Η αβοήθητη μοναξιά του άνδρα

Vincent_Willem_van_Gogh_002

«Ποτέ γυναίκα δεν κατάλαβε έναν άντρα» – Hamlet

Κι αφού η γυναίκα τον άντρα μονάχα να τον αγαπάει μπορεί και τίποτε άλλο, θα κάνω εγώ, ένας άντρας, το εγκώμιο γι’ αυτό το αυτοδημιούργητο θαύμα που είναι ο άντρας. Χαριστικά θα βάλω πρώτη στη σειρά τη συμβολή της γυναίκας, που σίγουρα βοηθάει να συντελεσθεί, κυρίως με το ανεκτίμητο (και κατ’ εξοχήν γυναικείο) χάρισμά της, που είναι ο αλάθητος ρεαλισμός της. Χωρίς αυτόν ο άντρας θα παράπαιε, ακόμα θα περιπλανιόταν, θα είχε χαθεί μέσα στις ομίχλες των επικών του φαντασιώσεων ­ ένα χάρισμα που η γυναίκα, αν το θελήσει, μπορεί να το μεταποιήσει σε θανάσιμο ανδροκτόνο εργαλείο ­ αν θελήσει να υπονομεύσει, χρησιμοποιώντας το, όλες τις ευσυγκίνητες μυθολογίες, που χάρη σ’ αυτές και αποκλειστικά μ’ αυτές ο άντρας επιβιώνει.

Χειρώνακτας του πολιτισμού αλλά και εγκέφαλός του, έκτισε από την αρχή τον κόσμο με μέτρο τον άνθρωπο. Κι αν αυτός ο κόσμος φαίνεται να είναι ανδροπρεπής, εκεί που χρειάζεται γίνεται θηλυκός, πολύ τελειότερα απ’ ό,τι θα τον έπλαθε η ίδια η γυναίκα: χάρη στον άντρα η τέχνη κατοικήθηκε από εξαίσιες (αν και ανύπαρκτες) γυναίκες και πήραν γυναικείο όνομα οι πιο αυστηρές εξουσίες της ζωής ­ ενώ κράτησε για τον εαυτό του τον δυστυχισμένο ρόλο του ηττημένου, δηλαδή αυτός επωμίστηκε με αυταπάρνηση τη μεταφυσική μοίρα της ήττας που βαραίνει το ανθρώπινο γένος. Δεν δέχθηκε χαρμόσυνους αγγέλους όπως η Θεοτόκος, δεν έπεσε σε ερωτική έκσταση όπως η Αγία Θηρεσία· ταπεινά κι αγόγγυστα υπηρέτησε τη θητεία του στα τάγματα του Θεού. Δεν είχε μεγαλομανιακές ακουστικές ψευδαισθήσεις όπως η Ιωάννα της Λορραίνης ­ ανώνυμος αφανίσθηκε σε ατέλειωτους και άδικους πολέμους (και καμιά δεν έχει σημασία ότι ο ίδιος τους ξεκίνησε), εξοντώθηκε σε ισόβιες δουλείες. Ανιδιοτελής, αθώος αλλά ευφυής, εύπιστος με τη θέλησή του ­ εύθραυστος και χωρίς,­ σε αντίθεση με τη γυναίκα,­ να επιζεί του θρυμματισμού του· ασκημένος από ένστικτο να επινοεί τεχνάσματα του κυνηγιού για την τροφή της ομάδας, να αγρυπνάει για τους κινδύνους· από γεννήσεως ανυπεράσπιστος, γιατί η φύση τού πήρε πίσω όλα τα όπλα του, έμεινε πάντα πολεμιστής, άοπλος και με χίλιους τρόμους γενναίος. Εκπνευμάτωσε τη φυσική του ρώμη και την έκανε δύναμη, κυρίως τόλμη, μυαλού και κραδασμό ιδεών. Αυτός είδε τα όνειρα όταν ήρθαν οι μεγάλες νύχτες ­ κι όλα αυτά από το τίποτα, χωρίς ουσιαστική βοήθεια από κανέναν. Έχοντάς τα όλα αντίξοα, και πιο πολύ αντίξοη τη γυναίκα που τον αγάπησε.

Και λυπηθείτε τον, με την πιο ευγενικιά, την πιο τρυφερή λύπη, γι’ αυτή την απέραντη, την ως το τέλος αβοήθητη μοναξιά του. Δείτε τον, παραμερίζοντας τις αγορίστικες κομπορρημοσύνες του, τα απελπισμένα χάδια της μάνας του ­ παραμερίστε τα όλα: τα αφηρημένα αγγίγματα της γυναίκας του, τα αρπαχτικά και φιλημένα χεράκια των παιδιών του και δείτε τον σε όλη του την ανέχεια. Και μη του μιλάτε, αφήστε τον να σωπαίνει όταν σωπαίνει. Και αν αρχίσει να κλαίει ξαφνικά, ποτέ μην τον ρωτήσετε γιατί.

Γιώργος Χειμωνάς

Πίνακας: Vincent van Gogh, «At Eternity’s Gate» (Sorrowing old man)

[Ευχαριστώ: http://voukwlos.blogspot.gr/2009/08/blog-post_12.html ]

Ένα παραμύθι του Γιώργου Χειμωνά

– Είδα έναν έρωτα χτές. Είπε το κορίτσι.
– Τι ήταν; Ρώτησε το αγόρι.

Έχουν την ίδια ηλικία 5- 6 χρονών.

– Έλα να σου δείξω! Λέει το κορίτσι. Ξαπλώνει στη χλόη.
– Έλα τώρα από πάνω μου. Λέει στο αγόρι.
Το αγόρι σκύβει, ξαπλώνει πάνω στο κορίτσι.
– Είσαι πολύ βαρύς, λέει το κορίτσι. Πήγαινε λίγο στο πλάι.

Μένουν ξαπλωμένα, ακίνητα.

– Αυτό είναι έρωτας. Λέει το κορίτσι.
– Πόσο κρατάει; Ρωτάει το αγόρι.
– Πολύ λίγο. Λέει το κορίτσι. Σε λίγο σπρώχνει το αγόρι.
– Αυτό είναι ο έρωτας, λέει.

Σηκώνονται όρθια.

Το αγόρι λέει: – Αυτό ήταν όλο; Τίποτα δεν κατάλαβα.
-Τα αγόρια ποτέ δεν καταλαβαίνουν. Λέει το κορίτσι. Μονάχα τα κορίτσια καταλαβαίνουν.
Το αγόρι σωπαίνει. Λέει απότομα.
– Όμως και γω κατάλαβα.
– Τι κατάλαβες; Ρωτάει το κορίτσι.
– Δε ξέρω, λέει το αγόρι.

– Εκεί! Λέει το κορίτσι. Ξέρεις που. Κάτι. Εκεί.
– Ναι, εκεί. Λέει το αγόρι. Όμως, δε μπορεί να κρατήσει παραπάνω; Να μείνουμε λίγο παραπάνω;
– Όχι. Λέει το κορίτσι.Τόσο κρατάει ο έρωτας. Αν κρατήσει παραπάνω, λίγο παραπάνω να κρατήσει, τότε θα κρατήσει όλη τη ζωή.

– Ξέρω, λέει το αγόρι. Και τότε λέγεται αλλιώς.
– Και πώς λέγεται τότε; ρωτάει το κορίτσι.
– Γάμος. Λέει το αγόρι.

– Τίποτα δε ξέρεις. Τα αγόρια τίποτα δε ξέρουν. Λέει το κορίτσι.
– Και πώς λέγεται τότε; Ρωτάει το αγόρι.

Το κορίτσι σωπαίνει.

Ύστερα, λέει ξαφνικά:
– Γάμος, λέγεται η Γη με τον Ουρανό μαζί. Και δεν κρατάει μονάχα μια ζωή, κρατάει για πάντα. Η Γη από κάτω, κι από πάνω της ο Ουρανός. Πάντα. Αυτό είναι ο γάμος.
– Τίποτα δεν ξέρεις. Λέει το αγόρι, τα κορίτσια τίποτα δεν ξέρουν και λένε ό,τι τους κατέβει. Αυτό δεν είναι γάμος και δε λέγεται γάμος.
– Πώς λέγεται;, ρωτάει το κορίτσι.
– Αυτό λέγεται κόσμος, λέει το αγόρι. Και δεν έχει καμία σχέση.

Σωπαίνουν.

– Να κάνουμε τώρα την Γη με τον Ουρανό; Ρωτάει το αγόρι.
– Ναι, λέει το κορίτσι, αλλά τότε θα το πούμε γάμο, όχι κόσμο.
– Το ίδιο είναι, λέει το αγόρι, αλλά εντάξει, θα το πούμε γάμο.
– Καλύτερα να μη το πούμε τίποτα. Λέει το κορίτσι. Θα είναι μαζί έρωτας και γάμος και δεν θα έχει όνομα.
– Μ’ αρέσει που δε θα έχει κανένα όνομα! Λέει το αγόρι.
– Και μένα! Λέει το κορίτσι

 – Βρήκαμε το πρώτο πράγμα στο κόσμο, που δεν έχει όνομα.