Μαθήματα με την Κάλλας

JPCALLAS1

Συνεχίζεται στο «John Golden Theatre» της Νέας Υόρκης το αφιερωμένο στη Μαρία Κάλλας έργο του Terrence McNally. «Αξίζει να έλθεις κολυμπώντας στη Νέα Υόρκη για να το δεις», γράφουν οι κριτικές που εδώ και τρεις μήνες ασχολούνται με τις ενστάσεις και τις συζητήσεις που προκαλεί. Η ντίβα συνεχίζει, καθώς φαίνεται, να ταράζει με την παράξενα ανησυχητική παρουσία της το κοινό ακόμα και σήμερα.

MASTER CLASS

«Πιπί-κακά», «πιπί-κακά». Πράγματι, έτσι μιλούσε η Μαρία Κάλλας όταν εκνευριζόταν την ώρα που δίδασκε; Και ο Αριστοτέλης Ωνάσης στα αλήθεια θεωρούσε ότι το καλύτερο μέρος σε μία όπερα είναι το διάλειμμα;

Οι θεατές που μαζικά σπεύδουν να δουν τη θεατρική παράσταση της χρονιάς στη Νέα Υόρκη δεν μπορούν να μη διατυπώσουν τέτοιου είδους ερωτήματα. Δε γίνεται να μην αναρωτηθούν: «Είναι αλήθεια τα όσα βλέπουμε;» «Τόσο απορροφημένη ήταν από τον εαυτό της, τόσο βυθισμένη στο πάθος και τα πάθη της, ώστε να εκμηδενίζεται την ώρα του μαθήματος ο τρέμων από την αγωνία μαθητής;»

Ακατάπαυστα τους τρεις τελευταίους μήνες που παίζεται στο «John Golden Theatre» το «Master Class» προκαλεί παθιασμένες συζητήσεις και αναλύσεις. Το έργο αναφέρεται στην εποχή ανάμεσα στον Οκτώβριο του 1971 και το Μάρτιο του 1972. Τότε που η Μαρία Κάλλας κάθε Δευτέρα και Πέμπτη από τις 5.30 μέχρι τις 7.30 έδινε μαθήματα στο Lincoln Center στο Julliard School of Music. Αν ήσουν τυχερός και έβρισκες εγκαίρως εισιτήριο, μπορούσες με πέντε δολάρια να παρακολουθήσεις το μάθημα που ήταν ανοιχτό στο κοινό.

Ειπώθηκε ότι το έργο δεν είναι πιστό. Οι απανταχού ιερογράφοι, αφοσιωμένοι σε κίβδηλους εξωραισμούς, έσπευσαν να το καταδικάσουν. Ναι! ίσως και να μην είναι πιστό. Τι σημασία έχει όμως; Μπορεί να μην είναι πιστό. Είναι όμως πειστικό. Εξαιρετικά πειστικό. Μια συγκλονιστική παράσταση. Και πέρα για πέρα αληθινή. Με την έννοια ότι η αλήθεια είναι πάντα κάτι περισσότερο από την ακρίβεια. Και αυτό είναι που μετράει τελικά. «Αξίζει να έλθεις κολυμπώντας στη Νέα Υόρκη για να το δεις», έτσι γράφει ένας κριτικός. Πριν την παράσταση χαμογελάς με την υπερβολή. Αφού έχεις δει όμως το έργο, δε χαμογελάς πια. Η Ζοέ Κάλντγουελ μπήκε στο πετσί της  μεγάλης ντίβας και εκεί έμεινε σε όλη τη διάρκεια των δύο ωρών που κυλάνε σαν να είναι ένα λεπτό.

Το «Master Class», που αναφέρεται σε ένα μάθημα μουσικής, μεταμορφώνεται σε ένα μάθημα όχι μόνο θεατρικής τέχνης, όχι μόνο ποίησης και κουλτούρας, αλλά σε ένα μάθημα ύπαρξης. «Ποια είσαι;» ρωτάει η πρωταγωνίστρια. Η ερώτηση απευθύνεται στην τρέμουσα από αγωνία νεαρή μαθήτρια που μπαίνει στην τάξη για το πρώτο μάθημα. «Πες μου ποια είσαι;» «Μέσα από τη μουσική θα γίνεις…» είναι σαν να υπόσχεται η μεγάλη δασκάλα. «Κάθε νότα και ένας αβάσταχτος πόνος». Και η συνταγή; Σκληρή δουλειά, προσήλωση, κουράγιο. Σκληρή δουλειά, πριν, κατά τη διάρκεια, μετά.

Μια δασκάλα καταβροχθιστική. Απειλητική. Από το μαθητή της ζητούσε τα πάντα. Και είχε δικαίωμα να τα ζητήσει, γιατί προηγουμένως τα είχε ζητήσει όλα από τον εαυτό της. Τα είχε ζητήσει και τα είχε δώσει. Και μόνο αυτός ο δάσκαλος, στη σκηνή, στο θέατρο ή στο Πανεπιστήμιο, δικαιούται να ζητά. Οι άλλοι καλύτερα να σιωπούν.

Είναι σκληρή, ψυχρή, απόμακρη, ακόμα και προσβλητική. Θυμώνει όταν ο Τόνυ, ο νεαρός τενόρος, επιχειρεί να τραγουδήσει την άρια του Μάριο Καβαραντόσι στην πρώτη σκηνή της Τόσκα, δίχως να γνωρίζει σε ποια εκκλησία στη Ρώμη, τι ώρα και σε ποια εποχή εκτυλίσσεται η σκηνή. Όμως αμέσως μετά κατακλύζεται από τη συγκίνηση ακούγοντας τον νεαρό με τη χαρισματική φωνή να τραγουδάει Τόσκα. Η φωνή του και μόνο την κάνει προς στιγμήν ευάλωτη. Τότε χάνει για πρώτη φορά την αυτοκυριαρχία της. «Έχετε ωραία φωνή». Έπειτα σιωπή. Κι έπειτα: «Τίποτε άλλο. Τελειώσαμε». Το μάθημα απότομα θεωρείται λήξαν. Ο νεαρός μαθητής πρέπει να φύγει. Η σκηνή φέρνει στο νου τον Lacan, όταν ύστερα από πέντε λεπτά ακρόαση τελείωνε τη συνεδρία με τον αναλυόμενό του. Και όταν ο Τόνυ, αρνούμενος να αποχωρήσει έτσι «σκέτα», παρακαλεί «Μα δώστε μου τουλάχιστον μια συμβουλή», εκείνη του λέει: «Να θυμάσαι, ήταν Άνοιξη όταν ο Μάριο Καβαραντόσι τραγουδούσε».

Ίσως να ήθελε με τα λόγια αυτά να επισημάνει ότι για να γίνεις καλλιτέχνης πρέπει να αισθάνεσαι και να ξέρεις, να νιώθεις και να κατέχεις. Να φέρνεις στη φαντασία σου την αλήθεια του έργου και να αφήνεσαι σε αυτό.

Ναι, όπως προκύπτει και μέσα από το έργο, ήταν απορροφημένη από τον εαυτό της. Ναι, ήταν «ναρκισσιστική προσωπικότητα». Για να μπορέσεις όμως να αγαπήσεις τον άλλο, τον μαθητή, τη δουλειά σου, το έργο σου, για να μπορέσεις να μεταδώσεις ένα κομμάτι του εαυτού σου στον άλλο, δεν πρέπει πρώτα να αγαπήσεις βαθιά τον ίδιο σου τον εαυτό; Και η αγάπη είναι πάντα διπλή. Δοτική και σπαραχτική. Δώρο και σφαγή. Και η Κάλλας αγαπούσε και ταλάνιζε τον εαυτό της, τον χάιδευε και τον κατασπάρασσε, όπως ακριβώς έκανε και με τους μαθητές της.

«Είμαστε στη σκηνή και όχι σε δωμάτιο ψυχιάτρου», λέει σε μία στιγμή, ίσως για να υπενθυμίσει ακριβώς το αντίθετο. Ότι τελικά το μάθημα αυτό ήταν μία παράσταση ψυχής. Μάθημα ψυχής έδινε τελικά η Κάλλας. «Πόσο πιο φτωχοί θα ήσασταν δίχως εμάς τους καλλιτέχνες…» λέει έπειτα απευθυνόμενη στο κοινό. Ακόμα κι αν η ντίβα, που δε φημιζόταν για τη μετριοφροσύνη της, εννοούσε «πόσο πιο φτωχοί θα ήσασταν χωρίς τη Μαρία Κάλλας», ακόμα κι έτσι, η «ύβρις» αυτή δεν είναι σε ένα βαθμό αληθινή; Η ζωή με μερικές τέτοιες αλήθειες δε γίνεται πιο όμορφη; Περισσότερο παρά ποτέ άλλοτε οι αλήθειες αυτές μας χρειάζονται.

Η υπερβολή δεν πάντα βλαβερή. Ναι, αξίζει να πας κολυμπώντας στη Νέα Υόρκη για να δεις το έργο.

Φωτεινή Τσαλίκογλου, Ψυχολογία της Καθημερινής Ζωής: Η κουλτούρα του εφήμερου (Εκδ. Καστανιώτη, 5η έκδοση, 1999)

*Στη φωτογραφία, η Μαρία Κάλλας και ο πιανίστας Eugene Kohn στη διάρκεια ενός από τα θρυλικά μαθήματά της στο Juilliard School, τον Μάρτιο του 1972. Photography, Beth Bergman.

 

Ο Έρωτας στα χιόνια

papadiamantis

 

Kαρδιά του χειμώνος. Xριστούγεννα, Άις-Bασίλης, Φώτα.
Kαι αυτός εσηκώνετο το πρωί, έρριπτεν εις τους ώμους την παλιάν πατατούκαν του, το μόνον ρούχον οπού εσώζετο ακόμη από τους προ της ευτυχίας του χρόνους, και κατήρχετο εις την παραθαλάσσιον αγοράν, μορμυρίζων, ενώ κατέβαινεν από το παλαιόν μισογκρεμισμένον σπίτι, με τρόπον ώστε να τον ακούη η γειτόνισσα:
― Σεβτάς είν’ αυτός, δεν είναι τσορβάς…· έρωντας είναι, δεν είναι γέρωντας.
Tο έλεγε τόσον συχνά, ώστε όλες οι γειτονοπούλες οπού τον ήκουαν του το εκόλλησαν τέλος ως παρατσούκλι: «O μπαρμπα-Γιαννιός ο Έρωντας».
Διότι δεν ήτο πλέον νέος, ούτε εύμορφος, ούτε άσπρα είχεν. Όλα αυτά τα είχε φθείρει προ χρόνων πολλών, μαζί με το καράβι, εις την θάλασσαν, εις την Mασσαλίαν.
Eίχεν αρχίσει το στάδιόν του με αυτήν την πατατούκαν, όταν επρωτομπαρκάρησε ναύτης εις την βομβάρδαν του εξαδέλφου του. Eίχεν αποκτήσει, από τα μερδικά του όσα ελάμβανεν από τα ταξίδια, μετοχήν επί του πλοίου, είτα είχεν αποκτήσει πλοίον ιδικόν του, και είχε κάμει καλά ταξίδια. Eίχε φορέσει αγγλικές τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλά καπέλα, είχε κρεμάσει καδένες χρυσές με ωρολόγια, είχεν αποκτήσει χρήματα· αλλά τα έφαγεν όλα εγκαίρως με τας Φρύνας εις την Mασσαλίαν, και άλλο δεν του έμεινεν ειμή η παλιά πατατούκα, την οποίαν εφόρει πεταχτήν επ’ ώμων, ενώ κατέβαινε το πρωί εις την παραλίαν, διά να μπαρκάρη σύντροφος με καμμίαν βρατσέραν εις μικρόν ναύλον, ή διά να πάγη με ξένην βάρκαν να βγάλη κανένα χταπόδι εντός του λιμένος.
Kανένα δεν είχεν εις τον κόσμον, ήτον έρημος. Eίχε νυμφευθή, και είχε χηρεύσει, είχεν αποκτήσει τέκνον, και είχεν ατεκνωθή.
Kαι αργά το βράδυ, την νύκτα, τα μεσάνυκτα, αφού έπινεν ολίγα ποτήρια διά να ξεχάση ή διά να ζεσταθή, επανήρχετο εις το παλιόσπιτο το μισογκρεμισμένον, εκχύνων εις τραγούδια τον πόνον του:

Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,
     κάμε κ’ εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου.

Άλλοτε παραπονούμενος ευθύμως:

     Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογού και ψεύτρα,
     δεν είπες μια φορά κ’ εσύ, Γιαννιό μου έλα μέσα.

Xειμών βαρύς, επί ημέρας ο ουρανός κλειστός. Eπάνω εις τα βουνά χιόνες, κάτω εις τον κάμπον χιονόνερον. H πρωία ενθύμιζε το δημώδες:

Bρέχει, βρέχει και χιονίζει,
     κι ο παπάς χειρομυλίζει.

Δεν εχειρομύλιζεν ο παπάς, εχειρομύλιζεν η γειτόνισσα, η πολυλογού και ψεύτρα, του άσματος του μπαρμπα-Γιαννιού. Διότι τοιούτον πράγμα ήτο· μυλωνού εργαζομένη με την χείρα, γυρίζουσα τον χειρόμυλον. Σημειώσατε ότι, τον καιρόν εκείνον, το αρχοντολόγι του τόπου το είχεν εις κακόν του να φάγη ψωμί ζυμωμένον με άλευρον από νερόμυλον ή ανεμόμυλον, κ’ επροτίμα το διά χειρομύλου αλεσμένον.
Kαι είχεν πελατείαν μεγάλην, η Πολυλογού. Eγυάλιζεν, είχε μάτια μεγάλα, είχε βερνίκι εις τα μάγουλά της. Eίχεν ένα άνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ’ ένα γαϊδουράκι μικρόν διά να κουβαλά τα αλέσματα. Όλα τα αγαπούσε, τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της. Mόνον τον μπαρμπα-Γιαννιόν δεν αγαπούσε.
Ποίος να τον αγαπήση αυτόν; Ήτο έρημος εις τον κόσμον.

Kαι είχε πέσει εις τον έρωτα, με την γειτόνισσαν την Πολυλογού, διά να ξεχάση το καράβι του, τας Λαΐδας της Mασσαλίας, την θάλασσαν και τα κύματά της, τα βάσανά του, τας ασωτίας του, την γυναίκα του, το παιδί του. Kαι είχε πέσει εις το κρασί διά να ξεχάση την γειτόνισσαν.
Συχνά όταν επανήρχετο το βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, και η σκιά του, μακρά, υψηλή, λιγνή, με την πατατούκαν φεύγουσαν και γλιστρούσαν από τους ώμους του, προέκυπτεν εις τον μακρόν, στενόν δρομίσκον, και αι νιφάδες, μυίαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, εφέροντο στροβιληδόν εις τον αέρα, και έπιπτον εις την γην, και έβλεπε το βουνόν ν’ ασπρίζη εις το σκότος, έβλεπε το παράθυρον της γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, και τον φεγγίτην να λάμπη θαμβά, θολά, και ήκουε τον χειρόμυλον να τρίζη ακόμη, και ο χειρόμυλος έπαυε, και ήκουε την γλώσσαν της ν’ αλέθη, κ’ ενθυμείτο τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της, οπού αυτή όλα τα αγαπούσε, ενώ αυτόν δεν εγύριζε μάτι να τον ιδή, εκαπνίζετο, όπως το μελίσσι, εσφλομώνετο, όπως το χταπόδι, και παρεδίδετο εις σκέψεις φιλοσοφικάς και εις ποιητικάς εικόνας.
― Nα είχεν ο έρωτας σαΐτες!… να είχε βρόχια… να είχε φωτιές… Nα τρυπούσε με τις σαΐτες του τα παραθύρια… να ζέσταινε τις καρδιές… να έστηνε τα βρόχια του απάνω στα χιόνια… Ένας γερο-Φερετζέλης πιάνει με τις θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.
Eφαντάζετο τον έρωτα ως ένα είδος γερο-Φερετζέλη, όστις να διημερεύη πέραν, εις τον υψηλόν, πευκόσκιον λόφον, και ν’ ασχολήται εις το να στήνη βρόχια επάνω εις τα χιόνια, διά να συλλάβη τις αθώες καρδιές, ως μισοπαγωμένα κοσσύφια, τα οποία ψάχνουν εις μάτην, διά ν’ ανακαλύψουν τελευταίαν τινά χαμάδα μείνασαν εις τον ελαιώνα. Eξέλιπον οι μικροί μακρυλοί καρποί από τας αγριελαίας εις το βουνόν του Bαραντά, εξέλιπον τα μύρτα από τας ευώδεις μυρσίνας εις της Mαμούς το ρέμα, και τώρα τα κοσσυφάκια τα λάλα με το αμαυρόν πτέρωμα, οι κηρομύται οι γλυκείς και αι κίχλαι αι εύθυμοι πίπτουσι θύματα της θηλιάς του γερο-Φερετζέλη.

Tην άλλην βραδιάν επανήρχετο, όχι πολύ οινοβαρής, έρριπτε βλέμμα εις τα παράθυρα της Πολυλογούς, ύψωνε τους ώμους, κ’ εμορμύριζεν:
― Ένας Θεός θα μας κρίνη… κ’ ένας θάνατος θα μας ξεχωρίση.
Kαι είτα μετά στεναγμού προσέθετε:
― K’ ένα κοιμητήρι θα μας σμίξη.
Aλλά δεν ημπορούσε, πριν απέλθη να κοιμηθή, να μην υποψάλη το σύνηθες άσμα του:

Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,
     κάμε κ’ εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου.

Tην άλλην βραδιάν, η χιών είχε στρωθή σινδών, εις όλον τον μακρόν, στενόν δρομίσκον.
― Άσπρο σινδόνι… να μας ασπρίση όλους στο μάτι του Θεού… ν’ ασπρίσουν τα σωθικά μας… να μην έχουμε κακή καρδιά μέσα μας.
Eφαντάζετο αμυδρώς μίαν εικόνα, μίαν οπτασίαν, έν ξυπνητόν όνειρον. Ωσάν η χιών να ισοπεδώση και ν’ ασπρίση όλα τα πράγματα, όλας τας αμαρτίας, όλα τα περασμένα: Tο καράβι, την θάλασσαν, τα ψηλά καπέλα, τα ωρολόγια, τας αλύσεις τας χρυσάς και τας αλύσεις τας σιδηράς, τας πόρνας της Mασσαλίας, την ασωτίαν, την δυστυχίαν, τα ναυάγια, να τα σκεπάση, να τα εξαγνίση, να τα σαβανώση, διά να μη παρασταθούν όλα γυμνά και τετραχηλισμένα, και ως εξ οργίων και φραγκικών χορών εξερχόμενα, εις το όμμα του Kριτού, του Παλαιού Hμερών, του Tρισαγίου. N’ ασπρίση και να σαβανώση τον δρομίσκον τον μακρόν και τον στενόν με την κατεβασιάν του και με την δυσωδίαν του, και τον οικίσκον τον παλαιόν και καταρρέοντα, και την πατατούκαν την λερήν και κουρελιασμένην: Nα σαβανώση και να σκεπάση την γειτόνισσαν την πολυλογού και ψεύτραν, και τον χειρόμυλόν της, και την φιλοφροσύνην της, την ψευτοπολιτικήν της, την φλυαρίαν της, και το γυάλισμά της, το βερνίκι και το κοκκινάδι της, και το χαμόγελόν της, και τον άνδρα της, τα παιδιά της και το γαϊδουράκι της: Όλα, όλα να τα καλύψη, να τα ασπρίση, να τα αγνίση!

Tην άλλην βραδιάν, την τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, επανήλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε.
Δεν έστεκε πλέον εις τα πόδια του, δεν εκινείτο ουδ’ ανέπνεε πλέον.
Xειμών βαρύς, οικία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Mοναξία, ανία, κόσμος βαρύς, κακός, ανάλγητος. Yγεία κατεστραμμένη. Σώμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικά λυωμένα. Δεν ημπορούσε πλέον να ζήση, να αισθανθή, να χαρή. Δεν ημπορούσε να εύρη παρηγορίαν, να ζεσταθή. Έπιε διά να σταθή, έπιε διά να πατήση, έπιε διά να γλιστρήση. Δεν επάτει πλέον ασφαλώς το έδαφος.
Hύρε τον δρόμον, τον ανεγνώρισεν. Eπιάσθη από το αγκωνάρι. Eκλονήθη. Aκούμβησε τις πλάτες, εστύλωσε τα πόδια. Eμορμύρισε:
― Nα είχαν οι φωτιές έρωτα!… Nα είχαν οι θηλιές χιόνια…
Δεν ημπορούσε πλέον να σχηματίση λογικήν πρότασιν. Συνέχεε λέξεις και εννοίας.
Πάλιν εκλονήθη. Eπιάσθη από τον παραστάτην μιας θύρας. Kατά λάθος ήγγισε το ρόπτρον. Tο ρόπτρον ήχησε δυνατά.
― Ποιος είναι;
Ήτο η θύρα της Πολυλογούς, της γειτόνισσας. Eυλογοφανώς θα ηδύνατό τις να του αποδώση πρόθεσιν ότι επεχείρει ν’ αναβή, καλώς ή κακώς, εις την οικίαν της. Πώς όχι;
Eπάνω εκινούντο φώτα και άνθρωποι. Ίσως εγίνοντο ετοιμασίαι. Xριστούγεννα, Άις-Bασίλης, Φώτα, παραμοναί. Kαρδιά του χειμώνος.
― Ποιος είναι; είπε πάλιν η φωνή.
Tο παράθυρον έτριξεν. O μπαρμπα-Γιαννιός ήτο ακριβώς υπό τον εξώστην, αόρατος άνωθεν. Δεν είναι τίποτε. Tο παράθυρον εκλείσθη σπασμωδικώς. Mίαν στιγμήν ας αργοπορούσε!
O μπαρμπα-Γιαννιός εστηρίζετο όρθιος εις τον παραστάτην. Eδοκίμασε να είπη το τραγούδι του, αλλ’ εις το πνεύμα του το υποβρύχιον, του ήρχοντο ως ναυάγια αι λέξεις:
«Γειτόνισσα πολυλογού, μακρύ-στενό σοκάκι!…»
Mόλις ήρθρωσε τας λέξεις, και σχεδόν δεν ηκούσθησαν. Eχάθησαν εις τον βόμβον του ανέμου και εις τον στρόβιλον της χιόνος.
― Kαι εγώ σοκάκι είμαι, εμορμύρισε… ζωντανό σοκάκι.
Eξεπιάσθη από την λαβήν του. Eκλονήθη, εσαρρίσθη, έκλινε και έπεσεν. Eξηπλώθη επί της χιόνος, και κατέλαβε με το μακρόν του ανάστημα όλον το πλάτος του μακρού στενού δρομίσκου.
Άπαξ εδοκίμασε να σηκωθή, και είτα εναρκώθη. Eύρισκε φρικώδη ζέστην εις την χιόνα.
«Eίχαν οι φωτιές έρωτα!… Eίχαν οι θηλιές χιόνια!»
Kαι το παράθυρον προ μιας στιγμής είχε κλεισθή. Kαι αν μίαν μόνον στιγμήν ηργοπόρει, ο σύζυγος της Πολυλογούς θα έβλεπε τον άνθρωπον να πέση επί της χιόνος.
Πλην δεν τον είδεν ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος. K’ επάνω εις την χιόνα έπεσε χιών. Kαι η χιών εστοιβάχθη, εσωρεύθη δύο πιθαμάς, εκορυφώθη. Kαι η χιών έγινε σινδών, σάβανον.
Kαι ο μπαρμπα-Γιαννιός άσπρισεν όλος, κ’ εκοιμήθη υπό την χιόνα, διά να μη παρασταθή γυμνός και τετραχηλισμένος, αυτός και η ζωή του και αι πράξεις του, ενώπιον του Kριτού, του Παλαιού Hμερών, του Tρισαγίου.

 

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ο Έρωτας στα Χιόνια

[ευχαριστώ:Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού]

Το Ταξίδι στην Κόλαση

Il-bozzetto-di-Massimo-Ruiu-ispirato-a-Dante-e-Primo-Levi

Το ενδέκατο κεφάλαιο του Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος έχει τον φιλολογικών καταβολών τίτλο «Το άσμα του Οδυσσέα». Πράγματι, το κείμενο δεν προδίδει τούτη τη φιλολογική υποψία μας. Ο αφηγητής (κάπου στα μέσα του 1944, κι ενώ μετράει (;) ήδη τέσσερις ή πέντε μήνες εγκλεισμού στο Άουσβιτς) γνωρίζεται με τον Ζαν, έναν Αλσατό εικοσιδύο χρονών που είναι ο Πίκολο του Κομάντο Χημείας (εβραίος κρατούμενος που εκτελεί χρέη άτυπου κλητήρα, θέση ιδιαίτερα ευνοϊκή μέσα στους κρατουμένους). Κάποια μέρα ο Ζαν παίρνει μαζί του τον αφηγητή για να μεταφέρουν την καθημερινή σούπα του Κομάντο (λάχανο με γογγύλια)· στην ουσία προσπαθεί να τον ξεκουράσει από την απάνθρωπη δουλειά. Κάνουν έναν τεράστιο γύρο μέσα στο Λάγκερ, κοντά μια ώρα για να κερδίσουν χρόνο· φορτώνονται στους ώμους τις βέργες με τους κουβάδες της σούπας. Κάπου στο μέσο της διαδρομής ο Ζαν ζητά από τον αφηγητή να του μάθει ιταλικά· εκείνος του μιλά για τον Δάντη, αναθυμάται στίχους από την Κωμωδία, από το XXVI Άσμα της Κόλασης, τους παραφράζει.

 

«…Το άσμα του Οδυσσέα. Ποιος ξέρει πώς ήρθε στο μυαλό μου· αλλά δεν έχουμε καιρό για να διαλέξω, αυτή η ώρα είναι ήδη λιγότερη από μια ώρα. Εάν ο Ζαν είναι έξυπνος θα καταλάβει. Θα καταλάβει: σήμερα είμαι σίγουρος για αυτό.

» Ποιος είναι ο Δάντης. Τι είναι η ‘Θεία Κωμωδία’. Αισθάνομαι μια καινούρια περίεργη αίσθηση προσπαθώντας να εξηγήσω εν συντομία τι είναι η ‘Θεία Κωμωδία’. Ποια είναι η δομή της ‘Κόλασης’, τι είναι το contrappasso (ο τρόπος της τιμωρίας στην ‘Κόλαση’). Ο Βιργίλιος είναι η Λογική, η Βεατρίκη η Θεολογία…»

 

Στις επόμενες πέντε σελίδες ο αναγνώστης διαβάζει μια απρόσμενη παραβολή – για μένα την πιο μεγάλη παραβολή του αιώνα της. Δυο καταραμένοι ίσκιοι, δυο καταδικασμένοι στο χαμό Εβραίοι του Άουσβιτς, περιφέρονται στο στρατόπεδο με τις βέργες της σούπας στους ώμους τους κι ενώ στις καμινάδες καίει η γαλάζια φλόγα να τους υπενθυμίζει πως στα κρεματόρια καίγεται ανθρώπινη σάρκα, η σάρκα των δικών τους. Με τα σπαστά λιγοστά γαλλικά του ο αφηγητής μιλάει για τον Δάντη, για μια παλιά Inferno, για την τρικυμία της θάλασσας στο «Άσμα του Οδυσσέα» – κι ο Πίκολο περιμένει και τον κοιτά. Κι έξαφνα νιώθουν πως έχει σημασία να καταλάβουν, έτσι κι αλλιώς θα πεθάνουν, είναι βέβαιοι πως δεν θα βγουν ποτέ από το Λάγκερ, μα έχει πολύ μεγάλη σημασία να καταλάβουν την Κόλαση του Δάντη, και να την καταλάβουν μαζί, οι δυο τους, διότι νιώθουν πως από τούτη την προσπάθειά τους εξαρτάται κάτι πολύ σημαντικό, ενδεχομένως σημαντικότερο από τον επικείμενο θάνατό τους. Η ώρα έχει περάσει, δεν μπορούν να καθυστερήσουν περισσότερο, ο αφηγητής πηδά τους στίχους για να φτάσει στο τέλος του άσματος, εκεί που γίνεται ο πιο ξακουστός από τους αναχρονισμούς της Θείας Κωμωδίας: ο ειδωλολάτρης, άρα και κολασμένος, Οδυσσέας ξεστομίζει την φράση «come altrui piacque» («ως Άλλος θέλησέ το»), φράση που μαρτυρεί χριστιανική πίστη. Το κείμενο πάει στο τέλος του – κι έξαφνα εντός του ο αναμενόμενος τραγικός σπασμός, η ανημποριά και η ανάγκη της ερμηνείας, εκεί μέσα, στο εφιαλτικό Λάγκερ, σε μια δίχως νόημα διαδρομή δυο χαμένων με τις βέργες της σούπας στον ώμο – η απροσπέλαστη αντίφαση του εξανθρωπισμού εν μέσω των κυμάτων, εν μέσω της τρικυμίας, εκεί, στο κέντρο της Κόλασης, στην καρδιά της.

[…]

«…Θα έδινα τη σημερινή σούπα για να καταφέρω να ενώσω το ‘non ne avevo alcuna’ (‘ποτέ μου δεν ξανάδα κάτι τέτοιο’) με το τέλος. Προσπαθώ να ανασυνθέσω με τη βοήθεια της ρίμας, κλείνω τα μάτια, δαγκώνω τα δάχτυλα: ανώφελο, κλεισμένα στη σιωπή. Στο μυαλό μου χορεύουν άλλοι στίχοι: ‘…la terra lagrimosa diede vento…’ (‘…έβγαλε η δακρυσμένη γης αέρα…’), όχι δεν είναι αυτό. Είναι αργά, είναι αργά, φτάσαμε στην κουζίνα, πρέπει να ολοκληρώσουμε.

 

»‘Tre volte il fe´ girar con tutte l´acque

alla quarta levar la poppa in syso

E la propa ire in giu, come altrui piacque…

 

(‘συθάλασση τρεις στρούφιξε η πλώρη μας

βολές, στην τέταρτη ώρθωσε την πρύμνα,

βουτάει την πλώρα, ως Άλλος θέλησέ το…’)

 

»Συγκρατώ τον Πίκολο, είναι σημαντικό, είναι επιτακτική ανάγκη να ακούσει, να καταλάβει αυτό το ‘come altrui piacque’, πριν να είναι πολύ αργά, αύριο αυτός η εγώ μπορεί να πεθάνουμε ή να μην ξαναϊδωθούμε ποτέ ξανά, πρέπει να του πω, να του εξηγήσω για τον Μεσαίωνα, γι αυτόν τον αναχρονισμό, τον τόσο ανθρώπινο, αναγκαίο αν και απροσδόκητο και για κάτι άλλο, κάτι πολύ σπουδαίο που μόνο τώρα το κατανόησα, σαν έκλαμψη, ίσως αυτό να εξηγεί το πεπρωμένο μας, γιατί βρισκόμαστε εδώ…

 

Έχω την αίσθηση πως αυτές οι γραμμές […] μας δείχνουν πως από το παράγγελμα Wstawac μέχρι τον αναχρονισμό του Δάντη ο άνθρωπος έχει να περπατήσει έναν κρίσιμο δρόμο· κι ο δρόμος αυτός αφορά τον καθένα, σήμερα και πάντοτε, κι όχι μονάχα τους καταραμένους Häftlinge του Άουσβιτς εκείνου του καλοκαιριού του 1944.

 

Θ. Τριαρίδης, Το Ταξίδι στην Κόλαση (απόσπασμα νο. 4)

*Σκίτσο του Massimo Ruiu, εμπνευσμένο από τον Dante και το βιβλίο του Primo Levi, Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος.

[ευχαριστώ: http://www.triaridis.gr/keimena/keimA023.htm]

 

Το κουτσό

  
Ο Κρεβέλ δυσπιστεί και τον καταλαβαίνω. Ανάμεσα σ’εμένα και τη Μάγα φυτρώνει ένας ολόκληρος καλαμιώνας από λέξεις, μόλις που μας χωρίζουν μερικές ώρες και μερικά τετράγωνα και ήδη ο πόνος μου ονομάζεται πόνος, ο έρωτάς μου ονομάζεται έρωτας… Όλο και πιο πολύ θα νιώθω λιγότερο και θα θυμάμαι περισσότερο, αλλά τι είναι η ανάμνηση αν όχι το ιδίωμα των αισθημάτων, ένα λεξικό που μέσα του είναι καταχωρημένα τα πρόσωπα και οι μέρες και τα αρώματα που επαναλαμβάνονται όπως τα ρήματα και τα επίθετα στην ομιλία, πλησιάζοντας ύπουλα το πράγμα καθεαυτό, θλίβοντας ή διδάσκοντάς μας με την υποκατάσταση ώσπου η ίδια μας η ύπαρξη να γίνει ένα υποκατάστατο, το πρόσωπο που κοίταζε προς τα πίσω ανοίγει διάπλατα τα μάτια του, το αληθινό πρόσωπο ξεθωριάζει λίγο-λίγο όπως στις παλιές φωτογραφίες και ο Ιανός είναι ξαφνικά οποιοσδήποτε από εμάς. Όλα αυτά τα λέω στον Κρέβελ, αλλά είναι με τη Μάγα που μιλάω τώρα που βρισκόμαστε τόσο μακριά. Και δεν της μιλάω με τις λέξεις που χρησίμευαν μόνο για μη συνεννοούμαστε, μα τώρα που είναι πια αργά αρχίζω να διαλέγω άλλες, τις δικές της, αυτές που είναι τυλιγμένες σ’ εκείνο που αυτή καταλαβαίνει και που δεν έχει όνομα: ρεύματα και αγωνιώδεις εντάσεις που κάνουν τον αέρα ανάμεσα σε δυο κορμιά να τρίζει και γεμίζουν χρυσόσκονη ένα σπίτι ή ένα στίχο.

J. Cortázar, Το Κουτσό (εκδ. Εξάντας)- απόσπασμα