Το ενδέκατο κεφάλαιο του Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος έχει τον φιλολογικών καταβολών τίτλο «Το άσμα του Οδυσσέα». Πράγματι, το κείμενο δεν προδίδει τούτη τη φιλολογική υποψία μας. Ο αφηγητής (κάπου στα μέσα του 1944, κι ενώ μετράει (;) ήδη τέσσερις ή πέντε μήνες εγκλεισμού στο Άουσβιτς) γνωρίζεται με τον Ζαν, έναν Αλσατό εικοσιδύο χρονών που είναι ο Πίκολο του Κομάντο Χημείας (εβραίος κρατούμενος που εκτελεί χρέη άτυπου κλητήρα, θέση ιδιαίτερα ευνοϊκή μέσα στους κρατουμένους). Κάποια μέρα ο Ζαν παίρνει μαζί του τον αφηγητή για να μεταφέρουν την καθημερινή σούπα του Κομάντο (λάχανο με γογγύλια)· στην ουσία προσπαθεί να τον ξεκουράσει από την απάνθρωπη δουλειά. Κάνουν έναν τεράστιο γύρο μέσα στο Λάγκερ, κοντά μια ώρα για να κερδίσουν χρόνο· φορτώνονται στους ώμους τις βέργες με τους κουβάδες της σούπας. Κάπου στο μέσο της διαδρομής ο Ζαν ζητά από τον αφηγητή να του μάθει ιταλικά· εκείνος του μιλά για τον Δάντη, αναθυμάται στίχους από την Κωμωδία, από το XXVI Άσμα της Κόλασης, τους παραφράζει.
«…Το άσμα του Οδυσσέα. Ποιος ξέρει πώς ήρθε στο μυαλό μου· αλλά δεν έχουμε καιρό για να διαλέξω, αυτή η ώρα είναι ήδη λιγότερη από μια ώρα. Εάν ο Ζαν είναι έξυπνος θα καταλάβει. Θα καταλάβει: σήμερα είμαι σίγουρος για αυτό.
» Ποιος είναι ο Δάντης. Τι είναι η ‘Θεία Κωμωδία’. Αισθάνομαι μια καινούρια περίεργη αίσθηση προσπαθώντας να εξηγήσω εν συντομία τι είναι η ‘Θεία Κωμωδία’. Ποια είναι η δομή της ‘Κόλασης’, τι είναι το contrappasso (ο τρόπος της τιμωρίας στην ‘Κόλαση’). Ο Βιργίλιος είναι η Λογική, η Βεατρίκη η Θεολογία…»
Στις επόμενες πέντε σελίδες ο αναγνώστης διαβάζει μια απρόσμενη παραβολή – για μένα την πιο μεγάλη παραβολή του αιώνα της. Δυο καταραμένοι ίσκιοι, δυο καταδικασμένοι στο χαμό Εβραίοι του Άουσβιτς, περιφέρονται στο στρατόπεδο με τις βέργες της σούπας στους ώμους τους κι ενώ στις καμινάδες καίει η γαλάζια φλόγα να τους υπενθυμίζει πως στα κρεματόρια καίγεται ανθρώπινη σάρκα, η σάρκα των δικών τους. Με τα σπαστά λιγοστά γαλλικά του ο αφηγητής μιλάει για τον Δάντη, για μια παλιά Inferno, για την τρικυμία της θάλασσας στο «Άσμα του Οδυσσέα» – κι ο Πίκολο περιμένει και τον κοιτά. Κι έξαφνα νιώθουν πως έχει σημασία να καταλάβουν, έτσι κι αλλιώς θα πεθάνουν, είναι βέβαιοι πως δεν θα βγουν ποτέ από το Λάγκερ, μα έχει πολύ μεγάλη σημασία να καταλάβουν την Κόλαση του Δάντη, και να την καταλάβουν μαζί, οι δυο τους, διότι νιώθουν πως από τούτη την προσπάθειά τους εξαρτάται κάτι πολύ σημαντικό, ενδεχομένως σημαντικότερο από τον επικείμενο θάνατό τους. Η ώρα έχει περάσει, δεν μπορούν να καθυστερήσουν περισσότερο, ο αφηγητής πηδά τους στίχους για να φτάσει στο τέλος του άσματος, εκεί που γίνεται ο πιο ξακουστός από τους αναχρονισμούς της Θείας Κωμωδίας: ο ειδωλολάτρης, άρα και κολασμένος, Οδυσσέας ξεστομίζει την φράση «come altrui piacque» («ως Άλλος θέλησέ το»), φράση που μαρτυρεί χριστιανική πίστη. Το κείμενο πάει στο τέλος του – κι έξαφνα εντός του ο αναμενόμενος τραγικός σπασμός, η ανημποριά και η ανάγκη της ερμηνείας, εκεί μέσα, στο εφιαλτικό Λάγκερ, σε μια δίχως νόημα διαδρομή δυο χαμένων με τις βέργες της σούπας στον ώμο – η απροσπέλαστη αντίφαση του εξανθρωπισμού εν μέσω των κυμάτων, εν μέσω της τρικυμίας, εκεί, στο κέντρο της Κόλασης, στην καρδιά της.
[…]
«…Θα έδινα τη σημερινή σούπα για να καταφέρω να ενώσω το ‘non ne avevo alcuna’ (‘ποτέ μου δεν ξανάδα κάτι τέτοιο’) με το τέλος. Προσπαθώ να ανασυνθέσω με τη βοήθεια της ρίμας, κλείνω τα μάτια, δαγκώνω τα δάχτυλα: ανώφελο, κλεισμένα στη σιωπή. Στο μυαλό μου χορεύουν άλλοι στίχοι: ‘…la terra lagrimosa diede vento…’ (‘…έβγαλε η δακρυσμένη γης αέρα…’), όχι δεν είναι αυτό. Είναι αργά, είναι αργά, φτάσαμε στην κουζίνα, πρέπει να ολοκληρώσουμε.
»‘Tre volte il fe´ girar con tutte l´acque
alla quarta levar la poppa in syso
E la propa ire in giu, come altrui piacque…’
(‘συθάλασση τρεις στρούφιξε η πλώρη μας
βολές, στην τέταρτη ώρθωσε την πρύμνα,
βουτάει την πλώρα, ως Άλλος θέλησέ το…’)
»Συγκρατώ τον Πίκολο, είναι σημαντικό, είναι επιτακτική ανάγκη να ακούσει, να καταλάβει αυτό το ‘come altrui piacque’, πριν να είναι πολύ αργά, αύριο αυτός η εγώ μπορεί να πεθάνουμε ή να μην ξαναϊδωθούμε ποτέ ξανά, πρέπει να του πω, να του εξηγήσω για τον Μεσαίωνα, γι αυτόν τον αναχρονισμό, τον τόσο ανθρώπινο, αναγκαίο αν και απροσδόκητο και για κάτι άλλο, κάτι πολύ σπουδαίο που μόνο τώρα το κατανόησα, σαν έκλαμψη, ίσως αυτό να εξηγεί το πεπρωμένο μας, γιατί βρισκόμαστε εδώ…
Έχω την αίσθηση πως αυτές οι γραμμές […] μας δείχνουν πως από το παράγγελμα Wstawac μέχρι τον αναχρονισμό του Δάντη ο άνθρωπος έχει να περπατήσει έναν κρίσιμο δρόμο· κι ο δρόμος αυτός αφορά τον καθένα, σήμερα και πάντοτε, κι όχι μονάχα τους καταραμένους Häftlinge του Άουσβιτς εκείνου του καλοκαιριού του 1944.
Θ. Τριαρίδης, Το Ταξίδι στην Κόλαση (απόσπασμα νο. 4)
*Σκίτσο του Massimo Ruiu, εμπνευσμένο από τον Dante και το βιβλίο του Primo Levi, Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος.
[ευχαριστώ: http://www.triaridis.gr/keimena/keimA023.htm]