Μιξοπολιού* προ-σχολικές (μόνο) αναμνήσεις

λαμπα.jpg

Αίσθηση: Οι κόπιτσες στον νηπιακό καβάλο – εκεί που κούμπωνε η ολόσωμη φορμίτσα. Κοφτερή σκληράδα στο κου-ντε-πιέ από το λουστρίνι παπούτσι. Χθές ήταν;

Τρόμος: Άσπρο σκυλί, «λουλού», της κυρίας στο ισόγειο. Με φερμάρει κολλημένον στην εξώπορτα, με ασημένιο τάληρο στη χούφτα. Το τάληρο θρυμματίζει τη τζαμαρία, ένα κομμάτι γυαλί σφηνώνεται στο μπράτσο μου. Ανεξάλειπτα: η ουλή στο μπράτσο και ο τρόμος μπροστά σε αγριεμένο σκυλί.

Γεύση: Με το ένα χέρι κλείνω τη μύτη μου σαν με τσιμπίδα. Στο άλλο κρατάω φέτα πορτοκάλι. Πρέπει να καταπιώ την κουταλιά το μουρουνόλαδο και να χώσω αμέσως στο στόμα μου το πορτοκάλι. Πληρώνω την καθυστέρηση (της αλλαγής των γεύσεων) ως σήμερα.

Προτίμηση: «Ποιο είναι το καλύτερό σου φαγητό;». Η απάντηση συνιστά πρωτίστως επίδειξη ότι έμαθα επιτέλους να προφέρω σωστά το κάπα: «Κοτόπουλο κοκκινιστό». Είναι και η μόνη ανάμνηση της γιαγιάς, δεν έχω άλλη εικόνα της.

Πανικός: Ο θυρωρός της διπλανής πολυκατοικίας, ο Μανώλης, με παίρνει μαζί του στην «Αθήνα». (Ξέρω ότι μένω στην πλατεία Αγάμων – η διάκριση πλατείας Αγάμων και «Αθήνας» μου είναι ακόμα δυσπρόσιτη.) Κόσμος πολύς, χάνω το χέρι του που με κρατούσε. Ο Μανώλης άφαντος κι εγώ για λίγα λεπτά στο κενό ενός πρωτόγνωρου φόβου. Πότε έπαψε να ξεμυτίζει πανικός σε ασυνόδευτη ξενιτειά;

Φιλίες: Στο διπλανό από το σπίτι μας οικόπεδο παίζω μόνος στους λάκκους με τα βροχόνερα. Πλησιάζει δειλά συνομήλικος άγνωστος. – Πώς σε λένε; – Τάκη. Ξεκινάμε ναυμαχίες με πλεούμενα στο νερόλακκο. – Θες να γίνουμε φίλοι; Χαμόγελο συγκατάθεσης. (Ζει άραγε σήμερα ο Τάκης;)

Εντυπωσιασμός: Βυθισμένος σε βαθειά πολυθρόνα ο Καραγάτσης, με ρόμπα φαρδειά, χώνει τη γάτα από τη μασχάλη μέσα στο μανίκι του και τη βγάζει στην παλάμη του φιλική και ναζιάρα. Τον χαζεύω κατάπληκτος.

Φύλο: Ανεβαίνω με την Κατερίνη στην ταράτσα, έχει να μαζέψει τη μπουγάδα. (Εμείς δεν έχουμε υπηρέτρια με μαύρο φουστάνι και άσπρη ποδιά, έχουμε όμως την Κατερίνη που δεν πάει πια σχολείο και βοηθάει τη μητέρα μου στις δουλειές.) Χαζεύω τα στεγνωμένα ρούχα. – Τι είναι αυτό; ρωτάω για κάποιο την Κατερίνη. – Να μη ρωτάς, είσαι μικρός, απαντάει περίεργα θορυβημένη. Όταν κατεβαίνουμε, σπεύδει να δώσει αναφορά στη μητέρα με συνωμοτικά μισόλογα. – Γιατί κάνεις έτσι; της λέει ήρεμα η μητέρα. Και σε μένα: – Αυτό το λέμε σουτιέν, το φοράμε οι γυναίκες για να μας κρατάει το στήθος.

Πράσινο: Το μεγάλο φυλλόδεντρο στην είσοδο του σπιτιού μας. Πρώτα στην Πρωτέως 3. Ύστερα, Σπάρτης 11. Πόσα χρόνια ζει το φυλλόδεντρο;

Κρουστό γαλάζιο: Ο ουρανός της Αθήνας τη μέρα που μπαίνουν οι Γερμανοί. Ένα αεροπλάνο κόβει ράθυμα βόλτες στην ανοιξιάτικη φωτοχυσία.

Κόκκινο: Το πελώριο στα μάτια μου πασχαλινό αυγό, δώρο από τον νονό μου. Έκθαμβος για το σοκολατένιο εύρημα στα σωθικά μου, αναφωνώ: Πω-πω ένας ό-ο-ρας! (Το κάπα ήταν η πιο καθυστερημένη γλωσσική μου κατάκτηση.)

Συλλαβισμός της ζωής, και η φλυαρία της μνήμης στέρηση. Ποιος είναι τελικά ο αληθινός εαυτός μου; Αυτό που ήμουν τότε, αυτό που είμαι σήμερα, αυτό που θα είμαι αύριο αν με προλάβει η άνοια; Πότε και πού σαρκώνεται η υποστατική μου ετερότητα, η υπαρκτική μου ταυτότητα, ο «πυρήνας» ή το «εγώ» μου; Στροβιλιζόμαστε στο κενό, στο αξεδιάλυτο μυστήριο του θανάτου. Μάθαμε τη συγκρότηση του πυρήνα των ατόμων, τα στοιχεία της ύλης των απώτατων γαλαξιών, τη σύνθεση του φωτός, τη δομή του DNA. Και δεν ξέρουμε να ορίσουμε τον ίδιο τον εαυτό μας. Το μόνο που ισχυρίζεσαι κι ο Θεός δεν μεταβάλλει, Κείνο το κάτι ανεξακρίβωτο που υπάρχει, Παρ’ όλα αυτά μέσα στο Μάταιο και στο Τίποτα. Ελύτης έφη.

[*Μιξοπολιός: ο κατά το ήμισυ πολιός, ο έχων εν μέρει πολιάς τρίχας, ψαρός, ψαρομάλλης.]

Χρήστος Γιανναράς, Απόσπασμα κειμένου που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό η λέξη, (τεύχος 148), σελ.643-647.

**έργο του Σπύρου Βασιλείου (1979)

Όταν οι ευκάλυπτοι θροΐζουν στις αλλέες

οκτανα Μνημόσυνον σε μαύρο μείζον

με βαθυπράσινους κισσούς

για έναν άνθρωπο που εις την Πρέβεζαν εχάθη.

Όσοι καμιά φορά από την Πρέβεζα περνάτε και στην υγρή κουφόβρασι στα καφενεία κάθεσθε να πιήτε έναν καφέ, ή ένα γλυκό του κουταλιού να φάτε, βαπόρι περιμένοντας ή κάποιο λεωφορείο, ακούοντας βοήν φωνών και συζητήσεων, ήχους ζαριών και επικλήσεις αυτών που σκύβουν επάνω από τα τάβλια, την μοίρα μάταια προσπαθώντας με τέχνη να παραμερίσουν, τα πούλια ζωηρά χτυπώντας, φιλώντας στις χούφτες των τα ζάρια, κουνώντας τα με δύναμιν και τέλος φωνάζοντας, καθώς τα ρίχνουν με ζέσιν ελπιζόντων: «Ντόρτια!… Δυάρες!… Εξάρες!…» όσοι, λέγω, σε αυτά τα καφενεία κάθεσθε, στη ζέστη του καλοκαιριού, την ώρα που φέρνετε στα χείλη σας το δροσερό ποτήρι, ή, μέσα στο ψύχος του χειμώνα τον αχνιστόν καφέ, προσμένοντας κάποιαν υπουργικήν απόφασιν, μετάθεσιν, ή κάποιο κέλευσμα ανεξιχνίαστον της Μοίρας, όσοι στα καφενεία της Πρεβέζης κάθεσθε, προσμένοντας τις οίδε τι – μην τον ξεχνάτε. Σε όλους τους τέτοιους καφενέδες – Πρεβέζης, Αθήνας, Πατρών – πάντα η ψυχή του πλανάται, όπως και εις τα στυγνά γραφεία τόσων νομαρχιών και υπουργείων, όπου ο ποιητής σε όλον του τον βίον, τις μέρες του εν μέσω τρομεράς ανίας μετρούσε σαν κομπολόϊ βαρετό, αυτός που έσφυζε εν τούτοις – ω, ειρωνεία – από θεσπέσια οράματα, για πράγματα που ο κόσμος ο πολύς, ο κόσμος ο κοντόφθαλμος ή και ο χυδαίος, χίμαιρες ή ουτοπίες τα ονομάζει. Διότι, αναμφιβόλως, ο ποιητής αυτός επάλλετο από τοιαύτα οράματα και αν έλεγε ο ίδιος ότι ιδανικά δεν είχε – είχε, μα από σεμνότητα ή απαλότητα ψυχής ή φοβον, ντρεπόταν να τα περιγράψη, ντρεπόταν να τα πη ή να τα ονομάση, αφού ήσαν όλα εδεμικά και πίστευε ότι ποτέ δεν θα μπορούσε, παρά μονάχα στα οράματά του τ’ απόκρυφα να τα εκφράση, να τα φθάση, ωσάν να ήτο κατηραμένος, κολασμένος ο νέος αυτός, ο τόσον (έξω απ’ την πράξιν την στερνήν και ίσως μέσα σε αυτήν) ο τόσον πολύ εν τη ουσία ευλογημένος.

Ω, ναι, πάντα σε τέτοια μέρη – Κρανίου τόπος, Γολγοθάς, ή χώρες της Στυγός – πάντα η ψυχή του θα πλανάται. Και θα πλανάται πάντα σαν του αδικοσκοτωμένου την ψυχή, που την δικαίωση ζητεί, σε όλα αυτά τα μέρη, καθώς και στα γραφεία εκείνα, όπου ο ποιητής αυτός, πίσω από σωρούς εγγράφων δημοσίου (βουνά υψηλά του χαρτοβασιλείου) και εμπρός στην ειδεχθή του κόσμου υποκρισίαν, νυχθημερόν ο ποιητής διαβιών, παρά την σκωπτικήν που κάποτε τον έπιανε μανίαν, με οίστρον σεραφεικόν και εξαίσιον τους ουρανούς της απολύτου αθωότητος ωραματίζετο. Και ίσως να έβλεπε εκ νέου ο ποιητής τα όνειρα των παιδικών του χρόνων, εις μίαν υπέρτατην προσδοκίαν νοσταλγών την άλλην εκείνην Εδέμ, την της ενδομητρίου ζωής, που εγνώρισε εις την κοιλίαν της μητρός του, πριν γεννηθή, πριν να κοπή ο ομφάλιος λώρος, επιθυμών, ίσως, να βρη εκ νέου τας ηδονάς των μη ορατών πλασμάτων, των αγεννήτων την ευδαιμονίαν επιζητών, την ύπαρξιν εν τη ανυπαρξία, που την ωνόμαζε ο ποιητής «μηδέν» (ίσως, εννοών την ένωσίν του με το Παν, ίσως ποθών μίαν αρραγή υπερατομικήν αθανασίαν) επιδιώκων την επιστροφήν του εις την καθολικήν, την αδιαφοροποίητον ύπαρξιν εκ της οποίας προήλθε, αναζητών τον όλβον των μακάρων στην χλωρασιά της μάνας γης, ένθα πάσα οδύνη απέδρα.

Μη πήτε λοιπόν ποτέ, ότι ο ποιητής αυτός δεν είχε ιδανικά, και την ύστατην πράξιν του δειλίαν μη την πήτε, μα πάντοτε να ενθυμήσθε, ιδίως όταν οι ευκάλυπτοι θροΐζουν στις αλλέες και βλέπετε κάποιον κατάκοπον εις την σκιάν των να κοιμάται, πάντα να ενθυμήσθε ότι αυτό που λέγεται Ειμαρμένη από δρόμους πολλούς μας έρχεται και προς σημεία απροσδόκητα συχνά πηγαίνει. Και να ενθυμήσθε πάντα τις πιστολιές εκείνες (τον Μαγιακόβσκη να ενθυμείσθε, τον Τρακλ, Εσσένιν και Κρεβέλ), τις πιστολιές εκείνες, που τις καρδιές τρυπούν και τις φωνές σωπαίνουν, πάντα να τις ενθυμήσθε, ό,τι και αν λεν, ό,τι και αν γράφουν οι εφημερίδες που τόσα και τόσα λεν – ως παραδείγματος χάριν: «Υπό συνθήκας αυτόχρημα δραματικάς, ο Κ.Κ. δημόσιος υπάλληλος εξ Αθηνών, μετατεθείς εις Πρέβεζαν εσχάτως, έθεσε τέρμα εις την ζωήν του… Στο Λύκειο των Ελληνίδων εδόθη χθες μέγας χορός∙ αι νεανίδες του Λυκείου, φέρουσαι εθνικάς ενδυμασίας, εξετέλεσαν Ελληνικούς χορούς∙ το φόρεμα της κυρίας Μ… από οργκαντί με ντεκολτέ πολύ μεγάλο ήτο απεριγράπτου ωραιότητος… Ο πρόεδρος της κυβερνήσεως εδέχθη χθες τον πρεσβευτήν της Ιαπωνίας… Οι φορτοεκφορτωταί της Ερμουπόλεως απήργησαν… Ευρέθη νέον φάρμακον κατά της σπειροχαίτης… Εις οίκον κακόφημον του Πειραιώς, ο εκδορεύς Ιωάννης Ν… κατέσφαξε την ιερόδουλον Αναστασίαν Χ… μητέρα τριών τέκνων».

Μη πήτε, λοιπόν, ποτέ, ότι ο νέος αυτός δεν είχε ιδανικά, διότι έσκυψε πολύ στο χείλος των αβύσσων (όπως αυτοί που κυνηγούν στα αλπικά βουνά, στην άκρη-άκρη των κρημνών τα εντελβάϊς), ακούων με φρίκην από υψηλά τους στόνους και τας οιμωγάς της Οικουμένης, ενώ, μεσ’ στην ψυχή του αντηχούσαν ίσως νεροσυρμαί κρυστάλλινοι και ήχοι θεσπέσιοι των Παραδείσων. Λόγια μη πήτε που να ισοδυναμούν με ψόγον ή με καταδίκην, δια τον νέον αυτόν που εις την Πρέβεζαν εχάθη, διότι η Πρέβεζα, όπου και αν βρίσκεσθε, πάντα κοντά σας θάναι. Και πάντα θα σας φοβερίζη, με καταχνιές, κουφόβρασι, με σπίτια που καταρρέουν, με τοίχους λεπρούς, με σκύλους ισχνούς και ψωραλέους, με ανθρώπους και κώνωπας ανωφελείς, με ελονοσίαν, με φυματίωσιν, με αιμοπτύσεις και φρικτήν αβάσταχτην ανίαν, με κάτι σαν πτώσιν λαιμητόμου σε νεκρικήν σιγήν, με κάτι σαν να εκσπερματίζης δίχως να έχης οργασμόν, με κάτι σαν περμαγκανάτ ή στύψι στον αέρα, με κάτι σαν άγονες γραμμές και αναμονές, με φράσεις ως οι ακόλουθες: «Ο κύριος Νομάρχης έρχεται… Δεν έρχεται… Ο κύριος Νομάρχης με το λαντώ του καταφθάνει!…» και με βαθειά, βαρειά μελαγχολία, καρδιοσπαράχτρα θλίψι, που φθάνει ως τους ουρανούς, πενθίμου καπνού τολύπη, πότε αργά, πότε γοργά, σαν σιγανού ή γρήγορου θανάτου λύπη, την ώρα που της καρδιάς, εν ακαρεί, ή με ανεπαισθήτως φθίνοντα βραδύ ρυθμό, σβήνουν για πάντα οι κτύποι.

Μη πήτε λοιπόν ποτέ λόγον κακόν δια τον νέον αυτόν που εις την Πρέβεζαν εχάθη. Ήτο σπουδαίος ποιητής, που από τρίχα μόλις θα έψαλλε τους οργασμούς της γης και όλους τους έρωτας των άστρων, αν Μοίρα σκληρή δεν έστεφε το μέτωπόν του με βαθυπράσινον κισσόν που εκόπη από τάφους, μα που και έτσι είναι κισσός, φυτό σπαρμένο απ’ τους θεούς, όπως και η δάφνη. Μην τον ξεχνάτε λοιπόν τον νέον αυτόν, το κάθετον τούτο λάβαρον της θλίψεως και του θανάτου, τον νέον αυτόν που εις τας ακτάς τους Αμβρακικού απέπτη, τον άσπρον άγγελον με τα κατάμαυρα πτερά μην τον ξεχνάτε, και, ακόμη, να τον αγαπάτε. Ήτο μεγάλος ποιητής ο νέος αυτός και ευγενής. Το λέγω και θα το ξαναπώ πολλάκις – είναι μεγάλος ποιητής ο Κώστας Καρυωτάκης.

Αθήνα, 9.12.1964

(Ανδρέας Εμπειρίκος, «Όταν οι ευκάλυπτοι θροΐζουν στις αλλέες», από την ποιητική συλλογή Οκτάνα [εκδ. Ίκαρος]. Πεζό ποίημα για τον Κώστα Καρυωτάκη και ταυτόχρονα, ένα προσωπικό σχόλιο του ποιητή για την πράξη αυτοκτονίας του Κ. Καρυωτάκη.)

Η ανουσιότης των προσευχών που εισακούστηκαν

PB

Οι χαμένες ψευδαισθήσεις: από την εποχή του ρομαντισμού, συνηθίζουμε να τις αντιπαρατάσσουμε στα ηρωικά όνειρα της νεότητας. Η ζωή υποτίθεται πως είναι το μοιραίο ταξίδι της ελπίδας προς την απογοήτευση, μια αιώνια εντροπία. Όμως σε αυτή την κοινοτοπία για τα χαμένα όνειρα μπορούμε να αντιπαραθέσουμε ένα άλλο μοντέλο: της τρισμακάριστης έκπληξης, των ψευδαισθήσεων που επανακτήθηκαν επειδή ο κόσμος των ονείρων, αντίθετα με τα όσα λέγονται, είναι φτωχός και ευτελής, ενώ η πραγματικότητα, μόλις αρχίσουμε να την εξερευνούμε, μας πνίγει με την αφθονία και την ποικιλομορφία της. «Ονομάζω μέθη του πνεύματος», έλεγε ο Ρόισμπρουκ, ένας Φλαμανδός μυστικιστής της Αναγέννησης, «εκείνη την κατάσταση όπου η απόλαυση ξεπερνάει τις δυνατότητες που είχε διαβλέψει η επιθυμία». Στην αρχή της προτεραιότητας, κατά την οποία η ζωή κρίνεται σύμφωνα με ένα πρόγραμμα, πρέπει να αντιπαραθέσουμε την αρχή της εξωτερικότητας: ο κόσμος ξεπερνάει κατά πολύ τις αναπαραστάσεις ή τις προσμονές μας, πρέπει να τις διαγράψουμε για να αρχίσουμε να τον αγαπάμε. Ο κόσμος δεν είναι απογοητευτικός, απογοητευτικές είναι οι χίμαιρες που παραλύουν το πνεύμα μου. Η ανουσιότης των προσευχών που εισακούστηκαν: υπάρχει κάτι το πολύ βαθύ σε αυτή τη σοφία που μας συνιστά να μη βρούμε ποτέ αυτό που αναζητούμε: «Προφυλάξτε με από αυτό που θέλω», είθε να μη ζήσω ποτέ στη Χρυσή Εποχή, στον κήπο των ευχών που εκπληρώθηκαν.

Τίποτα το πιο θλιβερό από το μέλλον όταν μοιάζει με αυτό που φανταστήκαμε. Τι απογοήτευση όταν οι ευχές μας συμπίπτουν με αυτό που βιώνουμε, ενώ υπάρχει μία ιδιαίτερη συγκίνηση στο να βλέπουμε τις προσδοκίες μας να αλλάζουν κατεύθυνση λόγω κάποιων ιδιαίτερων συμβάντων. (Και η λογοτεχνία της ευτυχίας είναι τις περισσότερες φορές μια λογοτεχνία όπου είτε η ελπίδα διαψεύδεται, είτε – αυτό είναι ακόμα πιο συνταρακτικό – πραγματώνεται, οπότε η επιθυμία ικανοποιείται, δηλαδή σκοτώνεται.) Η απόλαυση δεν γεννιέται τόσο από ένα πραγματοποιημένο σχέδιο, όσο από ένα σχέδιο που αλλάζει κάθε φορά που μια περιπέτεια το παρασύρει αλλού. Ενώ η πλήξη βρίσκεται πάντα στην πλευρά της ισορροπίας, δημιουργείται μία περίσσεια χαράς από τη στιγμή που το φαντασιακό αποδείχνεται πιο φτωχό σε θαύματα από την πραγματικότητα: «Είχα να διαλέξω ανάμεσα στη σφύρα και την καμπάνα, και τώρα ομολογώ πως αυτό που ουσιαστικά εισέπραξα ήταν ο ήχος» (Βικτόρ Σεγκαλέν). Κάθε παθιασμένη ζωή είναι ταυτόχρονα πραγμάτωση και ανατροπή, δηλαδή μια εξαίσια απογοήτευση όταν συμβαίνει εκείνο που δεν το λαχταρούσαμε και γινόμαστε ευαίσθητοι δέκτες όλων αυτών που καθιστούν τη ζωή πλούσια, φλογερή, μεθυστική. Η καταστροφή της αυταπάτης είναι πάντα μια πόρτα ανοιχτή στα θαύματα.

Με άλλα λόγια, ίσως να μην παύουμε ποτέ να ταλαντευόμαστε ανάμεσα σε δυο βασικές στάσεις: τη στάση του εισαγγελέα που καταδικάζει τη ζωή επειδή την αξιολογεί, παίρνοντας σαν βάση μία ουτοπία ή μία προκατειλημμένη ιδέα (ο Παράδεισος, το ευτυχισμένο αύριο, η ευτυχία) και τη στάση του δικηγόρου που την υποστηρίζει και την εκθειάζει με όλες του τις δυνάμεις τόσο με τις πίκρες όσο και με τις χαρές της, είτε τον πληγώνει άγρια είτε τον χαιδεύει γλυκά. Και όταν ο κατήγορος αναφωνεί: εξαπατήθηκα, ο συνήγορος απαντά: ευχαριστήθηκα.

Pascal Bruckner, Η αέναη ευφορία- δοκίμιο για το καθήκον της ευτυχίας (εκδ. Αστάρτη) – απόσπασμα

Κρίσεις ζωής

crisis Σε όρους ψυχολογίας, ως «κρίση» νοείται η αντίδραση που θα παρουσιάσει ένας άνθρωπος απέναντι σε ένα οποιοδήποτε γεγονός ή κατάσταση. Υπό αυτή την έννοια, γίνεται αυτομάτως αντιληπτό ότι ένα γεγονός, που μπορεί να καταρρακώσει ψυχικά και συναισθηματικά έναν άνθρωπο, κάποιον άλλον μπορεί να τον αφήσει έως και ανεπηρέαστο. Ο άνθρωπος που βιώνει μία κρίση, βρίσκεται ξαφνικά αντιμέτωπος με κάποιο εμπόδιο που δεν του επιτρέπει να προχωρήσει στους βασικούς στόχους της ζωής του και το οποίο δεν μπορεί να υπερπηδήσει – για κάποιο χρονικό διάστημα – με τα συνήθη μέσα επίλυσης προβλημάτων που διαθέτει. Έτσι, γίνεται φανερό ότι μία κρίση, όπως αυτή βιώνεται από τον κάθε άνθρωπο, ανατρέπει μία δεδομένη και εδραιωμένη ισορροπία και, ως εκ τούτου, ενδέχεται να προκαλέσει αποπροσανατολισμό, αίσθηση αβοηθησίας, θλίψη, σύγχυση και πανικό.

Αξίζει να σημειωθεί πως δεν υπάρχει ένα είδος κρίσης. Ανάλογα με τα επίπεδα στα οποία μας επηρεάζουν (σωματικό ή κοινωνικό) και ανάλογα με την ευθύνη ή όχι που φέρουμε για αυτές, μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερις διαφορετικούς τύπους κρίσης: υπάρχουν οι σωματικές, που απειλούν την ίδια μας την ακεραιότητα και την αίσθηση της ασφάλειας που έχουμε, οι κοινωνικές, όπως ένας πόλεμος ή μία επανάσταση, που αλλάζουν την θέση μας στον κόσμο σε σχέση με τους υπόλοιπους ανθρώπους, οι προσωπικές, που αφορούν τις εντελώς δικές μας, προσωπικές αποτυχίες, και βεβαίως οι πνευματικές κρίσεις, που έρχονται να ανατρέψουν εν μία νυκτί τα όσα θεωρούσαμε ως τώρα δεδομένα και μας κάνουν να αμφισβητούμε για το νόημα της ζωής μας. Πολλοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η έννοια της κρίσης κρύβει μέσα της το στοιχείο του κινδύνου και της ευκαιρίας. Στην πραγματικότητα, η Κινεζική λέξη για την κρίση ενσωματώνει τις έννοιες κίνδυνος και κρίσιμο σημείο. Το κρίσιμο σημείο, θα μετατραπεί σε ευκαιρία μόνο όταν η κατάσταση που βιώνει το άτομο βελτιωθεί. Βεβαίως, η αλήθεια είναι πως τη στιγμή που βιώνουμε μία κρίσιμη κατάσταση, το μόνο που αντιλαμβανόμαστε είναι το πρώτο στοιχείο, τον κίνδυνο, αδυνατώντας να φανταστούμε ότι μπορεί να υπάρχει κάποια θετική πλευρά στο μέλλον. Είναι η στιγμή που διαπιστώνουμε πως η γη χάνεται κάτω από τα πόδια μας, το μέλλον φαντάζει ζοφερό, τα στηρίγματα που μέχρι πρότινος είχαμε καταρρέουν και εμείς καλούμαστε να αποφασίσουμε μεταξύ δύο εναλλακτικών που μοιάζουν εξίσου αρνητικές: η επιλογή μίας νέας κατάστασης συνοδεύεται από τον φόβο για το άγνωστο και το ενδεχόμενο μίας αποτυχίας, ενώ η επιλογή της παλαιάς κατάστασης μπορεί να συνεπάγεται τον συμβιβασμό μας με μία στασιμότητα που θα διαιωνίσει ή και θα εντείνει πρότερες δυσκολίες. Και, ίσως τελικά να είναι αυτή η κατάσταση, η σύγκρουση ανάμεσα σε δύο δύσκολες καταστάσεις που να μας βυθίζει σε αυτό το αίσθημα της καταστροφής και του πανικού.

Το ερώτημα λοιπόν είναι τι κάνουμε. Πώς αντιμετωπίζουμε μία τόσο δύσκολη και τρομακτική μετάβαση στη ζωή μας; Ακόμα δε περισσότερο, πώς διαχειριζόμαστε μία κατάσταση για την οποία εν πολλοίς δεν νιώθουμε καν υπεύθυνοι, αφού ούτε την έχουμε προκαλέσει, ούτε μπορούμε προσωπικά και από μόνοι μας να την αποφύγουμε ή να την ρυθμίσουμε; Η απάντηση δεν είναι εύκολη, ούτε μπορεί να γενικευτεί σε όλους τους ανθρώπους και σε κάθε περίσταση. Άλλωστε, όπως προαναφέρθηκε, κάθε άνθρωπος αντιλαμβάνεται με διαφορετικό τρόπο τα γεγονότα που του συμβαίνουν και, επιπλέον, οι συνθήκες ζωής, το πλαίσιο στο οποίο ζει κανείς είναι διαφορετικά για τον καθένα από εμάς. Στόχος του παρόντος κειμένου δεν είναι να δώσει έτοιμες και γενικευτικές συνταγές ή οδηγίες διαχείρισης μίας κρίσης· άλλωστε δεν υπάρχουν. Στόχος είναι η σκιαγράφηση ενός γενικού πλαισίου μέσα στο οποίο, ο κάθε άνθρωπος, ανάλογα με την κατάσταση που βιώνει, θα μπορέσει να εντοπίσει σημεία και σκέψεις που ίσως τον βοηθήσουν να δει καλύτερα τη θέση του, τα πατήματά του μέσα στη δυσκολία που αντιμετωπίζει.

Την στιγμή που αντιλαμβανόμαστε έναν κίνδυνο, μία απειλή ενάντια στην ύπαρξη και τα σταθερά μας σημεία, η πρώτη, φυσιολογική και αυτόματη αντίδραση είναι ο φόβος. Ο φόβος, αρχικά είτε μας ωθεί σε παρορμητικές συμπεριφορές πανικού, είτε μας ακινητοποιεί – παγώνει το μυαλό και το σώμα μας. Σε αυτό το πρώτο στάδιο, χέρι βοήθειας μπορεί να αποδειχθεί η οικογένειά μας, οι φίλοι μας και οι γνωστοί μας, οι άνθρωποι που εμπιστευόμαστε και με τους οποίους θα μιλήσουμε και θα μοιραστούμε τους φόβους μας. Μπορεί επίσης να μας βοηθήσουν πρότερες εμπειρίες μας από άλλες κρίσεις, τις οποίες καταφέραμε να διαχειριστούμε. Πώς τις αντιμετωπίσαμε; Τι κάναμε, και τι δεν κάναμε; Τι και ποιος μας βοήθησε και με ποιον τρόπο; Σε κάθε περίπτωση, στόχος εδώ δεν είναι κάποιος επίπλαστος εφησυχασμός, αλλά περισσότερο η υπενθύμιση ότι στο παρελθόν τα έχουμε καταφέρει, και ότι υπάρχουν άνθρωποι γύρω μας που μπορούν να μας στηρίξουν – ίσως όχι τόσο υλικά ή πρακτικά, αλλά απλώς με το να είναι εκεί. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, θα ξεκινήσει σταδιακά μία προσωπική, εσωτερική κινητοποίηση για μία πιο ψύχραιμη εκτίμηση της όλης κατάστασης: Τι συμβαίνει, γιατί, πού ήμουν και πού βρέθηκα, πού οδηγεί, πώς νιώθω για αυτό, τι μπορώ και τι δεν μπορώ να κάνω για αυτό, ποιες είναι οι προτεραιότητές μου, ποια είναι τα περιθώριά μου; Αυτό βεβαίως δεν θα γίνει από τη μία στιγμή στην άλλη. Καθώς θα διερευνούμε τη δική μας θέση μέσα σε αυτό που βιώνουμε,  θα δώσουμε χρόνο στον εαυτό μας να εμπεριέξει και να επεξεργαστεί τις πληροφορίες και τα γεγονότα, έτσι ώστε να σχηματίσουμε μία όσο το δυνατόν πληρέστερη εικόνα της κατάστασης. Μόνο όταν κρίνουμε ότι την έχουμε εκτιμήσει επαρκώς, μπορούμε να προχωρήσουμε στο επόμενο βήμα που είναι η λήψη μίας απόφασης. Εδώ ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί κάτι σημαντικό: η απόφαση διαφέρει από την λύση. Πολλές φορές, η κατάσταση που βιώνουμε δεν έχει κάποια – κρυφή ή λιγότερο κρυφή – λύση. Μπορεί να είναι μία – προς το παρόν τουλάχιστον – αδιέξοδη κατάσταση. Ή μπορεί οι όποιες λύσεις να φαντάζουν εξίσου ζοφερές. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα βήματά μας στο μέλλον θα εξαρτηθούν από την στάση που θα επιλέξουμε να τηρήσουμε απέναντι στην κατάσταση. Το πώς θα σταθούμε απέναντι στην κρίση.

Μία απόφαση είναι να καταλήξω ότι δεν μπορώ ή δεν θέλω να προσαρμοστώ στα νέα δεδομένα. Ίσως και να κλείσω τα μάτια. Να συνεχίσω να δυσφορώ παθητικά, διαιωνίζοντας ή και εντείνοντας την προηγούμενη αρνητική κατάσταση. Μία άλλη απόφαση είναι να δεχθώ ότι αυτό που βιώνω, αυτή τη στιγμή, δεν μπορώ να το αλλάξω- μπορώ μόνο να αλλάξω εγώ ως προς αυτό. Να προσαρμοστώ. Να αλλάξω τον τρόπο ζωής μου, παίρνοντας την ευθύνη για αυτή και λειτουργώντας ως ενεργός πρωταγωνιστής σε μία κατάσταση που, τουλάχιστον μέσα από τα δικά μου χέρια, δεν αλλάζει. Βεβαίως, μπορεί να πληρώσουμε ένα τίμημα. Μπορεί και να αποτύχουμε. Είναι όμως κομμάτι της ζωής ο πόνος και η αποτυχία. Τουλάχιστον, ας μην μας βρουν παθητικούς δέκτες. Όταν θα υπερβούμε την κρίση, όταν θα έχουμε περάσει από το κρίσιμο σημείο, τότε θα γίνει ο απολογισμός. Άλλωστε, η επίγνωση πάντα εκ των υστέρων αποκτάται. Προηγείται πάντα η απόφαση και η δράση.

Ο Viktor Frankl ήταν ένας σημαντικός ψυχολόγος, που στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου κατάφερε να επιβιώσει στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, έχοντας χάσει ολόκληρη την οικογένειά του: μητέρα, σύζυγο, συγγενείς, φίλους, συναδέλφους. Δίπλα του, καθημερινά έβλεπε χιλιάδες ανθρώπους να πεθαίνουν χωρίς νόημα, χωρίς λόγο, άδικα και βάναυσα, παραιτημένοι και παραδομένοι στη συμφορά που τους είχε πλήξει. Αργότερα, στο βιβλίο που έγραψε για την εμπειρία του αυτή, σημείωσε πως, εκείνο που τελικά τον κράτησε στη ζωή μέσα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, ήταν μία σημαντική συνειδητοποίηση: πως το μοναδικό πράγμα που δεν μπορείς να στερήσεις από έναν άνθρωπο, είναι η ελευθερία να επιλέγει ο ίδιος το πώς θα αντιδράσει σε αυτό που του κάνεις. Η ύστατη ελευθερία του ανθρώπου είναι η δυνατότητα να επιλέξει τη στάση που θα κρατήσει απέναντι σε οποιαδήποτε περίσταση, όσο δύσκολη κι αν είναι αυτή.

Αποστολοπούλου Αντιγόνη, Συμβουλευτική Ψυχολόγος