Ouverture

giannaras

Ἀδελφιδός μου παρῆλθε·
ψυχή μου ἐξῆλθεν ἐν λόγῳ αὐτοῦ.

Γνωρίζουμε τὸν ἔρωτα μόνο στὴν ἀπόσταση τῆς ἀποτυχίας. Πρὶν τὴν ἀποτυχία δὲν ὑπάρχει γνώση· ἡ γνώση ἔρχεται πάντα μετὰ τὴ βρώση τοῦ καρποῦ. Σὲ κάθε ἔρωτα ξαναζεῖ ἡ ἐμπειρία τῆς γεύσης τοῦ παραδείσου καὶ τῆς ἀπώλειας τοῦ παραδείσου. Σπουδάζουμε τὸν ἔρωτα μόνον ἐξόριστοι ἀπὸ τὴν πληρότητα τῆς ζωῆς ποὺ αὐτὸς χαρίζει.

Στὴν ἐμπειρία τοῦ ἔρωτα εἴμαστε ὅλοι πρωτόπλαστοι. Ἡ πείρα τῶν ἄλλων δὲν μᾶς μαθαίνει τίποτα γιὰ τὸν ἔρωτα. Εἶναι γιὰ τὸν καθένα μας τὸ ἀρχέγονο καὶ μέγιστο μάθημα τῆς ζωῆς, ἡ ἀρχέγονη καὶ μέγιστη ἐξαπάτηση. Μέγιστο μάθημα, γιατὶ σπουδάζουμε στὸν ἔρωτα τὸν τρόπο τῆς ζωῆς. Καὶ μέγιστη ἐξαπάτηση, ἀφοῦ αὐτὸς ὁ τρόπος ἀποδείχνεται ἀνέφικτος γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση μας.

Ἡ ἀνθρώπινη φύση μας (αὐτὸ τὸ ἀκαθόριστο κράμα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ κορμιοῦ μας) «ξέρει», μὲ φοβερὴ ὀξυδέρκεια πέρα ἀπὸ νοήματα, πὼς ἡ πληρότητα τῆς ζωῆς κερδίζεται μόνο στὴν ἀμοιβαιότητα τῆς σχέσης. Στὴν ἀμοιβαία ὁλοκληρωτικὴ αὐτοπροσφορά. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐπενδύει ἡ φύση μας στὸν ἔρωτα ὅλη τὴ ἀπύθμενη δίψα της γιὰ ζωή. Δίψα τοῦ κορμιοῦ καὶ τῆς ψυχῆς μας.

Διψᾶμε τὴ ζωή, καὶ τὸ ἐνδεχόμενο τῆς ζωῆς περνάει μόνο μέσα ἀπὸ τὴ σχέση μὲ τὸν Ἄλλον. Στὸ πρόσωπο τοῦ Ἄλλου ἀναζητᾶμε τὴ δυνατότητα τῆς ζωῆς – τὴν ἀμοιβαιότητα στὴ σχέση. Ὁ Ἄλλος γίνεται τὸ «σημαῖνον» τῆς ζωῆς, ἡ αἰσθητὴ ἀνταπόκριση στὴν πιὸ βαθειὰ καὶ κυρίαρχη τῆς φύσης μας ἐπιθυμία. Ἴσως αὐτὸ ποὺ ἐρωτευόμαστε νὰ μὴν εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ Ἄλλου, ἀλλὰ ἡ δίψα μας ἔνσαρκη στὸ πρόσωπό του. Ὁ Ἄλλος νὰ εἶναι πρόσχημα κι ἡ αὐτοπροσφορά μας αὐταπάτη. Ὅμως κι αὐτὸ θὰ διαφανεῖ μόνο στὴν ἀπόσταση τῆς ἀποτυχίας.

Μετὰ τὴν ἀποτυχία ξέρουμε ὅτι ὁ ἔρωτας εἶναι ὁ τρόπος τῆς ζωῆς, ἀλλὰ τρόπος ἀνέφικτος γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση μας. Ἡ φύση μας διψάει ἀπεγνωσμένα τὴ σχέση, δίχως νὰ ξέρει νὰ ὑπάρχει μὲ τὸν τρόπο τῆς σχέσης. Δὲν ξέρει νὰ μοιράζεται, νὰ κοινωνεῖ, ξέρει μόνο νὰ ἰδιοποιεῖται τὴ ζωή, νὰ τὴν κατέχει καὶ νὰ τὴν νέμεται. Ἂν ἡ γεύση τῆς πληρότητας εἶναι κοινωνία τῆς ζωῆς μὲ τὸν Ἄλλον, ἡ ὁρμὴ τῆς φύσης μας ἀλλοτριώνει τὴν κοινωνία σὲ ἀπαίτηση ἰδιοκτησίας καὶ κατοχῆς τοῦ Ἄλλου. Ἡ ἀπώλεια τοῦ παραδείσου δὲν εἶναι ποτὲ ποινή, εἶναι μόνο αὐτοεξορία.

Τὸν τρόπο τῆς ζωῆς τὸν σπουδάζουμε πάντοτε σὰν χαμένο παράδεισο. Τὸν ψηλαφοῦμε στὴ στέρηση, στὸ ἐκμαγεῖο τῆς ἀπουσίας του. Ἔγγλυφο ἴχνος τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς εἶναι ἡ πίκρα τῆς μοναξιᾶς στὴν ψυχή μας, ἡ ἀνέραστη μοναχικότητα. Γεύση θανάτου. Μὲ αὐτὴ τὴ γεύση μετρᾶς τὴ ζωή. Πρέπει νὰ σὲ ναυτολογήσει ὁ θάνατος γιὰ νὰ περιπλεύσεις τὴ ζωή, νὰ καταλάβεις ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν πληρότητα τῆς σχέσης. Τότε ξεδιακρίνεις τὶς ἀκτὲς τοῦ νοήματος: Ζωὴ σημαίνει νὰ παραιτεῖσαι ἀπὸ τὴν ἀπαίτηση τῆς ζωῆς γιὰ χάρη τῆς ζωῆς τοῦ Ἄλλου. Νὰ ζεῖς, στὸ μέτρο ποὺ δίνεσαι γιὰ νὰ δεχθεῖς τὴν αὐτοπροσφορὰ τοῦ Ἄλλου. Ὄχι νὰ ὑπάρχεις, καὶ ἐπιπλέον νὰ ἀγαπᾶς. Ἀλλὰ νὰ ὑπάρχεις μόνο ἐπειδὴ ἀγαπᾶς, καὶ στὸ μέτρο ποὺ ἀγαπᾶς.

Διψᾶμε τὴ ζωὴ καὶ δὲν τὴν διψᾶμε μὲ σκέψεις ἢ νοήματα. Οὔτε καὶ μὲ τὴ θέλησή μας. Τὴν διψᾶμε μὲ τὸ κορμὶ καὶ τὴν ψυχή μας. Ἡ ὁρμὴ τῆς ζωῆς, σπαρμένη μέσα στὴ φύση μας, ἀρδεύει κάθε ἐλάχιστη πτυχὴ τῆς ὕπαρξής μας. Καὶ εἶναι ὁρμὴ ἀδυσώπητη γιὰ σχέση, γιὰ συν-ουσία: Νὰ γίνουμε ἕνα μὲ τὴν ἀντι-κείμενη οὐσία τοῦ κόσμου, ἕνα μὲ τὸ κάλλος τῆς γῆς, τὴν ἀπεραντοσύνη τῆς θάλασσας, τὴ νοστιμιὰ τῶν καρπῶν, τὴν εὐωδιὰ τῶν ἀνθῶν. Ἕνα κορμὶ μὲ τὸν Ἄλλον. Ὁ Ἄλλος εἶναι ἡ μόνη δυνατότητα νὰ ἔχει ἀμοιβαιότητα ἡ σχέση μας μὲ τὸν κόσμο. Εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ κόσμου, ὁ λόγος κάθε ἀντι-κείμενης οὐσίας. Λόγος ποὺ ἀπευθύνεται σὲ μένα καὶ μὲ καλεῖ στὴν καθολικὴ συν-ουσία. Μοῦ ὑπόσχεται τὸν κόσμο τῆς ζωῆς, τὸ ἔκπαγλο κόσμημα τῆς ὁλότητας. Στὴ μία σχέση.

 

Χρήστος Γιανναράς, Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων (εκδ. Δόμος).

[Ευχαριστώ: http://users.uoa.gr/~nektar/history/tributes/xrhstos_giannaras/]

Ο έρως δαίμων μέγας

Cupid_and_Psyche_by_Canova_by_goonerific

[Ο Σωκράτης συνομιλεί με τη Διοτίμα και έχει ισχυριστεί πως ο Έρωτας είναι ένας μεγάλος θεός. Η Διοτίμα, έχοντας αποδείξει ότι ο Έρωτας δεν είναι θεός, παρουσιάζει τη δική της άποψη.]

«Μα τι τέλος πάντων», είπα, «θα μπορούσε να είναι ο Έρωτας; Μήπως θνητός;»

«Σε καμιά περίπτωση.»

«Τότε τι;»

«Όπως και στα παραδείγματα που αναφέραμε προηγουμένως, κάτι μεταξύ θνητού και αθανάτου.»

«Δηλαδή, Διοτίμα, τι;»

«Δαίμων μέγας, Σωκράτη. Αφού βέβαια καθετί δαιμονικό* βρίσκεται μεταξύ θεού και θνητού.»

«Και ποια είναι», είπα εγώ, «η ιδιαίτερη ικανότητά του;»

«Να διερμηνεύει και να μεταφέρει στους θεούς όσα προέρχονται από τους ανθρώπους, και στους ανθρώπους όσα προέρχονται από τους θεούς: τις δεήσεις και τις θυσίες των μεν, τις εντολές και τις ανταποδόσεις των δε. Και καθώς βρίσκεται στη μέση μεταξύ των δύο συμπληρώνει το κενό, ώστε το σύμπαν να αποτελεί ένα αδιάσπαστο σύνολο. Μέσω αυτής της δαιμονικής ικανότητας λειτουργεί τόσο ολόκληρη η μαντική όσο και η τέχνη των ιερέων που σχετίζεται με θυσίες, τελετουργίες, εξορκισμούς και γενικά με κάθε είδους μαγεία και μαγγανεία. Ο θεός δεν έρχεται σε επαφή με τον άνθρωπο. Με τη μεσολάβηση αυτού του δαίμονα υπάρχει οποιαδήποτε επικοινωνία και συνομιλία των θεών με τους ανθρώπους, και ενόσω είναι ξάγρυπνοι και όταν κοιμούνται. Όποιος είναι γνώστης αυτών των πραγμάτων είναι άνδρας δαιμόνιος, όποιος γνωρίζει μόνον άλλα πράγματα, είτε πρόκειται για το χώρο της επιστήμης είτε των χειρωνακτικών εργασιών, αυτός είναι χυδαίος. Τέτοιοι, λοιπόν, δαίμονες υπάρχουν πολλοί και πολλών ειδών. Ένας από αυτούς είναι και ο Έρωτας.»

«Ποιος είναι ο πατέρας του», ρώτησα τότε εγώ, «και ποια η μητέρα του;»

«Αυτό», απάντησε, «απαιτεί περισσότερο χρόνο για να στο διηγηθώ. Θα στο πω όμως. Όταν ήρθε στον κόσμο η Αφροδίτη, είχαν τραπέζι οι θεοί, με τους άλλους μαζί και ο Πόρος, ο γιος της Μήτιδας. Σαν απόφαγαν, ήρθε, όπως θα περίμενε δα κανείς σε μεγάλο φαγοπότι, η Πενία για να ζητιανέψει, και στεκόταν εκεί κοντά στην πόρτα. Ο Πόρος τότε μεθυσμένος από το νέκταρ -κρασί δεν υπήρχε ακόμη- βγήκε έξω στον κήπο του Δία και, καθώς είχε βαρύνει, έπεσε και κοιμήθηκε. Η Πενία εκείνη την ώρα, οδηγημένη από την ανέχειά της, συνέλαβε το σχέδιο να αποκτήσει παιδί από τον Πόρο. Πλαγιάζει λοιπόν δίπλα του και έτσι συνέλαβε τον Έρωτα. Γι᾽ αυτόν προφανώς τον λόγο έγινε συνοδός και υπηρέτης της Αφροδίτης ο Έρως, επειδή συνελήφθη την ημέρα της γέννησής της και επειδή συγχρόνως είναι μέσα του έμφυτος ο έρωτας προς το ωραίο. Και η Αφροδίτη είναι ωραία.

Σαν γιος λοιπόν του Πόρου και της Πενίας που είναι ο Έρως βρίσκεται στην εξής κατάσταση: Πρώτον είναι πάντα φτωχός και κάθε άλλο παρά απαλός και ωραίος, όπως νομίζει ο πολύς κόσμος. Αντιθέτως, είναι τραχύς, ρυπαρός, ξυπόλυτος, άστεγος · πλαγιάζει πάντα χάμω, χωρίς στρώμα, κοιμάται κάτω από τον ανοιχτό ουρανό σε σκαλοπάτια και στις άκρες του δρόμου · μοιράζεται τη φύση της μάνας του και έχει για συγκάτοικο πάντα τη στέρηση. Σύμφωνα πάλι με τη φύση του πατέρα του επιβουλεύεται τα ωραία και τα εκλεκτά, είναι γενναίος, ριψοκίνδυνος, ορμητικός, κυνηγός τρομερός, που σκαρφίζεται συνεχώς τεχνάσματα, συγχρόνως όμως προικισμένος με πόθο για τη γνώση της αλήθειας αλλά και επινοητικότητα, διαρκώς σε όλη του τη ζωή αγαπά τη σοφία, δεινός σαγηνευτής, μάγος, σοφιστής. Και δεν είναι η φύση του όμοια με αθάνατου ούτε όμως πάλι με θνητού. Άλλοτε μέσα στην ίδια μέρα ανθεί και ζει, όταν βρει τα μέσα, άλλοτε πεθαίνει, μα ξαναζωντανεύει πάλι χάρη στη φύση του πατέρα του. Ό,τι αποκτά κάθε φορά τρέχει σιγά σιγά και χάνεται. Δεν είναι λοιπόν ο Έρωτας ποτέ ούτε τελείως φτωχός σε μέσα ούτε πλούσιος. Και μεταξύ σοφίας και ανοησίας βρίσκεται πάλι στη μέση. Τα πράγματα έχουν δηλαδή ως εξής: κανείς θεός δεν αγαπά τη σοφία, ούτε ποθεί να γίνει σοφός -γιατί είναι. Ούτε και κάποιος άλλος αν είναι σοφός, αγαπά τη σοφία. Όμως, από την άλλη, ούτε και όσοι είναι ανόητοι έχουν τον πόθο να γίνουν σοφοί. Γιατί αυτό ακριβώς είναι το ανυπόφορο στην ανοησία, το ότι, χωρίς να είναι κανείς ωραίος, αξιοσέβαστος και γνωστικός, μένει ικανοποιημένος με τον εαυτό του. Όποιος λοιπόν δεν θεωρεί πως κάτι του λείπει, εκείνος και δεν επιθυμεί αυτό που δεν φαντάζεται ότι του λείπει.»

«Ποιοι είναι λοιπόν, Διοτίμα, εκείνοι που φιλοσοφούν, αν δεν είναι ούτε οι σοφοί ούτε οι ανόητοι;»

«Αυτό πια», είπε, «είναι φανερό ακόμα και σε ένα παιδί: όσοι βρίσκονται μεταξύ των δύο. Ένας από αυτούς είναι και ο Έρως. Διότι η σοφία είναι προφανώς από τα ωραιότερα πράγματα, και ο Έρως είναι έρωτας προς το ωραίο. Συνεπώς ο Έρως είναι κατ᾽ ανάγκην φιλόσοφος, και ως φιλόσοφος είναι κάτι μεταξύ σοφού και ανοήτου. Αιτία και γι᾽ αυτό είναι η καταγωγή του. Ο πατέρας του ήταν σοφός και επινοητικός, η μητέρα του όμως ούτε σοφή ούτε επινοητική.»

*δαίμων: κάθε υπερφυσικό ον, κατώτερο από τους θεούς

Πλάτων, Συμπόσιο 202d8-204b7

Antonio Canova, Psyché ranimée par le baiser de l’Amour  (η Ψυχή αναβιώνει με το φιλί του Έρωτα).

Το βιβλίο που με κράτησε στη ζωή 

  
Το ένιωσα αυτό, πολύ περισσότερο κι από τη σκηνή στο μέτωπο που διηγήθηκα πριν, δυο μήνες αργότερα, όταν βρέθηκα στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου των Ιωαννίνων, με όλες τις ενδείξεις τις επιστημονικές ότι δεν πρόκειται να ξανασηκωθώ. Πριν από τ’ αντιβιοτικά, ο τύφος δεν είχε άλλη σωτηρία από την αντοχή του οργανισμού σου. Έπρεπε να υπομένεις, ακίνητος υποχρεωτικά, με πάγο στην κοιλιά και μερικά κουταλάκια γάλα ή πορτοκαλόζουμο για τροφή, όλες τις ατέλειωτες μέρες που βαστούσε ο πυρετός, σαράντα ακατέβατα. Κι ο Θεός βοηθός. Έτυχε να περάσω τη μεγάλη κρίση τις ημέρες ακριβώς που άρχισε η επίθεση των Γερμανών. Δεν ήταν και τόσο ρόδινα τα πράγματα. Το κρεβάτι μου βρισκότανε πλάι στο παράθυρο και κάθε φορά, θυμάμαι, που σήμαινε συναγερμός όλοι οι άλλοι άρρωστοι (το νοσοκομείο ήταν παθολογικό και δεν είχε τραυματίες) μαζί με τις νοσοκόμες και τους γιατρούς τρεχοκοπούσανε στα καταφύγια. Με τους Γερμανούς δεν ήτανε φρόνιμο να παρασταίνουν το παλικάρι. Πριν φύγουν από το θάλαμο μού άνοιγαν τα τζάμια, μήπως και σπάσουν και με χτυπήσουν τα θραύσματα. Κι απόμενα έτσι ολομόναχος μέσα στον άδειο θάλαμο, που μου φαινότανε ξαφνικά ότι μεγάλωνε, γινότανε απέραντος, με τα ξέστρωτα κρεβάτια, τα κουβαριασμένα σεντόνια, τις εφημερίδες, τα σακίδια, μια σταματημένη απότομα ζωή, ένα είδος Πομπηίας του κλειστού χώρου, απ’ όπου αναδυόμουν και επέπλεα μετέωρος, βουτηγμένος μέσα σε μια παράξενη ηρεμία. Ώσπου σε λίγο άρχιζαν οι εκρήξεις, που ολοένα πλήθαιναν και πλησίαζαν. Αυτό πια δεν ήταν πόλεμος, ήταν μια μονομαχία. Δεν υπήρχανε στρατεύματα, όπλα, υπηρεσίες, επιτελεία. Τίποτε. Μονάχα το αόρατο εκείνο τέρας που μπουμπούνιζε από ψηλά. Κι εγώ ασάλευτος, με την πληγιασμένη ράχη και το κομμάτι τ’ ουρανού απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο. Ένα αίσθημα που δεν είχα δοκιμάσει ποτέ όσο ήμουν τριγυρισμένος από τους στρατιώτες μου αναπηδούσε τώρα μέσα μου, πολλαπλασιαζότανε, με χίλιες φωνές μου έκρενε: «πρέπει, πρέπει, πρέπει να ζήσεις, να νικήσεις, να τα βγάλεις πέρα».
Θα ‘ναι φαίνεται, στη μοναξιά και στον άνισο αγώνα που ξυπνάει όλος ο άντρας. Και ο ποιητής. Η ιδέα ενός βιβλίου με κρατούσε – όπως άλλους ένα εικόνισμα. Το έβλεπα, το φυλλομετρούσα, τα ποιήματα που δεν είχα γράψει, και που θα ήθελα να είχα γράψει, γεμίζανε με το εξωτερικό τους σχήμα τις σελίδες του, δεν απόμενε παρά να τα «γεμίσω», όπως γεμίζεις μια σειρά από άδεια ποτήρια, και αμέσως τι δύναμη, τι ελευθερία, τι αψηφησιά στις βόμβες και στο θάνατο. Να ‘χεις βγάλει τον εαυτό σου τον πραγματικό, από τον άλλο τον καθημερινό, έξω, και να τον βλέπεις αντίκρυ σου άτρωτον, άφθαρτον, προσιτό στα μέλλοντα όπου πια εσύ δε θα συμμετέχεις, τι ανακούφιση!

(…)

Την άλλη μέρα, όταν είδα να με πλησιάζει ένας παπάς με το δισκοπότηρο στο χέρι, μόνο που δε γάβγισα. Το ‘βαλε στα πόδια, και οι άλλοι άρρωστοι, θαρρώ, γελούσανε. Όμως εγώ δε βάσταξα πια κι έβαλα τα κλάματα. Οι γιατροί μαζεύτηκαν γύρω μου, κάτι είπανε μεταξύ τους, και στο τέλος ένας απ’ αυτούς μου έκανε μια ένεση. Βυθίστηκα στον ύπνο για ώρες πολλές. Και την άλλη μέρα – κάτι απίστευτο – ξύπνησα σχεδόν απύρετος. Είχα περάσει τη μεγάλη κρίση. Το βιβλίο που ονειρευόμουνα θα μπορούσε ίσως να γίνει.
Και τώρα, βέβαια, που γράφω, ύστερα από τόσα χρόνια, το ιδανικό αυτό βιβλίο δεν έγινε. Αλλά τι σημαίνει; Η ελπίδα του με κράτησε στη ζωή, και τότε που δεν ήξερα και τώρα που κατάλαβα ότι τα ιδανικά βιβλία δε γίνονται ποτέ. «Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.» Να πάλι το passe-partout Καβάφη.

Ο. Ελύτης, Το χρονικό μιας δεκαετίας, «Ανοιχτά Χαρτιά», εκδ. Ίκαρος (απόσπασμα) 

[Ευχαριστώ: https://lambrinim.wordpress.com]

Η μοναξιά

Friedrich's-Moonlit-landscape

Η μοναξιά βρίσκεται σε όλα για σένα, και όλα για σένα βρίσκονται στη μοναξιά. Νησί της Ευτυχίας όπου τόσες φορές κατέφυγες, συμφιλιωμένος μάλλον με τη ζωή και τις προθέσεις της, κουβαλώντας εκεί, όπως εκείνος που κουβαλά από την αγορά κάποια λουλούδια που τα πέταλά τους θα ανοίξουν κατόπιν με φρόνιμη πληρότητα, την αναταραχή που σιγά σιγά θα κάνει να κατακάτσουν οι εικόνες, οι ιδέες.

Υπάρχουν εκείνοι που όντας μέσα στη ζωή την αντιλαμβάνονται βιαστικά και είναι οι αυτοσχεδιαστές αλλά υπάρχουν επίσης κι εκείνοι που χρειάζονται να αποστασιοποιηθούν από εκείνη για να τη δουν περισσότερο και καλύτερα και είναι οι παρατηρητές. Το παρόν είναι υπερβολικά τραχύ, όχι σπάνια γεμάτο ειρωνικό σολοικισμό, και πρέπει να αποστασιοποιηθεί κανείς απ’ αυτό για να καταλάβει την έκπληξη και την επανάληψή του.

Ανάμεσα στους άλλους κι εσένα, ανάμεσα στον έρωτα κι εσένα, ανάμεσα στη ζωή κι εσένα, βρίσκεται η μοναξιά. Όμως αυτή η μοναξιά που σε χωρίζει απ’ όλα δεν σε θλίβει. Γιατί θα έπρεπε να σε θλίβει; Αν λογαριαστείς με όλα, με τη γη, την παράδοση, τους ανθρώπους, σε κανέναν δεν οφείλεις τόσα όσα στη μοναξιά. Λίγο ή πολύ, ό,τι κι αν είσαι σ’ εκείνη το οφείλεις. Παιδί, όταν τη νύχτα κοίταζες τον ουρανό, που τα αστέρια του έμοιαζαν φιλικές ματιές που γέμιζαν τη σκοτεινιά με μυστηριώδη συμπάθεια, η ευρύτητα των χώρων δεν σε φόβιζε αλλά απεναντίας, σε κρατούσε μετέωρο σε καλοδεχούμενη σαγήνη. Εκεί, ανάμεσα στους αστερισμούς έλαμπε ο δικός σου, διαυγής σαν το νερό, φωτοβόλος σαν τον άνθρακα που είναι το διαμάντι: ο αστερισμός της μοναξιάς, αόρατος στους πολλούς, προφανής και αγαθοποιός για μερικούς, ανάμεσα στους οποίους είχες την τύχη να συγκαταλέγεσαι.

 

Luis Cernuda, Η Μοναξιά («Όκνος», εκδ. Ίκαρος, μτφρ: Α. Κατσουραδής)|| Caspar David Friedrich, «Moonlit Landscape».

Ευχαριστώ: http://konstantinos-paleologos.blogspot.gr/

Έρωτες πτερόεντες

 

bauman

 

Όσα κι αν έχεις μάθει για τον έρωτα και πώς να αγαπάς, η σοφία σου μπορεί να καταφθάσει – όπως ο Μεσσίας του Κάφκα – μόνο μια μέρα μετά τον ερχομό του.

Όσο ζει, ο έρωτας ισορροπεί στο χείλος της ήττας. Όσο προχωρά, διαγράφει το παρελθόν του∙ δεν αφήνει πίσω του οχυρά χαρακώματα στα οποία θα μπορούσε να ανατρέξει ψάχνοντας για καταφύγιο σε δύσκολες στιγμές. Και ούτε ξέρει τι τον περιμένει και τι του επιφυλάσσει το μέλλον. Ποτέ δεν θα έχει αρκετή αυτοπεποίθηση για να διαλύσει τα σύννεφα και να υπερνικήσει το άγχος. Ο έρωτας είναι δάνειο που συνάπτεται με υποθήκη ένα αβέβαιο και ανεξιχνίαστο μέλλον.

Ο έρωτας μπορεί να είναι, και συχνά είναι όντως, τόσο τρομακτικός όσο και ο θάνατος∙ μόνο που αυτός, σε αντίθεση με το θάνατο, συγκαλύπτει τούτη την αλήθεια με τον τάραχο της επιθυμίας και της αναστάτωσης. Είναι εύλογο να σκεφτόμαστε τη διαφορά ανάμεσα στον έρωτα και το θάνατο ως διαφορά έλξης και άπωσης. Σε μια δεύτερη ματιά, ωστόσο, δεν μπορούμε να είμαστε και τόσο βέβαιοι. Οι υποσχέσεις του έρωτα είναι κατά κανόνα λιγότερο αμφίσημες από τα δώρα του. Ο πειρασμός επομένως να ερωτευθούμε είναι μεγάλος και ακατανίκητος, το ίδιο όμως και η παρόρμηση να δραπετεύσουμε. Και το δέλεαρ της αναζήτησης ενός ρόδου χωρίς αγκάθια ποτέ δεν απέχει πολύ και είναι πάντα δύσκολο να του αντισταθούμε.

Επιθυμία και έρωτας. Αδέλφια αμφιθαλή. Γεννιούνται κάποτε ως δίδυμα∙ ποτέ όμως ως δίδυμα ομοζυγωτικά.

Η επιθυμία είναι διάθεση να καταναλώσουμε: να απορροφήσουμε, να κατασπαράξουμε, να καταπιούμε και να χωνέψουμε – να εξολοθρεύσουμε. Η επιθυμία δεν έχει ανάγκη άλλης αφορμής πέραν της παρουσίας της ετερότητας. Η παρουσία αυτή είεναι πάντοτε, ήδη, μια προσβολή και μια ταπείνωση. Η επιθυμία είναι η παρόρμηση να πάρουμε εκδίκηση για την προσβολή και να απαλλαγούμε από την ταπείνωση. Είναι η ανάγκη να κλείσουμε το κενό προς την ετερότητα, καθώς εκείνη μας γνέφει και μας απωθεί, καθώς μας σαγηνεύει με την υπόσχεση του ανεξερεύνητου και μας ερεθίζει με την ασαφή, επίμονη αλλοτριότητά της. Η επιθυμία είναι μια παρόρμηση να απεκδύσουμε την ετερότητα από την αλλοτριότητά της – παρόρμηση, λοιπόν, να αποδυναμώσουμε. Μέσα από τη διαδικασία της δοκιμής, της διερεύνησης, της οικειοποίησης και του κατευνασμού, η ετερότητα εμφανίζεται με το κεντρί του πειρασμού της ξεριζωμένο και τσακισμένο. Αν δηλαδή επιζήσει της εγχείρησης. Το πιθανότερο είναι πάντως ότι στη διάρκεια της επέμβασής μας τα αναφομοίωτα υπολείμματά της θα έχουν εκπέσει από αναλώσιμα σε απορρίμματα.

Τα αναλώσιμα έλκουν, τα απορρίμματα απωθούν. Μετά την επιθυμία έρχεται η διάθεση των απορριμμάτων. Είναι, κατά τα φαινόμενα, τόσο η απομύζηση της αλλοτριότητας από την ετερότητα, όσο και η απέκκριση του εκκενωμένου καύκαλου, που χωνεύονται στη χαρά της ικανοποίησης, τη χαρά εκείνη που προορίζεται να εξαφανιστεί με το πέρας της διεργασίας. Κατά την ουσία της, η επιθυμία είναι ενόρμηση καταστροφής – και επίσης, μολονότι εμμέσως μόνο, η ενόρμηση της αυτοκαταστροφής: η επιθυμάι είναι μολυσμένη εκ γενετής από την ενόρμηση του θανάτου. Αυτό, ωστόσο, είναι το καλά φυλαγμένο μυστικό της, φυλαγμένο προπάντων από τον εαυτό της.

Ο έρωτας, από την άλλη, είναι η διάθεση να φροντίσουμε και να προστατεύσουμε το αντικείμενο της φροντίδας μας. Είναι κεντρόφυγη παρόρμηση, σε αντίθεση με την κεντρομόλο επιθυμία – μία διάθεση να επεκταθούμε, να πάμε παραπέρα, να φθάσουμε αυτό που βρίσκεται «εκεί έξω». Να βυθίσουμε, να απορροφήσουμε και να αφομοιώσουμε το υποκείμενο στο αντικείμενο, όχι αντιστρόφως, όπως στην περίπτωση της επιθυμίας. Έρωτας σημαίνει να προσθέτουμε τον κόσμο – όπου κάθε πρόσθεση είναι το ζωντανό ίχνος του ερώντος∙ στον έρωτα ο εαυτός μεταμφυτεύεται λίγο λίγο στον κόσμο. Ο ερών επεκτείνεται με το να παραδίνεται στο αγαπημένο αντικείμενο. Ο έρωτας αφορά την επιβίωση του εαυτού μέσω της ετερότητας του εαυτού – και έτσι, ο έρωτας σημαίνει μιαν ανάγκη να προστατεύσουμε, να θρέψουμε, να προφυλάξουμε∙ επίσης, να χαιδέψουμε, να κακομάθουμε και να κανακέψουμε ή να περιφρουρήσουμε ζηλόφθονα, να περιφράξουμε, να εγκλωβίσουμε. Έρωτας σημαίνει να είσαι στην υπηρεσία, να τελείως διαθέσιμος, να αναμένεις εντολές – μπορεί όμως να σημαίνει επίσης απαλλοτρίωση και υπέρβαση ευθύνης: κατίσχυση μέσω παράδοσης, θυσία που ανακλάται ως αύξηση. Ο έρωτας είναι σιαμαίο δίδυμο της δίψας για εξουσία: ούτε ο ένας ούτε η άλλη θα μπορούσαν να επιζήσουν του χωρισμού τους.

Αν η επιθυμία θέλει να καταναλώσει, ο έρωτας θέλει να κατέχει. Ενώ η εκπλήρωση της επιθυμίας συμπίπτει με την εξολόθρευση του αντικειμένου της, ο έρωτας μεγαλώνει με τα αποκτήματά του και εκπληρώνεται στη διάρκειά τους. Αν η επιθυμία είναι αυτοκαταστροφική, ο έρωτας είναι αυτοδιαιωνιζόμενος.

Όπως η επιθυμία, ο έρωτας συνιστά απειλή για το αντικείμενό του. Η επιθυμία καταστρέφει το αντικείμενό της, καταστρέφοντας τον εαυτό της στην πορεία. Το προστατευτικό δίχτυ που εξυφαίνει με στοργή ο έρωτας γύρω από το αγαπημένο αντικείμενο, το σκλαβώνει. Ο έρωτας πιάνει αιχμαλώτους και τους οδηγεί στη φυλακή∙ προβαίνει σε συλλήψεις, χάριν της προστασίας των συλληφθέντων.

Η επιθυμία και ο έρωτας δρουν αντίρροπα. Ο έρωτας είναι ένα δίχτυ που απλώνεται στην αιωνιότητα, η επιθυμία ένα στρατήγημα προς αποφυγή των αγγαρειών της ύφανσης. Όσο μένει πιστός στη φύση του, ο έρωτας αγωνίζεται να διαιωνίσει την επιθυμία. Η επιθυμία, από την άλλη, μπορεί μόνο να αποφεύγει τα δεσμά του έρωτα.

 

[Zygmunt Bauman, Ρευστή Αγάπη: Για την ευθραυστότητα των ανθρωπίνων δεσμών, εκδ. Εστία, μτφρ: Γ. Καράμπελας. Αποσπάσματα από το πρώτο κεφάλαιο, Έρωτες Πτερόεντες.]

 

 

Η Αλήθεια

(σαν απο-κάλυψη)

Ο Χριστόφορος Κολόμβος διακήρυξε μια μέρα: «Φεύγω ν’ ανακαλύψω την Αμερική». Κι έφυγε. Μετά από ένα μακρινό ταξίδι διακρίνει ξαφνικά στεριά. «Είναι η Αμερική», φωνάζει στο πλήρωμά του. Προσεγγίζουν και αποβιβάζονται. Στην παραλία βλέπουν μπροστά τους μια ομάδα Ερυθροδέρμων να διαβουλεύεται με τον αρχηγό τους. Οι δυό ομάδες αλληλοπαρατηρούνται. Ο αρχηγός των Ερυθροδέρμων προχωράει με μεγαλοπρέπεια προς την ομάδα του Κολόμβου. Φθάνοντας μπροστά στον αρχηγό των Λευκών σταματά και τον ρωτάει: «Εσύ είσαι ο Χριστόφορος Κολόμβος;» Στην καταφατική απάντηση του τελευταίου γυρνάει προς τους δικούς του και λέει: «Παιδιά, του λοιπού είναι ανώφελο να κρυβόμαστε, μας ξε-σκέπασαν».

kostas-axelos

(σαν ερώτηση)

Για χρόνια και χρόνια ένας γέρος δάσκαλος μυούσε στην πνευματικότητα ένα νεαρό υποψήφιο για την υπέρτατη σοφία. Όταν και οι δύο νόμισαν πως ο στόχος τους είχε επιτευχθεί, όρισαν μια τελευταία συνάντηση πριν χωρίσουν οριστικά. Προτού τελειώσει κι αυτή, ο μαθητής θέλησε να υποβάλει στον μυητή του μια ακόμα ερώτηση, αρχέγονη και τελική. Μόλις του δόθηκε η άδεια, την διατύπωσε έτσι: «Τι είναι η αλήθεια;». «Είσαι ακόμα πολύ άπειρος για να το μάθεις», του αντιπρόταξε ο γεροδάσκαλος. «Γύρνα τον κόσμο, διαλογίσου, μη διστάσεις να κάνεις έργα φθαρτά και να τα χαλάσεις κι έλα πάλι να με βρεις σε δέκα χρόνια για να σου απαντήσω στην πιο σημαντική απ’ όλες τις ερωτήσεις».

Δέκα χρόνια αργότερα, ο νέος (ήδη λιγότερο νέος) ξανάρθε να δει τον πνευματικό οδηγό (αρκούντως γερασμένο). Περπάτησαν αρκετά δίχως ν’ ανταλλάξουν κουβέντα, για να καθήσουν στο τέλος στην άκρη μιας λιμνούλας. Ο μαθητής μίλησε πρώτος: «Παρακολούθησα τη μυητική σου διδασκαλία και μου τα έμαθες όλα∙ στη συνέχεια γύρισα ολόκληρο τον κόσμο, σκέφτηκα, έπαθα κι έδρασα∙ τα δοκίμασα όλα∙ δεν μου λείπει παρά η οριακή σου απάντηση στην απόλυτα κεντρική ερώτησή μου∙ μου την είχες υποσχεθεί∙ τι είναι η αλήθεια;». Ο υπέργηρος διδάσκαλος τον κοίταξε με βαθιά συμπάθεια και του απάντησε χαμηλόφωνα: «Η αλήθεια, τι είναι αυτό;».

Κ. Αξελός, Φιλο-σοφικά Αν-έκδοτα, Περιοδικό η λέξη (τεύχος 34), μετάφραση: Θ. Σκάσσης

[Ευχαριστώ: http://www.ekebi.gr ]

Τα χαμένα ραντεβού με το πεπρωμένο

Εγγονόπουλος

«…Το χειρότερο που μπορεί να μας συμβεί είναι να περάσουμε πλάι από την ευτυχία μας δίχως να την αναγνωρίσουμε: να περιμένουμε ένα θαυμαστό συμβάν που, κάποια μέρα, θα δικαιώσει ολόκληρη την ύπαρξή μας, δίχως να αντιλαμβανόμαστε πως το θαύμα υπάρχει μέσα στο συμβάν που βιώνουμε∙ να πιστεύουμε πως η ζωή μας, που για την ώρα δεν είναι παρά μια συγκεχυμένη κατάσταση, σύντομα θα αποκτήσει μια φοβερή ένταση: εδώ έχουμε να κάνουμε με μια αναβολή των ηδονών, που μοιάζει αλλόκοτα με τη θρησκευτική άσκηση. Λες και ύστερα από μία προϊστορία εντελώς πεζή, θα πρέπει να ακολουθήσει μία μεταμόρφωση, ένα οριστικό σβήσιμο της ανθρώπινης μιζέριας.

Οι χαμένες ευκαιρίες: μια λέξη που δεν προφέρθηκε, ένα χέρι που δεν απλώθηκε, μια χειρονομία που πήγε να γίνει αλλά τελικά δεν ολοκληρώθηκε, τόσες στιγμές που, από φόβο, από δειλία, δεν μεταστρέφουμε τη μοίρα μας. Πάρα πολύ νωρίς, πάρα πολύ αργά: υπάρχουν ζωές που μένουν εξ ολοκλήρου αφιερωμένες στο ανεισάκουστο, το ανεκπλήρωτο. Αυτό που θα μπορούσε να είχε γίνει, αυτό που δεν έγινε: μερικοί αρκούνται σε αυτή την παρωχημένη δυνητικότητα κι ο καθένας μας θα μπορούσε να γράψει την ιστορία των ανεκπλήρωτων πεπρωμένων του που τον ακολουθούν σαν φασματικές πιθανότητες. Ο Μπρασσάι αφηγείται πως στα 22 του χρόνια ο Μαρσέλ Προυστ παθιάστηκε με έναν έφηβο, γιο κάποιου ανώτερου κρατικού λειτουργού της Γενεύης. Πίσω από τη φωτογραφία που ο νεαρός έδωσε στον Προυστ ήταν γραμμένη η ακόλουθη αφιέρωση, παρμένη από ένα σονέτο του προρραφαηλίτη Άγγλου ζωγράφου Ντάντε Γκαμπριέλ Ροσσέτι: Look at my face; my name is Might Have Been, I am also called No More, Too Late, Farewell. Η κάθε ζωή είναι μοναδική, γι’ αυτό και απορρίπτει, αποκλείει κάποιες άλλες. Ή μάλλον, βασίζεται σε ένα έγκλημα: τον φόνο των δυνητικοτήτων που σκότωσε μην αφήνοντάς τες να αναπτυχθούν. Κι όσο κι αν ξέρουμε πως την κάθε στιγμή μπορεί να πραγματοποιηθεί ένα νέο ξεκίνημα, πως το παιχνίδι δεν τελειώνει μέχρι την τελευταία μας ώρα, το κάθε συμβάν είναι μοιραίο: αυτό που συμβαίνει διαγράφει κάποια άλλα ενδεχόμενα. Και για εκείνους που δεν έχουν την εύνοια μιας δεύτερης ευκαιρίας, για εκείνους που η ιστορία «δεν τους δίνει ένα δεύτερο ραντεβού», αρχίζει τότε η περίοδος της ένδειας από δυνατότητες. Τα χέρια παύουν να απλώνονται προς αυτούς, ο δρόμος μπροστά τους δεν διακλαδίζεται πια, παραμένει απελπιστικά ίσιος και μονότονος.

Υπάρχει μια άλλη ζωή, πιο ωραία, πιο φλογερή! Ποιο παιδί ή ποιος έφηβος που ασφυκτιά στους κόλπους μιας πληκτικής οικογένειας δεν άκουσε αυτό το κάλεσμα με ένα ρίγος ευχαρίστησης; Κανείς δεν είναι καταδικασμένος να παραμείνει προσκολλημένος στην καταγωγή του, το κοινωνικό, το γονεϊκό, το συζυγικό του περιβάλλον. Απλώς και μόνο το προαίσθημα ενός καλύτερου πεπρωμένου μερικές φορές μας επιτρέπει να γκρεμίσουμε τα τείχη που μας φυλακίζουν. Η γοητεία των αναχωρήσεων, των ρήξεων είναι αυτή ακριβώς: μας πηγαίνουν στο άγνωστο και δημιουργούν μες στο υφάδι του χρόνου ένα καλόδεχτο σχίσιμο. Στις αρχές της ηδονής και της πραγματικότητας θα πρέπει να προσθέσουμε και μια τρίτη: την αρχή της εξωτερικότητας, μια και είναι το βασίλειο της ποικιλίας, της ανεξάντλητης γεύσης των πραγμάτων […] Πρέπει να αφήνουμε ανοιχτή την πόρτα που βγάζει στην «έξω χώρα» (Λ. Κάρρολ), στο μυστήριο, στο ανεξερεύνητο, κι αυτή την πόρτα πρέπει να τη διαβούμε τουλάχιστον μια φορά, να ανταποκριθούμε στο κάλεσμα του αλλαχού που για άλλους είναι η έρημος, για άλλους η Ανατολή ή η Αφρική και για άλλους η ανακάλυψη μίας καινούριας σεξουαλικότητας, μίας κλίσης που είχαν καταπνίξει. Τότε τα πάντα διακόπτονται εν όψει της επικείμενης φυγής, του άλματος που θα μας γλιτώσει από τις ασφυκτικές δυνάμεις της ρουτίνας, του ασήμαντου. Φωτεινή στιγμή της άπαρσης για πιο όμορφα ακρογιάλια.

Όμως ενώ μπορούμε να ξαναπαίξουμε τη ζωή μας σαν ένα ζάρι που το ξαναρίχνουμε, να σαλπάρουμε προς καινούρια πεπρωμένα, δεν είναι αλήθεια πως μπορούμε να κάνουμε και οτιδήποτε, να γίνουμε ό,τι θέλουμε, να μπούμε διαδοχικά στο πετσί ενός επιστήμονα, ενός καλλιτέχνη, ενός κοσμοναύτη, και πως το «μοναδικό μας όριο θα είναι ο ουρανός». Αυτή είναι η αμερικανική νοοτροπία του can do, του «μπορείς να το κάνεις», που δεν θέτει κανένα όριο στις δυνατότητες του ατόμου, αρκεί να ανασκουμπωθεί και να στρωθεί στη δουλειά∙ αισιοδοξία ενός έθνους πιονιέρων, που πιστεύει στο πάντρεμα της αποτελεσματικότητας με τη βούληση.

Αυτό είναι ίσως το παράδοξο: επιδιώκοντας μια καλή ζωή οφείλουμε να υπακούμε σε δυο αντιφατικές προσταγές. Να επωφελούμαστε πλήρως από αυτό που συμβαίνει, αλλά ταυτόχρονα να αφουγκραζόμαστε και αυτό που συμβαίνει αλλού. Να διαθέτουμε τη μυωπική φρόνηση, τη βυθισμένη στο παρόν και ικανοποιημένη που είναι αυτό που είναι, και την πρεσβυωπική φρόνηση που καταστρώνει σχέδια και δεν αρκείται στην κατάστασή της. Από τη μια μεριά η φιλοσοφία του carpe diem που μας καλεί να ζούμε την κάθε μέρα μας σαν να είναι η τελευταία, και από την άλλη η ελπίδα του καλύτερου, η άρνηση μιας επιβεβλημένης από την οικογένεια ή την κοινωνία ευτυχίας, εν ονόματι μίας επιθυμητής ευτυχίας. Από τη μια η σύμπτυξη, η συστολή που μας κλείνει μες στα όρια του εαυτού μας και από την άλλη η επέκταση που μας διευρύνει στις διαστάσεις του σύμπαντος – γαλήνη ή ανησυχία, αυτάρκεια ή μέθη, σπάνια ξεφεύγουμε από αυτό το δίλημμα.»

Προσαρμογή από το βιβλίο του P. Bruckner, Η αέναη ευφορία – δοκίμιο για το καθήκον της ευτυχίας (εκδ. Αστάρτη).

Πίνακας: Ν. Εγγονόπουλος, Ο προπάππος Σμιττ.

Η ανουσιότης των προσευχών που εισακούστηκαν

PB

Οι χαμένες ψευδαισθήσεις: από την εποχή του ρομαντισμού, συνηθίζουμε να τις αντιπαρατάσσουμε στα ηρωικά όνειρα της νεότητας. Η ζωή υποτίθεται πως είναι το μοιραίο ταξίδι της ελπίδας προς την απογοήτευση, μια αιώνια εντροπία. Όμως σε αυτή την κοινοτοπία για τα χαμένα όνειρα μπορούμε να αντιπαραθέσουμε ένα άλλο μοντέλο: της τρισμακάριστης έκπληξης, των ψευδαισθήσεων που επανακτήθηκαν επειδή ο κόσμος των ονείρων, αντίθετα με τα όσα λέγονται, είναι φτωχός και ευτελής, ενώ η πραγματικότητα, μόλις αρχίσουμε να την εξερευνούμε, μας πνίγει με την αφθονία και την ποικιλομορφία της. «Ονομάζω μέθη του πνεύματος», έλεγε ο Ρόισμπρουκ, ένας Φλαμανδός μυστικιστής της Αναγέννησης, «εκείνη την κατάσταση όπου η απόλαυση ξεπερνάει τις δυνατότητες που είχε διαβλέψει η επιθυμία». Στην αρχή της προτεραιότητας, κατά την οποία η ζωή κρίνεται σύμφωνα με ένα πρόγραμμα, πρέπει να αντιπαραθέσουμε την αρχή της εξωτερικότητας: ο κόσμος ξεπερνάει κατά πολύ τις αναπαραστάσεις ή τις προσμονές μας, πρέπει να τις διαγράψουμε για να αρχίσουμε να τον αγαπάμε. Ο κόσμος δεν είναι απογοητευτικός, απογοητευτικές είναι οι χίμαιρες που παραλύουν το πνεύμα μου. Η ανουσιότης των προσευχών που εισακούστηκαν: υπάρχει κάτι το πολύ βαθύ σε αυτή τη σοφία που μας συνιστά να μη βρούμε ποτέ αυτό που αναζητούμε: «Προφυλάξτε με από αυτό που θέλω», είθε να μη ζήσω ποτέ στη Χρυσή Εποχή, στον κήπο των ευχών που εκπληρώθηκαν.

Τίποτα το πιο θλιβερό από το μέλλον όταν μοιάζει με αυτό που φανταστήκαμε. Τι απογοήτευση όταν οι ευχές μας συμπίπτουν με αυτό που βιώνουμε, ενώ υπάρχει μία ιδιαίτερη συγκίνηση στο να βλέπουμε τις προσδοκίες μας να αλλάζουν κατεύθυνση λόγω κάποιων ιδιαίτερων συμβάντων. (Και η λογοτεχνία της ευτυχίας είναι τις περισσότερες φορές μια λογοτεχνία όπου είτε η ελπίδα διαψεύδεται, είτε – αυτό είναι ακόμα πιο συνταρακτικό – πραγματώνεται, οπότε η επιθυμία ικανοποιείται, δηλαδή σκοτώνεται.) Η απόλαυση δεν γεννιέται τόσο από ένα πραγματοποιημένο σχέδιο, όσο από ένα σχέδιο που αλλάζει κάθε φορά που μια περιπέτεια το παρασύρει αλλού. Ενώ η πλήξη βρίσκεται πάντα στην πλευρά της ισορροπίας, δημιουργείται μία περίσσεια χαράς από τη στιγμή που το φαντασιακό αποδείχνεται πιο φτωχό σε θαύματα από την πραγματικότητα: «Είχα να διαλέξω ανάμεσα στη σφύρα και την καμπάνα, και τώρα ομολογώ πως αυτό που ουσιαστικά εισέπραξα ήταν ο ήχος» (Βικτόρ Σεγκαλέν). Κάθε παθιασμένη ζωή είναι ταυτόχρονα πραγμάτωση και ανατροπή, δηλαδή μια εξαίσια απογοήτευση όταν συμβαίνει εκείνο που δεν το λαχταρούσαμε και γινόμαστε ευαίσθητοι δέκτες όλων αυτών που καθιστούν τη ζωή πλούσια, φλογερή, μεθυστική. Η καταστροφή της αυταπάτης είναι πάντα μια πόρτα ανοιχτή στα θαύματα.

Με άλλα λόγια, ίσως να μην παύουμε ποτέ να ταλαντευόμαστε ανάμεσα σε δυο βασικές στάσεις: τη στάση του εισαγγελέα που καταδικάζει τη ζωή επειδή την αξιολογεί, παίρνοντας σαν βάση μία ουτοπία ή μία προκατειλημμένη ιδέα (ο Παράδεισος, το ευτυχισμένο αύριο, η ευτυχία) και τη στάση του δικηγόρου που την υποστηρίζει και την εκθειάζει με όλες του τις δυνάμεις τόσο με τις πίκρες όσο και με τις χαρές της, είτε τον πληγώνει άγρια είτε τον χαιδεύει γλυκά. Και όταν ο κατήγορος αναφωνεί: εξαπατήθηκα, ο συνήγορος απαντά: ευχαριστήθηκα.

Pascal Bruckner, Η αέναη ευφορία- δοκίμιο για το καθήκον της ευτυχίας (εκδ. Αστάρτη) – απόσπασμα

Η ωραία τρέλα του γαμήλιου έρωτα

bruckner19

Η υπερβολή της εποχής μας συνοψίζεται στο άπιαστο όνειρο: όλα σε ένα ή τα θέλω όλα. Ένα και μοναδικό πλάσμα πρέπει να συμπυκνώνει όλες μου τις προσδοκίες. Ποιος μπορεί να ανταποκριθεί σε τέτοια απαίτηση; Η ιλιγγιώδης αύξηση των διαζυγίων στην Ευρώπη δεν οφείλεται στον εγωισμό μας αλλά στον ιδεαλισμό μας: είναι αδύνατο να ζήσουμε μαζί, απέναντι στο είναι δύσκολο να μείνουμε μόνοι. Τα ζευγάρια διαλύονται όχι από απογοήτευση, αλλά από υπερβολική ιδέα για τον εαυτό τους. Από τον έρωτα δεν μένει παρά «το κεραυνοβόλο βλέμμα του θεού» (Αντρέ Μπρετόν) κι αυτό είναι το πρόβλημα. Παραφορτώνουμε το καράβι, το επενδύουμε με τόσες ελπίδες, ώστε τελικά ναυαγεί. Δεν υποφέρουμε από έλλειψη συναισθημάτων αλλά από υπερβολική ανάγκη για συναισθήματα.

Πιστεύω ακόμα στον μεγάλο έρωτα, ακούμε να λέμε. Όμως δεν έχει νόημα να πιστεύουμε σε μία αφηρημένη έννοια, όσο αξιοθαύμαστη κι αν είναι, καλύτερα να πιστεύουμε στα άτομα, τα ευάλωτα και ατελή άτομα. Αγαπώντας τον έρωτα καταλήγουμε στην εξιδανίκευσή του. Κάποτε αποκλεισμένος από τον γάμο, ο έρωτας-αίσθημα διαλύθηκε εκ των έσω προτού μπει σε κίνδυνο από τις υπερβολικές φιλοδοξίες – η βουλιμία του σηματοδοτεί και την απώλειά του. Από τότε που αφαιρέθηκαν τα εμπόδια που τον τροφοδοτούσαν με το να τον φρενάρουν, είναι υποχρεωμένος να βρει μόνος του τα μέσα για να ανανεωθεί. Πεθαίνει, όχι από τα εμπόδια που συναντά, αλλά από την εύκολη επιτυχία του. Λένε ότι το πάθος είναι ακαταμάχητο: πράγματι, αντιστέκεται σε όλα εκτός από τον ίδιο του τον εαυτό. Η αρχαία τραγωδία αντέτασσε μια αδύνατη ένωση στη σκληρή τάξη των πραγμάτων – η σύγχρονη τραγωδία είναι ο έρωτας που σκοτώνει τον εαυτό του, που πεθαίνει επειδή νικά. Η ελευθερία του τού επιτρέπει να φθάνει στο απόγειό του και να παρακμάζει. Ποτέ οι ερωτικές μας ιστορίες δεν ήταν τόσο βραχύβιες, ποτέ δεν έφταναν τόσο νωρίς στο κρεβάτι και στη συμβίωση, εφόσον δεν υπάρχουν πια εμπόδια. Η δυστυχία μας δεν οφείλεται πια στην έλλειψη, οφείλεται στον κορεσμό.

Πρόκειται για μια ευρέως διαδεδομένη ασθένεια: η δαιμονική αναζήτηση του ερωτικού αντικειμένου που απογοητεύει και αντικαθίσταται από ένα άλλο, το οποίο με τη σειρά του επισκιάζεται από ένα τρίτο, ένα τέταρτο, μία σειρά από φλόγες που τρεμοσβήνουν κι ύστερα χάνονται για πάντα. Ενθουσιαζόμαστε, ψυχραινόμαστε, δεν είμαστε ποτέ ικανοποιημένοι. Κάθε φορά υπερτιμάμε τα συναισθήματά μας, νιώθουμε ψευτοερωτοχτυπημένοι – όπως γράφει ο Σταντάλ, «πιστεύουμε ότι αγαπάμε κάποιον για όλη μας τη ζωή στη διάρκεια μίας και μοναδικής βραδιάς». Η αδελφή ψυχή δεν είναι ποτέ αρκετά ωραία, έξυπνη, σέξι, όλοι οι υποψήφιοι είναι καταδικασμένοι σε αποτυχία. Ο πρίγκιπας ήταν λοιπόν ένας τιποτένιος, η σεξοβόμβα μία ψυχρή νευρωτική, μία μέγαιρα. Αυτή είναι η κόλασή μας, αντίβαρο της προόδου: δεν μπορούμε να ερωτευτούμε άνδρες ή γυναίκες στο ύψος των προσδοκιών μας, επειδή οι προσδοκίες μας είναι μη ρεαλιστικές.

Έτσι, φτάνουμε στη μοναξιά. Μετά τα τριάντα, αντί να βρούμε το ονειρεμένο πλάσμα, καθόμαστε μπροστά στην τηλεόραση και μασουλάμε πρόχειρα φαγητά περιμένοντας να χτυπήσει το τηλέφωνο. Γι’ αυτό και πολλαπλασιάζονται οι μοναχικές και πονεμένες ψυχές στο διαδίκτυο, που συμμετέχουν σε μία αγορά «δεύτερο χέρι»: χωρισμένοι και ξαναπαντρεμένοι κάμποσες φορές «ερωτεύονται» έναν άγνωστο και είναι έτοιμοι να κάνουν τα ίδια λάθη, τις ίδιες εξωφρενικές επιλογές […]

Θα πεθαίνατε για κάποιον που αγαπάτε; Το ζήτημα όμως δεν μπαίνει έτσι, κυρίως πρέπει να είμαστε πρόθυμοι να ζήσουμε με κάποιον, όχι να πεθάνουμε. Η ρουτίνα της καθημερινότητας συνεπάγεται τη συνέπεια της κάθε στιγμής και κάνει ανώφελη την εξονυχιστική εξέταση της κάθε χειρονομίας, της κάθε ακραίας ή τυχαίας κίνησης. Κάποτε η συναισθηματική αγωγή συνίστατο στην αποφυγή της απογοήτευσης: έπρεπε να βρούμε το δρόμο μας στους μαιάνδρους της καρδιάς, να μην παραδοθούμε στις παρορμήσεις, να αντιμετωπίσουμε τις χίμαιρες της νιότης και να επιλέξουμε ένα πνευματικό και ηθικό δρομολόγιο. Όλη η φιλολογία μάς διδάσκεια, αντιθέτως, πώς να ανασκαλεύουμε τη φωτιά, πώς να φλεγόμαστε…Ανατροπή σε σχέση με την κλασική εποχή: η κλασική εποχή φοβόταν τα μεγάλα πάθη, που προκαλούν δυστυχία – εμείς φοβόμαστε τη χλιαρότητα…Στην πραγματικότητα, δεν φοβόμαστε πια την αναρχία της συμπεριφοράς, αλλά την εξάλειψη των συγκινήσεων. Αυτό που επιζητούμε είναι το πάθος – ποιητικό, ευτυχισμένο – χωρίς τις μοιραίες του συνέπειες.

Pascal Bruckner, Το παράδοξο του έρωτα (εκδ. Πατάκη) – απόσπασμα

Η πολιτική διάσταση της ψυχανάλυσης

ΚΚ

«Η ψυχανάλυση και η πολιτική, ουσιαστικά, έχουν το ίδιο αντικείμενο: την αυτονομία των ανθρώπινων όντων. Εάν αναγνωρίσουμε τον θεμελιωδώς κοινωνικό χαρακτήρα των ανθρώπων, τότε, βλέπουμε ότι η αυτονομία (και η ελευθερία) είναι υποχρεωτικά ατομική και συλλογική.

Δεν μπορώ να ζήσω εντελώς μόνος- και μόνος δεν θα μπορούσα ποτέ να είχα γίνει ανθρώπινο όν. Δεν μπορώ, επιπλέον, να εξαφανίσω τους άλλους. Συνεπώς, το ερώτημα τίθεται ως εξής: πώς μπορώ να είμαι ελεύθερος, εάν είμαι υποχρεωμένος να ζω σε μία κοινωνία στην οποία ο νόμος καθορίζεται από κάποιον άλλον; Η μόνη αποδεκτή απάντηση συνίσταται στο να πω: έχω την ουσιαστική δυνατότητα να συμμετέχω ισότιμα με οποιονδήποτε άλλον στη διαμόρφωση και στην εφαρμογή του νόμου. Και αυτό είναι το πραγματικό νόημα της δημοκρατίας.

Πώς μπορώ όμως να είμαι ελεύθερος εάν με κυβερνά το ασυνείδητό μου; Αφού δεν γίνεται ούτε να το εξαφανίσω ούτε να το απομονώσω, η μόνη απάντηση είναι: μπορώ να είμαι ελεύθερος εάν διαμορφώσω μία άλλου τύπου σχέση με το ασυνείδητό μου∙ μία σχέση χάρη στην οποία θα είμαι σε θέση να ξέρω, στο μέτρο του δυνατού, τι μου συμβαίνει∙ μία σχέση που θα μου επιτρέπει να ελέγχω, στο μέτρο του δυνατού, ό,τι από το ασυνείδητό μου περνάει στην καθημερινή εξωτερική μου δραστηριότητα. Και αυτό ακριβώς είναι που ονομάζω εδραίωση μιας στοχαστικής και αποφασίζουσας υποκειμενικότητας.

Είναι εύκολο να δείξουμε ότι μια αυτόνομη κοινωνία είναι εφικτή μόνο εφόσον αποτελείται από αυτόνομα άτομα. Είναι εύκολο να δείξουμε, επίσης, ότι αυτόνομα άτομα μπορούν να υπάρξουν μόνο μέσα σε μία αυτόνομη κοινωνία. Κι αυτό, διότι μόνο με την ουσιαστική άσκηση της αυτονομίας αναπτύσσεται η αυτονομία∙ εξάλλου, μία εκπαίδευση προσανατολισμένη προς την αυτονομία των ατόμων μπορεί να υπάρξει μόνο σ’ αυτό τον τύπο κοινωνίας.

Είναι σαφές ότι την αυτονομία δεν μπορούμε ούτε να την επιβάλουμε ούτε να τη «διδάξουμε». Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε ως ψυχαναλυτές είναι να βοηθήσουμε τον ψυχαναλυόμενο να προχωρήσει προς την αυτονομία, πράγμα που προυποθέτει ταυτόχρονα μία ορισμένη γνώση και μία ορισμένη δραστηριότητα.

Η επίτευξη της μεταφοράς αυτής της γνώσης είναι ο σκοπός της ψυχαναλυτικής ερμηνείας, η οποία θα επιτρέψει ακριβώς στον ψυχαναλυόμενο να προσεγγίσει τα κρυφά και απωθημένα κίνητρα και ορμές του. Όμως πρέπει να οδηγήσουμε τον ψυχαναλυόμενο με τέτοιο τρόπο, ώστε να γίνει σταδιακά ο ίδιος ικανός να αναπαράγει την ψυχαναλυτική ερμηνεία μόνος του.

Η ψυχανάλυση είναι μία δραστηριότητα πάνω στον εαυτό μας, ένας στοχασμός του εαυτού μας για τον εαυτό μας. Η ψυχανάλυση είναι η επίτευξη της ατομικής αυτονομίας, μέσω της αποτελεσματικής άσκησής της με τη βοήθεια κάποιου άλλου προσώπου. Η δραστηριότητα αυτού του άλλου προσώπου, δηλαδή του ψυχαναλυτή – που τα όριά της καθορίζονται ανάλογα με τις ανάγκες της ψυχαναλυτικής διαδικασίας, από τον ψυχαναλυόμενο, σε σχέση με την εξέλιξη της πορείας του -, δεν είναι εφαρμογή μιας τεχνικής αλλά μιας πράξης. Δηλαδή είναι η δράση ενός προσώπου που προσφέρεται να βοηθήσει ένα άλλο πρόσωπο ώστε να κατακτήσει τη δυνατότητά του για αυτονομία. Στο βαθμό που το συγκεκριμένο περιεχόμενο αυτού του σκοπού δεν είναι εκ των προτέρων καθορισμένο – και δεν μπορεί να είναι, αφού προυποθέτει την απελευθέρωση των δημιουργικών ικανοτήτων του ριζικού φαντασιακού του ψυχαναλυόμενου – η δραστηριότητα αυτή είναι δημιουργία∙ με άλλα λόγια, είναι ποίησις.

Βλέπω λοιπόν στην ψυχανάλυση μία πρακτικό-ποιητική δραστηριότητα. Αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό της ψυχανάλυσης καθορίζει, επίσης, και τα άλλα δύο επαγγέλματα που ο Φρόυντ θεωρούσε «αδύνατα»: την παιδαγωγική και την πολιτική.

Η ψυχανάλυση – όπως η πολιτική και όπως η παιδαγωγική – είναι η δραστηριότητα μίας αυτονομίας σε μία άλλη δυνητική αυτονομία. Ο σκοπός και των τριών επαγγελμάτων συνίσταται στο να δημιουργήσουν αυτές τις νέες μορφές που είναι τα αυτόνομα άτομα και η αυτόνομη κοινωνία

Κορνήλιος Καστοριάδης,  Les carrefours du labyrinthe VI – Figures du Pensable – απόσπασμα. Δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία,  στις 10/12/1999.