Το άτομο έναντι της ομάδας

lonelinessandlove

Μερικές φορές είναι δύσκολο να ξέρω ποιος είμαι, ενώ άλλες φωνές είναι διατεθειμένες και έτοιμες να με ορίσουν και να με εξηγήσουν. Το να είμαι ο εαυτός μου, κάποτε ήταν μια απλή υπόθεση, αλλά, με την αυξανόμενη ανάμειξη σε ομάδες, δεν είμαι πια τόσον αυθόρμητα σίγουρος. Μέρος απ’ αυτή την αμφιβολία προέρχεται από την ανατροφοδότηση και τις προσωνυμίες που δέχομαι: «είσαι εξαιρετικός», «είσαι πολύ ευγενικός», «είσαι πολύ νωθρός», «γνοιάζεσαι πάρα πολύ», «δεν ξέρεις καν ότι υπάρχω», «είσαι πολύ ισχυρός», «χρειάζεσαι ν’ αναπτύξεις περισσότερη δύναμη», «είσαι πάρα πολύ ευαίσθητος», «δεν είσαι αρκετά ευαίσθητος», «μ’ αρέσει το μουστάκι σου», «δεν μ’ αρέσει το μουστάκι σου», «κάμνεις ηθικολογικές κρίσεις», «ποτέ δεν είσαι πρόθυμος να κάμεις κρίσεις», «ο θρησκευτικός μυστικισμός σου με τρομάζει», «ο αθεϊσμός σου είναι ο λόγος που δεν σ’ εμπιστεύομαι», «δεν παρουσιάζεις αρκετή ηγετική ικανότητα», «είσαι πάρα πολύ ευθύς».

Είμαι πραγματικά τόσο ριζικά διαφορετικός για διαφορετικά άτομα; Είμαι ασυνεπής κι ευμετάβλητος; Πώς συμβαίνει να με αντιλαμβάνονται μ’ αυτούς τους αντίθετους τρόπους;

Όσο οι άλλοι δέχονται τις δικές μου αντιλήψεις για τον εαυτό μου σαν έγκυρες, δεν υπάρχει σύγκρουση. Αλλά όταν οι αυτοεκτιμήσεις μου διαφέρουν από εκείνο που βλέπουν οι άλλοι, αν επιμένω να διατηρώ τον εαυτό μου, τότε είναι αναπόφευκτο ότι θα αμφισβητηθώ, θα προκληθώ και μερικές φορές θα απορριφθώ. Ίσως μπορεί να επιτευχθεί μία ισορροπία που δεν εξαρτάται μόνο από τις αντιλήψεις μου για τον εαυτό μου, αλλά περιλαμβάνει και την ανατροφοδότηση των άλλων. Όταν δεν βρίσκομαι σε επαφή με τον εαυτό μου, οι αντιλήψεις των άλλων μπορεί να βοηθήσουν να βρω το δρόμο. Οπωσδήποτε, εγώ βλέπω αυτή την κατεύθυνση προς την αυτό-επίγνωση σαν μία τυχαία κίνηση από τα έξω προς τα μέσα. Είναι η πεποίθησή μου ότι τα ουσιαστικά σχήματα της προσωπικής ανάπτυξης παραμένουν μέσα μας και βγαίνουν προς τα έξω.  

Σε τελευταία ανάλυση, πρέπει να επιμείνω στις αισθήσεις μου και να συνεχίσω να πιστεύω σε ό,τι βλέπω, αισθάνομαι, ακούω και αγγίζω. Η εμπειρία μου είναι πραγματική, άσχετο τι λεν οι άλλοι και άσχετο πόσοι θα το πουν. Η τελική κρίση είναι δική μου, αν και σε κάθε σημείο της πορείας είμαι αρκετά δεκτικός για να μαθαίνω από τις εμπειρίες των άλλων [..]

Κάποτε απορώ πώς οι άλλοι μπορούν να είναι τόσο σίγουροι και απόλυτοι στις αντιλήψεις τους, όταν εγώ συχνά ψηλαφώ για να αποφασίσω ποιος είμαι, ιδίως όταν αντιμετωπίζω καινούριους ανθρώπους. Πώς συμβαίνει, ώστε εγώ να χρειάζομαι χρόνο ν’ αποφασίσω, ενώ οι άλλοι συχνά αποφασίζουν γρήγορα και μιλούν σαν να με ήξεραν καλύτερα απ’ ό,τι εγώ γνωρίζω τον εαυτό μου; Όταν υπάρχει κάποιο πρόβλημα, όταν ο εαυτός και οι άλλοι βρίσκονται σε διαφορές, η κατάσταση σπάνια διευκρινίζεται με μια γρήγορη ματιά μέσα μας. Όταν η αλλαγή είναι στιγμιαία, είναι πιο πιθανό να δεχόμαστε νέες σκέψεις ή αισθήματα μάλλον παρά να τα οικειοποιούμαστε σαν αναγκαία συστατικά ενός εαυτού. Οι πιέσεις της ομάδας, που μας σπρώχνουν να αντιλαμβανόμαστε πιο έγκυρα και πιο αποτελεσματικά, δεν είναι βοηθητικές. Το άτομο βοηθείται μόνο, όταν ενθαρρύνεται να μπει για λίγο στο δικό του μοναχικό κόσμο και να μείνει με τον εαυτό του μέχρι να φθάσει τη δική του καθαρότητα και αίσθηση της κατεύθυνσης. Μπορεί να ‘ναι δυνατό αυτή η ατομική αναζήτηση να συμβεί στην ομάδα, ή να ‘ναι αναγκαίο να αποσυρθεί το άτομο σε ένα ήσυχο μέρος.

Ο αυτό-στοχασμός συχνά απορρίπτεται σε μία ομάδα, ακόμη κι όταν είναι φανερό πως το άτομο χρειάζεται να μείνει με τον εαυτό του. Το άτομο πιέζεται να αποκλείσει ό,τι συμβαίνει μέσα του, πριν να γνωρίσει τον εαυτό του. Όταν το άτομο δοκιμάζει την πίεση και δραστηριοποιείται ή φοβερίζεται, δεν ακούει πια τον εαυτό του ούτε νοιώθει τις σκέψεις και τα αισθήματά του. Δεν γνωρίζει πια τι είναι πραγματικό. Για να επιτύχει μία κατάσταση ειρήνης με τους άλλους μπορεί να καταφύγει σε δραματικές μεθόδους ή μπορεί να συνθηκολογήσει και να κάνει ό,τι αναμένεται από τους άλλους να κάνει. Μέσα στην ομάδα, το άτομο χρειάζεται χρόνο, να του δοθεί ευκαιρία να σκεφτεί. Χρειάζεται χρόνο να εξετάσει, να ερευνήσει και να ακολουθήσει εσωτερικές σκέψεις και αισθήματα. Όταν μέλη της ομάδας ενοχλούν, απαιτούν και διαμορφώνουν γρήγορα δηλώσεις, όταν μία ισχυρή συγκινησιακή δύναμη κατευθύνεται εναντίον του μοναχικού ατόμου, το άτομο εμπλέκεται περισσότερο στις συγκινησιακές φορτίσεις παρά στη δική του αναζήτηση της αλήθειας. Η ατομική συνειδητοποίηση μπορεί να κινηθεί πιο σιγά από την ομαδική συνειδητοποίηση, αλλά στο τέλος αυτή είναι η μόνη πραγματική που έχει νόημα. Το άτομο θα ‘πρεπε να ήταν ελεύθερο να αποφασίσει κατά πόσο επιθυμεί να επιδιώξει την ταυτότητά τους μέσα στην ομάδα ή μόνο του και η απόφασή του θα ‘πρεπε να γίνει σεβαστή […]

Για να εξημερώσουμε έναν άλλο άνθρωπο, δεν χρειάζεται μία αυταρχική διαδικασία. Σύμφωνα με το νόημα του «Μικρού Πρίγκιπα», δεν σημαίνει να ημερέψουμε ή να καλουπιάσουμε ή να συντρίψουμε, να υποτάξουμε και να μειώσουμε πνευματικά ή να περιορίσουμε και να μαλακώσουμε, όπως συμβαίνει τόσο συχνά όταν ένα άτομο ξεχωρίζει έντονα και απειλεί την κλονισμένη ενότητα της ομάδας. Να εξημερώσουμε το άτομο σημαίνει να εγκαταστήσουμε δεσμούς μαζί του. Αυτό σημαίνει μία προθυμία να μπούμε στη ζωή του και να σεβαστούμε τις μοναδικές του απαιτήσεις. Να εξημερώσουμε σημαίνει να είμαστε πρόθυμοι να χάσουμε χρόνο, να μην βιαζόμαστε, αλλά να εκτιμούμε απλώς το ότι είμαστε μαζί με το πρόσωπο. «Οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει αυτή την αλήθεια», είπε η αλεπού. «Αλλά εσείς δεν πρέπει να το ξεχνάτε. Γίνεστε υπεύθυνοι, για πάντα, για ό,τι εξημερώσετε».

Clark E. Moustakas, Μοναχικότητα και αγάπη (Εκδ. Ταμασος) – απόσπασμα.

Η ωραία τρέλα του γαμήλιου έρωτα

bruckner19

Η υπερβολή της εποχής μας συνοψίζεται στο άπιαστο όνειρο: όλα σε ένα ή τα θέλω όλα. Ένα και μοναδικό πλάσμα πρέπει να συμπυκνώνει όλες μου τις προσδοκίες. Ποιος μπορεί να ανταποκριθεί σε τέτοια απαίτηση; Η ιλιγγιώδης αύξηση των διαζυγίων στην Ευρώπη δεν οφείλεται στον εγωισμό μας αλλά στον ιδεαλισμό μας: είναι αδύνατο να ζήσουμε μαζί, απέναντι στο είναι δύσκολο να μείνουμε μόνοι. Τα ζευγάρια διαλύονται όχι από απογοήτευση, αλλά από υπερβολική ιδέα για τον εαυτό τους. Από τον έρωτα δεν μένει παρά «το κεραυνοβόλο βλέμμα του θεού» (Αντρέ Μπρετόν) κι αυτό είναι το πρόβλημα. Παραφορτώνουμε το καράβι, το επενδύουμε με τόσες ελπίδες, ώστε τελικά ναυαγεί. Δεν υποφέρουμε από έλλειψη συναισθημάτων αλλά από υπερβολική ανάγκη για συναισθήματα.

Πιστεύω ακόμα στον μεγάλο έρωτα, ακούμε να λέμε. Όμως δεν έχει νόημα να πιστεύουμε σε μία αφηρημένη έννοια, όσο αξιοθαύμαστη κι αν είναι, καλύτερα να πιστεύουμε στα άτομα, τα ευάλωτα και ατελή άτομα. Αγαπώντας τον έρωτα καταλήγουμε στην εξιδανίκευσή του. Κάποτε αποκλεισμένος από τον γάμο, ο έρωτας-αίσθημα διαλύθηκε εκ των έσω προτού μπει σε κίνδυνο από τις υπερβολικές φιλοδοξίες – η βουλιμία του σηματοδοτεί και την απώλειά του. Από τότε που αφαιρέθηκαν τα εμπόδια που τον τροφοδοτούσαν με το να τον φρενάρουν, είναι υποχρεωμένος να βρει μόνος του τα μέσα για να ανανεωθεί. Πεθαίνει, όχι από τα εμπόδια που συναντά, αλλά από την εύκολη επιτυχία του. Λένε ότι το πάθος είναι ακαταμάχητο: πράγματι, αντιστέκεται σε όλα εκτός από τον ίδιο του τον εαυτό. Η αρχαία τραγωδία αντέτασσε μια αδύνατη ένωση στη σκληρή τάξη των πραγμάτων – η σύγχρονη τραγωδία είναι ο έρωτας που σκοτώνει τον εαυτό του, που πεθαίνει επειδή νικά. Η ελευθερία του τού επιτρέπει να φθάνει στο απόγειό του και να παρακμάζει. Ποτέ οι ερωτικές μας ιστορίες δεν ήταν τόσο βραχύβιες, ποτέ δεν έφταναν τόσο νωρίς στο κρεβάτι και στη συμβίωση, εφόσον δεν υπάρχουν πια εμπόδια. Η δυστυχία μας δεν οφείλεται πια στην έλλειψη, οφείλεται στον κορεσμό.

Πρόκειται για μια ευρέως διαδεδομένη ασθένεια: η δαιμονική αναζήτηση του ερωτικού αντικειμένου που απογοητεύει και αντικαθίσταται από ένα άλλο, το οποίο με τη σειρά του επισκιάζεται από ένα τρίτο, ένα τέταρτο, μία σειρά από φλόγες που τρεμοσβήνουν κι ύστερα χάνονται για πάντα. Ενθουσιαζόμαστε, ψυχραινόμαστε, δεν είμαστε ποτέ ικανοποιημένοι. Κάθε φορά υπερτιμάμε τα συναισθήματά μας, νιώθουμε ψευτοερωτοχτυπημένοι – όπως γράφει ο Σταντάλ, «πιστεύουμε ότι αγαπάμε κάποιον για όλη μας τη ζωή στη διάρκεια μίας και μοναδικής βραδιάς». Η αδελφή ψυχή δεν είναι ποτέ αρκετά ωραία, έξυπνη, σέξι, όλοι οι υποψήφιοι είναι καταδικασμένοι σε αποτυχία. Ο πρίγκιπας ήταν λοιπόν ένας τιποτένιος, η σεξοβόμβα μία ψυχρή νευρωτική, μία μέγαιρα. Αυτή είναι η κόλασή μας, αντίβαρο της προόδου: δεν μπορούμε να ερωτευτούμε άνδρες ή γυναίκες στο ύψος των προσδοκιών μας, επειδή οι προσδοκίες μας είναι μη ρεαλιστικές.

Έτσι, φτάνουμε στη μοναξιά. Μετά τα τριάντα, αντί να βρούμε το ονειρεμένο πλάσμα, καθόμαστε μπροστά στην τηλεόραση και μασουλάμε πρόχειρα φαγητά περιμένοντας να χτυπήσει το τηλέφωνο. Γι’ αυτό και πολλαπλασιάζονται οι μοναχικές και πονεμένες ψυχές στο διαδίκτυο, που συμμετέχουν σε μία αγορά «δεύτερο χέρι»: χωρισμένοι και ξαναπαντρεμένοι κάμποσες φορές «ερωτεύονται» έναν άγνωστο και είναι έτοιμοι να κάνουν τα ίδια λάθη, τις ίδιες εξωφρενικές επιλογές […]

Θα πεθαίνατε για κάποιον που αγαπάτε; Το ζήτημα όμως δεν μπαίνει έτσι, κυρίως πρέπει να είμαστε πρόθυμοι να ζήσουμε με κάποιον, όχι να πεθάνουμε. Η ρουτίνα της καθημερινότητας συνεπάγεται τη συνέπεια της κάθε στιγμής και κάνει ανώφελη την εξονυχιστική εξέταση της κάθε χειρονομίας, της κάθε ακραίας ή τυχαίας κίνησης. Κάποτε η συναισθηματική αγωγή συνίστατο στην αποφυγή της απογοήτευσης: έπρεπε να βρούμε το δρόμο μας στους μαιάνδρους της καρδιάς, να μην παραδοθούμε στις παρορμήσεις, να αντιμετωπίσουμε τις χίμαιρες της νιότης και να επιλέξουμε ένα πνευματικό και ηθικό δρομολόγιο. Όλη η φιλολογία μάς διδάσκεια, αντιθέτως, πώς να ανασκαλεύουμε τη φωτιά, πώς να φλεγόμαστε…Ανατροπή σε σχέση με την κλασική εποχή: η κλασική εποχή φοβόταν τα μεγάλα πάθη, που προκαλούν δυστυχία – εμείς φοβόμαστε τη χλιαρότητα…Στην πραγματικότητα, δεν φοβόμαστε πια την αναρχία της συμπεριφοράς, αλλά την εξάλειψη των συγκινήσεων. Αυτό που επιζητούμε είναι το πάθος – ποιητικό, ευτυχισμένο – χωρίς τις μοιραίες του συνέπειες.

Pascal Bruckner, Το παράδοξο του έρωτα (εκδ. Πατάκη) – απόσπασμα