Λαχταρώ

Εικόνα

 

Εγώ θέλω να κοιμάμαι πλάι σου.
Και να σου κάνω τα ψώνια σου, και να σου κουβαλάω τις σακούλες σου,
Και να σου λέω πόσο πολύ μου αρέσει να είμαι μαζί σου,
Και να θέλω να παίζουμε κρυφτό,
Και να σου δίνω τα ρούχα μου, και να σου λέω πόσο μʼ αρέσουν τα παπούτσια σου,
Και να κάθομαι στις σκάλες ώσπου να κάνεις μπάνιο,
Και να σου τρίβω το σβέρκο σου,
Και να σου φιλάω τα πόδια σου,
Και να σου κρατάω το χέρι σου,
Και να βγαίνουμε για φαγητό, και να μη με νοιάζει που θα μου τρως το δικό μου,
Και να σου δακτυλογραφώ την αλληλογραφία σου, και να σου κουβαλάω τα ντοσιέ σου,
Και να γελάω με την παράνοια σου,
Και να σου δίνω κασέτες που δεν θα τις ακούς,και να βλέπουμε καταπληκτικές ταινίες, και να βλέπουμε απαίσιες ταινίες,και να μαλώνουμε για το ραδιόφωνο,
και να σε βγάζω φωτογραφίες όταν κοιμάσαι,
και να σηκώνομαι πρώτος για να σου φέρω καφέ και κουλούρια και γεμιστά κρουασάν,
Και να πηγαίνουμε για καφέ στο Φλοράντ τα μεσάνυχτα,
Και να σʼ αφήνω να μου κάνεις τράκα τσιγάρα,
Και να μην καταφέρνω ποτέ να βρω ένα σπίρτο,
Και να σου λέω τι είδα στην τηλεόραση χτες το βράδυ,
Και να μη γελάω με τα αστεία σου, και να σε θέλω το πρωί αλλά να σʼ αφήνω να κοιμηθείς λίγο ακόμα.
Και να φιλάω την πλάτη σου, και να χαϊδεύω το δέρμα σου.
Και να σου λέω πόσο μα πόσο αγαπώ τα μαλλιά σου, τα μάτια σου, τα χείλη σου, το λαιμό σου, το στήθος σου,
Και να κάθομαι στις σκάλες και να καπνίζω, ώσπου να γυρίσει σπίτι ο διπλανός σου,
Και να κάθομαι στις σκάλες ώσπου να γυρίσεις σπίτι εσύ,
Και να τρελαίνομαι όταν αργείς,
Και να ξαφνιάζομαι όταν γυρίζεις νωρίτερα,
Και να σου χαρίζω ηλιοτρόπια,
Και να πηγαίνω στο πάρτι σου και να χορεύω ώσπου να πέσω ξερός,
Και νάμαι δυστυχισμένος όταν έχω άδικο,
Και νάμαι ευτυχισμένος όταν με συγχωρείς,
Και να χαζεύω τις φωτογραφίες σου,
Και να παρακαλάω να σʼ ήξερα μια ζωή.
Και νʼ ακούω τη φωνή σου στο αυτί μου,
Και να νοιώθω το δέρμα σου πάνω στο δέρμα μου,
Και να τρομάζω όταν θυμώνεις,
Και τόνα σου μάτι να κοκκινίζει και το άλλο γαλάζιο,
Και να σʼ αγκαλιάζω όταν σε πιάνει αγωνία,
Και να σε κρατάω σφιχτά όταν πονάς,
Και να σε θέλω όταν σε μυρίζω,
Και να σε πληγώνω όταν σε αγγίζω,
Και να κλαψουρίζω όταν είμαι πλάι σου, και να κλαψουρίζω όταν δεν είμαι,
Και να κυλάει το σάλιο μου πάνω στο στήθος σου,
Και να σε πλακώνω και να σε πνίγω τις νύχτες,
Και να ξεπαγιάζω όταν μου παίρνεις τις κουβέρτες, και να ζεσταίνομαι όταν δεν μου τις παίρνεις,
Και να λιώνω όταν χαμογελάς και να διαλύομαι όταν γελάς,
Και να μην καταλαβαίνω όταν λες ότι σε απορρίπτω,
Και νʼ αναρωτιέμαι πως σου πέρασε ποτέ απʼ το νου ότι εγώ θα μπορούσα ποτέ να σε απορρίψω,
Και νʼ αναρωτιέμαι ποια είσαι αλλά να σε δέχομαι έτσι όπως είσαι,
Και να σου λέω για το μαγεμένο δάσος, τον άγγελο του δέντρου, το αγόρι που πέρασε πετώντας τον ωκεανό επειδή σʼ αγαπούσε,
Και να σου γράφω ποιήματα, και να αναρωτιέμαι γιατί δεν με πιστεύεις,
Και να σʼ αγαπάω τόσο βαθιά που να μην μπορώ να το βάλω σε λόγια,
Και να θέλω να σου πάρω ένα γατάκι που θα το ζηλεύω γιατί θα το προσέχεις περισσότερο από μένα,
Και να μη σʼ αφήνω να σηκωθείς απʼ το κρεβάτι όταν πρέπει να φύγεις,
Και να σου αγοράζω δώρα που εσύ δεν τα θέλεις, και πάλι να τα παίρνω πίσω,
Και να σου λέω να παντρευτούμε, και συ να μου λες πάλι όχι,
Αλλά εγώ να στο λέω και να στο ξαναλέω, γιατί όσο κι αν νομίζεις πως δεν το λέω σοβαρά εγώ πάντα σοβαρά το έλεγα, από την πρώτη φορά που στο είπα,
Και να τριγυρίζω στη πόλη και να τη νοιώθω άδειος χωρίς εσένα,
Και να θέλω ότι θέλεις,
Και να νομίζω πως χάνομαι, αλλά να ξέρω πως πλάι σου είμαι ασφαλής,
Και να σου μιλάω για ότι χειρότερο έχω μέσα μου,
Και να προσπαθώ να σου δίνω ότι καλύτερο έχω μέσα μου γιατί δεν σου αξίζει τίποτα λιγότερο
Και να σου λέω την αλήθεια αν και κατά βάθος δεν θέλω
Και να προσπαθώ να είμαι ειλικρινής γιατί ξέρω πως το προτιμάς,
Και να νομίζω πως όλα τέλειωσαν, κι ωστόσο να περιμένω άλλα δέκα λεπτά πριν με πετάξεις έξω απʼ ζωή σου,
Και να ξεχνάω ποιος είμαι,
Και να κάνουμε έρωτα στις τρεις το πρωί,
Και κάπως με κάποιο τρόπο να σου εκφράζω έστω και λίγο
Τον ακάθεκτο
Τον ακατάλυτο
Τον ακατάσβεστο
Τον μεταρσιωτικό
Τον ψυχαναλυτικό
Τον άνευ όρων τον τα πάντα πληρούντα, τον δίχως τέλος και δίχως αρχή,

Έρωτά μου για σένα.

Sarah Kane, «Λαχταρώ», Εκδ. Η νέα ΣΚΗΝΗ (απόσπασμα)

[ «Η Σάρα Κέιν πέθανε τραγικά. Ήταν τόσο μεγάλος και τόσος βαθύς ο τρόμος του κόσμου. Δεν τον άντεξε, ήταν γυμνή. Απροστάτευτη. Γυμνά είναι και τα έργα της. Τρομαγμένα. Τρομερά.» -Harold Pinter ]

Aldo Carotenuto

Εικόνα

…»Η ζήλια είναι αιτία πόνου και δυστυχίας, γιατί εκείνος που έχει πέσει θύμα της, έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ζωή του δεν έχει νόημα χωρίς το αγαπημένο πρόσωπο και ότι μόνο ζώντας μαζί του μπορεί να φθάσει στην ωριμότητα. Αυτό φέρνει τον ερωτευμένο αντιμέτωπο με το αίσθημα πως είναι ημιτελής, κι αυτό τον γεμίζει με τόση αγωνία και άγχος ώστε το φάντασμά του τον αποτρέπει από το να αφεθεί. Φοβόμαστε λοιπόν να έρθουμε αντιμέτωποι με αυτό το αίσθημα της μηδαμινότητας και της ανεπάρκειάς μας, γιατί τότε θα νιώθουμε σαν να είμαστε ο ένας πόλος της αντιπαράθεσης που υπάρχει εφόσον υπάρχει και ο άλλος. Για να αντιμετωπίσουμε αυτή την εμπειρία, χρειάζεται, όπως είπα, θάρρος.

Εκείνος που κάνοντας τον απολογισμό της ζωής του μπορεί να ισχυριστεί ότι ποτέ δεν παρασύρθηκε, ποτέ δεν δέχθηκε τον έρωτα, με όλους τους κινδύνους που αυτός συνεπάγεται, και με τη ζηλοτυπία του και με τις φωτεινές αλλά και ταπεινές στιγμές του, μπορούμε να πούμε ότι έζησε μία άτολμη ζωή, ότι από δειλία δήλωσε άρνηση σε κάτι μεγάλο, σε μία γνήσια ζωή. Η αποδοχή της μικρότητας και της ανεπάρκειάς μας είναι σημάδι ωριμότητας. Αποδεχόμενοι την πιθανότητα να ζηλέψουμε, δεχόμαστε και τον κίνδυνο να δούμε τη ζωή μας να εξελίσσεται μόνο υπό τον όρο ότι το αγαπημένο πρόσωπο θα είναι κοντά μας. Ο Μπαρτ (1977, σελ. 98) γράφει: «Ως ζηλότυπος υποφέρω τετραπλάσια. Υποφέρω επειδή ζηλεύω, υποφέρω επειδή κατηγορώ τον εαυτό μου που ζηλεύω, υποφέρω επειδή φοβάμαι πως η ζήλεια μου μπορεί να πληγώσει τον άλλο, υποφέρω επειδή αφήνω να με εξουσιάζει κάτι πολύ πεζό κι ασήμαντο: υποφέρω επειδή φοβάμαι μην παραγκωνιστώ, υποφέρω επειδή φοβάμαι μη γίνω επιθετικός, υποφέρω επειδή φοβάμαι μην είμαι τρελός κι υποφέρω επειδή φοβάμαι μην είμαι σαν όλους τους άλλους».

Πιστεύω ότι πρέπει να αφήνουμε περιθώρια στην πιθανότητα να νιώσουμε ζήλια και να επιτρέπουμε τον εαυτό μας να το ζήσει μέχρι τέλους. Αυτό σημαίνει να συνειδητοποιήσουμε τις σκοτεινές του πλευρές, τα παθολογικά του σημεία. Και πρέπει να είμαστε σε θέση να αποδεχτούμε την παθολογία μας, γιατί μόνο έτσι θ’ αποκτήσουμε αυτογνωσία. Όπως είναι λάθος να προσπαθούμε να γιατρέψουμε τις παραισθήσεις μας με φάρμακα, είναι και λάθος να θέλουμε να νικήσουμε τη ζήλια με τη δύναμη της θέλησής μας, γιατί αυτή μας βοηθά να γνωρίζουμε τις πιο απόκρυφες πλευρές του έρωτά μας.»

 

Aldo Carotenuto, «Έρως και Πάθος – Τα όρια της αγάπης και του πόνου», Εκδ. ίταμος (απόσπασμα)

*Πίνακας του Α. Αλεξανδράκη, «Καθισμένη γυναίκα με το χέρι στο κεφάλι της»

Γράμματα σ’ ένα νέο Ποιητή

Εικόνα

«Γόνιμος είναι κι ο έρωτας: επειδή κι ο έρωτας είναι δύσκολος. Έρωτας του ανθρώπου για τον άνθρωπο: ίσως αυτό νά ‘ναι το δυσκολότερο απ’ όσα μάς έταξεν η μοίρα, το πιο απόμακρο, η τελευταία δοκιμασία, το έργο που όλα τ’ άλλα δεν είναι παρά προετοιμασία και προπαρασκευή του. Γι’ αυτό κι οι νέοι — που είναι «αρχάριοι» στο κάθε τι — δεν ξέρουν ακόμα ν’ αγαπούν: πρέπει να διδαχτούν τον έρωτα. Με όλο τους το είναι, με όλες τους τις δυνάμεις συμμαζεμένες γύρω στην ερημική φοβισμένη καρδιά τους, που οι χτύποι της ψηλώνουν ολοένα, πρέπει να μάθουν ν’ αγαπούν. Ο καιρός όμως της μαθητείας είναι πάντα καιρός μακρόχρονου «εγκλεισμού». Έτσι είναι, για πολύν καιρό, κι ο έρωτας: μοναξιά, ολοένα και πιο έντονη και πιο βαθιά μόνωση. Έρωτας δε θα πει ν’ ανοίγεσαι ευθύς, να δίνεσαι, να ενώνεσαι με κάποιον Άλλον (τι θα ήταν, άλλωστε, η ένωση δυο όντων ακαθόριστων ακόμα, ατέλειωτων, ανοργάνωτων;)˙ είναι μια σπάνια ευκαιρία για να ωριμάσεις, ν’ αποχτήσεις μιαν υπόσταση δική σου, να γίνεις εσύ ένας ολόκληρος Κόσμος, για χάρη κάποιου άλλου, αγαπημένου προσώπου˙ είναι μια υψηλή, ακράτητη αξίωση, που σε χρίζει εκλεκτό της και σε σπρώχνει προς τ’ απέραντα πλάτη. Μόνο έτσι θά ‘πρεπε να μεταχειρίζονται οι νέοι τον έρωτά τους: σαν ένα καθήκον που τους υποχρεώνει να εργάζονται αδιάκοπα στο μέσα τους κόσμο («ν’ ακρομάζονται και να σφυροκοπάνε νύχτα-μέρα»). Δεν είναι ακόμα ώριμοι για το δόσιμο του εαυτού τους, για την εγκατάλειψη και το σβήσιμό τους μέσα σ’ ένα άλλο άτομο, για οποιοδήποτε τρόπο Ένωσης. (Πρέπει, πρώτα, και για πολύν-πολύν καιρό, να μαζεύουν και να θησαυρίζουν ολοένα.) Η Ένωση αυτή, το δόσιμο αυτό, είναι το στερνό σκαλοπάτι˙ ίσως η ανθρώπινη ζωή να μη μπορεί ακόμα να το χωρέσει.

Εδώ όμως λαθεύουν οι νέοι τόσο συχνά και τόσο βαριά: ορμάνε ακράτητοι ο ένας προς τον άλλον, όταν τους αγγίξει η αγάπη (είναι στη φύση τους να μη μπορούν να περιμένουν), σκορπίζονται εδώ κι εκεί, ενώ η ψυχή τους είναι γεμάτη ακεφιά, ακαταστασία και ταραχή… Τι μπορεί όμως να βγει απ’ αυτό; Τι μπορεί να κάνει η ζωή τούτο το μπερδεμένο σωρό τών μισοσπασμένων υλικών, που αυτοί τα ονομάζουν «ένωσή» τους και πολύ θά ‘θελαν να τα ονομάσουν «ευτυχία» τους; Και τι τούς μέλλεται το αύριο; Καθένας τους αφανίζεται για χάρη τού άλλου κι αφανίζει σύγκαιρα τον άλλον κι άλλους πολλούς ακόμα, που ίσως να ‘ρχόντουσαν κατόπι. Χάνει το νόημα τής απεραντοσύνης, χάνει όλες του τις δυνατότητες˙ ανταλλάζει το «πήγαιν’-έλα» των σιωπηλών, γεμάτων υποσχέσεις, πραγμάτων, με ένα στείρο ανακάτεμα, απ’ όπου δε μπορεί να βγει άλλο τίποτα παρά σιχασιά, απογοήτευση και φτώχεια. Δεν του μένει παρά να γυρέψει σωτηρία σε μιαν απ’ τις άπειρες συμβατικές καταστάσεις που είναι παντού στημένες, σα δημόσια καταφύγια, γύρω απ’ αυτόν τον επικίνδυνο δρόμο. Καμιά περιοχή τής ανθρώπινης υπόστασης δεν είναι τόσο πολύ γεμάτη από συμβατικότητες, όσο τούτη εδώ: σωσίβια, βάρκες και ναυαγοσωστικά είναι στη διάθεσή του, κάθε είδους βοήθεια που η κοινωνία έχει επινοήσει για τούτο το σκοπό. Για τους ανθρώπους ο έρωτας δεν είναι παρά μια απόλαυση, τον κατάντησαν λοιπόν κάτι εύκολο και φτηνό, ακίνδυνο και σίγουρο, όμοιο με τις απολαύσεις τών δρόμων.

Αλήθεια, πόσοι και πόσοι νέοι στάθηκαν ανίκανοι να βρουν το σωστό δρόμο τής αγάπης, για πόσους τα σύνορα τού έρωτα σταματάνε στο εύκολο, βιαστικό δόσιμο του εαυτού τους! (Οι περισσότεροι, άλλωστε, δε θα προχωρήσουν — σίγουρα — πιο πέρα από κει.) Νιώθουν, πολλοί, να λυγίζουν κάτ’ απ’ το βάρος αυτού τού λάθους και πασχίζουν να κάνουν βιώσιμη και γόνιμη, με το δικό τους προσωπικό τρόπο, την κατάσταση αυτή όπου βρέθηκαν ριγμένοι. Η φύση τους τούς λέει πως τα προβλήματα του έρωτα — λιγότερο από άλλα, που είναι το ίδιο σημαντικά — δε μπορούν να λυθούν σύμφωνα με τούτον ή εκείνον το γενικό κανόνα που εφαρμόζεται σ’ όλες τις περιπτώσεις˙ νιώθουν πως τα προβλήματα αυτά — άμεσα προβλήματα ανθρώπου προς άνθρωπο — χρειάζονται, για κάθε περίπτωση, καινούρια, ιδιαίτερη, αποκλειστικά προσωπική απάντηση. Πώς όμως αυτοί — μια και μπερδεύτηκαν πια έτσι αναμεταξύ τους που δεν ξεχωρίζουν ο ένας απ’ τον άλλον, μια και δεν έχουν πια τίποτα Δικό τους — πώς θα μπορούσαν να βρουν μέσα τους κάποιαν έξοδο, για να ξεφύγουν απ’ την άβυσσο όπου έχει βουλιάξει η μοναξιά τους;

Έρημοι κι αβοήθητοι, πορεύονται στα τυφλά κι ο ένας κι ο άλλος. Σκορπάνε τις καλύτερες δυνάμεις τους για να γλιτώσουν από συμβατικότητες όπως ο γάμος, και πέφτουν σ’ άλλες συμβατικές λύσεις, λιγότερο χτυπητές, το ίδιο όμως θανάσιμες. Επειδή μονάχα για συμβατικότητες είναι άξιοι. Ό,τι βγαίνει απ’ αυτές τις βιαστικές κι ανυπόμονες, θολές και ταραγμένες ενώσεις, είναι πάντα συμβατικό. Κάθε σχέση που είναι καρπός αυτής της πλάνης έχει κάτι το συμβατικό, ακόμα κι αν είναι ασυνήθιστη (ή, όπως λέει ο κόσμος, ανήθικη). Κι ο χωρισμός ακόμα θά ‘ταν μια συμβατική χειρονομία, μια απρόσωπη τυχαία απόφαση, αδύναμη κι άκαρπη.

Στο δρόμο τού Έρωτα (όπως και στο δρόμο τού Θανάτου, που είναι δύσκολος κι αυτός) δε θα βρεις — άμα τον αντικρύζεις σοβαρά — κανένα φως, καμιάν απόκριση, ούτε σημάδι, ούτε χαραγμένο δρόμο, για να σε βοηθήσουν. Και για τα δυο τούτα καθήκοντα, που κρατάμε κρυμμένα μέσα μας και τα παραδίνουμε στους άλλους χωρίς να φωτίσουμε το μυστικό τους, δεν υπάρχουν γενικοί κανόνες. Όσο όμως πιο πολύ αποζητάμε τη μοναξιά στη ζωή μας, τόσο περισσότερο ζυγώνουμε το μεγάλο νόημα τού έρωτα και τού θανάτου. Οι απαιτήσεις που, τραχύς και δύσκολος, ο έρωτας έχει απ’ τη ζωή μας σ’ όλη της την πορεία, είναι πάρα πολύ βαριές, κι εμείς, στα πρώτα μας βήματα, είμαστε πολύ αδύναμοι μπροστά τους. Αν όμως σταθούμε καρτερικοί και δεχτούμε τον έρωτα αυτόν σαν τραχιά μαθητεία — αντίς να χανόμαστε σ’ όλα εκείνα τα εύκολα και κούφια παιχνίδια, που επινόησε ο άνθρωπος για να μην αντικρύζει κατάματα τη βαθύτερη σοβαρότητα της ζωής — ίσως τότε, κείνοι που θά ‘ρθουν καιρό έπειτ’ από μάς, να νιώσουν μια κάποια πρόοδο κι ένα ξαλάφρωμα˙ και θά ‘ταν σημαντικό τούτο.

[…]

Αυτή η πρόοδος (ενάντια στη θέληση του άντρα, που θα μείνει, στην αρχή, πίσω) θα μεταμορφώσει ριζικά την ερωτική ζωή, πλημμυρισμένην από τόσες πλάνες σήμερα: ο έρωτας δε θά ‘ναι πια σχέση άντρα με γυναίκα, αλλά Ανθρώπου με Άνθρωπο˙ θα στέκει πιο κοντά στην ανθρώπινη φύση (γεμάτος άπειρη απαλότητα και σεβασμό, καλός και καθάριος σε όλα κείνα που σμίγει και χωρίζει). Θά ‘ναι ο έρωτας που προετοιμάζουμε μ’ αγωνία και μόχθο: δυο Μοναχικοί Άνθρωποι, που θα προστατεύουν, θα συμπληρώνουν, θα περιορίζουν και θα σέβονται ο ένας τον άλλον.

Και τούτο ακόμα: μη νομίσετε πως χάθηκε ο μεγάλος έρωτας που σας κυρίεψε κάποτε στα εφηβικά σας χρόνια˙ δε μέστωσαν, τότε, εντός σας τρανοί κι ευγενικοί πόθοι και σχέδια που, σήμερα ακόμα, τροφοδοτούν τη ζωή σας; Πιστεύω πως αυτός ο έρωτας μένει έτσι άφθαρτος και δυνατός μέσα στη θύμησή σας, επειδή στάθηκε η πρώτη σας βαθιά μόνωση, ο πρώτος εσώτερος μόχθος που κάνατε στη ζωή σας.»

Rainer Maria Rilke, Γράμματα σ’ ένα νέο Ποιητή», Εκδ. Ίκαρος (απόσπασμα)

Για τον Έρωτα

Image

«Σε όλο τον κόσμο οι άνθρωποι ερωτεύονται. Τραγουδούν για τον έρωτα, χορεύουν για τον έρωτα, γράφουν ποιήματα και ιστορίες για τον έρωτα. Λένε μύθους και θρύλους για τον έρωτα. Μαραζώνουν από έρωτα και ζουν από έρωτα, σκοτώνουν από έρωτα και πεθαίνουν από έρωτα. […]. Οι ανθρωπολόγοι έχουν βρει αποδείξεις ρομαντικής αγάπης, σε 170 κοινωνίες. Δε βρήκαν ποτέ κοινωνία που να μην την είχε.»  Helen Fisher

Αν η αγάπη είναι μία ήρεμη δύναμη, που την χαρακτηρίζει η οικειότητα, το νοιάξιμο, η εγγύτητα, η πλήρης και άνευ όρων αποδοχή του άλλου ως ελεύθερου και ανεξάρτητου όντος, ο έρωτας ενέχει μία σφοδρή επιθυμία για τον άλλον, πόθο, πάθος, ένταση, ζήλια, φαντασιώσεις, προσκόλληση και φόβο. Τα αμέτρητα εγκλήματα πάθους, οι αυτοκτονίες από έρωτα, τα ποιήματα, τα λογοτεχνικά έργα και τα τραγούδια, αλλά και τα βιβλία φιλοσοφίας που αιώνες τώρα μας αγγίζουν, αποδεικνύουν τόσο τη σφοδρότητα αυτού του συναισθήματος όσο και την πλήρη, ουσιαστικά, άγνοιά μας σχετικά με αυτόν. Τι είναι έρωτας, γιατί ερωτευόμαστε, πώς και ποιον ερωτευόμαστε, γιατί είμαι «τρελός από έρωτα», γιατί νιώθω τόσο παντοδύναμος και τόσο ευάλωτος ταυτόχρονα, γιατί πονάω, πώς είναι δυνατόν να φεύγει τόσο γρήγορα και ξαφνικά; Γιατί να θέλω αυτόν και όχι κάποιον άλλον και πώς γίνεται αυτή τη στιγμή που τον έχω στα χέρια μου, να φοβάμαι τόσο μήπως μου φύγει;

Αναρίθμητα τα ερωτήματα που μπορούν να τεθούν αναφορικά με τον έρωτα και λίγες οι απαντήσεις που μπορούν να τα ικανοποιήσουν, αφού ο κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός και ερωτεύεται με διαφορετικό τρόπο τον άλλον. Φιλόσοφοι, ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι, ποιητές, λογοτέχνες, ανθρωπολόγοι, σκηνοθέτες, συνθέτες, αλλά και άνθρωποι απλοί, της καθημερινότητας, προσπάθησαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να αποδώσουν αυτές τις «πεταλούδες στο στομάχι», τον «κόμπο στο λαιμό», τον «πόνο στην καρδιά», το σφίξιμο, την αγωνία, το πάθος, την απουσία  και, γενικότερα, την παραζάλη που λέμε Έρωτας. Φευ! Η έννοια μας ξεγλιστράει, απ’ όπου κι αν την πιάσουμε.

Καταλήγουμε λοιπόν να μιλάμε για τον έρωτα όπως νιώθουμε τον έρωτα: με ένα τεράστιο ερωτηματικό. Και ίσως είναι αυτό ακριβώς που έρχεται να αποδείξει πως ο Έρως είναι η απόλυτη επιβεβαίωση της ύπαρξής μας: μαζί με τον θάνατο, μας φέρνει κατά πρόσωπο με τις απαράλλαχτες ανά τους αιώνες αλήθειες της ζωής. Τον φόβο της μοναξιάς, την απουσία νοήματος, την επιθυμία για ολοκλήρωση, τον ψυχικό πόνο, την αγωνία, το εφήμερο της ζωής. Όπως θα τονίσει ο Δ. Λιαντίνης στη Γκέμμα του, «[…] δύο είναι οι ψηλότερες κορυφές της καταδρομικής πορείας του βίου μας. Η πείρα του έρωτα, και η πείρα του θανάτου. […] Κάθε φορά που ερωτεύουνται δύο άνθρωποι, γεννιέται το σύμπαν. Και κάθε φορά που πεθαίνει ένας άνθρωπος, πεθαίνει το σύμπαν.» Ο έρωτας, όπως και ο θάνατος δοκιμάζουν στο έπακρον τις ανθρώπινες αντοχές μας, μας φέρνουν στα όρια της ύπαρξής μας («Τι έρωτας, τι θάνατος, δεν έχεις να διαλέξεις») και μας υπενθυμίζουν ταυτόχρονα πόσο έντονη είναι η επιθυμία μας να ζήσουμε και να δημιουργήσουμε, αλλά και πόσο πολύ φοβόμαστε να το κάνουμε.

Τι να είναι άραγε αυτό που, ανάμεσα στους είκοσι ανθρώπους που βρίσκονται σε ένα δωμάτιο, κάνει τα μάτια μας να στέκονται σε ένα μόνο πρόσωπο; Οι ψυχολογικές θεωρίες θα μας πουν πως είναι οι ομοιότητες που προσλαμβάνουμε ανάμεσα σε εμάς και τον Άλλον: παρόμοια εμφάνιση, παρόμοιο μορφωτικό επίπεδο, παρόμοιο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, παρόμοιες αξίες (ίσως όμως να κοιτάμε και ελαφρώς πιο «ψηλά», πιο «πάνω» από το ίδιο επίπεδο, θα πρόσθετα εγώ). Άλλες απόψεις μας λένε πως επιλέγουμε το «συμπλήρωμά μας», αυτό που δεν έχουμε και έρχεται να το προσφέρει ο Άλλος: ένας εσωστρεφής άνθρωπος μπορεί να ερωτευτεί έναν εξωστρεφή, ένας άνθρωπος που δεν παίρνει εύκολα πρωτοβουλίες μπορεί να ερωτευτεί έναν αυθόρμητο και δυναμικό χαρακτήρα, κλπ. Ίσως πάλι, να ερωτευόμαστε τον άνθρωπο στα μάτια του οποίου συναντάμε ξανά, εκείνο το πρωταρχικό βλέμμα, την ματιά που αντικρίσαμε όταν γεννηθήκαμε. Εκείνους τους πρώτους μήνες, όταν η γλώσσα δεν είχε αναπτυχθεί ακόμα, ο μόνος τρόπος έκφρασης και ανταλλαγής συναισθημάτων ήταν η ματιά και η γλώσσα του σώματος της μητέρας και του πατέρα. Ως ενήλικες, μπορεί να έχουμε ξεχάσει αυτή την εμπειρία, όμως συνεχίζουμε να αναζητούμε αυτή τη ματιά, αυτή τη φωνή, εκείνη την κίνηση των χεριών, εκείνο το χαμόγελο, που για εμάς ορίζει την Ομορφιά. Από την άλλη πλευρά, μπορεί απλώς να έχουμε δομήσει μέσα μας μία συγκεκριμένη εικόνα για τον ιδανικό Άλλο και αυτή την εικόνα να προβάλλουμε πάνω στον άγνωστο που συναντάμε, επιθυμώντας την πλήρωσή της. Μπορεί όμως να είναι πράγματι και θέμα «χημείας» – ή για να το πω ορθότερα, «νευροχημείας». Οι νεότερες έρευνες των νευροεπιστημών προτείνουν την ύπαρξη μίας βιολογικής έλξης, μίας έλξης που ελέγχεται από τις ορμόνες (σεροτονίνη, ντοπαμίνη, οιστρογόνα και τεστοστερόνη) που εκλύει ο κεραυνοβολημένος από τον έρωτα εγκέφαλος.

Αδιευκρίνιστο μένει το Γιατί Αυτόν/ή, αδιευκρίνιστο και το Γιατί Τώρα. Αλήθεια, γιατί τώρα; Είναι επειδή νιώθουμε μόνοι, επειδή έχει τελματώσει η ζωή μας, επειδή έχουμε μπει σε μία ρουτίνα; Δεν αποκλείεται. Όπως δεν αποκλείεται να ερωτευθούμε σε μία χρονική στιγμή που δεν επιδιώκουμε να ερωτευθούμε ή που το τελευταίο πράγμα στο μυαλό μας είναι το να ερωτευθούμε. Μπορεί να προκύψει σε μία περίοδο της ζωής μας όπου αναθεωρούμε χρόνια παγιωμένα δεδομένα για τον εαυτό μας και τους άλλους, αλλά και σε μία περίοδο κατά την οποία νιώθουμε πως όλα τα έχουμε «τακτοποιήσει» (τα έχουμε;). Μπορεί να προκύψει οποτεδήποτε και οπουδήποτε, ανεξαρτήτως ηλικίας ή άλλων παραγόντων. Βεβαίως κάποιοι άνθρωποι χρησιμοποιούν τον έρωτα ως στρατηγική, ως αντίδοτο για την μοναξιά τους, ως παιχνίδι, ως χρώμα σε μία γκρίζα ζωή – αλλά εδώ μιλάμε για τον Έρωτα.

Ερωτευόμαστε. Και κάθε φορά, μοιάζει διαφορετική από τις προηγούμενες. Όμως, τι ερωτευόμαστε ακριβώς; Τι μας σαγηνεύει στον άλλον; Είναι πράγματι η περίφημη προσωπικότητα, το χαμόγελό του, η αισθησιακότητα/σεξουαλικότητα που εκλύει, ή μήπως συμβαίνει κάτι διαφορετικό; Ο έρωτας είναι μαγικός, επειδή λειτουργεί με καταλυτικό τρόπο μέσα μας. Κοιτάζοντας τον αγαπημένο νιώθουμε μία τέλεια πληρότητα και ταυτόχρονα συνειδητοποιούμε πόσο άδεια ήταν η ζωή μας χωρίς αυτόν. Δεν μας εκστασιάζει ο άλλος, μας εκστασιάζουν οι σκέψεις που προκαλεί ο άλλος για τον εαυτό μας. Δεν ερωτευόμαστε τον άλλον, αλλά αυτό που νιώθουμε για τον ίδιο τον εαυτό μας όταν είμαστε με τον άλλον. Αγαπάμε τον εαυτό μας επειδή ο άλλος μας ποθεί, μας χαμογελάει, μας επιθυμεί, μας θαυμάζει, μας σκέφτεται, μας κοιτάζει. Η ύπαρξή του δίνει νόημα στη δική μας ύπαρξη και μας ωθεί σε αυτοβελτίωση («με κάνεις να θέλω να γίνω καλύτερος άνθρωπος», λέει ο Jack Nicholson στην ταινία As good as it gets). Η ευτυχία που βιώνουμε με την παρουσία του άλλου μας γεμίζει και μας κάνει να νιώθουμε ικανοί για τα πάντα, δυνατοί, απρόσβλητοι από το οτιδήποτε  – κυρίως όμως μας κάνει να νιώθουμε έτοιμοι να κατανοήσουμε πλήρως τον εαυτό μας, εξαιτίας και διαμέσου του άλλου.

Μας εμπνέει και μας παρακινεί λοιπόν ο άλλος, όμως μπορεί και να μας αδρανοποιήσει, να μας γίνει εμμονή, να στρατοπεδεύσει στο μυαλό μας. Μία μόνιμη αμφιθυμία είναι ο έρωτας. Από την μία μας γεμίζει ενέργεια, από την άλλη μας εξαντλεί, μας αδειάζει. Στην παρουσία του άλλου υπάρχουμε, στην απουσία του χανόμαστε. Κι ένας φόβος, μόνιμα υπαρκτός δίπλα στον έρωτα: Φοβάμαι μην χαθώ χωρίς εσένα, αλλά φοβάμαι και μήπως σε χάσω από εμένα. Έρωτας δίχως φόβο δεν είναι έρωτας, σημειώνει ο Carotenuto. Και οι αντιφάσεις συνεχίζονται. Την στιγμή που ο άλλος επιβεβαιώνει με την παρουσία του την ύπαρξή μου, την ίδια στιγμή νιώθω πως χάνομαι, πως είμαι κάποιος άλλος, που όμως ταυτόχρονα θέλω να με ποθεί το αγαπημένο πρόσωπο. Χάνω την υποκειμενικότητά μου («χάνομαι σε εσένα») και ταυτόχρονα επιθυμώ να γίνω δικό σου αντικείμενο επιθυμίας, πόθου και πάθους. Πόσο δυστυχείς οι άνθρωποι που ποτέ δεν αγκαλιάστηκαν από κανέναν, δεν έγιναν ποτέ αντικείμενα έρωτα και πόθου και δεν είχαν την ευκαιρία να ανακαλύψουν τον εαυτό τους διαμέσου του άλλου!

 «Έρωτα, που δεν γονάτισες ποτέ στον πόλεμο […] φωλιάζεις στο κορμί και το μανίζεις. Εσύ των δικαίων ξεστρατίζεις το νου και στον χαμό τον σέρνεις.»

Ο έρωτας οδηγεί στην τρέλα, όπως παρατηρεί στην Αντιγόνη ο Σοφοκλής. Και είναι πράγματι μία κατάσταση «έλλογης τρέλας», «μη-παθολογικής παθολογίας», γι’ αυτό και συχνά μιλάμε για «συμπτώματα» του έρωτα. Είναι όμως και τραγικός και οι πρωταγωνιστές του τραγικά πρόσωπα, διότι εξ’ ορισμού – εκ φύσεως θα έλεγε κανείς – ο έρωτας τελειώνει. Το γιατί τελειώνει και μάλιστα γιατί εξ’ ορισμού είναι καταδικασμένος, μπορεί να πάρει επίσης ποικίλες απαντήσεις. Ορισμένες από αυτές μας δίνουν οι νευροεπιστήμες – όσο πεζό ή παράδοξο κι αν αυτό μας φαίνεται. Οι νευροχημικές αλλαγές που σημειώνονται στον εγκέφαλο του ερωτευμένου (ειδικά στις αρχές της σχέσης) μας δίνουν την εικόνα ενός ανθρώπου εθισμένου (αυξημένα επίπεδα ντοπαμίνης), που έχει χάσει την ικανότητα του αυτοελέγχου και της διαχείρισης του άγχους, που προκαλεί η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα (μειωμένα επίπεδα σεροτονίνης), και που καταλήγει να σκέφτεται εμμονικά την πηγή αυτής της αβεβαιότητας (τον Άλλο). Ταυτόχρονα, το άτομο γίνεται απερίσκεπτο και παράτολμο (μειωμένη ενεργοποίηση της αμυγδαλής και του προμετωπιαίου φλοιού, ο οποίος ελέγχει τη λογική σκέψη). Με άλλα λόγια, βλέπουμε έναν άνθρωπο με μειωμένη ικανότητα λογικής και κριτικής σκέψης, εθισμένο – σαν από κάποια ουσία – να αναζητεί διαρκώς τη «δόση» του, να μην μπορεί να σκεφτεί τίποτα άλλο πέρα από το ποθητό πρόσωπο, να γίνεται απερίσκεπτος και να κάνει «τρέλες», πλήρως παραδομένος στο συναίσθημά του. Ευλόγως αναρωτιέται κανείς, πόσο διάστημα μπορεί ένας άνθρωπος να επιβιώσει σε μία τέτοια κατάσταση έντονης διέγερσης και απώλειας ελέγχου. Η ίδια η βιολογία μας λοιπόν, μας προδίδει. Μας προδίδει όμως και η ψυχολογία μας. Ο έρωτας αδυνατεί να εκπληρώσει τις φαντασιώσεις που αρχικά είχαμε για έναν ιδεατό Άλλο. Άλλωστε, και ο άλλος είναι απλώς ένας άνθρωπος, διαφορετικός από εμάς, που ούτε να μας αφομοιώσει πλήρως μπορεί, ούτε είναι σε θέση να συντονιστεί πλήρως μαζί μας. Δεν είναι απογοήτευση αυτό, ούτε ματαίωση των προσδοκιών που είχαμε – απλά, απομαγευτήκαμε, κατέρρευσε μόνος του ο μύθος του μοναδικού Άλλου. Από την άλλη, αν βιαστήκαμε στην αρχή, αν ενδώσαμε στο επιτακτικό της επιθυμίας μας, αν όλα παραδόθηκαν και όλα ειπώθηκαν πολύ γρήγορα, τι μένει για μετά; Θέλει κι ο Έρως τον κατάλληλο ρυθμό του στην αποκάλυψη και την αυτοαποκάλυψη. Βέβαια, ηττούμαστε και από τον ίδιο μας τον φόβο: ο φόβος της εγκατάλειψης, του πόνου, της μοναξιάς, κερδίζει έδαφος έναντι του πόθου και του πάθους, καταλαγιάζοντας τα συναισθήματα και απομακρύνοντας τελικά τους πρωταγωνιστές. Μία περίεργη ήττα, θα έλεγε κανείς, ειδικά αν σκεφτεί πως στα πρώτα στάδια του έρωτα, αυτός ακριβώς ο φόβος ήταν που υποδαύλιζε το πάθος. Και είναι πάλι ένας φόβος αυτό που μας τρέπει σε φυγή, όταν αρχίσουμε να συνειδητοποιούμε πόσο εκτεθειμένοι είμαστε ή μπορεί να γίνουμε απέναντι στον άλλον, πόσο ανοιχτά και διάφανα είναι τα συναισθήματα και η ψυχή μας, πόσο ευάλωτα στον «χειρισμό» του άλλου – εμείς, που στην αρχή σκεφτόμασταν «κάνε με ο,τι θες, εσύ», είμαστε οι ίδιοι που δεν το αντέχουμε το βάρος αυτό. Ας μην αναφερθούμε στα εμπόδια, τους αντικειμενικούς παράγοντες, τους προσωπικούς στόχους ή άλλες μεταβλητές της πραγματικότητας που μπορεί να απειλήσουν και να καταδικάσουν τελικά έναν έρωτα…

Πόσο δύσκολο μας είναι να παραδεχθούμε τη δική μας συμβολή σε αυτό το «τέλος»! Και πόσο εύκολα κινητοποιούμε ασυνείδητες δυνάμεις άρνησης («έχω κολλήσει, δεν μπορώ να την ξεχάσω», «αποκλείεται, δεν έχει τελειώσει») και εκλογίκευσης («σιγά, τι έγινε – ούτως ή άλλως ποτέ δεν πίστεψα ότι ήταν έρωτας»), ή  πόσο αναποφάσιστοι προτιμούμε να μένουμε («δεν ξέρω τι θέλω», «δεν μπορώ χωρίς αυτόν, δεν μπορώ με αυτόν»), αντί να αφεθούμε τελικά στον πόνο του οριστικού τέλους.

Κάθε κείμενο, κάθε βιβλίο που έχει γραφεί για τον έρωτα, σε αφήνει πάντα με την αίσθηση ότι ελάχιστα τελικά ειπώθηκαν. Έτσι είναι. Δυόμιση χιλιάδες χρόνια φιλοσοφικής, επιστημονικής και καλλιτεχνικής παραγωγής δεν υπήρξαν αρκετά για να δώσουν οριστικές απαντήσεις στο ερώτημα του Έρωτα. Και δεν είμαι σίγουρη αν θέλουμε πράγματι να μάθουμε τα πάντα για αυτόν. Μπορεί να ρωτάμε, να ζητάμε συμβουλές, να προσπαθούμε να τον αποκρυπτογραφήσουμε, μπορεί να κυριαρχεί στις συζητήσεις με τους φίλους μας, αλλά τελικά, θέλουμε την μαγεία του, γιατί χωρίς αυτή δεν υπάρχει ούτε ο ίδιος. Συμφωνώντας απόλυτα με τον Κικέρωνα που έγραφε πως «ο έρως και η λογική μοιάζουν με τον ήλιο και το φεγγάρι: Όταν ανατέλλει το ένα, δύει το άλλο», θα πω πως αξίζει, έστω για μία φορά στη ζωή του, να νιώσει ένας άνθρωπος αυτά που περιγράφει η Σαπφώ στο ποίημά της:

«…γιατί μόλις σε δω για μια στιγμή, δεν μπορώ πια να αρθρώσω λέξη: αλλά η γλώσσα μου γίνεται κομμάτια και, κάτω από το δέρμα μου, γλιστράει απότομα μια λεπτή φωτιά: τα μάτια μου χάνουν το βλέμμα τους, τ’ αυτιά μου βουίζουν, ο ιδρώτας αυλακώνει το κορμί μου, ένα ρίγος με κυριεύει σύγκορμη γίνομαι πιο χλωμή κι από τη χλόη και, λίγο ακόμη, θα ‘λεγα ότι πεθαίνω.»

*Το έργο που συνοδεύει το κείμενο είναι του Γ. Γουναρόπουλου, «Φιλί τρίτο».

Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος

Πηγές και Προτεινόμενη Βιβλιογραφία

Aldo Carotenuto, Έρως και Πάθος – Τα όρια της αγάπης και του πόνου. Εκδ. Ίταμος, 2002

Pascal Bruckner, Το Παράδοξο του Έρωτα. Εκδ. Πατάκη, 2013

Alain Badiou, Εγκώμιο για τον Έρωτα. Εκδ. Πατάκη, 2009

Roland Barthes, Αποσπάσματα του Ερωτικού Λόγου. Εκδ. Ράππα, 2012

Denis de Rougemont, Ο Έρως και η Δύση. Εκδ. Ίνδικτος, 2002

Alain de Botton, Μικρή Φιλοσοφία του Έρωτα. Εκδ. Πατάκη, 2003

Κορδούτης, Π. Ψυχολογία των Διαπροσωπικών Σχέσεων: Συστατικά, Δομή, Διεργασίες της Στενής Διαπροσωπικής Σχέσης, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. (Ακαδημαϊκές Σημειώσεις)

Irvin Yalom, Ο Δήμιος του Έρωτα. Εκδ. Άγρα, 2003.

Δημήτρης Λιαντίνης, Γκέμμα. Εκδ. Δ. Λιαντίνη, 2006

Helen Fisher, Ομιλία της στο TED2008, Monterey, California: http://www.ted.com/talks/lang/el/helen_fisher_studies_the_brain_in_love.html

Aron, A., Fisher, H., Mashek, D.J., Strong, G., Li H., & Brown, L.L. (2005) Reward, Motivation and Emotion Systems Associated with Early-Stage Intense Romantic Love: An fMRI study. Journal of Neurophysiology 94, 327-337.