Ο Κόσμος του Σεξ

miller«Η αληθινή προδοσία είναι να ζεις σ’ έναν τέτοιο κόσμο και να χρησιμοποιήσεις το πνεύμα σου για να τον δικαιολογήσεις.»

Jean Guehenno, Caliban Parle, εκδ. Grasset, Παρίσι.

Παρ’ όλες τις οπισθοδρομήσεις που καταγράφει η ιστορία, παρά την άνοδο και την πτώση των πολιτισμών, παρά τον αφανισμό φυλών και ηπείρων, υπάρχει κάποιο αήττητο και κραταιό οικοδόμημα που είναι το αληθινό ενδιαίτημα του ανθρώπου. Όταν το συνειδητοποιήσουμε, θα πάμε να το κατακτήσουμε. Δεν θα είναι ανάγκη να σωριάσουμε τον κόσμο σε ερείπια προηγουμένως.

Όπως ακριβώς οι ποταμοί χύνονται και γίνονται ένα με τον ωκεανό, έτσι όλοι οι ελάσσονες τρόποι πρέπει εντέλει να ενδώσουν στον μείζονα τρόπο, βαφτίστε τον όπως θέλετε. Ήθη, έθιμα, νόμοι, συνήθειες, πεποιθήσεις, δόγματα – όλα αυτά είναι ήσσονος σημασίας. Το μόνο που ενδιαφέρει είναι να γίνει κανόνας το θαυμαστό. Ακόμα και σήμερα, όσο ματαιωμένοι και απογοητευμένοι κι αν είμαστε, το θαυμαστό δεν είναι ολότελα απόν. Αλλά πόσο γκροτέσκες, πόσο σπασμωδικές και αδέξιες είναι οι προσπάθειές μας να το αναδείξουμε. Όλη η ευφυία, όλος ο σπαραξικάρδιος μόχθος που ξοδεύεται στις επινοήσεις, τις οποίες εκλαμβάνουμε ως εξαίσια θαύματα, δεν πρέπει να αντιμετωπιστούν ως νέτες σκέτες σπατάλες αλλά και ως ασυναίσθητες προσπάθειες εκ μέρους του ανθρώπου ώστε να προβλέψει και να αποφύγει το θαυμαστό. Γεμίζουμε ακατάσχετα τον κόσμο με τις επινοήσεις μας, δίχως ποτέ να διανοούμαστε μήπως είναι αχρείαστες – ή και επιζήμιες. Μηχανευόμαστε εκπληκτικά μέσα επικοινωνίας, αλλά επικοινωνούμε, άραγε, ο ένας με τον άλλο; Μετακινούμε εδώ κι εκεί τα κορμιά μας με απίστευτες ταχύτητες, αλλά αφήνουμε ποτέ όντως το σημείο από όπου ξεκινήσαμε; Διανοητικά, ηθικά, πνευματικά, είμαστε αλυσοδεμένοι. Τι έχουμε πετύχει με το να εξαφανίσουμε ολόκληρες οροσειρές, με το να τιθασεύσουμε την ενέργεια πανίσχυρων ποταμών, ή με το να μετακινήσουμε ολόκληρους πληθυσμούς εδώ κι εκεί σαν πιόνια στη σκακιέρα, αν εμείς οι ίδιοι παραμένουμε τα ίδια νευρικά, ελεεινά, απογοητευμένα πλάσματα που ήμασταν και πριν; Το να αποκαλείς πρόοδο μια τέτοια δραστηριότητα είναι η απόλυτη αυταπάτη. Μπορεί να πετυχαίνουμε στο να αλλοιώνουμε το πρόσωπο της γης ώσπου να γίνει αγνώριστο ακόμα και στον ίδιο τον Δημιουργό, αλλά αν αυτό δεν έχει επίδραση και σ’ εμάς, τότε ποιο το νόημα;

Οι έλλογες, εννοηματωμένες πράξεις δεν χρειάζονται σάλο. Όταν τα πράγματα είναι έτοιμα να σωριαστούν σε ερείπια και να καταστραφούν, ίσως η πιο μεστή νοήματος στάση είναι να μείνεις ασάλευτος. Ο άνθρωπος που επιτυγχάνει να συνειδητοποιήσει και να εκφράσει την αλήθεια που βρίσκεται εντός του μπορούμε να πούμε ότι προβαίνει σε μια δραστηριότητα πολύ πιο ισχυρή απ’ ό,τι το ρήμαγμα μιας αυτοκρατορίας. Δεν είναι, επιπλέον, πάντοτε απαραίτητο να εκφέρεις την αλήθεια. Όσο κι αν καταρρέει και αποσυντίθεται ο κόσμος,  πάντα η αλήθεια εμμένει.

Εν αρχή ην ο Λόγος. Ο άνθρωπος τον κάνει πράξη ασυναίσθητα. Αυτός είναι η πράξη, και όχι ο πράττων.

Henry Miller, Ο Κόσμος του Σεξ (εκδ. Μεταίχμιο, μτφ. Γ. – Ίκαρος Μπαμπασάκης. (απόσπασμα)

Φωτογραφία: Peter Gowland.

Η Ποίηση

 

pablo-neruda-00123

Κάποτε με πλησίασε

η ποίηση. Δεν ξέρω, δεν ξέρω,

αγνοώ από πού ‘ρθε,

απ’ τον χειμώνα αν κατέβηκε

ή τάχα απ’ τα ποτάμια.

Δεν ξέρω από πού αλλά ούτε και πότε,

όχι, δεν ακούστηκαν φωνές, ούτε

λόγος υπήρξε ούτε σιωπή∙

κι όμως μ’ έκραξε κάτω απ’ το δρόμο,

απ’ το σύγκλαδο πάνω της νύχτας –

μ’ έκραξε εμένα, ξαφνικά

και όλως εξ απροόπτου,

ανάμεσα σ’ άλλους πολλούς,

ανάμεσα από φλόγες σφοδρότατες∙

μα μ’ έκραξε και μόνον μου

κατά την επιστροφή μου,

εκεί όπου είταν να πάω∙

την είδα που δεν είχε όψη∙

πήγα κοντά και μ’ ακούμπησε.

~

Δεν ήξερα τι λένε

σ’ αυτές τις περιστάσεις,

το στόμα μου

ούτε γρυ δεν έβγαλε,

τα μάτια μου μέναν τυφλά,

και κάτι χτύπαγε σφοδρά μες στο στήθος μου,

πυρετός ή πλανημένη αιώρηση∙

κι έτσι συνήθισα να ‘μαι μόνος

αφ’ ότου ανέλυσα

εκείνο το έγκαυμα,

κι έπιασε κι έγραψα

τους πρώτους μπερδεμένους μου στίχους,

άτσαλους, άμορφους, ένα τέλειο

τίποτα,

ή πεντακάθαρη σοφία

ενός που δεν καταλαβαίνει τίποτα∙

πλην ξάφνου είδα

ν’ ανοίγουν

και ν’ αποκαλύπτονται

οι ουρανοί,

οι πλανήτες,

γλώσσες φυτών να κυματίζουν,

το σκότος διάτρητο,

σα σουρωτήρι,

κι από μέσα του να στραγγίζουνε

βέλη, φωτιές, λουλούδια,

η νύχτα που όλα τα κατέχει και τα κατελεί,

το σύμπαν εν όλω, ακέραιο.

~

Κι εγώ, ένα ον

ανθρώπινο, μικρό,

μεθυσμένο ανθρωπάκι στο κενό

με το μέγα έναστρο διάστημα,

είδωλο ο ίδιος του κενού,

ομοίωμα του μυστικού του κώδικα,

ένιωσα πολλοστημόριο να ‘μαι

της αβύσσου,

και κουτρουβαλώντας με όλα τ’ αστέρια αντάμα

βρήκα την καρδιά μου εν τω άμα

να ‘ναι κυριολεκτικώς στο έλεος του ανέμου.

 

Pablo Neruda, Η Ποίηση (Η στείρωση των αστέρων – πενηντατέσσερα ποιήματα του έρωτα και του θανάτου, εκδ. Τυπωθήτω – Λάλον Ύδωρ, μτφ. Γ. Κεντρωτής. Τίτλος πρωτοτύπου: La poesia. Απ’ τη συλλογή Memoria de Isla Negra (1964).

Ouverture

giannaras

Ἀδελφιδός μου παρῆλθε·
ψυχή μου ἐξῆλθεν ἐν λόγῳ αὐτοῦ.

Γνωρίζουμε τὸν ἔρωτα μόνο στὴν ἀπόσταση τῆς ἀποτυχίας. Πρὶν τὴν ἀποτυχία δὲν ὑπάρχει γνώση· ἡ γνώση ἔρχεται πάντα μετὰ τὴ βρώση τοῦ καρποῦ. Σὲ κάθε ἔρωτα ξαναζεῖ ἡ ἐμπειρία τῆς γεύσης τοῦ παραδείσου καὶ τῆς ἀπώλειας τοῦ παραδείσου. Σπουδάζουμε τὸν ἔρωτα μόνον ἐξόριστοι ἀπὸ τὴν πληρότητα τῆς ζωῆς ποὺ αὐτὸς χαρίζει.

Στὴν ἐμπειρία τοῦ ἔρωτα εἴμαστε ὅλοι πρωτόπλαστοι. Ἡ πείρα τῶν ἄλλων δὲν μᾶς μαθαίνει τίποτα γιὰ τὸν ἔρωτα. Εἶναι γιὰ τὸν καθένα μας τὸ ἀρχέγονο καὶ μέγιστο μάθημα τῆς ζωῆς, ἡ ἀρχέγονη καὶ μέγιστη ἐξαπάτηση. Μέγιστο μάθημα, γιατὶ σπουδάζουμε στὸν ἔρωτα τὸν τρόπο τῆς ζωῆς. Καὶ μέγιστη ἐξαπάτηση, ἀφοῦ αὐτὸς ὁ τρόπος ἀποδείχνεται ἀνέφικτος γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση μας.

Ἡ ἀνθρώπινη φύση μας (αὐτὸ τὸ ἀκαθόριστο κράμα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ κορμιοῦ μας) «ξέρει», μὲ φοβερὴ ὀξυδέρκεια πέρα ἀπὸ νοήματα, πὼς ἡ πληρότητα τῆς ζωῆς κερδίζεται μόνο στὴν ἀμοιβαιότητα τῆς σχέσης. Στὴν ἀμοιβαία ὁλοκληρωτικὴ αὐτοπροσφορά. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐπενδύει ἡ φύση μας στὸν ἔρωτα ὅλη τὴ ἀπύθμενη δίψα της γιὰ ζωή. Δίψα τοῦ κορμιοῦ καὶ τῆς ψυχῆς μας.

Διψᾶμε τὴ ζωή, καὶ τὸ ἐνδεχόμενο τῆς ζωῆς περνάει μόνο μέσα ἀπὸ τὴ σχέση μὲ τὸν Ἄλλον. Στὸ πρόσωπο τοῦ Ἄλλου ἀναζητᾶμε τὴ δυνατότητα τῆς ζωῆς – τὴν ἀμοιβαιότητα στὴ σχέση. Ὁ Ἄλλος γίνεται τὸ «σημαῖνον» τῆς ζωῆς, ἡ αἰσθητὴ ἀνταπόκριση στὴν πιὸ βαθειὰ καὶ κυρίαρχη τῆς φύσης μας ἐπιθυμία. Ἴσως αὐτὸ ποὺ ἐρωτευόμαστε νὰ μὴν εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ Ἄλλου, ἀλλὰ ἡ δίψα μας ἔνσαρκη στὸ πρόσωπό του. Ὁ Ἄλλος νὰ εἶναι πρόσχημα κι ἡ αὐτοπροσφορά μας αὐταπάτη. Ὅμως κι αὐτὸ θὰ διαφανεῖ μόνο στὴν ἀπόσταση τῆς ἀποτυχίας.

Μετὰ τὴν ἀποτυχία ξέρουμε ὅτι ὁ ἔρωτας εἶναι ὁ τρόπος τῆς ζωῆς, ἀλλὰ τρόπος ἀνέφικτος γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση μας. Ἡ φύση μας διψάει ἀπεγνωσμένα τὴ σχέση, δίχως νὰ ξέρει νὰ ὑπάρχει μὲ τὸν τρόπο τῆς σχέσης. Δὲν ξέρει νὰ μοιράζεται, νὰ κοινωνεῖ, ξέρει μόνο νὰ ἰδιοποιεῖται τὴ ζωή, νὰ τὴν κατέχει καὶ νὰ τὴν νέμεται. Ἂν ἡ γεύση τῆς πληρότητας εἶναι κοινωνία τῆς ζωῆς μὲ τὸν Ἄλλον, ἡ ὁρμὴ τῆς φύσης μας ἀλλοτριώνει τὴν κοινωνία σὲ ἀπαίτηση ἰδιοκτησίας καὶ κατοχῆς τοῦ Ἄλλου. Ἡ ἀπώλεια τοῦ παραδείσου δὲν εἶναι ποτὲ ποινή, εἶναι μόνο αὐτοεξορία.

Τὸν τρόπο τῆς ζωῆς τὸν σπουδάζουμε πάντοτε σὰν χαμένο παράδεισο. Τὸν ψηλαφοῦμε στὴ στέρηση, στὸ ἐκμαγεῖο τῆς ἀπουσίας του. Ἔγγλυφο ἴχνος τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς εἶναι ἡ πίκρα τῆς μοναξιᾶς στὴν ψυχή μας, ἡ ἀνέραστη μοναχικότητα. Γεύση θανάτου. Μὲ αὐτὴ τὴ γεύση μετρᾶς τὴ ζωή. Πρέπει νὰ σὲ ναυτολογήσει ὁ θάνατος γιὰ νὰ περιπλεύσεις τὴ ζωή, νὰ καταλάβεις ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν πληρότητα τῆς σχέσης. Τότε ξεδιακρίνεις τὶς ἀκτὲς τοῦ νοήματος: Ζωὴ σημαίνει νὰ παραιτεῖσαι ἀπὸ τὴν ἀπαίτηση τῆς ζωῆς γιὰ χάρη τῆς ζωῆς τοῦ Ἄλλου. Νὰ ζεῖς, στὸ μέτρο ποὺ δίνεσαι γιὰ νὰ δεχθεῖς τὴν αὐτοπροσφορὰ τοῦ Ἄλλου. Ὄχι νὰ ὑπάρχεις, καὶ ἐπιπλέον νὰ ἀγαπᾶς. Ἀλλὰ νὰ ὑπάρχεις μόνο ἐπειδὴ ἀγαπᾶς, καὶ στὸ μέτρο ποὺ ἀγαπᾶς.

Διψᾶμε τὴ ζωὴ καὶ δὲν τὴν διψᾶμε μὲ σκέψεις ἢ νοήματα. Οὔτε καὶ μὲ τὴ θέλησή μας. Τὴν διψᾶμε μὲ τὸ κορμὶ καὶ τὴν ψυχή μας. Ἡ ὁρμὴ τῆς ζωῆς, σπαρμένη μέσα στὴ φύση μας, ἀρδεύει κάθε ἐλάχιστη πτυχὴ τῆς ὕπαρξής μας. Καὶ εἶναι ὁρμὴ ἀδυσώπητη γιὰ σχέση, γιὰ συν-ουσία: Νὰ γίνουμε ἕνα μὲ τὴν ἀντι-κείμενη οὐσία τοῦ κόσμου, ἕνα μὲ τὸ κάλλος τῆς γῆς, τὴν ἀπεραντοσύνη τῆς θάλασσας, τὴ νοστιμιὰ τῶν καρπῶν, τὴν εὐωδιὰ τῶν ἀνθῶν. Ἕνα κορμὶ μὲ τὸν Ἄλλον. Ὁ Ἄλλος εἶναι ἡ μόνη δυνατότητα νὰ ἔχει ἀμοιβαιότητα ἡ σχέση μας μὲ τὸν κόσμο. Εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ κόσμου, ὁ λόγος κάθε ἀντι-κείμενης οὐσίας. Λόγος ποὺ ἀπευθύνεται σὲ μένα καὶ μὲ καλεῖ στὴν καθολικὴ συν-ουσία. Μοῦ ὑπόσχεται τὸν κόσμο τῆς ζωῆς, τὸ ἔκπαγλο κόσμημα τῆς ὁλότητας. Στὴ μία σχέση.

 

Χρήστος Γιανναράς, Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων (εκδ. Δόμος).

[Ευχαριστώ: http://users.uoa.gr/~nektar/history/tributes/xrhstos_giannaras/]