Ouverture

giannaras

Ἀδελφιδός μου παρῆλθε·
ψυχή μου ἐξῆλθεν ἐν λόγῳ αὐτοῦ.

Γνωρίζουμε τὸν ἔρωτα μόνο στὴν ἀπόσταση τῆς ἀποτυχίας. Πρὶν τὴν ἀποτυχία δὲν ὑπάρχει γνώση· ἡ γνώση ἔρχεται πάντα μετὰ τὴ βρώση τοῦ καρποῦ. Σὲ κάθε ἔρωτα ξαναζεῖ ἡ ἐμπειρία τῆς γεύσης τοῦ παραδείσου καὶ τῆς ἀπώλειας τοῦ παραδείσου. Σπουδάζουμε τὸν ἔρωτα μόνον ἐξόριστοι ἀπὸ τὴν πληρότητα τῆς ζωῆς ποὺ αὐτὸς χαρίζει.

Στὴν ἐμπειρία τοῦ ἔρωτα εἴμαστε ὅλοι πρωτόπλαστοι. Ἡ πείρα τῶν ἄλλων δὲν μᾶς μαθαίνει τίποτα γιὰ τὸν ἔρωτα. Εἶναι γιὰ τὸν καθένα μας τὸ ἀρχέγονο καὶ μέγιστο μάθημα τῆς ζωῆς, ἡ ἀρχέγονη καὶ μέγιστη ἐξαπάτηση. Μέγιστο μάθημα, γιατὶ σπουδάζουμε στὸν ἔρωτα τὸν τρόπο τῆς ζωῆς. Καὶ μέγιστη ἐξαπάτηση, ἀφοῦ αὐτὸς ὁ τρόπος ἀποδείχνεται ἀνέφικτος γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση μας.

Ἡ ἀνθρώπινη φύση μας (αὐτὸ τὸ ἀκαθόριστο κράμα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ κορμιοῦ μας) «ξέρει», μὲ φοβερὴ ὀξυδέρκεια πέρα ἀπὸ νοήματα, πὼς ἡ πληρότητα τῆς ζωῆς κερδίζεται μόνο στὴν ἀμοιβαιότητα τῆς σχέσης. Στὴν ἀμοιβαία ὁλοκληρωτικὴ αὐτοπροσφορά. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐπενδύει ἡ φύση μας στὸν ἔρωτα ὅλη τὴ ἀπύθμενη δίψα της γιὰ ζωή. Δίψα τοῦ κορμιοῦ καὶ τῆς ψυχῆς μας.

Διψᾶμε τὴ ζωή, καὶ τὸ ἐνδεχόμενο τῆς ζωῆς περνάει μόνο μέσα ἀπὸ τὴ σχέση μὲ τὸν Ἄλλον. Στὸ πρόσωπο τοῦ Ἄλλου ἀναζητᾶμε τὴ δυνατότητα τῆς ζωῆς – τὴν ἀμοιβαιότητα στὴ σχέση. Ὁ Ἄλλος γίνεται τὸ «σημαῖνον» τῆς ζωῆς, ἡ αἰσθητὴ ἀνταπόκριση στὴν πιὸ βαθειὰ καὶ κυρίαρχη τῆς φύσης μας ἐπιθυμία. Ἴσως αὐτὸ ποὺ ἐρωτευόμαστε νὰ μὴν εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ Ἄλλου, ἀλλὰ ἡ δίψα μας ἔνσαρκη στὸ πρόσωπό του. Ὁ Ἄλλος νὰ εἶναι πρόσχημα κι ἡ αὐτοπροσφορά μας αὐταπάτη. Ὅμως κι αὐτὸ θὰ διαφανεῖ μόνο στὴν ἀπόσταση τῆς ἀποτυχίας.

Μετὰ τὴν ἀποτυχία ξέρουμε ὅτι ὁ ἔρωτας εἶναι ὁ τρόπος τῆς ζωῆς, ἀλλὰ τρόπος ἀνέφικτος γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση μας. Ἡ φύση μας διψάει ἀπεγνωσμένα τὴ σχέση, δίχως νὰ ξέρει νὰ ὑπάρχει μὲ τὸν τρόπο τῆς σχέσης. Δὲν ξέρει νὰ μοιράζεται, νὰ κοινωνεῖ, ξέρει μόνο νὰ ἰδιοποιεῖται τὴ ζωή, νὰ τὴν κατέχει καὶ νὰ τὴν νέμεται. Ἂν ἡ γεύση τῆς πληρότητας εἶναι κοινωνία τῆς ζωῆς μὲ τὸν Ἄλλον, ἡ ὁρμὴ τῆς φύσης μας ἀλλοτριώνει τὴν κοινωνία σὲ ἀπαίτηση ἰδιοκτησίας καὶ κατοχῆς τοῦ Ἄλλου. Ἡ ἀπώλεια τοῦ παραδείσου δὲν εἶναι ποτὲ ποινή, εἶναι μόνο αὐτοεξορία.

Τὸν τρόπο τῆς ζωῆς τὸν σπουδάζουμε πάντοτε σὰν χαμένο παράδεισο. Τὸν ψηλαφοῦμε στὴ στέρηση, στὸ ἐκμαγεῖο τῆς ἀπουσίας του. Ἔγγλυφο ἴχνος τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς εἶναι ἡ πίκρα τῆς μοναξιᾶς στὴν ψυχή μας, ἡ ἀνέραστη μοναχικότητα. Γεύση θανάτου. Μὲ αὐτὴ τὴ γεύση μετρᾶς τὴ ζωή. Πρέπει νὰ σὲ ναυτολογήσει ὁ θάνατος γιὰ νὰ περιπλεύσεις τὴ ζωή, νὰ καταλάβεις ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν πληρότητα τῆς σχέσης. Τότε ξεδιακρίνεις τὶς ἀκτὲς τοῦ νοήματος: Ζωὴ σημαίνει νὰ παραιτεῖσαι ἀπὸ τὴν ἀπαίτηση τῆς ζωῆς γιὰ χάρη τῆς ζωῆς τοῦ Ἄλλου. Νὰ ζεῖς, στὸ μέτρο ποὺ δίνεσαι γιὰ νὰ δεχθεῖς τὴν αὐτοπροσφορὰ τοῦ Ἄλλου. Ὄχι νὰ ὑπάρχεις, καὶ ἐπιπλέον νὰ ἀγαπᾶς. Ἀλλὰ νὰ ὑπάρχεις μόνο ἐπειδὴ ἀγαπᾶς, καὶ στὸ μέτρο ποὺ ἀγαπᾶς.

Διψᾶμε τὴ ζωὴ καὶ δὲν τὴν διψᾶμε μὲ σκέψεις ἢ νοήματα. Οὔτε καὶ μὲ τὴ θέλησή μας. Τὴν διψᾶμε μὲ τὸ κορμὶ καὶ τὴν ψυχή μας. Ἡ ὁρμὴ τῆς ζωῆς, σπαρμένη μέσα στὴ φύση μας, ἀρδεύει κάθε ἐλάχιστη πτυχὴ τῆς ὕπαρξής μας. Καὶ εἶναι ὁρμὴ ἀδυσώπητη γιὰ σχέση, γιὰ συν-ουσία: Νὰ γίνουμε ἕνα μὲ τὴν ἀντι-κείμενη οὐσία τοῦ κόσμου, ἕνα μὲ τὸ κάλλος τῆς γῆς, τὴν ἀπεραντοσύνη τῆς θάλασσας, τὴ νοστιμιὰ τῶν καρπῶν, τὴν εὐωδιὰ τῶν ἀνθῶν. Ἕνα κορμὶ μὲ τὸν Ἄλλον. Ὁ Ἄλλος εἶναι ἡ μόνη δυνατότητα νὰ ἔχει ἀμοιβαιότητα ἡ σχέση μας μὲ τὸν κόσμο. Εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ κόσμου, ὁ λόγος κάθε ἀντι-κείμενης οὐσίας. Λόγος ποὺ ἀπευθύνεται σὲ μένα καὶ μὲ καλεῖ στὴν καθολικὴ συν-ουσία. Μοῦ ὑπόσχεται τὸν κόσμο τῆς ζωῆς, τὸ ἔκπαγλο κόσμημα τῆς ὁλότητας. Στὴ μία σχέση.

 

Χρήστος Γιανναράς, Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων (εκδ. Δόμος).

[Ευχαριστώ: http://users.uoa.gr/~nektar/history/tributes/xrhstos_giannaras/]

Ο ίλιγγος της εκμηδένισης

bruckner19

[…]

Βραχύβιοι ή διαρκείας, οι έρωτές μας δεν μας διδάσκουν τίποτα: καμιά αισθηματική αγωγή δεν συνοδεύει τη συγκεχυμένη τους διαδοχή. Το μόνο που θέλουμε είναι να ξαναζήσουμε – ακόμα μια φορά και για πάντα. Δεν είμαστε σοβαροί όταν στα πενήντα μας ερωτευόμαστε παράφορα τον πρώτο τυχόντα: ίδια καρδιοχτύπια με τους εικοσάχρονους, ίδια αποβλάκωση…Αν το να είσαι ενήλικας σημαίνει σταθερότητα, όρια, ψυχραιμία, πάσχουμε σίγουρα από χρόνια εφηβεία. Έχουμε συνέπεια στις ερωτικές μας σχέσεις αλλά ασυνέπεια στη σχέση μας με τον χρόνο. Το ουσιώδες είναι να μην ξαναβάλουμε, λαθραία, στη ζωή το πνεύμα του φανατισμού: ο κόσμος πρέπει να έχει χώρο και για τους φλογερούς και για τους συναισθηματικούς, και για τις πλατωνικές και για τις παθιασμένες σχέσεις – για όλα δηλαδή. Όποιος θέλει να αποφύγει τις σεξουαλικές δοσοληψίες να μπορεί να το κάνει, όπως οι υπόλοιποι κάνουν ό,τι θεωρούν πως τους ταιριάζει. Αφήστε τους ανθρώπους να το ευχαριστηθούν: τους μοναχικούς, τους άστατους, τους ντροπαλούς, τους αχόρταγους. Ας μη χάσουμε ποτέ την αίσθηση της θαυμαστής σάρκας: ο έρωτας είναι η δύναμη της ζωής που συνδέει ό,τι είναι χωριστό, η μοναδική οικουμενική γλώσσα που μιλάμε όλοι, το κεραυνοβόλο βραχυκύκλωμα που ρίχνει τα σώματα το ένα πάνω στο άλλο.

Το ότι μπορούμε να επιθυμούμε χωρίς να αγαπάμε και να αγαπάμε χωρίς να επιθυμούμε είναι προφανές: οι περισσότερες φιλικές και οικογενειακές μας σχέσεις δεν εμπλέκουν το σεξ. Αλλά οι οπαδοί της σύζευξης σεξ-αισθημάτων θέλουν στην πραγματικότητα να καθυποτάξουν το σεξ στα αισθήματα ώστε να το δικαιολογήσουν και να το εξιδανικεύσουν. Το αληθινό δράμα είναι να σταματήσουμε μια μέρα να αγαπάμε και να επιθυμούμε, απορρίπτοντας τη διπλή πηγή που μας ενώνει με την ύπαρξη. Το αντίθετο της λίμπιντο δεν είναι η αποχή, είναι η κούραση του να ζει κανείς.

 

Pascal Bruckner, Το παράδοξο του έρωτα (εκδ. Πατάκη) – απόσπασμα.

Παραλλαγές στο ίδιο θέμα: Ch. Bukowski – e.e. cummings

charles-bukowski-hulton-getty

Ένας άντρας και μια γυναίκα στο κρεβάτι στις 10 το βράδυ

Νιώθω σαν κουτί σαρδέλες, είπε.
Νιώθω σαν τσιρότο, είπα.
Νιώθω σαν σάντουιτς με τόνο, είπε.
Νιώθω σαν φέτα τομάτα, είπα.
Νιώθω σαν να ‘ρχεται βροχή, είπε
Νιώθω σαν να ‘χει σταματήσει το ρολόι, είπα.
Νιώθω σαν να ‘ναι ξεκλείδωτη η πόρτα, είπε.
Νιώθω σαν να πρόκειται να εισέλθει κανένας ελέφαντας, είπα.
Νιώθω σαν να πρέπει να πληρώσουμε το νοίκι, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να βρούμε καμιά δουλειά, είπα.
Νιώθω σαν να πρέπει να βρεις καμιά δουλειά, είπε.

Δε νιώθω πως πρέπει να δουλέψω, είπα.

Νιώθω σαν να μη νοιάζεσαι για μένα, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να κάνουμε έρωτα, είπα.
Νιώθω σαν να ‘χουμε παρακάνει έρωτα, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να κάνουμε κι άλλο, είπα.
Νιώθω σαν να πρέπει να βρεις δουλειά, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να βρεις εσύ δουλειά, είπα.
Νιώθω σαν να θέλω ένα ποτό, είπε.
Νιώθω σαν να θέλω ένα ουίσκι, είπα.
Νιώθω σαν να ‘πρεπε να τελειώσουμε με το κρασί, είπε.
Νιώθω πως τώρα είσαι σωστή, είπα.
Νιώθω σαν να κλατάρω, είπε.
Νιώθω σαν να μου χρειάζεται ένα μπάνιο, είπα.
Νιώθω σαν να σου χρειάζεται ένα μπάνιο, είπε
Νιώθω σαν να πρέπει να μου τρίψεις την πλάτη, είπα.

Νιώθω σαν να μη μ’ αγαπάς, είπε.
Νιώθω σαν να σ’ αγαπώ, είπα.
Νιώθω αυτό το «πράγμα» μέσα μου, είπε.
Νιώθω αυτό το «πράγμα» μέσα σου, είπα.
Νιώθω σαν να σ’ αγαπώ τώρα, είπε.
Νιώω σαν να σ’ αγαπώ περισσότερο απ’ όσο εσύ, είπα.
Νιώθω υπέροχα, είπε, θα ουρλιάξω.
Νιώθω σαν να μπορούσα να το κάνω αιωνίως, είπα.
Νιώθω πως μπορείς, είπε.
Νιώθω πως έρχεται, είπα.
Νιώθω πως έρχεται, είπε.

Charles Bukowski, Ένας άντρας και μια γυναίκα στο κρεβάτι στις 10 το βράδυ (Υπεραστικό Μεθύσι, εκδ. Απόπειρα, μτφρ. Γ. Μπλάνας).

cummings

16.

να τ’ αγγίξω είπε αυτός
(θα τσιρίξω είπε αυτή
μια φορά είπε αυτός)
απαλά είπε αυτή

(να το δαγκώσω είπε αυτός
πόσο είπε αυτή
δυνατά είπε αυτός)
με πονά είπε αυτή

(έλα πια είπε αυτός
όχι βαθιά είπε αυτή
τι μου ζητάς είπε αυτός
να με κοιτάς είπε αυτή)

να συνεχίσω είπε αυτός
(θα σε μισήσω είπε αυτή
αν σε φιλήσω είπε αυτός
θα σε αφήσω είπε αυτή)

παίρνεις χάπι είπε αυτός
είναι αγάπη είπε αυτή
είσαι αναμμένη είπε αυτός
(είμαι θλιμμένη είπε αυτή

θα μου ‘ ρθει ίλιγγος είπε αυτός
ναι αλλά η σύζυγος είπε αυτή
σιγά τώρα είπε αυτός)
κοιτάς την ώρα είπε αυτή

(πως βογκάς είπε αυτός
μη σταματάς είπε αυτή
πιο δυνατά είπε αυτός)
πιο αργά είπε αυτή

χύνω! Είπε αυτός
σβήνω είπε αυτή
είσαι δικιά μου! είπε αυτός
είσαι δικός της! είπε αυτή.

e.e. cummings, 16 (33x3x33 Ποιήματα-Δοκίμια-Θραύσματα, εκδ. Νεφέλη, μτφρ: Χ. Βλαβιανός.)


					

Ερωτευόμαστε εκείνον που ανταποκρίνεται στην ερώτησή μας: «Ποιος είμαι;»

JAMiller

Hanna Waar (από εδώ και στο εξής ΗW): Μας διδάσκει κάτι η ψυχανάλυση για τον έρωτα;

Jacques-Alain Miller ( από εδώ και στο εξής JAM): Πολλά πράγματα, επειδή είναι μια εμπειρία της οποίας πηγή είναι ο έρωτας. Είναι το ερώτημα του αυτόματου και, ακόμη συχνότερα, αυτού του μη συνειδητού έρωτα που φέρνει ο αναλυόμενος στον αναλυτή και καλείται μεταβίβαση. Είναι σκηνοθετημένος έρωτας αλλά φτιαγμένος από το ίδιο υλικό με τον αληθινό έρωτα.  Ρίχνει φως στον μηχανισμό του: ο έρωτας απευθύνεται σε αυτόν/την που νομίζεις ότι γνωρίζει την αληθινή αλήθεια σου. Αλλά ο έρωτας σε κάνει να σκεφτείς ότι αυτή η αλήθεια είναι ευχάριστη ενώ στην πραγματικότητα είναι  δύσκολο να την αντέξεις.

HW: Τι είναι λοιπόν το να ερωτεύεσαι αληθινά;

JAM: Το να είσαι αληθινά ερωτευμένος είναι να πιστεύεις ότι με το να ερωτεύεσαι θα πάρεις μια αλήθεια για τον εαυτό σου. Ερωτευόμαστε αυτόν/ή που έχει την απάντηση ή μια απάντηση στην ερώτησή μας: «Ποιος είμαι;»

HW: Γιατί κάποιοι γνωρίζουν πώς να ερωτεύονται και κάποιοι άλλοι όχι;

JAM: Μερικοί άνθρωποι ξέρουν πώς να προκαλέσουν τον έρωτα στο άλλο πρόσωπο, όντας εραστές κατά συρροή, παρομοίως άνδρες και γυναίκες. Γνωρίζουν τι ωθεί  κάποιον να ερωτευτεί. Αλλά δεν ερωτεύονται απαραιτήτως, μάλλον παίζουν τη γάτα με το ποντίκι με το θήραμά τους. Για να ερωτευτείς πρέπει να παραδεχτείς την έλλειψή σου και να αναγνωρίσεις ότι χρειάζεσαι τον/την άλλο/η, ότι σου λείπει. Εκείνοι που νομίζουν ότι είναι πλήρεις μόνοι τους ή θέλουν να γίνουν δεν ξέρουν να ερωτεύονται. Και μερικές φορές το επιβεβαιώνουν με πόνο. Χειραγωγούν, κινούν τα νήματα αλλά για τον έρωτα δεν γνωρίζουν ούτε τα ρίσκα του ούτε την ευχαρίστησή του.

HW: «Πλήρεις μόνοι τους»: μόνο ένας άνδρας θα σκεφτόταν κάτι τέτοιο..

JAM: Καλή παρατήρηση! Ο Lacan συνήθιζε να λέει: «Το να ερωτεύεσαι είναι να δίνεις κάτι που δεν έχεις». Αυτό σημαίνει: το να ερωτεύεσαι  είναι το να αναγνωρίζεις την έλλειψή σου και να τη δίνεις στον άλλο, να την τοποθετείς στον άλλο. Δεν είναι να δίνεις αυτό που κατέχεις, αγαθά και δώρα, είναι να δίνεις κάτι που δεν κατέχεις, κάτι που είναι πέρα από σένα. Για να το κάνεις αυτό πρέπει να αποδεχτείς την έλλειψη, τον «ευνουχισμό»  σου όπως έλεγε ο Freud.  Και αυτό είναι ουσιωδώς γυναικείο. Κάποιος αγαπά πραγματικά από μια γυναικεία θέση. Η αγάπη σε εκθηλύνει (feminise). Για αυτό η αγάπη στον άνδρα είναι πάντα λίγο κωμική, αστεία. Αν όμως επιτρέψει στον εαυτό του να φοβηθεί την γελοιοποίηση, τότε στην πραγματικότητα δεν είναι και πολύ σίγουρος για τον ανδρισμό του.

HW: Είναι πιο δύσκολο για τους άνδρες να ερωτευτούν;

JAM: Ω ναι! Ακόμη και ένας ερωτευμένος άνδρας έχει αναλαμπές αξιοπρέπειας, ξεσπάσματα επιθετικότητας απέναντι στο αντικειμένο του έρωτά του, επειδή αυτός ο έρωτας τον βάζει σε μια θέση έλλειψης, εξάρτησης. Για αυτό και μπορεί να επιθυμεί γυναίκες με τις οποίες δεν είναι ερωτευμένος, έτσι ώστε να επιστρέψει στην ανδροπρεπή  θέση που αναστέλλει  όταν είναι ερωτευμένος. Ο Freud καλεί αυτή την αρχή «υποβάθμιση της ερωτικής ζωής» στους άνδρες: τον διαχωρισμό μεταξύ έρωτα και σεξουαλικής επιθυμίας.

ΗW: Και στις γυναίκες;

JAM: Είναι λιγότερο συχνό. Στις περισσότερες περιπτώσεις υπάρχει ένας διπλασιασμός του ανδρικού συντρόφου. Από τη μια είναι ο άνδρας που τους δίνει απόλαυση και που επιθυμούν, και από την άλλη ο άνδρας του έρωτα, που είναι εκθηλυμένος, απαραιτήτως ευνουχισμένος. Μόνο που δεν είναι η ανατομία που έχει εδώ τα ηνία: υπάρχουν μερικές γυναίκες που υιοθετούν μια ανδρική θέση. Υπάρχουν όλο και περισσότερες. Ένας άνδρας για αγάπη και άλλοι άνδρες για απόλαυση, που γνώρισαν στο διαδίκτυο, στο δρόμο ή στο τρένο.

HW: Γιατί «όλο και περισσότερες»;

JAM: Τα κοινωνικοπολιτισμικά  στερεότυπα της θηλυκότητας και της αρρενωπότητας βρίσκονται σε μια διαδικασία ριζικού μετασχηματισμού. Οι άνδρες καλούνται να αποκαλύψουν τα συναισθήματά τους, να αγαπούν και να εκθηλυνθούν. Οι γυναίκες αντιθέτως υφίστανται μια πίεση για αρρενοποίηση: στο όνομα της νομικής ισότητας οδηγούνται στο να συνεχίζουν να λένε: «και εγώ επίσης». Την ίδια στιγμή οι ομοφυλόφιλοι/ες απαιτούν τα ίδια δικαιώματα και σύμβολα με τους ετεροφυλόφιλους  όπως ο γάμος και η γονεϊκότητα. Υπάρχει μια μεγάλη αστάθεια στους ρόλους, μια διαδεδομένη ρευστότητα στο θέατρο του έρωτα, που έρχεται σε αντίθεση με την σταθερότητα του χτες. Ο έρωτας γίνεται ρευστός, όπως παρατήρησε ο κοινωνιολόγος Zygmunt Bauman. O καθένας οδηγείται στο να εφεύρει το δικό του life style, να υιοθετήσει τον δικό του τρόπο απόλαυσης και έρωτα. Τα παραδοσιακά σενάρια γίνονται σταδιακά ξεπερασμένα. Η κοινωνική πίεση για εναρμόνιση δεν έχει εξαφανισθεί αλλά φθίνει.

HW: «Ο έρωτας είναι πάντα αμοιβαίος» είπε ο Lacan. Αληθεύει αυτό ακόμη στο παρόν πλαίσιο; Τι σημαίνει;

JAM: Αυτή η πρόταση επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά χωρίς να γίνεται κατανοητή ή γίνεται κατανοητή με λάθος τρόπο. Δεν σημαίνει ότι το να είσαι ερωτευμένος με κάποιον είναι αρκετό για να είναι ερωτευμένος και εκείνος μαζί σου. Κάτι τέτοιο θα ήταν ανόητο. Σημαίνει: «Αν σε έχω ερωτευτεί, είναι επειδή είσαι αξιαγάπητος. Εγώ είμαι αυτός που ερωτεύεται αλλά και εσύ ανακατεύεσαι σε αυτό, επειδή υπάρχει κάτι σε εσένα που με κάνει να σε ερωτευτώ. Είναι αμοιβαίο, επειδή υπάρχει ένα πίσω-μπρος: η αγάπη που έχω για εσένα είναι το ανταποδοτικό αποτέλεσμα του αίτιου της αγάπης που είσαι για μένα. Έτσι εμπλέκεσαι και εσύ. Ο έρωτάς μου για εσένα δεν είναι απλώς δικό μου ζήτημα αλλά και δικό σου. Ο έρωτας μου λέει κάτι για σένα που πιθανώς να μην το γνωρίζεις». Αυτό δεν εγγυάται ούτε στο ελάχιστο ότι κάποιος θα ανταποκριθεί στον έρωτα του άλλου: όταν αυτό συμβαίνει είναι πάντα της τάξης του θαύματος, δεν υπολογίζεται προκαταβολικά.

HW: Δεν τον ή την βρίσκουμε τυχαία. Γιατί αυτός ο άνδρας ή γιατί αυτή η γυναίκα ;

JAM: Είναι αυτό που ο Freud ονομάζει Liebesbedingung, η κατάσταση της αγάπης, το αίτιο της επιθυμίας. Είναι ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό ή σύνολο χαρακτηριστικών  που οδηγούν το άτομο να επιλέξει τον/ την αγαπημένο/η. Αυτό διαφεύγει εξ’ ολοκλήρου των νευροεπιστημών, επειδή είναι μοναδικό σε κάθε άνθρωπο, εξαρτάται από την μοναδική προσωπική του ιστορία. Για παράδειγμα, ο Freud αναφέρει για έναν ασθενή του ότι αίτιο της επιθυμίας του ήταν η γυαλάδα μιας γυναικείας μύτης.

HW: Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς στον έρωτα που θεμελιώνεται σε τέτοια ασήμαντα πράγματα!

JAM: Η πραγματικότητα του ασυνείδητου ξεπερνά την φαντασία. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσα θεμελιώνονται στην ανθρώπινη ζωή, ιδιαίτερα όσον αφορά τον έρωτα σε μικρά πράγματα, σε «θεϊκές λεπτομέρειες». Είναι αλήθεια ότι στους άντρες βρίσκεις τέτοια αίτια επιθυμίας, τα οποία είναι όπως τα φετίχ. Η παρουσία τους είναι απαραίτητη για να πυροδοτηθεί η διαδικασία της αγάπης. Μικροσκοπικές ιδιαιτερότητες, ενθύμια του πατέρα, της μητέρας, του αδελφού, της αδελφής, κάποιου/ας από την παιδική ηλικία επίσης παίζουν σημαντικό ρόλο στην επιλογή ερωτικού αντικειμένου από την γυναίκα. Αλλά η γυναικεία μορφή της αγάπης είναι περισσότερο ερωτομανιακή παρά φετιχιστική: θέλουν να αγαπηθούν και το ενδιαφέρον, η αγάπη, που τους δείχνεται είναι συχνά sine qua non για την πυροδότηση της αγάπης τους ή τουλάχιστον της συγκατάθεσής τους.  Αυτό το φαινόμενο βρίσκεται στην βάση του φλερτ των ανδρών προς τις γυναίκες.

HW: Αποδίδεις κάποιον ρόλο στις φαντασιώσεις;

JAM: Στις γυναίκες οι φαντασιώσεις, είτε συνειδητές είτε ασυνείδητες, είναι αυτές που παίζουν τον αποφασιστικό ρόλο για τη θέση της jouissance και λιγότερο η επιλογή του ερωτικού αντικειμένου.  Για τους άντρες ισχύει το αντίθετο.  Για παράδειγμα, μια γυναίκα μπορεί να φτάνει σε οργασμό (απόλαυση) με την προϋπόθεση ότι φαντάζεται κατά τη συνουσία ότι την χτυπούν, τη βιάζουν, ή ότι είναι μια άλλη γυναίκα ή ότι είναι κάπου αλλού, απούσα.

HW: Και η αντρική φαντασίωση;

JAM:  Την συναντούμε στην ιστορία του έρωτα με την πρώτη ματιά. Το κλασικό παράδειγμα που σχολιάστηκε από τον Lacan στη νουβέλα του Γκαίτε, το αιφνίδιο πάθος του Βέρθερου για τη Σαρλό τη στιγμή που τη βλέπει για πρώτη φορά καθώς ταΐζει τα παιδιά τριγύρω της. Εδώ είναι η μητρική ποιότητα της γυναίκας που πυροδοτεί τον έρωτα. Ένα άλλο παράδειγμα παρμένο από την πρακτική μου είναι το εξής: ένα αφεντικό στα 50 του βλέπει υποψηφίους για τη θέση γραμματέως. Εμφανίζεται μια νεαρή γυναίκα 20 χρονών. Αμέσως της δηλώνει τον έρωτά του. Αναρωτιέται τι του συνέβη και ξεκινά ανάλυση. Εκεί αποκαλύπτει τι πυροδότησε την αντίδρασή του. Στη γυναίκα συνάντησε χαρακτηριστικά που του θύμισαν τι ήταν στην ηλικία των 20 όταν πήγε στην πρώτη του συνέντευξη για δουλειά. Κατά κάποιον τρόπο ερωτεύτηκε τον εαυτό του. Σε αυτά τα δύο παραδείγματα βλέπουμε τις δύο πλευρές του έρωτα που διαχώρισε ο Freud: είτε ερωτεύεσαι κάποιον/α που προστατεύει, σε αυτή την περίπτωση τη μητέρα, ή ερωτεύεσαι την ναρκισσιστική εικόνα του εαυτού σου.

HW: Ακούγεται σαν να είμαστε κούκλες!

JAM: Όχι, μεταξύ του άνδρα και της γυναίκας τίποτα δεν γράφεται προκαταβολικά, δεν υπάρχει πυξίδα, προκαθορισμένη σχέση. Η συνάντησή τους δεν είναι προγραμματισμένη, όπως είναι μεταξύ του σπερματοζωαρίου και του ωάριου. Δεν έχει να κάνει ούτε με τα γονίδιά μας. Οι άνδρες και οι γυναίκες μιλούν, ζουν σε έναν κόσμο λόγου, και αυτό είναι καθοριστικό.  Οι τροπικότητες του έρωτα είναι εξαιρετικά ευαίσθητες στην περιβάλλουσα κουλτούρα. Κάθε πολιτισμός διακρίνεται για τον τρόπο που δομεί τη σχέση μεταξύ των φύλων. Τώρα στη Δύση, στις κοινωνίες μας που είναι φιλελεύθερες, νομικο-δικαιϊκές  το «πολλαπλό» είναι έτοιμο να εκθρονίσει το «ένα». Το ιδεώδες μοντέλο του μεγάλου έρωτα για μια ζωή χάνει σταδιακά έδαφος, έναντι του γρήγορου ραντεβού, του γρήγορου έρωτα και ενός πλήθους εναλλακτικών, διαδοχικών, ακόμη και ταυτόχρονων ερωτικών σεναρίων.

HW: Και η αγάπη μακροπρόθεσμα; Η αιώνια αγάπη;

JAM: Ο Μπαλζάκ είπε: «κάθε πάθος που δεν είναι αιώνιο είναι φρικτό». Αλλά μπορεί ο δεσμός να κρατήσει για μια ζωή μέσα στην εγγραφή του πάθους; Όσο περισσότερο ένας άνδρας αφιερώνεται σε μια γυναίκα, τόσο περισσότερο τείνει να αποδεχτεί μια μητρική σήμανση για αυτόν: περισσότερο εξαϋλωμένη και απλησίαστη παρά αγαπημένη. Οι παντρεμένοι ομοφυλόφιλοι αναπτύσσουν αυτή τη λατρεία της γυναίκας καλύτερα: Ο Αραγκόν  τραγουδάει τον έρωτα του για την Έλσα.  Όταν πεθαίνει, είναι γεια σας αγόρια! Και όταν μια γυναίκα γαντζώνεται σε έναν άντρα, τον ευνουχίζει. Έτσι το μονοπάτι είναι δύσβατο. Το καλύτερο πεπρωμένο για τη συζυγική αγάπη είναι η φιλία, αυτό ουσιαστικά που είπε ο Αριστοτέλης.

HW: Το πρόβλημα είναι ότι οι άντρες λένε ότι δεν καταλαβαίνουν τι θέλουν οι γυναίκες και οι γυναίκες δεν ξέρουν τι περιμένουν οι άντρες από αυτές…

JAM: Ναι. Αυτό που έρχεται ως αντίρρηση στην αριστοτελική λύση είναι ότι ο διάλογος μεταξύ των δύο φύλων είναι αδύνατος, όπως είπε ο Lacan με έναν στεναγμό. Οι ερωτευμένοι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι να συνεχίζουν να μαθαίνουν την γλώσσα του άλλου επ’ αόριστον, ψηλαφώντας, αναζητώντας τα κλειδιά, κλειδιά που είναι πάντα ανακλήσιμα. Ο έρωτας είναι πάντα ένας λαβύρινθος από παρεξηγήσεις όπου η έξοδος δεν υπάρχει.

*Ο Jacques-Alain Miller είναι ψυχαναλυτής και συγγραφέας, ιδρυτικός μέλος και πρόεδρος της World Association of Psychoanalysis και επιμελητής της σειράς βιβλίων «Τα Σεμινάρια του Ζακ Λακάν».

[Ευχαριστώ: Στο ντιβάνι με τον Λακάν ]

Η ωραία τρέλα του γαμήλιου έρωτα

bruckner19

Η υπερβολή της εποχής μας συνοψίζεται στο άπιαστο όνειρο: όλα σε ένα ή τα θέλω όλα. Ένα και μοναδικό πλάσμα πρέπει να συμπυκνώνει όλες μου τις προσδοκίες. Ποιος μπορεί να ανταποκριθεί σε τέτοια απαίτηση; Η ιλιγγιώδης αύξηση των διαζυγίων στην Ευρώπη δεν οφείλεται στον εγωισμό μας αλλά στον ιδεαλισμό μας: είναι αδύνατο να ζήσουμε μαζί, απέναντι στο είναι δύσκολο να μείνουμε μόνοι. Τα ζευγάρια διαλύονται όχι από απογοήτευση, αλλά από υπερβολική ιδέα για τον εαυτό τους. Από τον έρωτα δεν μένει παρά «το κεραυνοβόλο βλέμμα του θεού» (Αντρέ Μπρετόν) κι αυτό είναι το πρόβλημα. Παραφορτώνουμε το καράβι, το επενδύουμε με τόσες ελπίδες, ώστε τελικά ναυαγεί. Δεν υποφέρουμε από έλλειψη συναισθημάτων αλλά από υπερβολική ανάγκη για συναισθήματα.

Πιστεύω ακόμα στον μεγάλο έρωτα, ακούμε να λέμε. Όμως δεν έχει νόημα να πιστεύουμε σε μία αφηρημένη έννοια, όσο αξιοθαύμαστη κι αν είναι, καλύτερα να πιστεύουμε στα άτομα, τα ευάλωτα και ατελή άτομα. Αγαπώντας τον έρωτα καταλήγουμε στην εξιδανίκευσή του. Κάποτε αποκλεισμένος από τον γάμο, ο έρωτας-αίσθημα διαλύθηκε εκ των έσω προτού μπει σε κίνδυνο από τις υπερβολικές φιλοδοξίες – η βουλιμία του σηματοδοτεί και την απώλειά του. Από τότε που αφαιρέθηκαν τα εμπόδια που τον τροφοδοτούσαν με το να τον φρενάρουν, είναι υποχρεωμένος να βρει μόνος του τα μέσα για να ανανεωθεί. Πεθαίνει, όχι από τα εμπόδια που συναντά, αλλά από την εύκολη επιτυχία του. Λένε ότι το πάθος είναι ακαταμάχητο: πράγματι, αντιστέκεται σε όλα εκτός από τον ίδιο του τον εαυτό. Η αρχαία τραγωδία αντέτασσε μια αδύνατη ένωση στη σκληρή τάξη των πραγμάτων – η σύγχρονη τραγωδία είναι ο έρωτας που σκοτώνει τον εαυτό του, που πεθαίνει επειδή νικά. Η ελευθερία του τού επιτρέπει να φθάνει στο απόγειό του και να παρακμάζει. Ποτέ οι ερωτικές μας ιστορίες δεν ήταν τόσο βραχύβιες, ποτέ δεν έφταναν τόσο νωρίς στο κρεβάτι και στη συμβίωση, εφόσον δεν υπάρχουν πια εμπόδια. Η δυστυχία μας δεν οφείλεται πια στην έλλειψη, οφείλεται στον κορεσμό.

Πρόκειται για μια ευρέως διαδεδομένη ασθένεια: η δαιμονική αναζήτηση του ερωτικού αντικειμένου που απογοητεύει και αντικαθίσταται από ένα άλλο, το οποίο με τη σειρά του επισκιάζεται από ένα τρίτο, ένα τέταρτο, μία σειρά από φλόγες που τρεμοσβήνουν κι ύστερα χάνονται για πάντα. Ενθουσιαζόμαστε, ψυχραινόμαστε, δεν είμαστε ποτέ ικανοποιημένοι. Κάθε φορά υπερτιμάμε τα συναισθήματά μας, νιώθουμε ψευτοερωτοχτυπημένοι – όπως γράφει ο Σταντάλ, «πιστεύουμε ότι αγαπάμε κάποιον για όλη μας τη ζωή στη διάρκεια μίας και μοναδικής βραδιάς». Η αδελφή ψυχή δεν είναι ποτέ αρκετά ωραία, έξυπνη, σέξι, όλοι οι υποψήφιοι είναι καταδικασμένοι σε αποτυχία. Ο πρίγκιπας ήταν λοιπόν ένας τιποτένιος, η σεξοβόμβα μία ψυχρή νευρωτική, μία μέγαιρα. Αυτή είναι η κόλασή μας, αντίβαρο της προόδου: δεν μπορούμε να ερωτευτούμε άνδρες ή γυναίκες στο ύψος των προσδοκιών μας, επειδή οι προσδοκίες μας είναι μη ρεαλιστικές.

Έτσι, φτάνουμε στη μοναξιά. Μετά τα τριάντα, αντί να βρούμε το ονειρεμένο πλάσμα, καθόμαστε μπροστά στην τηλεόραση και μασουλάμε πρόχειρα φαγητά περιμένοντας να χτυπήσει το τηλέφωνο. Γι’ αυτό και πολλαπλασιάζονται οι μοναχικές και πονεμένες ψυχές στο διαδίκτυο, που συμμετέχουν σε μία αγορά «δεύτερο χέρι»: χωρισμένοι και ξαναπαντρεμένοι κάμποσες φορές «ερωτεύονται» έναν άγνωστο και είναι έτοιμοι να κάνουν τα ίδια λάθη, τις ίδιες εξωφρενικές επιλογές […]

Θα πεθαίνατε για κάποιον που αγαπάτε; Το ζήτημα όμως δεν μπαίνει έτσι, κυρίως πρέπει να είμαστε πρόθυμοι να ζήσουμε με κάποιον, όχι να πεθάνουμε. Η ρουτίνα της καθημερινότητας συνεπάγεται τη συνέπεια της κάθε στιγμής και κάνει ανώφελη την εξονυχιστική εξέταση της κάθε χειρονομίας, της κάθε ακραίας ή τυχαίας κίνησης. Κάποτε η συναισθηματική αγωγή συνίστατο στην αποφυγή της απογοήτευσης: έπρεπε να βρούμε το δρόμο μας στους μαιάνδρους της καρδιάς, να μην παραδοθούμε στις παρορμήσεις, να αντιμετωπίσουμε τις χίμαιρες της νιότης και να επιλέξουμε ένα πνευματικό και ηθικό δρομολόγιο. Όλη η φιλολογία μάς διδάσκεια, αντιθέτως, πώς να ανασκαλεύουμε τη φωτιά, πώς να φλεγόμαστε…Ανατροπή σε σχέση με την κλασική εποχή: η κλασική εποχή φοβόταν τα μεγάλα πάθη, που προκαλούν δυστυχία – εμείς φοβόμαστε τη χλιαρότητα…Στην πραγματικότητα, δεν φοβόμαστε πια την αναρχία της συμπεριφοράς, αλλά την εξάλειψη των συγκινήσεων. Αυτό που επιζητούμε είναι το πάθος – ποιητικό, ευτυχισμένο – χωρίς τις μοιραίες του συνέπειες.

Pascal Bruckner, Το παράδοξο του έρωτα (εκδ. Πατάκη) – απόσπασμα

Αυτός ο Έρωτας

Gustav_Klimt_016

Αυτός ο έρωτας

Τόσο βίαιος

Τόσο εύθραυστος

Τόσο τρυφερός

Τόσο απελπισμένος

Αυτός ο έρωτας

Όμορφος σαν τη μέρα

Κι απαίσιος σαν τον καιρό

Όταν ο καιρός είναι απαίσιος

Αυτός ο έρωτας τόσο αληθινός

Αυτός ο έρωτας τόσο όμορφος

Τόσο ευτυχισμένος

Τόσο χαρούμενος

Και τόσο μηδαμινός

Που τρέμει από φόβο σαν παιδί στο σκοτάδι

Και τόσο σίγουρος για τον εαυτό του

Σαν ήρεμος άντρας στη νύχτα

Αυτός ο έρωτας που έκανε τους άλλους να φοβούνται

Που τους έκανε να μιλάν

Που τους έκανε να χλωμιάζουν

Αυτός ο έρωτας παραφυλαγμένος

Γιατί εμείς τον είχαμε παραφυλάξει

Καταδιωγμένος, πληγωμένος, ποδοπατημένος, αποτελειωμένος, απαρνημένος, ξεχασμένος

Γιατί εμείς τον είχαμε καταδιώξει, πληγώσει, ποδοπατήσει, αποτελειώσει, απαρνηθεί, ξεχάσει

Ολόκληρος αυτός ο έρωτας

Τόσο ζωντανός ακόμη

Και τόσο ηλιόλουστος

Είναι ο δικός σου

Είναι ο δικός μου

Εκείνος που υπήρξε

Αυτό το πάντα καινούριο πράγμα

Και που δεν άλλαξε

Όμοια αληθινός σαν φυτό

Όμοια τρέμοντας σαν πουλί

Όμοια ζεστός όμοια ζωντανός σαν καλοκαίρι

Μπορούμε κ’ οι δυό

Να φεύγουμε και να ξαναγυρνάμε

Μπορούμε να ξεχνάμε

Και μετά να ξανακοιμόμαστε

Να ξυπνάμε να υποφέρουμε να γερνάμε

Να κοιμόμαστε ακόμη

Να ονειρευόμαστε το θάνατο

Να ξυπνάμε να χαμογελάμε και να γελάμε

Και να ξανανιώνουμε

Ο έρωτάς μας στέκει εκεί

Πεισματάρης σαν γαϊδούρα

Ζωντανός σαν πόθος

Σκληρός σαν μνήμη

Ηλίθιος σαν κλάψα

Τρυφερός σαν ανάμνηση

Κρύος σαν μάρμαρο

Όμορφος σαν μέρα

Εύθραυστος σαν παιδί

Μας κοιτάζει χαμογελώντας

Και μας μιλάει χωρίς να λέει τίποτα

Κ’ εγώ τον ακούω τρέμοντας

Και φωνάζω

Φωνάζω για σένα

Φωνάζω για μένα

Σε ικετεύω

Για σένα και για όλους όσους αγαπιούνται

Και αγαπήθηκαν

Ναι του φωνάζω

Για σένα για μένα και για όλους τους άλλους

Που δεν ξέρω

Στάσου εκεί

Εκεί που είσαι

Εκεί που ήσουν άλλοτε

Στάσου εκεί

Μην κουνιέσαι

Μη φεύγεις

Εμείς αγαπιόμαστε

Σε ξεχάσαμε

Εσύ μη μας ξεχνάς

Δεν έχουμε παρά εσένα πάνω στη γη

Μη μας αφήσεις να κρυώσουμε

Πάντα πολύ μακρύτερα

Κι αδιάφορο πού

Δώσε μας σημάδι ζωής

Πολύ αργότερα στη γωνιά κάποιας δεντροστοιχίας

Στο δάσος της μνήμης

Πρόβαλε άξαφνα

Τέντωσέ μας το χέρι

Και σώσε μας.

Jacques Prévert, Κουβέντες (εκδ. Καστανιώτη)

Gustav Klimt, The Kiss

Μίμηση αγάπης

κυριακη

Δεν είναι δυνατό να αγαπάς κάποιον και να μην ενδιαφέρεσαι να καταλάβεις τι είναι εκείνο που χρειάζεται, τι εκείνο που δε χρειάζεται, τι εκείνο που αντέχει. Ευαίσθητος είναι όποιος είναι ευαίσθητος και προς τις ευαισθησίες των άλλων. Ο τρόπος που προσεγγίζουμε είναι η απόδειξη των αισθημάτων που έχουμε. Ο τρόπος! Η καλλιτεχνία εκείνου που συμβαίνει στ’ αλήθεια και επιζητά να εκφραστεί.

Σπάνια αγαπάμε ένα πλάσμα όπως είναι∙ αγαπάμε εκείνο που επιθυμούμε να ήταν. Η πραγματική του προσωπικότητα φτάνει μέχρι εμάς, έτσι κι αλλιώς, αποσπασματικά, επιλέγουμε τα αποσπάσματα που μας είναι ποθητά, που μας είναι βολικά, κολακευτικά, όλο το υπόλοιπο ή το πετάμε στο κενό ή το χτίζουμε μόνοι μας όπως ο σκηνοθέτης μία ταινία. Το παραγεμίζουμε με δικές μας ιδέες. Το όλον του άλλου σχεδόν ποτέ δεν το μαθαίνουμε, όχι μονάχα επειδή δύσκολα κατανοείται το όλον, αλλά – και αυτό συζητάμε σήμερα – επειδή δεν το θέλουμε, δεν μας χρειάζεται, αδιαφορούμε. Οι γονείς τα παιδιά τους θέλουν να είναι καταπώς οι ίδιοι τα ονειρεύτηκαν, καταπώς ονειρεύτηκαν κάποτε τον εαυτό τον δικό τους, δεν αντέχουν να ακούσουν αλήθειες που ακυρώνουν τις προσδοκίες τους.

Στον έρωτα βέβαια γίνεται πανδαιμόνιο!

Ο έρωτας μπορεί να έχει τα χίλια μύρια καλά, όμως αγάπη απαραιτήτως δεν έχει. Μπορεί να προέρχεται κι από μια πονηριά της φύσης για τη διαιώνισή της και γι’ αυτό να είναι πρωτίστως ένστικτο, ένστικτο εξιδανικευμένο όσο και ισχυρότατο για να επιτελέσει το έργο του. Η φύση βιάζεται να παγιδεύσει με μαγείες ένα ζευγάρι στη γονιμοποίηση. Ελάχιστοι είναι οι ευλογημένοι εραστές που τους χαρίστηκε αγάπη μαζί με τον έρωτά τους. Τους χαρίστηκε; Το κατόρθωσαν; Είναι μία απορία που θα διαρκεί για πάντα. Τείνω πάντως στην προσωπική ευθύνη μας και εδώ.

[…]

Επειδή δεν είναι αγάπη ο έρωτας, μπορεί να μιμείται θαυμάσια την αγάπη όσο διαρκεί. Είναι το μέγιστό του άλλοθι. Και μια και μιμείται την αγάπη, οφείλει να τηρεί τους όρους της. Η αγάπη λοιπόν έχει πρώτο μέλημα την επιθυμία και την ανάγκη του αγαπημένου. Την επιθυμία του και τη δυνατότητα για το πόσες προσφορές αντέχει να δέχεται. Σημασία έχει ο άλλος πράγματι να χαίρεται. Όχι να τον βιάζεις να χαίρεται – διότι επικρατεί το κλισέ πως «τα δώρα δίνουν χαρά». Η υπερ-δόση φέρνει τα εντελώς αντίθετα από τη δόση αποτελέσματα, κάνει το φάρμακο φαρμάκι, την ευφροσύνη του οίνου αλκοολισμό, την έκπληξη πλήξη. Μόνο στο μέτρο ισορροπεί και ανθεί η ουσία, στο κέντρο του κονταριού, που μας βοηθά να προχωράμε σχοινοβάτες στους δεσμούς∙ στα άκρα γέρνει και γκρεμίζεται.

Δεν είναι τεχνική η διακριτικότητα, είναι καλλιτεχνία, είναι καλοσύνη, ευγένεια ψυχής, γενναιότητα και αρχοντική αγάπη. Γυρεύει την άνεση της ψυχής του αγαπημένου, τιμάει την ελευθερία του, προσέχει να μην του εκβιάζει το φιλότιμο. Η υπερπροσφορά είναι στο βάθος πολύ μεγάλος εγωισμός, το ίδιο μίζερη όσο και η τσιγκουνιά.

[…]

Αν αξίζεις ν’ αγαπηθείς, θα σ’ αγαπήσουν θες δε θες, θέλουν δε θέλουν θα σ’ αγαπήσουν. Πάντα θα το λέω σε όσους δε βρίσκουν να ζευγαρώσουν και ρίχνουν το φταίξιμο στην εποχή, στη σημερινή κοινωνία, στους σημερινούς άντρες, στις σημερινές γυναίκες, στο άγχος, στους ρυθμούς της καθημερινότητας, στην υλόφρονα γενική τάση. Ο μόνος τρόπος, η μοναδική συνταγή που υπάρχει είναι να ομορφύνεις τον εαυτό σου, να γίνεις ελκυστικός, εφόσον έχεις μέσα σου ομορφιά και ελευθερία και περιεχόμενο, κυρίως είσαι έτοιμος στην αγάπη, ώριμος για κάτι τέτοιο. Όλα τ’ άλλα τεχνάσματα θα σε ρίχνουν, αργά ή γρήγορα, από απογοήτευση σε απογοήτευση. Και ώριμος στην αγάπη είναι εκείνος που μπορεί να ενδιαφέρεται για την ανάγκη του αγαπημένου του, που μοιράζεται την ευθύνη, που δεν ασχολείται μόνο με τις δικές του ευαισθησίες αλλά αναρωτιέται για τις ευαισθησίες εκείνου με τον οποίο σχετίζεται. Και όταν του ζητάει αλλά και όταν του δίνει, το δεύτερο είναι το λεπτότερο.

Όχι, δε στέρεψε η αγάπη σήμερα, ποτέ όσο υπάρχει ζωή δε στερεύει. Ακόμη κι αν ο κανόνας είναι πως «οι άντρες στον καιρό μας δεν αξίζουν» ή «οι γυναίκες χάλασαν», εσύ να γυρέψεις το εξαιρετικό, γιατί έρωτας είναι η ανακάλυψη του εξαιρετικού. Η αποκάλυψη του εξαιρετικού, λένε κάποιοι, και ίσως να είναι το ίδιο∙ η πρώτη πείθει τη δεύτερη να δεχθεί να συμβεί. Του εξαιρετικού λοιπόν, εκείνου που θα ανατρέψει με χάρη τον άχαρο κανόνα.

Μ. Βαμβουνάκη, Κυριακή Απόγευμα στη Βιέννη (εκδ.Ψυχογιός) – απόσπασμα

Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων – Modulatio

Francesco_Hayez_008

Με το πρώτο σημάδι ἀμοιβαιότητας ἀναδύεται ἡ ἀμετρία τῆς εὐφροσύνης. Γεννιέται ἡ πιὸ μεθυστικὴ γεύση πληρότητας τῆς ζωῆς. Εἶναι ὁ σύμπας κόσμος ποὺ προσφέρεται στὸ βλέμμα, στὸ χαμόγελο τοῦ Ἄλλου. Ἀποκαλυπτικὴ ἔκρηξη μεταμόρφωσης τοῦ βίου, κι ὁ Ἄλλος γίνεται τόπος αὐτῆς τῆς ἀποκάλυψης. Ὅλα ἔκπληξη κι ὅλα καινούργια. Ἀμοιβαιότητα στὸν ἔρωτα εἶναι ἡ πρωτόπλαστη αἴσθηση τὴν πρώτη μέρα τῆς δημιουργίας.

Ψηλαφῶ στὸ ἀγαπημένο βλέμμα, γιὰ πρώτη φορά, τί εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ματιά. Στὸ χάδι συλλαβίζω τὴν ἄγνωστη γλώσσα τῆς ἁφῆς. Κάθε ἐλάχιστη χειρονομία, ἀνεπαίσθητη κίνηση τοῦ κορμιοῦ, κάθε ἀδιόρατο χαμόγελο, εἶναι λόγος πρωτόγνωρος, συναρπαστικὰ σημαντικός. Κάθε τι ποὺ ἀγγίζουμε μαζί, κάθε ὀμορφιὰ ποὺ κοιτάζουμε μαζί, κάθε τι ποὺ γευόμαστε, γεννιέται ἐκείνη τὴ στιγμή, καινούργιο καὶ ἄφθορο. Δὲν ὑπάρχουν ἀντι-κείμενα, ὅλα εἶναι παρουσία, προσφορὰ ποὺ ἀπευθύνεται σὲ μένα, προορισμένη μόνο γιὰ μένα. Ὅλα παίρνουν ὑπόσταση καὶ εἶναι ὑπαρκτά, ἐπειδὴ ὑπάρχει ὁ Ἄλλος. Τὰ πιὸ ἀσήμαντα καὶ αὐτονόητα γίνονται ἀναπάντεχα δῶρα.

Ὅταν γεννιέται ὁ ἔρωτας, γεννιέται ἡ ζωή. Ἔκθαμβοι ψηλαφοῦμε τὴν ἔνδεια τοῦ βίου νὰ μεταμορφώνεται σὲ πλοῦτο ἀπρόσμενο ζωῆς. Καθημερινὲς στιγμὲς ρουτίνας, μεταλλάζουν σὲ ἐμπειρία γιορτῆς, γιατὶ ἡ καθημερινότητα σαρκώνει τώρα τὴν ἀμοιβαιότητα τῆς σχέσης. Οὔτε χρόνος ὑπάρχει μὲ παρελθὸν καὶ μέλλον, οὔτε χῶρος, ἐγγύτερος καὶ ἀπώτερος. Ὁ χρόνος εἶναι μόνο παρόν, κι ὁ χῶρος μόνο ἀμεσότητα παρουσίας. Χῶρος ἀχώρητος ἡ ἀδιάστατη ἐγγύτητα τοῦ Ἄλλου, καὶ ἄχρονος χρόνος ἡ πληρωματικὴ διάρκεια τῆς ἀμοιβαίας αὐτοπροσφορᾶς.

Στὸ πρῶτο σημάδι ἀμοιβαιότητας ποὺ μᾶς χαρίζει ὁ Ἄλλος, ἐπενδύουμε ὅλη τὴ φυσική μας ὁρμὴ γιὰ ζωή. Δίχως κρατούμενα καὶ δίχως μέτρο. Ζοῦμε μόνο γιὰ τὸν Ἄλλον καὶ χάρη στὸν Ἄλλον. Τὰ δίνουμε ὅλα, τὰ παίζουμε ὅλα. Κάθε ἐξασφάλιση, κάθε σιγουριά. Τοὺς δεσμοὺς καὶ τὶς ὀφειλές μας. Τὸ καλό μας ὄνομα, τὸ κύρος ἢ τὴ φήμη μας. Τὰ σχέδιά μας, τὶς ἐλπίδες μας. Ἕτοιμοι γιὰ ὅλα, ἀκόμα καὶ γιὰ τὸ θάνατο, γιὰ χάρη τοῦ ἀγαπημένου.

Χρήστος Γιανναράς, Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων – Modulatio

Πίνακας:  Francesco Hayez, The Kiss

[Ευχαριστώ:http://users.uoa.gr/~nektar/history/tributes/xrhstos_giannaras/comment_on_song_of_songs.htm ]

Ο ελέφαντας κι η πεταλούδα

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας ελέφαντας που όλη μέρα καθόταν και δεν έκανε τίποτα.

Ζούσε μόνος του σ’ ένα σπιτάκι πέρα ψηλά στην κορφή ενός στριφογυριστού δρόμου.

Από το σπίτι του ελέφαντα, ο στριφογυριστός δρόμος κατέβαινε, όλο κατέβαινε γεμάτος στροφές κι έφτανε σε μία πράσινη κοιλάδα, όπου ήταν ένα άλλο σπιτάκι. Στο σπιτάκι εκείνο ζούσε μία πεταλούδα.

Μια μέρα, εκεί που ο ελέφαντας καθόταν στο σπιτάκι του πλάι στο παράθυρο και κοίταζε έξω και δεν έκανε τίποτα (κι ήταν πολύ χαρούμενος, γιατί αυτό ακριβώς του άρεσε να κάνει περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο), είδε κάποιον ν’ ανεβαίνει, ολοένα ν’ ανεβαίνει το στριφογυριστό δρόμο κατά το σπιτάκι του∙ κι άνοιξε διάπλατα τα μάτια του και σάστισε πολύ. «Ποιος να ‘ναι αυτός που ανεβαίνει κι ολοένα κι ανεβαίνει το στριφογυριστό δρόμο κατά το σπιτάκι μου;» αναρωτήθηκε ο ελέφαντας.

cummingsfairytales12

Και μια στιγμή αργότερα, είδε πως ήταν μία πεταλούδα που πετάριζε χαρούμενα στο στριφογυριστό δρόμο∙ κι ο ελέφαντας είπε: «Απίστευτο! Θα περάσει άραγε απ’ το σπιτάκι μου να μου κάνει επίσκεψη;» Όσο πλησίαζε η πεταλούδα, τόσο η αγωνία του ελέφαντα μεγάλωνε – ώσπου η πεταλούδα ανέβηκε τα σκαλιά του μικρού σπιτιού και χτύπησε πολύ απαλά με το φτερό της την πόρτα. «Είναι κανείς εδώ;» ρώτησε.

Ο ελέφαντας ήταν ενθουσιασμένος, μα δεν είπε λέξη.

Η πεταλούδα χτύπησε ακόμη μια φορά με το φτερό της, λίγο πιο δυνατά αλλά πάλι πολύ απαλά, και είπε: «Μένει κανείς σ’ αυτό το σπίτι;»

Ούτε και τότε ο ελέφαντας είπε τίποτα, γιατί απ’ τη χαρά του δεν μπορούσε να μιλήσει.

Την τρίτη φορά η πεταλούδα χτύπησε την πόρτα αρκετά δυνατά και ρώτησε: «Είναι κανείς μέσα;» Αυτήν τη φορά ο ελέφαντας είπε με φωνή που έτρεμε: «Εγώ». Η πεταλούδα κοίταξε δειλά απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα και είπε: «Ποιος είσαι εσύ που ζεις σ’ αυτό το σπιτάκι;» Κι ο ελέφαντας κοίταξε δειλά από τη μισάνοιχτη πόρτα και είπε: «Είμαι ο ελέφαντας που δεν κάνει τίποτα όλη μέρα». «Ω» είπε η πεταλούδα. «Να περάσω;» «Κόπιασε» είπε ο ελέφαντας μ’ ένα μεγάλο χαμόγελο, γιατί ήταν τρισευτυχισμένος. Η πεταλούδα έσπρωξε απαλά την πόρτα με το φτερό της, την άνοιξε και μπήκε.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν εφτά δέντρα που ζούσαν πλάι στο στριφογυριστό δρόμο. Κι όταν η πεταλούδα έσπρωξε την πόρτα με το φτερό της και μπήκε στο σπιτάκι του ελέφαντα, ένα από τα δέντρα είπε σ’ ένα από τα δέντρα: «Μου φαίνεται πως θα βρέξει».

«Ο στριφογυριστός δρόμος θα γίνει μούσκεμα και θα μοσχοβολάει», είπε ένα άλλο δέντρο σ’ ένα άλλο δέντρο.

Ένα από τ’ άλλα δέντρα είπε τότε σ’ ένα από τ’ άλλα δέντρα: «Τι τυχερή που είναι η πεταλούδα που είναι ασφαλής στο σπιτάκι του ελέφαντα. Έτσι δεν θα πάθει τίποτα απ’ τη βροχή».

Μα το μικρότερο απ’ τα δέντρα είπε: «Άρχισε κιόλας να βρέχει, το νιώθω». Και πράγματι, την ώρα που η πεταλούδα κι ο ελέφαντας συζητούσαν μες στο σπιτάκι του ελέφαντα, πάνω ψηλά στην κορφή του στριφογυριστού δρόμου, άρχισε παντού να πέφτει μια απαλή βροχή∙ κι η πεταλούδα με τον ελέφαντα κάθισαν μαζί πλάι στο παράθυρο και κοίταζαν έξω κι ένιωθαν ασφαλείς και χαρούμενοι, ενώ ο στριφογυριστός δρόμος είχε μουσκέψει κι είχε αρχίσει να μοσχοβολάει, όπως ακριβώς είχε πει το τρίτο δέντρο.

Δεν πέρασε πολλή ώρα κι η βροχή σταμάτησε. Ο ελέφαντας αγκάλιασε πολύ απαλά τη μικρή πεταλούδα και είπε: «Μ’ αγαπάς λιγάκι;»

Κι η πεταλούδα χαμογέλασε και είπε: «Όχι, σ’ αγαπώ πάρα πολύ».

Ο ελέφαντας τότε είπε: «Είμαι πολύ χαρούμενος, νομίζω πως πρέπει να πάμε να κάνουμε μια βόλτα μαζί εσύ κι εγώ: η βροχή σταμάτησε πια κι ο στριφογυριστός δρόμος μοσχοβολάει».

Η πεταλούδα είπε: «Ναι, αλλά πού να πάμε εσύ κι εγώ;»

Ας κατεβούμε το στριφογυριστό δρόμο κι ας πάμε πέρα μακριά, εκεί που δεν έχω πάει ποτέ» είπε ο ελέφαντας στη μικρή πεταλούδα. Κι η πεταλούδα χαμογέλασε και είπε: «Πολύ θέλω να κατεβώ μαζί σου το στριφογυριστό δρόμο και να πάμε πέρα μακριά – ας βγούμε απ’ την πορτούλα του σπιτιού σου κι ας κατεβούμε τα σκαλιά μαζί – τι λες;»

Βγήκαν λοιπόν μαζί απ’ το σπιτάκι, και το χέρι του ελέφαντα αγκάλιαζε πολύ απαλά την πεταλούδα. Το μικρότερο απ’ τα δέντρα είπε τότε στους έξι φίλους του: «Μου φαίνεται πως η πεταλούδα αγαπάει τον ελέφαντα όσο κι ο ελέφαντας αγαπάει την πεταλούδα, και χαίρομαι πάρα πολύ, γιατί θα μείνουν αγαπημένοι για πάντα».

cummingsfairytales10

Κι ο ελέφαντας με την πεταλούδα κατέβαιναν, ολοένα και κατέβαιναν το στριφογυριστό δρόμο.

Μετά τη βροχή είχε βγει ένας υπέροχος λαμπερός ήλιος.

Στο στριφογυριστό δρόμο τα λουλούδια μοσχοβολούσαν.

Ένα πουλί άρχισε να τραγουδάει σ’ ένα θάμνο και τα σύννεφα χάθηκαν απ’ τον ουρανό κι ήταν παντού Άνοιξη.

Όταν έφτασαν στο σπίτι της πεταλούδας κάτω στην πράσινη κοιλάδα, που ήταν πράσινη όσο ποτέ, ο ελέφαντας είπε: «Αυτό είναι το σπίτι σου;»

Κι η πεταλούδα είπε: «Ναι, αυτό είναι».

«Να περάσω;» είπε ο ελέφαντας.

«Ναι» είπε η πεταλούδα. Ο ελέφαντας λοιπόν έσπρωξε ελαφρά την πόρτα με την προβοσκίδα του και μπήκαν στο σπίτι της πεταλούδας. Τότε ο ελέφαντας φίλησε την πεταλούδα πολύ απαλά κι η πεταλούδα είπε: «Γιατί δεν είχες έρθει ποτέ μέχρι τώρα εδώ κάτω στην κοιλάδα που μένω;» Κι ο ελέφαντας απάντησε: «Γιατί δεν έκανα τίποτα όλη μέρα. Τώρα όμως που ξέρω πού μένεις, θα κατεβαίνω κάθε μέρα το στριφογυριστό δρόμο για να σε βλέπω, αν δεν σε πειράζει – σε πειράζει;» Τότε η πεταλούδα φίλησε τον ελέφαντα και είπε: «Σ’ αγαπώ και θέλω πολύ να έρχεσαι».

Κι από τότε ο ελέφαντας κατέβαινε κάθε μέρα το στριφογυριστό δρόμο που μοσχοβολούσε (περνώντας πλάι απ’ τα εφτά δέντρα και το πουλί που κελαηδούσε μες στο θάμνο) για να πάει στη μικρή του φίλη την πεταλούδα.

Κι έμειναν αγαπημένοι για πάντα.

e.e.cummings, Παραμύθια (εκδ. Νεφέλη).

Ένα παραμύθι του Γιώργου Χειμωνά

– Είδα έναν έρωτα χτές. Είπε το κορίτσι.
– Τι ήταν; Ρώτησε το αγόρι.

Έχουν την ίδια ηλικία 5- 6 χρονών.

– Έλα να σου δείξω! Λέει το κορίτσι. Ξαπλώνει στη χλόη.
– Έλα τώρα από πάνω μου. Λέει στο αγόρι.
Το αγόρι σκύβει, ξαπλώνει πάνω στο κορίτσι.
– Είσαι πολύ βαρύς, λέει το κορίτσι. Πήγαινε λίγο στο πλάι.

Μένουν ξαπλωμένα, ακίνητα.

– Αυτό είναι έρωτας. Λέει το κορίτσι.
– Πόσο κρατάει; Ρωτάει το αγόρι.
– Πολύ λίγο. Λέει το κορίτσι. Σε λίγο σπρώχνει το αγόρι.
– Αυτό είναι ο έρωτας, λέει.

Σηκώνονται όρθια.

Το αγόρι λέει: – Αυτό ήταν όλο; Τίποτα δεν κατάλαβα.
-Τα αγόρια ποτέ δεν καταλαβαίνουν. Λέει το κορίτσι. Μονάχα τα κορίτσια καταλαβαίνουν.
Το αγόρι σωπαίνει. Λέει απότομα.
– Όμως και γω κατάλαβα.
– Τι κατάλαβες; Ρωτάει το κορίτσι.
– Δε ξέρω, λέει το αγόρι.

– Εκεί! Λέει το κορίτσι. Ξέρεις που. Κάτι. Εκεί.
– Ναι, εκεί. Λέει το αγόρι. Όμως, δε μπορεί να κρατήσει παραπάνω; Να μείνουμε λίγο παραπάνω;
– Όχι. Λέει το κορίτσι.Τόσο κρατάει ο έρωτας. Αν κρατήσει παραπάνω, λίγο παραπάνω να κρατήσει, τότε θα κρατήσει όλη τη ζωή.

– Ξέρω, λέει το αγόρι. Και τότε λέγεται αλλιώς.
– Και πώς λέγεται τότε; ρωτάει το κορίτσι.
– Γάμος. Λέει το αγόρι.

– Τίποτα δε ξέρεις. Τα αγόρια τίποτα δε ξέρουν. Λέει το κορίτσι.
– Και πώς λέγεται τότε; Ρωτάει το αγόρι.

Το κορίτσι σωπαίνει.

Ύστερα, λέει ξαφνικά:
– Γάμος, λέγεται η Γη με τον Ουρανό μαζί. Και δεν κρατάει μονάχα μια ζωή, κρατάει για πάντα. Η Γη από κάτω, κι από πάνω της ο Ουρανός. Πάντα. Αυτό είναι ο γάμος.
– Τίποτα δεν ξέρεις. Λέει το αγόρι, τα κορίτσια τίποτα δεν ξέρουν και λένε ό,τι τους κατέβει. Αυτό δεν είναι γάμος και δε λέγεται γάμος.
– Πώς λέγεται;, ρωτάει το κορίτσι.
– Αυτό λέγεται κόσμος, λέει το αγόρι. Και δεν έχει καμία σχέση.

Σωπαίνουν.

– Να κάνουμε τώρα την Γη με τον Ουρανό; Ρωτάει το αγόρι.
– Ναι, λέει το κορίτσι, αλλά τότε θα το πούμε γάμο, όχι κόσμο.
– Το ίδιο είναι, λέει το αγόρι, αλλά εντάξει, θα το πούμε γάμο.
– Καλύτερα να μη το πούμε τίποτα. Λέει το κορίτσι. Θα είναι μαζί έρωτας και γάμος και δεν θα έχει όνομα.
– Μ’ αρέσει που δε θα έχει κανένα όνομα! Λέει το αγόρι.
– Και μένα! Λέει το κορίτσι

 – Βρήκαμε το πρώτο πράγμα στο κόσμο, που δεν έχει όνομα.