Αυτογνωσία

christen_kobke_-_view_of_osterbro_from_dosseringen

Ας είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας. Έχουμε διαισθήσεις, υποψίες, προαισθήματα, ασαφείς στοχασμούς και αλλόκοτα ανάμεικτα συναισθήματα, που στο σύνολό τους δεν μπορούν να οριστούν με απλό τρόπο. Βιώνουμε αλλαγές στη διάθεσή μας, αν και ουσιαστικά δεν τις κατανοούμε. Και ξαφνικά, περιστασιακά, συναντάμε έργα τέχνης που μοιάζουν να εκφράζουν κάτι που έχουμε νιώσει κι εμείς αλλά δεν το έχουμε αναγνωρίσει ξεκάθαρα ως τώρα. Ο Αλεξάντερ Πόουπ προσδιόρισε ως βασική λειτουργία της ποίησης το να παίρνει ημιτελείς σκέψεις και να τις εκφράζει με καθαρότητα: κάτι που «συχνά αποτέλεσε αντικείμενο σκέψης αλλά ποτέ δεν είχε διατυπωθεί τόσο καθαρά». Με άλλα λόγια, ένα εφήμερο και απροσδιόριστο κομμάτι της σκέψης μας, της εμπειρίας μας, λαμβάνεται, υπόκειται σε επεξεργασία και μας επιστρέφεται πιο ολοκληρωμένο, με αποτέλεσμα να αισθανόμαστε ότι επιτέλους γνωρίζουμε πιο ξεκάθαρα τον εαυτό μας.

Η τέχνη ενισχύει την αυτογνωσία και αποτελεί εξαιρετικό μέσο προκειμένου να μεταδώσουμε στους άλλους τους καρπούς που προκύπτουν. Γνωρίζουμε πόσο εξαιρετικά δύσκολο είναι να μοιραστούμε τις εμπειρίες μας με τους άλλους∙ οι λέξεις αποδεικνύονται αδέξιες. Σκεφτείτε ότι προσπαθείτε να περιγράψετε έναν περίπατο κατά μήκος μίας λίμνης ένα ήρεμο απόγευμα, χωρίς τη βοήθεια κάποιας εικόνας. Η ανεπιτήδευτη απεικόνιση ενός απογεύματος σε κάποιο προάστιο της Κοπεγχάγης από τον Κρίστεν Κέμπκε αναδεικνύει εκείνες ακριβώς τις πτυχές της εμπειρίας που δυσκολευόμαστε να αρθρώσουμε. Το φως στον πίνακα είναι εξαιρετικά σημαντικό, παρόλο που δύσκολα ορίζει κανείς τη σημασία του. Ο θεατής αισθάνεται την ανάγκη να δείξει τον πίνακα και να πει «έτσι νιώθω κι εγώ με αυτό το φως». Ο Κέμπκε έχει δημιουργήσει μία εικόνα ερωτευμένη με την απουσία συμβάντων. Το παιδί κρέμεται από την κουπαστή, ο άντρας με το ψηλό καπέλο παρατηρεί καθώς ο φίλος του κάνει κάποιες διευθετήσεις στη βάση του μαζεμένου ιστίου. Οι γυναίκες κάτι λένε μεταξύ τους. Η ζωή συνεχίζεται, όμως δεν υπάρχει τίποτα το δραματικό, καμία προσδοκία αποτελέσματος, καμία αίσθηση κατάληξης. Ωστόσο, αντί να παραπέμπει σε μία κατάσταση ανίας ή απογοήτευσης, η αίσθηση είναι απόλυτα σωστή. Κυριαρχεί η γαλήνη, και όχι η κούραση. Η απόλυτη ηρεμία, και όχι η αδράνεια. Με κάποιον περίεργο τρόπο, ο πίνακας αποπνέει μία αίσθηση τέρψης για τη ζωή, η οποία εκφράζεται ήρεμα. Το ελκυστικό δεν είναι το φως καθαυτό αλλά η ψυχική κατάσταση που εκφράζει. Ο πίνακας αποτυπώνει ένα τμήμα του εαυτού μας – τμήμα που δεν εκφράζεται εύκολα με λέξεις. Θα μπορούσατε να δείξετε τον πίνακα και να πείτε «κατά στιγμές, έτσι είμαι κι εγώ∙ μακάρι να μου συνέβαινε συχνότερα». Σε περίπτωση που κάποιος άλλος έχει την ίδια αίσθηση, ίσως να μιλάμε για την αρχή μίας σημαντικής φιλίας.

Τα αντικείμενα τέχνης δεν μας αρέσουν απλώς – σε ορισμένες διακριτές περιπτώσεις, είμαστε λιγάκι σαν αυτά. Είναι τα μέσα διά των οποίων καταλήγουμε να γνωρίζουμε τον εαυτό μας και να δείχνουμε στους άλλους ορισμένες πτυχές του αληθινού μας εαυτού.

 

Alain de Botton, John Armstrong, Η τέχνη ως θεραπεία (απόσπασμα από το πρώτο μέρος, Οι επτά χρήσεις της τέχνης: Αυτογνωσία), εκδ. Πατάκη.

Πίνακας: Christen Købke, Άποψη του Ούστεμπρο από το Ντοσσέρινγκεν (1838).

Η αγάπη προς τον εαυτό

blue sky hole in a wooden wall background; Shutterstock ID 62342308; PO: The Huffington Post; Job: The Huffington Post; Client: The Huffington Post; Other: The Huffington Post

Όταν προσφάτως με ρώτησαν για τους τρόπους με τους οποίους μπορεί κανείς να αγαπήσει τον εαυτό του, ενδόμυχα χαμογέλασα. Σκέφτηκα πως ζούμε σε μία εποχή που ζητάει «οδηγίες χρήσεως», έτοιμες συνταγές και σαφή βήματα, προκειμένου να φθάσει από το σημείο Α στο σημείο Β με ταχύτητα, ευκολία και κυρίως, ασφάλεια. Τέτοιου είδους «οδηγίες», χρήσιμες και σκόπιμες στον κόσμο της τεχνολογίας, των αντικειμένων, της παραγωγής ή των μαθηματικών, συνήθως δεν έχουν εφαρμογή στο πεδίο του ανθρώπου και της ψυχολογίας του. Το πρόβλημα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι πολυδιάστατο: Κατ’ αρχάς, εξ’ ορισμού η αγάπη προς τον εαυτό μας δεν είναι ούτε μία εύκολη, ούτε μία γρήγορη διαδικασία και, οπωσδήποτε, δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι ασφαλής. Από την άλλη πλευρά, δεν είναι κάτι που εξαρτάται απολύτως από εμάς τους ίδιους. Το γνωστό κλισέ, ότι «για να αγαπήσεις τον άλλο θα πρέπει πρώτα να έχεις αγαπήσει τον ίδιο τον εαυτό σου», έχει μία προϋπόθεση που ίσως φανεί παράδοξη: για να μπορέσεις να αγαπήσεις τον εαυτό σου, θα πρέπει πρώτα να έχεις αγαπηθεί. Ως εκ τούτου και επιλέγοντας, όπως πάντα, να μείνω σε απόσταση από κάθε είδους έτοιμο συνταγολόγιο για την ανθρώπινη συμπεριφορά, στο παρόν κείμενο θα εστιάσω σε αυτά τα δύο κεντρικά σημεία και μέσα από αυτά, θα σκιαγραφήσω την πορεία προς μία βελτιωμένη αυτοεκτίμηση και φροντίδα του εαυτού.

Τι εννοούμε άραγε λέγοντας «αγαπώ τον εαυτό μου»; Πιο συγκεκριμένα, τι εννοούμε λέγοντας «εαυτός μου»; Για να μπορέσουμε να δείξουμε αγάπη προς ένα άλλο πρόσωπο, για να καταφέρουμε να νοιαστούμε για τον άλλο, βασική προϋπόθεση είναι να γνωρίζουμε και να αποδεχόμαστε αυτό τον άνθρωπο σε βάθος: Τα θετικά και τα αρνητικά του σημεία, τον τρόπο που αντιδράει σε κάθε περίσταση, τις συνήθειές του και τι αντλεί από αυτές, τις βαθύτερες επιθυμίες του, τα αίτια που τον κάνουν να επιλέξει αυτό και όχι εκείνο, τα πράγματα που αγαπάει και τα πράγματα που αποφεύγει, τους φόβους του, τις ελπίδες του. Ό,τι ισχύει για την αγάπη που δείχνουμε προς ένα άλλο πρόσωπο όμως, ισχύει και για την αγάπη προς τον εαυτό μας. Πώς θα τον αγαπήσουμε αν δεν τον γνωρίσουμε; Κι εδώ είναι που αρχίζει η επίπονη διαδικασία της αυτογνωσίας. Και είναι επίπονη, διότι καλούμαστε να σταθούμε με ειλικρίνεια απέναντι σε εμάς τους ίδιους και να μελετήσουμε τα σκοτεινά μας σημεία: τους φόβους μας, τα ελαττώματά μας, τη συμπεριφορά μας απέναντι στους άλλους, τα ευάλωτα σημεία μας, που τόσο καλά τα προφυλάσσουμε από τη θέα των άλλων, τις ενδόμυχες επιθυμίες και ανάγκες μας, τα τραύματα που κουβαλάμε, όσα μας κάνουν μέσα μας να ντρεπόμαστε ή να νιώθουμε ενοχές. Και ταυτόχρονα, η άλλη όψη της δυσκολίας: να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να δει και να παραδεχτεί τα θετικά μας στοιχεία: τα όμορφα στοιχεία του χαρακτήρα μας, τα προτερήματα της προσωπικότητάς μας, του σώματός μας, τα σημεία της βιογραφίας μας για τα οποία νιώθουμε υπερήφανοι, τις κατακτήσεις μας, όσα κάναμε να μας συμβούν και μας πήγαν ένα βήμα παρακάτω, τις ικανότητές μας. Τόσο το πρώτο, όσο και το δεύτερο απαιτούν θάρρος και ειλικρίνεια.

Και δεν είναι μόνο αυτά. Στην ιδέα της καλύτερης γνωριμίας με τον εαυτό μας, εντάσσονται και τα όσα κάνουμε ή δεν κάνουμε για εμάς στην καθημερινότητά μας. Άραγε τον φροντίζουμε τον εαυτό μας, ή τον υποβάλλουμε σε διαρκείς αυτοταπεινώσεις; Ποιος είναι ο περίγυρός μας; Τι ανθρώπους συναναστρεφόμαστε; Υπάρχει ένα υγιές δούναι και λαβείν στις σχέσεις μας, ή μήπως συμβαίνει κάτι άλλο; Πώς τρέφουμε τον εαυτό μας και με τι; Πέρα από την κανονική τροφή του οργανισμού, υπάρχει και η ψυχική/συναισθηματική τροφή. Φροντίζουμε τακτικά για αυτή, κι αν ναι πώς; Αν όχι, γιατί; Τελικά, σεβόμαστε τον εαυτό μας και τις επιθυμίες του, ή επιτρέπουμε στους άλλους να επιβάλλουν τις δικές τους απαιτήσεις πάνω μας, φοβούμενοι πως αν αντιδράσουμε διαφορετικά θα τους χάσουμε; Κανένας μας δεν ζει σε κενό αέρος. Όλοι κινούμαστε σε ένα πλαίσιο σχέσεων και είναι αυτές οι σχέσεις που πολλές φορές μάς αποκαλύπτουν στοιχεία του εαυτού μας που δεν γνωρίζουμε. Αν παρατηρήσουμε τον τρόπο με τον οποίο σχετιζόμαστε με τους άλλους, καθώς και τον τρόπο που οι άλλοι σχετίζονται με εμάς, θα μπορέσουμε να διαπιστώσουμε πολλές πτυχές της συμπεριφοράς μας που μέχρι πρότινος μας ήταν άγνωστες. Και εδώ, δεν εννοούνται μόνο οι γνωστοί ή οι φίλοι, αλλά και οι άνθρωποι του πιο στενού μας κύκλου, όσοι θεωρούμε δεδομένους ή αγαπημένους και ποτέ δεν έχουμε επιχειρήσει να παρατηρήσουμε ή να αμφισβητήσουμε.

Η αναφορά στους πιο κοντινούς και αγαπημένους ανθρώπους της ζωής μας, μάς φέρνει στο δεύτερο σημείο που προαναφέρθηκε: για να αγαπήσεις τον εαυτό σου, πρέπει πρώτα να έχεις αγαπηθεί. Κι αυτό, διότι η ικανότητα της αγάπης δεν είναι εγγενής∙ μαθαίνεται. Είναι μία τέχνη, όπως τη χαρακτηρίζει ο E. Fromm, στην οποία κάποιος μας εκπαιδεύει όταν ακόμα είμαστε παιδιά. Αυτό σημαίνει πως, η ικανότητά μας να αγαπήσουμε τον εαυτό μας και τους άλλους, εξαρτάται από το αν αυτός ο κάποιος – συνήθως ο γονιός στα παιδικά μας χρόνια – μας αγάπησε και μας αποδέχθηκε κυρίως για εκείνα τα στοιχεία μας στα οποία είμαστε περισσότερο ευάλωτοι και ανασφαλείς. Μία τέτοια άνευ όρων, ειλικρινής αγάπη επιτρέπει στο μικρό παιδί να νιώσει ελευθερία και ανακούφιση, καθώς θα διαπιστώνει ότι τα όσα αρνητικά νόμιζε πως έχει δεν αποτελούν εμπόδιο ούτε κριτήριο για την αγάπη του άλλου. Εκκινώντας από μία τέτοια θέση ελευθερίας και αυτό-αποδοχής, ο μετέπειτα ενήλικος μπορεί να ανοιχτεί και να ρισκάρει στην αγάπη προς τον άλλον, όντας ασφαλής και σίγουρος για τον ίδιο τον εαυτό του.

Βεβαίως, ούτε ο κόσμος είναι ιδανικός ούτε οι γονείς τέλειοι. Συχνά, τα ευάλωτα σημεία μας αντιμετωπίζονται με επικριτική ή απορριπτική διάθεση, με αποτέλεσμα να μαθαίνουμε από πολύ μικροί να τα κρύβουμε, να ντρεπόμαστε για αυτά ή να νιώθουμε κατώτεροι των άλλων. Πώς να βγεις να μοιραστείς αυτά τα σημεία με κάποιον άλλον, όταν οι πρωταρχικές σου εμπειρίες σου έχουν μάθει ότι θα σε απορρίψει για αυτά; Όταν αυτό που είμαστε γίνεται διαρκώς αντικείμενο ακύρωσης και περιφρόνησης, καταλήγουμε να δημιουργήσουμε έναν ψευδή εαυτό, πίσω από τον οποίο κρυβόμαστε και νιώθουμε ασφαλείς – με ένα υψηλό κόστος, όμως, αφού μόνο ο αυθεντικός μας εαυτός μπορεί να αντέξει το ρίσκο της εγγύτητας, να είναι ελεύθερος και δημιουργικός.

Άραγε, ποιες πτυχές μας φροντίσαμε να κρύψουμε καλά από τους άλλους όταν ήμασταν παιδιά; Για ποια πράγματα ντρεπόμασταν, τι φοβόμασταν να εκφράσουμε μη τυχόν και τιμωρηθούμε, ποιες επιθυμίες μας αποκρύψαμε και καταπιέσαμε γιατί ξέραμε ότι δεν θα γινόντουσαν αποδεκτές; Και σήμερα, ως ενήλικοι, πώς είμαστε μέσα στις σχέσεις μας; Καταλαμβάνουμε και οι δύο τον ίδιο χώρο, ψυχικά και συναισθηματικά, ή μήπως υπάρχουν σημεία στα οποία συρρικνωνόμαστε, κρυβόμαστε ή απλώς δεν εκφραζόμαστε;

Ίσως όλα αυτά τα ερωτήματα και, πολύ περισσότερο, οι απαντήσεις σε αυτά να φαντάζουν ήδη δύσκολες και απαιτητικές. Και πράγματι είναι. Οι άνθρωποι που ξεκίνησαν αυτό το ταξίδι γνωρίζουν πολύ καλά πόσο δύσκολο είναι αλλά και πόσα οφέλη κρύβει στη διάρκειά του. Η πορεία προς την αγάπη για τον εαυτό μοιάζει σαν έναν κακοκεντημένο καμβά, που τον ξηλώνεις και τον ξανακεντάς από την αρχή, αυτή τη φορά με το δικό σου χέρι και τις δικές σου επιλογές.

Θα κλείσω περισσότερο με ένα σχόλιο παρά με κάποιο συμπέρασμα. Συχνά, η αγάπη προς τον εαυτό συγχέεται με τον εγωισμό. Η προτεραιότητα στις δικές μας επιθυμίες και ανάγκες, η φροντίδα για προσωπικό χρόνο, άσκηση, διασκέδαση, κοινωνικές συναναστροφές, χόμπι, η διεκδίκηση των επιθυμιών και των στόχων μας και οτιδήποτε άλλο κρίνουμε απαραίτητο για εμάς τους ίδιους, συχνά χαρακτηρίζεται ως αποκλειστικό ενδιαφέρον για τον εαυτό μας και αδιαφορία για τους άλλους. Ωστόσο, η αγάπη για τον εαυτό είναι το αντίθετο του εγωισμού. Ο εγωιστής, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο E. Fromm, είναι ανίκανος να αγαπήσει – τον εαυτό του και τους άλλους. Η όλη του συμπεριφορά είναι απλώς αρπακτική: αγωνιά για έξωθεν ικανοποιήσεις που ο ίδιος δεν μπορεί να προσφέρει στον ίδιο τον εαυτό του. Αντίθετα, στον άνθρωπο που αγαπάει τον εαυτό του θα συναντήσουμε μία κατάφαση, η οποία προκύπτει αβίαστα από την ικανότητά του να φροντίζει, να σέβεται, να είναι υπεύθυνος για τις επιλογές του και να γνωρίζει:  πρώτα τον εαυτό του και μετά τους άλλους.

Αποστολοπούλου Αντιγόνη, Συμβουλευτική Ψυχολόγος

Ιστορίες Ζωής

Pawel-Kuczynski_10626873_923524431009470_2323986266373455425_n

Όλες οι έρευνες το πιστοποιούν. Η συντριπτική πλειοψηφία των τηλεθεατών δε θεωρεί πραγματικές τις ιστορίες ζωής που παρουσιάζονται στην τηλεόραση. Ένα ελάχιστο 5% μόνο μοιάζει να διαθέτει την αθωότητα του βρέφους και να υποκύπτει άνευ όρων στην αληθοφάνεια μιας κατασκευασμένης εικόνας. Όλοι οι άλλοι, εμείς οι άπιστοι, υποψιασμένοι ενήλικες, σαν μαγεμένοι ξανά και ξανά, παρακάμπτοντας επιμελώς τη δυσπιστία μας, μένουμε καθηλωμένοι στις ιστορίες ζωής, στην πολύτιμη πραμάτεια όλων των καναλιών.

Μας εξοργίζουν όλες αυτές οι δραματικές αφηγήσεις, μας θλίβουν, ενίοτε θυμώνουμε με τον τρόπο παρουσίασης, καταγγέλουμε τον άθλιο χειρισμό του θέματος. Κι όμως εκεί, σαν υπνωτισμένοι, ακούμε και βλέπουμε.

Για να διασκεδάσουμε ίσως. Να ψυχαγωγηθούμε μέσα από την απατηλή σκηνοθεσία ενός δράματος που έτσι κι αλλιώς δεν μας πείθει. Όμως εκείνη την ώρα κάποιο τηλεπαιχνίδι με πλούσια δώρα, κάποια σαπουνόπερα, θα αναλάμβανε ίσως πιο δραστικούς τρόπους απόδρασης. Κι όμως δεν αλλάζουμε κανάλι. Προτιμώμενες παραμένουν οι ιστορίες ζωής. Γιατί;

Εύκολο είναι να επικαλεσθεί κανείς την κρυφή ηδονοβλεπτική διάσταση που ωθεί σε μια τέτοια προτίμηση. Εύκολο είναι να αναφερθείς στο άχρωμο και άτονο της καθημερινής ζωής των πολλών.

«Η ζωή μου είναι τόσο ήσυχη. Η ησυχία αυτή με τρομάζει. Το βάρος του μη συμβάντος με βαραίνει. Αποζητώ το αλλότριο συμβάν για να το οικειοποιηθώ. Να το κάνω δικό μου. Να ανυψωθώ κι εγώ στη σφαίρα των τραγικών ηρώων της ιστορίας. Όσο γελοίος κι αν είναι κατά βάθος ο πρωταγωνιστής, όσο απωθητικός κι αν είναι στην αθλιότητά του, έχει μία τραγική διάσταση. Κι αυτή είναι που αποζητώ».

Άλλοτε πάλι, ο άλλος κινητοποιεί μόνο αμιγείς εμπαθείς απορρίψεις. Τον βδελίσσομαι. Η παθολογία του με κάνει να ριγώ. Κι όμως τον θέλω. Θέλω κι αυτόν να τον δω, να τον ακούσω, στα δελτία των ειδήσεων, στις ειδικές εκπομπές, να τον απολαύσω, έτσι καθώς διηγείται πώς εκτέλεσε τη γυναίκα, την πεθερά, τα παιδιά του, τα ανίψια του, τα εγγόνια του. Ή ακόμα, πώς μες στην απόλυτη ανέχεια και φτώχεια τρώει ποντικούς, γάτες ή ευτραφείς γειτόνους!

Τον θέλω τον αποκρουστικό παρεκκλίνοντα. Με βοηθάει να ορίσω τον εαυτό μου ως διαφορετικό. Η διήγησή του μου κάνει. Σαν νερό με βοηθάει να κυλήσει η αλλότρια δυστυχία από πάνω μου. Να μη σκαλώσει πουθενά. Και να βγω αλώβητος από την ταύτιση. Αμέτοχος. Δεν είμαι εγώ! Είναι εκείνος! Η δυστυχία έχει βρει τα περιχαρακωμένα όριά της έξω από τον ιδιωτικό μου ορίζοντα. Το κακό ξορκίζεται. Διαθέτει όνομα. Δεν είναι το δικό μου. Διαθέτει ιστορία. Δεν είναι η δική μου. Κατοικεί αλλού.

Κυρίως διαθέτει εικόνα. Κι έτσι το κακό συγκεκριμενοποιείται. Δεν είναι διάχυτο. Εντοπίζεται. Τα τέρατα που κυκλοφορούν μέσα μου ναρκώνονται. Εκεί. Στο γυαλί. Μόνο εκεί.

Αρκούν λοιπόν αυτοί οι φανταστικοί συλλογισμοί για να εξηγήσουν το πάθος, το μένος, την επίμονη ηδονή που προσφέρουν τα τηλεσόου της δυστυχίας; Κάτι, όπως πάντα, μοιάζει να λείπει. Κι αυτό το κάτι αναδεικνύεται μέσα από το διεισδυτικό και ανατρεπτικό λόγο του Nietzsche:

Εμείς οι άνθρωποι της γνώσης δε γνωρίζουμε τον εαυτό μας- και δικαιολογημένα. Ποτέ δεν αναζητήσαμε τον εαυτό μας – πώς θα μπορούσαμε λοιπόν να τον βρούμε κάποτε; Σωστά έχει ειπωθεί ότι «εκεί που βρίσκεται ο θησαυρός σου βρίσκεται και η καρδιά σου»,  ο θησαυρός μας είναι εκεί που είναι και οι κυψέλες της γνώσης μας. Πάντα κατευθυνόμαστε προς αυτές, σαν να είμαστε από γεννησιμιού μας φτερωτά πλάσματα που μαζεύουν το μέλι του πνεύματος και η μοναδική μας έγνοια είναι «να φέρνουμε κάτι στο σπίτι». Άλλωστε ποιος από μας ασχολείται στα σοβαρά με ό,τι αφορά στη ζωή, με τα επονομαζόμενα «βιώματα»; Ή αφιερώνει τον απαραίτητο χρόνο γι’ αυτά; Φοβάμαι πως αυτή η υπόθεση δεν ήταν ποτέ δική μας υπόθεση: δεν μπορούμε να δώσουμε την καρδιά μας σε αυτήν, ούτε και τ’ αυτιά μας. Αλλά, όπως ένας εντελώς αφηρημένος και βυθισμένος στον εαυτό του άνθρωπος, που η καμπάνα του μεσημεριού χτύπησε στ’ αυτιά του μ’ όλη της τη δύναμη τους δώδεκα χτύπους της, ξαφνικά πετάγεται πάνω και αναρωτιέται: «τι ήταν άραγε αυτό που χτύπησε;» έτσι κι εμείς καμιά φορά τρίβουμε εκ των υστέρων τ’ αυτιά μας κι αναρωτιόμαστε, γεμάτοι έκπληξη κι ανησυχία, «τι ήταν στ’ αλήθεια αυτό που μόλις ζήσαμε;» και ακόμα «ποιοι είμαστε στ’ αλήθεια;» και ξαναμετρούμε εκ των υστέρων, όπως είπαμε, τους δώδεκα παλλόμενους χτύπους της καμπάνας της εμπειρίας μας, της ζωής μας, της ύπαρξής μας – και αλίμονο! Κάνουμε λάθος στο μέτρημα. Και παραμένουμε αναγκαστικά ξένοι στον εαυτό μας, δεν τον καταλαβαίνουμε, αναγκαζόμαστε να παρερμηνεύουμε τον εαυτό μας, για να ισχύει ένας νόμος, για όλη την αιωνιότητα: «ο καθένας είναι ο πιο ξένος απέναντι στον εαυτό του». Δεν είμαστε άνθρωποι της γνώσης όσον αφορά στον εαυτό μας.

Ίσως όλη αυτή η ηδονή που έγκειται στο να ακούσεις από την τηλεόραση την ιστορία του άλλου, έχει να κάνει με μια τρομακτική μετάθεση. Να ακούς από τον άλλον αυτό που δεν μπορείς να ακούσεις από σένα. Να αφουγκραστείς μία ξένη ιστορία στη θέση της δικής σου ιστορίας. Εκείνη που δεν θα γνωρίσεις ποτέ, εκείνη που δεν θα σε γνωρίσει ποτέ.

Ένα χρυσό άλλοθι οι ιστορίες στη μικρή οθόνη. Επιτρέπουν τον μόνο επιθυμητό στόχο: «να παραμείνει ο καθένας πιο ξένος απέναντι στον εαυτό του».

Δεν είναι να απορείς λοιπόν. Όχι, δεν είναι να απορείς. Ίσως μόνο να θλίβεσαι. Αλλά γι’ αυτό δεν υπάρχει ούτε χώρος, ούτε χρόνος και, κυρίως, ούτε τηλεοπτική κάλυψη.

Φωτεινή Τσαλίκογλου, Ψυχολογία της Καθημερινής Ζωής- Η κουλτούρα του εφήμερου (Εκδ. Καστανιώτη) – απόσπασμα.

Pawel Kuczynski, «T.V. Relaxing»

Aldo Carotenuto

Εικόνα

…»Η ζήλια είναι αιτία πόνου και δυστυχίας, γιατί εκείνος που έχει πέσει θύμα της, έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ζωή του δεν έχει νόημα χωρίς το αγαπημένο πρόσωπο και ότι μόνο ζώντας μαζί του μπορεί να φθάσει στην ωριμότητα. Αυτό φέρνει τον ερωτευμένο αντιμέτωπο με το αίσθημα πως είναι ημιτελής, κι αυτό τον γεμίζει με τόση αγωνία και άγχος ώστε το φάντασμά του τον αποτρέπει από το να αφεθεί. Φοβόμαστε λοιπόν να έρθουμε αντιμέτωποι με αυτό το αίσθημα της μηδαμινότητας και της ανεπάρκειάς μας, γιατί τότε θα νιώθουμε σαν να είμαστε ο ένας πόλος της αντιπαράθεσης που υπάρχει εφόσον υπάρχει και ο άλλος. Για να αντιμετωπίσουμε αυτή την εμπειρία, χρειάζεται, όπως είπα, θάρρος.

Εκείνος που κάνοντας τον απολογισμό της ζωής του μπορεί να ισχυριστεί ότι ποτέ δεν παρασύρθηκε, ποτέ δεν δέχθηκε τον έρωτα, με όλους τους κινδύνους που αυτός συνεπάγεται, και με τη ζηλοτυπία του και με τις φωτεινές αλλά και ταπεινές στιγμές του, μπορούμε να πούμε ότι έζησε μία άτολμη ζωή, ότι από δειλία δήλωσε άρνηση σε κάτι μεγάλο, σε μία γνήσια ζωή. Η αποδοχή της μικρότητας και της ανεπάρκειάς μας είναι σημάδι ωριμότητας. Αποδεχόμενοι την πιθανότητα να ζηλέψουμε, δεχόμαστε και τον κίνδυνο να δούμε τη ζωή μας να εξελίσσεται μόνο υπό τον όρο ότι το αγαπημένο πρόσωπο θα είναι κοντά μας. Ο Μπαρτ (1977, σελ. 98) γράφει: «Ως ζηλότυπος υποφέρω τετραπλάσια. Υποφέρω επειδή ζηλεύω, υποφέρω επειδή κατηγορώ τον εαυτό μου που ζηλεύω, υποφέρω επειδή φοβάμαι πως η ζήλεια μου μπορεί να πληγώσει τον άλλο, υποφέρω επειδή αφήνω να με εξουσιάζει κάτι πολύ πεζό κι ασήμαντο: υποφέρω επειδή φοβάμαι μην παραγκωνιστώ, υποφέρω επειδή φοβάμαι μη γίνω επιθετικός, υποφέρω επειδή φοβάμαι μην είμαι τρελός κι υποφέρω επειδή φοβάμαι μην είμαι σαν όλους τους άλλους».

Πιστεύω ότι πρέπει να αφήνουμε περιθώρια στην πιθανότητα να νιώσουμε ζήλια και να επιτρέπουμε τον εαυτό μας να το ζήσει μέχρι τέλους. Αυτό σημαίνει να συνειδητοποιήσουμε τις σκοτεινές του πλευρές, τα παθολογικά του σημεία. Και πρέπει να είμαστε σε θέση να αποδεχτούμε την παθολογία μας, γιατί μόνο έτσι θ’ αποκτήσουμε αυτογνωσία. Όπως είναι λάθος να προσπαθούμε να γιατρέψουμε τις παραισθήσεις μας με φάρμακα, είναι και λάθος να θέλουμε να νικήσουμε τη ζήλια με τη δύναμη της θέλησής μας, γιατί αυτή μας βοηθά να γνωρίζουμε τις πιο απόκρυφες πλευρές του έρωτά μας.»

 

Aldo Carotenuto, «Έρως και Πάθος – Τα όρια της αγάπης και του πόνου», Εκδ. ίταμος (απόσπασμα)

*Πίνακας του Α. Αλεξανδράκη, «Καθισμένη γυναίκα με το χέρι στο κεφάλι της»