Στα όρια του Έρωτα και της Ιστορίας

 

Μοσκωφ

Δεν ξέρω αν είναι μελαγχολικοί οι έρωτες. Χαρμόλυποι θα ‘λεγα. Και το ένα και το άλλο. Δηλαδή άγρια χαρά και άγρια λύπη. Χαρά γιατί καίγεται ο εαυτός σου, κινητοποιείται ο οργανισμός σου, τα κύτταρά σου τρέχουν, προχωρούν με μεγάλα άλματα ή τρέχουν. Λύπη γιατί ποτέ δεν κατακτάς εκείνο που θέλεις. Εγώ πάντα είχα την αίσθηση, ήθελα τον Θεό και έβρισκα τους αγγέλους. Η μελαγχολία μου θά ΄λεγα ότι είναι προϊόν των τελευταίων δυο χρόνων. Βέβαια υπάρχει μια κατάθλιψη των τελευταίων δυο χρόνων. Προέρχεται βασικά, από το ότι δεν βρίσκω τόση ένταση γύρω μου, είτε στο πεδίο της πολιτικής, είτε στο προσωπικό μου πεδίο, όση θα ήθελα. Προέρχεται από το ότι η κοινωνία, αυτή που κάποτε την ανεχόμουν γιατί είχα ζήσει μέσα της, από τη στιγμή που μαθαίνεις να ζεις δίχως αυτήν, μετά δύσκολα την υποφέρεις. Δηλαδή, μου είναι κάπως αφόρητο να βρεθώ στον κόσμο των μεγαλοαστών, στα πάρτυ ξέρω ‘γω της κοινωνίας τους, σκυλοβαριέμαι όταν τους βλέπω… Λοιπόν, να ένας πρώτος λόγος, ο δεύτερος λόγος είναι πολιτικός, κοινωνικός, ερωτικός. Τρίτος λόγος είναι ότι συμβαίνουν πράγματα που στην αρχή τα υφίστασαι, μετά όμως σε κουράζουν. Δηλαδή, μ’ έχει κουράσει αυτή η αντιπαλότητα των διπλωματών όταν κι απ’ την άλλη μεριά δεν μπορείς να κάνεις αυτοκριτική, να πεις κάνω λάθος, γιατί έχεις όλο τον έπαινο του δήμου και ξαφνικά έχεις την αντιπαλότητα ορισμένων κύκλων. Μ’ έχει κουράσει – ακόμη ότι και στον άμεσο χώρο που ζω, υπάρχει αγάπη, υπάρχει φιλία, υπάρχουν όλα αυτά, αλλά δεν υπάρχει πάθος. Και χωρίς πάθος εγώ δύσκολα ζω, ακόμα και δω που ζω στην εξοχή. Κι αυτό μου λείπει. Δηλαδή, εγώ έχω ανάγκη την πυρκαγιά!

 

Κωστής Μοσκώφ, Στα όρια του Έρωτα και της Ιστορίας, Ιανός, 1997

[Ευχαριστώ: www.http://dimartblog.com/]

Παραλλαγές στο ίδιο θέμα: Ch. Bukowski – e.e. cummings

charles-bukowski-hulton-getty

Ένας άντρας και μια γυναίκα στο κρεβάτι στις 10 το βράδυ

Νιώθω σαν κουτί σαρδέλες, είπε.
Νιώθω σαν τσιρότο, είπα.
Νιώθω σαν σάντουιτς με τόνο, είπε.
Νιώθω σαν φέτα τομάτα, είπα.
Νιώθω σαν να ‘ρχεται βροχή, είπε
Νιώθω σαν να ‘χει σταματήσει το ρολόι, είπα.
Νιώθω σαν να ‘ναι ξεκλείδωτη η πόρτα, είπε.
Νιώθω σαν να πρόκειται να εισέλθει κανένας ελέφαντας, είπα.
Νιώθω σαν να πρέπει να πληρώσουμε το νοίκι, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να βρούμε καμιά δουλειά, είπα.
Νιώθω σαν να πρέπει να βρεις καμιά δουλειά, είπε.

Δε νιώθω πως πρέπει να δουλέψω, είπα.

Νιώθω σαν να μη νοιάζεσαι για μένα, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να κάνουμε έρωτα, είπα.
Νιώθω σαν να ‘χουμε παρακάνει έρωτα, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να κάνουμε κι άλλο, είπα.
Νιώθω σαν να πρέπει να βρεις δουλειά, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να βρεις εσύ δουλειά, είπα.
Νιώθω σαν να θέλω ένα ποτό, είπε.
Νιώθω σαν να θέλω ένα ουίσκι, είπα.
Νιώθω σαν να ‘πρεπε να τελειώσουμε με το κρασί, είπε.
Νιώθω πως τώρα είσαι σωστή, είπα.
Νιώθω σαν να κλατάρω, είπε.
Νιώθω σαν να μου χρειάζεται ένα μπάνιο, είπα.
Νιώθω σαν να σου χρειάζεται ένα μπάνιο, είπε
Νιώθω σαν να πρέπει να μου τρίψεις την πλάτη, είπα.

Νιώθω σαν να μη μ’ αγαπάς, είπε.
Νιώθω σαν να σ’ αγαπώ, είπα.
Νιώθω αυτό το «πράγμα» μέσα μου, είπε.
Νιώθω αυτό το «πράγμα» μέσα σου, είπα.
Νιώθω σαν να σ’ αγαπώ τώρα, είπε.
Νιώω σαν να σ’ αγαπώ περισσότερο απ’ όσο εσύ, είπα.
Νιώθω υπέροχα, είπε, θα ουρλιάξω.
Νιώθω σαν να μπορούσα να το κάνω αιωνίως, είπα.
Νιώθω πως μπορείς, είπε.
Νιώθω πως έρχεται, είπα.
Νιώθω πως έρχεται, είπε.

Charles Bukowski, Ένας άντρας και μια γυναίκα στο κρεβάτι στις 10 το βράδυ (Υπεραστικό Μεθύσι, εκδ. Απόπειρα, μτφρ. Γ. Μπλάνας).

cummings

16.

να τ’ αγγίξω είπε αυτός
(θα τσιρίξω είπε αυτή
μια φορά είπε αυτός)
απαλά είπε αυτή

(να το δαγκώσω είπε αυτός
πόσο είπε αυτή
δυνατά είπε αυτός)
με πονά είπε αυτή

(έλα πια είπε αυτός
όχι βαθιά είπε αυτή
τι μου ζητάς είπε αυτός
να με κοιτάς είπε αυτή)

να συνεχίσω είπε αυτός
(θα σε μισήσω είπε αυτή
αν σε φιλήσω είπε αυτός
θα σε αφήσω είπε αυτή)

παίρνεις χάπι είπε αυτός
είναι αγάπη είπε αυτή
είσαι αναμμένη είπε αυτός
(είμαι θλιμμένη είπε αυτή

θα μου ‘ ρθει ίλιγγος είπε αυτός
ναι αλλά η σύζυγος είπε αυτή
σιγά τώρα είπε αυτός)
κοιτάς την ώρα είπε αυτή

(πως βογκάς είπε αυτός
μη σταματάς είπε αυτή
πιο δυνατά είπε αυτός)
πιο αργά είπε αυτή

χύνω! Είπε αυτός
σβήνω είπε αυτή
είσαι δικιά μου! είπε αυτός
είσαι δικός της! είπε αυτή.

e.e. cummings, 16 (33x3x33 Ποιήματα-Δοκίμια-Θραύσματα, εκδ. Νεφέλη, μτφρ: Χ. Βλαβιανός.)


Έρωτες πτερόεντες

 

bauman

 

Όσα κι αν έχεις μάθει για τον έρωτα και πώς να αγαπάς, η σοφία σου μπορεί να καταφθάσει – όπως ο Μεσσίας του Κάφκα – μόνο μια μέρα μετά τον ερχομό του.

Όσο ζει, ο έρωτας ισορροπεί στο χείλος της ήττας. Όσο προχωρά, διαγράφει το παρελθόν του∙ δεν αφήνει πίσω του οχυρά χαρακώματα στα οποία θα μπορούσε να ανατρέξει ψάχνοντας για καταφύγιο σε δύσκολες στιγμές. Και ούτε ξέρει τι τον περιμένει και τι του επιφυλάσσει το μέλλον. Ποτέ δεν θα έχει αρκετή αυτοπεποίθηση για να διαλύσει τα σύννεφα και να υπερνικήσει το άγχος. Ο έρωτας είναι δάνειο που συνάπτεται με υποθήκη ένα αβέβαιο και ανεξιχνίαστο μέλλον.

Ο έρωτας μπορεί να είναι, και συχνά είναι όντως, τόσο τρομακτικός όσο και ο θάνατος∙ μόνο που αυτός, σε αντίθεση με το θάνατο, συγκαλύπτει τούτη την αλήθεια με τον τάραχο της επιθυμίας και της αναστάτωσης. Είναι εύλογο να σκεφτόμαστε τη διαφορά ανάμεσα στον έρωτα και το θάνατο ως διαφορά έλξης και άπωσης. Σε μια δεύτερη ματιά, ωστόσο, δεν μπορούμε να είμαστε και τόσο βέβαιοι. Οι υποσχέσεις του έρωτα είναι κατά κανόνα λιγότερο αμφίσημες από τα δώρα του. Ο πειρασμός επομένως να ερωτευθούμε είναι μεγάλος και ακατανίκητος, το ίδιο όμως και η παρόρμηση να δραπετεύσουμε. Και το δέλεαρ της αναζήτησης ενός ρόδου χωρίς αγκάθια ποτέ δεν απέχει πολύ και είναι πάντα δύσκολο να του αντισταθούμε.

Επιθυμία και έρωτας. Αδέλφια αμφιθαλή. Γεννιούνται κάποτε ως δίδυμα∙ ποτέ όμως ως δίδυμα ομοζυγωτικά.

Η επιθυμία είναι διάθεση να καταναλώσουμε: να απορροφήσουμε, να κατασπαράξουμε, να καταπιούμε και να χωνέψουμε – να εξολοθρεύσουμε. Η επιθυμία δεν έχει ανάγκη άλλης αφορμής πέραν της παρουσίας της ετερότητας. Η παρουσία αυτή είεναι πάντοτε, ήδη, μια προσβολή και μια ταπείνωση. Η επιθυμία είναι η παρόρμηση να πάρουμε εκδίκηση για την προσβολή και να απαλλαγούμε από την ταπείνωση. Είναι η ανάγκη να κλείσουμε το κενό προς την ετερότητα, καθώς εκείνη μας γνέφει και μας απωθεί, καθώς μας σαγηνεύει με την υπόσχεση του ανεξερεύνητου και μας ερεθίζει με την ασαφή, επίμονη αλλοτριότητά της. Η επιθυμία είναι μια παρόρμηση να απεκδύσουμε την ετερότητα από την αλλοτριότητά της – παρόρμηση, λοιπόν, να αποδυναμώσουμε. Μέσα από τη διαδικασία της δοκιμής, της διερεύνησης, της οικειοποίησης και του κατευνασμού, η ετερότητα εμφανίζεται με το κεντρί του πειρασμού της ξεριζωμένο και τσακισμένο. Αν δηλαδή επιζήσει της εγχείρησης. Το πιθανότερο είναι πάντως ότι στη διάρκεια της επέμβασής μας τα αναφομοίωτα υπολείμματά της θα έχουν εκπέσει από αναλώσιμα σε απορρίμματα.

Τα αναλώσιμα έλκουν, τα απορρίμματα απωθούν. Μετά την επιθυμία έρχεται η διάθεση των απορριμμάτων. Είναι, κατά τα φαινόμενα, τόσο η απομύζηση της αλλοτριότητας από την ετερότητα, όσο και η απέκκριση του εκκενωμένου καύκαλου, που χωνεύονται στη χαρά της ικανοποίησης, τη χαρά εκείνη που προορίζεται να εξαφανιστεί με το πέρας της διεργασίας. Κατά την ουσία της, η επιθυμία είναι ενόρμηση καταστροφής – και επίσης, μολονότι εμμέσως μόνο, η ενόρμηση της αυτοκαταστροφής: η επιθυμάι είναι μολυσμένη εκ γενετής από την ενόρμηση του θανάτου. Αυτό, ωστόσο, είναι το καλά φυλαγμένο μυστικό της, φυλαγμένο προπάντων από τον εαυτό της.

Ο έρωτας, από την άλλη, είναι η διάθεση να φροντίσουμε και να προστατεύσουμε το αντικείμενο της φροντίδας μας. Είναι κεντρόφυγη παρόρμηση, σε αντίθεση με την κεντρομόλο επιθυμία – μία διάθεση να επεκταθούμε, να πάμε παραπέρα, να φθάσουμε αυτό που βρίσκεται «εκεί έξω». Να βυθίσουμε, να απορροφήσουμε και να αφομοιώσουμε το υποκείμενο στο αντικείμενο, όχι αντιστρόφως, όπως στην περίπτωση της επιθυμίας. Έρωτας σημαίνει να προσθέτουμε τον κόσμο – όπου κάθε πρόσθεση είναι το ζωντανό ίχνος του ερώντος∙ στον έρωτα ο εαυτός μεταμφυτεύεται λίγο λίγο στον κόσμο. Ο ερών επεκτείνεται με το να παραδίνεται στο αγαπημένο αντικείμενο. Ο έρωτας αφορά την επιβίωση του εαυτού μέσω της ετερότητας του εαυτού – και έτσι, ο έρωτας σημαίνει μιαν ανάγκη να προστατεύσουμε, να θρέψουμε, να προφυλάξουμε∙ επίσης, να χαιδέψουμε, να κακομάθουμε και να κανακέψουμε ή να περιφρουρήσουμε ζηλόφθονα, να περιφράξουμε, να εγκλωβίσουμε. Έρωτας σημαίνει να είσαι στην υπηρεσία, να τελείως διαθέσιμος, να αναμένεις εντολές – μπορεί όμως να σημαίνει επίσης απαλλοτρίωση και υπέρβαση ευθύνης: κατίσχυση μέσω παράδοσης, θυσία που ανακλάται ως αύξηση. Ο έρωτας είναι σιαμαίο δίδυμο της δίψας για εξουσία: ούτε ο ένας ούτε η άλλη θα μπορούσαν να επιζήσουν του χωρισμού τους.

Αν η επιθυμία θέλει να καταναλώσει, ο έρωτας θέλει να κατέχει. Ενώ η εκπλήρωση της επιθυμίας συμπίπτει με την εξολόθρευση του αντικειμένου της, ο έρωτας μεγαλώνει με τα αποκτήματά του και εκπληρώνεται στη διάρκειά τους. Αν η επιθυμία είναι αυτοκαταστροφική, ο έρωτας είναι αυτοδιαιωνιζόμενος.

Όπως η επιθυμία, ο έρωτας συνιστά απειλή για το αντικείμενό του. Η επιθυμία καταστρέφει το αντικείμενό της, καταστρέφοντας τον εαυτό της στην πορεία. Το προστατευτικό δίχτυ που εξυφαίνει με στοργή ο έρωτας γύρω από το αγαπημένο αντικείμενο, το σκλαβώνει. Ο έρωτας πιάνει αιχμαλώτους και τους οδηγεί στη φυλακή∙ προβαίνει σε συλλήψεις, χάριν της προστασίας των συλληφθέντων.

Η επιθυμία και ο έρωτας δρουν αντίρροπα. Ο έρωτας είναι ένα δίχτυ που απλώνεται στην αιωνιότητα, η επιθυμία ένα στρατήγημα προς αποφυγή των αγγαρειών της ύφανσης. Όσο μένει πιστός στη φύση του, ο έρωτας αγωνίζεται να διαιωνίσει την επιθυμία. Η επιθυμία, από την άλλη, μπορεί μόνο να αποφεύγει τα δεσμά του έρωτα.

 

[Zygmunt Bauman, Ρευστή Αγάπη: Για την ευθραυστότητα των ανθρωπίνων δεσμών, εκδ. Εστία, μτφρ: Γ. Καράμπελας. Αποσπάσματα από το πρώτο κεφάλαιο, Έρωτες Πτερόεντες.]

 

 

Είμαστε Πολλοί

IMG_0499Από τα πολλά άτομα τα οποία είμαι, από τα οποία είμαστε,

Δεν μπορώ να κατασταλάξω σε ένα μόνο.

Έχουν χαθεί για μένα υπό την κάλυψη της ένδυσης

Έχουν αναχωρήσει για μια άλλη πόλη.

Όταν τα πάντα φαίνεται να έχουν καθοριστεί

για να με αναδείξουν ως νοήμων άνθρωπο,

ο ανόητος που κρατώ μέσα μου κρυμμένο

αναλαμβάνει να μιλήσει για εμένα.

Σε άλλες περιπτώσεις, λαγοκοιμάμαι ανάμεσα

σε ανθρώπους με κάποια διάκριση,

και όταν καλώ τον θαρραλέο εαυτό μου,

ένας δειλός εντελώς άγνωστος σε μένα

τρέχει να καλύψει τον σκελετό μου

με χίλιες καλές δικαιολογίες.

Όταν ένα αξιοπρεπές σπίτι τυλιχτεί στις φλόγες,

αντί να καλέσω τον πυροσβέστη,

ένας εμπρηστής εμφανίζεται στη σκηνή,

και αυτός είναι εγώ. Δεν υπάρχει τίποτα που μπορώ να κάνω.

Τι πρέπει να κάνω για να ξεχωρίσω τον εαυτό μου;

Πώς μπορώ να συμμαζέψω τον εαυτό μου;

Όλα τα βιβλία που διάβασα

είναι γεμάτα εκθαμβωτικές ηρωικές μορφές,

γεμάτες αυτοπεποίθηση.

Πεθάνω με φθόνο για αυτές·

και, σε ταινίες όπου σφαίρες πετούν στον άνεμο,

Ζηλεύω τους καουμπόηδες,

θαυμάζοντας ακόμη και τα άλογα.

Αλλά όταν καλώ το τολμηρό μου είναι,

έρχεται ο παλιός τεμπέλης εαυτός,

και έτσι ποτέ δεν ξέρω ποιος είμαι ακριβώς,

ούτε πόσοι είμαι, ούτε πόσοι θα είμαστε.

Θα ήθελα να είμαι σε θέση να αγγίξω ένα κουδούνι

και να προσκαλέσω τον πραγματικό εαυτό μου,

γιατί αν χρειάζομαι τον πραγματικό εαυτό μου,

δεν πρέπει να εξαφανιστώ.

Ενώ γράφω, βρίσκομαι μακριά·

και όταν γυρίσω, έχω ήδη φύγει.

Θα ήθελα να δω αν το ίδιο συμβαίνει και

σε άλλους ανθρώπους όσο και σε μένα,

για να δούμε αν υπάρχουν τόσοι πολλοί άνθρωποι όσοι εγώ είμαι,

και αν μοιάζουν στον εαυτό τους με τον ίδιο τρόπο.

Και όταν σιγουρευτώ,

μαθαίνω τόσο ωραία πράγματα

που, όταν προσπαθώ να εξηγήσω τα προβλήματα μου,

θα μιλάω για γεωγραφία.

P. Neruda, Είμαστε Πολλοί

[Ευχαριστώ: http://monopoihmata.blogspot.gr/ ]