Η αγάπη μόνη απάντηση στο πρόβλημα της ανθρώπινης ύπαρξης

Erich_Fromm_1975_schreibt

Με […] πιο γενικό τρόπο, ο ενεργητικός χαρακτήρας της αγάπης μπορεί να καθοριστεί αν πούμε ότι αγάπη πρωταρχικά σημαίνει δόσιμο και όχι απολαβή.

Τι σημαίνει όμως δόσιμο; Όσο κι αν φαίνεται απλή η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, ωστόσο είναι γεμάτη από αμφισβητήσεις και περιπλοκές. Η πιο διαδομένη παρεξήγηση είναι εκείνη σύμφωνα με την οποία υποτίθεται ότι δόσιμο σημαίνει χάσιμο, παραχώρηση, να στερείσαι κάτι, να θυσιάζεις κάτι […]

Για το δημιουργικό χαρακτήρα, το δόσιμο έχει μια ολότελα διαφορετική σημασία. Το να δίνεις είναι η πιο υψηλή έκφραση του δυναμισμού. Στην ίδια την πράξη του δοσίματος νιώθω τη δύναμή μου, τον πλούτο, την ικανότητά μου. Αυτό το αίσθημα της πλουτισμένης ζωτικότητας και του δυναμισμού με γεμίζει χαρά. Νιώθω τον εαυτό μου να πλημμυρίζει, να χαρίζει, ολοζώντανος και γιαυτό χαρούμενος. Το να δίνω μου φέρνει μεγαλύτερη χαρά από το να παίρνω, όχι γιατί είναι αποστέρησή μου αλλά γιατί στην πράξη της προσφοράς εκφράζεται η ζωντάνια μου, η ίδια μου η ύπαρξη.

[…]

Ωστόσο η πιο σημαντική περιοχή της προσφοράς δε βρίσκεται στα υλικά πράγματα αλλά στον ιδιαίτερο ανθρώπινο κόσμο. Τι δίνει αλήθεια ένας άνθρωπος στον συνάνθρωπό του; Δίνει από τον εαυτό του, από το πιο πολύτιμο που έχει, δίνει από τη ζωή του. Αυτό δε σημαίνει αναγκαστικά ότι θυσιάζει τη ζωή του για τον άλλο, αλλά ότι του δίνει από κείνο που είναι ζωντανό μέσα του. Του δίνει από τη χαρά του, από το ενδιαφέρον, την κατανόηση, τη γνώση, το χιούμορ, τη θλίψη του – απ’ όλες τις εκφράσεις και εκδηλώσεις της ζωής που κρύβει μέσα του. Και καθώς δίνει μ’ αυτό τον τρόπο, εμπλουτίζει το συνάνθρωπο, δυναμώνει το αίσθημα της ζωντάνιας του με το να δυναμώνει τη δική του αίσθηση ύπαρξης. Δε δίνει με το σκοπό να πάρει. Η προσφορά είναι από μόνη της μια εξαίσια χαρά. Καθώς όμως δίνει δε μπορεί παρά να γεννήσει κάτι καινούργιο μέσα στον άλλο άνθρωπο και αυτό που γεννιέται αντανακλάται πάλι σ’ αυτόν. Όταν αληθινά δίνεις, δε μπορεί παρά να λάβεις εκείνο που σου ξαναδίνεται. Το να δίνεις, έχει σαν επακόλουθο να μεταβάλεις και τον άλλο άνθρωπο σε δότη, γιαυτό κι οι δυο τους μετέχουν στη χαρά αυτού του καινούργιου που δημιούργησαν. Στην πράξη της προσφοράς κάτι νέο γεννιέται και τα δύο πρόσωπα νιώθουν ευγνωμοσύνη για τη ζωή που γεννήθηκε και για τους δυο τους. Ιδιαίτερα σε σχέση με την αγάπη, αυτό σημαίνει: η αγάπη είναι μία δύναμη που δημιουργεί αγάπη. Η αδυναμία να δημιουργήσεις αγάπη, είναι ανικανότητα. Αυτή η σκέψη έχει εκφραστεί πολύ όμορφα από τον Μαρξ: «Ας πάρουμε», γράφει, «τον άνθρωπο σαν άνθρωπο και τη σχέση του με τον κόσμο σαν ανθρώπινη σχέση, και τότε δεν μπορείς ν’ ανταλλάξεις την αγάπη παρά μόνο με εμπιστοσύνη κλπ. Αν θέλεις να χαρείς την τέχνη, πρέπει να είσαι καλλιτεχνικά διαπαιδαγωγημένος. Αν θέλεις να έχεις επιρροή στους άλλους, πρέπει να είσαι ένα τέτοιο άτομο που πραγματικά να ασκεί μια διεγερτική και προαγωγική επίδραση στους άλλους. Κάθε σχέση σου με τους ανθρώπους και τη φύση πρέπει να είναι μια συγκεκριμένη έκφραση της πραγματικής ατομικής σου ζωής που αντιστοιχεί στο αντικείμενο της θέλησής σου. Αν αγαπάς χωρίς να προκαλείς αγάπη, δηλαδή αν η αγάπη δε φέρνει και στον άλλο την αγάπη, αν καθώς εκφράζεσαι στη ζωή σαν άνθρωπος που αγαπά δε γίνεσαι ταυτόχρονα και αγαπημένος, τότε η αγάπη σου είναι ανίκανη, είναι δυστυχία». Αλλά όχι μόνο: στην αγάπη το να δίνεις σημαίνει και να παίρνεις. Και ο δάσκαλος διδάσκεται από τους μαθητές του, ο ηθοποιός ενθαρρύνεται από το κοινό του, ο ψυχαναλυτής θεραπεύεται από τον ασθενή του – με τον όρο ότι δε μεταχειρίζονται ο ένας τον άλλο σαν αντικείμενα, αλλά συνδέονται ανάμεσά τους πηγαία και δημιουργικά.

Erich Fromm, Η Τέχνη της Αγάπης (εκδ. Μπουκουμάνη). Αποσπάσματα από το Κεφάλαιο 1, Η Θεωρία της Αγάπης: Η Αγάπη μόνη απάντηση στο πρόβλημα της ανθρώπινης ύπαρξης.

Ερωτευόμαστε εκείνον που ανταποκρίνεται στην ερώτησή μας: «Ποιος είμαι;»

JAMiller

Hanna Waar (από εδώ και στο εξής ΗW): Μας διδάσκει κάτι η ψυχανάλυση για τον έρωτα;

Jacques-Alain Miller ( από εδώ και στο εξής JAM): Πολλά πράγματα, επειδή είναι μια εμπειρία της οποίας πηγή είναι ο έρωτας. Είναι το ερώτημα του αυτόματου και, ακόμη συχνότερα, αυτού του μη συνειδητού έρωτα που φέρνει ο αναλυόμενος στον αναλυτή και καλείται μεταβίβαση. Είναι σκηνοθετημένος έρωτας αλλά φτιαγμένος από το ίδιο υλικό με τον αληθινό έρωτα.  Ρίχνει φως στον μηχανισμό του: ο έρωτας απευθύνεται σε αυτόν/την που νομίζεις ότι γνωρίζει την αληθινή αλήθεια σου. Αλλά ο έρωτας σε κάνει να σκεφτείς ότι αυτή η αλήθεια είναι ευχάριστη ενώ στην πραγματικότητα είναι  δύσκολο να την αντέξεις.

HW: Τι είναι λοιπόν το να ερωτεύεσαι αληθινά;

JAM: Το να είσαι αληθινά ερωτευμένος είναι να πιστεύεις ότι με το να ερωτεύεσαι θα πάρεις μια αλήθεια για τον εαυτό σου. Ερωτευόμαστε αυτόν/ή που έχει την απάντηση ή μια απάντηση στην ερώτησή μας: «Ποιος είμαι;»

HW: Γιατί κάποιοι γνωρίζουν πώς να ερωτεύονται και κάποιοι άλλοι όχι;

JAM: Μερικοί άνθρωποι ξέρουν πώς να προκαλέσουν τον έρωτα στο άλλο πρόσωπο, όντας εραστές κατά συρροή, παρομοίως άνδρες και γυναίκες. Γνωρίζουν τι ωθεί  κάποιον να ερωτευτεί. Αλλά δεν ερωτεύονται απαραιτήτως, μάλλον παίζουν τη γάτα με το ποντίκι με το θήραμά τους. Για να ερωτευτείς πρέπει να παραδεχτείς την έλλειψή σου και να αναγνωρίσεις ότι χρειάζεσαι τον/την άλλο/η, ότι σου λείπει. Εκείνοι που νομίζουν ότι είναι πλήρεις μόνοι τους ή θέλουν να γίνουν δεν ξέρουν να ερωτεύονται. Και μερικές φορές το επιβεβαιώνουν με πόνο. Χειραγωγούν, κινούν τα νήματα αλλά για τον έρωτα δεν γνωρίζουν ούτε τα ρίσκα του ούτε την ευχαρίστησή του.

HW: «Πλήρεις μόνοι τους»: μόνο ένας άνδρας θα σκεφτόταν κάτι τέτοιο..

JAM: Καλή παρατήρηση! Ο Lacan συνήθιζε να λέει: «Το να ερωτεύεσαι είναι να δίνεις κάτι που δεν έχεις». Αυτό σημαίνει: το να ερωτεύεσαι  είναι το να αναγνωρίζεις την έλλειψή σου και να τη δίνεις στον άλλο, να την τοποθετείς στον άλλο. Δεν είναι να δίνεις αυτό που κατέχεις, αγαθά και δώρα, είναι να δίνεις κάτι που δεν κατέχεις, κάτι που είναι πέρα από σένα. Για να το κάνεις αυτό πρέπει να αποδεχτείς την έλλειψη, τον «ευνουχισμό»  σου όπως έλεγε ο Freud.  Και αυτό είναι ουσιωδώς γυναικείο. Κάποιος αγαπά πραγματικά από μια γυναικεία θέση. Η αγάπη σε εκθηλύνει (feminise). Για αυτό η αγάπη στον άνδρα είναι πάντα λίγο κωμική, αστεία. Αν όμως επιτρέψει στον εαυτό του να φοβηθεί την γελοιοποίηση, τότε στην πραγματικότητα δεν είναι και πολύ σίγουρος για τον ανδρισμό του.

HW: Είναι πιο δύσκολο για τους άνδρες να ερωτευτούν;

JAM: Ω ναι! Ακόμη και ένας ερωτευμένος άνδρας έχει αναλαμπές αξιοπρέπειας, ξεσπάσματα επιθετικότητας απέναντι στο αντικειμένο του έρωτά του, επειδή αυτός ο έρωτας τον βάζει σε μια θέση έλλειψης, εξάρτησης. Για αυτό και μπορεί να επιθυμεί γυναίκες με τις οποίες δεν είναι ερωτευμένος, έτσι ώστε να επιστρέψει στην ανδροπρεπή  θέση που αναστέλλει  όταν είναι ερωτευμένος. Ο Freud καλεί αυτή την αρχή «υποβάθμιση της ερωτικής ζωής» στους άνδρες: τον διαχωρισμό μεταξύ έρωτα και σεξουαλικής επιθυμίας.

ΗW: Και στις γυναίκες;

JAM: Είναι λιγότερο συχνό. Στις περισσότερες περιπτώσεις υπάρχει ένας διπλασιασμός του ανδρικού συντρόφου. Από τη μια είναι ο άνδρας που τους δίνει απόλαυση και που επιθυμούν, και από την άλλη ο άνδρας του έρωτα, που είναι εκθηλυμένος, απαραιτήτως ευνουχισμένος. Μόνο που δεν είναι η ανατομία που έχει εδώ τα ηνία: υπάρχουν μερικές γυναίκες που υιοθετούν μια ανδρική θέση. Υπάρχουν όλο και περισσότερες. Ένας άνδρας για αγάπη και άλλοι άνδρες για απόλαυση, που γνώρισαν στο διαδίκτυο, στο δρόμο ή στο τρένο.

HW: Γιατί «όλο και περισσότερες»;

JAM: Τα κοινωνικοπολιτισμικά  στερεότυπα της θηλυκότητας και της αρρενωπότητας βρίσκονται σε μια διαδικασία ριζικού μετασχηματισμού. Οι άνδρες καλούνται να αποκαλύψουν τα συναισθήματά τους, να αγαπούν και να εκθηλυνθούν. Οι γυναίκες αντιθέτως υφίστανται μια πίεση για αρρενοποίηση: στο όνομα της νομικής ισότητας οδηγούνται στο να συνεχίζουν να λένε: «και εγώ επίσης». Την ίδια στιγμή οι ομοφυλόφιλοι/ες απαιτούν τα ίδια δικαιώματα και σύμβολα με τους ετεροφυλόφιλους  όπως ο γάμος και η γονεϊκότητα. Υπάρχει μια μεγάλη αστάθεια στους ρόλους, μια διαδεδομένη ρευστότητα στο θέατρο του έρωτα, που έρχεται σε αντίθεση με την σταθερότητα του χτες. Ο έρωτας γίνεται ρευστός, όπως παρατήρησε ο κοινωνιολόγος Zygmunt Bauman. O καθένας οδηγείται στο να εφεύρει το δικό του life style, να υιοθετήσει τον δικό του τρόπο απόλαυσης και έρωτα. Τα παραδοσιακά σενάρια γίνονται σταδιακά ξεπερασμένα. Η κοινωνική πίεση για εναρμόνιση δεν έχει εξαφανισθεί αλλά φθίνει.

HW: «Ο έρωτας είναι πάντα αμοιβαίος» είπε ο Lacan. Αληθεύει αυτό ακόμη στο παρόν πλαίσιο; Τι σημαίνει;

JAM: Αυτή η πρόταση επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά χωρίς να γίνεται κατανοητή ή γίνεται κατανοητή με λάθος τρόπο. Δεν σημαίνει ότι το να είσαι ερωτευμένος με κάποιον είναι αρκετό για να είναι ερωτευμένος και εκείνος μαζί σου. Κάτι τέτοιο θα ήταν ανόητο. Σημαίνει: «Αν σε έχω ερωτευτεί, είναι επειδή είσαι αξιαγάπητος. Εγώ είμαι αυτός που ερωτεύεται αλλά και εσύ ανακατεύεσαι σε αυτό, επειδή υπάρχει κάτι σε εσένα που με κάνει να σε ερωτευτώ. Είναι αμοιβαίο, επειδή υπάρχει ένα πίσω-μπρος: η αγάπη που έχω για εσένα είναι το ανταποδοτικό αποτέλεσμα του αίτιου της αγάπης που είσαι για μένα. Έτσι εμπλέκεσαι και εσύ. Ο έρωτάς μου για εσένα δεν είναι απλώς δικό μου ζήτημα αλλά και δικό σου. Ο έρωτας μου λέει κάτι για σένα που πιθανώς να μην το γνωρίζεις». Αυτό δεν εγγυάται ούτε στο ελάχιστο ότι κάποιος θα ανταποκριθεί στον έρωτα του άλλου: όταν αυτό συμβαίνει είναι πάντα της τάξης του θαύματος, δεν υπολογίζεται προκαταβολικά.

HW: Δεν τον ή την βρίσκουμε τυχαία. Γιατί αυτός ο άνδρας ή γιατί αυτή η γυναίκα ;

JAM: Είναι αυτό που ο Freud ονομάζει Liebesbedingung, η κατάσταση της αγάπης, το αίτιο της επιθυμίας. Είναι ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό ή σύνολο χαρακτηριστικών  που οδηγούν το άτομο να επιλέξει τον/ την αγαπημένο/η. Αυτό διαφεύγει εξ’ ολοκλήρου των νευροεπιστημών, επειδή είναι μοναδικό σε κάθε άνθρωπο, εξαρτάται από την μοναδική προσωπική του ιστορία. Για παράδειγμα, ο Freud αναφέρει για έναν ασθενή του ότι αίτιο της επιθυμίας του ήταν η γυαλάδα μιας γυναικείας μύτης.

HW: Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς στον έρωτα που θεμελιώνεται σε τέτοια ασήμαντα πράγματα!

JAM: Η πραγματικότητα του ασυνείδητου ξεπερνά την φαντασία. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσα θεμελιώνονται στην ανθρώπινη ζωή, ιδιαίτερα όσον αφορά τον έρωτα σε μικρά πράγματα, σε «θεϊκές λεπτομέρειες». Είναι αλήθεια ότι στους άντρες βρίσκεις τέτοια αίτια επιθυμίας, τα οποία είναι όπως τα φετίχ. Η παρουσία τους είναι απαραίτητη για να πυροδοτηθεί η διαδικασία της αγάπης. Μικροσκοπικές ιδιαιτερότητες, ενθύμια του πατέρα, της μητέρας, του αδελφού, της αδελφής, κάποιου/ας από την παιδική ηλικία επίσης παίζουν σημαντικό ρόλο στην επιλογή ερωτικού αντικειμένου από την γυναίκα. Αλλά η γυναικεία μορφή της αγάπης είναι περισσότερο ερωτομανιακή παρά φετιχιστική: θέλουν να αγαπηθούν και το ενδιαφέρον, η αγάπη, που τους δείχνεται είναι συχνά sine qua non για την πυροδότηση της αγάπης τους ή τουλάχιστον της συγκατάθεσής τους.  Αυτό το φαινόμενο βρίσκεται στην βάση του φλερτ των ανδρών προς τις γυναίκες.

HW: Αποδίδεις κάποιον ρόλο στις φαντασιώσεις;

JAM: Στις γυναίκες οι φαντασιώσεις, είτε συνειδητές είτε ασυνείδητες, είναι αυτές που παίζουν τον αποφασιστικό ρόλο για τη θέση της jouissance και λιγότερο η επιλογή του ερωτικού αντικειμένου.  Για τους άντρες ισχύει το αντίθετο.  Για παράδειγμα, μια γυναίκα μπορεί να φτάνει σε οργασμό (απόλαυση) με την προϋπόθεση ότι φαντάζεται κατά τη συνουσία ότι την χτυπούν, τη βιάζουν, ή ότι είναι μια άλλη γυναίκα ή ότι είναι κάπου αλλού, απούσα.

HW: Και η αντρική φαντασίωση;

JAM:  Την συναντούμε στην ιστορία του έρωτα με την πρώτη ματιά. Το κλασικό παράδειγμα που σχολιάστηκε από τον Lacan στη νουβέλα του Γκαίτε, το αιφνίδιο πάθος του Βέρθερου για τη Σαρλό τη στιγμή που τη βλέπει για πρώτη φορά καθώς ταΐζει τα παιδιά τριγύρω της. Εδώ είναι η μητρική ποιότητα της γυναίκας που πυροδοτεί τον έρωτα. Ένα άλλο παράδειγμα παρμένο από την πρακτική μου είναι το εξής: ένα αφεντικό στα 50 του βλέπει υποψηφίους για τη θέση γραμματέως. Εμφανίζεται μια νεαρή γυναίκα 20 χρονών. Αμέσως της δηλώνει τον έρωτά του. Αναρωτιέται τι του συνέβη και ξεκινά ανάλυση. Εκεί αποκαλύπτει τι πυροδότησε την αντίδρασή του. Στη γυναίκα συνάντησε χαρακτηριστικά που του θύμισαν τι ήταν στην ηλικία των 20 όταν πήγε στην πρώτη του συνέντευξη για δουλειά. Κατά κάποιον τρόπο ερωτεύτηκε τον εαυτό του. Σε αυτά τα δύο παραδείγματα βλέπουμε τις δύο πλευρές του έρωτα που διαχώρισε ο Freud: είτε ερωτεύεσαι κάποιον/α που προστατεύει, σε αυτή την περίπτωση τη μητέρα, ή ερωτεύεσαι την ναρκισσιστική εικόνα του εαυτού σου.

HW: Ακούγεται σαν να είμαστε κούκλες!

JAM: Όχι, μεταξύ του άνδρα και της γυναίκας τίποτα δεν γράφεται προκαταβολικά, δεν υπάρχει πυξίδα, προκαθορισμένη σχέση. Η συνάντησή τους δεν είναι προγραμματισμένη, όπως είναι μεταξύ του σπερματοζωαρίου και του ωάριου. Δεν έχει να κάνει ούτε με τα γονίδιά μας. Οι άνδρες και οι γυναίκες μιλούν, ζουν σε έναν κόσμο λόγου, και αυτό είναι καθοριστικό.  Οι τροπικότητες του έρωτα είναι εξαιρετικά ευαίσθητες στην περιβάλλουσα κουλτούρα. Κάθε πολιτισμός διακρίνεται για τον τρόπο που δομεί τη σχέση μεταξύ των φύλων. Τώρα στη Δύση, στις κοινωνίες μας που είναι φιλελεύθερες, νομικο-δικαιϊκές  το «πολλαπλό» είναι έτοιμο να εκθρονίσει το «ένα». Το ιδεώδες μοντέλο του μεγάλου έρωτα για μια ζωή χάνει σταδιακά έδαφος, έναντι του γρήγορου ραντεβού, του γρήγορου έρωτα και ενός πλήθους εναλλακτικών, διαδοχικών, ακόμη και ταυτόχρονων ερωτικών σεναρίων.

HW: Και η αγάπη μακροπρόθεσμα; Η αιώνια αγάπη;

JAM: Ο Μπαλζάκ είπε: «κάθε πάθος που δεν είναι αιώνιο είναι φρικτό». Αλλά μπορεί ο δεσμός να κρατήσει για μια ζωή μέσα στην εγγραφή του πάθους; Όσο περισσότερο ένας άνδρας αφιερώνεται σε μια γυναίκα, τόσο περισσότερο τείνει να αποδεχτεί μια μητρική σήμανση για αυτόν: περισσότερο εξαϋλωμένη και απλησίαστη παρά αγαπημένη. Οι παντρεμένοι ομοφυλόφιλοι αναπτύσσουν αυτή τη λατρεία της γυναίκας καλύτερα: Ο Αραγκόν  τραγουδάει τον έρωτα του για την Έλσα.  Όταν πεθαίνει, είναι γεια σας αγόρια! Και όταν μια γυναίκα γαντζώνεται σε έναν άντρα, τον ευνουχίζει. Έτσι το μονοπάτι είναι δύσβατο. Το καλύτερο πεπρωμένο για τη συζυγική αγάπη είναι η φιλία, αυτό ουσιαστικά που είπε ο Αριστοτέλης.

HW: Το πρόβλημα είναι ότι οι άντρες λένε ότι δεν καταλαβαίνουν τι θέλουν οι γυναίκες και οι γυναίκες δεν ξέρουν τι περιμένουν οι άντρες από αυτές…

JAM: Ναι. Αυτό που έρχεται ως αντίρρηση στην αριστοτελική λύση είναι ότι ο διάλογος μεταξύ των δύο φύλων είναι αδύνατος, όπως είπε ο Lacan με έναν στεναγμό. Οι ερωτευμένοι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι να συνεχίζουν να μαθαίνουν την γλώσσα του άλλου επ’ αόριστον, ψηλαφώντας, αναζητώντας τα κλειδιά, κλειδιά που είναι πάντα ανακλήσιμα. Ο έρωτας είναι πάντα ένας λαβύρινθος από παρεξηγήσεις όπου η έξοδος δεν υπάρχει.

*Ο Jacques-Alain Miller είναι ψυχαναλυτής και συγγραφέας, ιδρυτικός μέλος και πρόεδρος της World Association of Psychoanalysis και επιμελητής της σειράς βιβλίων «Τα Σεμινάρια του Ζακ Λακάν».

[Ευχαριστώ: Στο ντιβάνι με τον Λακάν ]

Τα ίδια και τα ίδια… (Η μοναξιά πάλι)

βαμβουνάκη

Υπάρχουν τέσσερις κατηγορίες ανθρώπων. Κατά κάποια έννοια το λέμε αυτό, δεν υπάγεται βέβαια όλη η ανθρωπότητα σε αυτές μόνο τις τέσσερις κατηγορίες…Εκείνοι που δεν αντέχουν τη μοναξιά. Εκείνοι που νιώθουν ότι αντέχουν τη μοναξιά άμα χρειαστεί να το υποστούν. Εκείνοι που αισθάνονται ότι αγαπούν τη μοναξιά. Και κάποιοι που πιστεύουν πως, εντέλει, μοναξιά δεν υπάρχει, μια και παντού βρίσκεται ο Θεός […]

Η πρώτη κατηγορία φαίνεται να είναι η πιο αδύνατη. Οι άνθρωποι που φοβούνται τη μοναξιά κάνουν τις πιο απερίσκεπτες, τις πιο σπασμωδικές και, ως εκ τούτου, τις πιο επικίνδυνες επιλογές. Διότι αν δεν μπορείς να μένεις, στην ανάγκη έστω, μόνος, αν φοβάσαι τον κενό από άλλα πρόσωπα χώρο και χρόνο σου, τότε εξαναγκάζεσαι να υποχωρείς όλο και σε μεγαλύτερους συμβιβασμούς, να χάνεις το έδαφος κάτω από τον ασταθή βηματισμό σου. Συμβιβασμούς στις φιλίες, στον έρωτα, στο επάγγελμα, στον γάμο, με τα παιδιά σου, με τους γονείς σου (λάθος μου που το αναφέρω τόσο πίσω, αφού η γονεϊκή σχέση δεν είναι μόνο συνέπεια αλλά κατά κανόνα αιτία της αδυναμίας σου), με τους γείτονες, με τους άλλους οδηγούς στον δρόμο, με κάθε πλάσμα που διασταυρώνεσαι. Θίγεται τότε και αλλοιώνεται η αληθινή σου οντότητα που δεν αντέχει να συναισθανθεί ποια όντως είναι. Δεν έχει καιρό, αφού η μόνη της έγνοια παραμένει – όλο και πιο επιτακτική – μία: να κυνηγώ κάποιους και να είμαι κοντά τους, μήπως ξεμείνω φοβισμένος μέσα στην ανυπόφορη μοναξιά.

Όμως, η βαρύτερη αιτία ανθρώπινης δυστυχίας δεν είναι ο πόνος, η ματαίωση, η ερήμωση, η αρρώστια, η φτώχεια και όσα δεινά φέρνει σε όλους η ζωή. Η μεγαλύτερη αιτία δυστυχίας μας είναι ο συμβιβασμός, οι συμβιβασμοί που κάνουμε. Διότι τα πιο μεγάλα χαρίσματα που δόθηκαν στην ύπαρξη για να ζήσει με πληρότητα είναι δύο: η αγάπη και η ελευθερία. Πρώτα η ελευθερία και ύστερα η αγάπη, αφού μόνο στον βαθμό που είσαι ελεύθερος μπορείς να αγαπάς. Είναι μεγάλος μετρητής ευτυχίας το ερώτημα: Πόσο ελεύθερος είμαι; Πόσο αγαπώ; Υπάρχουν άραγε πολλοί που αντέχουν να απαντήσουν έντιμα; Με μια σχετική ακρίβεια έστω;

Όλο το λέμε και το ξαναλέμε ότι φόβος μοναξιάς είναι φόβος του εαυτού. Κατά βάθος τρομάζουμε να συνομιλήσουμε με την ψυχή μας, όσο μάλιστα περνούν τα χρόνια και πληθαίνουν οι συμβιβασμοί, οι απωθήσεις, οι δειλίες, οι λαθεμένες και αναίτιες στην ουσία υποχωρήσεις, μαζεύεται εντός μας μία υπόγεια αποθήκη που δύσκολα πια καθαρίζεται. Δύσκολα μπαίνεις εκεί, στο μισοσκόταδο, να ψάξεις, να ψαύσεις και να βάλεις κάποια τάξη. Εκεί είναι σκεπασμένοι οι καθρέφτες με τα λευκά σεντόνια του πένθους, που ρίχνουν πάνω στο ασήμι οι τεθλιμμένοι στο σπίτι ενός νεκρού, μια και πένθος θυμίζει ένας χαμένος εαυτός.

Όσο κι αν θέλει να αγαπήσει ένας χαρακτήρας που τρομάζει υπερβολικά με τη μοναξιά, η εξάρτηση και η ανάγκη είναι τόσο μεγάλες που η γνήσια αγάπη περνάει σε δεύτερο πλάνο. Η αγάπη όμως είναι μονάχα του πρώτου πλάνου – πίσω από κάτι άλλο, πληγωμένη εξαφανίζεται. Η αγάπη, και η πιο ταπεινή, είναι το πιο περήφανο από τα αισθήματά μας. Από την άλλη, ένας χαρακτήρας αναγκεμένος, ένας χαρακτήρας εξαρτημένος, πνίγει και ενοχλεί εκείνον με τον οποίο θέλει να σχετίζεται. Ένας τέτοιος τύπος μπορεί να βολεύει τον άλλο με τις εξυπηρετήσεις ή τις κολακείες που πρόθυμα χαρίζει, όμως δεν του εμπνέει εκτίμηση. Είναι μεγάλης αξίας να μπορείς να λες – και να το εννοείς -: «Είμαι μαζί σου εφόσον συμπλέουμε όμορφα, αλλιώς φεύγω! Δεν είναι ότι παύω να σε αγαπώ, να σε βοηθάω, αλλά μπορώ να σε αγαπώ και από μακριά! Μπορώ να σε νοιάζομαι και από μακριά, αλλά δεν θέλω να σε συναναστρέφομαι! Το κοντά-κοντά μού χαλάει τον χαρακτήρα μου, το κοντά μάς λερώνει την αθωότητά μας». Υπάρχουν μάλιστα κάποια πρόσωπα δικά μας που μόνο από απόσταση μπορεί να τους αγαπά και να τους κατανοεί κανείς. Κοντά τους και για διάφορους λόγους είναι λες και η φύση ταράσσεται, ξεπερνάει τις ανθρώπινες συνήθεις αντοχές το να παλεύεις με στοιχεία του χαρακτήρα τους […]

Δίχως όρια στις ανταλλαγές μας δεν είμαστε αξιαγάπητοι, είμαστε μπελάς και ρεζιλίκι. Το πολύ πολύ, και το έσχατο, προσφερόμαστε ως ένα αντικείμενο χρήσης. Κάθε είδους χρήσης και ανάλογα με την περίσταση. Καταντούμε «άνθρωπος-πουρές» που έλεγε ο μπαμπάς μου, παίρνουμε το σχήμα τού όπου μας βάζουνε. Άσχημος δεν είναι ο δίχως δικό του προσωπικό σχήμα;

Ακόμη και οι γονείς, που όλο υποχωρούν και κάνουν στα παιδιά τους ό,τι ζητήσουν και ό,τι είναι γνήσιο και αληθινά καλό, με τα χρόνια καταντούν αντικείμενα των παιδιών τους. Τα παιδιά μπορεί να τους χρησιμοποιούν – έτσι τα έμαθαν -, όμως παράλληλα τους θυμώνουν, τα απογοητεύουν, τα εκνευρίζουν διότι από νωρίς καταλαβαίνουν ότι έχουν γονείς χωρίς χαρακτήρα, χωρίς προσωπικότητα. Πού να στηριχθούν κι αυτά, τι να τα οδηγήσει όσο μεγαλώνουν; Τέτοιοι «τρυφεροί» γονείς τα μπουκώνουν με δωρεές και ευκολίες, όμως δεν τα εμπνέουν να τους σέβονται, να τους υπολογίζουν, να θέλουν να τους μιμηθούν. Δεν υπάρχει μέτρο, σταθμά και αλφάδι σε τέτοιες ανακατωμένες οικογένειες, τα παιδιά θα εξελιχθούν ασύμμετρα, δυσαρμονικά, δυσλειτουργικά, και σίγουρα εξαρτημένα από πρόσωπα και πράγματα, έξω από το ταραγμένο οικογενειακό σπίτι.

Χρειάζονται αγώνες για να χτίζεις αυθεντικές σχέσεις. Γιατί είναι μεγάλος αγώνας το να ρισκάρεις, αν χρειαστεί, απώλειες. Όμως το ρίσκο είναι προϋπόθεση της ειλικρίνειας, βασική προϋπόθεση ελευθερίας. Προϋπόθεση γνήσιας σχέσης τελικά. Ο Χριστός λέει αιωνίως εκείνο το δυσνόητο για τον μαλθακό τρόπο που θέλουμε να ζούμε: «Για να κερδίσεις την ψυχή σου πρέπει να την χάσεις«.

Όποιος δεν αντέχει τον χαμό είναι μονίμως χαμένος.

Μάρω Βαμβουνάκη, Σιωπάς για να ακούγεσαι (εκδ. Ψυχογιός) – απόσπασμα

Δεν αρκεί μόνο η αγάπη

beck

Έχω αφιερώσει ένα μεγάλο μέρος της επαγγελματικής μου ζωής στη μελέτη γνωστικών προβλημάτων της κατάθλιψης και του άγχους και, πιο πρόσφατα, των διαταραχών πανικού. Μέσα σε αρκετά χρόνια είχα την ευκαιρία να θεραπεύσω μία μεγάλη μερίδα ανθρώπων με προβληματικούς γάμους και αρκετούς που ζούσαν μαζί χωρίς να είναι παντρεμένοι. Σε πολλές περιπτώσεις, αυτές οι κλονισμένες σχέσεις οδήγησαν τον έναν από τους δύο συντρόφους σε άγχος και κατάθλιψη. Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, η κατάθλιψη και το άγχος επιδείνωσαν τις ήδη υπάρχουσες δυσκολίες της σχέσης.

Στρέφοντας την προσοχή μου στα προβλήματα μεταξύ των συντρόφων, ανακάλυψα πως αυτοί παρουσίαζαν τις ίδιες διαταραχές στον τρόπο σκέψης – γνωστικές διαστρεβλώσεις – με τους καταθλιπτικούς και αγχώδεις ασθενείς μου. Αν και δεν ήταν τόσο καταθλιπτικοί ή αγχώδεις ώστε να χρειάζονται θεραπεία συγκεκριμένα γι’ αυτές τις καταστάσεις, ήταν δυστυχισμένοι, νευρικοί και θυμωμένοι. Και, όπως έκαναν και οι ασθενείς μου, είχαν την τάση να προσηλώνονται στα αρνητικά στοιχεία του γάμου τους και να αδιαφορούν ή να κλείνουν τα μάτια τους στα θετικά.

Οι νιόπαντροι, μέσα στην ανάγκη τους για αγάπη και ρομαντισμό, δε θέλουν τίποτα παραπάνω από έναν επιτυχημένο γάμο. Συχνά πιστεύουν, τουλάχιστον στην αρχή, πως η σχέση τους είναι «διαφορετική» και πως η βαθιά αγάπη και η αισιοδοξία τους θα τη διατηρήσουν αρμονική. Κάποια στιγμή όμως, πολλοί σύζυγοι διαπιστώνουν πως δεν είναι προετοιμασμένοι ν’ αντιμετωπίσουν τα προβλήματα και τις συγκρούσεις του γάμου τους. Συνειδητοποιούν σιγά σιγά μία υποβόσκουσα δυσαρέσκεια, απογοήτευση και υπερένταση – συχνά χωρίς να γνωρίζουν σε ποιο βαθμό ακριβώς έγκειται το πρόβλημα.

Καθώς η σχέση βουλιάζει μέσα σε μία ατμόσφαιρα διαψεύσεων, φτωχής επικοινωνίας και παρεξηγήσεων, το ζευγάρι μπορεί ν’ αρχίσει να πιστεύει πως ο γάμος τους ήταν ένα λάθος. Σε καμιά περίπτωση η «κραυγή βοήθειας» δεν είναι τόσο δυνατή, όσο στους πελάτες μου εκείνους που βλέπουν τον κάποτε ευτυχισμένο γάμο τους να καταρρέει. Ακόμη και τα ζευγάρια που είναι παντρεμένα για τριάντα ή σαράντα χρόνια μπορεί να νιώθουν την ανάγκη να λύσουν τη σχέση τους, την οποία τώρα θεωρούν ως μία ατελείωτη πορεία λαθών και βασάνων.

Το γεγονός της διάλυσης τόσων πολλών γάμων δημιουργεί κατά κάποιον τρόπο ερωτηματικά. Σκεφτείτε όλες εκείνες τις δυνάμεις που θα περιμένατε να κρατούν κοντά τον ένα σύζυγο στον άλλο. Το να μπορεί ν’ αγαπά και ν’ αγαπιέται κανείς είναι οπωσδήποτε από τις πιο πλούσιες εμπειρίες που μπορεί να βιώσει ένας άνθρωπος. Σ’ αυτά προσθέστε και τα άλλα απορρέοντα αγαθά μίας σχέσης: οικειότητα, συντροφικότητα, αποδοχή και υποστήριξη – για να αναφέρουμε μόνο λίγα. Όταν νιώθετε θλίψη, έχετε κάποιον να σας παρηγορήσει, να σας ενθαρρύνει όταν είστε απογοητευμένοι και να μοιραστεί τη χαρά σας στις ευχάριστες στιγμές σας. Και, επιπλέον, απολαμβάνετε την εμπειρία της σεξουαλικής ικανοποίησης, που η φύση προσφέρει ως κίνητρο σε κάθε σύζυγο. Και, βέβαια, δεν μπορείτε να υποτιμήσετε τη χαρά της απόκτησης παιδιών και της δημιουργίας μίας οικογένειας.

Οι ελπίδες και οι παροτρύνσεις των γονιών και άλλων συγγενών, καθώς και οι προσδοκίες της κοινότητας στην οποία θα ζήσετε, αποτελούν τις εξωτερικές πιέσεις. Με όλες αυτές τις συνεκτικές δυνάμεις που δρουν για την ενδυνάμωση μίας σχέσης, τι είναι δυνατόν να πάει στραβά; Γιατί άραγε η αγάπη, ανεξάρτητα απ’ όλα τα άλλα κίνητρα, δεν είναι από μόνη της αρκετή για να κρατήσει δυο συντρόφους μαζί;

Δυστυχώς, υπάρχουν κάποιες φυγόκεντρες δυνάμεις που τίθενται σε λειτουργία και οι οποίες μπορούν να ταράξουν μια σχέση: αποθαρρυντικές διαψεύσεις, ακραίες παρερμηνείες και αδύναμη επικοινωνία. Η αγάπη από μόνη της σπάνια έχει το σθένος ν’ αντισταθεί σ’ αυτές τις διαιρετικές δυνάμεις και τα υποπροϊόντα τους, την οργή και τη δυσαρέσκεια. Κάποια άλλα συστατικά μιας καλής σχέσης είναι απαραίτητα για τη σταθεροποίηση της αγάπης παρά για τον κλονισμό της.

Τα εξειδανικευμένα μοντέλα γάμου που προβάλλονται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης δεν προετοιμάζουν τα ζευγάρια να αντεπεξέλθουν στις απογοητεύσεις, στις εντάσεις και στις συγκρούσεις που τυχόν θα συναντήσουν. Καθώς οι παρεξηγήσεις και οι συγκρούσεις συνδυάζονται για να προκαλέσουν θυμό ή δυσανασχέτηση, ο σύζυγος εκείνος που προηγουμένως ήταν εραστής, σύμμαχος και σύντροφος θεωρείται τώρα ανταγωνιστής.

Τι χρειάζεται για τη διατήρηση μίας σχέσης

Αν και η αγάπη είναι μία πανίσχυρη δύναμη που βοηθά τους συζύγους να αλληλοϋποστηρίζονται, να κάνει ο ένας τον άλλο χαρούμενο και να δημιουργούν οικογένεια, δε συνιστά από μόνη της την ουσία της σχέσης, μια ουσία που σχετίζεται με τα προσωπικά χαρακτηριστικά και τις αξίες που είναι καθοριστικά για τη στήριξη και την περαιτέρω ανάπτυξή της. Συγκεκριμένα προσωπικά χαρακτηριστικά είναι ιδιαίτερα σημαντικά για τη θεμελίωση μιας ευτυχισμένης σχέσης: αφοσίωση, ευαισθησία, γενναιοδωρία, ενδιαφέρον, πίστη, υπευθυνότητα, εμπιστοσύνη. Οι σύντροφοι πρέπει να συνεργάζονται, να συμβιβάζονται και να δρουν βάσει κοινών αποφάσεων. Πρέπει να είναι ελαστικοί, δεκτικοί και να μπορούν να συγχωρούν. Πρέπει να είναι σε θέση να ανέχονται τα ελαττώματα, τα λάθη και τις ιδιαιτερότητες ο ένας του άλλου. Καθώς οι «αρετές» αυτές καλλιεργούνται με το χρόνο, ο γάμος εξελίσσεται και ωριμάζει.

Τα ζευγάρια συχνά έχουν την ικανότητα να διαπραγματεύονται με ανθρώπους εκτός της σχέσης τους, αλλά πολύ λίγοι είναι εκείνοι που δημιουργούν μία σχέση διαθέτοντας τη βασική κατανόηση ή τις τεχνικές δεξιότητες που θα την κάνουν να ευδοκιμήσει. Τους λείπει συχνά η γνώση για το πώς πρέπει να πάρουν κοινές αποφάσεις ή να αποκρυπτογραφήσουν τις προθέσεις των συζύγων τους. Όταν στάζει μία βρύση στο σπίτι, έχουν τα εργαλεία για να σταματήσουν τη διαρροή. Όταν όμως η αγάπη αρχίσει να αιμορραγεί, δεν έχουν ιδέα για το πώς να επουλώσουν την πληγή.

Ο γάμος, ή ακόμη και η συμβίωση, διαφέρει από άλλες σχέσεις στη ζωή. Όταν δύο σύντροφοι του ίδιου είτε διαφορετικού φύλου ζουν μαζί, αφοσιωμένοι σε μία μακροχρόνια σχέση, αναπτύσσουν ορισμένες προσδοκίες ο ένας για τον άλλο. Η ένταση της σχέσης ενεργοποιεί ορισμένες χρόνιες, λανθάνουσες επιθυμίες για μία άνευ όρων αγάπη, πίστη και υποστήριξη. Και οι σύζυγοι, είτε με τη ρητή τους έκφραση, όπως με τους γαμήλιους όρκους, είτε με μία έμμεση δήλωση μέσω των πράξεών τους, αναλαμβάνουν την υποχρέωση να ικανοποιήσουν αυτές τις βαθιά ριζωμένες ανάγκες. Όλες οι πράξεις τους είναι επενδυμένες με σημασίες που πηγάζουν από αυτές τις επιθυμίες και προσδοκίες.

Εξαιτίας της σφοδρότητας των συναισθημάτων και των προσδοκιών, της βαθιάς εξάρτησης και των καθοριστικών- συχνά αυθαίρετων – συμβολικών μηνυμάτων που αποδίδει ο ένας στις πράξεις του άλλου, οι σύζυγοι είναι επιρρεπείς στο να παρερμηνεύσουν ο ένας τη συμπεριφορά του άλλου. Με την εμφάνιση των συγκρούσεων, συχνά συνέπεια της πενιχρής επικοινωνίας, οι σύντροφοι έχουν την τάση να αλληλοκατηγορούνται παρά να αντιμετωπίζουν τη σύγκρουση σαν ένα πρόβλημα που είναι δυνατόν να επιλυθεί. Καθώς προκύπτουν δυσκολίες, ενώ συγχρόνως αυξάνονται οι έχθρες και οι παρεξηγήσεις, οι σύζυγοι παραβλέπουν τα θετικά στοιχεία που εκδηλώνει και αντιπροσωπεύει ο / η σύντροφός τους: ότι είναι κάποιος που τους υποστηρίζει, εμπλουτίζει τις εμπειρίες τους και μοιράζεται τη χαρά της δημιουργίας μιας οικογένειας. Τέλος, μπορεί να αμφισβητήσουν την ίδια τη σχέση και, έτσι, να αποκλείσουν τη δυνατότητα να ξεκαθαρίσουν τα πολύπλοκα, επίμαχα σημεία που διαστρεβλώνουν την κατανόησή τους.

Τα πλέον συνηθισμένα προβλήματα σε ένα γάμο ή μία μακροχρόνια σχέση

Επιγραμματικά, τα πιο συνηθισμένα προβλήματα που απαντώνται σε ένα γάμο είναι:

(1) Η δύναμη του αρνητικού τρόπου σκέψης: Όταν οι αρνητικές αντιλήψεις καταλήγουν να επισκιάσουν τις θετικές πλευρές του γάμου.

(2) Η στροφή από την εξιδανίκευση στην απομυθοποίηση: όταν η εικόνα του συντρόφου αλλάζει από καλή σε κακή.

(3) Σύγκρουση διαφορετικών αντιλήψεων: Όταν οι σύντροφοι βλέπουν το ίδιο ακριβώς γεγονός αλλά και ο ένας τον άλλον με εντελώς διαφορετικό τρόπο.

(4) Επιβολή αυστηρών προσδοκιών και κανόνων: Ο καθορισμός συγκεκριμένων στάνταρ οδηγεί στο θυμό και στην απογοήτευση.

(5) Στασιμότητα στην επικοινωνία: Οι σύντροφοι δεν καταφέρνουν να ακούσουν αυτά που λέγονται και συχνά ακούνε πράγματα που δεν λέγονται.

(6) Συγκρούσεις για τη λήψη σημαντικών αποφάσεων και καταστροφή της σχέσης: Όταν οι προσωπικές προκαταλήψεις και η ανικανότητα επικοινωνίας διακόπτουν την ομαλή λειτουργία της σκέψης.

(7) Ο ρόλος των «αυτόματων σκέψεων» που προηγούνται του θυμού και της αυτοηττώμενης συμπεριφοράς: Ο αρνητικός τρόπος σκέψης οδηγεί στην πρόκληση και στην οργή.

(8) Διαταραχές της σκέψης και προκαταλήψεις που αποτελούν την ουσία του προβλήματος: Ο ρόλος των γνωστικών διαστρεβλώσεων στη συμπεριφορά των συντρόφων.

(9) Εχθρότητα, που καταλήγει στο να απομακρύνει τους συντρόφους.

Έχοντας κατά νου αυτά τα συνήθη προβλήματα που εμφανίζονται σε ένα γάμο ή μία μακροχρόνια σχέση συμβίωσης, θα είναι χρήσιμο να γνωρίζετε και τους στόχους σας στο γάμο, αλλά και το πώς θα μπορέσετε να τους πραγματοποιήσετε με τον καλύτερο τρόπο. Ως οδηγό, περιγράφω ποιους θεωρώ στόχους για έναν ιδανικό γάμο.

– Αγωνιστείτε για μία σταθερή θεμελίωση πίστης, αφοσίωσης, σεβασμού και ασφάλειας.

– Καλλιεργείστε τη στοργική, ευχάριστη πλευρά της σχέσης σας: ευαισθησία, ενδιαφέρον, κατανόηση και εκφράσεις τρυφερότητας και αγάπης.

– Δυναμώστε τη σχέση. Αναπτύξτε ένα αίσθημα συνεργασίας, αφοσίωσης και συμβιβασμού.

Οι βασικές αρχές πάνω στις οποίες στηρίζονται όλα τα παραπάνω είναι οι εξής:

– Τα ζευγάρια μπορούν να ξεπεράσουν τις δυσκολίες, αν πρώτα απ’ όλα αναγνωρίσουν ότι ένα μεγάλο μέρος της απογοήτευσης, της δυσαρέσκειας και του θυμού τους πηγάζει όχι από βασικές διαφορές αλλά από ατυχείς παρεξηγήσεις που οφείλονται σε ένα διαστρεβλωμένο τρόπο επικοινωνίας και σε προκατειλημμένες ερμηνείες που δίνει ο ένας για τη συμπεριφορά του άλλου.

– Οι παρεξηγήσεις αποτελούν συχνά μία ενεργή διαδικασία που λειτουργεί όταν ο ένας σύντροφος αναπτύσσει μία διαστρεβλωμένη αντίληψη για τον άλλο. Αυτή η διαστρέβλωση κάνει τον ένα σύζυγο να παρερμηνεύει αυτά που λέει ή κάνει ο άλλος και να του αποδίδει ανεπιθύμητα κίνητρα.

– Ο κάθε σύντροφος πρέπει να αναλάβει πλήρη ευθύνη για τη βελτίωση της σχέσης. Είναι ανάγκη να συνειδητοποιήσετε πως όντως έχετε επιλογές: μπορείτε να επιλέξτε όσες γνώσεις και ικανότητες διαθέτετε για τη δημιουργία μίας καλής σχέσης.

Προσαρμογή από το βιβλίο του Aaron Beck, Δεν αρκεί μόνο η αγάπη (εκδ. Πατάκη)

Μίμηση αγάπης

κυριακη

Δεν είναι δυνατό να αγαπάς κάποιον και να μην ενδιαφέρεσαι να καταλάβεις τι είναι εκείνο που χρειάζεται, τι εκείνο που δε χρειάζεται, τι εκείνο που αντέχει. Ευαίσθητος είναι όποιος είναι ευαίσθητος και προς τις ευαισθησίες των άλλων. Ο τρόπος που προσεγγίζουμε είναι η απόδειξη των αισθημάτων που έχουμε. Ο τρόπος! Η καλλιτεχνία εκείνου που συμβαίνει στ’ αλήθεια και επιζητά να εκφραστεί.

Σπάνια αγαπάμε ένα πλάσμα όπως είναι∙ αγαπάμε εκείνο που επιθυμούμε να ήταν. Η πραγματική του προσωπικότητα φτάνει μέχρι εμάς, έτσι κι αλλιώς, αποσπασματικά, επιλέγουμε τα αποσπάσματα που μας είναι ποθητά, που μας είναι βολικά, κολακευτικά, όλο το υπόλοιπο ή το πετάμε στο κενό ή το χτίζουμε μόνοι μας όπως ο σκηνοθέτης μία ταινία. Το παραγεμίζουμε με δικές μας ιδέες. Το όλον του άλλου σχεδόν ποτέ δεν το μαθαίνουμε, όχι μονάχα επειδή δύσκολα κατανοείται το όλον, αλλά – και αυτό συζητάμε σήμερα – επειδή δεν το θέλουμε, δεν μας χρειάζεται, αδιαφορούμε. Οι γονείς τα παιδιά τους θέλουν να είναι καταπώς οι ίδιοι τα ονειρεύτηκαν, καταπώς ονειρεύτηκαν κάποτε τον εαυτό τον δικό τους, δεν αντέχουν να ακούσουν αλήθειες που ακυρώνουν τις προσδοκίες τους.

Στον έρωτα βέβαια γίνεται πανδαιμόνιο!

Ο έρωτας μπορεί να έχει τα χίλια μύρια καλά, όμως αγάπη απαραιτήτως δεν έχει. Μπορεί να προέρχεται κι από μια πονηριά της φύσης για τη διαιώνισή της και γι’ αυτό να είναι πρωτίστως ένστικτο, ένστικτο εξιδανικευμένο όσο και ισχυρότατο για να επιτελέσει το έργο του. Η φύση βιάζεται να παγιδεύσει με μαγείες ένα ζευγάρι στη γονιμοποίηση. Ελάχιστοι είναι οι ευλογημένοι εραστές που τους χαρίστηκε αγάπη μαζί με τον έρωτά τους. Τους χαρίστηκε; Το κατόρθωσαν; Είναι μία απορία που θα διαρκεί για πάντα. Τείνω πάντως στην προσωπική ευθύνη μας και εδώ.

[…]

Επειδή δεν είναι αγάπη ο έρωτας, μπορεί να μιμείται θαυμάσια την αγάπη όσο διαρκεί. Είναι το μέγιστό του άλλοθι. Και μια και μιμείται την αγάπη, οφείλει να τηρεί τους όρους της. Η αγάπη λοιπόν έχει πρώτο μέλημα την επιθυμία και την ανάγκη του αγαπημένου. Την επιθυμία του και τη δυνατότητα για το πόσες προσφορές αντέχει να δέχεται. Σημασία έχει ο άλλος πράγματι να χαίρεται. Όχι να τον βιάζεις να χαίρεται – διότι επικρατεί το κλισέ πως «τα δώρα δίνουν χαρά». Η υπερ-δόση φέρνει τα εντελώς αντίθετα από τη δόση αποτελέσματα, κάνει το φάρμακο φαρμάκι, την ευφροσύνη του οίνου αλκοολισμό, την έκπληξη πλήξη. Μόνο στο μέτρο ισορροπεί και ανθεί η ουσία, στο κέντρο του κονταριού, που μας βοηθά να προχωράμε σχοινοβάτες στους δεσμούς∙ στα άκρα γέρνει και γκρεμίζεται.

Δεν είναι τεχνική η διακριτικότητα, είναι καλλιτεχνία, είναι καλοσύνη, ευγένεια ψυχής, γενναιότητα και αρχοντική αγάπη. Γυρεύει την άνεση της ψυχής του αγαπημένου, τιμάει την ελευθερία του, προσέχει να μην του εκβιάζει το φιλότιμο. Η υπερπροσφορά είναι στο βάθος πολύ μεγάλος εγωισμός, το ίδιο μίζερη όσο και η τσιγκουνιά.

[…]

Αν αξίζεις ν’ αγαπηθείς, θα σ’ αγαπήσουν θες δε θες, θέλουν δε θέλουν θα σ’ αγαπήσουν. Πάντα θα το λέω σε όσους δε βρίσκουν να ζευγαρώσουν και ρίχνουν το φταίξιμο στην εποχή, στη σημερινή κοινωνία, στους σημερινούς άντρες, στις σημερινές γυναίκες, στο άγχος, στους ρυθμούς της καθημερινότητας, στην υλόφρονα γενική τάση. Ο μόνος τρόπος, η μοναδική συνταγή που υπάρχει είναι να ομορφύνεις τον εαυτό σου, να γίνεις ελκυστικός, εφόσον έχεις μέσα σου ομορφιά και ελευθερία και περιεχόμενο, κυρίως είσαι έτοιμος στην αγάπη, ώριμος για κάτι τέτοιο. Όλα τ’ άλλα τεχνάσματα θα σε ρίχνουν, αργά ή γρήγορα, από απογοήτευση σε απογοήτευση. Και ώριμος στην αγάπη είναι εκείνος που μπορεί να ενδιαφέρεται για την ανάγκη του αγαπημένου του, που μοιράζεται την ευθύνη, που δεν ασχολείται μόνο με τις δικές του ευαισθησίες αλλά αναρωτιέται για τις ευαισθησίες εκείνου με τον οποίο σχετίζεται. Και όταν του ζητάει αλλά και όταν του δίνει, το δεύτερο είναι το λεπτότερο.

Όχι, δε στέρεψε η αγάπη σήμερα, ποτέ όσο υπάρχει ζωή δε στερεύει. Ακόμη κι αν ο κανόνας είναι πως «οι άντρες στον καιρό μας δεν αξίζουν» ή «οι γυναίκες χάλασαν», εσύ να γυρέψεις το εξαιρετικό, γιατί έρωτας είναι η ανακάλυψη του εξαιρετικού. Η αποκάλυψη του εξαιρετικού, λένε κάποιοι, και ίσως να είναι το ίδιο∙ η πρώτη πείθει τη δεύτερη να δεχθεί να συμβεί. Του εξαιρετικού λοιπόν, εκείνου που θα ανατρέψει με χάρη τον άχαρο κανόνα.

Μ. Βαμβουνάκη, Κυριακή Απόγευμα στη Βιέννη (εκδ.Ψυχογιός) – απόσπασμα

Ο ελέφαντας κι η πεταλούδα

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας ελέφαντας που όλη μέρα καθόταν και δεν έκανε τίποτα.

Ζούσε μόνος του σ’ ένα σπιτάκι πέρα ψηλά στην κορφή ενός στριφογυριστού δρόμου.

Από το σπίτι του ελέφαντα, ο στριφογυριστός δρόμος κατέβαινε, όλο κατέβαινε γεμάτος στροφές κι έφτανε σε μία πράσινη κοιλάδα, όπου ήταν ένα άλλο σπιτάκι. Στο σπιτάκι εκείνο ζούσε μία πεταλούδα.

Μια μέρα, εκεί που ο ελέφαντας καθόταν στο σπιτάκι του πλάι στο παράθυρο και κοίταζε έξω και δεν έκανε τίποτα (κι ήταν πολύ χαρούμενος, γιατί αυτό ακριβώς του άρεσε να κάνει περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο), είδε κάποιον ν’ ανεβαίνει, ολοένα ν’ ανεβαίνει το στριφογυριστό δρόμο κατά το σπιτάκι του∙ κι άνοιξε διάπλατα τα μάτια του και σάστισε πολύ. «Ποιος να ‘ναι αυτός που ανεβαίνει κι ολοένα κι ανεβαίνει το στριφογυριστό δρόμο κατά το σπιτάκι μου;» αναρωτήθηκε ο ελέφαντας.

cummingsfairytales12

Και μια στιγμή αργότερα, είδε πως ήταν μία πεταλούδα που πετάριζε χαρούμενα στο στριφογυριστό δρόμο∙ κι ο ελέφαντας είπε: «Απίστευτο! Θα περάσει άραγε απ’ το σπιτάκι μου να μου κάνει επίσκεψη;» Όσο πλησίαζε η πεταλούδα, τόσο η αγωνία του ελέφαντα μεγάλωνε – ώσπου η πεταλούδα ανέβηκε τα σκαλιά του μικρού σπιτιού και χτύπησε πολύ απαλά με το φτερό της την πόρτα. «Είναι κανείς εδώ;» ρώτησε.

Ο ελέφαντας ήταν ενθουσιασμένος, μα δεν είπε λέξη.

Η πεταλούδα χτύπησε ακόμη μια φορά με το φτερό της, λίγο πιο δυνατά αλλά πάλι πολύ απαλά, και είπε: «Μένει κανείς σ’ αυτό το σπίτι;»

Ούτε και τότε ο ελέφαντας είπε τίποτα, γιατί απ’ τη χαρά του δεν μπορούσε να μιλήσει.

Την τρίτη φορά η πεταλούδα χτύπησε την πόρτα αρκετά δυνατά και ρώτησε: «Είναι κανείς μέσα;» Αυτήν τη φορά ο ελέφαντας είπε με φωνή που έτρεμε: «Εγώ». Η πεταλούδα κοίταξε δειλά απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα και είπε: «Ποιος είσαι εσύ που ζεις σ’ αυτό το σπιτάκι;» Κι ο ελέφαντας κοίταξε δειλά από τη μισάνοιχτη πόρτα και είπε: «Είμαι ο ελέφαντας που δεν κάνει τίποτα όλη μέρα». «Ω» είπε η πεταλούδα. «Να περάσω;» «Κόπιασε» είπε ο ελέφαντας μ’ ένα μεγάλο χαμόγελο, γιατί ήταν τρισευτυχισμένος. Η πεταλούδα έσπρωξε απαλά την πόρτα με το φτερό της, την άνοιξε και μπήκε.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν εφτά δέντρα που ζούσαν πλάι στο στριφογυριστό δρόμο. Κι όταν η πεταλούδα έσπρωξε την πόρτα με το φτερό της και μπήκε στο σπιτάκι του ελέφαντα, ένα από τα δέντρα είπε σ’ ένα από τα δέντρα: «Μου φαίνεται πως θα βρέξει».

«Ο στριφογυριστός δρόμος θα γίνει μούσκεμα και θα μοσχοβολάει», είπε ένα άλλο δέντρο σ’ ένα άλλο δέντρο.

Ένα από τ’ άλλα δέντρα είπε τότε σ’ ένα από τ’ άλλα δέντρα: «Τι τυχερή που είναι η πεταλούδα που είναι ασφαλής στο σπιτάκι του ελέφαντα. Έτσι δεν θα πάθει τίποτα απ’ τη βροχή».

Μα το μικρότερο απ’ τα δέντρα είπε: «Άρχισε κιόλας να βρέχει, το νιώθω». Και πράγματι, την ώρα που η πεταλούδα κι ο ελέφαντας συζητούσαν μες στο σπιτάκι του ελέφαντα, πάνω ψηλά στην κορφή του στριφογυριστού δρόμου, άρχισε παντού να πέφτει μια απαλή βροχή∙ κι η πεταλούδα με τον ελέφαντα κάθισαν μαζί πλάι στο παράθυρο και κοίταζαν έξω κι ένιωθαν ασφαλείς και χαρούμενοι, ενώ ο στριφογυριστός δρόμος είχε μουσκέψει κι είχε αρχίσει να μοσχοβολάει, όπως ακριβώς είχε πει το τρίτο δέντρο.

Δεν πέρασε πολλή ώρα κι η βροχή σταμάτησε. Ο ελέφαντας αγκάλιασε πολύ απαλά τη μικρή πεταλούδα και είπε: «Μ’ αγαπάς λιγάκι;»

Κι η πεταλούδα χαμογέλασε και είπε: «Όχι, σ’ αγαπώ πάρα πολύ».

Ο ελέφαντας τότε είπε: «Είμαι πολύ χαρούμενος, νομίζω πως πρέπει να πάμε να κάνουμε μια βόλτα μαζί εσύ κι εγώ: η βροχή σταμάτησε πια κι ο στριφογυριστός δρόμος μοσχοβολάει».

Η πεταλούδα είπε: «Ναι, αλλά πού να πάμε εσύ κι εγώ;»

Ας κατεβούμε το στριφογυριστό δρόμο κι ας πάμε πέρα μακριά, εκεί που δεν έχω πάει ποτέ» είπε ο ελέφαντας στη μικρή πεταλούδα. Κι η πεταλούδα χαμογέλασε και είπε: «Πολύ θέλω να κατεβώ μαζί σου το στριφογυριστό δρόμο και να πάμε πέρα μακριά – ας βγούμε απ’ την πορτούλα του σπιτιού σου κι ας κατεβούμε τα σκαλιά μαζί – τι λες;»

Βγήκαν λοιπόν μαζί απ’ το σπιτάκι, και το χέρι του ελέφαντα αγκάλιαζε πολύ απαλά την πεταλούδα. Το μικρότερο απ’ τα δέντρα είπε τότε στους έξι φίλους του: «Μου φαίνεται πως η πεταλούδα αγαπάει τον ελέφαντα όσο κι ο ελέφαντας αγαπάει την πεταλούδα, και χαίρομαι πάρα πολύ, γιατί θα μείνουν αγαπημένοι για πάντα».

cummingsfairytales10

Κι ο ελέφαντας με την πεταλούδα κατέβαιναν, ολοένα και κατέβαιναν το στριφογυριστό δρόμο.

Μετά τη βροχή είχε βγει ένας υπέροχος λαμπερός ήλιος.

Στο στριφογυριστό δρόμο τα λουλούδια μοσχοβολούσαν.

Ένα πουλί άρχισε να τραγουδάει σ’ ένα θάμνο και τα σύννεφα χάθηκαν απ’ τον ουρανό κι ήταν παντού Άνοιξη.

Όταν έφτασαν στο σπίτι της πεταλούδας κάτω στην πράσινη κοιλάδα, που ήταν πράσινη όσο ποτέ, ο ελέφαντας είπε: «Αυτό είναι το σπίτι σου;»

Κι η πεταλούδα είπε: «Ναι, αυτό είναι».

«Να περάσω;» είπε ο ελέφαντας.

«Ναι» είπε η πεταλούδα. Ο ελέφαντας λοιπόν έσπρωξε ελαφρά την πόρτα με την προβοσκίδα του και μπήκαν στο σπίτι της πεταλούδας. Τότε ο ελέφαντας φίλησε την πεταλούδα πολύ απαλά κι η πεταλούδα είπε: «Γιατί δεν είχες έρθει ποτέ μέχρι τώρα εδώ κάτω στην κοιλάδα που μένω;» Κι ο ελέφαντας απάντησε: «Γιατί δεν έκανα τίποτα όλη μέρα. Τώρα όμως που ξέρω πού μένεις, θα κατεβαίνω κάθε μέρα το στριφογυριστό δρόμο για να σε βλέπω, αν δεν σε πειράζει – σε πειράζει;» Τότε η πεταλούδα φίλησε τον ελέφαντα και είπε: «Σ’ αγαπώ και θέλω πολύ να έρχεσαι».

Κι από τότε ο ελέφαντας κατέβαινε κάθε μέρα το στριφογυριστό δρόμο που μοσχοβολούσε (περνώντας πλάι απ’ τα εφτά δέντρα και το πουλί που κελαηδούσε μες στο θάμνο) για να πάει στη μικρή του φίλη την πεταλούδα.

Κι έμειναν αγαπημένοι για πάντα.

e.e.cummings, Παραμύθια (εκδ. Νεφέλη).

Περί Αγάπης και Άλλων Δαιμονίων

ImageΑγάπη και σχέσεις. Δύο σταθερά επαναλαμβανόμενα θέματα στη ζωή μας, που διαρκώς τα συναντάμε με ένα ερωτηματικό στο τέλος τους. Τι είναι αγάπη και τι έρωτας; Πόσο διαρκούν; Υπάρχει πραγματική αγάπη; Αν ναι, πώς ορίζεται τελικά αυτή; Θα την βρω ποτέ; Μπορεί να με αγαπήσει κανείς για αυτό που είμαι; Και τέλος πάντων, γιατί χρειάζομαι την αγάπη; Πολλά τα ερωτήματα, συχνά γεμίζουν κενές σελίδες βιβλίων αυτοβοήθειας, ιστοσελίδων και περιοδικών. Σπανίως όμως οι απαντήσεις, όπου αυτές δίνονται και με την μορφή με την οποία δίνονται, είναι ειλικρινείς και ακόμα πιο σπάνια μας καλύπτουν. Παράλληλα, άλλες σελίδες, άλλων βιβλίων και περιοδικών γεμίζουν με παροτρύνσεις και συμβουλές που προάγουν την ελευθερία, την ατομική ευτυχία, την ανεξαρτησία και την αυτονομία μας, την πληθώρα εμπειριών και την ταχύτητα.

Παραδοξότητες. Η εποχή που ζούμε είναι καταναλωτική και ατομικιστική. Από μικρά παιδιά μαθαίνουμε να καταναλώνουμε εμπειρίες και συναισθήματα όπως καταναλώνουμε αγαθά και υπηρεσίες. Απόκτησέ το, χρησιμοποίησέ το, πέτα το και προχώρα στο επόμενο. Δεν είναι δυνατόν να μένεις με το ίδιο αγαθό για χρόνια και να προσπαθείς να το συντηρείς και να το επιδιορθώνεις, ώστε να μένει σε καλή κατάσταση. Αν χαλάσει το πετάς και παίρνεις καινούργιο. Η καταναλωτική κοινωνία όμως, για να συντηρηθεί, χρειάζεται «κατάλληλους» ανθρώπους: ανθρώπους που θα καταναλώνουν διαρκώς, πάνω-κάτω με τα ίδια γούστα, που θα επηρεάζονται εύκολα, αλλά ταυτόχρονα θα νιώθουν ανεξάρτητοι, ελεύθεροι να επιλέξουν, χωρίς δεσμεύσεις ή υποχρεώσεις. Το πρόταγμα είναι απόλαυση και ευχαρίστηση με κάθε κόστος, εξυπηρέτηση του ατομικού συμφέροντος, προσωπική επιτυχία, πληθώρα εμπειριών ταχύτατα εναλλασσόμενων, ώστε να τις προλάβουμε όλες. Γρήγορα, να προλάβουμε να τα δοκιμάσουμε όλα και όλους. Μεγαλώνουμε σε έναν κόσμο που μας μαθαίνει πως το οτιδήποτε, πνευματικό, υλικό ή συναισθηματικό, αποτελεί αντικείμενο ανταλλαγής και κατανάλωσης. Σου δίνω (χρήματα, χρόνο, προσοχή, προσπάθεια) για να μου δώσεις (αγαθά, υπηρεσίες, γνώση, συναισθήματα). Αν δεν δώσεις, δεν θα σου δώσω. Πώς να ξεφύγει η αγάπη και οι σχέσεις από αυτό το μοτίβο;

Αγαπάμε λοιπόν όπως καταναλώνουμε. Γρήγορα, επιφανειακά και εναλλασσόμενα, σε ένα διαρκές κυνήγι μίας πληθώρας εμπειριών και με μία γενικότερη προσδοκία ανταλλαγής. Κάνουμε σχέσεις για να περάσουμε καλά το καλοκαίρι μας, ένα Σαββατοκύριακο, για να έχουμε ένα κοινωνικό ή οικονομικό στήριγμα, για να τονώσουμε ή να συντηρήσουμε την εικόνα μας στους άλλους, ακόμα και για να εξυπηρετήσουμε προσωπικούς σκοπούς. Αγαπάμε επειδή έχουμε ανάγκη τον άλλον για να απαλύνει τον φόβο της μοναξιάς και της εγκατάλειψης. Το πρόβλημα είναι πως αυτό δεν είναι αγάπη. Είναι ανάγκη κάλυψης εσωτερικών ανασφαλειών και είναι εξάρτηση. Όπως νιώθουμε πως έχουμε ανάγκη το τελευταίο μοντέλο smart phone που κυκλοφόρησε στην αγορά ή τα παπούτσια που εκτίθενται στη βιτρίνα ενός επώνυμου καταστήματος, έτσι νιώθουμε πως έχουμε ανάγκη τον άλλον για να καλύψει τα εσωτερικά κενά μας, να πάρει μακριά τον φόβο της μοναξιάς, να μας κάνει να νιώσουμε θετικά για τον εαυτό μας. Ο Άλλος, ως ένα ακόμα «γκάτζετ» τελευταίας τεχνολογίας, θα μας γεμίσει χαρά, ικανοποίηση, ενθουσιασμό. Θα δώσει μία ομορφιά στη ζωή μας. Και φυσικά θα τον κρατήσουμε όσο κρατάει αυτή η απόλαυση. Όταν πάψει να μας ενθουσιάζει, όταν συνηθίσουμε την ύπαρξή του πλάι μας, όταν διαπιστώσουμε ότι κάτι «μας χαλάει», όταν τον δούμε κουρασμένο ή χωρίς διάθεση, θα νιώσουμε πως έχει έρθει το τέλος. Και από εκεί, θα αρχίσουμε εκ νέου την αναζήτησή μας. «Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι ουσιαστικά σχέσεις αλλοτριωμένων αυτομάτων, που το καθένα βασίζει την ασφάλειά του στο να παραμείνει κοντά στο κοπάδι και να μη διαφέρει στη σκέψη, στα αισθήματα ή στην πράξη από τους άλλους», γράφει ο Έριχ Φρομ, τονίζοντας πως τελικά, όσο περισσότερο προσπαθούμε να μείνουμε κοντά στους άλλους, τόσο περισσότερο παραμένουμε ολοκληρωτικά μόνοι και ανασφαλείς. Κάπως έτσι, οι πολλαπλές εμπειρίες από σχέσεις, το ελεύθερο και ανέμελο σεξ, η αβίαστη και χωρίς δεσμεύσεις ηδονή, που τόσο προβάλλονται ως αντισυμβατικές και συμβολικές μίας προσωπικής ανεξαρτησίας και ελευθερίας, μακριά από το κατεστημένο των μόνιμων και μακροχρόνιων σχέσεων, του γάμου και των παιδιών, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μία άμυνα απέναντι στον βαθύτερο φόβο μας να συνδεθούμε ουσιαστικά με έναν άλλον άνθρωπο. Είναι η απόλυτα συμβατική απάντηση μίας ανώριμης προσωπικότητας.

Ο Έριχ Φρομ, στο βιβλίο του «Η Τέχνη της Αγάπης» λέει το πολύ σωστό, εξαντλητικά απλό και ταυτόχρονα αδιανόητα δύσκολο: «Η ανώριμη αγάπη λέει «σ’ αγαπώ επειδή σε χρειάζομαι». Η ώριμη αγάπη λέει «σε χρειάζομαι επειδή σ’ αγαπώ»». Το μικρό παιδί αγαπάει την μητέρα του επειδή αυτή του καλύπτει τις ανάγκες επιβίωσής του. Η τροφή, η αγάπη και η φροντίδα που του δείχνει, είναι αναγκαία συστατικά για την υγιή του ανάπτυξη, πράγμα που το παιδί αντιλαμβάνεται και απαντάει με αισθήματα αγάπης. Δεν παύει όμως να είναι εξαρτημένο από την αγάπη των άλλων, οι οποίοι υπάρχουν για να ικανοποιούν τις δικές του ανάγκες επιβίωσης. Η ολοκληρωμένη προσωπικότητα, αυτό που συνηθίζουμε να ονομάζουμε «ώριμος άνθρωπος» αγαπάει, ως στάση ζωής και ως προσανατολισμό, όχι συγκεκριμένα αντικείμενα αγάπης. Πρωτίστως δε, αγαπάει τον εαυτό του. Όχι με την εγωιστική μορφή της αυτό-αγάπης και του ναρκισσισμού, αλλά με την μορφή της πλήρους αποδοχής μου ως ανθρώπου, με τα ελαττώματα και τα προτερήματα που με κάνουν διαφορετικό από οποιονδήποτε άλλο – με την επίγνωση αυτών των ιδιοτήτων μου, των φόβων και των ανασφαλειών μου και με την ανοιχτή και ειλικρινή αποδοχή και τον σεβασμό της αντίστοιχης μοναδικότητας όλων των άλλων ανθρώπων. Για αυτό και η αγάπη δεν προϋποθέτει αμοιβαιότητα. Δεν εντάσσεται σε μία σχέση «δούναι και λαβείν», ούτε απαιτεί την αγάπη του άλλου για να τον αγαπήσει. Αγαπάει – σκέτο.

Η αγάπη δεν είναι εξάρτηση, ούτε κατοχή. Δεν επικυρώνεται με γάμους, με υποσχέσεις αιώνιας πίστης και τυπικά σύμφωνα δέσμευσης. Κανείς δεν είναι «δικός μου». Εξάλλου, αντίθετα με τα όσα πιστεύουμε, στη γνήσια αγάπη δεν υπάρχει ζήλεια. Διότι, η ζήλεια δεν είναι τίποτα περισσότερο από τον συνδυασμό μίας βαθύτατης εσωτερικής ανασφάλειας για την αυτό-αξία μου και ενός επιτακτικού αισθήματος κατοχής του άλλου:  Σε ζηλεύω όταν υποψιάζομαι ότι δεν είμαι αρκετά καλός (για εσένα) και ότι ανά πάσα στιγμή, εσύ που είσαι δικός μου, θα φύγεις από κοντά μου για κάποιον καλύτερο / ομορφότερο / σημαντικότερο, κλπ. Για αυτό λοιπόν το ώριμο «σ’ αγαπώ» σημαίνει «μπορώ κάλλιστα να ζήσω χωρίς εσένα, αλλά επιλέγω ελεύθερα να μείνω κοντά σου». Διότι η αίσθηση της αυταξίας ενυπάρχει ήδη και δεν εξαρτάται από τον Άλλον για επιβεβαίωση.

Η αγάπη δεν είναι καν ταύτιση ή αυτοθυσία. Δεν χάνω τον εαυτό μου προκειμένου να γίνω ίδιος με εσένα. Δεν αλλάζω τα γούστα μου, τις ιδέες μου, τις συνήθειές μου, ώστε να προσαρμοστούν σε αυτά του άλλου. Ούτε θυσιάζω στοιχεία της ζωής μου για τον άλλον. Διατηρώ την προσωπική μου ελευθερία, έχοντας τον Άλλο ως συνοδοιπόρο. Ούτε μπροστά, ούτε πίσω μου, ούτε καν σε ένα σκαλοπάτι ανώτερο από εμένα. Σε κοιτάζω ως ίσο προς ίσο.

Η αγάπη είναι μία τέχνη, λέει ο Ε. Φρομ, που αναζητά μία απάντηση στο ερώτημα, «πώς να αγαπήσω» και όχι στο σύνηθες ερώτημα του «πώς θα αγαπηθώ». Όμως, όπως όλες οι άλλες τέχνες, έτσι και αυτή μαθαίνεται, αλλά απαιτεί κόπο, προσπάθεια, εξάσκηση, σφάλματα και επανάληψη. Εδώ δεν υπάρχουν εύκολες και γρήγορες λύσεις, σε αντίθεση με τα όσα προτάσσει σήμερα η κοινωνία μας. Κι αν όλα αυτά ακούγονται άκρως ρομαντικά και ανέφικτα, ας αναρωτηθούμε για μία στιγμή μήπως τελικά αυτή η ετικέτα του «ρομαντισμού» μπαίνει αυτομάτως σε οτιδήποτε φαντάζει σήμερα κοπιώδες, απαιτητικό και επενδυμένο με σημαντική ψυχική προσπάθεια, υπευθυνότητα και συναισθηματικό κόστος, καθιστώντας απαγορευτικό το «δύσκολο» και συντηρώντας την ρευστότητα των σχέσεών μας.

Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

Πασκάλ Μπρύκνερ, Το Παράδοξο του Έρωτα. Εκδ. Πατάκη.

Alain Badiou, Εγκώμιο για τον Έρωτα. Εκ. Πατάκη.

Έριχ Φρομ, Η Τέχνη της Αγάπης. Εκδ. Μπουκουμάνης.

Ζύγκμουντ Μπάουμαν, Ρευστή Αγάπη. Βιβλιοπωλείον της Εστίας

Ντενί ντε Ρουζμόν, Ο Έρως & η Δύση. Εκδ. Ίνδικτος.