S’i’ credesse che mia risposta fosse
a persona che mai tornasse al mondo,
questa fiamma staria sanza più scosse;
ma però che già mai di questo fondo
non tornò vivo alcun, s’i’ odo il vero,
sanza tema d’infamia ti rispondo.
Dante Alighieri,
La Commedia Divina: Inferno,
Canto XXVII 61-66
Άσε να πάμε τότε, εσύ κι εγώ,
Όταν το απόγευμα έχει απλωθεί ενάντια στον ουρανό
Σαν ασθενής που απ’ τον αιθέρα λιποθύμησε απάνω στο τραπέζι•
Άσε να πάμε, μέσω ορισμένων μισοέρημων στενών,
Των τραυλών συμβιβασμών
ταραγμένων βραδιών σε φτηνά ξενοδοχεία της μιας νύχτας
Και στρωμένων πριονίδια ρεστοράν με όστρακα στρειδιών:
Δρόμοι που εξακολουθούν σαν κάποιο επιχείρημα κουραστικό
Μιας δόλιας πρόθεσης
Για να σε οδηγήσουν σε ένα ερώτημα συντριπτικό…
Ω, μη ρωτάς, “Ποιό είναι αυτό;”
Άσε να πάμε κι ως επισκέπτες να δηλώσουμε παρόν.
Στο δωμάτιο οι γυναίκες έρχονται και πάνε
Καθώς για Μικελάντζελο μιλάνε.
H κίτρινη ομίχλη που τρίβει την πλάτη της πάνω στων παραθύρων το γυαλί,
Ο κίτρινος καπνός που τρίβει το ρύγχος του πάνω στων παραθύρων το γυαλί,
Έγλειψε τη γλώσσα του στις γωνιές του απόβραδου,
Χασομέρησε πάνω από τις λιμνούλες που στέκουν στην υδρορροή,
Άφησε να πέσει με την πλάτη η καπνιά που πέφτει από τις καμινάδες,
Γλίστρησε από την ταράτσα, έδωσε ένα σάλτο ξαφνικά,
Και βλέποντας ότι ήταν ένα τρυφερό Οκτωβρίου βράδυ,
Έστριψε γύρω από το σπίτι μια φορά, κι αποκοιμήθηκε.
Κι αλήθεια θα υπάρξει χρόνος
Για τον κίτρινο καπνό που γλιστράει σ’ όλο το δρόμο ως μακριά,
τρίβοντας την πλάτη του πάνω στων παραθύρων το γυαλί•
Θα υπάρξει χρόνος, θα υπάρξει χρόνος
Να προετοιμάσεις ένα πρόσωπο για να συνέρθεις τα πρόσωπα που συναντάς•
Θα υπάρξει χρόνος για να φονεύσεις και να δημιουργείς,
Και χρόνος για όλα τα έργα και τις ημέρες των χεριών
Που ορθώνουν κι αποθέτουν ένα ερώτημα στο πιάτο σου•
Χρόνος για σένα και χρόνος για μένα,
Και χρόνος όμως για δισταγμούς μια εκατοστή,
Και μια εκατοστή οράματα και αναθεωρήσεις,
Πριν τσάι και μια φρυγανιά να έχουνε παρθεί.
Στο δωμάτιο οι γυναίκες έρχονται και πάνε
Καθώς για Μικελάντζελο μιλάνε.
Κι αλήθεια θα υπάρξει χρόνος
Να αναρωτηθώ, “τολμάω άραγε;’ και, “άραγε τολμώ;”
Καιρός για να γυρίσω πίσω και τα σκαλιά να κατεβώ,
Με ένα καραφλό σημείο στη μέση των μαλλιών—
(Θα πούνε: “Πώς τα μαλλιά του ισχναίνουν έτσι”)
Το πρωινό μου το παλτό, το κολάρο μου ως το πιγούνι σφιχτά να ανεβαίνει,
Τη γραβάτα μου πλούσια και σεμνή, αλλά από μια απλή καρφίτσα αγκιστρωμένη—
(Θα πουν: “Μα πόσο τα χέρια και τα πόδια του έχουν ρέψει”)
Τολμάω άραγε
Να διαταράξω του σύμπαντος την στρέψη;
Σε ένα λεπτό υπάρχει χρόνος
Για αποφάσεις κι επανεξετάσεις που ένα λεπτό πρόκειται ν’ αντιστρέψει.
Γιατί τα έχω γνωρίσει ήδη όλα, γνωρίσει όλα:
Γνωρίσει τα απογεύματα, τα πρωινά, τα βράδια,
Έχω μετρήσει τη ζωή μου στου καφέ τα κουτάλια•
Γνωρίζω τις φωνές που φθίνουν μ’ ένα ετοιμοθάνατο φθινόπωρο
Κάτω απ’ τη μουσική που έρχεται από απώτερα δωμάτια.
Λοιπόν πώς θα ‘πρεπε ν’ αποτολμήσω;
Κι έχω τα μάτια γνωρίσει ήδη, γνωρίσει ένα προς ένα—
Τα μάτια που σε οριοθετούν σε μια αποδοσμένη φράση,
Kαι όταν είμαι αποδοσμένος, άτσαλα ξαπλωμένος πάνω σε μια πινέζα,
Όταν είμαι καρφιτσωμένος και συστρεφόμενος στον τοίχο,
Τότε πώς θα έπρεπε ν’ αρχίσω
Να φτύνω όλες τις γόπες των ημερών μου και της στάσης;
Και πώς θα έπρεπε ν’ αποτολμήσω;
Κι έχω τα χέρια γνωρίσει ήδη, όλα τους γνωρίσει ήδη—
Χέρια που είναι στολισμένα και άσπρα και γυμνά
(Αλλά στο φως της λάμπας, με καστανές τρίχες χνουδωτά!)
Είναι ίσως άρωμα από φουστάνι
Τούτο που τόσο να εκτρέπομαι με κάνει;
Χέρια που εκτείνονται σ’ ένα τραπέζι, ή τυλίγονται γύρω από ένα σάλι.
Και θα ‘πρεπε τότε εγώ να αποτολμήσω;
Και πώς θα έπρεπε ν’ αρχίσω;
Άραγε να πω, έχω πάει από στενούς δρόμους κατά το σούρουπο
Και παρακολουθήσει τον καπνό να ανεβαίνει απ’ τις πίπες
Ανδρών μοναχικών με δίχως πανωφόρι, σκυμμένων έξω από παράθυρα; …
Έπρεπε να ‘μουν ένα ζευγάρι από τραχιές δαγκάνες
Κόβοντας λάσπη μέσα από τα πατώματα ήσυχων θαλασσών.
Και το απόγευμα, το απόβραδο, κοιμάται τόσο ειρηνικά!
Μαλαγμένο από δάχτυλα μακριά,
Kοιμισμένο… κουρασμένο… ή παριστάνει πως δεν αισθάνεται καλά,
Τεντωμένο στο πάτωμα, εδώ πλάι σε σένα και σε μένα.
Θα ‘πρεπε μήπως, μετά το τσάι και τα κέικ και τα παγωτά,
Να έχω τη δύναμη να εξαναγκάσω τη στιγμή στην κρίση της;
Αλλά παρόλο που έχω κλάψει και νηστέψει, κλάψει και προσευχηθεί,
Παρόλο που έχω δει το κεφάλι μου (λιγάκι πλέον καραφλό) φερμένο σ’ ένα πιάτο,
Δεν είμαι προφήτης — κι εδώ δεν είναι ζήτημα μεγάλο•
Έχω δει τη στιγμή του μεγαλείου μου να τρεμοσβήνει,
Και έχω δει τον αιώνιο Υπηρέτη να μου κρατάει το παλτό, το γέλιο του να μισοκρύβει,
Και με δυο λέξεις, έχω φοβηθεί.
Kαι θ’ άξιζε άραγε τον κόπο, μετά απ’ όλα αυτά,
Mετά τις κούπες, τη μαρμελάδα, το τσάι,
Ανάμεσα στην πορσελάνη, σε μια κουβέντα δική σου και δική μου πλάι,
Άραγε θ’ άξιζε τον κόπο,
Nα είχα μπήξει με χαμόγελο τα δόντια μου στο θέμα,
Nα είχα πατικώσει το σύμπαν σε ένα τόπι στρογγυλό
Να το κυλήσω προς κάποιο ερώτημα συντριπτικό,
Να πω: «Είμαι ο Λάζαρος, ελθών απ’ τους νεκρούς,
Ελθών πίσω όλα να σας τα πω, σ’ όλους σας θα τα πω»—
Αν κάποια, τακτοποιώντας ένα μαξιλάρι στο κεφάλι της
Θα έλεγε ίσως: «Δεν είναι καθόλου αυτό που εννοούσα•
Δεν είναι αυτό, καθόλου»
Kαι θ’ άξιζε άραγε τον κόπο, μετά απ’ όλα αυτά,
Άραγε θ’ άξιζε τον κόπο,
Μετά απ’ τα ηλιοβασιλέματα και τους αυλόκηπους και τους βρεγμένους δρόμους,
Μετά απ’ τις νουβέλες, μετά τις κούπες του τσαγιού, μετά τις φούστες που σέρνονται στο πάτωμα—
κι αυτό, και τόσα περισσότερα ακόμη;—
Είναι αδύνατο να πω αυτό ακριβώς που εννοώ!
Αλλά ως εάν μια λάμπα μαγική έριχνε νεύρων σχέδια πάνω σε μια οθόνη:
Άραγε θ’ άξιζε τον κόπο
Αν κάποια, τακτοποιώντας ένα μαξιλάρι ή τινάζοντας το σάλι απ΄τον ώμο,
Και γυρίζοντας προς το παράθυρο, θα έλεγε ίσως:
«Δεν είναι αυτό καθόλου,
Δεν είναι αυτό που εννοώ, καθόλου.»
Όχι! Δεν είμαι ο πρίγκιπας Άμλετ, ούτε προοριζόμουν για να γίνω•
Εγώ είμαι ένας λόρδος που ακολουθεί, κάποιος που κάνει
Για να φουσκώσει η πλοκή, κάποια σκηνή τα εμπρός της για να πάρει,
Στον πρίγκιπα να δώσει συμβουλή• χωρίς αμφιβολία, ένα εργαλείο βολικό,
Υπάκουος, που χαίρεται να χρησιμεύει,
Διπλωματικός, προσεχτικός κι επιφυλακτικός•
Γεμάτος λόγια υψηλά, αλλά λιγάκι πληκτικός•
Κατά καιρούς, όντως, σχεδόν γελοίος—
Σχεδόν, κατά καιρούς, ο Τρελός.
Γερνάω … Γερνάω …
Tα παντελόνια μου με τα μπατζάκια γυρισμένα θα φοράω.
Nα κάνω τα μαλλιά χωρίστρα πίσω; Τολμάω να φάω από μια ροδακινιά;
Λευκά θα βάλω φανελένια παντελόνια, και θα περπατάω στην αμμουδιά.
Έχω ακούσει τις γοργόνες να τραγουδάνε, καθεμιά σε καθεμιά.
Δεν πιστεύω πως θα τραγουδήσουνε σ’ εμένα.
Τις έχω δει να ιππεύουνε τα κύματα προς τ’ ανοιχτά
Χτενίζοντας του κύματος τα τραβηγμένα πίσω άσπρα μαλλιά
Όταν ο άνεμος φυσάει το νερό άσπρο και σκοτεινό.
Έχουμε αργοπορήσει στα θαλάμια του πυθμένα
Δίπλα σε θαλασσινά κορίτσια που φύκια κόκκινα φαιά φορούνε
Μέχρι ανθρώπινες φωνές να μας ξυπνήσουν, και πνιγούμε.
T.S. Eliot
(μετάφραση: Μ. Θεοφιλάκου)