Χωρίς να είμαστε τίποτ’ άλλο παρά μόνο άνθρωποι

 dt

Χωρίς να είμαστε τίποτ’ άλλο παρά μόνο άνθρωποι, περπατήσαμε μέσ’ απ’ τα δέντρα
Φοβισμένοι, αφήνοντας τις λέξεις μας να είναι τρυφερές
Από φόβο μήπως ξυπνήσουμε τις κουρούνες,
Από φόβο μήπως έρθουμε
Αθόρυβα μέσα σ’ έναν κόσμο φτερών και κραυγών.

Αν ήμασταν παιδιά, ίσως να σκαρφαλώναμε,
Θα πιάναμε τις κουρούνες να κοιμούνται, και δεν θα σπάγαμε ούτε κλαράκι,
Και, μετά το μαλακό ανέβασμα,
Θα τινάζαμε τα κεφάλια μας πιο πάνω απ’ τα κλαριά
Για να θαυμάσουμε την τελειότητα των άστρων.

Πέρα απ’ τη σύγχυση, όπως συμβαίνει συνήθως,
Και τον θαυμασμό για όσα ο άνθρωπος γνωρίζει,
Πέρα απ’ το χάος θα ‘ρχόταν η μακαριότητα.

Αυτό, τότε, είναι ομορφιά, είπαμε,
Παιδιά που με θαυμασμό κοιτάζουν τ’ αστέρια,
Είναι ο σκοπός και το τέλος.

Χωρίς να είμαστε τίποτ’ άλλο παρά μόνο άνθρωποι, περπατήσαμε μέσ’ απ’ τα δέντρα.

Dylan Thomas [μετάφραση: Βίλκη Τσελεμέγκου-Αντωνιάδου]

[Ευχαριστώ: http://www.bibliotheque.gr]

Θυμός

anger

Από τη γέννηση ως το θάνατο, οι άνθρωποι δεν παύουν να βιώνουν άπειρα συναισθήματα – φόβο, πόνο, ανημποριά, θυμό, χαρά, ζήλια και αγάπη – όχι γιατί είναι σωστά, αλλά γιατί απλώς τα νιώθουν. Το ν’ αφήσεις τον εαυτό σου να έρθει σ’ επαφή με κάθε πλευρά της οικογενειακής σου ζωής, μπορεί να προκαλέσει ριζικές βελτιώσεις της κατάστασης. Πιστεύω πως οτιδήποτε μπορεί να συζητηθεί και να γίνει αντιληπτό σαν κάτι ανθρώπινο.

Ας εξειδικεύσουμε το θέμα μας. Ας πάρουμε το θυμό. Πολλοί δεν καταλαβαίνουν πως ο θυμός αποτελεί απαραίτητο ανθρώπινο συναίσθημα έκτακτης ανάγκης. Επειδή ο θυμός καμμιά φορά ξεσπάει με καταστροφικές πράξεις, ο κόσμος νομίζει πως ο ίδιος ο θυμός είναι καταστρεπτικός. Δεν καταστρέφει ο θυμός, μα η πράξη που προέρχεται απ’ αυτόν.

Ας εξετάσουμε ένα ακραίο παράδειγμα. Ας υποθέσουμε ότι σε φτύνω. Αυτό, πιθανόν εσύ να το νιώσεις σαν κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Να το νιώσεις σαν επίθεση και να αισθανθείς άσχημα για τον εαυτό σου και θυμωμένος εναντίον μου. Μπορεί να θεωρήσεις τον εαυτό σου αντιπαθητικό (υπήρχε κανείς άλλος λόγος να σου επιτεθώ;) Αισθάνεσαι πληγωμένος, με μειωμένη αυτοεκτίμηση, μόνος και ίσως χωρίς φίλους. Αν και φέρεσαι με θυμό, αισθάνεσαι πληγωμένος – πράγμα για το οποίο δεν έχεις παρά αμυδρή αντίληψη. Πώς θα δείξεις τι αισθάνεσαι; Τι θα πεις; Τι θα κάνεις;

Έχεις επιλογές. Μπορείς να με φτύσεις και συ. Μπορείς να με χτυπήσεις. Μπορείς να κλάψεις και να με παρακαλέσεις να μην το ξανακάνω. Μπορείς να μ’ ευχαριστήσεις. Μπορείς να το βάλεις στα πόδια. Μπορείς να εκφραστείς με ειλικρίνεια και να μου πεις πόσο θυμωμένος είσαι. Τότε πιθανότατα θα μπορέσεις να έρθεις σ’ επαφή με την αίσθηση της προσβολής και να μου μιλήσεις γι’ αυτό. Τότε θα μπορέσεις να με ρωτήσεις πώς έγινε και σ’ έφτυσα.

Οι κανόνες σου θα σε οδηγήσουν με ποιο τρόπο να εκφράσεις την αντίδρασή σου. Αν οι κανόνες σου επιτρέπουν τις ερωτήσεις, μπορείς να με ρωτήσεις και να καταλάβεις. Αν οι κανόνες σου δεν επιτρέπουν τις ερωτήσεις, μπορεί να μαντέψεις και ίσως να μαντέψεις λαθεμένα. Το φτύσιμο μπορεί να εκφράζει πολλά και διάφορα. Μπορείς να αναρωτηθείς: μ’ έφτυσε γιατί δεν της άρεσα; Επειδή είναι θυμωμένη μαζί μου; Επειδή νιώθει απογοητευμένη απ’ τον εαυτό της; Από κάποιο ακούσιο μυϊκό σπασμό; Μ’ έφτυσε γιατί ήθελε να την προσέξω; Αυτές οι πιθανότητες μπορεί να φαίνονται παρατραβηγμένες, αλλά για σκέψου τις λίγο. Δεν είναι καθόλου παρατραβηγμένες.

Ας μιλήσουμε λίγο ακόμα για το θυμό γιατί είναι πολύ σημαντικός. Δεν είναι βίτσιο, αλλ’ ανθρώπινη συγκίνηση, άξια σεβασμού και χρήσιμη σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης. Κανένας άνθρωπος δεν περνάει τη ζωή του δίχως ν’ απαντήσει μερικές έκτακτες καταστάσεις κι όλους μάς έχει κάποτε κυριέψει ο θυμός.

Όποιος θέλει να θεωρείται Καλός Άνθρωπος (και ποιος δεν το θέλει;) προσπαθεί να συγκρατήσει το θυμό του. Κανέναν όμως δεν ξεγελάει. Έχεις ποτέ δει κάποιον φανερά θυμωμένο να προσπαθεί να μιλήσει σαν να μην τρέχει τίποτα; Τεντωμένοι οι μυώνες, τα χείλια σφιγμένα, κοφτή η ανάσα του, αλλαγμένο το χρώμα του, μισόκλειστα τα μάτια τους, καμιά φορά κι ολόκληρο το σώμα του τεντωμένο.

Όσο περνάει ο καιρός, το άτομο, που ο κανόνας του λέει πως ο θυμός είναι κακός ή επικίνδυνος, συγκεντρώνει την ένταση πιο βαθιά μέσα του. Οι μυώνες, το πεπτικό σύστημα, ο καρδιακός ιστός, τα τοιχώματα των αρτηριών και των φλεβών σκληραίνουν, παρόλο που το εξωτερικό φαίνεται ήρεμο, ψύχραιμο και συγκρατημένο. Μόνο ένα στιγμιαίο ατσάλινο βλέμμα ή κάποιοι σπασμοί στο αριστερό πόδι δείχνουν τι πραγματικά αισθάνεται το άτομο. Σύντομα εμφανίζονται όλες οι σωματικές εκδηλώσεις της αρρώστιας που προέρχεται από το εσωτερικό σφίξιμο, όπως είναι η δυσκοιλιότητα και η υψηλή πίεση. Έπειτ’ από ένα διάστημα, το άτομο δεν αντιλαμβάνεται πια το θυμό του, αλλά μόνο τον πόνο μέσα του. Τότε, μπορεί να πει ειλικρινά: «Δε θυμώνω. Μόνο που με πονάει η χολή μου«. Τα συναισθήματα αυτού του ατόμου έχουν θαφτεί βαθιά, λειτουργούν ακόμα, μα πέρα από την ακτίνα της συνειδητής αντίληψης.

Μερικοί άνθρωποι δε φτάνουν ως εκεί, αλλά δημιουργούν ένα βυτίο όπου αποθηκεύουν το θυμό τους. Το βυτίο γεμίζει και κάθε τόσο ξεσπάει με εκρήξεις για μικροπράγματα.

Πολλά παιδιά διδάσκονται πως είναι κακό να μαλώνει κανείς και να πληγώνει τους άλλους. Ο θυμός προκαλεί καβγάδες, άρα είναι «κακό πράγμα». Πάρα πολλοί δεχόμαστε το αξίωμα πως «για να μεγαλώσεις ένα καλό παιδί, να εξοστρακίσεις το θυμό». Είναι σχεδόν αδύνατο να υπολογίσεις πόσο μπορεί να βλάψει το παιδί αυτού του είδους η διδασκαλία.

Αν επιτρέπεις στον εαυτό σου να πιστεύει πως ο θυμός είναι ένα φυσιολογικό, ανθρώπινο συναίσθημα σε ορισμένες καταστάσεις, τότε θα μπορείς να τον σέβεσαι και να τον τιμάς, να τον παραδέχεσαι ελεύθερα σαν μέρος του εαυτού σου και να μάθεις πως υπάρχουν πολλοί τρόποι να τον χρησιμοποιείς. Αν αντιμετωπίσεις τα συναισθήματα του θυμού σου και τα φανερώσεις καθαρά και με ειλικρίνεια στο «φταίχτη», πολύς από τον «ατμό» θα εξαφανιστεί μαζί με την ανάγκη για καταστρεπτική αντίδραση. Εσύ επιλέγεις και έτσι μπορείς να νιώσεις ότι εσύ κυβερνάς τον εαυτό σου. Και συνεπώς να αισθανθείς ικανοποιημένος απ’ τον εαυτό σου. Οι σχετικοί κανόνες της οικογένειας καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό, αν θα μπορέσεις ή όχι να ωριμάσεις μαζί με το θυμό σου ή αν θα αφεθείς να πεθαίνεις από λίγο κάθε φορά εξαιτίας του.

V. Satir, απόσπασμα από το βιβλίο Πλάθοντας Ανθρώπους (εκδ. Κέδρος) – Κεφάλαιο 9 «Οι Κανόνες που Ακολουθείς στη Ζωή»

Το ερωτικό τραγούδι του Τζέι Άλφρεντ Προύφροκ

prufrock
S’i’ credesse che mia risposta fosse
a persona che mai tornasse al mondo,
questa fiamma staria sanza più scosse;
ma però che già mai di questo fondo
non tornò vivo alcun, s’i’ odo il vero,
sanza tema d’infamia ti rispondo.
Dante Alighieri,
La Commedia Divina: Inferno,
Canto XXVII 61-66

Άσε να πάμε τότε, εσύ κι εγώ,
Όταν το απόγευμα έχει απλωθεί ενάντια στον ουρανό
Σαν ασθενής που απ’ τον αιθέρα λιποθύμησε απάνω στο τραπέζι•
Άσε να πάμε, μέσω ορισμένων μισοέρημων στενών,
Των τραυλών συμβιβασμών
ταραγμένων βραδιών σε φτηνά ξενοδοχεία της μιας νύχτας
Και στρωμένων πριονίδια ρεστοράν με όστρακα στρειδιών:
Δρόμοι που εξακολουθούν σαν κάποιο επιχείρημα κουραστικό
Μιας δόλιας πρόθεσης
Για να σε οδηγήσουν σε ένα ερώτημα συντριπτικό…
Ω, μη ρωτάς, “Ποιό είναι αυτό;”
Άσε να πάμε κι ως επισκέπτες να δηλώσουμε παρόν.

Στο δωμάτιο οι γυναίκες έρχονται και πάνε
Καθώς για Μικελάντζελο μιλάνε.

H κίτρινη ομίχλη που τρίβει την πλάτη της πάνω στων παραθύρων το γυαλί,
Ο κίτρινος καπνός που τρίβει το ρύγχος του πάνω στων παραθύρων το γυαλί,
Έγλειψε τη γλώσσα του στις γωνιές του απόβραδου,
Χασομέρησε πάνω από τις λιμνούλες που στέκουν στην υδρορροή,
Άφησε να πέσει με την πλάτη η καπνιά που πέφτει από τις καμινάδες,
Γλίστρησε από την ταράτσα, έδωσε ένα σάλτο ξαφνικά,
Και βλέποντας ότι ήταν ένα τρυφερό Οκτωβρίου βράδυ,
Έστριψε γύρω από το σπίτι μια φορά, κι αποκοιμήθηκε.

Κι αλήθεια θα υπάρξει χρόνος
Για τον κίτρινο καπνό που γλιστράει σ’ όλο το δρόμο ως μακριά,
τρίβοντας την πλάτη του πάνω στων παραθύρων το γυαλί•
Θα υπάρξει χρόνος, θα υπάρξει χρόνος
Να προετοιμάσεις ένα πρόσωπο για να συνέρθεις τα πρόσωπα που συναντάς•
Θα υπάρξει χρόνος για να φονεύσεις και να δημιουργείς,
Και χρόνος για όλα τα έργα και τις ημέρες των χεριών
Που ορθώνουν κι αποθέτουν ένα ερώτημα στο πιάτο σου•
Χρόνος για σένα και χρόνος για μένα,
Και χρόνος όμως για δισταγμούς μια εκατοστή,
Και μια εκατοστή οράματα και αναθεωρήσεις,
Πριν τσάι και μια φρυγανιά να έχουνε παρθεί.

Στο δωμάτιο οι γυναίκες έρχονται και πάνε
Καθώς για Μικελάντζελο μιλάνε.

Κι αλήθεια θα υπάρξει χρόνος
Να αναρωτηθώ, “τολμάω άραγε;’ και, “άραγε τολμώ;”
Καιρός για να γυρίσω πίσω και τα σκαλιά να κατεβώ,
Με ένα καραφλό σημείο στη μέση των μαλλιών—
(Θα πούνε: “Πώς τα μαλλιά του ισχναίνουν έτσι”)
Το πρωινό μου το παλτό, το κολάρο μου ως το πιγούνι σφιχτά να ανεβαίνει,
Τη γραβάτα μου πλούσια και σεμνή, αλλά από μια απλή καρφίτσα αγκιστρωμένη—
(Θα πουν: “Μα πόσο τα χέρια και τα πόδια του έχουν ρέψει”)
Τολμάω άραγε
Να διαταράξω του σύμπαντος την στρέψη;
Σε ένα λεπτό υπάρχει χρόνος
Για αποφάσεις κι επανεξετάσεις που ένα λεπτό πρόκειται ν’ αντιστρέψει.

Γιατί τα έχω γνωρίσει ήδη όλα, γνωρίσει όλα:
Γνωρίσει τα απογεύματα, τα πρωινά, τα βράδια,
Έχω μετρήσει τη ζωή μου στου καφέ τα κουτάλια•
Γνωρίζω τις φωνές που φθίνουν μ’ ένα ετοιμοθάνατο φθινόπωρο
Κάτω απ’ τη μουσική που έρχεται από απώτερα δωμάτια.
Λοιπόν πώς θα ‘πρεπε ν’ αποτολμήσω;

Κι έχω τα μάτια γνωρίσει ήδη, γνωρίσει ένα προς ένα—
Τα μάτια που σε οριοθετούν σε μια αποδοσμένη φράση,
Kαι όταν είμαι αποδοσμένος, άτσαλα ξαπλωμένος πάνω σε μια πινέζα,
Όταν είμαι καρφιτσωμένος και συστρεφόμενος στον τοίχο,
Τότε πώς θα έπρεπε ν’ αρχίσω
Να φτύνω όλες τις γόπες των ημερών μου και της στάσης;
Και πώς θα έπρεπε ν’ αποτολμήσω;

Κι έχω τα χέρια γνωρίσει ήδη, όλα τους γνωρίσει ήδη—
Χέρια που είναι στολισμένα και άσπρα και γυμνά
(Αλλά στο φως της λάμπας, με καστανές τρίχες χνουδωτά!)
Είναι ίσως άρωμα από φουστάνι
Τούτο που τόσο να εκτρέπομαι με κάνει;
Χέρια που εκτείνονται σ’ ένα τραπέζι, ή τυλίγονται γύρω από ένα σάλι.
Και θα ‘πρεπε τότε εγώ να αποτολμήσω;
Και πώς θα έπρεπε ν’ αρχίσω;

Άραγε να πω, έχω πάει από στενούς δρόμους κατά το σούρουπο
Και παρακολουθήσει τον καπνό να ανεβαίνει απ’ τις πίπες
Ανδρών μοναχικών με δίχως πανωφόρι, σκυμμένων έξω από παράθυρα; …

Έπρεπε να ‘μουν ένα ζευγάρι από τραχιές δαγκάνες
Κόβοντας λάσπη μέσα από τα πατώματα ήσυχων θαλασσών.

Και το απόγευμα, το απόβραδο, κοιμάται τόσο ειρηνικά!
Μαλαγμένο από δάχτυλα μακριά,
Kοιμισμένο… κουρασμένο… ή παριστάνει πως δεν αισθάνεται καλά,
Τεντωμένο στο πάτωμα, εδώ πλάι σε σένα και σε μένα.
Θα ‘πρεπε μήπως, μετά το τσάι και τα κέικ και τα παγωτά,
Να έχω τη δύναμη να εξαναγκάσω τη στιγμή στην κρίση της;
Αλλά παρόλο που έχω κλάψει και νηστέψει, κλάψει και προσευχηθεί,
Παρόλο που έχω δει το κεφάλι μου (λιγάκι πλέον καραφλό) φερμένο σ’ ένα πιάτο,
Δεν είμαι προφήτης —  κι εδώ δεν είναι ζήτημα μεγάλο•
Έχω δει τη στιγμή του μεγαλείου μου να τρεμοσβήνει,
Και έχω δει τον αιώνιο Υπηρέτη να μου κρατάει το παλτό, το γέλιο του να μισοκρύβει,
Και με δυο λέξεις, έχω φοβηθεί.

Kαι θ’ άξιζε άραγε τον κόπο, μετά απ’ όλα αυτά,
Mετά τις κούπες, τη μαρμελάδα, το τσάι,
Ανάμεσα στην πορσελάνη, σε μια κουβέντα δική σου και δική μου πλάι,
Άραγε θ’ άξιζε τον κόπο,
Nα είχα μπήξει με χαμόγελο τα δόντια μου στο θέμα,
Nα είχα πατικώσει το σύμπαν σε ένα τόπι στρογγυλό
Να το κυλήσω προς κάποιο ερώτημα συντριπτικό,
Να πω: «Είμαι ο Λάζαρος, ελθών απ’ τους νεκρούς,
Ελθών πίσω όλα να σας τα πω, σ’ όλους σας θα τα πω»—
Αν κάποια, τακτοποιώντας ένα μαξιλάρι στο κεφάλι της
Θα έλεγε ίσως: «Δεν είναι καθόλου αυτό που εννοούσα•
Δεν είναι αυτό, καθόλου»

Kαι θ’ άξιζε άραγε τον κόπο, μετά απ’ όλα αυτά,
Άραγε θ’ άξιζε τον κόπο,
Μετά απ’ τα ηλιοβασιλέματα και τους αυλόκηπους και τους βρεγμένους δρόμους,
Μετά απ’ τις νουβέλες, μετά τις κούπες του τσαγιού, μετά τις φούστες που σέρνονται στο πάτωμα—
κι αυτό, και τόσα περισσότερα ακόμη;—
Είναι αδύνατο να πω αυτό ακριβώς που εννοώ!
Αλλά ως εάν μια λάμπα μαγική έριχνε νεύρων σχέδια πάνω σε μια οθόνη:
Άραγε θ’ άξιζε τον κόπο
Αν κάποια, τακτοποιώντας ένα μαξιλάρι ή τινάζοντας το σάλι απ΄τον ώμο,
Και γυρίζοντας προς το παράθυρο, θα έλεγε ίσως:
«Δεν είναι αυτό καθόλου,
Δεν είναι αυτό που εννοώ, καθόλου.»

Όχι! Δεν είμαι ο πρίγκιπας Άμλετ, ούτε προοριζόμουν για να γίνω•
Εγώ είμαι ένας λόρδος που ακολουθεί, κάποιος που κάνει
Για να φουσκώσει η πλοκή, κάποια σκηνή τα εμπρός της για να πάρει,
Στον πρίγκιπα να δώσει συμβουλή• χωρίς αμφιβολία, ένα εργαλείο βολικό,
Υπάκουος, που χαίρεται να χρησιμεύει,
Διπλωματικός, προσεχτικός κι επιφυλακτικός•
Γεμάτος λόγια υψηλά, αλλά λιγάκι πληκτικός•
Κατά καιρούς, όντως, σχεδόν γελοίος—
Σχεδόν, κατά καιρούς, ο Τρελός.

Γερνάω … Γερνάω …
Tα παντελόνια μου με τα μπατζάκια γυρισμένα θα φοράω.

Nα κάνω τα μαλλιά χωρίστρα πίσω; Τολμάω να φάω από μια ροδακινιά;
Λευκά θα βάλω φανελένια παντελόνια, και θα περπατάω στην αμμουδιά.
Έχω ακούσει τις γοργόνες να τραγουδάνε, καθεμιά σε καθεμιά.

Δεν πιστεύω πως θα τραγουδήσουνε σ’ εμένα.

Τις έχω δει να ιππεύουνε τα κύματα προς τ’ ανοιχτά
Χτενίζοντας του κύματος τα τραβηγμένα πίσω άσπρα μαλλιά
Όταν ο άνεμος φυσάει το νερό άσπρο και σκοτεινό.
Έχουμε αργοπορήσει στα θαλάμια του πυθμένα
Δίπλα σε θαλασσινά κορίτσια που φύκια κόκκινα φαιά φορούνε
Μέχρι ανθρώπινες φωνές να μας ξυπνήσουν, και πνιγούμε.

T.S. Eliot

(μετάφραση: Μ. Θεοφιλάκου)

[Ευχαριστώ: http://www.vakxikon.gr/ ]

Υπάρχουν Χαμένοι Παράδεισοι (;)

Ξέρω πως έχω χάσει αμέτρητα πράγματα και πως, τώρα, αυτές οι απώλειες είναι τα μοναδικά δικά μου πράγματα. Ξέρω πως έχω χάσει το κίτρινο και το μαύρο, κι αυτά τ’ ασύλληπτα τα αναλογίζομαι όπως δεν τα αναλογίζονται όσοι βλέπουν. Ο πατέρας μου έχει πεθάνει κι είναι πάντα πλάι μου. Όταν, καμιά φορά, απαγγέλλω στίχους του Σουίνμπερν, λένε πως το κάνω με τη φωνή του. Μόνο αυτός που έχει πεθάνει είναι δικός μας· δικό μας είναι μόνο αυτό που έχουμε χάσει. Το Ίλιον υπήρξε, αλλά το Ίλιον επιζεί στο εξάμετρο που το θρηνεί. Το Ισραήλ υπήρξε όταν ήταν μια αρχαία νοσταλγία. Με τον καιρό, κάθε ποίημα γίνεται ελεγεία. Δικές μας είναι οι γυναίκες που μας άφησαν, γλιτώνοντας μας απ’ το άγχος της αναμονής, τους συναγερμούς και τους τρόμους της ελπίδας. Δεν υπάρχουν άλλοι παράδεισοι από τους χαμένους παραδείσους.

[J. L. Borges, «Κατοχή του Χθες»,  Άπαντα τα Πεζά ΙΙ (εκδ. Πατάκη) Μτφ: Α. Κυριακίδη]

paradise_lost_001

Δεν υπάρχουνε παράδεισοι χαμένοι

Ο παράδεισος είναι κάτι που χάνεται καθημερνά

Όπως καθημερνά χάνονται η ζωή,

Η αιωνιότητα κι ο έρωτας.

Έτσι επίσης χάνουμε την ηλικία

Που, ενώ φαίνεται ν’ αυξάνει

Λιγοστεύει κάθε μέρα,

Γιατί ειν’ αντίστροφη η μέτρηση.

Ή έτσι χάνεται το χρώμα κάθε όντος, σα γυμνασμένο ζώο κατεβαίνοντας

Σκαλί σκαλί

Ώσπου να μείνουμε άχρωμοι

Και αφού ξέρουμε εξάλλου

Πως δεν υπάρχουνε ούτε μελλοντικοί παράδεισοι

Δεν απομένει πλέον άλλη σωτηρία

Απ’ το να γίνει ο καθένας μας παράδεισος.

[Ρομπέρτο Χουαρόθ, Κατακόρυφη Ποίηση, (εκδ. Τα τραμάκια), Μτφ: Αργύρη Χιόνη.]

[Ευχαριστώ: http://pasaenas.blogspot.gr/ για τα ποιήματα και http://caitlintobias.com/ για τη συνοδευτική φωτογραφία.]

Τα χαμένα ραντεβού με το πεπρωμένο

Εγγονόπουλος

«…Το χειρότερο που μπορεί να μας συμβεί είναι να περάσουμε πλάι από την ευτυχία μας δίχως να την αναγνωρίσουμε: να περιμένουμε ένα θαυμαστό συμβάν που, κάποια μέρα, θα δικαιώσει ολόκληρη την ύπαρξή μας, δίχως να αντιλαμβανόμαστε πως το θαύμα υπάρχει μέσα στο συμβάν που βιώνουμε∙ να πιστεύουμε πως η ζωή μας, που για την ώρα δεν είναι παρά μια συγκεχυμένη κατάσταση, σύντομα θα αποκτήσει μια φοβερή ένταση: εδώ έχουμε να κάνουμε με μια αναβολή των ηδονών, που μοιάζει αλλόκοτα με τη θρησκευτική άσκηση. Λες και ύστερα από μία προϊστορία εντελώς πεζή, θα πρέπει να ακολουθήσει μία μεταμόρφωση, ένα οριστικό σβήσιμο της ανθρώπινης μιζέριας.

Οι χαμένες ευκαιρίες: μια λέξη που δεν προφέρθηκε, ένα χέρι που δεν απλώθηκε, μια χειρονομία που πήγε να γίνει αλλά τελικά δεν ολοκληρώθηκε, τόσες στιγμές που, από φόβο, από δειλία, δεν μεταστρέφουμε τη μοίρα μας. Πάρα πολύ νωρίς, πάρα πολύ αργά: υπάρχουν ζωές που μένουν εξ ολοκλήρου αφιερωμένες στο ανεισάκουστο, το ανεκπλήρωτο. Αυτό που θα μπορούσε να είχε γίνει, αυτό που δεν έγινε: μερικοί αρκούνται σε αυτή την παρωχημένη δυνητικότητα κι ο καθένας μας θα μπορούσε να γράψει την ιστορία των ανεκπλήρωτων πεπρωμένων του που τον ακολουθούν σαν φασματικές πιθανότητες. Ο Μπρασσάι αφηγείται πως στα 22 του χρόνια ο Μαρσέλ Προυστ παθιάστηκε με έναν έφηβο, γιο κάποιου ανώτερου κρατικού λειτουργού της Γενεύης. Πίσω από τη φωτογραφία που ο νεαρός έδωσε στον Προυστ ήταν γραμμένη η ακόλουθη αφιέρωση, παρμένη από ένα σονέτο του προρραφαηλίτη Άγγλου ζωγράφου Ντάντε Γκαμπριέλ Ροσσέτι: Look at my face; my name is Might Have Been, I am also called No More, Too Late, Farewell. Η κάθε ζωή είναι μοναδική, γι’ αυτό και απορρίπτει, αποκλείει κάποιες άλλες. Ή μάλλον, βασίζεται σε ένα έγκλημα: τον φόνο των δυνητικοτήτων που σκότωσε μην αφήνοντάς τες να αναπτυχθούν. Κι όσο κι αν ξέρουμε πως την κάθε στιγμή μπορεί να πραγματοποιηθεί ένα νέο ξεκίνημα, πως το παιχνίδι δεν τελειώνει μέχρι την τελευταία μας ώρα, το κάθε συμβάν είναι μοιραίο: αυτό που συμβαίνει διαγράφει κάποια άλλα ενδεχόμενα. Και για εκείνους που δεν έχουν την εύνοια μιας δεύτερης ευκαιρίας, για εκείνους που η ιστορία «δεν τους δίνει ένα δεύτερο ραντεβού», αρχίζει τότε η περίοδος της ένδειας από δυνατότητες. Τα χέρια παύουν να απλώνονται προς αυτούς, ο δρόμος μπροστά τους δεν διακλαδίζεται πια, παραμένει απελπιστικά ίσιος και μονότονος.

Υπάρχει μια άλλη ζωή, πιο ωραία, πιο φλογερή! Ποιο παιδί ή ποιος έφηβος που ασφυκτιά στους κόλπους μιας πληκτικής οικογένειας δεν άκουσε αυτό το κάλεσμα με ένα ρίγος ευχαρίστησης; Κανείς δεν είναι καταδικασμένος να παραμείνει προσκολλημένος στην καταγωγή του, το κοινωνικό, το γονεϊκό, το συζυγικό του περιβάλλον. Απλώς και μόνο το προαίσθημα ενός καλύτερου πεπρωμένου μερικές φορές μας επιτρέπει να γκρεμίσουμε τα τείχη που μας φυλακίζουν. Η γοητεία των αναχωρήσεων, των ρήξεων είναι αυτή ακριβώς: μας πηγαίνουν στο άγνωστο και δημιουργούν μες στο υφάδι του χρόνου ένα καλόδεχτο σχίσιμο. Στις αρχές της ηδονής και της πραγματικότητας θα πρέπει να προσθέσουμε και μια τρίτη: την αρχή της εξωτερικότητας, μια και είναι το βασίλειο της ποικιλίας, της ανεξάντλητης γεύσης των πραγμάτων […] Πρέπει να αφήνουμε ανοιχτή την πόρτα που βγάζει στην «έξω χώρα» (Λ. Κάρρολ), στο μυστήριο, στο ανεξερεύνητο, κι αυτή την πόρτα πρέπει να τη διαβούμε τουλάχιστον μια φορά, να ανταποκριθούμε στο κάλεσμα του αλλαχού που για άλλους είναι η έρημος, για άλλους η Ανατολή ή η Αφρική και για άλλους η ανακάλυψη μίας καινούριας σεξουαλικότητας, μίας κλίσης που είχαν καταπνίξει. Τότε τα πάντα διακόπτονται εν όψει της επικείμενης φυγής, του άλματος που θα μας γλιτώσει από τις ασφυκτικές δυνάμεις της ρουτίνας, του ασήμαντου. Φωτεινή στιγμή της άπαρσης για πιο όμορφα ακρογιάλια.

Όμως ενώ μπορούμε να ξαναπαίξουμε τη ζωή μας σαν ένα ζάρι που το ξαναρίχνουμε, να σαλπάρουμε προς καινούρια πεπρωμένα, δεν είναι αλήθεια πως μπορούμε να κάνουμε και οτιδήποτε, να γίνουμε ό,τι θέλουμε, να μπούμε διαδοχικά στο πετσί ενός επιστήμονα, ενός καλλιτέχνη, ενός κοσμοναύτη, και πως το «μοναδικό μας όριο θα είναι ο ουρανός». Αυτή είναι η αμερικανική νοοτροπία του can do, του «μπορείς να το κάνεις», που δεν θέτει κανένα όριο στις δυνατότητες του ατόμου, αρκεί να ανασκουμπωθεί και να στρωθεί στη δουλειά∙ αισιοδοξία ενός έθνους πιονιέρων, που πιστεύει στο πάντρεμα της αποτελεσματικότητας με τη βούληση.

Αυτό είναι ίσως το παράδοξο: επιδιώκοντας μια καλή ζωή οφείλουμε να υπακούμε σε δυο αντιφατικές προσταγές. Να επωφελούμαστε πλήρως από αυτό που συμβαίνει, αλλά ταυτόχρονα να αφουγκραζόμαστε και αυτό που συμβαίνει αλλού. Να διαθέτουμε τη μυωπική φρόνηση, τη βυθισμένη στο παρόν και ικανοποιημένη που είναι αυτό που είναι, και την πρεσβυωπική φρόνηση που καταστρώνει σχέδια και δεν αρκείται στην κατάστασή της. Από τη μια μεριά η φιλοσοφία του carpe diem που μας καλεί να ζούμε την κάθε μέρα μας σαν να είναι η τελευταία, και από την άλλη η ελπίδα του καλύτερου, η άρνηση μιας επιβεβλημένης από την οικογένεια ή την κοινωνία ευτυχίας, εν ονόματι μίας επιθυμητής ευτυχίας. Από τη μια η σύμπτυξη, η συστολή που μας κλείνει μες στα όρια του εαυτού μας και από την άλλη η επέκταση που μας διευρύνει στις διαστάσεις του σύμπαντος – γαλήνη ή ανησυχία, αυτάρκεια ή μέθη, σπάνια ξεφεύγουμε από αυτό το δίλημμα.»

Προσαρμογή από το βιβλίο του P. Bruckner, Η αέναη ευφορία – δοκίμιο για το καθήκον της ευτυχίας (εκδ. Αστάρτη).

Πίνακας: Ν. Εγγονόπουλος, Ο προπάππος Σμιττ.