Ποτήρια και μπουκάλια

brain-damage-drinking

Ούτε χρόνος που τη γνώρισε και είχε θητεύσει στη μοναξιά χρόνια πριν τη γνωρίσει. Ήταν αισθησιακή και δοτική, απελευθερωμένη και απελευθερωτική. Ήταν εκεί για εκείνον, αγκαλιάζοντάς τον σφιχτά, όχι ασφυκτικά. Από τη θηλυκότητά της απουσίαζαν οι ανούσιες ιδεοληψίες που μαστίζουν τη γυναικεία φύση. Να μια προσωπικότητα καθαρή κι ενδιαφέρουσα, ενσαρκωμένη σε ένα προκλητικό αμπαλάζ. Με μία λέξη: ιδιαίτερη. Με περισσότερες: αν ήθελε να κάνει παιδιά, θα την έκανε μάνα τους.

 Ωστόσο, το πρόβλημά του η χρόνια κατάθλιψη και το σύμπτωμά της ο χρόνιος αλκοολισμός. Δεν έβρισκε νόημα στη ζωή και, για να την κάνει λιγότερο πληκτική κι επίπονη, προσέθετε με την πρώτη ευκαιρία μπόλικη αιθανόλη. Πάνε χρόνια που, όταν δεν του έβγαινε η συνταγή, την πότιζε, μήπως και τη νοστιμέψει. Πιστή παραμυθία σε πρώτη ζήτηση η γνώριμη ουσία, που χρησιμοποιούσε ως μαξιλάρι για τη βουτιά από την ηδονή στην οδύνη και ως γέφυρα στο διχασμένο του εγώ: από τη μία ο ναρκισσισμός του για αυτό που είναι και από την άλλη η αυτοπεριφρόνηση για αυτό που γίνεται στη σούρα του. Καθημερινά, πάσχιζε να πνίξει τη δυστυχία του στο δηλητήριο, μόνο που αυτή επέπλεε, βυθίζοντας τον ίδιον αργά και βασανιστικά στον πάτο. Κατέληξε να του μεταγγίζει την απαιτούμενη ποσότητα που θα του επέφερε την επιθυμητή νηφάλια νάρκωση. Μέχρι να καταλήξει, κι ας μην ήταν πεισιθάνατος.   

 Οργισμένος με τον εαυτό του και με το σύμπαν, είχε αποσυρθεί στο κλουβί της πολύτιμης ιδιωτικότητας που είχε περίτεχνα χτίσει, σε μια απρόσφορη απόπειρα να εκτονώσει την οργή. Σε αυτό το προσωπικό κολαστήριο, αφού κατέβασε τα στόρια, ασχολήθηκε με την εκτροφή της μιζέριας που τον έτρεφε. Συνήθιζε να σκοτώνει τη μέρα του και τον εαυτό του, φιλοτεχνώντας στον καμβά της απαισιοδοξίας το πορτρέτο του και του κόσμου με μελανά χρώματα, διασκεδάζοντας την ανία της μετέωρης ύπαρξής του στα βιβλία και στα αιδοία. Στα διαλείμματα, παραδινόταν στην επώδυνη αυτοκριτική μπροστά από τα πτυχία και τα διπλώματά του, τρόπαια που είχε κοπιάσει να τα αποκτήσει, μα του γλιστρούσαν πια. Δεν είχε πλέον ταυτότητα, δεν είχε σημείο αναφοράς να συγκρατήσει τη διολίσθησή του. Ένα χάος η παρτιτούρα πάνω στην οποία συνέθετε την καταθλιπτική μουσική της καθημερινότητάς του.  

Σταδιακά, ο άλλοτε ζωντανός και κοινωνικός τύπος μεταμορφώθηκε σε έναν ψόφιο ερημίτη που περιέφερε τη μελαγχολία του στο μιζερόσπιτό του, σπάνια και εκτός, όπου περιέφερε τον σαρκασμό του για όλους και για όλα. Ίσως δεν έκανε λάθος,  σίγουρα είχε διαλέξει τον λάθος τρόπο να το κάνει. Αν κάποτε είχε οικοδομήσει κάτι με το πνευματώδες μυαλό του, το κατεδάφισε με τον οινοπνευματώδη χαρακτήρα του. Αναπόφευκτα, κατάντησε δυσαρμονικός προς το περιβάλλον που άλλοτε διαχειριζόταν αρμονικότατα. Μάλιστα, παγιδευμένος στον φαύλο κύκλο της αυτοκαταστροφής, έφτασε, πάνω σε μια ψευδαίσθηση αυτοκυριαρχίας, να επαίρεται για το άβατο τέμενος της μοναξιάς του. Του πήρε καιρό, αλλά τα κατάφερε να τον ξεβράσει το σύμπαν πάνω στο οποίο είχε ξεράσει. Κοινωνικά απόβλητος αυτός από μια κοινωνία γεμάτη απόβλητα για αυτόν. Γιατί όχι;

Γιατί ό,τι αποζητούσε εκείνη ήταν να μοιράζεται την καθημερινότητά της μαζί του. Εντελώς υγιές, αλλά του ήταν εξαιρετικά δύσκολο, επειδή ήταν άρρωστος, οπότε επιχειρούσε να το κάνει αδύνατο. Προφασιζόταν διάφορες δικαιολογίες, για να μη συμμετέχει στη ζωή της, μην τυχόν και ξεβολευτεί από την καθίζησή του, για να βολευτεί να παίρνει την απαραίτητη εβδομαδιαία δόση από τη συντροφιά της, ώστε να απομονώνεται στο καβούκι του εντωμεταξύ.

Εντωμεταξύ, εκείνη μόνωνε τα συναισθήματά της, καθώς αντίκριζε έναν άνθρωπο μισό άνθρωπο και μισάνθρωπο να γαρνίρει τον αρνητισμό του με μπόλικες εύσχημες ή άσχημες δικαιολογίες. Ό,τι είχε να εισφέρει – ένα χιούμορ τυλιγμένο στη ζελατίνα του κυνισμού, ένα καλό καυλί, πολύ κι ευρύ πνεύμα – θα ήταν υπεραρκετά χωρίς τόσο πολύ οινόπνευμα. Όσο ιδέα και αν είναι ο Μπουκόφσκι για τις ιδέες, τις ιστορίες και τη ζωή του, καμία δεν θα τον υπόμενε στη ζωή της – αυτή είναι η αληθινή ιστορία κι εκείνος δεν είναι καν ο Μπουκόφσκι.

Από μισάνθρωπος εξελίχθηκε σε απάνθρωπο που ήταν ανεπαρκής ακόμα και για μια τυπική σχέση, σαν εκείνες που δεν έπαψε ποτέ να χλευάζει, γιατί δεν έπαυε παντού να παρατηρεί. Εκείνη, ενώ τον χρειαζόταν, μάθαινε να μην τον χρειάζεται, ενόσω εκείνος τη μάθαινε να μην τον χρειάζεται. Στο θολωμένο του μυαλό είχε  δεδομένο ότι θα τον άντεχε και θα τον ανεχόταν, μόνο που τα δεδομένα γίνονται κάποτε ζητούμενα. Εκείνη ποθούσε να ζήσει, ενώ η απουσία του στη ζωή της χρόνιζε επικίνδυνα, όπως και η απουσία του στη ζωή του.

Ό,τι είχανε με ενθουσιασμό κι αισθησιασμό στήσει το ξέστησε εκείνος που με τη συντροφιά της έξης του φρόντισε να μη συντροφεύει κανέναν, ακόμα κι εκείνη με την οποία κούμπωνε στη συντροφιά. Συγχρόνως, εκείνη είχε πια συνηθίσει να ζει χωρίς αυτόν, ενώ αυτός είχε συνηθίσει να ζει στον κόσμο του και να αποστρέφεται τον κόσμο που αυτή λαχταρούσε δίπλα του να γνωρίσει. Ετοίμαζε τις βαλίτσες της από καιρό, χωρίς να το ξέρουν. Η ψυχρότητά της είχε κάνει πια μεταστάσεις στο βλέμμα, στην αφή και στην επαφή της. Τελικά, ψώνισε και υφάκι – το επιτηδευμενο κλισέ «κάνε ό,τι καταλαβαίνεις, δεν μπορώ / δεν θέλω άλλο να κάνω μαζί σου χαχαχα περνώ και μόνη μου καλά» – και καλά και μπλαμπλα και τραλαλα. Σαν να έπαιρνε σάρκα και οστά μπροστά του το κλασικό εγχειρίδιο ψυχολογίας για τους μηχανισμούς αυτοάμυνας. Μα εκείνος είχε διαβάσει εκτός από τα κλασικά και τα εικονοκλαστικά, μάλιστα διάβαζε κι εκείνη, οπότε έκανε ότι κατάλαβε, κι ας κατάλαβε.  

 Έτσι ακριβώς του το αμόλησε, και άκαιρα και άκυρα κι επιτηδευμένα. Το ύφος, τα λόγια και οι πράξεις της βελονιές στα μηλίγγια του τον πυροβολούσαν εξ επαφής. Εκείνη δάκρυσε, αλλά δεν έσπασε, εκείνος έσπασε, αλλά δεν δάκρυσε. Εκείνη έδειχνε να συνέχιζε τη ζωή της, εκείνος ένιωθε πως δεν είχε πια ζωή. Ο πόνος τον σφυροκοπούσε τόσο ανελέητα, που ευχόταν να τον κατέψυχαν, για να μη νιώθει τίποτα.

Εκείνη όφειλε και μπορούσε να αντιδράσει έγκαιρα, όμως απορροφημένη από την καθημερινότητά της κι εγκλωβισμένη στην παθητικότητά της βολεύτηκε επίσης, για να αντιδράσει όψιμα – «οχυρώθηκε», όπως το βάφτισε. Μόνο που ή οχυρώνεσαι ή είσαι ντόμπρος, ή λες ψέματα ή αλήθεια, τόσο απλό και τόσο δύσκολο συνάμα. Πάντως, αντίθετα με τη μέχρι τότε παθητικότητά της, τότε του το ξεφούρνισε επιθετικά με συνοπτικές διαδικασίες, σαν να είχε απέναντί της τον χειρότερο εχθρό της – και παίζει να πιστεύει ότι τον είχε. Εκείνος προσπάθησε να φανεί ψύχραιμος, την ώρα που έχανε τη γη κάτω από τα πόδια του. Ο κόλαφος ήχησε βροντερά και μια νάρκη ανατινάχτηκε στα σπλάχνα του. Δεν τον συντάραξε μόνο, τον συνέφερε κιόλας. Σε ένα πρωτοφανές διάβημα αισιοδοξίας, γνωμάτευσε ότι η κατάστασή τους είναι ιάσιμη και θα τη γιατρέψει. Όχι από άνοστο προσκοπισμό ή από πληγωμένο εγωισμό, αλλά γιατί αξίζει τον κόπο από όπου και να το πιάσεις. Χρειαζόταν ένας σεισμός, για να γκρεμίσει τον προσωπικό του λαβύρινθο. Βέβαια, στη γλώσσα των αισθημάτων το ρήμα «θέλω» δεν κλίνεται σε προστακτική, όμως υποκλίνεται σε σαρωτικές πράξεις. Έτσι, λογάριαζε πως θα την έπαιρνε από το χέρι, για να της δείξει ότι τα αισθήματά της μπορεί να είχαν σκεπαστεί στη λήθη, αλλά δεν είχαν θαφτεί στην άβυσσο. Το πήρε όλο πάνω του να σπάσει τη σκληρή κρούστα που ο ίδιος είχε σωρεύσει γύρω από την καρδιά της, με την πρώτη ευκαιρία που του έδωσε.

Βασικά, καιρός να θυμόταν πόσο ακμαίος και σφριγηλός ήταν από τη φύση του, προτού κυριαρχήσει πάνω της η δεύτερη φύση. Να επανέλθει στη φυσική του κατάσταση, όπως ήταν, πριν τη σακατέψει η χημική του επέμβαση. Τέρμα οι ανούσιες αναβλητικότητες και ασπόνδυλες θεωρητικολογίες. Ακόμα κι αν δεν ήταν ο μόνος υπεύθυνος για τα χειρότερά του, ήταν ο μόνος αρμόδιος να είναι στα καλύτερά του. Ενώ διατυμπάνιζε την πίστη του στη ζωή πριν το θάνατο, ευτέλιζε τη ζωή του κι επέσπευδε τον θάνατό του. Μόνο εκείνος μπορεί να κατατροπώσει το κουσούρι του που τον έχει κάνει αγνώριστο. Ήδη σπατάλησε πολύτιμο χρόνο να το πασπαλίζει με εκλογικεύσεις. Ώρα να άρει τις αντιφάσεις με πράξεις συνεπείς με τις υγιείς από τις θεωρίες που καλά γνωρίζει να δειγματίζει, χωρίς το μυαλό μουλιασμένο, το κορμί μουδιασμένο και τον εαυτό του μουχλιασμένο. Ναι, είχε δίκιο να αντιστέκεται να γίνουν οι ανόητες απάτες της μάζας αυταπάτες του, όμως είχε άδικο να στέκεται απέναντι σε μια μποτίλια πλάθοντας πιο ανόητες αυταπάτες.

Αυτό που επείγει είναι να ταξιθετήσει το χάος του, ακόμα κι αν εν τάξει το τοπίο δεν θα την εντάξει. Του οφείλει να κλείσει χρόνιους λογαριασμούς με τη μιζέρια του και να ξεφορτωθεί τις κάβες-καβάτζες της, ποτήρια και μπουκάλια. Δεν έχει λόγο να αλλάξει, έχει κάθε λόγο να γίνει αυτός που ήταν – ο εαυτός του. Άρα, έχει λίγα να αλλάξει και πολλά να πράξει.

 Όσο για εκείνη, του δωσε την ευκαιρία, μα του την πρόδωσε.

Γιατί; Γιατί έτσι.

Έτσι έγινε, έτσι είναι κι έτσι θα γίνει, χωρίς εκείνη.

Μεθόριος και Κύκλοι

ToulouseLautrec the alcoholic

Άρχισα να πίνω στα 17 μου και σταμάτησα γύρω στα 42. Συνεπώς, για χρό­νια, έζησα βαδίζοντας, ή μάλλον τρεκλίζοντας, πάνω στη λεπτή μεθόριο που χώριζε τις συνήθειες ενός ανθεκτικού πότη από το φάσμα των συμπτω­μάτων του αναπτυσσόμενου εθισμού, κάτι σαν χείλος γκρεμού απ’ όπου η κατάρρευση, έστω και αν απείχε αρκετά, πάντως ήταν ορατή. Έτσι, ενηλικιώθηκα αφουγκραζόμενος τους σακχαρομύκητες που δρούσαν μέσα στη μαγιά της μπίρας προκαλώντας τις περίφημες αλκοολικές ζυμώσεις. Όμως, σιγά σιγά, ε­ξαιτίας της γαστρίτιδας που με ταλαιπωρούσε σαν προκαταβολή της θείας δί­κης, παραιτήθηκα απ’ τη γλυκόπικρη γεύση της μπίρας, προτιμώντας τα λεγό­μενα σκληρά ποτά, που εξάλλου ταίριαζαν στη βαναυσότητα με την οποία τι­μωρούσα τον εαυτό μου ακριβώς για το ότι ήταν τόσο αδύναμος ώστε να πί­νει του σκοτωμού. Δύσκολα θα ‘βρισκε κανείς πιο εύγλωττο παράδειγμα φαύ­λου κύκλου.

Το αλκοόλ, για το οποίο λέγονται καθημερινά στην τηλεόραση αμέτρητες ασυναρτησίες από ψυχολόγους της κακιάς ώρας, είναι αυτό καθεαυτό έ­νας φαύλος κύκλος, μια αιώνια κίνηση περιστροφής γύρω απ’ το δίπολο μα­νία/κατάθλιψη. Σημειωτέον ότι το hangover είναι σωματικό μόνον στους πρω­τάρηδες, που ταλαιπωρούνται από πονοκέφαλο και ναυτία· απεναντίας, στους έμπειρους πότες το hangover είναι αποκλειστικά ψυχικό, κυρίως ανυ­πόφορη κακοκεφιά και ισχυρές μετασεισμικές δονήσεις με επίκεντρο τα ο­χυρά της ενοχής. Το πρωινό της εκάστοτε επομένης, μέσα στην άβυσσο της αυτολύπησης, δεν έχεις άλλη διέξοδο από το να αναζητήσεις κάποιο φάρμα­κο για την ατονία και τα φρικτά μουδιάσματα της σκέψης σου και το φάρμα­κο δεν είναι πλέον η ασπιρίνη, που θα περιόριζε το βάσανο της αγγειοσυστο­λής όπως όταν ήσουν εικοσάρης, αλλά ένα διεγερτικό των λιπόθυμων ψυχι­κών ίσκιων, οι οποίοι -καλώς τους!- ξυπνούν αμέσως μόλις ακούσουν το κουδούνισμα απ’ τα παγάκια στο ποτήρι. Ξαναπίνεις σήμερα για να μη θυμάσαι τι ήπιες χθες.

Και οι ίσκιοι είναι και πάλι ετοιμοπόλεμοι και η βραδιά θα ξετυλιχθεί με τους ίδιους ηχηρούς καβγάδες, την ίδια εξουθενωτική ευφορία, τις ίδιες παραισθήσεις μεγαλείου και, εντέλει, την ίδια σπουδαιοφανή κατρακύλα στην αποβλάκωση, όπου ο χρήστης του αλκοόλ ζει αλυσοδεμένος. Και πολλοί βιάζονται να του πουν ότι αν έκοβε το ποτό θα ελευθερωνόταν, ενώ η αλή­θεια είναι, αντίστροφα, ότι, ΑΝ ελευθερωνόταν, τότε ναι, θα εγκατέλειπε το ποτό συνειδητοποιώντας πως η μέθη υπεδείκνυε απλώς μια παρακαμπτήριο γύρω απ’ το φέρον υποστύλωμα του είναι του, αυτό που η γερμανική γλώσσα, ας της αναγνωρίσουμε την πρωτιά, ονόμασε dasUnbewusste, το ασυνείδητο.

Tέτοια υπήρξε ανέκαθεν και η διαφορά μου, κατ’ ουσίαν ιδιοσυγκρασιακή, απ’ τον φίλο μου τον Κωστή Παπαγιώργη, που αφήνει στα γραπτά του να εννοηθεί το αυτονόητο, δηλαδή ότι το αλκοόλ οδηγεί σε προβλήματα συνύπαρξης, ενώ για μένα, αντίθετα, είναι τα προβλήματα συνύπαρξης που οδηγούν στο αλκοόλ, και όχι μόνον αλλά αποδεικνύονται οι καλύτεροι ξεναγοί στα τοπία της κραιπάλης. Αναλόγως, κατ’ εμέ, η αγοραφοβία, που συχνά πλήττει τους πρώην χρήστες αμέσως μόλις βγουν απ’ το λούκι, δεν αποτελεί αίτιο, όπως για τον Κωστή, αλλά αποτέλεσμα. Δυστυχώς, είτε αρέσει είτε όχι, το αίτιο παραμένει φροϋδικής τάξεως και ελάχιστα με ενδιαφέρει αν ο Φρόι­ντ θεωρείται ή όχι ξεπερασμένος. Εφόσον το αλκοόλ έχει γίνει απαραίτητο, μπορείς να είσαι σίγουρος ότι έχεις βάλει στο στόμα σου τον μαστό μιας φαντασιακής μητέρας που η τρελή της αγάπη, συγκεχυμένη και ανεπαρκής, θα σε δηλητηριάζει ισοβίως με την αποζημίωση ενός είδους φυτικής νάρκης, η ο­ποία υπόσχεται να αμβλύνει τον ορίζοντα των συμβάντων μέχρι του σημείου να πιστέψεις ότι τα νοσταλγείς. Και η παραπειστική αυτή νοσταλγία ισοδυ­ναμεί με τη βιοχημική έκρηξη του οινοπνεύματος των 40 βαθμών.

Αυτά ως προς το μπιμπερό. Από μια άποψη, δεν έχουν εντελώς άδικο ό­σοι λένε ότι ο αλκοολικός μάχεται την πλήξη, αφού μοιάζει να κάνει ει­δικά αυτό, ωστόσο, στην πραγματικότητα, δεν αναζητάει παρά τη σβέση των αντιστάσεων της ψυχής του, την εξουδετέρωση των ελατηρίων που κινητοποιούνται με τη συγκίνηση. Αναζητάει τη στασιμότητα, άρα την άλλη όψη της ί­διας εκείνης πλήξης που φαινομενικά απεχθάνεται. Από τα βάθη αυτού του τέλματος, μια μυστική φωνή τον παροτρύνει να εύχεται συμβάντα που θα χρη­σιμεύουν σαν έμμεσες διαβεβαιώσεις του ότι εξακολουθεί να είναι ζωντανός. Όμως άπαξ και αντιληφθεί εκείνη τη ζωντανή ρίζα που πάλλεται μέσα του κα­τά τη στιγμή της ευφορίας, τρομάζει αρκετά ώστε να την πνίξει με μια ποσό­τητα επιπλέον αναισθητικού. Σ’ αυτόν τον αποενεργοποιημένο τρόμο, που κα­ταλήγει να τον απολαμβάνει κανείς αντί παυσίπονου, ο ποιητής Ηλίας Λόγιος είχε δώσει το όνομα «πένθος του ορυκτού».

Σαν τους περισσότερους φίλους μου, φερ’ ειπείν σαν τον Λάγιο ή τον Κωστή ή τον Ίκαρο Μπαμπασάκη, ξόδεψα δεκαετίες πιστεύοντας, ή μισοπιστεύοντας, ότι το αλκοόλ ήταν κάτι στο οποίο μπορούσαν να πιστωθούν η­ρωικοί θρύλοι και φλογερές επαναστάσεις κατά του κομφορμισμού της μεσαίας τάξης, μεθυσμένες περιπέτειες ποιητών σαν τον Ρεμπό και τον Βερλέν και ταξίδια σε παράλληλους, περιθωριακούς, φαντασμαγορικούς κόσμους στρωμένους με πορφύρες. Γιατί αληθεύει ότι οι άνθρωποι χωρίζονται σ’ αυ­τούς που θέλουν να ακούν ιστορίες της πείνας και σ’ εκείνους που προτιμούν τις ιστορίες της δίψας, κι εμείς ανήκαμε στη δεύτερη κατηγορία.

Εντούτοις, το αλκοόλ, εκ των υστέρων το καταλαβαίνει κι ένας αφελής, δεν είναι παρά το μείζον σύμπτωμα μιας σοβαρής διαταραχής και η παραφορά τόσων και τόσων καλλιτεχνών που έζησαν με την έμπνευση τους να πυρακτώνεται στις φωτιές που υποδαύλιζαν το αψέντι και το ουίσκι ή το ρού­μι ήταν, στην ουσία, μια δρακόντεια άμυνα των ψυχικών τους αντισωμάτων -όπως καληώρα με τον Λάγιο. Σαν να λέμε, αν η ίδια κατάχρηση γινόταν από κάποιον λιγότερο επιδέξιο στις συνομιλίες με τον θάνατο και την τρέλα, αυ­τός θα καταντούσε απλώς πιο ανόητος απ’ ό,τι ήταν όταν άρχισε να καλοπιά­νει τον μπάρμαν ζητώντας ένα τελευταίο για τον δρόμο.

Σε πείσμα της γραμματικής, η αγάπη είναι αρσενική και ο έρωτας θηλυκός αλλά το αλκοόλ είναι όντως ουδέτερο. Πίνοντας, επιδιώκουμε α­κριβώς την ουδετερότητα, έναν πλήρη συμψηφισμό αποχαύνωσης και υπερ­διέγερσης· το ανομολόγητο όνειρο του πότη είναι η κατάσταση αιώρησης στον αφρό του θανάτου. Μ’ αυτό τον αντιπερισπασμό κατορθώνει να παραβλέψει την απελπισία απ’ το ότι του έλειψε εκείνο που πρωτίστως και πάντοτε λείπει, δηλαδή η πλησμονή, η περίσσεια έλλογων και ισορροπημένων σχέσεων στορ­γής με τους γεννήτορες. Έτσι, το ποτό είναι μια περιοχή πένθους όπου πενθείς για το φέρετρο, όχι για τον νεκρό. Όσο λάθος είναι να πεις ότι η σύφιλη με­ταδίδεται με το νανούρισμα, άλλο τόσο σφάλλεις πιστεύοντας ότι ο πυρετός του αλκοόλ, μεταδίδεται από τις κακές συναναστροφές.

 

Ευγένιος Αρανίτσης, κείμενο από την στήλη του «Παράδοξα», στην Ελευθεροτυπία.

*Πίνακας: Henri de Toulouse-Lautrec, «The Alcoholic, Father Mathias»

[Ευχαριστώ: https://torafeio.wordpress.com/]