Συναισθηματική κακοποίηση

abuse7

Με τον όρο «συναισθηματική κακοποίηση» εννοούμε κάθε συμπεριφορά και στάση που πλήττει την συναισθηματική και/ή ψυχολογική ακεραιότητα ενός άλλου ανθρώπου, χωρίς να εμπλέκει όμως την άσκηση σωματικής βίας. Στόχος της είναι να ελέγξει, να απαξιώσει, να εκφοβίσει, να απομονώσει ή να τιμωρήσει τον άλλον, χρησιμοποιώντας ως κυριότερα μέσα τον φόβο, την υποτίμηση και την ταπείνωση. Σε αντίθεση όμως με την σωματική και τη σεξουαλική κακοποίηση, όπου ένα και μόνο περιστατικό αρκεί για να την χαρακτηρίσει ως τέτοια, η συναισθηματική βία περιγράφεται ως ένα επαναλαμβανόμενο και σταθερό, μέσα στο χρόνο, μοτίβο συμπεριφορών, που μπορεί να είναι εκούσιο ή ασυνείδητο, και που πάντως έχει ως αποτέλεσμα την συστηματική υποτίμηση του άλλου ανθρώπου και της ψυχοσυναισθηματικής του ακεραιότητας. Στις πιο φανερές εκδοχές της, η συναισθηματική κακοποίηση μπορεί να πάρει τη μορφή της λεκτικής βίας και της διαρκούς άσκησης κριτικής, ενώ στις πιο άρρητες και συγκαλυμμένες εκδοχές της μπορεί να εκφραστεί μέσα από προσπάθειες εκφοβισμού του άλλου, χειραγώγησης, αλλά και με την μόνιμη άρνηση του ατόμου να μείνει ικανοποιημένος από το οτιδήποτε κάνει ο άλλος. Το αξιοσημείωτο στην δεύτερη περίπτωση της συγκαλυμμένης συναισθηματικής κακοποίησης είναι πως συνήθως, αυτού του είδους οι συμπεριφορές παρουσιάζονται και τεκμηριώνονται ως καλόβουλες προθέσεις καθοδήγησης του άλλου ή παροχής συμβουλών για το «καλό του». Σε κάθε περίπτωση όμως, η συναισθηματική κακοποίηση είναι ανεξάρτητη του κοινωνικού, μορφωτικού και πολιτισμικού επιπέδου, ενώ δεν συνδέεται με το φύλο και την ηλικία του δέκτη και του θύτη. Επιπλέον, βιβλιογραφικά φαίνεται να λειτουργεί ως προάγγελος σωματικής βίας.

Παρότι είναι πολλές οι συμπεριφορές που θα μπορούσαν να περιγραφούν ως τακτικές άσκησης συναισθηματικής βίας, σε γενικές γραμμές τα μοτίβα των συναισθηματικά κακοποιητικών συμπεριφορών είναι τα εξής:

  • Επίθεση: Εδώ εντοπίζονται οι πιο εμφανείς, οι πιο ρητές μορφές συναισθηματικά κακοποιητικής συμπεριφοράς και περιλαμβάνουν τους υβριστικούς χαρακτηρισμούς, τις κατηγορίες, τις απειλές και τις διαταγές. Αναλαμβάνοντας μία θέση κριτή, που εγκρίνει ή δεν εγκρίνει τη συμπεριφορά του άλλου, ο συναισθηματικά κακοποιητικός άνθρωπος στερεί από τον άλλον το δικαίωμα της ισότητας και της αυτονομίας μέσα στη σχέση. Ωστόσο, εξίσου επιθετική μπορεί να είναι και μία στάση «βοήθειας» προς τον άλλον: εδώ η άσκηση κριτικής, οι συμβουλές, οι έτοιμες λύσεις, οι αναλύσεις, οι ερωτήσεις σε ανακριτικό ύφος και η αμφισβήτηση των ενεργειών ή/και των αποφάσεων του άλλου μπορεί κάποιες φορές να είναι καλοπροαίρετες και ειλικρινείς, όμως σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να έχουν ως στόχο την απαξίωση και τον έλεγχο του άλλου. Εκείνο που μπορεί να κάνει τη διαφορά μεταξύ των δύο στάσεων είναι ο επικριτικός τόνος που υιοθετείται από τον θύτη ως εκείνου που «γνωρίζει καλύτερα».
  • Άρνηση: Σε αυτή την κατηγορία των συμπεριφορών εμπίπτουν όλες οι προσπάθειες ακύρωσης των σκέψεων, των απόψεων, των συναισθημάτων ή των αποφάσεων του άλλου. Ακύρωση έχουμε κάθε φορά που ο θύτης αρνείται την πραγματικότητα, όπως για παράδειγμα, όταν αρνείται πως έχει προσβάλλει τον άλλον, όταν υποστηρίζει ότι ποτέ δεν εξύβρισε τον άλλον, ή όταν δηλώνει πως δεν γνωρίζει για τι μιλάει ο άλλος. Μία δεύτερη μορφή άρνησης είναι και η αποσιώπηση: όταν ο θύτης αρνείται να ακούσει ή να συζητήσει, και όταν αποσύρεται συναισθηματικά σε μία προσπάθεια να τιμωρήσει τον άλλον («κρατάει μούτρα»). Πρόκειται για μία συναισθηματική και ψυχική σιωπή έναντι του άλλου, που στόχο έχει να τον ελέγξει και να τον τιμωρήσει, κάνοντάς τον τελικά να νιώθει αόρατος. Μία τρίτη μορφή συναισθηματικά κακοποιητικής συμπεριφοράς που συνδέεται με την άρνηση είναι η αντιπαράθεση, η οποία εκφράζεται σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου ο θύτης θεωρεί τον δέκτη της συμπεριφοράς του ως κομμάτι του εαυτού του και φυσική του συνέχεια, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να δεχθεί ότι ο άλλος μπορεί να έχει κάποια άποψη, κάποιο συναίσθημα ή κάποια επιθυμία διαφορετική από τη δική του.
  • Ελαχιστοποίηση: Πρόκειται για μία ηπιότερη μορφή άρνησης όπου ο θύτης αποδέχεται μεν ότι κάτι συνέβη, αλλά αμφισβητεί τα συναισθήματα ή τις αντιδράσεις του άλλου σχετικά με αυτό το γεγονός. Εδώ θα ακούσουμε φράσεις όπως «Υπερβάλλεις!» ή «Παραείσαι ευαίσθητος!», οι οποίες θέτουν υπό αμφισβήτηση ή και ακυρώνουν τα συναισθήματα του άλλου. Σε μία άλλη μορφή της ελαχιστοποίησης, ο θύτης μπορεί επίσης να υποβαθμίζει με τη στάση του την σημασία των όσων λέει και κάνει ο άλλος.

Αξίζει να σημειωθεί και μία ακόμα μορφή συναισθηματικής κακοποίησης που ενέχει βία χωρίς ωστόσο αυτή να γίνεται σωματική: η συμβολική βία περιλαμβάνει συμπεριφορές όπως το βίαιο κλείσιμο της πόρτας, το σπάσιμο πιάτων ή άλλων αντικειμένων, η παρορμητική και επικίνδυνη οδήγηση όταν ο δέκτης είναι συνοδηγός, οι απειλές για καταστροφή περιουσιακών ή προσωπικών στοιχείων του δέκτη, καθώς και οι απειλητικές χειρονομίες προς τον άλλο. Όλα αυτά συνιστούν συμβολικές μορφές μίας απειλής που παραβιάζει τα ψυχολογικά και συναισθηματικά όρια του άλλου ανθρώπου.

Για τον δέκτη αυτών των συμπεριφορών, οι επιπτώσεις είναι αδιόρατες, σιωπηρές, πλην όμως πολύ σοβαρές. Εξάλλου, βιβλιογραφικά επιβεβαιώνεται ότι οι συνέπειες της συναισθηματικής κακοποίησης για τον άνθρωπο που τη δέχεται είναι εξίσου σοβαρές (ίσως και σοβαρότερες) με αυτές της σωματικής βίας. Έτσι, η μειωμένη αίσθηση αυταξίας και η χαμηλή αυτοπεποίθηση, οι αυτομομφές, η ενοχή και η ντροπή, η αίσθηση ότι δεν αξίζει τίποτα ή ότι δεν είναι ικανός για τίποτα, οι διαρκείς αμφιβολίες για την εγκυρότητα και την βασιμότητα των σκέψεων, των πεποιθήσεων, των αποφάσεων και των ενεργειών του, και η γενικότερα αρνητική αυτό-εικόνα που διατηρεί, καθώς και η κατάθλιψη ή και το άγχος που βιώνει, μπορεί να είναι αποτέλεσμα της συναισθηματικής κακοποίησης που επανειλημμένως δέχεται ή δέχθηκε στο παρελθόν από κάποιον άλλο. Ειδικά μέσω της άρνησης και της ελαχιστοποίησης, των οποίων γίνεται δέκτης, το άτομο μπορεί να φθάσει στο σημείο να αμφιβάλλει για τα συναισθήματα και τις σκέψεις του καθώς και για τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται και βιώνει την πραγματικότητα.

Η συναισθηματική και ψυχολογική κακοποίηση απαντάται τόσο στις επαγγελματικές όσο και στις πιο στενές, διαπροσωπικές και οικογενειακές σχέσεις. Από τον γονέα που ειρωνεύεται και απειλεί το παιδί του και τον σύζυγο που εκβιάζει οικονομικά τη σύζυγο, μέχρι τον προϊστάμενο που δεν μένει ποτέ ευχαριστημένος από την απόδοση των υφισταμένων του και απαξιώνει διαρκώς τις προσπάθειές τους, και την σύντροφο που ειρωνεύεται και κάνει σαρκαστικά σχόλια προς τον σύντροφό της, η συναισθηματική κακοποίηση ελλοχεύει σε κάθε μορφή σχέσης όπου υπάρχει κάποια άνιση κατανομή της εξουσίας και του ελέγχου. Εκείνο που φαίνεται να έχει μία ιδιαίτερη σημασία είναι το γεγονός πως η συναισθηματική κακοποίηση ακολουθεί ένα διαγενεακό μοτίβο. Με άλλα λόγια, ένας άνθρωπος που ως παιδί δέχθηκε συναισθηματική κακοποίηση από τον γονέα του, είναι πολύ πιθανό ως ενήλικος να αναζητάει και να βρίσκεται σε σχέσεις στις οποίες γίνεται δέκτης παρόμοιων συμπεριφορών. Έχοντας μάθει από μικρό παιδί πως κάποιος άλλος είναι εκεί για να κρίνει και να αξιολογήσει τα συναισθήματα και τις επιλογές του και μην έχοντας γνωρίσει τι σημαίνει αυτόνομη έκφραση συναισθημάτων και ανεξάρτητη λήψη αποφάσεων, είναι επόμενο ως ενήλικος πια, να νιώθει μεγαλύτερη οικειότητα και ασφάλεια μέσα σε σχέσεις ελεγκτικές και χειραγώγησης, παρά τον θυμό, την μειωμένη αυτοεκτίμηση και την αρνητική αυτοεικόνα που ταυτόχρονα έχει. Στο άλλο άκρο, ένα παιδί που μεγάλωσε σε ένα συναισθηματικά κακοποιητικό περιβάλλον μπορεί ως ενήλικος να υιοθετεί και να εκφράζει αντίστοιχα κακοποιητικές συμπεριφορές προς τους οικείους του. Σε αυτή την περίπτωση, το παιδί υιοθέτησε τις ίδιες συμπεριφορές με τους κακοποιητικούς γονείς του προκειμένου να προστατευτεί από τον θυμό, το άγχος, την θλίψη και την αίσθηση αβοηθησίας που του προκαλούσε η συμπεριφορά του περιβάλλοντός του. Αυτός είναι και ο λόγος που συχνά θα δούμε συναισθηματικά κακοποιητικούς ανθρώπους να έλκονται από ανθρώπους ανασφαλείς, με χαμηλή αυτοεκτίμηση: είναι αυτοί οι άνθρωποι που θα τους προσδώσουν την αίσθηση του ελέγχου, της ισχύος και της ασφάλειας, ώστε να αποφύγουν να αντιμετωπίσουν τα δικά τους συναισθήματα και τις δικές τους ανασφάλειες. Πρόκειται ουσιαστικά για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος και αυτός είναι ο λόγος που δεν αποκλείεται να δούμε τον ίδιο άνθρωπο να λειτουργεί ως θύτης σε μία σχέση και ως δέκτης συναισθηματικής κακοποίησης σε κάποια άλλη του σχέση.

Βεβαίως, από μία συζήτηση αναφορικά με τις σχέσεις και τις συμπεριφορές που εκφράζονται μέσα σε αυτές δεν θα μπορούσε να λείπει και μία αναφορά στη σχέση που διατηρούμε με τον ίδιο τον εαυτό μας. Το ερώτημα του κατά πόσο εμείς οι ίδιοι είμαστε κακοποιητικοί έναντι του εαυτού μας είναι εδώ σημαντικό, ειδικά αν σκεφτούμε τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε για τον εαυτό μας. Αν βλέπουμε τον εαυτό μας ως ανάξιο και άχρηστο, είναι πολύ πιθανό να στρεφόμαστε προς ανθρώπους που θα φροντίζουν να μας το επιβεβαιώνουν σε καθημερινή βάση. Άλλωστε, πάντα ο άλλος λειτουργεί ως καθρέπτης του εαυτού μας. Όταν εμείς οι ίδιοι συμπεριφερόμαστε υποτιμητικά προς τον εαυτό μας, όταν η πρώτη μας σκέψη είναι πάντα «μα είμαι τόσο χαζός» ή «δεν κάνω τίποτα σωστά», τότε είναι επόμενο να επιτρέψουμε και στους άλλους να κάνουν το ίδιο προς εμάς και να καταλήγουμε σε σχέσεις τοξικές και κακοποιητικές.

Το κεφάλαιο της συναισθηματικής κακοποίησης είναι αρκετά μεγάλο με πολλά ακόμα αναπάντητα ερωτήματα, τόσο ως προς τον ακριβή ορισμό του φαινομένου, όσο και ως προς τις επιπτώσεις που αυτό έχει για τους θύτες και τους δέκτες αυτών των συμπεριφορών. Η αδιόρατη φύση της κακοποίησης που υφίσταται ο δέκτης, τα κοινωνικά και πολιτισμικά στερεότυπα και οι αξίες αναφορικά με την ανισότητα της ισχύος μεταξύ ανδρών και γυναικών, υφισταμένων και προϊσταμένων, γονέων και παιδιών, η καθημερινότητα και η επαναληπτικότητα που χαρακτηρίζει το μοτίβο της έκφρασης αυτών των συμπεριφορών και η ντροπή και η ενοχή που νιώθουν οι δέκτες – είτε είναι παιδιά είτε είναι ενήλικοι –, καθιστούν πολύ δύσκολη την πρόληψη και την αντιμετώπισή της. Το πρώτο βήμα είναι φυσικά η αποδοχή του τι συμβαίνει, είτε είμαστε από την πλευρά του θύτη είτε του δέκτη. Από το σημείο αυτό και μετά, η ενημέρωση σχετικά με την συναισθηματική κακοποίηση, η καλύτερη γνωριμία με τον εαυτό μας και η φροντίδα και η αγάπη προς τον εαυτό, αποτελούν ορισμένα μόνο από τα βήματα που μπορεί να ακολουθήσει κανείς προκειμένου να κατανοήσει καλύτερα το τι συμβαίνει μέσα στη δυναμική των σχέσεών του. Άλλωστε, το πάθος δεν ταυτίζεται με την επιθετικότητα, η αγάπη δεν ταυτίζεται με την έγκριση και το ενδιαφέρον δεν εκφράζεται με την απομόνωση και την παρακολούθηση του άλλου. Στη βάση κάθε σχέσης, θεμέλιο είναι ο σεβασμός και η αποδοχή του άλλου και του εαυτού μας μέσα σε αυτή.

Αποστολοπούλου Αντιγόνη, Συμβουλευτική Ψυχολόγος (MSc.)

[Αναδημοσίευση από το www.yparxi.gr]

Πηγές και περισσότερες πληροφορίες:

Coker, A. L., Davis, K. E., Arias, I., Desai, S., Sanderson, M., Brandt, H. M., & Smith, P. H. (2002). Physical and mental health effects of intimate partner violence for men and women. American journal of preventive medicine, 23(4), 260-268.

Goldsmith, R. E., & Freyd, J. J. (2005). Awareness for emotional abuse. Journal of Emotional Abuse, 5(1), 95-123.

Hirigoyen, M. F., Marx, H., & Moore, T. (2004). Stalking the soul: Emotional abuse and the erosion of identity. Helen Marx Books.

Tomison, A. M., & Tucci, J. (1997). Emotional abuse: The hidden form of maltreatment. Australian Institute of Family Studies, for National Child Protection Clearing House.

Counselling Directory: Emotional Abuse: http://www.counselling-directory.org.uk/emotional-abuse.html.

National Violence αgainst Women Prevention Research Center, Wellesley Centers for Women, Wellesley College: Abuse in Intimate Relationships: Defining the Multiple Dimensions and Terms. https://mainweb-v.musc.edu/vawprevention/research/defining.shtml.

NCADV: https://ncadv.org/files/Domestic%20Violence%20and%20Psychological%20Abuse%20NCADV.pdf

Η αγάπη προς τον εαυτό

blue sky hole in a wooden wall background; Shutterstock ID 62342308; PO: The Huffington Post; Job: The Huffington Post; Client: The Huffington Post; Other: The Huffington Post

Όταν προσφάτως με ρώτησαν για τους τρόπους με τους οποίους μπορεί κανείς να αγαπήσει τον εαυτό του, ενδόμυχα χαμογέλασα. Σκέφτηκα πως ζούμε σε μία εποχή που ζητάει «οδηγίες χρήσεως», έτοιμες συνταγές και σαφή βήματα, προκειμένου να φθάσει από το σημείο Α στο σημείο Β με ταχύτητα, ευκολία και κυρίως, ασφάλεια. Τέτοιου είδους «οδηγίες», χρήσιμες και σκόπιμες στον κόσμο της τεχνολογίας, των αντικειμένων, της παραγωγής ή των μαθηματικών, συνήθως δεν έχουν εφαρμογή στο πεδίο του ανθρώπου και της ψυχολογίας του. Το πρόβλημα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι πολυδιάστατο: Κατ’ αρχάς, εξ’ ορισμού η αγάπη προς τον εαυτό μας δεν είναι ούτε μία εύκολη, ούτε μία γρήγορη διαδικασία και, οπωσδήποτε, δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι ασφαλής. Από την άλλη πλευρά, δεν είναι κάτι που εξαρτάται απολύτως από εμάς τους ίδιους. Το γνωστό κλισέ, ότι «για να αγαπήσεις τον άλλο θα πρέπει πρώτα να έχεις αγαπήσει τον ίδιο τον εαυτό σου», έχει μία προϋπόθεση που ίσως φανεί παράδοξη: για να μπορέσεις να αγαπήσεις τον εαυτό σου, θα πρέπει πρώτα να έχεις αγαπηθεί. Ως εκ τούτου και επιλέγοντας, όπως πάντα, να μείνω σε απόσταση από κάθε είδους έτοιμο συνταγολόγιο για την ανθρώπινη συμπεριφορά, στο παρόν κείμενο θα εστιάσω σε αυτά τα δύο κεντρικά σημεία και μέσα από αυτά, θα σκιαγραφήσω την πορεία προς μία βελτιωμένη αυτοεκτίμηση και φροντίδα του εαυτού.

Τι εννοούμε άραγε λέγοντας «αγαπώ τον εαυτό μου»; Πιο συγκεκριμένα, τι εννοούμε λέγοντας «εαυτός μου»; Για να μπορέσουμε να δείξουμε αγάπη προς ένα άλλο πρόσωπο, για να καταφέρουμε να νοιαστούμε για τον άλλο, βασική προϋπόθεση είναι να γνωρίζουμε και να αποδεχόμαστε αυτό τον άνθρωπο σε βάθος: Τα θετικά και τα αρνητικά του σημεία, τον τρόπο που αντιδράει σε κάθε περίσταση, τις συνήθειές του και τι αντλεί από αυτές, τις βαθύτερες επιθυμίες του, τα αίτια που τον κάνουν να επιλέξει αυτό και όχι εκείνο, τα πράγματα που αγαπάει και τα πράγματα που αποφεύγει, τους φόβους του, τις ελπίδες του. Ό,τι ισχύει για την αγάπη που δείχνουμε προς ένα άλλο πρόσωπο όμως, ισχύει και για την αγάπη προς τον εαυτό μας. Πώς θα τον αγαπήσουμε αν δεν τον γνωρίσουμε; Κι εδώ είναι που αρχίζει η επίπονη διαδικασία της αυτογνωσίας. Και είναι επίπονη, διότι καλούμαστε να σταθούμε με ειλικρίνεια απέναντι σε εμάς τους ίδιους και να μελετήσουμε τα σκοτεινά μας σημεία: τους φόβους μας, τα ελαττώματά μας, τη συμπεριφορά μας απέναντι στους άλλους, τα ευάλωτα σημεία μας, που τόσο καλά τα προφυλάσσουμε από τη θέα των άλλων, τις ενδόμυχες επιθυμίες και ανάγκες μας, τα τραύματα που κουβαλάμε, όσα μας κάνουν μέσα μας να ντρεπόμαστε ή να νιώθουμε ενοχές. Και ταυτόχρονα, η άλλη όψη της δυσκολίας: να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να δει και να παραδεχτεί τα θετικά μας στοιχεία: τα όμορφα στοιχεία του χαρακτήρα μας, τα προτερήματα της προσωπικότητάς μας, του σώματός μας, τα σημεία της βιογραφίας μας για τα οποία νιώθουμε υπερήφανοι, τις κατακτήσεις μας, όσα κάναμε να μας συμβούν και μας πήγαν ένα βήμα παρακάτω, τις ικανότητές μας. Τόσο το πρώτο, όσο και το δεύτερο απαιτούν θάρρος και ειλικρίνεια.

Και δεν είναι μόνο αυτά. Στην ιδέα της καλύτερης γνωριμίας με τον εαυτό μας, εντάσσονται και τα όσα κάνουμε ή δεν κάνουμε για εμάς στην καθημερινότητά μας. Άραγε τον φροντίζουμε τον εαυτό μας, ή τον υποβάλλουμε σε διαρκείς αυτοταπεινώσεις; Ποιος είναι ο περίγυρός μας; Τι ανθρώπους συναναστρεφόμαστε; Υπάρχει ένα υγιές δούναι και λαβείν στις σχέσεις μας, ή μήπως συμβαίνει κάτι άλλο; Πώς τρέφουμε τον εαυτό μας και με τι; Πέρα από την κανονική τροφή του οργανισμού, υπάρχει και η ψυχική/συναισθηματική τροφή. Φροντίζουμε τακτικά για αυτή, κι αν ναι πώς; Αν όχι, γιατί; Τελικά, σεβόμαστε τον εαυτό μας και τις επιθυμίες του, ή επιτρέπουμε στους άλλους να επιβάλλουν τις δικές τους απαιτήσεις πάνω μας, φοβούμενοι πως αν αντιδράσουμε διαφορετικά θα τους χάσουμε; Κανένας μας δεν ζει σε κενό αέρος. Όλοι κινούμαστε σε ένα πλαίσιο σχέσεων και είναι αυτές οι σχέσεις που πολλές φορές μάς αποκαλύπτουν στοιχεία του εαυτού μας που δεν γνωρίζουμε. Αν παρατηρήσουμε τον τρόπο με τον οποίο σχετιζόμαστε με τους άλλους, καθώς και τον τρόπο που οι άλλοι σχετίζονται με εμάς, θα μπορέσουμε να διαπιστώσουμε πολλές πτυχές της συμπεριφοράς μας που μέχρι πρότινος μας ήταν άγνωστες. Και εδώ, δεν εννοούνται μόνο οι γνωστοί ή οι φίλοι, αλλά και οι άνθρωποι του πιο στενού μας κύκλου, όσοι θεωρούμε δεδομένους ή αγαπημένους και ποτέ δεν έχουμε επιχειρήσει να παρατηρήσουμε ή να αμφισβητήσουμε.

Η αναφορά στους πιο κοντινούς και αγαπημένους ανθρώπους της ζωής μας, μάς φέρνει στο δεύτερο σημείο που προαναφέρθηκε: για να αγαπήσεις τον εαυτό σου, πρέπει πρώτα να έχεις αγαπηθεί. Κι αυτό, διότι η ικανότητα της αγάπης δεν είναι εγγενής∙ μαθαίνεται. Είναι μία τέχνη, όπως τη χαρακτηρίζει ο E. Fromm, στην οποία κάποιος μας εκπαιδεύει όταν ακόμα είμαστε παιδιά. Αυτό σημαίνει πως, η ικανότητά μας να αγαπήσουμε τον εαυτό μας και τους άλλους, εξαρτάται από το αν αυτός ο κάποιος – συνήθως ο γονιός στα παιδικά μας χρόνια – μας αγάπησε και μας αποδέχθηκε κυρίως για εκείνα τα στοιχεία μας στα οποία είμαστε περισσότερο ευάλωτοι και ανασφαλείς. Μία τέτοια άνευ όρων, ειλικρινής αγάπη επιτρέπει στο μικρό παιδί να νιώσει ελευθερία και ανακούφιση, καθώς θα διαπιστώνει ότι τα όσα αρνητικά νόμιζε πως έχει δεν αποτελούν εμπόδιο ούτε κριτήριο για την αγάπη του άλλου. Εκκινώντας από μία τέτοια θέση ελευθερίας και αυτό-αποδοχής, ο μετέπειτα ενήλικος μπορεί να ανοιχτεί και να ρισκάρει στην αγάπη προς τον άλλον, όντας ασφαλής και σίγουρος για τον ίδιο τον εαυτό του.

Βεβαίως, ούτε ο κόσμος είναι ιδανικός ούτε οι γονείς τέλειοι. Συχνά, τα ευάλωτα σημεία μας αντιμετωπίζονται με επικριτική ή απορριπτική διάθεση, με αποτέλεσμα να μαθαίνουμε από πολύ μικροί να τα κρύβουμε, να ντρεπόμαστε για αυτά ή να νιώθουμε κατώτεροι των άλλων. Πώς να βγεις να μοιραστείς αυτά τα σημεία με κάποιον άλλον, όταν οι πρωταρχικές σου εμπειρίες σου έχουν μάθει ότι θα σε απορρίψει για αυτά; Όταν αυτό που είμαστε γίνεται διαρκώς αντικείμενο ακύρωσης και περιφρόνησης, καταλήγουμε να δημιουργήσουμε έναν ψευδή εαυτό, πίσω από τον οποίο κρυβόμαστε και νιώθουμε ασφαλείς – με ένα υψηλό κόστος, όμως, αφού μόνο ο αυθεντικός μας εαυτός μπορεί να αντέξει το ρίσκο της εγγύτητας, να είναι ελεύθερος και δημιουργικός.

Άραγε, ποιες πτυχές μας φροντίσαμε να κρύψουμε καλά από τους άλλους όταν ήμασταν παιδιά; Για ποια πράγματα ντρεπόμασταν, τι φοβόμασταν να εκφράσουμε μη τυχόν και τιμωρηθούμε, ποιες επιθυμίες μας αποκρύψαμε και καταπιέσαμε γιατί ξέραμε ότι δεν θα γινόντουσαν αποδεκτές; Και σήμερα, ως ενήλικοι, πώς είμαστε μέσα στις σχέσεις μας; Καταλαμβάνουμε και οι δύο τον ίδιο χώρο, ψυχικά και συναισθηματικά, ή μήπως υπάρχουν σημεία στα οποία συρρικνωνόμαστε, κρυβόμαστε ή απλώς δεν εκφραζόμαστε;

Ίσως όλα αυτά τα ερωτήματα και, πολύ περισσότερο, οι απαντήσεις σε αυτά να φαντάζουν ήδη δύσκολες και απαιτητικές. Και πράγματι είναι. Οι άνθρωποι που ξεκίνησαν αυτό το ταξίδι γνωρίζουν πολύ καλά πόσο δύσκολο είναι αλλά και πόσα οφέλη κρύβει στη διάρκειά του. Η πορεία προς την αγάπη για τον εαυτό μοιάζει σαν έναν κακοκεντημένο καμβά, που τον ξηλώνεις και τον ξανακεντάς από την αρχή, αυτή τη φορά με το δικό σου χέρι και τις δικές σου επιλογές.

Θα κλείσω περισσότερο με ένα σχόλιο παρά με κάποιο συμπέρασμα. Συχνά, η αγάπη προς τον εαυτό συγχέεται με τον εγωισμό. Η προτεραιότητα στις δικές μας επιθυμίες και ανάγκες, η φροντίδα για προσωπικό χρόνο, άσκηση, διασκέδαση, κοινωνικές συναναστροφές, χόμπι, η διεκδίκηση των επιθυμιών και των στόχων μας και οτιδήποτε άλλο κρίνουμε απαραίτητο για εμάς τους ίδιους, συχνά χαρακτηρίζεται ως αποκλειστικό ενδιαφέρον για τον εαυτό μας και αδιαφορία για τους άλλους. Ωστόσο, η αγάπη για τον εαυτό είναι το αντίθετο του εγωισμού. Ο εγωιστής, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο E. Fromm, είναι ανίκανος να αγαπήσει – τον εαυτό του και τους άλλους. Η όλη του συμπεριφορά είναι απλώς αρπακτική: αγωνιά για έξωθεν ικανοποιήσεις που ο ίδιος δεν μπορεί να προσφέρει στον ίδιο τον εαυτό του. Αντίθετα, στον άνθρωπο που αγαπάει τον εαυτό του θα συναντήσουμε μία κατάφαση, η οποία προκύπτει αβίαστα από την ικανότητά του να φροντίζει, να σέβεται, να είναι υπεύθυνος για τις επιλογές του και να γνωρίζει:  πρώτα τον εαυτό του και μετά τους άλλους.

Αποστολοπούλου Αντιγόνη, Συμβουλευτική Ψυχολόγος

Κρίσεις ζωής

crisis Σε όρους ψυχολογίας, ως «κρίση» νοείται η αντίδραση που θα παρουσιάσει ένας άνθρωπος απέναντι σε ένα οποιοδήποτε γεγονός ή κατάσταση. Υπό αυτή την έννοια, γίνεται αυτομάτως αντιληπτό ότι ένα γεγονός, που μπορεί να καταρρακώσει ψυχικά και συναισθηματικά έναν άνθρωπο, κάποιον άλλον μπορεί να τον αφήσει έως και ανεπηρέαστο. Ο άνθρωπος που βιώνει μία κρίση, βρίσκεται ξαφνικά αντιμέτωπος με κάποιο εμπόδιο που δεν του επιτρέπει να προχωρήσει στους βασικούς στόχους της ζωής του και το οποίο δεν μπορεί να υπερπηδήσει – για κάποιο χρονικό διάστημα – με τα συνήθη μέσα επίλυσης προβλημάτων που διαθέτει. Έτσι, γίνεται φανερό ότι μία κρίση, όπως αυτή βιώνεται από τον κάθε άνθρωπο, ανατρέπει μία δεδομένη και εδραιωμένη ισορροπία και, ως εκ τούτου, ενδέχεται να προκαλέσει αποπροσανατολισμό, αίσθηση αβοηθησίας, θλίψη, σύγχυση και πανικό.

Αξίζει να σημειωθεί πως δεν υπάρχει ένα είδος κρίσης. Ανάλογα με τα επίπεδα στα οποία μας επηρεάζουν (σωματικό ή κοινωνικό) και ανάλογα με την ευθύνη ή όχι που φέρουμε για αυτές, μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερις διαφορετικούς τύπους κρίσης: υπάρχουν οι σωματικές, που απειλούν την ίδια μας την ακεραιότητα και την αίσθηση της ασφάλειας που έχουμε, οι κοινωνικές, όπως ένας πόλεμος ή μία επανάσταση, που αλλάζουν την θέση μας στον κόσμο σε σχέση με τους υπόλοιπους ανθρώπους, οι προσωπικές, που αφορούν τις εντελώς δικές μας, προσωπικές αποτυχίες, και βεβαίως οι πνευματικές κρίσεις, που έρχονται να ανατρέψουν εν μία νυκτί τα όσα θεωρούσαμε ως τώρα δεδομένα και μας κάνουν να αμφισβητούμε για το νόημα της ζωής μας. Πολλοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η έννοια της κρίσης κρύβει μέσα της το στοιχείο του κινδύνου και της ευκαιρίας. Στην πραγματικότητα, η Κινεζική λέξη για την κρίση ενσωματώνει τις έννοιες κίνδυνος και κρίσιμο σημείο. Το κρίσιμο σημείο, θα μετατραπεί σε ευκαιρία μόνο όταν η κατάσταση που βιώνει το άτομο βελτιωθεί. Βεβαίως, η αλήθεια είναι πως τη στιγμή που βιώνουμε μία κρίσιμη κατάσταση, το μόνο που αντιλαμβανόμαστε είναι το πρώτο στοιχείο, τον κίνδυνο, αδυνατώντας να φανταστούμε ότι μπορεί να υπάρχει κάποια θετική πλευρά στο μέλλον. Είναι η στιγμή που διαπιστώνουμε πως η γη χάνεται κάτω από τα πόδια μας, το μέλλον φαντάζει ζοφερό, τα στηρίγματα που μέχρι πρότινος είχαμε καταρρέουν και εμείς καλούμαστε να αποφασίσουμε μεταξύ δύο εναλλακτικών που μοιάζουν εξίσου αρνητικές: η επιλογή μίας νέας κατάστασης συνοδεύεται από τον φόβο για το άγνωστο και το ενδεχόμενο μίας αποτυχίας, ενώ η επιλογή της παλαιάς κατάστασης μπορεί να συνεπάγεται τον συμβιβασμό μας με μία στασιμότητα που θα διαιωνίσει ή και θα εντείνει πρότερες δυσκολίες. Και, ίσως τελικά να είναι αυτή η κατάσταση, η σύγκρουση ανάμεσα σε δύο δύσκολες καταστάσεις που να μας βυθίζει σε αυτό το αίσθημα της καταστροφής και του πανικού.

Το ερώτημα λοιπόν είναι τι κάνουμε. Πώς αντιμετωπίζουμε μία τόσο δύσκολη και τρομακτική μετάβαση στη ζωή μας; Ακόμα δε περισσότερο, πώς διαχειριζόμαστε μία κατάσταση για την οποία εν πολλοίς δεν νιώθουμε καν υπεύθυνοι, αφού ούτε την έχουμε προκαλέσει, ούτε μπορούμε προσωπικά και από μόνοι μας να την αποφύγουμε ή να την ρυθμίσουμε; Η απάντηση δεν είναι εύκολη, ούτε μπορεί να γενικευτεί σε όλους τους ανθρώπους και σε κάθε περίσταση. Άλλωστε, όπως προαναφέρθηκε, κάθε άνθρωπος αντιλαμβάνεται με διαφορετικό τρόπο τα γεγονότα που του συμβαίνουν και, επιπλέον, οι συνθήκες ζωής, το πλαίσιο στο οποίο ζει κανείς είναι διαφορετικά για τον καθένα από εμάς. Στόχος του παρόντος κειμένου δεν είναι να δώσει έτοιμες και γενικευτικές συνταγές ή οδηγίες διαχείρισης μίας κρίσης· άλλωστε δεν υπάρχουν. Στόχος είναι η σκιαγράφηση ενός γενικού πλαισίου μέσα στο οποίο, ο κάθε άνθρωπος, ανάλογα με την κατάσταση που βιώνει, θα μπορέσει να εντοπίσει σημεία και σκέψεις που ίσως τον βοηθήσουν να δει καλύτερα τη θέση του, τα πατήματά του μέσα στη δυσκολία που αντιμετωπίζει.

Την στιγμή που αντιλαμβανόμαστε έναν κίνδυνο, μία απειλή ενάντια στην ύπαρξη και τα σταθερά μας σημεία, η πρώτη, φυσιολογική και αυτόματη αντίδραση είναι ο φόβος. Ο φόβος, αρχικά είτε μας ωθεί σε παρορμητικές συμπεριφορές πανικού, είτε μας ακινητοποιεί – παγώνει το μυαλό και το σώμα μας. Σε αυτό το πρώτο στάδιο, χέρι βοήθειας μπορεί να αποδειχθεί η οικογένειά μας, οι φίλοι μας και οι γνωστοί μας, οι άνθρωποι που εμπιστευόμαστε και με τους οποίους θα μιλήσουμε και θα μοιραστούμε τους φόβους μας. Μπορεί επίσης να μας βοηθήσουν πρότερες εμπειρίες μας από άλλες κρίσεις, τις οποίες καταφέραμε να διαχειριστούμε. Πώς τις αντιμετωπίσαμε; Τι κάναμε, και τι δεν κάναμε; Τι και ποιος μας βοήθησε και με ποιον τρόπο; Σε κάθε περίπτωση, στόχος εδώ δεν είναι κάποιος επίπλαστος εφησυχασμός, αλλά περισσότερο η υπενθύμιση ότι στο παρελθόν τα έχουμε καταφέρει, και ότι υπάρχουν άνθρωποι γύρω μας που μπορούν να μας στηρίξουν – ίσως όχι τόσο υλικά ή πρακτικά, αλλά απλώς με το να είναι εκεί. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, θα ξεκινήσει σταδιακά μία προσωπική, εσωτερική κινητοποίηση για μία πιο ψύχραιμη εκτίμηση της όλης κατάστασης: Τι συμβαίνει, γιατί, πού ήμουν και πού βρέθηκα, πού οδηγεί, πώς νιώθω για αυτό, τι μπορώ και τι δεν μπορώ να κάνω για αυτό, ποιες είναι οι προτεραιότητές μου, ποια είναι τα περιθώριά μου; Αυτό βεβαίως δεν θα γίνει από τη μία στιγμή στην άλλη. Καθώς θα διερευνούμε τη δική μας θέση μέσα σε αυτό που βιώνουμε,  θα δώσουμε χρόνο στον εαυτό μας να εμπεριέξει και να επεξεργαστεί τις πληροφορίες και τα γεγονότα, έτσι ώστε να σχηματίσουμε μία όσο το δυνατόν πληρέστερη εικόνα της κατάστασης. Μόνο όταν κρίνουμε ότι την έχουμε εκτιμήσει επαρκώς, μπορούμε να προχωρήσουμε στο επόμενο βήμα που είναι η λήψη μίας απόφασης. Εδώ ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί κάτι σημαντικό: η απόφαση διαφέρει από την λύση. Πολλές φορές, η κατάσταση που βιώνουμε δεν έχει κάποια – κρυφή ή λιγότερο κρυφή – λύση. Μπορεί να είναι μία – προς το παρόν τουλάχιστον – αδιέξοδη κατάσταση. Ή μπορεί οι όποιες λύσεις να φαντάζουν εξίσου ζοφερές. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα βήματά μας στο μέλλον θα εξαρτηθούν από την στάση που θα επιλέξουμε να τηρήσουμε απέναντι στην κατάσταση. Το πώς θα σταθούμε απέναντι στην κρίση.

Μία απόφαση είναι να καταλήξω ότι δεν μπορώ ή δεν θέλω να προσαρμοστώ στα νέα δεδομένα. Ίσως και να κλείσω τα μάτια. Να συνεχίσω να δυσφορώ παθητικά, διαιωνίζοντας ή και εντείνοντας την προηγούμενη αρνητική κατάσταση. Μία άλλη απόφαση είναι να δεχθώ ότι αυτό που βιώνω, αυτή τη στιγμή, δεν μπορώ να το αλλάξω- μπορώ μόνο να αλλάξω εγώ ως προς αυτό. Να προσαρμοστώ. Να αλλάξω τον τρόπο ζωής μου, παίρνοντας την ευθύνη για αυτή και λειτουργώντας ως ενεργός πρωταγωνιστής σε μία κατάσταση που, τουλάχιστον μέσα από τα δικά μου χέρια, δεν αλλάζει. Βεβαίως, μπορεί να πληρώσουμε ένα τίμημα. Μπορεί και να αποτύχουμε. Είναι όμως κομμάτι της ζωής ο πόνος και η αποτυχία. Τουλάχιστον, ας μην μας βρουν παθητικούς δέκτες. Όταν θα υπερβούμε την κρίση, όταν θα έχουμε περάσει από το κρίσιμο σημείο, τότε θα γίνει ο απολογισμός. Άλλωστε, η επίγνωση πάντα εκ των υστέρων αποκτάται. Προηγείται πάντα η απόφαση και η δράση.

Ο Viktor Frankl ήταν ένας σημαντικός ψυχολόγος, που στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου κατάφερε να επιβιώσει στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, έχοντας χάσει ολόκληρη την οικογένειά του: μητέρα, σύζυγο, συγγενείς, φίλους, συναδέλφους. Δίπλα του, καθημερινά έβλεπε χιλιάδες ανθρώπους να πεθαίνουν χωρίς νόημα, χωρίς λόγο, άδικα και βάναυσα, παραιτημένοι και παραδομένοι στη συμφορά που τους είχε πλήξει. Αργότερα, στο βιβλίο που έγραψε για την εμπειρία του αυτή, σημείωσε πως, εκείνο που τελικά τον κράτησε στη ζωή μέσα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, ήταν μία σημαντική συνειδητοποίηση: πως το μοναδικό πράγμα που δεν μπορείς να στερήσεις από έναν άνθρωπο, είναι η ελευθερία να επιλέγει ο ίδιος το πώς θα αντιδράσει σε αυτό που του κάνεις. Η ύστατη ελευθερία του ανθρώπου είναι η δυνατότητα να επιλέξει τη στάση που θα κρατήσει απέναντι σε οποιαδήποτε περίσταση, όσο δύσκολη κι αν είναι αυτή.

Αποστολοπούλου Αντιγόνη, Συμβουλευτική Ψυχολόγος

Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας 2014: Ζώντας με τη Σχιζοφρένεια

world-mental-health-day-resize

Για τις πιο γνωστές ψυχικές διαταραχές, όπως η σχιζοφρένεια, η κατάθλιψη και η κατάχρηση αλκοόλ, τα στατιστικά στοιχεία του ΠΟΥ προβληματίζουν. Πιο συγκεκριμένα, ο αριθμός των πασχόντων από κατάθλιψη ξεπερνά παγκοσμίως τα 350 εκατομμύρια, ενώ αναμένεται πως μέχρι το 2020 θα είναι η δεύτερη αιτία αναπηρίας παγκοσμίως (global burden of disease). Κάθε χρόνο, σε όλο τον κόσμο αυτοκτονούν περίπου 800.000 άνθρωποι, εκ των οποίων το 86% είναι σε χώρες χαμηλού ή μέσου εισοδηματικού επιπέδου. Μία από τις κυριότερες αιτίες της αυτοχειρίας είναι οι ψυχικές διαταραχές (π.χ. η κατάθλιψη και η σχιζοφρένεια) – αιτία που μπορεί να προληφθεί, αποφεύγοντας έτσι αυτές τις μαζικές απώλειες σε ανθρώπινες ζωές. Οι πάσχοντες από σχιζοφρένεια υπολογίζονται διεθνώς στα 25 εκατομμύρια, ενώ εκτιμάται πως το 4% όλων των θανάτων που σημειώνονται παγκοσμίως, οφείλεται σε κατάχρηση αλκοόλ. Όπως καθίσταται σαφές, οι ψυχικές διαταραχές μπορούν να επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό το προσδόκιμο ζωής του ατόμου, καθώς και την προσωπική και κοινωνική του ζωή. Παράλληλα, οι συνθήκες μέσα στις οποίες ζει ένα άτομο με ψυχική διαταραχή, συμβάλλουν στην απώλεια του 8.1%  των ετών της προσδόκιμης ζωής του, μία απώλεια που θα μπορούσε να αποφευχθεί, αν υπήρχε καλύτερη ενημέρωση και καλύτερη οργάνωση των κρατικών υποδομών πρωτοβάθμιων υπηρεσιών υγείας για την πρόληψη και την έγκαιρη αντιμετώπιση της διαταραχής.

Η σχιζοφρένεια, που είναι το θέμα της φετινής Παγκόσμιας Ημέρας Ψυχικής Υγείας, χαρακτηρίζεται από μία σειρά αποσυνδετικών διαταραχών που προσβάλλουν τη σκέψη, το συναίσθημα, την ταυτότητα αλλά και την ψυχοκινητικότητα του ανθρώπου, συνοδευόμενων από παραληρητικές ιδέες και/ ή ψευδαισθήσεις. Η καθημερινότητα αυτών των ανθρώπων διακόπτεται απότομα και συχνά αδυνατούν να συνεχίσουν να εργάζονται ή να σπουδάζουν. Πέραν όμως της ασθένειάς τους, έχουν να αντιμετωπίσουν τις προκαταλήψεις και τις διακρίσεις της ευρύτερης κοινότητας, την έλλειψη κατάλληλων υποδομών και υπηρεσιών ψυχικής υγείας και την ελλιπή πληροφόρηση. Το να «ζεις με την σχιζοφρένεια» είναι μία οδυνηρή εμπειρία τόσο για τους πάσχοντες, όσο και για τις οικογένειές τους, την κοινότητα και τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας.

Η σημερινή ημέρα επιχειρεί να υπενθυμίσει στα κράτη, τους λαούς όλου του κόσμου, αλλά και στον καθένα μας προσωπικά, το χρέος που έχουμε απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους, τις ανάγκες τους και τις υπηρεσίες που χρειάζονται, προκειμένου να συνεχίσουν να είναι ενεργοί και υγιείς πολίτες του κόσμου. Ταυτόχρονα, επιχειρεί να υπενθυμίσει ότι ο καθένας από εμάς μπορεί κάποια στιγμή στη ζωή του να έρθει αντιμέτωπος με κάποιο πρόβλημα ψυχικής υγείας. Ας μην κλείνουμε άλλο τις πόρτες στην ψυχική ασθένεια.

Προτεινόμενα Links για περαιτέρω ενημέρωση:

Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας. http://www.who.int/features/factfiles/mental_health/en/

Παγκόσμια Ομοσπονδία Ψυχικής Υγείας. http://www.wfmh.com/

Ελληνική Ψυχιατρική Εταιρεία. http://www.psych.gr/

Ε.Π.Α.Ψ.Υ. http://www.epapsy.gr/ 

Ε.Π.Ι.Ψ.Υ. http://www.epipsi.gr/

Η Αυταρχική Προσωπικότητα

Εικόνα

Σαν σήμερα, το 1950, οι Theodor W. Adorno, Else Frenkel-Brunswik, Daniel Levinson και Nevitt Sanford εκδίδουν το περίφημο βιβλίο τους, «Η Αυταρχική Προσωπικότητα».

Στην έρευνα τους, την οποία εκκίνησε η επέλαση του ναζισμού, η ψυχαναλυτική πτυχή του αντισημιτισμού, τα ψυχολογικά προβλήματα των Αμερικανών στρατιωτών, ο τρόπος δράσης των Aμερικανών «ταραχοποιών» κ.α., υποστηρίξαν πως κάθε άνθρωπος έχει μία σταθερή νοητική δομή, την οποία χαρακτήρισαν ως «δυνητικά φασιστική» (potentially fascistic). Σύμφωνα με τους συγγραφείς, για τη δομή αυτή δεν έχουμε εμπειρικά στοιχεία, αλλά παρατηρούμε ότι ενεργοποιείται σε ορισμένα άτομα, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Κατά την ενεργοποίηση της, οι άνθρωποι αυτοί δε μπορούν να αντέξουν την αμφισημία, σκέφτονται άκαμπτα και με συγκεκριμένους όρους, χωρίς να αφήνουν περιθώρια για να επεξεργαστούν ερεθίσματα ασύμφωνα με τη δική τους ερμηνευτική. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν το λεγόμενο «αυταρχικό σύνδρομο».

Οι ερευνητές εντόπισαν τις ρίζες του συνδρόμου αυτού στον αυστηρό γονεϊκό έλεγχο και την ανατροφή που χαρακτηριζόταν από έντονη καταπίεση: Η γονεϊκή αυστηρότητα ματαίωνε τις επιθετικές εκφράσεις του παιδιού, δεν άφηνε διέξοδο στην αντίδραση τους και έτσι προβάλλεται πλέον από τον καταπιεσμένο ενήλικο σε διαφορετικές ομάδες και συνήθως σε μειονότητες.

Για να μετρήσουν τη λειτουργία της «δυνητικά φασιστικής» νοητικής δομής, ο Adorno και οι συνεργάτες του εισήγαγαν την γνωστή πλέον «Κλίμακα Φασισμού» (F Scale), για να αποτυπώσουν μέσω αυτής την καταγραφή των αυταρχικών χαρακτηριστικών σε τρεις χαρακτηριστικούς τομείς: Τον αντισημιτισμό, τον πολιτικό  και οικονομικό συντηρητισμό και τον εθνοκεντρισμό. Τα εργαλεία μέτρησης της «Κλίμακας Φασισμού» αποτέλεσαν και αποτελούν σημείο-σταθμό στην έρευνα περί αυταρχισμού και έδωσαν αφορμή για κριτική και περαιτέρω αναζήτηση του φαινομένου από τους ανθρώπους των κοινωνικών επιστημών, η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος

Ενδεικτικές Πηγές και Βιβλιογραφία

Theodor W. Adorno, Else Frenkel-Brunswik, Daniel J. Levinson, R. Nevitt Sanford (1950). The Authoritarian Personality (Studies in Prejudice).

Στ.Παπαστάμου και συνεργάτες (2008). Εισαγωγή στην Κοινωνική Ψυχολογία, τόμος Α ́: Επιστημολογικοί προβληματισμοί και μεθοδολογικές κατευθύνσεις, Εκδόσεις Πεδίο.

J.-P.Deconcy & V.Cru (2011). Ο αυταρχισμός, Εκδόσεις Πεδίο.

Για τον Έρωτα

Image

«Σε όλο τον κόσμο οι άνθρωποι ερωτεύονται. Τραγουδούν για τον έρωτα, χορεύουν για τον έρωτα, γράφουν ποιήματα και ιστορίες για τον έρωτα. Λένε μύθους και θρύλους για τον έρωτα. Μαραζώνουν από έρωτα και ζουν από έρωτα, σκοτώνουν από έρωτα και πεθαίνουν από έρωτα. […]. Οι ανθρωπολόγοι έχουν βρει αποδείξεις ρομαντικής αγάπης, σε 170 κοινωνίες. Δε βρήκαν ποτέ κοινωνία που να μην την είχε.»  Helen Fisher

Αν η αγάπη είναι μία ήρεμη δύναμη, που την χαρακτηρίζει η οικειότητα, το νοιάξιμο, η εγγύτητα, η πλήρης και άνευ όρων αποδοχή του άλλου ως ελεύθερου και ανεξάρτητου όντος, ο έρωτας ενέχει μία σφοδρή επιθυμία για τον άλλον, πόθο, πάθος, ένταση, ζήλια, φαντασιώσεις, προσκόλληση και φόβο. Τα αμέτρητα εγκλήματα πάθους, οι αυτοκτονίες από έρωτα, τα ποιήματα, τα λογοτεχνικά έργα και τα τραγούδια, αλλά και τα βιβλία φιλοσοφίας που αιώνες τώρα μας αγγίζουν, αποδεικνύουν τόσο τη σφοδρότητα αυτού του συναισθήματος όσο και την πλήρη, ουσιαστικά, άγνοιά μας σχετικά με αυτόν. Τι είναι έρωτας, γιατί ερωτευόμαστε, πώς και ποιον ερωτευόμαστε, γιατί είμαι «τρελός από έρωτα», γιατί νιώθω τόσο παντοδύναμος και τόσο ευάλωτος ταυτόχρονα, γιατί πονάω, πώς είναι δυνατόν να φεύγει τόσο γρήγορα και ξαφνικά; Γιατί να θέλω αυτόν και όχι κάποιον άλλον και πώς γίνεται αυτή τη στιγμή που τον έχω στα χέρια μου, να φοβάμαι τόσο μήπως μου φύγει;

Αναρίθμητα τα ερωτήματα που μπορούν να τεθούν αναφορικά με τον έρωτα και λίγες οι απαντήσεις που μπορούν να τα ικανοποιήσουν, αφού ο κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός και ερωτεύεται με διαφορετικό τρόπο τον άλλον. Φιλόσοφοι, ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι, ποιητές, λογοτέχνες, ανθρωπολόγοι, σκηνοθέτες, συνθέτες, αλλά και άνθρωποι απλοί, της καθημερινότητας, προσπάθησαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να αποδώσουν αυτές τις «πεταλούδες στο στομάχι», τον «κόμπο στο λαιμό», τον «πόνο στην καρδιά», το σφίξιμο, την αγωνία, το πάθος, την απουσία  και, γενικότερα, την παραζάλη που λέμε Έρωτας. Φευ! Η έννοια μας ξεγλιστράει, απ’ όπου κι αν την πιάσουμε.

Καταλήγουμε λοιπόν να μιλάμε για τον έρωτα όπως νιώθουμε τον έρωτα: με ένα τεράστιο ερωτηματικό. Και ίσως είναι αυτό ακριβώς που έρχεται να αποδείξει πως ο Έρως είναι η απόλυτη επιβεβαίωση της ύπαρξής μας: μαζί με τον θάνατο, μας φέρνει κατά πρόσωπο με τις απαράλλαχτες ανά τους αιώνες αλήθειες της ζωής. Τον φόβο της μοναξιάς, την απουσία νοήματος, την επιθυμία για ολοκλήρωση, τον ψυχικό πόνο, την αγωνία, το εφήμερο της ζωής. Όπως θα τονίσει ο Δ. Λιαντίνης στη Γκέμμα του, «[…] δύο είναι οι ψηλότερες κορυφές της καταδρομικής πορείας του βίου μας. Η πείρα του έρωτα, και η πείρα του θανάτου. […] Κάθε φορά που ερωτεύουνται δύο άνθρωποι, γεννιέται το σύμπαν. Και κάθε φορά που πεθαίνει ένας άνθρωπος, πεθαίνει το σύμπαν.» Ο έρωτας, όπως και ο θάνατος δοκιμάζουν στο έπακρον τις ανθρώπινες αντοχές μας, μας φέρνουν στα όρια της ύπαρξής μας («Τι έρωτας, τι θάνατος, δεν έχεις να διαλέξεις») και μας υπενθυμίζουν ταυτόχρονα πόσο έντονη είναι η επιθυμία μας να ζήσουμε και να δημιουργήσουμε, αλλά και πόσο πολύ φοβόμαστε να το κάνουμε.

Τι να είναι άραγε αυτό που, ανάμεσα στους είκοσι ανθρώπους που βρίσκονται σε ένα δωμάτιο, κάνει τα μάτια μας να στέκονται σε ένα μόνο πρόσωπο; Οι ψυχολογικές θεωρίες θα μας πουν πως είναι οι ομοιότητες που προσλαμβάνουμε ανάμεσα σε εμάς και τον Άλλον: παρόμοια εμφάνιση, παρόμοιο μορφωτικό επίπεδο, παρόμοιο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, παρόμοιες αξίες (ίσως όμως να κοιτάμε και ελαφρώς πιο «ψηλά», πιο «πάνω» από το ίδιο επίπεδο, θα πρόσθετα εγώ). Άλλες απόψεις μας λένε πως επιλέγουμε το «συμπλήρωμά μας», αυτό που δεν έχουμε και έρχεται να το προσφέρει ο Άλλος: ένας εσωστρεφής άνθρωπος μπορεί να ερωτευτεί έναν εξωστρεφή, ένας άνθρωπος που δεν παίρνει εύκολα πρωτοβουλίες μπορεί να ερωτευτεί έναν αυθόρμητο και δυναμικό χαρακτήρα, κλπ. Ίσως πάλι, να ερωτευόμαστε τον άνθρωπο στα μάτια του οποίου συναντάμε ξανά, εκείνο το πρωταρχικό βλέμμα, την ματιά που αντικρίσαμε όταν γεννηθήκαμε. Εκείνους τους πρώτους μήνες, όταν η γλώσσα δεν είχε αναπτυχθεί ακόμα, ο μόνος τρόπος έκφρασης και ανταλλαγής συναισθημάτων ήταν η ματιά και η γλώσσα του σώματος της μητέρας και του πατέρα. Ως ενήλικες, μπορεί να έχουμε ξεχάσει αυτή την εμπειρία, όμως συνεχίζουμε να αναζητούμε αυτή τη ματιά, αυτή τη φωνή, εκείνη την κίνηση των χεριών, εκείνο το χαμόγελο, που για εμάς ορίζει την Ομορφιά. Από την άλλη πλευρά, μπορεί απλώς να έχουμε δομήσει μέσα μας μία συγκεκριμένη εικόνα για τον ιδανικό Άλλο και αυτή την εικόνα να προβάλλουμε πάνω στον άγνωστο που συναντάμε, επιθυμώντας την πλήρωσή της. Μπορεί όμως να είναι πράγματι και θέμα «χημείας» – ή για να το πω ορθότερα, «νευροχημείας». Οι νεότερες έρευνες των νευροεπιστημών προτείνουν την ύπαρξη μίας βιολογικής έλξης, μίας έλξης που ελέγχεται από τις ορμόνες (σεροτονίνη, ντοπαμίνη, οιστρογόνα και τεστοστερόνη) που εκλύει ο κεραυνοβολημένος από τον έρωτα εγκέφαλος.

Αδιευκρίνιστο μένει το Γιατί Αυτόν/ή, αδιευκρίνιστο και το Γιατί Τώρα. Αλήθεια, γιατί τώρα; Είναι επειδή νιώθουμε μόνοι, επειδή έχει τελματώσει η ζωή μας, επειδή έχουμε μπει σε μία ρουτίνα; Δεν αποκλείεται. Όπως δεν αποκλείεται να ερωτευθούμε σε μία χρονική στιγμή που δεν επιδιώκουμε να ερωτευθούμε ή που το τελευταίο πράγμα στο μυαλό μας είναι το να ερωτευθούμε. Μπορεί να προκύψει σε μία περίοδο της ζωής μας όπου αναθεωρούμε χρόνια παγιωμένα δεδομένα για τον εαυτό μας και τους άλλους, αλλά και σε μία περίοδο κατά την οποία νιώθουμε πως όλα τα έχουμε «τακτοποιήσει» (τα έχουμε;). Μπορεί να προκύψει οποτεδήποτε και οπουδήποτε, ανεξαρτήτως ηλικίας ή άλλων παραγόντων. Βεβαίως κάποιοι άνθρωποι χρησιμοποιούν τον έρωτα ως στρατηγική, ως αντίδοτο για την μοναξιά τους, ως παιχνίδι, ως χρώμα σε μία γκρίζα ζωή – αλλά εδώ μιλάμε για τον Έρωτα.

Ερωτευόμαστε. Και κάθε φορά, μοιάζει διαφορετική από τις προηγούμενες. Όμως, τι ερωτευόμαστε ακριβώς; Τι μας σαγηνεύει στον άλλον; Είναι πράγματι η περίφημη προσωπικότητα, το χαμόγελό του, η αισθησιακότητα/σεξουαλικότητα που εκλύει, ή μήπως συμβαίνει κάτι διαφορετικό; Ο έρωτας είναι μαγικός, επειδή λειτουργεί με καταλυτικό τρόπο μέσα μας. Κοιτάζοντας τον αγαπημένο νιώθουμε μία τέλεια πληρότητα και ταυτόχρονα συνειδητοποιούμε πόσο άδεια ήταν η ζωή μας χωρίς αυτόν. Δεν μας εκστασιάζει ο άλλος, μας εκστασιάζουν οι σκέψεις που προκαλεί ο άλλος για τον εαυτό μας. Δεν ερωτευόμαστε τον άλλον, αλλά αυτό που νιώθουμε για τον ίδιο τον εαυτό μας όταν είμαστε με τον άλλον. Αγαπάμε τον εαυτό μας επειδή ο άλλος μας ποθεί, μας χαμογελάει, μας επιθυμεί, μας θαυμάζει, μας σκέφτεται, μας κοιτάζει. Η ύπαρξή του δίνει νόημα στη δική μας ύπαρξη και μας ωθεί σε αυτοβελτίωση («με κάνεις να θέλω να γίνω καλύτερος άνθρωπος», λέει ο Jack Nicholson στην ταινία As good as it gets). Η ευτυχία που βιώνουμε με την παρουσία του άλλου μας γεμίζει και μας κάνει να νιώθουμε ικανοί για τα πάντα, δυνατοί, απρόσβλητοι από το οτιδήποτε  – κυρίως όμως μας κάνει να νιώθουμε έτοιμοι να κατανοήσουμε πλήρως τον εαυτό μας, εξαιτίας και διαμέσου του άλλου.

Μας εμπνέει και μας παρακινεί λοιπόν ο άλλος, όμως μπορεί και να μας αδρανοποιήσει, να μας γίνει εμμονή, να στρατοπεδεύσει στο μυαλό μας. Μία μόνιμη αμφιθυμία είναι ο έρωτας. Από την μία μας γεμίζει ενέργεια, από την άλλη μας εξαντλεί, μας αδειάζει. Στην παρουσία του άλλου υπάρχουμε, στην απουσία του χανόμαστε. Κι ένας φόβος, μόνιμα υπαρκτός δίπλα στον έρωτα: Φοβάμαι μην χαθώ χωρίς εσένα, αλλά φοβάμαι και μήπως σε χάσω από εμένα. Έρωτας δίχως φόβο δεν είναι έρωτας, σημειώνει ο Carotenuto. Και οι αντιφάσεις συνεχίζονται. Την στιγμή που ο άλλος επιβεβαιώνει με την παρουσία του την ύπαρξή μου, την ίδια στιγμή νιώθω πως χάνομαι, πως είμαι κάποιος άλλος, που όμως ταυτόχρονα θέλω να με ποθεί το αγαπημένο πρόσωπο. Χάνω την υποκειμενικότητά μου («χάνομαι σε εσένα») και ταυτόχρονα επιθυμώ να γίνω δικό σου αντικείμενο επιθυμίας, πόθου και πάθους. Πόσο δυστυχείς οι άνθρωποι που ποτέ δεν αγκαλιάστηκαν από κανέναν, δεν έγιναν ποτέ αντικείμενα έρωτα και πόθου και δεν είχαν την ευκαιρία να ανακαλύψουν τον εαυτό τους διαμέσου του άλλου!

 «Έρωτα, που δεν γονάτισες ποτέ στον πόλεμο […] φωλιάζεις στο κορμί και το μανίζεις. Εσύ των δικαίων ξεστρατίζεις το νου και στον χαμό τον σέρνεις.»

Ο έρωτας οδηγεί στην τρέλα, όπως παρατηρεί στην Αντιγόνη ο Σοφοκλής. Και είναι πράγματι μία κατάσταση «έλλογης τρέλας», «μη-παθολογικής παθολογίας», γι’ αυτό και συχνά μιλάμε για «συμπτώματα» του έρωτα. Είναι όμως και τραγικός και οι πρωταγωνιστές του τραγικά πρόσωπα, διότι εξ’ ορισμού – εκ φύσεως θα έλεγε κανείς – ο έρωτας τελειώνει. Το γιατί τελειώνει και μάλιστα γιατί εξ’ ορισμού είναι καταδικασμένος, μπορεί να πάρει επίσης ποικίλες απαντήσεις. Ορισμένες από αυτές μας δίνουν οι νευροεπιστήμες – όσο πεζό ή παράδοξο κι αν αυτό μας φαίνεται. Οι νευροχημικές αλλαγές που σημειώνονται στον εγκέφαλο του ερωτευμένου (ειδικά στις αρχές της σχέσης) μας δίνουν την εικόνα ενός ανθρώπου εθισμένου (αυξημένα επίπεδα ντοπαμίνης), που έχει χάσει την ικανότητα του αυτοελέγχου και της διαχείρισης του άγχους, που προκαλεί η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα (μειωμένα επίπεδα σεροτονίνης), και που καταλήγει να σκέφτεται εμμονικά την πηγή αυτής της αβεβαιότητας (τον Άλλο). Ταυτόχρονα, το άτομο γίνεται απερίσκεπτο και παράτολμο (μειωμένη ενεργοποίηση της αμυγδαλής και του προμετωπιαίου φλοιού, ο οποίος ελέγχει τη λογική σκέψη). Με άλλα λόγια, βλέπουμε έναν άνθρωπο με μειωμένη ικανότητα λογικής και κριτικής σκέψης, εθισμένο – σαν από κάποια ουσία – να αναζητεί διαρκώς τη «δόση» του, να μην μπορεί να σκεφτεί τίποτα άλλο πέρα από το ποθητό πρόσωπο, να γίνεται απερίσκεπτος και να κάνει «τρέλες», πλήρως παραδομένος στο συναίσθημά του. Ευλόγως αναρωτιέται κανείς, πόσο διάστημα μπορεί ένας άνθρωπος να επιβιώσει σε μία τέτοια κατάσταση έντονης διέγερσης και απώλειας ελέγχου. Η ίδια η βιολογία μας λοιπόν, μας προδίδει. Μας προδίδει όμως και η ψυχολογία μας. Ο έρωτας αδυνατεί να εκπληρώσει τις φαντασιώσεις που αρχικά είχαμε για έναν ιδεατό Άλλο. Άλλωστε, και ο άλλος είναι απλώς ένας άνθρωπος, διαφορετικός από εμάς, που ούτε να μας αφομοιώσει πλήρως μπορεί, ούτε είναι σε θέση να συντονιστεί πλήρως μαζί μας. Δεν είναι απογοήτευση αυτό, ούτε ματαίωση των προσδοκιών που είχαμε – απλά, απομαγευτήκαμε, κατέρρευσε μόνος του ο μύθος του μοναδικού Άλλου. Από την άλλη, αν βιαστήκαμε στην αρχή, αν ενδώσαμε στο επιτακτικό της επιθυμίας μας, αν όλα παραδόθηκαν και όλα ειπώθηκαν πολύ γρήγορα, τι μένει για μετά; Θέλει κι ο Έρως τον κατάλληλο ρυθμό του στην αποκάλυψη και την αυτοαποκάλυψη. Βέβαια, ηττούμαστε και από τον ίδιο μας τον φόβο: ο φόβος της εγκατάλειψης, του πόνου, της μοναξιάς, κερδίζει έδαφος έναντι του πόθου και του πάθους, καταλαγιάζοντας τα συναισθήματα και απομακρύνοντας τελικά τους πρωταγωνιστές. Μία περίεργη ήττα, θα έλεγε κανείς, ειδικά αν σκεφτεί πως στα πρώτα στάδια του έρωτα, αυτός ακριβώς ο φόβος ήταν που υποδαύλιζε το πάθος. Και είναι πάλι ένας φόβος αυτό που μας τρέπει σε φυγή, όταν αρχίσουμε να συνειδητοποιούμε πόσο εκτεθειμένοι είμαστε ή μπορεί να γίνουμε απέναντι στον άλλον, πόσο ανοιχτά και διάφανα είναι τα συναισθήματα και η ψυχή μας, πόσο ευάλωτα στον «χειρισμό» του άλλου – εμείς, που στην αρχή σκεφτόμασταν «κάνε με ο,τι θες, εσύ», είμαστε οι ίδιοι που δεν το αντέχουμε το βάρος αυτό. Ας μην αναφερθούμε στα εμπόδια, τους αντικειμενικούς παράγοντες, τους προσωπικούς στόχους ή άλλες μεταβλητές της πραγματικότητας που μπορεί να απειλήσουν και να καταδικάσουν τελικά έναν έρωτα…

Πόσο δύσκολο μας είναι να παραδεχθούμε τη δική μας συμβολή σε αυτό το «τέλος»! Και πόσο εύκολα κινητοποιούμε ασυνείδητες δυνάμεις άρνησης («έχω κολλήσει, δεν μπορώ να την ξεχάσω», «αποκλείεται, δεν έχει τελειώσει») και εκλογίκευσης («σιγά, τι έγινε – ούτως ή άλλως ποτέ δεν πίστεψα ότι ήταν έρωτας»), ή  πόσο αναποφάσιστοι προτιμούμε να μένουμε («δεν ξέρω τι θέλω», «δεν μπορώ χωρίς αυτόν, δεν μπορώ με αυτόν»), αντί να αφεθούμε τελικά στον πόνο του οριστικού τέλους.

Κάθε κείμενο, κάθε βιβλίο που έχει γραφεί για τον έρωτα, σε αφήνει πάντα με την αίσθηση ότι ελάχιστα τελικά ειπώθηκαν. Έτσι είναι. Δυόμιση χιλιάδες χρόνια φιλοσοφικής, επιστημονικής και καλλιτεχνικής παραγωγής δεν υπήρξαν αρκετά για να δώσουν οριστικές απαντήσεις στο ερώτημα του Έρωτα. Και δεν είμαι σίγουρη αν θέλουμε πράγματι να μάθουμε τα πάντα για αυτόν. Μπορεί να ρωτάμε, να ζητάμε συμβουλές, να προσπαθούμε να τον αποκρυπτογραφήσουμε, μπορεί να κυριαρχεί στις συζητήσεις με τους φίλους μας, αλλά τελικά, θέλουμε την μαγεία του, γιατί χωρίς αυτή δεν υπάρχει ούτε ο ίδιος. Συμφωνώντας απόλυτα με τον Κικέρωνα που έγραφε πως «ο έρως και η λογική μοιάζουν με τον ήλιο και το φεγγάρι: Όταν ανατέλλει το ένα, δύει το άλλο», θα πω πως αξίζει, έστω για μία φορά στη ζωή του, να νιώσει ένας άνθρωπος αυτά που περιγράφει η Σαπφώ στο ποίημά της:

«…γιατί μόλις σε δω για μια στιγμή, δεν μπορώ πια να αρθρώσω λέξη: αλλά η γλώσσα μου γίνεται κομμάτια και, κάτω από το δέρμα μου, γλιστράει απότομα μια λεπτή φωτιά: τα μάτια μου χάνουν το βλέμμα τους, τ’ αυτιά μου βουίζουν, ο ιδρώτας αυλακώνει το κορμί μου, ένα ρίγος με κυριεύει σύγκορμη γίνομαι πιο χλωμή κι από τη χλόη και, λίγο ακόμη, θα ‘λεγα ότι πεθαίνω.»

*Το έργο που συνοδεύει το κείμενο είναι του Γ. Γουναρόπουλου, «Φιλί τρίτο».

Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος

Πηγές και Προτεινόμενη Βιβλιογραφία

Aldo Carotenuto, Έρως και Πάθος – Τα όρια της αγάπης και του πόνου. Εκδ. Ίταμος, 2002

Pascal Bruckner, Το Παράδοξο του Έρωτα. Εκδ. Πατάκη, 2013

Alain Badiou, Εγκώμιο για τον Έρωτα. Εκδ. Πατάκη, 2009

Roland Barthes, Αποσπάσματα του Ερωτικού Λόγου. Εκδ. Ράππα, 2012

Denis de Rougemont, Ο Έρως και η Δύση. Εκδ. Ίνδικτος, 2002

Alain de Botton, Μικρή Φιλοσοφία του Έρωτα. Εκδ. Πατάκη, 2003

Κορδούτης, Π. Ψυχολογία των Διαπροσωπικών Σχέσεων: Συστατικά, Δομή, Διεργασίες της Στενής Διαπροσωπικής Σχέσης, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. (Ακαδημαϊκές Σημειώσεις)

Irvin Yalom, Ο Δήμιος του Έρωτα. Εκδ. Άγρα, 2003.

Δημήτρης Λιαντίνης, Γκέμμα. Εκδ. Δ. Λιαντίνη, 2006

Helen Fisher, Ομιλία της στο TED2008, Monterey, California: http://www.ted.com/talks/lang/el/helen_fisher_studies_the_brain_in_love.html

Aron, A., Fisher, H., Mashek, D.J., Strong, G., Li H., & Brown, L.L. (2005) Reward, Motivation and Emotion Systems Associated with Early-Stage Intense Romantic Love: An fMRI study. Journal of Neurophysiology 94, 327-337.

Οι Πέντε Ελευθερίες

Image

Η Virginia Satir, Αμερικανίδα συγγραφέας και ψυχοθεραπεύτρια, που δούλεψε εκτενώς με οικογένειες, παρατήρησε ότι πολλοί ενήλικες μαθαίνουν από την παιδική τους ηλικία να απορρίπτουν τις πληροφορίες που δέχονται από τις αισθήσεις τους κι έτσι να μην δίνουν σημασία στο τι ακούνε, βλέπουνε, μυρίζουν ή νιώθουν κάθε στιγμή. Υποστηρίζοντας ότι ο άνθρωπος πρέπει να βρίσκεται σε διαρκή επαφή με τον εσωτερικό εαυτό του, ανέπτυξε στο βιβλίο της Making Contact τη θέση των Πέντε Ελευθεριών, οι οποίες βοηθούν τον άνθρωπο να συνδεθεί με τον εαυτό του στο «εδώ και τώρα» και να δει καθαρά τις δημιουργικές επιλογές που έχει στη διάθεσή του ανά πάσα στιγμή:

  1. Η ελευθερία να βλέπουμε και να ακούμε αυτό που υπάρχει κι όχι αυτό που θα «έπρεπε» να υπάρχει, αυτό που υπήρχε ή που θα υπάρξει.
  2. Η ελευθερία να λέει κανείς αυτό που αισθάνεται και σκέφτεται, κι όχι αυτό που θα «έπρεπε» να αισθάνεται και να σκέφτεται.
  3. Η ελευθερία να αισθάνεται κανείς αυτό που αισθάνεται κι όχι αυτό που θα «έπρεπε» να αισθάνεται.
  4. Η ελευθερία να ζητάει κανείς αυτό που θέλει κι όχι να περιμένει πάντα την άδεια να το ζητήσει.
  5. Η ελευθερία να διακινδυνεύει κανείς για λογαριασμό του αντί να προτιμά την ασφάλεια της αδράνειας και να μην «ταράζει τα νερά».

Ασκώντας ενεργά αυτές τις πέντε ελευθερίες, ο άνθρωπος μαθαίνει να αντιλαμβάνεται, να κατανοεί και να εξωτερικεύει τα συναισθήματά του, αντί να τα καταπιέζει, να τα απορρίπτει ή να τα αποκρύβει από τον ίδιο και τον περίγυρό το. Παράλληλα, απελευθερώνεται από πεποιθήσεις και απόψεις της κοινωνίας που για τον ίδιο είναι δυσλειτουργικές και συγκρατούν τον πραγματικό του εαυτό και τις επιθυμίες του, αναγκάζοντάς τον να συμπεριφερθεί με τρόπο μη αυθεντικό.

Virginia Satir, «Making Contact»

Αποφάσεις για τη νέα χρονιά – πώς (δεν) τις τηρούμε;

Image

Τελευταίες ημέρες του χρόνου και, εν αναμονή του καινούργιου πολλοί από εμάς παίρνουμε αποφάσεις για την νέα χρονιά. Συνήθως, πρόκειται για στόχους που έχουν να κάνουν με τα οικονομικά μας («θα κάνω περισσότερη οικονομία»), με την φυσική μας κατάσταση («θα ξεκινήσω γυμναστήριο») ή με κακές συνήθειες («θα κόψω το κάπνισμα») και τον τρόπο ζωής μας («θα ξεκουράζομαι περισσότερο»). Μολονότι πρόκειται για κάτι αρκετά συνηθισμένο και μάλλον εθιμοτυπικό, σπανίως κάνουμε μία παύση για να σκεφτούμε για ποιον λόγο θέτουμε τώρα αυτούς τους στόχους ή ποιες είναι οι πραγματικές πιθανότητες να φανούμε συνεπείς σε αυτές τις αποφάσεις μας.

Γιατί θέτουμε Στόχους για τη Νέα Χρονιά;

Η 1η Ιανουαρίου φαντάζει ιδανική για αυτή τη διαδικασία στοχοθέτησης, για διάφορους λόγους. Κατ’ αρχάς σηματοδοτεί το κλείσιμο ενός κύκλου και την έναρξη ενός καινούργιου. Είναι ένα χρονικό ορόσημο, που διαιρεί τον χρόνο σε «πριν» και «μετά» και λειτουργεί ως αφετηρία για μία νέα πορεία. Ακόμα και συμβολικά αν το εξετάσουμε, ο Ιανός (από τον οποίο πήρε το όνομά του ο μήνας Ιανουάριος) ήταν ο διπρόσωπος θεός των Ρωμαίων, που κοίταζε ταυτόχρονα στο παρελθόν και στο μέλλον. Πολιτισμικά και κοινωνικά, λοιπόν, πρόκειται για μία περίοδο ανανέωσης και μετάβασης, όπου κάτι τελειώνει οριστικά και αρχίζει κάτι καινούργιο – και μαζί με αυτό, γιατί όχι και μία καινούργια, διαφορετική ή βελτιωμένη εκδοχή του εαυτού μας;

Αξίζει να σημειωθεί πως οι περισσότερες από τις αποφάσεις που λαμβάνουμε για την νέα χρονιά, έχουν σχέση με τον αυτοέλεγχο, με μία διαμάχη που συμβαίνει μέσα μας πάνω σε διάφορα ζητήματα. Διαφορετικές πτυχές του εαυτού μας επιθυμούν διαφορετικά πράγματα. Υπάρχει η πλευρά του εαυτού μας που επιθυμεί να έχει ένα ωραίο ή καλλίγραμμο σώμα και υπάρχει κι εκείνη η πλευρά που θέλει να απολαμβάνει όλες τις πιθανές λιχουδιές, ανά πάσα στιγμή και ώρα. Υπάρχει η πλευρά του εαυτού μας που αρέσκεται να ξοδεύει χρήματα κι εκείνη η πλευρά που ξέρει ότι πρέπει να κάνει οικονομία. Αυτό που συμβαίνει με τους στόχους και τις υποσχέσεις για «τη νέα χρονιά» είναι ότι έχουν μία μακροπρόθεσμη προοπτική (κάτι που θα γίνει στο μέλλον), οραματίζονται μία βελτιωμένη εκδοχή του εαυτού μας (άρα μας προσφέρουν άμεση ικανοποίηση την στιγμή που τις σκεφτόμαστε) και ταυτόχρονα επιβάλλονται στην αυθόρμητη πλευρά του εαυτού μας που θέλει να ξοδέψει, να φάει γλυκά ή να μείνει στο σπίτι αντί να πάει στο γυμναστήριο. Υπό μία έννοια, ενόψει της νέας χρονιάς, νιώθουμε πως ο «καλός» εαυτός μας νικάει τον «κακό».

Γιατί όχι τώρα;

Γιατί όμως περιμένουμε την νέα χρονιά για να ξεκινήσουμε την προσπάθεια υλοποίησης των στόχων μας, αφού κάλλιστα θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε από σήμερα κιόλας; Μία πιθανή απάντηση σε αυτό το ερώτημα δίνεται πολύ εύστοχα από τον καθηγητή ψυχολογίας στο Carleton University, Dr. Pychyl: «οι αποφάσεις και οι στόχοι για την νέα χρονιά είναι ουσιαστικά μία πολιτισμικά καθορισμένη μορφή αναβλητικότητας». Με άλλα λόγια, μας αρέσει να βάζουμε στόχους για τη νέα χρονιά διότι αυτό δικαιολογεί την καθυστέρησή μας στην υλοποίησή τους. Νιώθουμε καλά, γιατί έχουμε έναν στόχο για το μέλλον – πράγμα που είναι καλό – αλλά ταυτόχρονα, νιώθουμε επίσης ωραία διότι δεν χρειάζεται να κάνουμε τίποτα απολύτως αυτή τη στιγμή. Το «από τη νέα χρονιά» είναι μακρινό και, μέχρι τότε, μπορούμε να συνεχίσουμε να κάνουμε ό,τι κάναμε μέχρι τώρα. Είναι μία μορφή αυτό-εξαπάτησης, ένα πονηρό κλείσιμο του ματιού στον εαυτό μας θα έλεγε κανείς, όπου απολαμβάνουμε την χρονική απόσταση μεταξύ πρόθεσης και πράξης.

Δηλαδή θα αποτύχω;

Κανείς δεν λέει ότι θα αποτύχουμε στους στόχους που θέτουμε για τη νέα χρονιά. Περισσότερο, θα λέγαμε πως οι πιθανότητες επιτυχίας εξαρτώνται α) από τους λόγους για τους οποίους περιμένουμε την αλλαγή του χρόνου για να κάνουμε τις αλλαγές που επιθυμούμε, και β) από τον τρόπο με τον οποίο σκοπεύουμε να κινηθούμε προκειμένου να τις επιτύχουμε. Το πρώτο έχει να κάνει με την ειλικρίνεια απέναντι στον εαυτό μας και με τις αντικειμενικές δυσκολίες που υπάρχουν στο να ξεκινήσουμε τώρα μία αλλαγή.  Το δεύτερο, ο τρόπος με τον οποίο προσπαθούμε να επιτύχουμε τους στόχους μας, αφορά κάποιες εσφαλμένες κινήσεις, που συνήθως κάνουμε.

Πώς θα καταφέρω να επιτύχω τους στόχους μου;

Καλό είναι να αποφεύγουμε τους γενικούς και ασαφείς στόχους (π.χ. «θα ξεκινήσω γυμναστήριο») και παράλληλα να σκεφτόμαστε τα εμπόδια που θα έχουμε σε καθημερινή βάση. Στο ίδιο παράδειγμα, είναι προτιμότερο να πούμε ότι θα ξεκινήσουμε γυμναστήριο 3 φορές την εβδομάδα, να σκεφτούμε ποια ώρα της ημέρας θα ήταν καλύτερη για το πρόγραμμά μας, τι θα μπορούσε να μας εμποδίσει να πάμε και πώς θα αποφύγουμε αυτό το εμπόδιο. Εδώ υπεισέρχεται και ο παράγοντας του ρεαλισμού: Αν, για παράδειγμα, αποφασίσουμε ότι θα πηγαίνουμε στο γυμναστήριο μετά τη δουλειά μας, θα πρέπει να σκεφτούμε κατά πόσο κάτι τέτοιο είναι ρεαλιστικό. Διότι, αν τις περισσότερες ημέρες της εβδομάδας αργούμε να τελειώσουμε στη δουλειά ή αν επιστρέφοντας στο σπίτι μάς περιμένει μία σειρά άλλων υποχρεώσεων, τότε ο στόχος του γυμναστηρίου μετά τη δουλειά είναι εξ’ αρχής καταδικασμένος.

Σκόπιμο είναι να αποφύγουμε να βάλουμε πολλούς στόχους ταυτόχρονα, όπως να ξεκινήσουμε γυμναστήριο, να αρχίσουμε να τρώμε πιο υγιεινά και να χάσουμε κάποια κιλά. Σε καθημερινό επίπεδο, κάτι τέτοιο προϋποθέτει να βρούμε χρόνο και διάθεση για το γυμναστήριο, χρόνο για να μαγειρεύουμε στο σπίτι, χρόνο για να ψωνίζουμε φρέσκα φρούτα και λαχανικά ώστε να τα έχουμε πάντα διαθέσιμα στο σπίτι μας, κλπ. Αν δεν καταφέρουμε κάτι από αυτά απογοητευόμαστε, αυξάνοντας έτσι τις πιθανότητες να τα παρατήσουμε εύκολα. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από έναν στόχο και σταδιακά, μπορούμε να επεκταθούμε και σε άλλες, συναφείς με αυτόν, αλλαγές.

Παρ’ ότι συχνά επιθυμούμε κάποια αλλαγή για τον εαυτό μας, πολλές φορές βαθιά μέσα μας δεν θέλουμε να αλλάξουμε – κι αυτό για διάφορους λόγους. Αν επιθυμούμε την αλλαγή επειδή «πρέπει» ή επειδή «θα ήταν καλό να…», ενδεχομένως να μην έχουμε πειστεί απολύτως να δεσμευτούμε στην προσπάθεια επίτευξής της. Αν για παράδειγμα σκεφτόμαστε ότι «πρέπει να κόψω το κάπνισμα» και θέσουμε αυτό ως στόχο για την νέα χρονιά, η πορεία μας προς αυτή την κατεύθυνση θα είναι καταδικασμένη, αν εμείς οι ίδιοι δεν έχουμε φθάσει στο σημείο να πούμε οριστικά «τέλος». Η εσωτερική μας κινητοποίηση θα καμφθεί εύκολα αν εμείς οι ίδιοι δεν είμαστε αποφασισμένοι για μία τέτοια κίνηση. Ας μην ξεχνάμε εξάλλου πως η διακοπή κάποιων «κακών συνηθειών», όπως το κάπνισμα ή το αλκοόλ, ούτε εύκολη διαδικασία είναι, ούτε μας προσφέρει άμεση ικανοποίηση και απόλαυση. Αν μη τι άλλο λοιπόν, θα πρέπει να είμαστε αποφασισμένοι ότι θέλουμε να κάνουμε αυτή την αλλαγή στη ζωή μας και να εμμείνουμε στην προσπάθεια, έχοντας κατά νου τα μελλοντικά οφέλη που θα αποκομίσουμε από αυτή.

Προσοχή στην τελειομανία μας: μία αστοχία, ένα ολίσθημα, μία παρορμητική συμπεριφορά που είναι αντίθετη προς τον στόχο μας, και αμέσως σπεύδουμε να φορτώσουμε τον εαυτό μας με ενοχές και τύψεις για το μεγάλο «λάθος» που κάναμε. Η καλύτερη σκέψη σε αυτές τις περιπτώσεις είναι «ε, και;»: «Δεν κατάφερα να πάω γυμναστήριο αυτή την εβδομάδα, γιατί είχα πολλή δουλειά- ε, και;» «Έφαγα γλυκό – ε, και;». Τα ολισθήματα δεν σημαίνουν τίποτα για τον τελικό μας στόχο, ούτε για την αποφασιστικότητά μας ή την αυτοεκτίμησή μας. Σε τελική ανάλυση, ας μην παίρνουμε τον εαυτό μας τόσο στα σοβαρά – μπορούμε να γελάσουμε με το ολίσθημα, να το χαρούμε και την επόμενη ημέρα να επιστρέψουμε ξανά στο πλάνο μας.

Τέλος, καλό θα είναι να μιλήσουμε με κάποιους δικούς μας ανθρώπους και να τους ζητήσουμε είτε την πρακτική τους βοήθεια σε θέματα καθημερινότητας, είτε την ψυχολογική τους υποστήριξη και ενθάρρυνση. Η υπερβολική εμπιστοσύνη στις δυνατότητές μας πολλές φορές δεν είναι καλός σύμβουλος. Δεν μπορούμε να τα καταφέρουμε όλα μόνοι μας και για αυτό είναι σκόπιμο να έχουμε ανθρώπους γύρω μας που θα μας στηρίξουν στην προσπάθειά μας.

Εν κατακλείδι

Είναι θετικό και απαραίτητο να βάζουμε στόχους για την πορεία της ζωής μας και να προσπαθούμε να τους επιτύχουμε. Αυτό άλλωστε συνεπάγεται προσωπική ανάπτυξη και βελτίωση. Από την άλλη πλευρά, δεν είναι απαραίτητο να περιμένουμε την νέα χρονιά ή τον επόμενο μήνα, ή την καινούργια εβδομάδα για να ξεκινήσουμε μία πορεία δράσης. Μπορούμε κάλλιστα να ξεκινήσουμε άμεσα. Σε κάθε περίπτωση, καλό θα είναι να έχουμε στόχους ρεαλιστικούς, προσιτούς και ικανούς να μας πάνε ένα βήμα πιο πέρα: να βελτιώνουν κάτι ουσιαστικό στη ζωή μας, είτε αυτό αφορά τις σχέσεις μας με τους άλλους, είτε την υγεία μας, είτε το επάγγελμα και τις σπουδές μας. Τέλος, θα πρέπει να έχουμε κατά νου πως η πορεία προς μία αλλαγή δεν είναι ποτέ εύκολη. Απογοητεύσεις και πισωγυρίσματα υπάρχουν πάντα, σε οτιδήποτε ξεκινάμε στη ζωή μας – το μυστικό είναι να δούμε αυτά τα εμπόδια ως τρόπους ενίσχυσης της κινητοποίησής μας και του πείσματός μας να καταφέρουμε αυτό που έχουμε στο μυαλό μας.

Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος

Η Μελαγχολία των Γιορτών

Image

Κάτι συμβαίνει εκεί στις αρχές του Δεκεμβρίου. Ενώ υποτίθεται πως «πρέπει» να περιμένουμε πώς και πώς τις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς για να βρεθούμε με τους φίλους και τους αγαπημένους μας, να περάσουμε όμορφα, να ανταλλάξουμε δώρα, να μοιραστούμε στιγμές χαράς με την οικογένειά μας και να νιώσουμε αυτό το αίσθημα της ανάτασης και της ελπίδας, που έχει ταυτιστεί με τα Χριστούγεννα, εμείς διαπιστώνουμε πως δεν έχουμε καμία διάθεση για τίποτα από όλα αυτά. Βλέπουμε τις δύο εβδομάδες των γιορτών ως ένα «βουνό», που έρχεται κατά πάνω μας γεμάτο υποχρεώσεις, ψεύτικα κοινωνικά χαμόγελα, έξοδα, άγχος για να τα προλάβουμε όλα, αλλά και μοναξιά, θλίψη και, τελικά, ένα επίπεδο και μάλλον απαισιόδοξο συναίσθημα που συνήθως αποδίδεται με φράσεις όπως «άντε να περάσουν οι γιορτές να ηρεμήσω».

Θα μπορούσαμε εδώ να κάνουμε έναν πρώτο λόγο για την εποχική δυσθυμία, που χαρακτηρίζεται από μειωμένη διάθεση, αυξημένο άγχος, διαταραχές στον ύπνο, διαταραχές στην πρόσληψη της τροφής, μειωμένη αυτοσυγκέντρωση, σχετική ανηδονία (ανικανότητα άντλησης ευχαρίστησης από δραστηριότητες που συνήθως μας αρέσουν), εκνευρισμό, κόπωση κλπ. H εποχική δυσθυμία παρατηρείται κατά κύριο λόγο από το τέλος του καλοκαιριού μέχρι τα τέλη του χειμώνα και αποδίδεται στη μειωμένη ηλιοφάνεια, που χαρακτηρίζει την περίοδο του φθινοπώρου και του χειμώνα. Μία ιδιαίτερη μορφή εποχικής δυσθυμίας, είναι η μελαγχολία των γιορτών, που συνήθως επηρεάζει περισσότερο ανθρώπους που ζουν μόνοι, είναι ηλικιωμένοι, έχουν βιώσει κάποια σημαντική απώλεια, αντιμετωπίζουν ήδη ένα πρόβλημα που τους έχει επιβαρύνει συναισθηματικά ή ψυχολογικά, ή που δεν έχουν ένα υποστηρικτικό κοινωνικό περιβάλλον.

Ωστόσο, δεν είναι μόνο αυτοί που επηρεάζονται από τις γιορτές. Μεγάλος αριθμός ανθρώπων βιώνει τον ερχομό των γιορτών με άγχος, φόβο και αρνητισμό. Τα Χριστούγεννα είναι μία περίοδος του χρόνου που στο συλλογικό μας ασυνείδητο έχει αποτυπωθεί με όρους λάμψης, χαράς, δώρων, ξέγνοιαστων εξόδων, κατανάλωσης, διακοπών, «καλών» ρούχων, περιττής πολυτέλειας. Από παιδιά μεγαλώσαμε με μεγάλες προσδοκίες για τις γιορτές των Χριστουγέννων και όσα αυτές θα μας έφερναν. Και ως παιδιά, συνήθως (αλλά όχι πάντα), αυτές οι προσδοκίες λίγο-πολύ εκπληρώνονταν. Είχαμε διακοπές από το σχολείο, το σπίτι μύριζε όμορφα, δεχόμασταν δώρα από τους γονείς και τους συγγενείς, συμμετείχαμε σε οικογενειακές και φιλικές γιορτές, οι περιορισμοί και οι απαγορεύσεις χαλάρωναν, το σπίτι ήταν όμορφο και στολισμένο, όλα ήταν ωραία και λαμπερά. Σήμερα πλέον, ως ενήλικοι, το πρότυπο αυτό έρχεται να συγκρουστεί ηχηρά με την πραγματικότητα, και μάλιστα σε αρκετά επίπεδα.

Κατ’ αρχάς, έχουμε την πραγματικότητα των τελευταίων ετών στη χώρα μας: η ανεργία, το μειωμένο εισόδημα και η δυσοίωνη κοινωνική και πολιτική κατάσταση γύρω μας λειτουργούν ως επιβαρυντικοί παράγοντες για τις απογοητεύσεις, τα προσωπικά προβλήματα και τις απώλειες που όλοι μας αντιμετωπίζουμε στη διάρκεια της ζωής μας. Όταν έχουμε εξαρτήσει την χαρά από το λαμπερό «περιτύλιγμα» της εορταστικής περιόδου των Χριστουγέννων και ξαφνικά διαπιστώνουμε ότι δεν μπορούμε να εξασφαλίσουμε για τον εαυτό μας και την οικογένειά μας αυτό το περιτύλιγμα, είναι επόμενο να νιώθουμε απογοήτευση, θλίψη ή ακόμα και θυμό. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που ζουν μόνοι, χωρίς κοινωνικό περίγυρο, οι οποίοι νιώθουν «παρείσακτοι» και ξένοι μέσα σε αυτό το κλίμα της συντροφικότητας και της αγάπης των γιορτών. Άλλοι πάλι, έχουν χάσει το αγαπημένο τους πρόσωπο και οι γιορτές τους θυμίζουν περασμένες ευτυχισμένες στιγμές, επιβαρύνοντας ήδη το πένθος και την θλίψη που βιώνουν. Κάποιοι άνθρωποι αγχώνονται ενόψει των οικογενειακών συγκεντρώσεων, γνωρίζοντας ότι πολύ συχνά αυτές καταλήγουν σε έντονες διαφωνίες, συγκρούσεις και αλληλοκατηγορίες, οι οποίες εκτοξεύονται ένθεν κι ένθεν πάνω από το εορταστικό τραπέζι. Τέλος, υπάρχουν κι εκείνοι που απλώς νιώθουν «υποχρεωμένοι» να αντεπεξέλθουν σε όλες τις απαιτήσεις του δικού τους κοινωνικού περίγυρου, βάζοντας τον εαυτό τους σε διαδικασίες ατέρμονων προετοιμασιών, άσκοπων εξόδων και συμμετέχοντας σε εκδηλώσεις και εορτασμούς που δεν έχουν να τους πουν απολύτως τίποτα.

Κι όμως. Ο καθένας μπορεί να ζήσει τα Χριστούγεννα, όπως και κάθε άλλη εποχή του χρόνου, όπως ο ίδιος πραγματικά νιώθει και μπορεί. Τίποτα δεν μας είναι επιβεβλημένο ούτε είμαστε υποχρεωμένοι να ανταποκριθούμε σε ένα πρότυπο, που δεν μας ταιριάζει – ψυχικά, συναισθηματικά ή οικονομικά. Τα παιδιά, που συνήθως είναι και η αφορμή για την γέννηση πολλών ενοχών αναφορικά με την αδυναμία μας να τους αγοράσουμε τα δώρα που επιθυμούν ή τα ταξίδια που θα ήθελαν, ικανοποιούνται με πολύ λιγότερα πράγματα από αυτά που νομίζουμε. Αλήθεια, ποιος από εμάς θυμάται ως αξέχαστη ανάμνηση εκείνο το πανάκριβο δώρο που μας χάρισαν σε κάποια γενέθλια ή Χριστούγεννα, όταν ήμασταν παιδιά; Οι περισσότεροι θυμόμαστε την αίσθηση της αγάπης, της ασφάλειας και της ζεστασιάς που εισπράτταμε από εκείνες τις γιορτές και το άνοιγμα των δώρων κάτω από το δέντρο, χωρίς καμία αποτίμηση του οικονομικού τους κόστους. Ας τους χαρίσουμε λοιπόν αναμνήσεις: Ας τα αγκαλιάσουμε, ας τους χαρίσουμε τον χρόνο μας, βόλτες σε Χριστουγεννιάτικες εκδηλώσεις, ωραίες ταινίες στον κινηματογράφο ή την τηλεόραση, τα αγαπημένα τους φαγητά και τις λιχουδιές που προτιμάνε, ας τα αφήσουμε να κοιμηθούν αργά.

Αν είστε ή νιώθετε μόνοι, εκμεταλλευτείτε τις ημέρες αυτές κάνοντας δώρο τον εαυτό σας και την εργασία σας σε κάποια εθελοντική οργάνωση. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο αίσθημα πληρότητας από αυτό που χαρίζει η προσφορά σε ανθρώπους που έχουν ανάγκη. Σε κάθε περιοχή, σε όλες τις μεγάλες και μικρές πόλεις, οργανώνονται συσσίτια και παζάρια από διάφορους φορείς και οργανώσεις. Πέραν του ότι θα γνωρίσετε νέους ανθρώπους, θα έχετε την ευκαιρία να προσφέρετε και να λάβετε ζεστά χαμόγελα ευγνωμοσύνης από κόσμο που δεν γνωρίζετε (και που ίσως δεν γνωρίζατε καν ότι υπάρχει). Η ανιδιοτελής προσφορά στον συνάνθρωπο επιστρέφει πολλαπλάσια ικανοποίηση, η οποία, αν το επιτρέπουν οι ρυθμοί σας, μπορεί να συνεχίσει να εκφράζεται και μετά το πέρας των γιορτών. Αν αυτό που σας έχει λείψει είναι η ηρεμία, τότε αφιερώστε χρόνο για τον εαυτό σας. Πηγαίνετε βόλτες, κοιμηθείτε λίγο περισσότερο, απορρίψτε ευγενικά προσκλήσεις σε δείπνα και συγκεντρώσεις με ανθρώπους που θα σας επιβαρύνουν ψυχολογικά και συναισθηματικά, συναντηθείτε με φίλους που το τελευταίο διάστημα δεν έχετε δει, αρνηθείτε να σκορπιστείτε σε δραστηριότητες που δεν σας γεμίζουν. Μην στολίσετε το σπίτι αν δεν το νιώθετε. Μιλήστε με την οικογένειά σας, επικοινωνήστε τους αυτά που νιώθετε και ζητήστε τους τον χώρο που χρειάζεστε. Χαρίστε στον εαυτό σας την πολυτέλεια του να κάνετε μόνο αυτό που σας γεμίζει- και ίσως διαπιστώσετε πόσο σημαντική είναι τελικά αυτή η προτεραιότητα στον εαυτό σας.

Οι συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, πέραν των όσων αρνητικών βιώνουμε όλοι μας, μας δίνουν την μεγάλη ευκαιρία να επιστρέψουμε στα βασικά και την ουσία της ζωής. Που δεν έχουν να κάνουν με την εικόνα, το οικονομικό κόστος και το επιφανειακό περιτύλιγμα, αλλά με εμάς τους ίδιους και τους ανθρώπους που μας περιστοιχίζουν. Άλλωστε, περισσότερο ίσως από ποτέ άλλοτε, βιώνουμε πολύ καθαρά πως τίποτα δεν είναι δεδομένο ή αυτονόητο στη ζωή μας. Εκείνο που έχει αξία είναι εκείνο που μας χαρίζει πληρότητα και νόημα, ανεξάρτητα από την εποχή του χρόνου. Ας αφήσουμε τις μεγάλες προσδοκίες στην άκρη, αφού σπανίως τελικά εκπληρώνονται και ας χαρούμε αυτά που είναι σημαντικότερα για εμάς και τους δικούς μας ανθρώπους.

Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος

Χιούμορ: Ασπίδα και Όπλο στην Καθημερινότητά μας

Image

Όσο παράδοξο κι αν φαντάζει εκ πρώτης όψεως, το χιούμορ είναι μία πολύ ενδιαφέρουσα και σοβαρή υπόθεση. Αρκεί να ρίξει κανείς μία ματιά στην καθημερινότητά μας: υπάρχουν αστεία θεάματα, φράσεις και περιστατικά, που είναι εκ φύσεως αστεία και προκαλούν το γέλιο μας αλλά είναι κενά περαιτέρω νοήματος, και υπάρχουν κι εκείνα που κρύβουν μέσα τους μεγάλη δόση ευφυΐας και αντιληπτικής οξύτητας, προδίδοντας μία σύνθετη σκέψη και μία διαφορετική πρόσληψη των πραγμάτων. Το χιούμορ ομορφαίνει τη ζωή μας, εμπλουτίζει τον λόγο μας, σχηματοποιεί αόριστες και ασαφείς έννοιες, μας βοηθάει να κατανοήσουμε και να λύσουμε καλύτερα κάποια προβλήματά μας, συμβάλλει στην προσέλκυση ερωτικού συντρόφου, αποφορτίζει την εσωτερική μας ένταση, βάζει στην θέση του έναν ανταγωνιστικό συνομιλητή μας και μπορεί (κατά περίπτωση) να υπηρετήσει την καλύτερη επικοινωνία με τους άλλους ανθρώπους. Από την άλλη πλευρά, μπορεί να αποτελέσει πηγή παρεξηγήσεων και παρανοήσεων, να μας πληγώσει ή να μας κάνει επιθετικούς απέναντι στον άλλον. Παρ’ όλα αυτά, από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα, επιστήμονες και φιλόσοφοι δεν έχουν συμφωνήσει ακόμα σε έναν κοινά αποδεκτό ορισμό του χιούμορ και των λειτουργιών που αυτό επιτελεί για τον άνθρωπο.

Το βέβαιο είναι ένα: το χιούμορ, σε αντίθεση με το γέλιο, είναι ένα καθαρά ανθρώπινο χαρακτηριστικό, που δεν απαντάται στα υπόλοιπα είδη του ζωικού βασιλείου. Για παράδειγμα, ένα κακοποιημένο ζώο μπορεί να αντιδράσει απέναντι στο βίαιο αφεντικό του με δύο τρόπους: είτε να επιτεθεί για να σταματήσει την κακοποίηση, είτε να τραπεί σε φυγή προκειμένου να την αποφύγει. Δεν είναι σε θέση να αφοπλίσει τον επιτιθέμενο με ένα έξυπνο σχόλιο ή να μιμηθεί με ειρωνικό τρόπο το αφεντικό του πίσω από την πλάτη του, προκειμένου να διασκεδάσει το ίδιο. Πώς και γιατί όμως αναπτύχθηκε στον άνθρωπο; Οι εξελικτικές θεωρίες της ανθρώπινης συμπεριφοράς (αυτές δηλαδή που μελετούν την αξία που είχε διαχρονικά μία συμπεριφορά μας για την επιβίωση και / ή την αναπαραγωγή του είδους), τονίζουν πως το χιούμορ είναι μία ένδειξη ευφυΐας και μία αρετή, που μεταξύ άλλων, εξασφαλίζει στον άνδρα ερωτικό σύντροφο. Πιο συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η γυναίκα ήταν πάντα αυτή που επέλεγε τον σύντροφο βάσει συγκεκριμένων γνωρισμάτων του (υλικοί πόροι για την στήριξη του παιδιού και σωματικές και πνευματικές αρετές για την εξασφάλιση καλών γονιδίων), ο άνδρας ήταν υποχρεωμένος να αναπτύξει ορισμένα χαρακτηριστικά, προκειμένου να ανταγωνιστεί τους υπόλοιπους άνδρες. Φυσικά δεν μιλάμε εδώ για την ικανότητα απομνημόνευσης ανεκδότων – η αίσθηση του χιούμορ είναι μία ραφιναρισμένη ικανότητα που έχει να κάνει με το να πεις κάτι αστείο την σωστή στιγμή, στους σωστούς ανθρώπους, με τον σωστό τρόπο. Πράγματι λοιπόν, πολλές έρευνες επιβεβαιώνουν σήμερα πως, σε γενικές γραμμές, οι άνδρες «παράγουν» περισσότερο χιούμορ από τις γυναίκες. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως οι γυναίκες δεν έχουν χιούμορ – στατιστικά όμως, οι άνδρες είναι πιο αστείοι από τις γυναίκες. Επιπλέον, φαίνεται ότι οι άνθρωποι που έχουν περισσότερο χιούμορ (άνδρες και γυναίκες), έχουν υψηλότερη λεκτική νοημοσύνη ενώ, επιβεβαιώνοντας τις υποθέσεις των εξελικτικών θεωριών, διαπιστώθηκε πως η ικανότητα για χιούμορ μεταφράζεται σε σεξουαλική συμπεριφορά: οι άνθρωποι με περισσότερο χιούμορ δηλώνουν πως έχουν περισσότερους ερωτικούς συντρόφους, έχουν συχνότερες σεξουαλικές επαφές και αρχίζουν να έχουν σεξουαλική δραστηριότητα νωρίτερα στη ζωή.

Πέραν των εξελικτικών θεωριών, που ερμηνεύουν μία από τις πολλές πτυχές της σημασίας που έχει το χιούμορ για τον άνθρωπο, έχουμε τις κλασσικές ψυχολογικές θεωρίες, που αποκαλύπτουν άλλες πλευρές του χιούμορ. Έτσι, η ψυχαναλυτική θεωρία μας λέει πως το χιούμορ είναι ένας μηχανισμός άμυνας, μέσω του οποίου το άτομο έχει την ευκαιρία να εκδηλώσει την επιθετικότητά του απέναντι σε άλλα άτομα και να αποδεσμεύσει ψυχική ενέργεια που, σε άλλη περίπτωση, θα παρέμενε απωθημένη στο ασυνείδητο. Εκεί που οι κανόνες της κοινωνικής συμβίωσης και επικοινωνίας απαγορεύουν την ευθεία και άμεση επιθετική απόκριση, το άτομο επιλέγει το χιούμορ για να εκφράσει δημόσια τις ανεπίτρεπτες σκέψεις ή επιθυμίες του. Με άλλα λόγια, το χιούμορ έρχεται να συγκαλύψει με κοινωνικά αποδεκτό τρόπο μία κοινωνικά μη αποδεκτή επιθετικότητα.

Οι θεωρίες του κλάδου της θετικής ψυχολογίας επισημαίνουν τα τεράστια οφέλη που μας προσφέρει το χιούμορ στη ζωή και την καθημερινότητά μας: ένας άνθρωπος με καλή αίσθηση του χιούμορ έχει καλύτερη ψυχική υγεία, κυρίως επειδή έχει υψηλότερη αυτοεκτίμηση, αισιοδοξία και οικειότητα, χαμηλότερα επίπεδα κατάθλιψης και λιγότερο άγχος. Αυτό, ίσως οφείλεται στο γεγονός πως, διαμέσου του χιούμορ, κινητοποιούνται γνωστικοί μηχανισμοί όπως η ικανότητα να βλέπεις τα προβλήματά σου με πιο ελαφρύ τρόπο, ή να τα αντιμετωπίζεις με μία χιουμοριστική διάθεση, που αυτομάτως υποβαθμίζει και μειώνει το στοιχείο της απειλής σε μία κρίσιμη κατάσταση. Υπό αυτή την έννοια, το χιούμορ αποτελεί ταυτόχρονα μία ασπίδα κι ένα όπλο, αφού έχει τη δύναμη να κατευνάσει μία πληγωμένη ψυχή ή να απειλήσει τον χειρότερο εχθρό. Ο Emil Fackenheim, επιζήσας του Ολοκαυτώματος είχε πει, «Κρατήσαμε ακμαίο το ηθικό μας μέσα από το χιούμορ», ενώ την ίδια άποψη έχουν εκφράσει πολλοί άλλοι άνθρωποι που κατάφεραν να επιβιώσουν από στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί, βασανιστήρια και άλλες μορφές κακοποίησης. Οι ιστορίες αυτών των ανθρώπων, καθώς και τα ευρήματα της σύγχρονης ιατρικής έρευνας επιβεβαιώνουν την άποψη ότι το χιούμορ αποτελεί ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό μέσο διαχείρισης του τρόπου με τον οποίο προσλαμβάνουμε μία δύσκολη και απαιτητική κατάσταση, αλλά και του τρόπου με τον οποίο επινοούμε νέους τρόπους αντιμετώπισης προβλημάτων, που σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα περιγράφονταν ως αβάσταχτα.

Τεκμήρια για τα άμεσα οφέλη του χιούμορ για τον άνθρωπο, μας δίνουν οι μελέτες σχετικά με τις χημικές αντιδράσεις που προκαλεί το γέλιο στο ανθρώπινο σώμα. Μεταξύ πολλών άλλων έχει βρεθεί ότι το γέλιο μειώνει το στρες, ενισχύει το ανοσοποιητικό και βελτιώνει την χημεία του εγκεφάλου, μέσω του ελέγχου των ορμονών του στρες και της απελευθέρωσης ενδορφινών στον εγκέφαλο. Επίσης, το χιούμορ και το γέλιο βοηθούν τον εγκέφαλο να ελέγξει τα επίπεδα της ντοπαμίνης, που είναι γνωστή και ως «ορμόνη της ανταμοιβής». Πρόκειται για μία χημική ουσία (νευροδιαβιβαστής) που ελέγχει τη διάθεση, την κινητοποίησή μας, την προσοχή μας και την μάθηση. Η απελευθέρωση ντοπαμίνης στον εγκέφαλο προκαλεί ένα αίσθημα ευχαρίστησης στον άνθρωπο, ενώ ταυτόχρονα μας κινητοποιεί και διευκολύνει την μάθηση. Μάλιστα, σύμφωνα με τον ερευνητή Dr. Berk, ακόμα και η προσμονή ενός ευχάριστου ή αστείου γεγονότος (για παράδειγμα, οι γιορτές των Χριστουγέννων, η συνάντηση με έναν αγαπημένο μας φίλο ή η προσμονή ολιγοήμερων διακοπών) είναι αρκετή για να μας κάνει να νιώσουμε ευχάριστα και καλύτερα.

Φυσικά, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα πράγματα στη ζωή, υπάρχει και στο χιούμορ η άλλη όψη. Κατ’ αρχάς δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι αίσθηση του χιούμορ ή δεν μοιράζονται την ίδια αίσθηση του χιούμορ με τον άλλον. Έτσι είναι πολύ εύκολο να προκληθούν παρεξηγήσεις και παρανοήσεις από το χιουμοριστικό σχόλιο που μας κάνει ένας άνθρωπος. Επιπλέον, όπως προαναφέρθηκε, το χιούμορ είναι ένα όπλο και ως τέτοιο, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εσφαλμένης χρήσης. Ένα παράδειγμα εδώ, είναι ο σαρκασμός, που ενέχει στοιχεία επίκρισης, χαιρεκακίας και χλευασμού, με ή χωρίς κάποια δόση χιούμορ, αλλά που έχει πάντα ως στόχο να υποτιμήσει τον άλλον. Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι το πείραγμα, που μπορεί να κυμαίνεται από μία αθώα και χωρίς καμία κακή πρόθεση παρατήρηση, μέχρι ένα σχόλιο με πολλές δόσεις ειρωνείας που στοχεύει στο να προκαλέσει τον θυμό του άλλου. Σε κάθε περίπτωση, το πώς θα προσλάβει ο δέκτης αυτά τα μηνύματα, εξαρτάται από τη δική του αίσθηση χιούμορ, από τον βαθμό της ευθιξίας του, αλλά και από την σχέση που έχει με τον άλλον.

Αν πρέπει να κρατήσουμε κάτι από όλα αυτά είναι πως, στους δύσκολους καιρούς που ζούμε, η αίσθηση του χιούμορ αποτελεί σημαντικό πλεονέκτημα και άμυνα απέναντι στα όσα παρατηρούμε να εξελίσσονται γύρω μας. Φυσικά το χιούμορ από μόνο του δεν μπορεί να μας βγάλει από μία πολύ κακή ψυχολογική κατάσταση, ούτε μπορεί να μας βοηθήσει σε περίπτωση βαρύτατου πένθους ή κατάθλιψης. Ωστόσο, είναι μία σημαντική ασπίδα, την οποία μπορούμε να αναπτύξουμε και να χρησιμοποιήσουμε ανά πάσα στιγμή στη ζωή μας. Τα ψυχολογικά οφέλη που μας προσφέρει το χιούμορ είναι, πέραν αυτών που προαναφέρθηκαν, η μείωση της ανησυχίας και του φόβου, η ενίσχυση της αυτοπεποίθησης και της μνήμης και η γενικότερη βελτίωση της διάθεσης. Κοινωνικά, το χιούμορ συμβάλλει στην ενίσχυση των δεσμών με τους άλλους ανθρώπους – επειδή στηρίζεται στην κατανόηση της άποψης του άλλου – και στην ενίσχυση της ομαδικότητας. Παράλληλα, μας κάνει ελκυστικούς και διευκολύνει την επίλυση των συγκρούσεων, ενώ ενισχύει την θετική μας ματιά και την ψυχολογική μας ανθεκτικότητα απέναντι στον κόσμο, τις δυσκολίες και τις απογοητεύσεις. Για όλους αυτούς τους λόγους, αξίζει να δώσουμε στον εαυτό μας και τους άλλους μία ευκαιρία. Άλλωστε, όπως πολύ χαρακτηριστικά είχε πει ο Γκάντι, «Αν δεν είχα αίσθηση του χιούμορ, θα είχα από καιρό αυτοκτονήσει». 

Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος

Ενδεικτικές Πηγές και Βιβλιογραφία:

Gil Greengross (2008) Survival of the Funniest, Evolutionary Psychology, Vol. 6(1).

Barry X. Kuhle (2012), It’s Funny Because it’s True (Because it Evokes our Evolved Psychology), Review of General Psychology, Vol. 16(2).

Berk, L.S., Tan, S.A., Fry, W.F., Napier, B.J., Lee, J.W., Hubbard, R.W., Lewis, J.E., & Eby, W.C. (1989) Neuroendocrine and stress linked hormone changes during mirthful laughter. American Journal of Medical Science, 298, 390-396.

Kuiper, N., & Martin, R. (1998) Humor and self-concept. Humor: International Journal of Humor Research, 17, 135-168 (Special Issue on Sense of Humor and Physical Health).

Mobbs, D., Greicius, M.D., Abdel-Azim, E., Menon, V., & Reiss, A.L. (2003), Humor Modulates the Mesolimbic Reward Centers, Neuron, Vol. 40(5), 1041-1048.

Abel, M. (2002). Humor, stress and coping strategies. Humor: International Journal of Humor Research, 15, 365-381.

Lefourt, H.M., & Martin, R.A. (1986). Humor and life stress: Antidote to adversity. New York, Springer.

S. Freud, Το Ευφυολόγημα και η Σχέση του με το Ασυνείδητο. Το Χιούμορ. Εκδ. Πλέθρον, 2009.