Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων – Modulatio

Francesco_Hayez_008

Με το πρώτο σημάδι ἀμοιβαιότητας ἀναδύεται ἡ ἀμετρία τῆς εὐφροσύνης. Γεννιέται ἡ πιὸ μεθυστικὴ γεύση πληρότητας τῆς ζωῆς. Εἶναι ὁ σύμπας κόσμος ποὺ προσφέρεται στὸ βλέμμα, στὸ χαμόγελο τοῦ Ἄλλου. Ἀποκαλυπτικὴ ἔκρηξη μεταμόρφωσης τοῦ βίου, κι ὁ Ἄλλος γίνεται τόπος αὐτῆς τῆς ἀποκάλυψης. Ὅλα ἔκπληξη κι ὅλα καινούργια. Ἀμοιβαιότητα στὸν ἔρωτα εἶναι ἡ πρωτόπλαστη αἴσθηση τὴν πρώτη μέρα τῆς δημιουργίας.

Ψηλαφῶ στὸ ἀγαπημένο βλέμμα, γιὰ πρώτη φορά, τί εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ματιά. Στὸ χάδι συλλαβίζω τὴν ἄγνωστη γλώσσα τῆς ἁφῆς. Κάθε ἐλάχιστη χειρονομία, ἀνεπαίσθητη κίνηση τοῦ κορμιοῦ, κάθε ἀδιόρατο χαμόγελο, εἶναι λόγος πρωτόγνωρος, συναρπαστικὰ σημαντικός. Κάθε τι ποὺ ἀγγίζουμε μαζί, κάθε ὀμορφιὰ ποὺ κοιτάζουμε μαζί, κάθε τι ποὺ γευόμαστε, γεννιέται ἐκείνη τὴ στιγμή, καινούργιο καὶ ἄφθορο. Δὲν ὑπάρχουν ἀντι-κείμενα, ὅλα εἶναι παρουσία, προσφορὰ ποὺ ἀπευθύνεται σὲ μένα, προορισμένη μόνο γιὰ μένα. Ὅλα παίρνουν ὑπόσταση καὶ εἶναι ὑπαρκτά, ἐπειδὴ ὑπάρχει ὁ Ἄλλος. Τὰ πιὸ ἀσήμαντα καὶ αὐτονόητα γίνονται ἀναπάντεχα δῶρα.

Ὅταν γεννιέται ὁ ἔρωτας, γεννιέται ἡ ζωή. Ἔκθαμβοι ψηλαφοῦμε τὴν ἔνδεια τοῦ βίου νὰ μεταμορφώνεται σὲ πλοῦτο ἀπρόσμενο ζωῆς. Καθημερινὲς στιγμὲς ρουτίνας, μεταλλάζουν σὲ ἐμπειρία γιορτῆς, γιατὶ ἡ καθημερινότητα σαρκώνει τώρα τὴν ἀμοιβαιότητα τῆς σχέσης. Οὔτε χρόνος ὑπάρχει μὲ παρελθὸν καὶ μέλλον, οὔτε χῶρος, ἐγγύτερος καὶ ἀπώτερος. Ὁ χρόνος εἶναι μόνο παρόν, κι ὁ χῶρος μόνο ἀμεσότητα παρουσίας. Χῶρος ἀχώρητος ἡ ἀδιάστατη ἐγγύτητα τοῦ Ἄλλου, καὶ ἄχρονος χρόνος ἡ πληρωματικὴ διάρκεια τῆς ἀμοιβαίας αὐτοπροσφορᾶς.

Στὸ πρῶτο σημάδι ἀμοιβαιότητας ποὺ μᾶς χαρίζει ὁ Ἄλλος, ἐπενδύουμε ὅλη τὴ φυσική μας ὁρμὴ γιὰ ζωή. Δίχως κρατούμενα καὶ δίχως μέτρο. Ζοῦμε μόνο γιὰ τὸν Ἄλλον καὶ χάρη στὸν Ἄλλον. Τὰ δίνουμε ὅλα, τὰ παίζουμε ὅλα. Κάθε ἐξασφάλιση, κάθε σιγουριά. Τοὺς δεσμοὺς καὶ τὶς ὀφειλές μας. Τὸ καλό μας ὄνομα, τὸ κύρος ἢ τὴ φήμη μας. Τὰ σχέδιά μας, τὶς ἐλπίδες μας. Ἕτοιμοι γιὰ ὅλα, ἀκόμα καὶ γιὰ τὸ θάνατο, γιὰ χάρη τοῦ ἀγαπημένου.

Χρήστος Γιανναράς, Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων – Modulatio

Πίνακας:  Francesco Hayez, The Kiss

[Ευχαριστώ:http://users.uoa.gr/~nektar/history/tributes/xrhstos_giannaras/comment_on_song_of_songs.htm ]

Πείνα και Δίψα

Εικόνα Η δίψα του απόλυτου είναι ένα δεύτερο πάθος. “Βλέπεις, θέλω πολλά, ίσως τα θέλω όλα”, έγραφε ο ποιητής. Μα όχι “ίσως”. Εμείς τα θέλουμε όλα. Η ζωή είναι λίγη, όχι χρονικά λίγη, όσο ποιοτικά και ποσοτικά. Είναι τόση μόνο, όσο για να ξυπνάει μέσα μας μια βαθειά, ακόρεστη δίψα. Ό,τι γευόμαστε σε τούτη τη ζωή δεν είναι παρά αρμυρό νερό που μεγαλώνει τη δίψα μας για ένταση και διάρκεια. Μόνο αυτή η λέξη μπορεί να αποδώσει ό,τι ίσαμε τούτη τη στιγμή έχουμε δοκιμάσει στη ζωή: Διψάμε. Ό,τι γευτήκαμε κι ό,τι γευόμαστε είναι λίγο, ασήμαντο, μηδαμινό, μπροστά σ’ αυτό που διψάμε. Κι η δίψα αυτή είναι η πιο βασανιστική, το πιο φοβερό μαρτύριο. Οι στιγμές είναι ελάχιστες που η καρδιά ξεδιψάει για ζωή, το νερό κελαρύζει ελάχιστες στιγμές και μετά στερεύει κι η καρδιά μένει εκεί σκυμμένη καρτερώντας… πιο διψασμένη ύστερα απ’ αυτές τις στιγμές, πιο αχόρταστη, με τα χείλη ανοιχτά και ξεραμένα απ’ τη νοσταλγία.

Τι διψάμε; Διψάμε ένταση, διάρκεια, ποικιλία. Διψάμε το αδιάκοπα καινούργιο. Λαχταράμε τον ίλιγγο της πτώσης, της απροσμέτρητης πτώσης, αλλά και το φτερούγισμα της ανόδου. Κάθε τι ακραίο μας ηλεκτρίζει. Η γη είναι στενή, η ζωή φθαρμένη μέσα στα σχήματα. Ασφυκτιούμε μέσα στα δεσμά του τόπου, του χρόνου και των αισθήσεων. Μέσα μας υπάρχει ένας χώρος χωρίς έκταση, η ανάγκη για μια απόλυτη διάρκεια κι η λαχτάρα για μια χωρίς όρια απόλαυση.

Τα θέλουμε όλα, κι αυτό είναι το πιο βασανιστικό πάθος μεσ’ στη ζωή.

Χρήστος Γιανναράς, «Πείνα και Δίψα», Εκδ. ΓΡΗΓΟΡΗ ( απόσπασμα)

Te Deum

Image

Κάθε ἄνθρωπος ἕνα μοναδικὸ βλέμμα, ἕνα μοναδικὸ χαμόγελο. Μιλάει, σκέφτεται, ἀγαπάει ὅπως κανένας ἄλλος, οὔτε πρίν, οὔτε μετά. Τραγουδάει τὸν ἔρωτα ἄκρη στὴ θάλασσα, βουτάει στὸ κύμα ὅλος ἀλκή. Βγαίνει στὸ βράχο, χαίρεται τὸ ἡλιοβασίλεμα, ἀκούει τὸ φλοῖσβο. Ρουφάει τὸ παρὸν μὲ τὴν ἀμεριμνησιὰ τοῦ αἰώνιου.

Ἄσχετος μὲ τὸν θάνατο ποὺ θὰ τὸν θερίσει, ἄσχετος μὲ τὴν προδοσία τῆς σάρκας του ποὺ κάθε μέρα μαραίνεται καὶ κάποτε θὰ σαπίσει στὸ χῶμα.

Ἡλιοκαμμένο ἀγόρι, μὲ τὸ ζαρκαδίσιο κορμὶ καὶ τὰ ἁλατισμένα ματόκλαδα, τί σχέση ἔχεις ἐσὺ μὲ τὸν αὐριανὸ ἑαυτό σου, τὸν γέροντα ποὺ σέρνεται μὲ τρεμάμενα μέλη, κυρτωμένος, εὔθραυστος, κι ἀδύναμο φῶς στὰ σακουλιασμένα του μάτια. Καὶ σὺ ὁλόδροσο κορίτσι, σπαρταριστὸ κορμὶ ἡδονικοῦ λεόπαρδου, πῶς μεταλλάζεις τὸ διάφανο δέρμα, τὸ ὁλόφωτο βλέμμα, τὸ κρουστὸ στῆθος, τὰ ζωντανὰ μαλλιὰ ὅπου ἀνασαίνει ὁ ἄνεμος. Πῶς μεταλλάζεις σὲ μαραμένη κίτρινη γεροντικὴ σάρκα, στρεβλὲς ἀρθρώσεις, μελανιασμένες φλέβες, κομπιαστὴ ἀνάσα. Ποιός εἶναι ὁ ἀληθινὸς ἑαυτός μας, τὸ πραγματικό μας πρόσωπο. Πότε καὶ ποῦ σαρκώνεται ἡ ἀληθινή μας ταυτότητα, ποιός ὁ «πυρήνας» τῆς ὕπαρξής μας, τὸ πραγματικὸ «ὑποκείμενο» τόσο τοῦ κάλλους ὅσο καὶ τῆς φθορᾶς.

Μάθαμε τὴ συγκρότηση τοῦ πυρήνα τῶν ἀτόμων, τὴ δομὴ τοῦ DΝΑ, τὴ σύνθεση τοῦ φωτός, τὰ στοιχεῖα τῆς ὕλης τῶν ἀπώτατων γαλαξιῶν. Καὶ δὲν ξέρουμε νὰ ὁρίσουμε οὔτε τὴν ἔναρξη οὔτε τὸ πέρας τοῦ ἀνθρώπινου ὑποκειμένου, τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ μας.

Ψάχνουμε τὸ αἴνιγμα τῆς ὕπαρξής μας, τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ὅπως βλέπουμε τὰ σκουλίκια στὸ ἀπόβροχο νὰ ψάχνουν τὴ λάσπη. Τυφλά, μέσα σὲ προκαθορισμένα, ἀξεπέραστα ὅρια. Ἡ σκέψη καὶ ὁ λόγος δὲν μᾶς ἐξασφαλίζουν παρὰ μόνο ψευδαισθήσεις γνώσης, μόνο παραβολές, ἀλληγορίες, εἰκόνες μέσα ἀπὸ ἔσοπτρα καὶ αἰνίγματα. Γαντζωνόμαστε σὲ ἐμπειρίες ἄλλων, ἐμπειρίες ἀνθρώπων ποὺ μαρτυροῦν πὼς εἶδαν τὸν Θεό, πὼς μίλησαν μαζί Του. Καὶ ἀντικειμενοποιοῦμε αὐτὲς τὶς ἄρρητες ἐμπειρίες σὲ τετράγωνες ἔννοιες ποὺ στηρίζουν τὴ λογική μας. Γιὰ νὰ χτίσουμε πάνω στὴ λογικὴ τὴν ψυχολογική μας αὐτάρκεια, τὴ θωράκιση ποὺ ἀποτρέπει τὸ φόβο καὶ τὸν πανικό.

Ὑπάρχει ἕνας τρόπος νὰ ἀπορεῖς, ἐνῶ ἐμπιστεύεσαι. Κι αὐτὸ τὸν τρόπο τὸν ψηλαφοῦμε μόνο στὸν ἔρωτα. Ὁ ἔρωτας σημαίνει πίστη, ἐμπιστοσύνη, αὐτοπαράδοση. Εἶσαι μέσα στὴ σκοτεινιὰ ἀτέλειωτων ἀναπάντητων ἐρωτημάτων. Ὅμως ἐγκαταλείπεσαι στὸν πόθο, κι αὐτός, σὲ βεβαιώνει ἂν ὁ Ἄλλος ποθεῖ τὸν πόθο σου. Καὶ τότε ἔχουν ἀπαντηθεῖ τὰ ἐρωτήματα δίχως ἀπάντηση. Τὰ σημαινόμενα λειτουργοῦν δίχως σημαίνοντα. Εἶναι μόνη ἡ γλώσσα τῆς ἀναφορᾶς, ἡ γλώσσα τοῦ πόθου. Αὐτὴ ποὺ μιλάει τὸ βρέφος θηλάζοντας τὸ στῆθος τῆς μάνας. Αὐτὴ ποὺ μιλᾶνε οἱ ἐρωτευμένοι στὴ σιωπὴ τῆς «μίας σάρκας».

Χρήστος Γιανναράς, «Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων», Εκδ. Δόμος – απόσπασμα