Η αγάπη προς τον εαυτό

blue sky hole in a wooden wall background; Shutterstock ID 62342308; PO: The Huffington Post; Job: The Huffington Post; Client: The Huffington Post; Other: The Huffington Post

Όταν προσφάτως με ρώτησαν για τους τρόπους με τους οποίους μπορεί κανείς να αγαπήσει τον εαυτό του, ενδόμυχα χαμογέλασα. Σκέφτηκα πως ζούμε σε μία εποχή που ζητάει «οδηγίες χρήσεως», έτοιμες συνταγές και σαφή βήματα, προκειμένου να φθάσει από το σημείο Α στο σημείο Β με ταχύτητα, ευκολία και κυρίως, ασφάλεια. Τέτοιου είδους «οδηγίες», χρήσιμες και σκόπιμες στον κόσμο της τεχνολογίας, των αντικειμένων, της παραγωγής ή των μαθηματικών, συνήθως δεν έχουν εφαρμογή στο πεδίο του ανθρώπου και της ψυχολογίας του. Το πρόβλημα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι πολυδιάστατο: Κατ’ αρχάς, εξ’ ορισμού η αγάπη προς τον εαυτό μας δεν είναι ούτε μία εύκολη, ούτε μία γρήγορη διαδικασία και, οπωσδήποτε, δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι ασφαλής. Από την άλλη πλευρά, δεν είναι κάτι που εξαρτάται απολύτως από εμάς τους ίδιους. Το γνωστό κλισέ, ότι «για να αγαπήσεις τον άλλο θα πρέπει πρώτα να έχεις αγαπήσει τον ίδιο τον εαυτό σου», έχει μία προϋπόθεση που ίσως φανεί παράδοξη: για να μπορέσεις να αγαπήσεις τον εαυτό σου, θα πρέπει πρώτα να έχεις αγαπηθεί. Ως εκ τούτου και επιλέγοντας, όπως πάντα, να μείνω σε απόσταση από κάθε είδους έτοιμο συνταγολόγιο για την ανθρώπινη συμπεριφορά, στο παρόν κείμενο θα εστιάσω σε αυτά τα δύο κεντρικά σημεία και μέσα από αυτά, θα σκιαγραφήσω την πορεία προς μία βελτιωμένη αυτοεκτίμηση και φροντίδα του εαυτού.

Τι εννοούμε άραγε λέγοντας «αγαπώ τον εαυτό μου»; Πιο συγκεκριμένα, τι εννοούμε λέγοντας «εαυτός μου»; Για να μπορέσουμε να δείξουμε αγάπη προς ένα άλλο πρόσωπο, για να καταφέρουμε να νοιαστούμε για τον άλλο, βασική προϋπόθεση είναι να γνωρίζουμε και να αποδεχόμαστε αυτό τον άνθρωπο σε βάθος: Τα θετικά και τα αρνητικά του σημεία, τον τρόπο που αντιδράει σε κάθε περίσταση, τις συνήθειές του και τι αντλεί από αυτές, τις βαθύτερες επιθυμίες του, τα αίτια που τον κάνουν να επιλέξει αυτό και όχι εκείνο, τα πράγματα που αγαπάει και τα πράγματα που αποφεύγει, τους φόβους του, τις ελπίδες του. Ό,τι ισχύει για την αγάπη που δείχνουμε προς ένα άλλο πρόσωπο όμως, ισχύει και για την αγάπη προς τον εαυτό μας. Πώς θα τον αγαπήσουμε αν δεν τον γνωρίσουμε; Κι εδώ είναι που αρχίζει η επίπονη διαδικασία της αυτογνωσίας. Και είναι επίπονη, διότι καλούμαστε να σταθούμε με ειλικρίνεια απέναντι σε εμάς τους ίδιους και να μελετήσουμε τα σκοτεινά μας σημεία: τους φόβους μας, τα ελαττώματά μας, τη συμπεριφορά μας απέναντι στους άλλους, τα ευάλωτα σημεία μας, που τόσο καλά τα προφυλάσσουμε από τη θέα των άλλων, τις ενδόμυχες επιθυμίες και ανάγκες μας, τα τραύματα που κουβαλάμε, όσα μας κάνουν μέσα μας να ντρεπόμαστε ή να νιώθουμε ενοχές. Και ταυτόχρονα, η άλλη όψη της δυσκολίας: να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να δει και να παραδεχτεί τα θετικά μας στοιχεία: τα όμορφα στοιχεία του χαρακτήρα μας, τα προτερήματα της προσωπικότητάς μας, του σώματός μας, τα σημεία της βιογραφίας μας για τα οποία νιώθουμε υπερήφανοι, τις κατακτήσεις μας, όσα κάναμε να μας συμβούν και μας πήγαν ένα βήμα παρακάτω, τις ικανότητές μας. Τόσο το πρώτο, όσο και το δεύτερο απαιτούν θάρρος και ειλικρίνεια.

Και δεν είναι μόνο αυτά. Στην ιδέα της καλύτερης γνωριμίας με τον εαυτό μας, εντάσσονται και τα όσα κάνουμε ή δεν κάνουμε για εμάς στην καθημερινότητά μας. Άραγε τον φροντίζουμε τον εαυτό μας, ή τον υποβάλλουμε σε διαρκείς αυτοταπεινώσεις; Ποιος είναι ο περίγυρός μας; Τι ανθρώπους συναναστρεφόμαστε; Υπάρχει ένα υγιές δούναι και λαβείν στις σχέσεις μας, ή μήπως συμβαίνει κάτι άλλο; Πώς τρέφουμε τον εαυτό μας και με τι; Πέρα από την κανονική τροφή του οργανισμού, υπάρχει και η ψυχική/συναισθηματική τροφή. Φροντίζουμε τακτικά για αυτή, κι αν ναι πώς; Αν όχι, γιατί; Τελικά, σεβόμαστε τον εαυτό μας και τις επιθυμίες του, ή επιτρέπουμε στους άλλους να επιβάλλουν τις δικές τους απαιτήσεις πάνω μας, φοβούμενοι πως αν αντιδράσουμε διαφορετικά θα τους χάσουμε; Κανένας μας δεν ζει σε κενό αέρος. Όλοι κινούμαστε σε ένα πλαίσιο σχέσεων και είναι αυτές οι σχέσεις που πολλές φορές μάς αποκαλύπτουν στοιχεία του εαυτού μας που δεν γνωρίζουμε. Αν παρατηρήσουμε τον τρόπο με τον οποίο σχετιζόμαστε με τους άλλους, καθώς και τον τρόπο που οι άλλοι σχετίζονται με εμάς, θα μπορέσουμε να διαπιστώσουμε πολλές πτυχές της συμπεριφοράς μας που μέχρι πρότινος μας ήταν άγνωστες. Και εδώ, δεν εννοούνται μόνο οι γνωστοί ή οι φίλοι, αλλά και οι άνθρωποι του πιο στενού μας κύκλου, όσοι θεωρούμε δεδομένους ή αγαπημένους και ποτέ δεν έχουμε επιχειρήσει να παρατηρήσουμε ή να αμφισβητήσουμε.

Η αναφορά στους πιο κοντινούς και αγαπημένους ανθρώπους της ζωής μας, μάς φέρνει στο δεύτερο σημείο που προαναφέρθηκε: για να αγαπήσεις τον εαυτό σου, πρέπει πρώτα να έχεις αγαπηθεί. Κι αυτό, διότι η ικανότητα της αγάπης δεν είναι εγγενής∙ μαθαίνεται. Είναι μία τέχνη, όπως τη χαρακτηρίζει ο E. Fromm, στην οποία κάποιος μας εκπαιδεύει όταν ακόμα είμαστε παιδιά. Αυτό σημαίνει πως, η ικανότητά μας να αγαπήσουμε τον εαυτό μας και τους άλλους, εξαρτάται από το αν αυτός ο κάποιος – συνήθως ο γονιός στα παιδικά μας χρόνια – μας αγάπησε και μας αποδέχθηκε κυρίως για εκείνα τα στοιχεία μας στα οποία είμαστε περισσότερο ευάλωτοι και ανασφαλείς. Μία τέτοια άνευ όρων, ειλικρινής αγάπη επιτρέπει στο μικρό παιδί να νιώσει ελευθερία και ανακούφιση, καθώς θα διαπιστώνει ότι τα όσα αρνητικά νόμιζε πως έχει δεν αποτελούν εμπόδιο ούτε κριτήριο για την αγάπη του άλλου. Εκκινώντας από μία τέτοια θέση ελευθερίας και αυτό-αποδοχής, ο μετέπειτα ενήλικος μπορεί να ανοιχτεί και να ρισκάρει στην αγάπη προς τον άλλον, όντας ασφαλής και σίγουρος για τον ίδιο τον εαυτό του.

Βεβαίως, ούτε ο κόσμος είναι ιδανικός ούτε οι γονείς τέλειοι. Συχνά, τα ευάλωτα σημεία μας αντιμετωπίζονται με επικριτική ή απορριπτική διάθεση, με αποτέλεσμα να μαθαίνουμε από πολύ μικροί να τα κρύβουμε, να ντρεπόμαστε για αυτά ή να νιώθουμε κατώτεροι των άλλων. Πώς να βγεις να μοιραστείς αυτά τα σημεία με κάποιον άλλον, όταν οι πρωταρχικές σου εμπειρίες σου έχουν μάθει ότι θα σε απορρίψει για αυτά; Όταν αυτό που είμαστε γίνεται διαρκώς αντικείμενο ακύρωσης και περιφρόνησης, καταλήγουμε να δημιουργήσουμε έναν ψευδή εαυτό, πίσω από τον οποίο κρυβόμαστε και νιώθουμε ασφαλείς – με ένα υψηλό κόστος, όμως, αφού μόνο ο αυθεντικός μας εαυτός μπορεί να αντέξει το ρίσκο της εγγύτητας, να είναι ελεύθερος και δημιουργικός.

Άραγε, ποιες πτυχές μας φροντίσαμε να κρύψουμε καλά από τους άλλους όταν ήμασταν παιδιά; Για ποια πράγματα ντρεπόμασταν, τι φοβόμασταν να εκφράσουμε μη τυχόν και τιμωρηθούμε, ποιες επιθυμίες μας αποκρύψαμε και καταπιέσαμε γιατί ξέραμε ότι δεν θα γινόντουσαν αποδεκτές; Και σήμερα, ως ενήλικοι, πώς είμαστε μέσα στις σχέσεις μας; Καταλαμβάνουμε και οι δύο τον ίδιο χώρο, ψυχικά και συναισθηματικά, ή μήπως υπάρχουν σημεία στα οποία συρρικνωνόμαστε, κρυβόμαστε ή απλώς δεν εκφραζόμαστε;

Ίσως όλα αυτά τα ερωτήματα και, πολύ περισσότερο, οι απαντήσεις σε αυτά να φαντάζουν ήδη δύσκολες και απαιτητικές. Και πράγματι είναι. Οι άνθρωποι που ξεκίνησαν αυτό το ταξίδι γνωρίζουν πολύ καλά πόσο δύσκολο είναι αλλά και πόσα οφέλη κρύβει στη διάρκειά του. Η πορεία προς την αγάπη για τον εαυτό μοιάζει σαν έναν κακοκεντημένο καμβά, που τον ξηλώνεις και τον ξανακεντάς από την αρχή, αυτή τη φορά με το δικό σου χέρι και τις δικές σου επιλογές.

Θα κλείσω περισσότερο με ένα σχόλιο παρά με κάποιο συμπέρασμα. Συχνά, η αγάπη προς τον εαυτό συγχέεται με τον εγωισμό. Η προτεραιότητα στις δικές μας επιθυμίες και ανάγκες, η φροντίδα για προσωπικό χρόνο, άσκηση, διασκέδαση, κοινωνικές συναναστροφές, χόμπι, η διεκδίκηση των επιθυμιών και των στόχων μας και οτιδήποτε άλλο κρίνουμε απαραίτητο για εμάς τους ίδιους, συχνά χαρακτηρίζεται ως αποκλειστικό ενδιαφέρον για τον εαυτό μας και αδιαφορία για τους άλλους. Ωστόσο, η αγάπη για τον εαυτό είναι το αντίθετο του εγωισμού. Ο εγωιστής, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο E. Fromm, είναι ανίκανος να αγαπήσει – τον εαυτό του και τους άλλους. Η όλη του συμπεριφορά είναι απλώς αρπακτική: αγωνιά για έξωθεν ικανοποιήσεις που ο ίδιος δεν μπορεί να προσφέρει στον ίδιο τον εαυτό του. Αντίθετα, στον άνθρωπο που αγαπάει τον εαυτό του θα συναντήσουμε μία κατάφαση, η οποία προκύπτει αβίαστα από την ικανότητά του να φροντίζει, να σέβεται, να είναι υπεύθυνος για τις επιλογές του και να γνωρίζει:  πρώτα τον εαυτό του και μετά τους άλλους.

Αποστολοπούλου Αντιγόνη, Συμβουλευτική Ψυχολόγος

Η Αυτοεκτίμηση

aytoektimisi

Η αυτοεκτίμηση είναι ιδέα, στάση, συναίσθημα, εικόνα και εξωτερικεύεται με τη συμπεριφορά. Αυτοεκτίμηση είναι η ικανότητα να δίνεις αξία στον εαυτό σου και να τον μεταχειρίζεσαι με αξιοπρέπεια, με αγάπη και αλήθεια.

«Όταν τον εαυτό μου τον εκτιμώ και μου αρέσει, έχω τις μεγαλύτερες πιθανότητες να αντιμετωπίσω τη ζωή με αξιοπρέπεια, ειλικρίνεια, δύναμη, αγάπη και ρεαλισμό». Αυτή είναι η περίπτωση της υψηλής αυτοεκτίμησης. Απ’ την άλλη μεριά, όταν βλέπει κανείς υποτιμητικά τον εαυτό του, με αηδία ή περιφρόνηση ή άλλο αρνητικό συναίσθημα, o εαυτός χάνει τη δύναμή του και γίνεται θύμα, νικημένο από τη ζωή: «Αν δεν μου αρέσει ο εαυτός μου, τον υποτιμάω και τον τιμωρώ. Ξεκινάω για ν’ αντιμετωπίσω τη ζωή από τη βάση του φόβου και της ανημπόριας και δημιουργώ μία κατάσταση στην οποία αισθάνομαι θύμα και φέρομαι σαν θύμα. Τιμωρώ τον εαυτό μου και τους άλλους, χωρίς να βλέπω τι κάνω. Πότε φέρομαι δουλικά και πότε σαν τύρρανος. Θεωρώ τους άλλους υπεύθυνους για τις πράξεις μου». Σ’ αυτήν την ψυχολογική κατάσταση, το άτομο αισθάνεται ότι δεν το λογαριάζουν, ότι συνέχεια απειλείται με απόρριψη και ότι του λείπει η ικανότητα να δει σωστά τον εαυτό του, τους άλλους και τα περιστατικά. Αυτή είναι η περίπτωση της χαμηλής αυτοεκτίμησης.

Ένας άνθρωπος, που δε δίνει αξία στον εαυτό του, περιμένει από κάποιον άλλον – τη σύζυγο, το σύζυγο, το γιο ή την κόρη – να του δώσει την αξία. Αυτό συχνά οδηγεί σε ατέλειωτη χειραγώγηση, που συνήθως προκαλεί αντίκτυπο ολέθριο και για τους δύο.

Σε πολλούς μπορεί να φανεί ριζοσπαστική ή ακόμα και καταστροφική η άποψη πως είναι ουσιαστικό το να αγαπάει και να δίνει κανείς αξία στον εαυτό του. Για πολλούς ανθρώπους το ν’ αγαπάς τον εαυτό σου σημαίνει εγωισμό και επομένως ενέργεια εναντίον των άλλων – πόλεμο μεταξύ των ανθρώπων.

Για να αποφύγουν να στρέφονται εναντίον των άλλων, οι άνθρωποι διδάσκονται ν’ αγαπάνε τους άλλους αντί ν’ αγαπάνε τον εαυτό τους. Αυτό οδηγεί στην υποτίμηση του εαυτού. Μα γεννιέται και το ερώτημα: αν κανείς δεν έχει μάθει ν’ αγαπάει τον εαυτό του, πώς μπορεί να ξέρει ν’ αγαπάει τους άλλους; Έχουμε πολλές αποδείξεις που μαρτυρούν ότι μόνο αν αγαπάς τον εαυτό σου, θα μπορέσεις ν’ αγαπήσεις και τους άλλους, ότι αυτοεκτίμηση και εγωισμός δεν είναι το ίδιο πράγμα.

Ο εγωισμός αποτελεί μία μορφή ανωτερότητας, στην οποία το μήνυμα είναι κάποια παραλλαγή του «είμαι καλύτερος από σένα». Το να αγαπάς τον εαυτό σου είναι μία δήλωση, μία θέση αξίας. Όταν δίνω αξία στον εαυτό μου, τότε μπορώ να αγαπώ τους άλλους αναγνωρίζοντας την αξία τους. Όταν ο εαυτός μου δεν μου αρέσει, τότε τα συναισθήματά μου για τους άλλους θα είναι ζήλεια ή φόβος.

Οι καλές ανθρώπινες σχέσεις και η κατάλληλη και τρυφερή συμπεριφορά πηγάζουν από ανθρώπους που έχουν αυξημένη αυτοεκτίμηση. Για να το πούμε απλά, όσοι αγαπάνε και εκτιμούν τον εαυτό τους είναι ικανοί να αγαπήσουν και να εκτιμήσουν τους άλλους και να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα κατάλληλα. Η συναίσθηση της αξίας του εαυτού είναι το κλειδί, ο δρόμος για να γίνεις περισσότερο ανθρώπινος, να αποκτήσεις υγεία και ευτυχία, να δημιουργήσεις και να συντηρήσεις ικανοποιητικές σχέσεις και να είσαι ο κατάλληλος άνθρωπος, αποδοτικός και υπεύθυνος.

Όταν νοιάζεται κανείς για τον εαυτό του, δεν πρόκειται ποτέ να κάνει κάτι για να τον πληγώσει, να τον υποτιμήσει, να τον ταπεινώσει ή να τον καταστρέψει, αυτόν ή κάποιον άλλον και ποτέ δεν θα θεωρήσει τους άλλους υπεύθυνους για τις πράξεις του. Για παράδειγμα, όσοι νοιάζονται για τον εαυτό τους, δεν θα τον καταστρέψουν με ναρκωτικά και δεν θα επιτρέψουν ποτέ στους άλλους να τους κακομεταχειριστούν σωματικά ή ψυχικά.

Όταν οι άνθρωποι αισθάνονται ότι δεν αξίζουν, είναι σίγουροι πως οι άλλοι θα τους ξεγελάσουν, θα τους παραγκωνίσουν και θα τους υποτιμήσουν. Έτσι προετοιμάζουν τον δρόμο για να γίνουν θύματα. Καθώς περιμένουν το χειρότερο, το προκαλούν και συνήθως το παθαίνουν. Για να προστατευθούν, κρύβονται πίσω από έναν τοίχο δυσπιστίας και βουλιάζουν μέσα σ’ ένα τρομακτικό συναίσθημα μοναξιάς και απομόνωσης. Έτσι, απομονωμένοι από τους άλλους, γίνονται απαθείς, αδιαφορούν για τον εαυτό τους και για τους άλλους γύρω τους. Είναι δύσκολο γι’ αυτούς ν’ ακούσουν, να δουν και να σκεφτούν καθαρά και επομένως έχουν την τάση να παραγκωνίζουν και να υποτιμούν τους άλλους. Όσοι αισθάνονται έτσι, χτίζουν τεράστιους ψυχολογικούς τοίχους και κρύβονται πίσω τους και ύστερα, για να αμυνθούν, αρνιούνται πως αυτό έκαναν. Ο φόβος είναι φυσικό επακόλουθο αυτής της δυσπιστίας και της απομόνωσης. Μας περιορίζει και μας τυφλώνει. Μας εμποδίζει να διακινδυνεύσουμε με νέες λύσεις στα προβλήματά μας. Αντίθετα, μας σπρώχνει πάντα σε τρόπους συμπεριφοράς εκ των προτέρων καταδικασμένους σε αποτυχία.

Όσο πιο δυνατή η αυτοεκτίμηση, τόσο πιο εύκολα παίρνει κανείς κουράγιο για ν’ αλλάξει η συμπεριφορά. Όσο πιο πολύ εκτιμάει κανείς τον εαυτό του, τόσο πιο λίγα απαιτεί από τους άλλους. Όσο λιγότερα απαιτεί, τόσο περισσότερο τους εμπιστεύεται. Όσο πιο πολύ εμπιστεύεται τον εαυτό του και τους άλλους, τόσο πιο πολύ μπορεί ν’ αγαπάει. Όσο πιο πολύ αγαπάει, τόσο πιο λίγο φοβάται τους άλλους. Όσο περισσότερα οικοδομεί μαζί με τους άλλους, τόσο πιο πολύ τους γνωρίζει. Όσο πιο πολύ τους γνωρίζει, τόσο πιο στερεοί είναι οι δεσμοί και οι γέφυρες ανάμεσα σ’ αυτόν και τους άλλους. Η συμπεριφορά της αυτοεκτίμησης βοηθάει λοιπόν να μπει τέλος στην απομόνωση και την αποξένωση ανάμεσα στους ανθρώπους και τις ομάδες.

Προσαρμογή από το βιβλίο της Virginia Satir, «Πλάθοντας Ανθρώπους» – εκδ. ΚΕΔΡΟΣ