Το άτομο έναντι της ομάδας

lonelinessandlove

Μερικές φορές είναι δύσκολο να ξέρω ποιος είμαι, ενώ άλλες φωνές είναι διατεθειμένες και έτοιμες να με ορίσουν και να με εξηγήσουν. Το να είμαι ο εαυτός μου, κάποτε ήταν μια απλή υπόθεση, αλλά, με την αυξανόμενη ανάμειξη σε ομάδες, δεν είμαι πια τόσον αυθόρμητα σίγουρος. Μέρος απ’ αυτή την αμφιβολία προέρχεται από την ανατροφοδότηση και τις προσωνυμίες που δέχομαι: «είσαι εξαιρετικός», «είσαι πολύ ευγενικός», «είσαι πολύ νωθρός», «γνοιάζεσαι πάρα πολύ», «δεν ξέρεις καν ότι υπάρχω», «είσαι πολύ ισχυρός», «χρειάζεσαι ν’ αναπτύξεις περισσότερη δύναμη», «είσαι πάρα πολύ ευαίσθητος», «δεν είσαι αρκετά ευαίσθητος», «μ’ αρέσει το μουστάκι σου», «δεν μ’ αρέσει το μουστάκι σου», «κάμνεις ηθικολογικές κρίσεις», «ποτέ δεν είσαι πρόθυμος να κάμεις κρίσεις», «ο θρησκευτικός μυστικισμός σου με τρομάζει», «ο αθεϊσμός σου είναι ο λόγος που δεν σ’ εμπιστεύομαι», «δεν παρουσιάζεις αρκετή ηγετική ικανότητα», «είσαι πάρα πολύ ευθύς».

Είμαι πραγματικά τόσο ριζικά διαφορετικός για διαφορετικά άτομα; Είμαι ασυνεπής κι ευμετάβλητος; Πώς συμβαίνει να με αντιλαμβάνονται μ’ αυτούς τους αντίθετους τρόπους;

Όσο οι άλλοι δέχονται τις δικές μου αντιλήψεις για τον εαυτό μου σαν έγκυρες, δεν υπάρχει σύγκρουση. Αλλά όταν οι αυτοεκτιμήσεις μου διαφέρουν από εκείνο που βλέπουν οι άλλοι, αν επιμένω να διατηρώ τον εαυτό μου, τότε είναι αναπόφευκτο ότι θα αμφισβητηθώ, θα προκληθώ και μερικές φορές θα απορριφθώ. Ίσως μπορεί να επιτευχθεί μία ισορροπία που δεν εξαρτάται μόνο από τις αντιλήψεις μου για τον εαυτό μου, αλλά περιλαμβάνει και την ανατροφοδότηση των άλλων. Όταν δεν βρίσκομαι σε επαφή με τον εαυτό μου, οι αντιλήψεις των άλλων μπορεί να βοηθήσουν να βρω το δρόμο. Οπωσδήποτε, εγώ βλέπω αυτή την κατεύθυνση προς την αυτό-επίγνωση σαν μία τυχαία κίνηση από τα έξω προς τα μέσα. Είναι η πεποίθησή μου ότι τα ουσιαστικά σχήματα της προσωπικής ανάπτυξης παραμένουν μέσα μας και βγαίνουν προς τα έξω.  

Σε τελευταία ανάλυση, πρέπει να επιμείνω στις αισθήσεις μου και να συνεχίσω να πιστεύω σε ό,τι βλέπω, αισθάνομαι, ακούω και αγγίζω. Η εμπειρία μου είναι πραγματική, άσχετο τι λεν οι άλλοι και άσχετο πόσοι θα το πουν. Η τελική κρίση είναι δική μου, αν και σε κάθε σημείο της πορείας είμαι αρκετά δεκτικός για να μαθαίνω από τις εμπειρίες των άλλων [..]

Κάποτε απορώ πώς οι άλλοι μπορούν να είναι τόσο σίγουροι και απόλυτοι στις αντιλήψεις τους, όταν εγώ συχνά ψηλαφώ για να αποφασίσω ποιος είμαι, ιδίως όταν αντιμετωπίζω καινούριους ανθρώπους. Πώς συμβαίνει, ώστε εγώ να χρειάζομαι χρόνο ν’ αποφασίσω, ενώ οι άλλοι συχνά αποφασίζουν γρήγορα και μιλούν σαν να με ήξεραν καλύτερα απ’ ό,τι εγώ γνωρίζω τον εαυτό μου; Όταν υπάρχει κάποιο πρόβλημα, όταν ο εαυτός και οι άλλοι βρίσκονται σε διαφορές, η κατάσταση σπάνια διευκρινίζεται με μια γρήγορη ματιά μέσα μας. Όταν η αλλαγή είναι στιγμιαία, είναι πιο πιθανό να δεχόμαστε νέες σκέψεις ή αισθήματα μάλλον παρά να τα οικειοποιούμαστε σαν αναγκαία συστατικά ενός εαυτού. Οι πιέσεις της ομάδας, που μας σπρώχνουν να αντιλαμβανόμαστε πιο έγκυρα και πιο αποτελεσματικά, δεν είναι βοηθητικές. Το άτομο βοηθείται μόνο, όταν ενθαρρύνεται να μπει για λίγο στο δικό του μοναχικό κόσμο και να μείνει με τον εαυτό του μέχρι να φθάσει τη δική του καθαρότητα και αίσθηση της κατεύθυνσης. Μπορεί να ‘ναι δυνατό αυτή η ατομική αναζήτηση να συμβεί στην ομάδα, ή να ‘ναι αναγκαίο να αποσυρθεί το άτομο σε ένα ήσυχο μέρος.

Ο αυτό-στοχασμός συχνά απορρίπτεται σε μία ομάδα, ακόμη κι όταν είναι φανερό πως το άτομο χρειάζεται να μείνει με τον εαυτό του. Το άτομο πιέζεται να αποκλείσει ό,τι συμβαίνει μέσα του, πριν να γνωρίσει τον εαυτό του. Όταν το άτομο δοκιμάζει την πίεση και δραστηριοποιείται ή φοβερίζεται, δεν ακούει πια τον εαυτό του ούτε νοιώθει τις σκέψεις και τα αισθήματά του. Δεν γνωρίζει πια τι είναι πραγματικό. Για να επιτύχει μία κατάσταση ειρήνης με τους άλλους μπορεί να καταφύγει σε δραματικές μεθόδους ή μπορεί να συνθηκολογήσει και να κάνει ό,τι αναμένεται από τους άλλους να κάνει. Μέσα στην ομάδα, το άτομο χρειάζεται χρόνο, να του δοθεί ευκαιρία να σκεφτεί. Χρειάζεται χρόνο να εξετάσει, να ερευνήσει και να ακολουθήσει εσωτερικές σκέψεις και αισθήματα. Όταν μέλη της ομάδας ενοχλούν, απαιτούν και διαμορφώνουν γρήγορα δηλώσεις, όταν μία ισχυρή συγκινησιακή δύναμη κατευθύνεται εναντίον του μοναχικού ατόμου, το άτομο εμπλέκεται περισσότερο στις συγκινησιακές φορτίσεις παρά στη δική του αναζήτηση της αλήθειας. Η ατομική συνειδητοποίηση μπορεί να κινηθεί πιο σιγά από την ομαδική συνειδητοποίηση, αλλά στο τέλος αυτή είναι η μόνη πραγματική που έχει νόημα. Το άτομο θα ‘πρεπε να ήταν ελεύθερο να αποφασίσει κατά πόσο επιθυμεί να επιδιώξει την ταυτότητά τους μέσα στην ομάδα ή μόνο του και η απόφασή του θα ‘πρεπε να γίνει σεβαστή […]

Για να εξημερώσουμε έναν άλλο άνθρωπο, δεν χρειάζεται μία αυταρχική διαδικασία. Σύμφωνα με το νόημα του «Μικρού Πρίγκιπα», δεν σημαίνει να ημερέψουμε ή να καλουπιάσουμε ή να συντρίψουμε, να υποτάξουμε και να μειώσουμε πνευματικά ή να περιορίσουμε και να μαλακώσουμε, όπως συμβαίνει τόσο συχνά όταν ένα άτομο ξεχωρίζει έντονα και απειλεί την κλονισμένη ενότητα της ομάδας. Να εξημερώσουμε το άτομο σημαίνει να εγκαταστήσουμε δεσμούς μαζί του. Αυτό σημαίνει μία προθυμία να μπούμε στη ζωή του και να σεβαστούμε τις μοναδικές του απαιτήσεις. Να εξημερώσουμε σημαίνει να είμαστε πρόθυμοι να χάσουμε χρόνο, να μην βιαζόμαστε, αλλά να εκτιμούμε απλώς το ότι είμαστε μαζί με το πρόσωπο. «Οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει αυτή την αλήθεια», είπε η αλεπού. «Αλλά εσείς δεν πρέπει να το ξεχνάτε. Γίνεστε υπεύθυνοι, για πάντα, για ό,τι εξημερώσετε».

Clark E. Moustakas, Μοναχικότητα και αγάπη (Εκδ. Ταμασος) – απόσπασμα.

Το Κελί

Cage-crows-doves-flying-flying-man-Favim.com-163505

«Ένστικτο εδαφικότητας» το ονόμασαν. Όταν απειλείται με διείσδυση ένας ζωτικός, ατομικός σου χώρος, εκλύεται πάντα επιθετικότητα. Όσο πιο στριμωγμένος και ασφυκτικός ο χώρος, τόσο μεγαλύτερη η επιθετικότητα. Οι ηθολόγοι το επιβεβαίωσαν στη συμπεριφορά των ζώων και οι ανθρωπολόγοι στη συμπεριφορά των ανθρώπων. Το κλειστό ίδρυμα της φυλακής υπήρξε ένα κατάλληλο φυσικό εργαστήριο για την πειραματική διερεύνηση του φαινομένου αυτού.

Έτσι κάπως γεννιέται η έχθρα για τον ξένο. Έτσι κάπως προσλαμβάνεται ο «άλλος» ως «εχθρός» έτοιμος να οικειοποιηθεί τον δικό σου χώρο. Και ορθώνονται σύνορα και εκλογικεύονται τα στεγανά. Και εκλύεται μιά ολόκληρη φαντασμαγορία πανικού. Ο χώρος ως προέκταση του εαυτού. Όποιος δεν ανήκει στον μικρόκοσμό μου, υποθάλπτει τον αφανισμό μου. Ας τον κρατήσουμε, λοιπόν, μακριά. Ας υψώσουμε απαραβίαστα οχυρά. Ας είμαστε μονίμως σε επιφυλακή. Ο «άλλος», ο τσιγγάνος, ο πρόσφυγας, ο Εβραίος, γίνεται απειλητικός «άλλος».

Ομογενής-αλλογενής, ομόφυλος – αλλόφυλος είναι οι μοιραίες διακρίσεις που δομούν τον κόσμο μας. Από τα βάθη των αιώνων, από την εποχή του διάχυτου φόβου για τον λεπρό, τον τερατόμορφο, τον μάγο, τον αλχημιστή, το ίδιο παιχνίδι ατέρμονα επαναλαμβάνεται.

Αυτό που άλλαξε στο διάβα των αιώνων, δεν είναι η μάγισσα, αλλά ο περίγυρός της. Στ’ όνομα της «ιερής κοινότητας» εξακολουθεί να συντελείται ο αποκλεισμός του άλλου. Άλλοτε χάριν της Εκκλησίας και της διασφάλισης του αγίου θρησκευτικού συναισθήματος, σήμερα χάριν του έθνους συνήθως και της διασφάλισης μιας αγνής εθνικής ομοιογένειας.

Όσο ασήμαντη κι αν είναι η δύναμή της, η μειονότητα είναι εξ ορισμού ύποπτη και ικανή για κάθε ανίερη οικειοποίηση. Οτιδήποτε αποκλίνει από το πανίσχυρο ιδεώδες της πλειονότητας, μετασχηματίζεται ταχυδακτυλουργικά σε εστία κινδύνου και θανάσιμη απειλή για τον δικό μας χώρο. Έτσι, ο συμπυκνωμένος φόβος σταθερά ελλοχεύει πίσω από την παρουσία του «άλλου».

Κι όμως ο ένας φόβος κρύβει τον άλλον. Για άλλον τρόμο πάντα πρόκειται. Ο τωρινός δεν είναι παρά η μάσκα, το άλλοθι, το προσωπείο του άλλου τρόμου. Ενός βαθύτερου, σχεδόν αβυσσαλέου τρόμου, που έχει να κάνει μ’ ένα ασφυκτικό, μικρό κελί κι ένα κλειστό ίδρυμα υψίστης ασφαλείας. Εκεί είναι η ζωή μας. Ενάντια σ’ αυτόν τον τρόμο οχυρωνόμαστε, χρίζοντας εισβολείς τους «άλλους». Ο θεατός και εντοπίσιμος φόβος, είναι πάντα πιο ανακουφιστικός. Τον Εβραίο μπορείς να τον κάψεις, πώς όμως να πυρπολήσεις το κελί σου; Πώς να μείνεις άστεγος στην παγωνιά; Το κελί πνίγει αλλά και προστατεύει, συνθλίβει αλλά και καθησυχάζει.

Αυτός είναι, όμως, ο τρόπος που ο κόσμος τελειώνει, αυτός είναι ο τρόπος που ο κόσμος τελειώνει όχι μ’ έναν πάταγο, ούτε μ’ ένα λυγμό, όπως θα ‘λεγε ο Έλιοτ, αλλά με μία σιωπή σε ένα λευκό κελί.

Φωτεινή Τσαλίκογλου, Ψυχο-λογικά: Οι παγίδες του αυτονόητου (εκδ. Πλέθρον) – απόσπασμα. Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 15/12/1992.

Η Μέση Ηλικία Δεν Υπάρχει

Tiziano,_tre_età_dell'uomo_01

Θα σταθώ στον προφητικό πίνακα του Τιτσιάνο, «Οι τρεις ηλικίες του ανθρώπου». Στο κέντρο ενός ειδυλλιακού αρκαδικού τοπίου δεσπόζει ένα εικοσάχρονο ζεύγος. Η δαφνοστεφανωμένη νεαρή γυναίκα με ηδυπάθεια προσφέρει μια φλογέρα στον εραστή της που την κοιτάζει με λατρεία. Στο αριστερό μέρος του πίνακα δύο σχεδόν νεογέννητα μωρά είναι παραδομένα σε ένα μακάριο ύπνο. Η αθώα γύμνια των σωμάτων τους προστατεύεται από έναν φτερωτό ερωτιδέα. Στο βάθος του πίνακα το ειδυλλιακό τοπίο διακόπτεται απότομα. Ένας γέρος συλλογίζεται μελαγχολικά τις δύο νεκροκεφαλές που κρατά στα χέρια του. Ο πιστός στο πνεύμα της Αναγέννησης πίνακας έχει ξεχάσει μία «μικρή λεπτομέρεια». Ένα ολόκληρο ηλικιακό φάσμα που εκτείνεται ανάμεσα στη νεότητα και στο γήρας. Τη μέση ηλικία. Η μέση ηλικία είναι ανύπαρκτη. Και με αυτή την έννοια, ο πίνακας αποδεικνύεται εξαιρετικά μοντέρνος.

Το γήρας είναι απεχθές. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά μόνο η νεότητα. Όπως και στον πίνακα, έτσι και στο σύγχρονο κοινωνικό τοπίο όλα περιστρέφονται γύρω από αυτήν. Η νεότητα σήμερα δεν είναι το αγαθόν που ο καθένας μας ως κόρη οφθαλμού δικαιούται να διαφυλάττει. Η νεότητα συρρικνώνεται σε ένα επιβεβλημένο καταναλωτικό είδος. Και κατά έναν παράδοξο τρόπο, όσο περισσότερο την ψάχνεις, όταν πλέον δεν την έχεις, τόσο πιο πολύ απομακρύνεσαι από αυτήν.

Όλα γύρω μας είναι σαν να λένε: «Μείνε νέος ή πέθανε». Με κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο εκβιάζεται η παράταση της φευγαλέας νεότητας. Δεν υπάρχει δυνατότητα διαφυγής. Τα μίντια, οι γιγαντοαφίσες, οι φαρμακοβιομηχανίες, οι διαφημιστικές καμπάνιες, οι γιγαντιαίες εταιρείες καλλυντικών δεν σου υποδεικνύουν μόνο τι να αγοράσεις για να μείνεις νέος, σου δηλώνουν και τι οφείλεις να επιθυμείς. Ο μύθος της παντοτινά νέας γυναίκας εντείνει τον υφέρποντα καταναγκασμό. Το αψεγάδιαστο νεανικό γυναικείο σώμα, σαν επίμονο φάντασμα, στοιχειώνει τις συλλογικές φαντασιώσεις. Γίνεται η κυρίαρχη μεταφορά του «καλού αντικειμένου». Η απομάκρυνση από τη βιολογική νεότητα κατακλύζει τον ψυχισμό με τύψεις, ενοχές, φόβο, απόγνωση, απελπισία. Ιδίως για τη γυναίκα, η μέση ηλικία, πολύ περισσότερο από το ευκρινές γήρας, μετατρέπεται σε ταμπού. Η μέση ηλικία δεν υπάρχει. Έχει απορροφηθεί από το μύθο μίας μακροημερεύουσας πλασματικής νεότητας.

Η επιστήμη, η πρόοδος της ιατρικής, της βιολογίας, της γενετικής, αθέλητα ή και ηθελημένα ενίοτε, γίνονται οι συνένοχοι μιας ανίερης συμμαχίας. Η νεότητα αναμένεται να εξασφαλιστεί με ένα μαγικό χάπι ή με ένα μαγικό νυστέρι. Οι παρενέργειες μπορεί να είναι κωμικοτραγικές ή απλώς τραγικές. Ποιος όμως τις λογαριάζει;

Φωτεινή Τσαλίκογλου, Η Ψυχολογία της Καθημερινής Ζωής- η κουλτούρα του εφήμερου (Εκδ. Καστανιώτη)

Πίνακας: «Οι τρεις ηλικίες του ανθρώπου», Τιτσιάνο.

«Το κακό είναι ανίκητο»

IMG_0025.JPG

Το καταστροφικότερο από ηθικής άποψης μάθημα του Άουσβιτς ή των Γκουλάγκ ή της Χιροσίμα δεν είναι ότι μπορούμε να κλειστούμε πίσω από συρματοπλέγματα ή σε θαλάμους αερίων, αλλά ότι (υπό τις κατάλληλες συνθήκες) μπορούμε να γίνουμε δεσμοφύλακες και να πασπαλίζουμε λευκούς κρυστάλλους σε αγωγούς καμινάδων∙ δεν είναι ότι μία ατομική βόμβα μπορεί να πέσει στα κεφάλια μας, αλλά ότι (υπό τις κατάλληλες συνθήκες) ΕΜΕΙΣ μπορούμε να την ρίξουμε στα κεφάλια άλλων ανθρώπων. Ένας ακόμα μεγαλύτερος τρόμος, ένας αληθινός μετά-τρόμος, ένα εκκολαπτήριο όλων των άλλων φόβων, πηγάζει από τη συνειδητοποίηση πως, όταν γράφω αυτές τις λέξεις ή όταν τις διαβάζετε, κι εγώ κι εσείς, βαθιά στην καρδιά μας, θέλουμε να εξαφανιστούν τέτοιες σκέψεις, κι όταν αυτές αρνούνται να το κάνουν επιτρέπουμε στις μορφές του κακού να «φουσκώνουν και να εξαπλώνονται», ασφαλείς στη μη ορατότητά τους – με το να αναδιπλωνόμαστε για να τις αντικρούσουμε, με το να αμφισβητούμε την αξιοπιστία τους και να τις αποδιώχνουμε ως απλές παραπλανητικές κραυγές, ενώ παραμένουμε επιλήσμονες αναφορικά με το καθήκον μας να αναλογιζόμαστε και να στοχαζόμαστε αυτό που ανακάλυψε η Χ. Άρεντ στις αναφορές που υπέβαλαν οι πολυμαθείς ψυχολόγοι που κλήθηκαν να καταθέσουν στη δίκη του Άιχμαν:

«Μισή ντουζίνα ψυχίατροι τον διέγνωσαν «φυσιολογικό» – «Εν πάση περιπτώσει, πιο φυσιολογικό από εμένα αφότου τον εξέτασα», λέγεται ότι αναφώνησε ένας από αυτούς, ενώ ένας άλλος διαπίστωσε ότι το όλο ψυχολογικό προφίλ του, η συμπεριφορά του προς τη γυναίκα του και τα παιδιά του, τη μητέρα και τον πατέρα του, τα αδέλφια και τους φίλους του, «δεν ήταν απλώς φυσιολογική αλλά καθ’ όλα ευκταία» – και τέλος, ο πάστορας που τον επισκεπτόταν συχνά μετά την εκδίκαση της έφεσής του από το Ανώτατο Δικαστήριο καθησύχασε τους πάντες δηλώνοντας ότι ο Άιχμαν ήταν «ένας άνθρωπος με πολύ θετικές ιδέες».

Τα θύματα του Άιχμαν ήταν «άνθρωποι όπως εμείς». Το ίδιο ήταν όμως – Θεός φυλάξοι! – και πολλοί από τους εκτελεστές του Άιχμαν, οι σφαγείς των θυμάτων∙ και ο Άιχμαν; Και οι δύο σκέψεις μας γεμίζουν φόβο. Ενώ όμως η πρώτη είναι ένα κάλεσμα σε δράση, η δεύτερη παραλύει και απολιθώνει, ψιθυρίζοντάς μας ότι η αντίσταση στο κακό είναι μάταιη. Γι’ αυτό ίσως αντιστεκόμαστε τόσο σθεναρά σε αυτή τη δεύτερη σκέψη. Ένας φόβος γνήσια και απελπιστικά αφόρητος είναι ο φόβος ότι το κακό είναι ανίκητο.

Κι όμως, όπως το έθεσε ο Πρίμο Λέβι στο βιβλίο που συνέταξε ως τελευταία επιθυμία και διαθήκη του: δεν υπάρχει αμφιβολία, καθένας μας μπορεί, εν δυνάμει, να γίνει τέρας. […] Τα φρικτά νέα είναι ότι ο Άιχμαν δεν ήταν το Κακό προσωποποιημένο, ο Διάβολος. Ήταν ένα συνηθισμένο, πεζό, βαρετά «καθημερινό» πλάσμα: κάποιος που προσπερνάς στο δρόμο χωρίς να τον προσέξεις. Ως σύζυγος, πατέρας ή γείτονας δεν θα ξεχώριζε από το πλήθος. Ήταν ο μέσος όρος, η μέση τιμή, το αντιπροσωπευτικό δείγμα των δημογραφικών στατιστικών πινάκων – όπως θα ήταν αναμφίβολα και των ψυχολογικών στατιστικών πινάκων αλλά και των ηθικών (αν μπορούσαμε να φτιάξουμε τέτοιους). Απλώς, όπως όλοι μας, προτιμούσε τη δική του βολή από τη βολή των άλλων. Αυτό ακριβώς το κοινό, συνηθισμένο παράπτωμα ή ολίσθημα, σε ασυνήθιστους καιρούς, οδηγεί σε ασυνήθιστα αποτελέσματα. Άπαξ και το γνωρίζουμε αυτό, δεν χρειαζόμαστε άλλο τον Διάβολο. Και το χειρότερο όλων, ο Διάβολος αυτής της υπόθεσης θα μας φαινόταν ίσως αξιοθρήνητα ανίκανος και αδέξιος σε σύγκριση με εκείνον τον τετριμμένα νουνεχή τυπάκο στο εδώλιο του κατηγορουμένου στο δικαστήριο της Ιερουσαλήμ.

Zygmunt Bauman, Ρευστός Φόβος (εκδ. Πολύτροπον) -απόσπασμα.

Το Ήξερα Εγώ!

dystyhia

 

Στην εφημερίδα, το ωροσκόπιό σας σάς προειδοποιεί (μαζί με άλλα τριακόσια εκατομμύρια πρόσωπα που γεννήθηκαν κάτω από τον ίδιο αστερισμό), για την πιθανότητα ενός ατυχήματος. Και πράγματι, γλιστράτε και χτυπάτε. Ήταν να το περιμένετε! Σε τελευταία ανάλυση, η αστρολογία δεν λέει μπούρδες…

Αλλά είναι όντως έτσι; Παίρνετε όρκο ότι θα πέφτατε ακόμα κι αν δεν είχατε διαβάσει αυτή την πρόβλεψη; Ή αν δεν πιστεύατε καθόλου στην αστρολογία; Δυστυχώς, δεν είναι δυνατόν να απαντήσουμε σ’ αυτή την ερώτηση εκ των υστέρων.

Ο φιλόσοφος Καρλ Πόππερ έχει αναπτύξει την ενδιαφέρουσα ιδέα ότι – για να απλοποιήσουμε λιγάκι- οι ενέργειες του Οιδίποδα για να αποφύγει την πραγματοποίηση της φρικτής προφητείας, είναι αυτές ακριβώς που οδήγησαν στην μοιραία επιβεβαίωση του χρησμού. Βλέπουμε εδώ μια άλλη δυνατή εφαρμογή της συμπεριφοράς αποφυγής: κάτω από κάποιες συνθήκες, μπορεί να οδηγήσει εκεί ακριβώς απ’ όπου είχε σκοπό να ξεφύγει. Ποιες είναι αυτές οι συνθήκες;

Πρώτον, χρειάζεται μία πρόβλεψη, με την πλατειά έννοια του όρου, δηλαδή: αναμονή, ανησυχία και πίστη ή έστω υποψία ότι τα γεγονότα θα ακολουθήσουν μία συγκεκριμένη ροή. Δεν έχει καμία σημασία αν αυτή η προσμονή θα δημιουργηθεί μέσα μας από πεποιθήσεις που μας μεταδόθηκαν από άλλους, ή εάν θα είναι προϊόν αυθυποβολής.

Δεύτερον, η προσμονή αυτή δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί σαν μία απλή πιθανότητα, αλλά σαν μία έγκυρη αναγγελία ενός σίγουρου γεγονότος που απαιτεί μια άμεση συμπεριφορά αποφυγής.

Τρίτον, αυτή η τελευταία υπόθεση θα είναι τόσο πιο προφανής όσο θα την συμμερίζεται ο πολύς κόσμος και θα είναι τόσο πιο πιστευτή όσο περισσότερο θα είναι σε αρμονία με την κοινή λογική, τους κοινωνικούς κανόνες και τις εμπειρίες του παρελθόντος. Π.χ., αρκεί να εδραιώσουμε μέσα μας την πεποίθηση – άσχετα αν είναι δικαιολογημένη ή παράλογη – ότι οι άνθρωποι γύρω μας κουτσομπολεύουν και μας κοροϊδεύουν πίσω απ’ την πλάτη μας. 

Με βάση αυτά τα…»γεγονότα» η κοινή λογική θα μας επιβάλλει να δυσπιστούμε πλέον με τους ανθρώπους. Και, εφ’ όσον καμουφλάρουν τις ενέργειές τους κάτω από ένα λεπτό πέπλο, θα λάβουμε τα μέτρα μας και θα τους παρατηρούμε προσεκτικά, δίνοντας «σημασία στη λεπτομέρεια».

Με τέτοιες αφετηρίες, είναι μόνο ζήτημα χρόνου να τους τσακώσουμε μια μέρα να ψιθυρίζουν, να πνίγουν μικρά γελάκια, να κλείνουν το μάτι ο ένας στον άλλο και να κουνούν συνωμοτικά τα κεφάλια τους. Η προφητεία θα έχει πραγματοποιηθεί και θα μπορούμε να φωνάζουμε θριαμβευτικά όσο και πικρά: «Το ήξερα εγώ»! Η επιτυχία είναι εγγυημένη, στο βαθμό που καταφέρνουμε να αγνοούμε τελείως τη δικιά μας συμβολή στην εξέλιξη της κατάστασης αυτής.[..] Όταν αυτό το παιχνίδι των διαπροσωπικών σχέσεων συνεχιστεί για αρκετό καιρό θα είναι πια αδύνατο (κι άλλωστε χωρίς σημασία), να εντοπίσουμε ποιος το ξεκίνησε: ήταν άραγε η καχύποπτη συμπεριφορά μας, (που έφτανε στα όρια της γελοιότητας), που «τσίγκλισε» τους γύρω μας, ή μήπως ήταν η συμπεριφορά τους που ξύπνησε τις υποψίες μας;

Αυτές οι προβλέψεις που πραγματοποιούνται, διαθέτουν μια αληθινά μαγική δύναμη για να δημιουργούν μια «πραγματικότητα» και, γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικές για τον σκοπό μας. Έχουν επίλεκτη θέση στο οπλοστάσιο όλων αυτών που κυνηγούν τη δυστυχία, είτε σε καθαρά ατομικό επίπεδο, είτε σε κοινωνικό – συνολικό. Η ιστορία δείχνει, για παράδειγμα, πως όταν οι εθνικές ή κοινωνικές μειοψηφίες δεν μπορούν, στα πλαίσια μίας απαγορευτικής κοινωνίας, να ασχοληθούν με «νόμιμες» δραστηριότητες (γεωργία, βιοτεχνία, κλπ) επειδή η πλειοψηφία τους θεωρεί πολίτες β’ κατηγορίας, τεμπέληδες, πλεονέκτες, και, προ πάντων, «διαφορετικούς», θα προσαρμοστούν και θα εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους δουλεύοντας σαν ρακοσυλλέκτες, τοκογλύφοι, λαθρέμποροι, κλπ. Μ’ αυτές τις δραστηριότητες, γίνονται τα αποβράσματα της «καλής κοινωνίας», που φυσικά, έχει όλα τα δίκαια όταν τους κρατάει στο περιθώριο!

Όσο περισσότερα απαγορευτικά σήματα βάλει στους δρόμους η τροχαία, τόσες παραβάσεις θα γίνουν κι αυτό θα δικαιολογήσει τη λήψη περισσότερων ακόμα απαγορευτικών μέτρων, αφού οι οδηγοί είναι τόσο κακοί. […]

Όσο θα αυξάνουν οι φόροι για να καλύψουν την φοροδιαφυγή (είτε αυτή είναι αληθινή είτε φανταστική), τόσοι περισσότεροι τίμιοι πολίτες θα γίνονται φοροφυγάδες. Κάθε πρόβλεψη για μελλοντική έλλειψη (σωστή ή όχι) ενός καταναλωτικού αγαθού, παρασύρει τις νοικοκυρές να αγοράσουν τόσα αποθέματα, ώστε στο τέλος να δημιουργηθεί όντως η έλλειψη που είχε προαναγγελθεί. Η πρόβλεψη κάθε γεγονότος έχει ένα τελικό αποτέλεσμα: αυτό ακριβώς που είχε προβλεφθεί.

Απαραίτητη προϋπόθεση είναι, όπως έχουμε τονίσει επανειλημμένα, να πεισθούμε ή ν’ αφήσουμε να μας πείσουν για ένα αναπόφευκτο μελλοντικό γεγονός και να θεωρήσουμε ότι η πραγματοποίησή του είναι ανεξάρτητη από τη θέλησή μας. (Γι’ αυτό, ίσως, οι πνευματιστικές συγκεντρώσεις με μέντιουμ αποτυγχάνουν όταν παρευρίσκεται ένας άπιστος.)

Σαν νέοι Οιδίποδες, μπορούμε να πετύχουμε με σιγουριά το αποτέλεσμα που θέλαμε να αποφύγουμε.

 

Paul Watzlawick, Φτιάξε τη δυστυχία σου μόνος σου – απόσπασμα

Η Αυταρχική Προσωπικότητα

Εικόνα

Σαν σήμερα, το 1950, οι Theodor W. Adorno, Else Frenkel-Brunswik, Daniel Levinson και Nevitt Sanford εκδίδουν το περίφημο βιβλίο τους, «Η Αυταρχική Προσωπικότητα».

Στην έρευνα τους, την οποία εκκίνησε η επέλαση του ναζισμού, η ψυχαναλυτική πτυχή του αντισημιτισμού, τα ψυχολογικά προβλήματα των Αμερικανών στρατιωτών, ο τρόπος δράσης των Aμερικανών «ταραχοποιών» κ.α., υποστηρίξαν πως κάθε άνθρωπος έχει μία σταθερή νοητική δομή, την οποία χαρακτήρισαν ως «δυνητικά φασιστική» (potentially fascistic). Σύμφωνα με τους συγγραφείς, για τη δομή αυτή δεν έχουμε εμπειρικά στοιχεία, αλλά παρατηρούμε ότι ενεργοποιείται σε ορισμένα άτομα, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Κατά την ενεργοποίηση της, οι άνθρωποι αυτοί δε μπορούν να αντέξουν την αμφισημία, σκέφτονται άκαμπτα και με συγκεκριμένους όρους, χωρίς να αφήνουν περιθώρια για να επεξεργαστούν ερεθίσματα ασύμφωνα με τη δική τους ερμηνευτική. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν το λεγόμενο «αυταρχικό σύνδρομο».

Οι ερευνητές εντόπισαν τις ρίζες του συνδρόμου αυτού στον αυστηρό γονεϊκό έλεγχο και την ανατροφή που χαρακτηριζόταν από έντονη καταπίεση: Η γονεϊκή αυστηρότητα ματαίωνε τις επιθετικές εκφράσεις του παιδιού, δεν άφηνε διέξοδο στην αντίδραση τους και έτσι προβάλλεται πλέον από τον καταπιεσμένο ενήλικο σε διαφορετικές ομάδες και συνήθως σε μειονότητες.

Για να μετρήσουν τη λειτουργία της «δυνητικά φασιστικής» νοητικής δομής, ο Adorno και οι συνεργάτες του εισήγαγαν την γνωστή πλέον «Κλίμακα Φασισμού» (F Scale), για να αποτυπώσουν μέσω αυτής την καταγραφή των αυταρχικών χαρακτηριστικών σε τρεις χαρακτηριστικούς τομείς: Τον αντισημιτισμό, τον πολιτικό  και οικονομικό συντηρητισμό και τον εθνοκεντρισμό. Τα εργαλεία μέτρησης της «Κλίμακας Φασισμού» αποτέλεσαν και αποτελούν σημείο-σταθμό στην έρευνα περί αυταρχισμού και έδωσαν αφορμή για κριτική και περαιτέρω αναζήτηση του φαινομένου από τους ανθρώπους των κοινωνικών επιστημών, η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος

Ενδεικτικές Πηγές και Βιβλιογραφία

Theodor W. Adorno, Else Frenkel-Brunswik, Daniel J. Levinson, R. Nevitt Sanford (1950). The Authoritarian Personality (Studies in Prejudice).

Στ.Παπαστάμου και συνεργάτες (2008). Εισαγωγή στην Κοινωνική Ψυχολογία, τόμος Α ́: Επιστημολογικοί προβληματισμοί και μεθοδολογικές κατευθύνσεις, Εκδόσεις Πεδίο.

J.-P.Deconcy & V.Cru (2011). Ο αυταρχισμός, Εκδόσεις Πεδίο.

Όλα Εδώ Πληρώνονται (;)

Image

«Ο καθένας τελικά παίρνει αυτό που του αξίζει», λέμε συχνά, θεωρώντας πως σε αυτόν τον κόσμο ο κακός θα τιμωρηθεί και ο καλός θα ανταμειφθεί για τις πράξεις ή τη συμπεριφορά του. Είναι πράγματι δίκαιος ο κόσμος στον οποίο ζούμε; Σαφώς όχι. Τα παραδείγματα αναρίθμητα σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο και είναι περιττό να επαναληφθούν εδώ. Παρ’ όλα αυτά, βαθιά μέσα μας, έχουμε την ανάγκη να πιστεύουμε ότι ζούμε σε έναν κόσμο δίκαιο, όπου αργά ή γρήγορα, ο καθένας ανταμείβεται ή τιμωρείται για τις πράξεις και την συμπεριφορά του.

Η πίστη σε ένα δίκαιο κόσμο είναι μία καλά ριζωμένη πεποίθηση του ανθρώπου, που τον βοηθάει να αντιλαμβάνεται το περιβάλλον του, φυσικό και κοινωνικό, ως σταθερό, ελεγχόμενο, ασφαλές και οργανωμένο με τάξη. Τον βοηθάει να λειτουργήσει μέσα σε αυτό, να προβλέψει συμπεριφορές και καταστάσεις, να προετοιμαστεί για αυτές και εν τέλει, να αντεπεξέλθει καλύτερα στις καθημερινές δυσκολίες ή προκλήσεις της ζωής. Τον βοηθάει επίσης να κατανοήσει και να νοηματοδοτήσει γεγονότα που συμβαίνουν γύρω του. Για να γίνει καλύτερα κατανοητό αυτό, αρκεί να φανταστούμε για μία στιγμή πώς θα νιώθαμε αν κάποιος μας έλεγε πως οτιδήποτε συμβαίνει στον κόσμο γύρω μας, είναι τυχαίο, χαοτικό και χωρίς κανέναν απολύτως σκοπό ή λόγο. Πως, το να κάνεις σήμερα μία καλή πράξη δεν θα επιστρέψει αύριο ως καλό σε εσένα, αλλά θα χαθεί στο χάος του κόσμου. Πως, αν κάποιος διαπράξει ένα έγκλημα εις βάρος σου, μπορεί και να μην συλληφθεί, να μην καταδικαστεί, να μην τιμωρηθεί. Η ανασφάλειά μας θα εκτινάσσονταν στα ύψη και θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο να προσαρμοστούμε σε μία τυχαία, ανεξέλεγκτη και χωρίς δικαιοσύνη κοινωνική ζωή. Ακριβώς λοιπόν επειδή αυτή η πεποίθηση εξυπηρετεί μία πολύ σημαντική, προσαρμοστική λειτουργία για το άτομο, είναι και πολύ δύσκολο να την εγκαταλείψει.

Φυσικά δεν ερχόμαστε στον κόσμο με αυτή την πεποίθηση. Το βρέφος θα απαιτήσει άμεσα να φάει, να παρηγορηθεί, να απασχοληθεί από τον περίγυρό του. Σταδιακά, όμως, τα παιδιά αρχίζουν να μαθαίνουν από τους γονείς και το σχολείο ότι, αν κάνουν αυτό που «πρέπει», τότε θα έχουν και μία ανταμοιβή. Φυσικά μαθαίνουν και το αντίθετο: αν δεν κάνουν αυτό που πρέπει, θα τιμωρηθούν. Παράλληλα μαθαίνουν πως η ανταμοιβή ή η τιμωρία, έρχεται ως κάτι που τους «αξίζει» για την συμπεριφορά που έδειξαν: Ένα άτακτο παιδί αξίζει την τιμωρία, διότι έκανε φασαρία –έκανε κάτι που «δεν έπρεπε». Ένα ήσυχο παιδί αξίζει την ανταμοιβή γιατί έκανε «αυτό που έπρεπε». Και κάπως έτσι, ήδη από την παιδική ηλικία, διαμορφώνεται μία βάση πάνω στην οποία το άτομο, στη μετέπειτα εφηβική και ενήλικη ζωή του, θα στηριχθεί για να επιδιώξει τους προσωπικούς του στόχους και θα εξασφαλίσει μία ψυχολογική σταθερότητα και ασφάλεια.

Τι κερδίζουμε από αυτή την πεποίθηση, όμως; Διότι προφανώς, για να ζούμε σε έναν κόσμο καταφανώς άδικο και να συνεχίζουμε, έστω και ασυνείδητα, να πιστεύουμε πως «δεν πειράζει, όλοι αργά ή γρήγορα, θα έχουν αυτό που τους αξίζει», κάτι κερδίζουμε. Συνήθως, αυτό που κερδίζουμε είναι η συνοχή. Δεν ανατρέπεται η εικόνα του κόσμου, όπως έχει διαμορφωθεί μέσα μας. Για να καταλάβουμε πώς ακριβώς το κάνουμε αυτό, θα δούμε ορισμένα παραδείγματα, τα οποία έχουν προκύψει από πολυάριθμες έρευνες. Στην περίπτωση μίας καταφανούς αδικίας, που δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να την αναστρέψουμε, προσπαθούμε, με διάφορους τρόπους να την εκλογικεύσουμε. Πώς; Στην περίπτωση των παιδιών, για παράδειγμα, η «τιμωρία» δεν εκλαμβάνεται από τον γονιό ως αδικία. Δεν σκεφτόμαστε δηλαδή, ως γονείς, ότι αδικούμε το παιδί μας βάζοντάς το τιμωρία για κάτι «κακό» που έκανε. Θεωρούμε ότι πράττουμε στα πλαίσια της ορθής διαπαιδαγώγησης των παιδιών. Εκλογικεύουμε την αδικία (και την παρουσιάζουμε και στο παιδί μας έτσι) ως μέσον καλύτερης προετοιμασίας του παιδιού για τον κόσμο. Άλλες φορές, επειδή δεν μπορούμε να αλλάξουμε την αδικία που βλέπουμε να συμβαίνει στην πραγματικότητα, αλλάζουμε την ίδια την πραγματικότητα, διαστρεβλώνοντας τα αίτια της αδικίας: ο απολυμένος φταίει ο ίδιος για την απόλυσή του, η γυναίκα ήταν προκλητικά ντυμένη και φέρει ευθύνη για τον βιασμό της, ο οδηγός δεν πρόσεχε και προκάλεσε ο ίδιος το ατύχημα, ο φίλος μας που διαγνώστηκε με καρκίνο φταίει ο ίδιος που δεν πρόσεχε τη διατροφή του, κάπνιζε, δεν αθλούνταν, κλπ. Η ιδέα ότι μπορεί να μας συμβεί κάτι αρνητικό καθαρά και μόνο λόγω τύχης, μας είναι σχεδόν αδιανόητη, μας πανικοβάλει. Άλλωστε το βλέπουμε και στον εαυτό μας. Όταν εμείς οι ίδιοι βιώνουμε κάποια αδικία (πέσαμε θύμα ληστείας, κακοποίησης, αρρωστήσαμε, κλπ) συχνά σπεύδουμε να κατηγορήσουμε τον εαυτό μας: «Τα ήθελα και τα ‘παθα», «δεν πρόσεχα όσο έπρεπε», «δεν έκανα όλα όσα έπρεπε και να τώρα» – «μου άξιζε ό,τι μου συνέβη». Άλλες φορές πάλι, δείχνουμε υπερβολικά μεγάλη (μεγαλύτερη απ’ ότι δικαιολογεί η ίδια η πραγματικότητα) εμπιστοσύνη στους θεσμούς: μιλάμε για «δίκαιη» καταδίκη ενός εγκληματία, λέμε «δεν μπορεί, για να μου έβαλε αυτόν τον βαθμό ο καθηγητής, θα έχει δίκιο» ή δικαιολογούμε τις απολύσεις ως «ανάγκη να επιβιώσει η επιχείρηση».

Από την άλλη πλευρά, η πεποίθηση ότι ο κόσμος που ζούμε είναι δίκαιος μας επιτρέπει να βλέπουμε το μέλλον με αισιοδοξία και πως οι εξελίξεις τελικά θα είναι προβλέψιμες, ελεγχόμενες και σταθερές. Δεν θα έρθουν ανατροπές στη ζωή μας. Κάπως έτσι, ωθούμαστε στο να συμπεριφερόμαστε στους άλλους τίμια, ειλικρινά, θετικά, πιστεύοντας πως, «αφού του συμπεριφέρομαι σωστά, θα μου συμπεριφερθεί κι αυτός έτσι». Στη βάση της δικής μας «ορθής» συμπεριφοράς, διαμορφώνουμε προσδοκίες για την συμπεριφορά του άλλου. Για αυτό και νιώθουμε τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια μας όταν αντιλαμβανόμαστε πως ο άλλος μας εξαπάτησε ή μας παραπλάνησε. Ανατρέπονται οι πυρηνικές πεποιθήσεις μας γύρω από το πώς (νομίζουμε ότι) λειτουργεί ο κόσμος. Τέλος, κάποιοι άνθρωποι έχουν έντονο μέσα τους το κίνητρο για διατήρηση, ενίσχυση ή αποκατάσταση της δικαιοσύνης. Εδώ εντάσσονται οι άνθρωποι που σπεύδουν να βοηθήσουν τα θύματα διαφόρων κοινωνικών ομάδων, που συμμετέχουν σε εθελοντικές οργανώσεις, που εργάζονται σε υπηρεσίες όπως η πυροσβεστική και το 166: είναι τόσο ισχυρή η αίσθηση του δικαίου μέσα τους, που οδηγούνται στην αυτοθυσία προκειμένου να αποκαταστήσουν τη δικαιοσύνη του κόσμου που μας περιβάλλει.

Η πεποίθηση ότι ο κόσμος είναι δίκαιος είναι ένα από τα κυρίαρχα ιδεολογήματα της σύγχρονης εποχής. Ως τέτοιο, έχει τις θετικές και τις αρνητικές του διαστάσεις. Έχει αποδειχθεί πως η δοξασία του δίκαιου κόσμου είναι εξαιρετικά λειτουργική για τον άνθρωπο, διότι αποτελεί ένα είδος άμυνας απέναντι στο στρες που βιώνει, ενώ παράλληλα αποτελεί παράγοντα ενίσχυσης συμπεριφορών που προσανατολίζονται στην προσπάθεια, την επιτυχία, τον προγραμματισμό και την αντιμετώπιση των προκλήσεων της ζωής. Ταυτόχρονα, συμβάλλει σε ένα αυξημένο αίσθημα προσωπικής ευεξίας, καθώς, όσο περισσότερο ένας άνθρωπος πιστεύει ότι ζει σε έναν δίκαιο κόσμο, τόσο περισσότερο δίκαιη θα φροντίζει να είναι η συμπεριφορά του, θα δείχνει εμπιστοσύνη στο μέλλον του και θα κρίνει ως δίκαια τα όσα του συμβαίνουν, με αποτέλεσμα να νιώθει μεγαλύτερη ισορροπία στη ζωή του. Επίσης, άνθρωποι με ισχυρή πίστη στη δικαιοσύνη του κόσμου φέρουν περισσότερες πιθανότητες να βοηθήσουν έναν άνθρωπο που βρίσκεται σε ανάγκη, έχουν υψηλότερο αίσθημα κοινωνικής ευθύνης, παραμένουν προσηλωμένοι στη χρήση δίκαιων και θεμιτών μέσων, αποφεύγουν συμπεριφορές που παραβιάζουν τους κανόνες και αρνούνται να υποθάλψουν μία απάτη, ένα ψέμα ή κάποια άλλη συμπεριφορά εκμεταλλευτικού τύπου (ακριβώς επειδή φοβούνται τις αρνητικές συνέπειες των πράξεών τους σε έναν κόσμο που είναι δίκαιος). Από την άλλη πλευρά, μελέτες έχουν δείξει πως οι άνθρωποι, που πιστεύουν σταθερά και έντονα ότι ο κόσμος που ζούμε είναι δίκαιος, τείνουν να είναι πιο συντηρητικοί και αυταρχικοί (πολιτικά και ιδεολογικά τοποθετούμενοι στο δεξιό άκρο του πολιτικού φάσματος), πιο πλούσιοι, πιο θρήσκοι αλλά και πιο αυτάρκεις έναντι όσων διατηρούν ασθενέστερη πίστη στην δικαιοσύνη του κόσμου.

Σε ένα ευρύτερο κοινωνικό και ιδεολογικό επίπεδο, η πίστη στη δικαιοσύνη του κόσμου συνοδεύεται από κάποιους κινδύνους που αξίζουν περαιτέρω προβληματισμού: για παράδειγμα, θεωρώντας πως, «όπου φτωχός και η μοίρα του», ωθούμαστε στο να κανονικοποιήσουμε την αδικία, να την εκλογικεύσουμε, να την δούμε ως κάτι φυσικό και αναπότρεπτο, για το οποίο δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά πράγματα. Άμεση απόρροια αυτού, είναι η αδράνεια σε κοινωνικό επίπεδο: Αφού δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι για την αδικία, αφού ο καθένας λαμβάνει στη ζωή αυτό που του αξίζει («για να είναι φτωχός θα φταίει αυτός, δεν μπορεί να συμβαίνει κάτι άλλο»), μειώνεται το κίνητρο για κοινωνική αλλαγή, θεωρώντας ταυτόχρονα ότι κάτι, κάποιος, κάπου, λογικά, θα φροντίσει ώστε το μέλλον να είναι καλύτερο για αυτούς τους ανθρώπους. Τέλος, στενεύει το πεδίο της ατομικής δράσης μας, με την έννοια ότι μας αρκεί να ξέρουμε πως εμείς κάνουμε αυτό το λίγο, το ελάχιστο, καλό που μπορούμε και περνάει από το χέρι μας, χωρίς να είναι απαραίτητα ανάγκη να γίνουν αλλαγές σε ευρύτερο κοινωνικό ή θεσμικό επίπεδο.

Το αν πιστεύει κανείς ότι ο κόσμος είναι δίκαιος ή όχι δεν εντάσσεται σε αξιολογικές κρίσεις του τύπου «καλό» ή «κακό». Είναι μία από τις κυρίαρχες ιδεολογίες της σύγχρονης κοινωνίας και μεγαλώνουμε, λιγότερο ή περισσότερο, στην βάση αυτής της πεποίθησης. Όπως κάθε ιδεολογία όμως, έτσι και αυτή έρχεται να μειώσει και να υποτιμήσει οτιδήποτε δεν είναι σύμφωνο με τον τρόπο που αυτή εκλαμβάνει την πραγματικότητα. Επιπλέον, το αν και το κατά πόσο ένας άνθρωπος θα υιοθετήσει τελικά αυτή την άποψη, εξαρτάται από τον ίδιο και τις ψυχικές του αντοχές. Σε κάθε περίπτωση, όμως, το θέμα προσφέρει γόνιμο έδαφος για προβληματισμό, αυτοπαρατήρηση και αυτοκριτική, καθώς και για προσεκτική παρατήρηση των μηνυμάτων που εκφράζονται διαμέσου των μέσων μαζικής ενημέρωσης, και του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν σήμερα η κοινωνία και οι θεσμοί της.

Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

Dalbert, C. (2001) The justice motive as a personal resource: Dealing with challenges and critical life events. New York: Plenum Press.

Furnham, A. (1991) Just World Beliefs in twelve societies. The Journal of Social Psychology, 133, 317-329.

Furnham, A. (2003) Belief in a Just World: research progress over the past decade. Personality and Individual Differences, 34, 795-817.

Lerner, M.J. (1977) The Justice Motive: Some hypotheses as to its origins and forms. Journal of Personality, Vol. 45 (1), 1-52.

Lerner, M.J., & Miller, D.T. (1978) Just world research and the attribution process: Looking back and ahead. Psychological Bulletin, 85, 1030-1050.

Rubin, Z., & Peplau, L.A. (1975) Who believes in a just world? Journal of Social Issues 31 (3): 65-89.

Παπαστάμου Στάμος, «Εισαγωγή στην Κοινωνική Ψυχολογία» Τόμος Α’. Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2001.

Κοινωνική επιρροή: Όταν οι λίγοι μπορούν να αλλάξουν την γνώμη των πολλών.

Image

Στην κοινωνική ψυχολογία, κοινωνική επιρροή ονομάζεται η διαδικασία με την οποία ένα άτομο ή μία ομάδα προσπαθεί να αλλάξει τον τρόπο σκέψης ή συμπεριφοράς ενός άλλου (ατόμου ή ομάδας), προκειμένου αυτό να προσαρμοστεί στη δική του άποψη ή συμπεριφορά. Αυτή η διαδικασία, έχει ως πηγή της είτε μία πλειοψηφία (οπότε μιλάμε για πλειοψηφική ή πλειονοτική επιρροή) είτε μία μειοψηφία (οπότε μιλάμε για μειοψηφική ή μειονοτική επιρροή).

Εστιαζόμενοι στα «παράδοξα» της ιστορίας και σε αναρίθμητα παραδείγματα μειονοτήτων που κατάφεραν να αλλάξουν τον τρόπο σκέψης μεγάλου αριθμού ατόμων ή και κρατών (ενδεικτικά μπορεί να αναφερθεί ο Γκάντι και η φιλοσοφία της μη-βίας, ο επιτυχημένος αγώνας των μαύρων και των γυναικών για ίσα δικαιώματα, οι ομοφυλόφιλοι, αλλά και η ομάδα των εξεγερμένων στο Πολυτεχνείο), μπορούμε να διαπιστώσουμε πως, συχνά μία μειονοτική ομάδα, δηλαδή μία κυριαρχημένη κοινωνική ομάδα που αμφισβητεί τους κυρίαρχους κοινωνικούς κανόνες, καταφέρνει να επηρεάσει την πλειοψηφία. Σύμφωνα με τον S. Moscovici, που εισήγαγε την θεωρία της μειονοτικής επιρροής, η κοινωνία δεν είναι στατική: υφίσταται αλλαγές, οι οποίες είναι αποτέλεσμα της δράσης ενεργών μειονοτήτων, που αμφισβητούν, αντιπροτείνουν καινοτόμες λύσεις και υιοθετούν συγκεκριμένες συμπεριφορές, προκειμένου να ασκήσουν επιρροή. Η επιρροή αυτή, όπως τονίζεται, δεν είναι μονοσήμαντη – δεν προέρχεται μόνο από την πηγή με κατεύθυνση τον στόχο- δέκτη του μηνύματος. Αντίθετα, στηρίζεται στην αλληλεπίδραση πηγής και στόχου, προϋποθέτει δηλαδή την δράση και την αντίδραση μεταξύ του πομπού και του δέκτη. Το καινούργιο που θα προκύψει, είτε ως συμπεριφορά είτε ως ιδεολογία, θα έχει ως πηγή του την σύγκρουση μεταξύ των ομάδων. Και ενώ αρχικά η σύγκρουση προκαλεί μπλοκάρισμα και αβεβαιότητα (γνωστική ασυμφωνία), τελικά, οδηγεί υποχρεωτικά σε αλλαγή. Σύμφωνα πάντα με τον S. Moscovici, η εξουσία των μειονοτήτων συνίσταται στο ότι καταλύουν την κοινωνική συναίνεση. Μοναδική εξαίρεση εδώ, αποτελεί η περίπτωση απόδοσης των απόψεων, της συμπεριφοράς και γενικότερα, των μηνυμάτων της μειονοτικής ομάδας στα ψυχολογικά χαρακτηριστικά των μελών της («είναι τρελός», «δεν ξέρουν τι τους γίνεται»), οπότε απορρίπτεται τόσο η πηγή όσο και το μήνυμα (φαινόμενο της «ψυχολογιοποίησης»).

Πώς όμως το καταφέρνει αυτό μία μειονότητα; Πώς ένα μήνυμα εντελώς αντίθετο με τις κοινωνικές συμβάσεις της εκάστοτε εποχής, καταφέρνει να διεισδύσει στην σκέψη της ευρύτερης κοινωνίας και τελικά να την αλλάξει; Άλλωστε, η μειονότητα (είτε μιλάμε για αριθμητικό μέγεθος (μειοψηφία) είτε μιλάμε για «μειονοτική», δηλαδή αντίθετη προς την κυρίαρχη ιδεολογία, άποψη) δεν έχει εξουσία – η μοναδική της εξουσία είναι αυτή της αμφισβήτησης. Ωστόσο, αυτή ακριβώς η αμφισβήτηση είναι που θα δημιουργήσει την σύγκρουση, που όπως ήδη αναφέρθηκε είναι η βασική προϋπόθεση της κοινωνικής αλλαγής. Η θεωρία θα μας πει εδώ ότι, για να καταφέρει μία μειονότητα να επηρεάσει, θα πρέπει να υιοθετήσει συγκεκριμένους τρόπους συμπεριφοράς. Έτσι, θα πρέπει να έχει μία σταθερή συμπεριφορά, που θα δείχνει βεβαιότητα για το διαφορετικό μήνυμα που πρεσβεύει. Μάλιστα, αυτή η σταθερότητα και η βεβαιότητα θα πρέπει να εκλειφθούν ως τέτοιες από τους άλλους. Ωστόσο, σε αυτό το σημείο πρέπει να γίνει ένας διαχωρισμός. Αν οι άνθρωποι εκλάβουν την σταθερή συμπεριφορά της μειονοτικής ομάδας ως δογματική, άκαμπτη και ασυμβίβαστη, κατά πάσα πιθανότητα θα απορρίψουν εξ’ αρχής τις απόψεις της. Αν όμως την εκλάβουν ως ευέλικτη, «λογική», ίσως και συνεργατική και μετριοπαθή, τότε οι πιθανότητες επιρροής αυξάνονται. Θα πρέπει επίσης τα μέλη της ομάδας να επιδεικνύουν αυτοθυσία και βαθιά προσήλωση και αφοσίωση στην ομάδα και τα πιστεύω της και παράλληλα να δρουν και ανεξάρτητα, χωρίς δηλαδή να επιδεικνύουν κάποιο προσωπικό όφελος από τη δράση τους. Τέλος, η συμπεριφορά των μελών της ομάδας θα πρέπει να εμφανίζεται ως ίση απέναντι σε όλα τα μέλη της ομάδας-στόχου.

Πέραν την συμπεριφοράς της ομάδας, ένας δεύτερος σημαντικός παράγοντας για την μειονοτική επιρροή είναι ο τρόπος με τον οποίο καλεί τους δέκτες του μηνύματός της να σκεφτούν για αυτό. Αν οι άνθρωποι απορρίψουν χωρίς συζήτηση τις απόψεις της, τότε ο τρόπος σκέψης είναι επιφανειακός και η πιθανότητα άσκησης επιρροής περιορίζεται. Αν όμως οι άνθρωποι αρχίσουν να συζητούν τις απόψεις της και επιχειρηματολογούν πάνω σε αυτές (υπέρ ή κατά, δεν έχει σημασία), τότε οι πιθανότητες για έμμεση επιρροή αυξάνονται δραστικά.

Τέλος, μαζί με την συμπεριφορά, την σταθερότητα και τον τρόπο σκέψης που προκαλεί η μειονοτική ομάδα και το μήνυμά της, υπάρχει ένα τέταρτο στοιχείο που καθορίζει το αποτέλεσμα της προσπάθειας μειονοτικής επιρροής. Αυτό, έχει να κάνει με την έμφυτη τάση των ανθρώπων να ταυτίζονται με τους ανθρώπους που θεωρούν όμοιους με τους ίδιους. Οι άνδρες ταυτίζονται περισσότερο με τους άλλους άνδρες παρά με τις γυναίκες. Οι ομοφυλόφιλοι με τους ομοφυλόφυλους, οι Αμερικανοί με τους Αμερικανούς, κλπ. Έτσι κι εδώ, όσο περισσότερο τα μέλη της μειονοτικής ομάδας φέρουν παρόμοια χαρακτηριστικά με τα μέλη της ομάδας στην οποία απευθύνονται, τόσο περισσότερες πιθανότητες φέρουν να τους πείσουν για τις ιδέες τους.

Διαπιστώνουμε λοιπόν, ότι μία μικρή ομάδα ανθρώπων, που προβάλλει ένα διαφορετικό, προκλητικό, ίσως και ακραίο μήνυμα στην ευρύτερη κοινωνία, έχει τη δύναμη και μπορεί να οδηγήσει σε μεταστροφή της κοινής γνώμης. Το κυριότερο και, ίσως το πιο ανησυχητικό, χαρακτηριστικό της μειονοτικής επιρροής, είναι ότι λειτουργεί με έμμεσο τρόπο. Ενώ εκ πρώτης όψεως ο δέκτης του διαφορετικού μηνύματος το απορρίπτει ως ακραίο, αυτό παραμένει μέσα στο μυαλό του, γίνεται αντικείμενο γνωστικής επεξεργασίας και, με την συμβολή της σταθερής, αυτόνομης και αμερόληπτης συμπεριφοράς της μειονότητας, τελικά φθάνει να πειστεί για αυτό.

Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος

Βιβλιογραφία

Άννα Μαντόγλου, “Η εξέγερση του Πολυτεχνείου – Η συγκρουσιακή σχέση ατόμου και κοινωνίας»

Παπαστάμου Σ., Mugny G., «Μειονότητες και Εξουσία».

Φαινόμενο της απάθειας του παρατηρητή

Image

13 Μαρτίου, 1964. Νέα Υόρκη,  ώρα 03:15. Η Κάθριν Τζενοβέζε επέστρεφε από τη δουλειά της, ως υπεύθυνη μπαρ. Πλησιάζοντας στο σπίτι της, ένας άγνωστος άνδρας την πλησίασε από πίσω, την ακινητοποίησε και την μαχαίρωσε δύο φορές στην πλάτη. Η Τζενοβέζε στρίγγλισε, φωνάζοντας «Ω Θεέ μου! Με μαχαίρωσαν, βοηθήστε με!». Η γειτονιά ήταν μικρή. Κάποια φώτα άναψαν στα γύρω διαμερίσματα, αλλά δεν φάνηκε κανείς. Από κάπου ακούστηκε μία φωνή «Άσε ήσυχο το κορίτσι». Ο δράστης, απομακρύνθηκε για λίγα λεπτά και η Τζενοβέζε, σύρθηκε μέχρι την είσοδο ενός καταστήματος και παρέμεινε εκεί πεσμένη. Λίγα λεπτά μετά, η γειτονιά ησύχασε. Ο δράστης επέστρεψε και συνέχισε να την μαχαιρώνει. Η Τζενοβέζε συνέχισε να ουρλιάζει. Φώτα άναψαν ξανά στα γύρω διαμερίσματα. Δεν φάνηκε κανείς. Ο δράστης απομακρύνθηκε για να επανέλθει για τρίτη φορά. Μαχαίρωσε την Τζενοβέζε από τον λαιμό έως τα γεννητικά όργανα και την βίασε. Στο τέλος, της απέσπασε 49 δολάρια που βρήκε πάνω της και την άφησε αιμόφυρτη στην είσοδο της πολυκατοικίας, όπου η γυναίκα είχε νωρίτερα καταφέρει να συρθεί.

Το όλο περιστατικό διήρκησε περίπου 35 λεπτά. Τρεις ξεχωριστές και αλλεπάλληλες επιθέσεις, σε πυκνοκατοικημένη, αστική περιοχή και με κραυγές που καλούσαν σε βοήθεια. Αυτόπτες μάρτυρες υπήρχαν. Συνολικά ήταν 38 άτομα που παρακολουθούσαν τα γεγονότα από το παράθυρό τους χωρίς να κάνουν τίποτα. Αργότερα μόνο, αφού τελείωσαν όλα, κάποιος φώναξε την αστυνομία. Το ασθενοφόρο πήρε την νεκρή γυναίκα γύρω στις 04:00.

Τις ημέρες που ακολούθησαν, ψυχολόγοι και λοιποί ειδικοί κλήθηκαν να εξηγήσουν για ποιον λόγο οι μάρτυρες έκαναν ό,τι έκαναν: τίποτα. Κάποιοι είπαν ότι η συμπεριφορά τους ήταν προϊόν συναισθηματικής άρνησης: λόγω του σοκ που υπέστησαν παρακολουθώντας το έγκλημα, έμειναν αδρανείς και μουδιασμένοι. Άλλοι, κατηγόρησαν την τηλεόραση για τον καταιγισμό ωμής τηλεοπτικής βίας που τελικά καθιστά ανίκανους τους ανθρώπους να διακρίνουν την πραγματική από την τηλεοπτική ζωή. Κάποιες ψυχαναλυτικές ερμηνείες έκαναν λόγο για «κώφωση, παραλυσία και υπνωτισμό των μαρτύρων λόγω της υπερέντασης», συμπληρώνοντας πως ένας άνθρωπος με ολοκληρωμένη και υγιή προσωπικότητα δεν θα αντιδρούσε ποτέ με αυτόν τον τρόπο. Ο γνωστός ψυχίατρος Karl Menninger σχολίασε ότι «η κοινωνική απάθεια είναι από μόνη της εκδήλωση επιθετικότητας».

Δύο ψυχολόγοι, ο John Darley και ο Bibb Latane, προφανώς μη ικανοποιημένοι από τις ερμηνείες που δίνονταν για το φαινόμενο, αποφάσισαν να το διερευνήσουν περαιτέρω. Σε μία σειρά πειραμάτων που οργάνωσαν, τα αποτελέσματα που έλαβαν ήταν σταθερά τα ίδια: οι άνθρωποι δεν προσφέρουν την βοήθειά τους σε μία έκτακτη και κατεπείγουσα περίπτωση, όταν στο σκηνικό υπάρχουν ταυτόχρονα και άλλοι άνθρωποι, οι οποίοι όμως βρίσκονται σε κάποια απόσταση μεταξύ τους. Ωστόσο, η αδράνειά τους αυτή δεν οφείλεται σε απάθεια. Αντίθετα, αυτό που βιώνουν εκείνη την στιγμή είναι περισσότερο μία κατάσταση έντονης αναποφασιστικότητας: «να αντιδράσω ή όχι;». Το φαινόμενο της «διάχυσης της ευθύνης», όπως το ονόμασαν (ή σύνδρομο Τζενοβέζε, ή φαινόμενο της απάθειας του παρατηρητή), περιγράφει εκείνες τις περιπτώσεις όπου, όσο περισσότερα άτομα παρίστανται ως μάρτυρες σε κάποιο γεγονός, τόσο λιγότερο υπεύθυνο νιώθει το κάθε μεμονωμένο άτομο, διότι αντιλαμβάνεται πως η ευθύνη για κάποια, οποιαδήποτε αντίδραση, κατανέμεται ισομερώς στο πλήθος. Μία δεύτερη σειρά πειραμάτων που διενήργησαν οι δύο ψυχολόγοι, ανέδειξε έναν ακόμα πρόσθετο παράγοντα: Προτιμούμε να θέσουμε τη ζωή μας ή τη ζωή των άλλων σε κίνδυνο, παρά να ενεργήσουμε αντίθετα με αυτό που κάνουν όλοι. Η αδράνεια των άλλων αποτελεί για εμάς ένδειξη ότι, πιθανώς μία αντίδραση από την πλευρά μας θα ήταν περιττή ή και ανάρμοστη: «αφού δεν κάνει τίποτα κανείς, μάλλον δεν χρειάζεται να κάνω εγώ κάτι».

Κοινωνική επιρροή. Μίμηση. Πόσο αυτόνομη τελικά είναι η συμπεριφορά μας μέσα σε κοινωνικό πλαίσιο; Και πόσο παράδοξο (αλλά πέρα ως πέρα αληθινό) μας φαίνεται το να δίνουμε μεγαλύτερη αξία στα κοινωνικά πρότυπα απ’ ότι στην επιβίωσή μας (ή τη ζωή ενός άλλου ανθρώπου).

Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος

Ψυχολογική αναδραστικότητα

Image

«Έρχεται μια στιγμή όπου το ποτήρι της ανοχής ξεχειλίζει και οι άνθρωποι δεν είναι πλέον διατεθειμένοι να βυθιστούν στην άβυσσο της απελπισίας. Ελπίζω κύριοι να καταλαβαίνετε τη θεμιτή και αναπόφευκτη ανυπομονησία μας.»

Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, Γράμμα από τη φυλακή του Μπέρμινγκχαμ, 1963

Τρία χρόνια μετά τη σύνταξη του γράμματος του Κινγκ, σε μία εποχή κοινωνικών συγκρούσεων και έντονων διακηρύξεων για το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο Jack Brehm διατύπωσε τη θεωρία της ψυχολογικής αναδραστικότητας, σε μία προσπάθεια η θεωρία αυτή να λάβει θέση στο κοινωνιοψυχολογικό πεδίο ως η θεωρία της «ελευθερίας».

Σύμφωνα με αυτήν, όταν το άτομο νιώσει ότι στερείται ή πρόκειται να στερηθεί την ελευθερία του, τότε βιώνει μία κατάσταση «ψυχολογικής αναδραστικότητας», που μεταφράζεται σε μία άμεση ανάγκη ανάκτησης της. Μέσα από τα λόγια της Μάρως Βαμβουνάκη, η θεωρία γίνεται ακόμα πιο κατανοητή:
«Τίποτα μα τίποτα δεν εξοργίζει τον άνθρωπο όσο το να του στερούν την ελευθερία του, να μην του επιτρέπουν να είναι ο εαυτός του, είτε το καταλαβαίνει συνειδητά είτε όχι. Θα επαναλάβουμε πως δεν είμαστε μόνο αυτό που ξέρουμε και που καταλαβαίνουμε, δεν είμαστε μονάχα το συνειδητό μας. Υπάρχει πάντα μαζί μας ένας άγνωστος εαυτός, που παίζει δραματικό ρόλο στα αισθήματα και στις συμπεριφορές μας και που κάθε τόσο η απρόβλεπτη αντίδρασή του μας αφήνει άναυδους.»

Η αντίδραση του ατόμου μπροστά στη στέρηση της ελευθερίας του εξαρτάται, σύμφωνα με τον Brehm από:
-τη σπουδαιότητα που έχει για το άτομο, σε επίπεδο έκφρασης της
-την αναλογία εκείνων των εκφράσεων της συμπεριφοράς του που δεν μπορεί να εκφράσει η ενδέχεται να πάψει να εκφράζει
-το μέγεθος της απειλής που ασκείται πάνω του
-την πιθανότητα που έχει η απειλή αυτή να υλοποιηθεί.

Σημαντικό ρόλο στην κατάσταση ψυχολογικής αναδραστικότητας παίζει η πηγή της απειλής. Εάν το κοινωνικό της κύρος είναι υψηλό, χωρίς απαραίτητα να απειλεί άμεσα το άτομο, αλλά κάποιον τρίτο (συνήθως άτομο ή άτομα που έχουν κάποιο κοινό χαρακτηριστικό όπως η φυλή, το θρήσκευμα, η κοινωνική ταυτότητα κ.α.), τότε η έκφραση για ανάκτηση της ελευθερίας είναι έντονη και συμπαρασύρει και άλλους στη διεκδίκηση ή την προσπάθεια προστασίας της.
Για την ενεργοποίηση της κατάστασης της ψυχολογικής αναδραστικότητας σημαντικό ρόλο κατέχει η αίσθηση της απαγόρευσης για το άτομο: Οι ατελείωτες ουρές ανθρώπων που περίμεναν για την απόκτηση ενός τζην μάρκας Levi’s ή ενός χάμπουργκερ Mac Donald’s όταν οι εταιρίες άνοιξαν για πρώτη φορά μαγαζιά τους στην Σοβιετική Ένωση δείχνουν ότι ο λεγόμενος «απαγορευμένος καρπός» έχει πιο γλυκιά γεύση, ακριβώς επειδή τελεί υπό αυτό το καθεστώς. Ο έφηβος αντιδρά στους γονεϊκούς περιορισμούς, ο ερωτευμένος αρνείται να πάψει να σκέφτεται τον έρωτα του, ακόμα και όταν όλοι οι φίλοι του λένε ότι αυτό τον φθείρει και οι πωλήσεις ενός CD ή τα εισιτήρια μιας κινηματογραφικής ταινίας πολλαπλασιάζονται όταν αυτά τελούν υπό καθεστώς απαγόρευσης σε ορισμένες χώρες ή φέρουν σημαντικές προειδοποιητικές σημάνσεις.

Το άτομο που αντιδρά για την ανάκτηση ή μη απώλεια της ελευθερίας του, σύμφωνα με τα διάφορα πειραματικά συμπεράσματα της έρευνας, δεν πετυχαίνει πάντοτε το σκοπό του. Ακριβώς επειδή η κατάσταση ψυχολογικής αναδραστικότητας μπορεί να ενεργοποιηθεί όταν δεν απειλούμαστε άμεσα εμείς οι ίδιοι, μπορεί να κατευναστεί όταν διαπιστώσουμε ότι ένα τρίτος παύει να στερείται συγκεκριμένων ελευθεριών του. Πρόκειται για το άτομο ή τα άτομα που λειτουργούν ως «άλλοθι» σε μία κατάσταση και δίνουν έτσι την αίσθηση της ανακτημένης ελευθερίας. Τα άτομα που ανήκουν σε μειονότητες αλλά παίρνουν σημαντικές θέσεις σε κυβερνήσεις ή επιχειρήσεις, οι αθλητικές επιτυχίες ανθρώπων που ανήκουν σε κατώτερα κοινωνικά στρώματα είναι μερικά παραδείγματα περιπτώσεων σημαντικής άμβλυνσης της έντασης της ψυχολογικής αναδραστικότητας, χωρίς ουσιαστική επίδραση στα υπόλοιπα άτομα που συνεχίζουν έτσι να βιώνουν τη στέρηση των ελευθεριών τους.

Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος.