουδέποτε οι ειδικοί διέκριναν πως οι νοσηλευθέντες ήταν πραγματικά ψυχικά υγιείς κι επίσης ότι η δεδομένη ψυχικά υγιής συμπεριφορά τους αντιμετωπίστηκε ως ένα στιγμιαίο διάλειμμα που θα γινόταν όλο και πιο σύντομο.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, στη διάρκεια της δικής του νοσηλείας ως ασθενούς, οι άλλοι ασθενείς φαίνονταν να αντιλαμβάνονται ότι ο Ρόζενχαν ήταν φυσιολογικός, και μάλιστα τη στιγμή που οι γιατροί δεν το καταλάβαιναν καν. Κάποιοι άλλοι συνεργάτες του Ρόζενχαν, που διαβιούσαν υπό παρόμοιες συνθήκες εγκλεισμού σε ολόκληρη τη χώρα, είχαν επίσης την ίδια αλλόκοτη εμπειρία∙ ότι δηλαδή οι παράφρονες μπορούσαν να εντοπίσουν τους εχέφρονες καλύτερα από τους θεράποντες γιατρούς. Μάλιστα, ένας νεαρός πλησίασε τον Ρόζενχαν στην αίθουσα ψυχαγωγίας και του είπε: «Εσύ δεν είσαι τρελός. Ή δημοσιογράφος είσαι ή καθηγητής». Ένας άλλος του είπε: «Κάνεις έλεγχο στο νοσοκομείο».

Όταν δημοσιεύθηκε το άρθρο του Ρόζενχαν στο περιοδικό Science, προξένησε κατακλυσμό από ξεχωριστές, μακροσκελείς και εξαιρετικά διασκεδαστικές επιστολές που διατύπωναν την αντεπιχειρηματολογία τους με δηκτικότητα. Ο Ρόζενχαν είχε υποτιμήσει την Ψυχιατρική ως επιστήμη κι αυτό ενθάρρυνε πολλούς αμερικανούς ψυχιάτρους να βάλουν τα δυνατά τους και να επιδείξουν την οξύνοια που διέπει τους συχνά αμφισβητήσιμους ισχυρισμούς τους.

Το πείραμα του Ρόζενχαν, όπως ίσως κάθε καλό έργο τέχνης, είναι εκθαμβωτικό, ισχυρό και ελαττωματικό. Εντούτοις, φαίνεται ότι στα συμπεράσματά του ενυπάρχουν ορισμένες βασικές αλήθειες. Οι ετικέτες πράγματι καθορίζουν πώς βλέπουμε αυτό που βλέπουμε. Η Ψυχιατρική είναι μία νεαρή επιστήμη, αν πρόκειται όντως για επιστήμη, επειδή μέχρι σήμερα στην πράξη στερείται της εμπεδωμένης γνώσης ως προς το σχετικό με τη Φυσιολογία υπόβαθρο των ψυχικών νοσημάτων, και η επιστήμη βασίζεται στο σώμα, στη μετρήσιμη ύλη. Οι ψυχίατροι, όχι όλοι αλλά πολλοί από αυτούς, σπεύδουν πράγματι να διατυπώσουν κρίσεις κι επικρίσεις φθάνοντας μέχρι σημείου να γίνονται πομπώδεις, ίσως επειδή είναι ανασφαλείς. Σε κάθε περίπτωση, η μελέτη του Ρόζενχαν δεν βοήθησε να ξεπεραστεί αυτή η ανασφάλεια. Το πείραμα έγινε δεκτό με οργή κι αργότερα, επιτέλους, φάνηκε μία πρόκληση. «Εντάξει», είπαν ασθμαίνοντας από κάποιο νοσοκομείο. «Νομίζετε ότι δεν ξέρουμε τι κάνουμε; Να μία πρόκληση. Μέσα στους επόμενους τρεις μήνες στείλτε όσους ψευδοασθενείς θέλετε στα επείγοντα περιστατικά μας και θα τους εντοπίσουμε. Εμπρός λοιπόν».

Ο Ρόζενχαν δέχτηκε την πρόκληση. Είπε ότι μέσα στους επόμενους τρεις μήνες θα έστελνε ένα μυστικό αριθμό ψευδοασθενών στο συγκεκριμένο νοσοκομείο και ότι το προσωπικό θα έπρεπε να κρίνει, σ’ ένα κατά κάποιο τρόπο αντίστροφο πείραμα, όχι ποιος ήταν ψυχικά άρρωστος, αλλά ποιος ήταν ψυχικά υγιής. Στο τέλος των τριών μηνών, το προσωπικό του νοσοκομείου ανέφερε στον Ρόζενχαν με μεγάλο βαθμό βεβαιότητας ότι είχε εντοπίσει 41 από τους ψευδοασθενείς του Ρόζενχαν. Στην πραγματικότητα, ο Ρόζενχαν δεν είχε στείλει κανέναν. Η υπόθεση έκλεισε. Η Ψυχιατρική έσκυψε το κεφάλι.

Από τη δεκαετία του 1970 μέχρι σήμερα πολλά έχουν αλλάξει στον χώρο της Ψυχιατρικής. Τα κριτήρια διάγνωσης, που διασφαλίζουν την αποτροπή χονδροειδών εικασιών και από τα οποία προκύπτει το πρόγραμμα θεραπείας, η πρόγνωση και ο καθορισμός του μέλλοντος που ανοίγεται στο άτομο, βελτιώνονται διαρκώς. Παράλληλα, έχει βελτιωθεί η στάση των επαγγελματιών, που εργάζονται σε τέτοια ιδρύματα, απέναντι στους ασθενείς, ο σεβασμός προς την ύπαρξή τους, η ευγένειά τους. Ωστόσο, αυτό που παραμένει σημαντικό στο πείραμα του Ρόζενχαν  είναι το γεγονός ότι διερεύνησε με κομψότητα τον τρόπο με τον οποίο διαστρεβλώνεται ο κόσμος μας, όταν τον κοιτάζουμε μέσα από ένα συγκεκριμένο φακό. Το πείραμά του υπαινίσσεται ότι, αναπόδραστα, η υποκειμενικότητα είναι έμφυτη και διάχυτη στον άνθρωπο και επομένως συμβάλλει τόσο στον εμπλουτισμό της βιβλιογραφίας της Φιλοσοφίας όσο και της Ψυχολογίας και της Ψυχιατρικής.

Προσαρμογή από το βιβλίο της Lauren Slater, Το κουτί της ψυχής – Τα 10 σπουδαιότερα ψυχολογικά πειράματα του 20ου αιώνα (εκδ. Οξ υ)

Για όσους ενδιαφέρονται, το πρωτότυπο άρθρο του D. Rosenhan, όπως δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Science, βρίσκεται εδώ: http://altmentalities.files.wordpress.com/2011/02/rosenhan-1973-on-being-sane-in-insane-places.pdf

Δεν αρκεί μόνο η αγάπη

beck

Έχω αφιερώσει ένα μεγάλο μέρος της επαγγελματικής μου ζωής στη μελέτη γνωστικών προβλημάτων της κατάθλιψης και του άγχους και, πιο πρόσφατα, των διαταραχών πανικού. Μέσα σε αρκετά χρόνια είχα την ευκαιρία να θεραπεύσω μία μεγάλη μερίδα ανθρώπων με προβληματικούς γάμους και αρκετούς που ζούσαν μαζί χωρίς να είναι παντρεμένοι. Σε πολλές περιπτώσεις, αυτές οι κλονισμένες σχέσεις οδήγησαν τον έναν από τους δύο συντρόφους σε άγχος και κατάθλιψη. Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, η κατάθλιψη και το άγχος επιδείνωσαν τις ήδη υπάρχουσες δυσκολίες της σχέσης.

Στρέφοντας την προσοχή μου στα προβλήματα μεταξύ των συντρόφων, ανακάλυψα πως αυτοί παρουσίαζαν τις ίδιες διαταραχές στον τρόπο σκέψης – γνωστικές διαστρεβλώσεις – με τους καταθλιπτικούς και αγχώδεις ασθενείς μου. Αν και δεν ήταν τόσο καταθλιπτικοί ή αγχώδεις ώστε να χρειάζονται θεραπεία συγκεκριμένα γι’ αυτές τις καταστάσεις, ήταν δυστυχισμένοι, νευρικοί και θυμωμένοι. Και, όπως έκαναν και οι ασθενείς μου, είχαν την τάση να προσηλώνονται στα αρνητικά στοιχεία του γάμου τους και να αδιαφορούν ή να κλείνουν τα μάτια τους στα θετικά.

Οι νιόπαντροι, μέσα στην ανάγκη τους για αγάπη και ρομαντισμό, δε θέλουν τίποτα παραπάνω από έναν επιτυχημένο γάμο. Συχνά πιστεύουν, τουλάχιστον στην αρχή, πως η σχέση τους είναι «διαφορετική» και πως η βαθιά αγάπη και η αισιοδοξία τους θα τη διατηρήσουν αρμονική. Κάποια στιγμή όμως, πολλοί σύζυγοι διαπιστώνουν πως δεν είναι προετοιμασμένοι ν’ αντιμετωπίσουν τα προβλήματα και τις συγκρούσεις του γάμου τους. Συνειδητοποιούν σιγά σιγά μία υποβόσκουσα δυσαρέσκεια, απογοήτευση και υπερένταση – συχνά χωρίς να γνωρίζουν σε ποιο βαθμό ακριβώς έγκειται το πρόβλημα.

Καθώς η σχέση βουλιάζει μέσα σε μία ατμόσφαιρα διαψεύσεων, φτωχής επικοινωνίας και παρεξηγήσεων, το ζευγάρι μπορεί ν’ αρχίσει να πιστεύει πως ο γάμος τους ήταν ένα λάθος. Σε καμιά περίπτωση η «κραυγή βοήθειας» δεν είναι τόσο δυνατή, όσο στους πελάτες μου εκείνους που βλέπουν τον κάποτε ευτυχισμένο γάμο τους να καταρρέει. Ακόμη και τα ζευγάρια που είναι παντρεμένα για τριάντα ή σαράντα χρόνια μπορεί να νιώθουν την ανάγκη να λύσουν τη σχέση τους, την οποία τώρα θεωρούν ως μία ατελείωτη πορεία λαθών και βασάνων.

Το γεγονός της διάλυσης τόσων πολλών γάμων δημιουργεί κατά κάποιον τρόπο ερωτηματικά. Σκεφτείτε όλες εκείνες τις δυνάμεις που θα περιμένατε να κρατούν κοντά τον ένα σύζυγο στον άλλο. Το να μπορεί ν’ αγαπά και ν’ αγαπιέται κανείς είναι οπωσδήποτε από τις πιο πλούσιες εμπειρίες που μπορεί να βιώσει ένας άνθρωπος. Σ’ αυτά προσθέστε και τα άλλα απορρέοντα αγαθά μίας σχέσης: οικειότητα, συντροφικότητα, αποδοχή και υποστήριξη – για να αναφέρουμε μόνο λίγα. Όταν νιώθετε θλίψη, έχετε κάποιον να σας παρηγορήσει, να σας ενθαρρύνει όταν είστε απογοητευμένοι και να μοιραστεί τη χαρά σας στις ευχάριστες στιγμές σας. Και, επιπλέον, απολαμβάνετε την εμπειρία της σεξουαλικής ικανοποίησης, που η φύση προσφέρει ως κίνητρο σε κάθε σύζυγο. Και, βέβαια, δεν μπορείτε να υποτιμήσετε τη χαρά της απόκτησης παιδιών και της δημιουργίας μίας οικογένειας.

Οι ελπίδες και οι παροτρύνσεις των γονιών και άλλων συγγενών, καθώς και οι προσδοκίες της κοινότητας στην οποία θα ζήσετε, αποτελούν τις εξωτερικές πιέσεις. Με όλες αυτές τις συνεκτικές δυνάμεις που δρουν για την ενδυνάμωση μίας σχέσης, τι είναι δυνατόν να πάει στραβά; Γιατί άραγε η αγάπη, ανεξάρτητα απ’ όλα τα άλλα κίνητρα, δεν είναι από μόνη της αρκετή για να κρατήσει δυο συντρόφους μαζί;

Δυστυχώς, υπάρχουν κάποιες φυγόκεντρες δυνάμεις που τίθενται σε λειτουργία και οι οποίες μπορούν να ταράξουν μια σχέση: αποθαρρυντικές διαψεύσεις, ακραίες παρερμηνείες και αδύναμη επικοινωνία. Η αγάπη από μόνη της σπάνια έχει το σθένος ν’ αντισταθεί σ’ αυτές τις διαιρετικές δυνάμεις και τα υποπροϊόντα τους, την οργή και τη δυσαρέσκεια. Κάποια άλλα συστατικά μιας καλής σχέσης είναι απαραίτητα για τη σταθεροποίηση της αγάπης παρά για τον κλονισμό της.

Τα εξειδανικευμένα μοντέλα γάμου που προβάλλονται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης δεν προετοιμάζουν τα ζευγάρια να αντεπεξέλθουν στις απογοητεύσεις, στις εντάσεις και στις συγκρούσεις που τυχόν θα συναντήσουν. Καθώς οι παρεξηγήσεις και οι συγκρούσεις συνδυάζονται για να προκαλέσουν θυμό ή δυσανασχέτηση, ο σύζυγος εκείνος που προηγουμένως ήταν εραστής, σύμμαχος και σύντροφος θεωρείται τώρα ανταγωνιστής.

Τι χρειάζεται για τη διατήρηση μίας σχέσης

Αν και η αγάπη είναι μία πανίσχυρη δύναμη που βοηθά τους συζύγους να αλληλοϋποστηρίζονται, να κάνει ο ένας τον άλλο χαρούμενο και να δημιουργούν οικογένεια, δε συνιστά από μόνη της την ουσία της σχέσης, μια ουσία που σχετίζεται με τα προσωπικά χαρακτηριστικά και τις αξίες που είναι καθοριστικά για τη στήριξη και την περαιτέρω ανάπτυξή της. Συγκεκριμένα προσωπικά χαρακτηριστικά είναι ιδιαίτερα σημαντικά για τη θεμελίωση μιας ευτυχισμένης σχέσης: αφοσίωση, ευαισθησία, γενναιοδωρία, ενδιαφέρον, πίστη, υπευθυνότητα, εμπιστοσύνη. Οι σύντροφοι πρέπει να συνεργάζονται, να συμβιβάζονται και να δρουν βάσει κοινών αποφάσεων. Πρέπει να είναι ελαστικοί, δεκτικοί και να μπορούν να συγχωρούν. Πρέπει να είναι σε θέση να ανέχονται τα ελαττώματα, τα λάθη και τις ιδιαιτερότητες ο ένας του άλλου. Καθώς οι «αρετές» αυτές καλλιεργούνται με το χρόνο, ο γάμος εξελίσσεται και ωριμάζει.

Τα ζευγάρια συχνά έχουν την ικανότητα να διαπραγματεύονται με ανθρώπους εκτός της σχέσης τους, αλλά πολύ λίγοι είναι εκείνοι που δημιουργούν μία σχέση διαθέτοντας τη βασική κατανόηση ή τις τεχνικές δεξιότητες που θα την κάνουν να ευδοκιμήσει. Τους λείπει συχνά η γνώση για το πώς πρέπει να πάρουν κοινές αποφάσεις ή να αποκρυπτογραφήσουν τις προθέσεις των συζύγων τους. Όταν στάζει μία βρύση στο σπίτι, έχουν τα εργαλεία για να σταματήσουν τη διαρροή. Όταν όμως η αγάπη αρχίσει να αιμορραγεί, δεν έχουν ιδέα για το πώς να επουλώσουν την πληγή.

Ο γάμος, ή ακόμη και η συμβίωση, διαφέρει από άλλες σχέσεις στη ζωή. Όταν δύο σύντροφοι του ίδιου είτε διαφορετικού φύλου ζουν μαζί, αφοσιωμένοι σε μία μακροχρόνια σχέση, αναπτύσσουν ορισμένες προσδοκίες ο ένας για τον άλλο. Η ένταση της σχέσης ενεργοποιεί ορισμένες χρόνιες, λανθάνουσες επιθυμίες για μία άνευ όρων αγάπη, πίστη και υποστήριξη. Και οι σύζυγοι, είτε με τη ρητή τους έκφραση, όπως με τους γαμήλιους όρκους, είτε με μία έμμεση δήλωση μέσω των πράξεών τους, αναλαμβάνουν την υποχρέωση να ικανοποιήσουν αυτές τις βαθιά ριζωμένες ανάγκες. Όλες οι πράξεις τους είναι επενδυμένες με σημασίες που πηγάζουν από αυτές τις επιθυμίες και προσδοκίες.

Εξαιτίας της σφοδρότητας των συναισθημάτων και των προσδοκιών, της βαθιάς εξάρτησης και των καθοριστικών- συχνά αυθαίρετων – συμβολικών μηνυμάτων που αποδίδει ο ένας στις πράξεις του άλλου, οι σύζυγοι είναι επιρρεπείς στο να παρερμηνεύσουν ο ένας τη συμπεριφορά του άλλου. Με την εμφάνιση των συγκρούσεων, συχνά συνέπεια της πενιχρής επικοινωνίας, οι σύντροφοι έχουν την τάση να αλληλοκατηγορούνται παρά να αντιμετωπίζουν τη σύγκρουση σαν ένα πρόβλημα που είναι δυνατόν να επιλυθεί. Καθώς προκύπτουν δυσκολίες, ενώ συγχρόνως αυξάνονται οι έχθρες και οι παρεξηγήσεις, οι σύζυγοι παραβλέπουν τα θετικά στοιχεία που εκδηλώνει και αντιπροσωπεύει ο / η σύντροφός τους: ότι είναι κάποιος που τους υποστηρίζει, εμπλουτίζει τις εμπειρίες τους και μοιράζεται τη χαρά της δημιουργίας μιας οικογένειας. Τέλος, μπορεί να αμφισβητήσουν την ίδια τη σχέση και, έτσι, να αποκλείσουν τη δυνατότητα να ξεκαθαρίσουν τα πολύπλοκα, επίμαχα σημεία που διαστρεβλώνουν την κατανόησή τους.

Τα πλέον συνηθισμένα προβλήματα σε ένα γάμο ή μία μακροχρόνια σχέση

Επιγραμματικά, τα πιο συνηθισμένα προβλήματα που απαντώνται σε ένα γάμο είναι:

(1) Η δύναμη του αρνητικού τρόπου σκέψης: Όταν οι αρνητικές αντιλήψεις καταλήγουν να επισκιάσουν τις θετικές πλευρές του γάμου.

(2) Η στροφή από την εξιδανίκευση στην απομυθοποίηση: όταν η εικόνα του συντρόφου αλλάζει από καλή σε κακή.

(3) Σύγκρουση διαφορετικών αντιλήψεων: Όταν οι σύντροφοι βλέπουν το ίδιο ακριβώς γεγονός αλλά και ο ένας τον άλλον με εντελώς διαφορετικό τρόπο.

(4) Επιβολή αυστηρών προσδοκιών και κανόνων: Ο καθορισμός συγκεκριμένων στάνταρ οδηγεί στο θυμό και στην απογοήτευση.

(5) Στασιμότητα στην επικοινωνία: Οι σύντροφοι δεν καταφέρνουν να ακούσουν αυτά που λέγονται και συχνά ακούνε πράγματα που δεν λέγονται.

(6) Συγκρούσεις για τη λήψη σημαντικών αποφάσεων και καταστροφή της σχέσης: Όταν οι προσωπικές προκαταλήψεις και η ανικανότητα επικοινωνίας διακόπτουν την ομαλή λειτουργία της σκέψης.

(7) Ο ρόλος των «αυτόματων σκέψεων» που προηγούνται του θυμού και της αυτοηττώμενης συμπεριφοράς: Ο αρνητικός τρόπος σκέψης οδηγεί στην πρόκληση και στην οργή.

(8) Διαταραχές της σκέψης και προκαταλήψεις που αποτελούν την ουσία του προβλήματος: Ο ρόλος των γνωστικών διαστρεβλώσεων στη συμπεριφορά των συντρόφων.

(9) Εχθρότητα, που καταλήγει στο να απομακρύνει τους συντρόφους.

Έχοντας κατά νου αυτά τα συνήθη προβλήματα που εμφανίζονται σε ένα γάμο ή μία μακροχρόνια σχέση συμβίωσης, θα είναι χρήσιμο να γνωρίζετε και τους στόχους σας στο γάμο, αλλά και το πώς θα μπορέσετε να τους πραγματοποιήσετε με τον καλύτερο τρόπο. Ως οδηγό, περιγράφω ποιους θεωρώ στόχους για έναν ιδανικό γάμο.

– Αγωνιστείτε για μία σταθερή θεμελίωση πίστης, αφοσίωσης, σεβασμού και ασφάλειας.

– Καλλιεργείστε τη στοργική, ευχάριστη πλευρά της σχέσης σας: ευαισθησία, ενδιαφέρον, κατανόηση και εκφράσεις τρυφερότητας και αγάπης.

– Δυναμώστε τη σχέση. Αναπτύξτε ένα αίσθημα συνεργασίας, αφοσίωσης και συμβιβασμού.

Οι βασικές αρχές πάνω στις οποίες στηρίζονται όλα τα παραπάνω είναι οι εξής:

– Τα ζευγάρια μπορούν να ξεπεράσουν τις δυσκολίες, αν πρώτα απ’ όλα αναγνωρίσουν ότι ένα μεγάλο μέρος της απογοήτευσης, της δυσαρέσκειας και του θυμού τους πηγάζει όχι από βασικές διαφορές αλλά από ατυχείς παρεξηγήσεις που οφείλονται σε ένα διαστρεβλωμένο τρόπο επικοινωνίας και σε προκατειλημμένες ερμηνείες που δίνει ο ένας για τη συμπεριφορά του άλλου.

– Οι παρεξηγήσεις αποτελούν συχνά μία ενεργή διαδικασία που λειτουργεί όταν ο ένας σύντροφος αναπτύσσει μία διαστρεβλωμένη αντίληψη για τον άλλο. Αυτή η διαστρέβλωση κάνει τον ένα σύζυγο να παρερμηνεύει αυτά που λέει ή κάνει ο άλλος και να του αποδίδει ανεπιθύμητα κίνητρα.

– Ο κάθε σύντροφος πρέπει να αναλάβει πλήρη ευθύνη για τη βελτίωση της σχέσης. Είναι ανάγκη να συνειδητοποιήσετε πως όντως έχετε επιλογές: μπορείτε να επιλέξτε όσες γνώσεις και ικανότητες διαθέτετε για τη δημιουργία μίας καλής σχέσης.

Προσαρμογή από το βιβλίο του Aaron Beck, Δεν αρκεί μόνο η αγάπη (εκδ. Πατάκη)

Carl Rogers

rogers

Carl Rogers: Αμερικανός ψυχολόγος και ψυχοθεραπευτής, συνιδρυτής της Ανθρωπιστικής προσέγγισης στην ψυχολογία και πατέρας της προσωποκεντρικής προσέγγισης στην ψυχοθεραπεία. Θεωρείται ο δεύτερος πιο σημαντικός ψυχολόγος του 20ου αιώνα, μετά τον S. Freud.

Η αγάπη του για τον άνθρωπο, η έμφαση που έδωσε στην ενσυναίσθηση και την άνευ όρων αποδοχή του πελάτη στην ψυχοθεραπευτική σχέση, η πίστη του στην εγγενώς θετική φύση του ανθρώπου, η κριτική που άσκησε στον ντετερμινιστικό χαρακτήρα της ψυχαναλυτικής θεωρίας, η απόρριψη της συμπεριφοριστικής (κυρίαρχης στην εποχή του) άποψης ότι το άτομο χρειάζεται κατεύθυνση, καθοδήγηση, τιμωρία και έλεγχο προκειμένου να βελτιώσει τη συμπεριφορά του και να προσαρμοστεί στην κοινωνία ομαλά, αλλά και η πρωτοποριακή εφαρμογή της έρευνας σε ψυχοθεραπευτικό πλαίσιο, χαρακτηρίζουν τη σκέψη και το έργο του. Βαθιά πεπεισμένος για την εσωτερική ελευθερία του ανθρώπου, χωρίς ωστόσο να παραγνωρίζει τον ρόλο και τη σημασία του κοινωνικού πλαισίου, θα πει: «…ο άνθρωπος δεν έχει τα χαρακτηριστικά µιας µηχανής, δεν είναι δέσµιος του ασυνειδήτου, ούτε χρειάζεται την κατεύθυνση, την καθοδήγηση, την τιµωρία ή τον έλεγχο. Παραµένει όµως δυστυχώς δέσµιος των κοινωνικών θεσµών και των θεωριών της ψυχολογίας».

Για την ενσυναίσθηση, αυτή την πολύτιμη έννοια που ο ίδιος εισήγαγε ως κεντρικό πυλώνα και προυπόθεση της αποτελεσματικότητας της ψυχοθεραπείας, εξηγεί πως, «Όταν λέω ότι χαίροµαι ακούγοντας κάποιον εννοώ ασφαλώς ότι τον ακούω βαθιά. Εννοώ ότι ακούω τις λέξεις, τις σκέψεις, τους συναισθηµατικούς τόνους, το προσωπικό νόηµα των εκφεροµένων, ακόµη και το νόηµα που βρίσκεται κάτω από τη συνειδητή πρόθεση του οµιλητή. Μερικές φορές επίσης σε ένα µήνυµα που επιφανειακώς δεν είναι πολύ σηµαντικό, ακούω µια βαθιά ανθρώπινη κραυγή που βρίσκεται θαµµένη και άγνωστη πολύ κάτω από την επιφάνεια του προσώπου».

Οι απόψεις του για το ρόλο και την ευθύνη του ψυχοθεραπευτή συμπυκνώνονται στα εξής:   «Είναι εφικτό να εξηγήσεις σε ένα άνθρωπο κάποια πράγµατα για τον εαυτό του, να του υπαγορεύσεις βήµατα, τα οποία θα µπορούσαν να τον οδηγήσουν µπροστά, να τον εκπαιδεύσεις στη γνώση, ώστε να υιοθετήσει ένα πιο ικανοποιητικό τρόπο ζωής. Όµως αυτές οι µέθοδοι είναι σύµφωνα µε την εµπειρία µου, ανώφελες και ανακόλουθες. Το µέγιστο που µπορούν να πετύχουν είναι κάποια προσωρινή αλλαγή, η οποία σύντοµα αναιρείται, αφήνοντας το άτοµο περισσότερο από ποτέ πεπεισµένο για την ανεπάρκεια του […] Ο ιδανικός άνθρωπος… δεν παρεµβαίνει στη ζωή των άλλων, ούτε επιβάλλει τον εαυτό του σε αυτούς. Ωστόσο βοηθά όλους τους άλλους στην ελευθερία τους.»

Πολυγραφότατος και δραστήριος καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, προτάθηκε το 1987 για Νόμπελ Ειρήνης. Γεννήθηκε στις 8 Ιανουαρίου του 1902 και μέχρι σήμερα το έργο και οι θεωρίες του εξακολουθούν να ασκούν σημαντική επιρροή στον χώρο της ψυχολογίας, της ψυχοθεραπείας, της συμβουλευτικής και της εκπαίδευσης.

Α. Αποστολοπούλου

Η Μέση Ηλικία Δεν Υπάρχει

Tiziano,_tre_età_dell'uomo_01

Θα σταθώ στον προφητικό πίνακα του Τιτσιάνο, «Οι τρεις ηλικίες του ανθρώπου». Στο κέντρο ενός ειδυλλιακού αρκαδικού τοπίου δεσπόζει ένα εικοσάχρονο ζεύγος. Η δαφνοστεφανωμένη νεαρή γυναίκα με ηδυπάθεια προσφέρει μια φλογέρα στον εραστή της που την κοιτάζει με λατρεία. Στο αριστερό μέρος του πίνακα δύο σχεδόν νεογέννητα μωρά είναι παραδομένα σε ένα μακάριο ύπνο. Η αθώα γύμνια των σωμάτων τους προστατεύεται από έναν φτερωτό ερωτιδέα. Στο βάθος του πίνακα το ειδυλλιακό τοπίο διακόπτεται απότομα. Ένας γέρος συλλογίζεται μελαγχολικά τις δύο νεκροκεφαλές που κρατά στα χέρια του. Ο πιστός στο πνεύμα της Αναγέννησης πίνακας έχει ξεχάσει μία «μικρή λεπτομέρεια». Ένα ολόκληρο ηλικιακό φάσμα που εκτείνεται ανάμεσα στη νεότητα και στο γήρας. Τη μέση ηλικία. Η μέση ηλικία είναι ανύπαρκτη. Και με αυτή την έννοια, ο πίνακας αποδεικνύεται εξαιρετικά μοντέρνος.

Το γήρας είναι απεχθές. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά μόνο η νεότητα. Όπως και στον πίνακα, έτσι και στο σύγχρονο κοινωνικό τοπίο όλα περιστρέφονται γύρω από αυτήν. Η νεότητα σήμερα δεν είναι το αγαθόν που ο καθένας μας ως κόρη οφθαλμού δικαιούται να διαφυλάττει. Η νεότητα συρρικνώνεται σε ένα επιβεβλημένο καταναλωτικό είδος. Και κατά έναν παράδοξο τρόπο, όσο περισσότερο την ψάχνεις, όταν πλέον δεν την έχεις, τόσο πιο πολύ απομακρύνεσαι από αυτήν.

Όλα γύρω μας είναι σαν να λένε: «Μείνε νέος ή πέθανε». Με κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο εκβιάζεται η παράταση της φευγαλέας νεότητας. Δεν υπάρχει δυνατότητα διαφυγής. Τα μίντια, οι γιγαντοαφίσες, οι φαρμακοβιομηχανίες, οι διαφημιστικές καμπάνιες, οι γιγαντιαίες εταιρείες καλλυντικών δεν σου υποδεικνύουν μόνο τι να αγοράσεις για να μείνεις νέος, σου δηλώνουν και τι οφείλεις να επιθυμείς. Ο μύθος της παντοτινά νέας γυναίκας εντείνει τον υφέρποντα καταναγκασμό. Το αψεγάδιαστο νεανικό γυναικείο σώμα, σαν επίμονο φάντασμα, στοιχειώνει τις συλλογικές φαντασιώσεις. Γίνεται η κυρίαρχη μεταφορά του «καλού αντικειμένου». Η απομάκρυνση από τη βιολογική νεότητα κατακλύζει τον ψυχισμό με τύψεις, ενοχές, φόβο, απόγνωση, απελπισία. Ιδίως για τη γυναίκα, η μέση ηλικία, πολύ περισσότερο από το ευκρινές γήρας, μετατρέπεται σε ταμπού. Η μέση ηλικία δεν υπάρχει. Έχει απορροφηθεί από το μύθο μίας μακροημερεύουσας πλασματικής νεότητας.

Η επιστήμη, η πρόοδος της ιατρικής, της βιολογίας, της γενετικής, αθέλητα ή και ηθελημένα ενίοτε, γίνονται οι συνένοχοι μιας ανίερης συμμαχίας. Η νεότητα αναμένεται να εξασφαλιστεί με ένα μαγικό χάπι ή με ένα μαγικό νυστέρι. Οι παρενέργειες μπορεί να είναι κωμικοτραγικές ή απλώς τραγικές. Ποιος όμως τις λογαριάζει;

Φωτεινή Τσαλίκογλου, Η Ψυχολογία της Καθημερινής Ζωής- η κουλτούρα του εφήμερου (Εκδ. Καστανιώτη)

Πίνακας: «Οι τρεις ηλικίες του ανθρώπου», Τιτσιάνο.