Διατροφικές Διαταραχές: Μέρος ΙΙI, Επεισόδια Υπερφαγίας και Συναισθηματική Πείνα

Image

Η τρίτη και τελευταία μορφή σοβαρής διαταραχής στην πρόσληψη της τροφής είναι τα επεισόδια υπερφαγίας, ή «καταναγκαστική υπερφαγία» (binge-eating disorder). Κύριο χαρακτηριστικό της είναι ότι το άτομο καταναλώνει πολύ μεγάλες ποσότητες διάφορων τροφών, συνήθως πλούσιων σε λιπαρά και / ή ζάχαρη, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα (1 -2 ώρες), νιώθοντας ταυτόχρονα εκτός ελέγχου και πλήρη αδυναμία να σταματήσει να τρώει. Τα επεισόδια μπορεί να επανέρχονται μία φορά την εβδομάδα, ή μπορεί να σημειώνονται καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Παρά τα πολλά κοινά γνωρίσματα που φέρει η καταναγκαστική υπερφαγία με την ψυχογενή βουλιμία, η πυρηνική τους διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι τα επεισόδια υπερφαγίας δεν συνοδεύονται από «αντισταθμιστικές» συμπεριφορές, όπως εμετός ή χρήση καθαρτικών.

Για τον εξωτερικό παρατηρητή ίσως είναι δύσκολη η διάκριση ανάμεσα στο περιστασιακό επεισόδιο υπερφαγίας, την συναισθηματική πείνα και την καταναγκαστική υπερφαγία. Άλλωστε, πολλοί άνθρωποι τρώνε κάποιες φορές μεγάλες ποσότητες φαγητού, ή επιζητούν διακαώς ένα συγκεκριμένο γλυκό που «λαχτάρισαν», ή απλούστατα, χωρίς να πεινάνε ανοίγουν το ψυγείο για να φάνε. Στην καταναγκαστική υπερφαγία, συναισθήματα και συμπεριφορές αυτού του είδους συνυπάρχουν σε ακραίο βαθμό. Κατ’ αρχάς, υπάρχει μυστικότητα, αφού το άτομο τρώει συνήθως κρυφά από τους άλλους, νιώθοντας ντροπή για τις ποσότητες που καταναλώνει. Το άτομο ασχολείται και εδώ σε μεγάλο βαθμό με το βάρος και την εικόνα του σώματός του, διατηρώντας ως επί το πλείστον αρνητικά συναισθήματα για τα κιλά του και το σώμα του. Επιπλέον, τα επεισόδια υπερφαγίας σημειώνονται συνήθως σε στιγμές έντονης συναισθηματικής φόρτισης: η απογοήτευση, ο θυμός, μία στενοχώρια, το έντονο άγχος, ενοχές, η έλλειψη αυτό-εκτίμησης, κλπ, οδηγούν το άτομο σε μία κατάσταση όπου «τρώει τα συναισθήματά του» αντί να τους επιτρέψει να εκφραστούν ανοιχτά. Τα επεισόδια υπερφαγίας δεν είναι στιγμιότυπα απόλαυσης για το άτομο. Την ίδια στιγμή που τρώει ανεξέλεγκτα, νιώθει ντροπή για την αδυναμία του να σταματήσει. Και μόλις τελειώσει το επεισόδιο, οι τύψεις, η ντροπή και η αποστροφή για αυτό που έκανε επανεμφανίζονται, συντηρώντας και διαιωνίζοντας τον φαύλο κύκλο αυτής της διαταραγμένης, συναισθηματικής σχέσης με το φαγητό.

Παρ’ ότι φαινομενικά η καταναγκαστική υπερφαγία δεν θέτει σε άμεσο κίνδυνο τη ζωή του ατόμου (όπως για παράδειγμα συμβαίνει στην ψυχογενή ανορεξία), τα προβλήματα που προκαλεί στην υγεία του πάσχοντα είναι πολύ σοβαρά και είναι αυτά που συνδέονται άμεσα με την παχυσαρκία. Εξάλλου, οι περισσότεροι άνθρωποι με προβλήματα επεισοδιακής υπερφαγίας είναι και παχύσαρκοι ή υπέρβαροι. Μεταξύ των οργανικών και ψυχολογικών προβλημάτων που συνδέονται με την καταναγκαστική υπερφαγία και την παχυσαρκία είναι ο διαβήτης, η υπέρταση, τα υψηλά επίπεδα χοληστερόλης στο αίμα, καρδιοπάθεια, κατάθλιψη και, σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτοκτονικός ιδεασμός. Δυστυχώς, επειδή στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν πλήττεται άμεσα η ποιότητα της ζωής και η λειτουργικότητα του ατόμου στην καθημερινότητά του, σπανίως ζητείται βοήθεια για την επίλυση του προβλήματος. Μόνο όταν αποδιοργανωθεί πλήρως η ζωή του και το άτομο συνειδητοποιήσει πως η υπερφαγία αποτελεί πλέον το κυρίαρχο μοτίβο διατροφής στην καθημερινότητά του, θα αναζητήσει τη βοήθεια κάποιου ειδικού.

Μελετώντας προσεκτικά τα επεισόδια υπερφαγίας, καταλήγουμε αναπόφευκτα στο μεγάλο θέμα της συναισθηματικής πείνας. Σε αντίθεση με την βιολογική πείνα, η συναισθηματική πείνα είναι μία ισχυρή παρόρμηση (ή λαχτάρα) για πολύ συγκεκριμένες τροφές (πλούσιες σε λιπαρά ή / και ζάχαρη, ή αυτό που στα αγγλικά ονομάζουμε comfort foods), που προκύπτει ξαφνικά και μας κάνει να τρώμε μηχανικά και απερίσκεπτα, χωρίς να συνειδητοποιούμε το πόσο έχουμε τελικά φάει. Ενώ η βιολογική πείνα ξεκινάει από το στομάχι, επέρχεται σταδιακά και μπορεί να ικανοποιηθεί και με ένα μήλο, η συναισθηματική πείνα δεν συνοδεύεται από αίσθημα κορεσμού, ενώ ταυτόχρονα μας κάνει να νιώθουμε ενοχές και ντροπή, επειδή κατά βάθος γνωρίζουμε ότι με τις τροφές που μόλις καταναλώσαμε δεν κάνουμε καλό στο σώμα μας. Φυσικά όλοι μας έχουμε κατά καιρούς ενδώσει λίγο- πολύ στην συναισθηματική πείνα μας. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως, ως παιδιά, μεγαλώνουμε με επιβραβεύσεις και μέσα παρηγοριάς που σχετίζονται με το φαγητό: η πρώτη τροφή του ανθρώπου, που έρχεται να κατευνάσει την πρωταρχική αιτία δυσφορίας του ως νεογέννητου, είναι η γλυκιά γεύση του μητρικού γάλακτος. Και μέχρι τους τέσσερις περίπου πρώτους μήνες της ζωής μας, προτιμούμε τη γλυκιά του γεύση από το σκέτο νερό. Από τότε και για το υπόλοιπο της ζωής μας η σοκολάτα, η κρέμα βανίλια, ένα «απαγορευμένο» σνακ, ένα καλομαγειρεμένο φαγητό, ένα περιποιημένο γλυκό ή και ένα ολόκληρο τραπέζι γεμάτο λιχουδιές, αποτελούν μορφές επιβράβευσης και αναγνώρισης μίας προσπάθειάς μας, συνοδεύουν τα γενέθλια και τις γιορτές μας και είναι κυρίαρχες μορφές περιποίησης και εκδήλωσης της αγάπης μας για τους καλεσμένους μας, που χρησιμοποιούνται για να τους δείξουμε πόσο ενδιαφερόμαστε και νοιαζόμαστε για αυτούς.

Οπωσδήποτε το να χρησιμοποιούμε το φαγητό ως μέσον παρηγοριάς και μείωσης της συναισθηματικής μας έντασης έχει ένα -βραχύβιο και πλασματικό- αποτέλεσμα, αφού καταφέρνουμε να μειώσουμε την ένταση και να νιώσουμε μία συναισθηματική ανακούφιση. Αυτό όμως είναι ταυτόχρονα και το μεγάλο πρόβλημα. Διότι, διαμέσου της επανάληψης, μαθαίνουμε να «τρώμε» τα συναισθήματα και τα προβλήματά μας, αντί να τα εκφράζουμε και να τα επεξεργαζόμαστε με ευθύτητα και ειλικρίνεια.

Από την άλλη πλευρά, από μικρή ηλικία μάς μαθαίνουν ότι ο έλεγχος είναι «καλό» πράγμα και η απώλεια του ελέγχου «κακό». Έτσι, μεγαλώνουμε θεωρώντας πως είναι αδιανόητο και κατακριτέο το να χάσουμε τον έλεγχο σε κάποια πτυχή της ζωής μας, χωρίς να συνειδητοποιούμε πως, στην πραγματικότητα, είναι αδύνατο να ελέγξουμε τα πάντα. Ακριβώς επειδή θεωρούμε πως έχουμε τον έλεγχο, αναζητάμε όλο και πιο συχνά την επαφή μας με το φαγητό (εν προκειμένω, γιατί μπορεί αντ’ αυτού να είναι π.χ. το οινόπνευμα ή κάτι άλλο στο οποίο χάνουμε τον έλεγχο) ώστε να αποδείξουμε στον εαυτό μας ότι πράγματι το ελέγχουμε. Στην πορεία του χρόνου, η επαναλαμβανόμενη ικανοποίηση της συναισθηματικής πείνας διαμέσου του φαγητού και η εδραιωμένη πεποίθηση του απόλυτου ελέγχου, συμβάλλουν στην εδραίωση ενός διατροφικού μοτίβου που στηρίζεται στην υπερφαγία.

Η καταναγκαστική υπερφαγία είναι ίσως η πιο συχνά παρατηρούμενη μορφή διατροφικής διαταραχής. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ένας στους 35 ενήλικες εμφανίζει συστηματικά επεισόδια υπερφαγίας, γεγονός που μεταφράζεται σε ποσοστό 3% – 5% των γυναικών και 2% των ανδρών. Είναι επίσης η μορφή διατροφικής διαταραχής που εμφανίζει αυξημένη συχνότητα μεταξύ των ανδρών, αφού σύμφωνα με υπολογισμούς, το 40% των ατόμων που πάσχουν από καταναγκαστική υπερφαγία είναι άνδρες. Και σε αυτή την περίπτωση, δεν διαθέτουμε στατιστικά στοιχεία για τη χώρα μας.

Όπως και στις άλλες διαταραχές της διατροφής, κεντρική προϋπόθεση για να αναζητήσουμε βοήθεια είναι η συνειδητοποίηση του προβλήματος. Ταυτόχρονα, όμως, έχουμε τη δυνατότητα να παρατηρήσουμε λίγο τον εαυτό μας και να σκεφτούμε πάνω στη συμπεριφορά μας. Την επόμενη φορά που θα νιώσουμε αυτή την ακατανίκητη παρόρμηση να καταναλώσουμε μεγάλες ποσότητες φαγητού, ας κάνουμε μία παύση για να αναρωτηθούμε: «Γιατί θέλω να φάω; Τι θέλω να αποσιωπήσω ή να αποφύγω με το φαγητό; Μήπως θέλω να «γεμίσω» κάποιο συναισθηματικό κενό μου; Και ποιο είναι αυτό;» Μπορούμε επίσης να δοκιμάσουμε κάτι άλλο: Αντί να σπεύσουμε στο ψυγείο, το ντουλάπι ή στο κοντινό μας περίπτερο, ας δώσουμε πρώτα στον εαυτό μας ένα λεπτό – τι άλλο θα μπορούσαμε να κάνουμε; Ένα ζεστό μπάνιο, ένα τηλέφωνο σε έναν φίλο ή φίλη μας, ένα ωραίο τραγούδι, μία σύντομη βόλτα, λίγο παιχνίδι με το κατοικίδιό μας, πέντε λεπτά με το παιδί μας, ίσως σταθούν ικανά να ικανοποιήσουν την συναισθηματική μας ανάγκη και να μετριάσουν την παρόρμησή μας να φάμε. Οπωσδήποτε οι απαντήσεις δεν θα έρθουν αυτόματα, ούτε θα επιτύχουμε με την πρώτη φορά – θέλει επιμονή και προσπάθεια για να αρχίσει να σπάει ένας κύκλος μαθημένης συνήθειας και θέλει  εξειδικευμένη βοήθεια το να αρχίσουμε να αναγνωρίζουμε και να επεξεργαζόμαστε ανοιχτά τα συναισθήματα και τα προβλήματά μας. Όμως κάθε αρχή είναι μία καλή αρχή. Σε κάθε περίπτωση, αξίζει να προσπαθήσουμε για να σταματήσουμε να χρησιμοποιούμε το φαγητό ως μέσο αποσιώπησης των συναισθημάτων μας και να το φέρουμε στη θέση όπου πραγματικά ανήκει: ένα απαραίτητο μέσον για την επιβίωσή μας και μία απενεχοποιημένη και καθόλου απαγορευμένη πηγή απόλαυσης για εμάς και τους αγαπημένους μας.

[Στην Ελλάδα, εκτός από την μη-κερδοσκοπική εταιρεία ΑΝΑΣΑ (http://www.anasa.com.gr) και το Ελληνικό Κέντρο Διατροφικών Διαταραχών (http://www.hcfed.gr/), μπορείτε να αναζητήσετε βοήθεια και στους Ανώνυμους Υπερφάγους (http://www.anonymoi-yperfagoi.com/). ]

Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders-5 (2013). The American Psychiatric Association.

Marcus,M. D., Wing,R. R. & Hopkins,J. (1988). Obese binge eaters: Affect, cognitions, and response to behavioral weight control. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 55, 433-439.

Eldredge, K. L. and Agras, W. S. (1996), Weight and shape overconcern and emotional eating in binge eating disorder. International Journal of Eating Disorders, 19: 73–82.

Crow S.J., Peterson C.B., Swanson S.A., Raymond N.C., Specker S., Eckert E.D., Mitchell J.E. (2009) Increased mortality in bulimia nervosa and other eating disorders, American Journal of Psychiatry, 166(12) 1342-6.

Bruce, B. & Agras, W. S. (1992). Binge eating in females: A population-based investigation, International Journal of Eating Disorders, 12, 365-374.

Διατροφικές Διαταραχές: Μέρος ΙI, Ψυχογενής Βουλιμία

Image

«Όταν με πιάνει η βουλιμία, παίρνω και τρώω ό,τι βρω μπροστά μου. Τρώω ασταμάτητα μέχρι που δεν μπορώ άλλο, και πρέπει να κάνω εμετό για να μη σκάσω. Όμως, δεν τρώω επειδή πεινάω. Ποτέ δεν έχω φάει επειδή πεινούσα. Δεν τρώω φαΐ. Τρώω χαρά. Τρώω αγάπη. Όσα δε χόρτασα ποτέ τρώω. Σε όλη μου τη ζωή, δεν χόρτασα ποτέ ζωή… Δεν χόρτασα ζωή.» *

Αν φανταστούμε τις διαταραχές πρόσληψης της τροφής ως ένα νόμισμα, του οποίου η μία όψη είναι η ψυχογενής ανορεξία, τότε στην άλλη του όψη θα συναντήσουμε την ψυχογενή βουλιμία. Παρ’ ότι όλοι σχεδόν οι άνθρωποι μπορεί κάποια στιγμή να χρησιμοποιήσουν το φαγητό για να ικανοποιήσουν την συναισθηματική πείνα τους, η κατάσταση που κυριαρχεί στην ψυχογενή βουλιμία είναι τελείως διαφορετική: εδώ η υπερφαγία είναι σχεδόν καταναγκαστική και συνοδεύεται από συμπεριφορές αυτό-τιμωρίας, προκειμένου το άτομο να «επανορθώσει» για το κακό που θεωρεί πως έκανε. Παρ’ ότι σε επίπεδο συμπεριφοράς η ανορεξία και η βουλιμία διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό, στον πυρήνα και των δύο κρύβονται ακραίες σκέψεις, συμπεριφορές και συναισθήματα αναφορικά με την αυτοεικόνα, το βάρος και το φαγητό.

Τι Είναι η Ψυχογενής Βουλιμία;

Η ψυχογενής βουλιμία (ή απλώς «βουλιμία») είναι μία σοβαρή διαταραχή, που χαρακτηρίζεται από συχνά και επαναλαμβανόμενα επεισόδια ακατάσχετης και υπερβολικής λήψης τροφής (υπερφαγία), συνοδευόμενα από ακραίες προσπάθειες απαλλαγής από το φαγητό, ώστε να μην πάρει το άτομο βάρος. Η ζωή γίνεται μία διαρκής πάλη ανάμεσα στην επιθυμία του ατόμου να χάσει βάρος ή να παραμείνει αδύνατο, και στην ακατανίκητη παρόρμησή του να καταναλώσει μεγάλες ποσότητες τροφής. Παρ’ ότι δεν θέλει να ενδώσει στην παρόρμηση αυτή, γνωρίζοντας πως μετά το επεισόδιο θα νιώθει ντροπή και ενοχές, το άτομο υποκύπτει ξανά και ξανά. Μετά το τέλος του επεισοδίου υπερφαγίας είναι τέτοιες οι ενοχές και ο πανικός του ατόμου για τις συνέπειες που το φαγητό θα έχει για το βάρος του, που επιδίδεται σε δραστικά μέτρα «επανόρθωσης», όπως χρήση καθαρτικών ή διουρητικών, πρόκληση εμετού, έντονη και πολύωρη γυμναστική ή ακραίες δίαιτες.

Ορισμένες φορές, η ψυχογενής βουλιμία ξεκινάει με αφορμή κάποια αυστηρή δίαιτα που κάνει το άτομο. Σε ένα 15% των περιπτώσεων, ακολουθεί την ψυχογενή ανορεξία. Σε κάθε περίπτωση, το «απαγορεύεται να φας» που λέει με αυστηρό τρόπο στον εαυτό του το άτομο, προκαλεί μία διαρκή και έντονη ενασχόληση με το φαγητό. Όσο περισσότερο στερείται το άτομο αγαπημένες τροφές και όσο περισσότερο φθάνει το σώμα του σε κατάσταση νηστείας, τόσο περισσότερο ο οργανισμός αντιδράει με μία ισχυρή λαχτάρα για τροφή. Η στέρηση, η ένταση και η καταπίεση, που επιβάλλει το άτομο στον εαυτό του σε συνδυασμό με άλλους, ψυχολογικούς κυρίως, παράγοντες εντείνονται, με αποτέλεσμα να εντείνεται μαζί τους και η λαχτάρα για φαγητό. Ένα ολίσθημα, μία μικρή δαγκωματιά από «αυτή την σοκολάτα», αλλά και ένα συναισθηματικά στρεσογόνο γεγονός στο περιβάλλον του, μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία για την ολική παράδοση του ατόμου, που σκέφτεται με όρους «μαύρο-άσπρο»: «αφού έφαγα μία δαγκωματιά, τα κατέστρεψα όλα και δεν έχει νόημα πια να αντιστέκομαι», «έφαγα το απαγορευμένο, κατέστρεψα τη δίαιτα» ή «είμαι άχρηστος, δεν αξίζω τίποτα». Στη διάρκεια ενός επεισοδίου υπερφαγίας το άτομο καταναλώνει πολύ μεγάλες ποσότητες τροφών, συνήθως πλούσιων σε λιπαρά και θερμίδες, μέσα σε ένα αναλογικά μικρό χρονικό διάστημα. Έτσι, για παράδειγμα, μπορεί να λάβει 5.000 θερμίδες τρώγοντας σοκολάτες, μπισκότα, γλυκές ή/και αλμυρές τροφές μέσα σε λιγότερο από μία ώρα. Στη διάρκεια ενός τέτοιου επεισοδίου το άτομο αδυνατεί να σταματήσει να τρώει, καταναλώνει τις τροφές πολύ γρήγορα, ακατάστατα και κρυφά από τους άλλους, ενώ σταματάει μόνο όταν νιώσει αρρωστημένα χορτάτο. Η συχνότητα αυτών των επεισοδίων κυμαίνεται από δύο φορές την εβδομάδα έως και πολλές φορές μέσα στην ίδια ημέρα. Φυσικά, η όποια ανακούφιση μπορεί να φέρνει στο άτομο η υπερκατανάλωση αυτών των τροφών, δεν είναι παρά βραχύβια. Κι αυτό διότι αμέσως μετά, το άτομο κατακλύζεται από συναισθήματα ντροπής, ενοχής και αυτό-υποτίμησης. Το «δεν αξίζω τίποτα» επανέρχεται ως αυτό-μομφή για την απώλεια ελέγχου και την κατανάλωση όλων αυτών των «κακών, απαγορευμένων» τροφών. Για να επαναφέρει την αίσθηση του αυτό-ελέγχου, το άτομο αναζητά τρόπους «επανόρθωσης»: πρόκληση εμετού, χρήση καθαρτικών ή διουρητικών, έντονη και πολύωρη άσκηση, ή ακραία δίαιτα, που αγγίζει την νηστεία.

Πρόκειται για ένα φαύλο κύκλο: οι όποιες προσπάθειες κάνει το άτομο για να «επανορθώσει», το μόνο που καταφέρνουν είναι να ανοίξουν και πάλι τον ίδιο κύκλο: στέρηση – υπερφαγία-αυτομομφές-εμετός/δίαιτα/καθαρτικά. Και κάθε φορά που ξεκινάει μία νέα δίαιτα, κάθε φορά που υπόσχεται στον εαυτό του ότι «εντάξει, ήταν η τελευταία φορά, από εδώ και πέρα θα προσέχω», βαθιά μέσα του γνωρίζει ότι έχει τη δυνατότητα να κάνει εμετό ή να χρησιμοποιήσει καθαρτικά προκειμένου να «διορθώσει» τυχόν παρεκκλίσεις του.

Ενδείξεις και Συμπτώματα της Ψυχογενούς Βουλιμίας

Όπως και στην ανορεξία, έτσι και εδώ το περιβάλλον του ατόμου είναι δύσκολο να διαγνώσει εγκαίρως την ύπαρξη ενός τέτοιου προβλήματος. Το άτομο τρώει κρυφά, αγοράζει τα τρόφιμα από διαφορετικά καταστήματα για να μην υποψιαστούν ούτε οι ταμίες κάτι, εφευρίσκει τρόπους για να μην αντιληφθούν τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας ότι κάνει εμετούς ή ότι χρησιμοποιεί καθαρτικά, διατηρεί ένα σχετικά φυσιολογικό βάρος, αντικαθιστά τα τρόφιμα που καταναλώνει με άλλα, κλπ. Η γενική εικόνα της συμπεριφοράς ενός ανθρώπου που πάσχει από ψυχογενή βουλιμία φέρει τα ακόλουθα γνωρίσματα:

–          Μυστικότητα γύρω από οτιδήποτε αφορά το φαγητό: πηγαίνει στην κουζίνα αργά το βράδυ όταν όλοι κοιμούνται, δεν τρώει μπροστά σε άλλους, πηγαίνει μοναχό στο σούπερ-μάρκετ.

–          Καταναλώνει ασυνήθιστα μεγάλες ποσότητες τροφών χωρίς εμφανείς αλλαγές στο βάρος.

–          Ακραίες εναλλαγές υπερφαγίας-νηστείας: σπανίως θα φάει ένα κανονικό γεύμα. Οτιδήποτε έχει να κάνει με το φαγητό έχει τη μορφή «όλα ή τίποτα».

–          Απουσία αυτό-ελέγχου στην κατανάλωση φαγητού: αδυνατεί να σταματήσει να τρώει, συνεχίζει μέχρι να νιώσει άρρωστο από την υπερφαγία.

–          Χρήση διουρητικών, καθαρτικών, ή υπερβολική άσκηση: συνήθως αμέσως μετά το φαγητό. Μπορεί επίσης να περνάει πολλές ώρες στη σάουνα, ώστε να χάσει βάρος διαμέσου της εφίδρωσης.

–          Επισκέπτεται την τουαλέτα στη διάρκεια του γεύματος ή αμέσως μετά: στόχος εδώ είναι η πρόκληση εμετού. Η όποια οσμή στο άτομο ή τον χώρο καλύπτεται με καραμέλες, στοματικά διαλύματα, τσίχλες και αποσμητικά χώρου.

–          Σημάδια στις αρθρώσεις των δαχτύλων, τα δάχτυλα και τις παλάμες, που προκαλούνται από την προσπάθεια του ατόμου να προκαλέσει εμετό.

–          Συχνές αυξομειώσεις στο βάρος, που προκαλούνται από τις εναλλαγές δίαιτας/ εμετού και υπερφαγίας.

–          Διατήρηση φυσιολογικού ή ελαφρώς αυξημένου βάρους: οι άνθρωποι που πάσχουν από βουλιμία έχουν συνήθως ένα κανονικό βάρος ή κάποια κιλά παραπάνω από αυτό. Σε περίπτωση που έχουμε πολύ χαμηλό σωματικό βάρος συνοδευόμενο από εμετούς ή χρήση καθαρτικών, ενδεχομένως να μιλάμε για βουλιμικό τύπο ανορεξίας.

–          Δυσχρωμίες στα δόντια, που προκαλούνται από τα οξέα του στομάχου που έρχονται σε επαφή με τα δόντια στη διάρκεια των εμετών.

Ποια είναι τα αίτια της Ψυχογενούς Βουλιμίας;

«Δε νιώθω καλά με το σώμα μου. Κάποιος μέσα μου με επικρίνει συνέχεια για το πώς είμαι. Κι εγώ προσέχω συνέχεια, όλο αγωνία, τι τρώω, πώς φαίνομαι. Αλλά κάθε τόσο πέφτω με τα μούτρα και τρώω ό,τι βρω. Γλυκά κυρίως. Τρώω μέχρι που μου πονάει το στομάχι μου. Μάλλον αυτό προηγείται, επειδή αυτό που είμαι σήμερα είναι το σημείο όπου συναντιούνται δύο ηλικίες: το παιδί που θέλει να κάνει το δικό του, να φάει όσα γλυκά θέλει, να κάνει σκανταλιές… και κάποιος μεγάλος που το επικρίνει συνέχεια και το καταπιέζει. Το γλυκό δεν σου προσφέρει τίποτα, είναι ένα κενό. Κι εγώ όταν τρώω τα γλυκά μέχρι να πονέσω, τρώω το τίποτα, το κενό.» *

Όπως και στις υπόλοιπες διαταραχές πρόσληψης της τροφής, δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο αίτιο που προκαλεί βουλιμία. Στον πυρήνα, βρίσκεται πάντα η ανάγκη για έλεγχο: ενώ στην ανορεξία το άτομο προσπαθεί να ελέγξει τα συναισθήματα και τη ζωή του διαμέσου της στέρησης τροφής, στην βουλιμία κάνει το ίδιο διαμέσου της δίαιτας, των εμετών και της υπερφαγίας. Πέριξ αυτού του πυρήνα συνυπάρχουν άλλοι, οικογενειακοί, ψυχολογικοί και κοινωνικοί παράγοντες, που συντελούν στην εμφάνιση της διαταραχής. Μεταξύ αυτών μπορεί να εντοπίσουμε κατ’ αρχάς την μη-ρεαλιστική εικόνα για το σώμα, η οποία διαμορφώνεται υπό την επίδραση των κοινωνικών προτύπων και επιταγών για ένα σώμα που, για να είναι ελκυστικό, «πρέπει» να είναι αδύνατο. Άλλωστε, έχει διαπιστωθεί πως η ψυχογενής βουλιμία είναι κυρίως μία «αστική» διαταραχή που εμφανίζεται περισσότερο στο Δυτικό κόσμο. Η χαμηλή αυτοεκτίμηση, όπως αυτή μπορεί να προκύψει από ένα επικριτικό και απαιτητικό οικογενειακό περιβάλλον, η τελειομανία, ένα ιστορικό παιδικής κακοποίησης ή και η κατάθλιψη, είναι προβλήματα που καθιστούν ευάλωτα τα άτομα, άνδρες και γυναίκες, στην εμφάνιση της διαταραχής. Σύμφωνα με έρευνες, γυναίκες που έχουν υποστεί κάποιας μορφής σεξουαλική κακοποίηση, καθώς και άνθρωποι με γονείς που είχαν προβλήματα εξάρτησης από ουσίες ή ψυχολογικές διαταραχές, φέρουν υψηλότερες πιθανότητες εμφάνισης ψυχογενούς βουλιμίας. Άλλες φορές, εκλυτικός παράγοντας εμφάνισης ψυχογενούς βουλιμίας είναι κάποια μεγάλη αλλαγή στη ζωή του ατόμου: η εφηβεία, η απομάκρυνση από το οικογενειακό περιβάλλον για σπουδές, ή ένας χωρισμός, όπου ο εμετός και οι ακραίες δίαιτες γίνονται ένας άλλος τρόπος διαχείρισης του στρες και της συναισθηματικής έντασης ή/ και αβεβαιότητας που προξενούν οι αλλαγές αυτές στο άτομο. Τέλος, έχει παρατηρηθεί ότι οι άνθρωποι που εργάζονται σε χώρους, στους οποίους υπάρχουν έντονες πιέσεις για τη διατήρηση μίας καλής εικόνας και εμφάνισης (χορευτές, μοντέλα, γυμναστές, αθλητές, ηθοποιοί και τραγουδιστές, κλπ) είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι στην εμφάνιση ψυχογενούς βουλιμίας.

Η ψυχογενής βουλιμία είναι μία σοβαρή ψυχική διαταραχή που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την υγεία – ή και την ζωή- του ατόμου. Οι σοβαρότερες συνέπειες για τον οργανισμό του πάσχοντα, προέρχονται από την αφυδάτωση, που προκαλούν οι επαναλαμβανόμενοι εμετοί και η κατάχρηση καθαρτικών και διουρητικών: λήθαργος, αρρυθμίες, αναιμία, υπόταση, βλάβες στους νεφρούς, πόνοι χαμηλά στην κοιλιά, χρόνιος πόνος στον λαιμό, ζαλάδα, γενική ατονία και αίσθηση αδυναμίας, τερηδόνα, έλκος στομάχου, αμηνόρροια, χρόνια δυσκοιλιότητα, κλπ.

Η συχνότητα της διαταραχής στον ευρύτερο πληθυσμό δεν μας είναι απολύτως γνωστή, ακριβώς επειδή οι συμπεριφορές που την χαρακτηρίζουν παραμένουν κρυφές στον περίγυρο του ατόμου. Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, τα ποσοστά κάνουν λόγο για επίπτωση της διαταραχής στο 1% – 5 % των εφήβων και στο 1.1% – 4.2 % των γυναικών, ποσοστά τα οποία είναι υψηλότερα από τα αντίστοιχα για την ψυχογενή ανορεξία. Για τη χώρα μας, στατιστικά στοιχεία δεν είναι διαθέσιμα.

Τι να κάνω;

Οι διαταραχές της διατροφής δεν διορθώνονται με τιμωρίες, υποδείξεις ή απειλές. Όπως δεν μπορούμε να αναγκάσουμε ένα ανορεξικό άτομο να φάει με το ζόρι, έτσι δεν μπορούμε να αναγκάσουμε ένα βουλιμικό άτομο να πάψει να τρώει ή να κάνει εμετούς – θα τα κάνει κρυφά, ούτως ή άλλως. Ίσως το σημαντικότερο που μπορούμε να κάνουμε για ένα δικό μας άνθρωπο που φαίνεται να αντιμετωπίζει ένα τέτοιο πρόβλημα, είναι ακριβώς αυτό: να καταλάβουμε ότι υπάρχει πρόβλημα. Εφόσον έχουμε βάσιμες υποψίες, μπορούμε να το συζητήσουμε μαζί του (πιθανώς να το αρνηθεί, αλλά πιθανώς και όχι), να ζητήσουμε την συμβουλή και την βοήθεια ενός ειδικού, ή να επικοινωνήσουμε με αρμόδιους φορείς που ειδικεύονται στις διαταραχές της διατροφής. Παράλληλα, θα του προσφέρουμε αγάπη, κατανόηση, αποδοχή, υπομονή και υποστήριξη, γνωρίζοντας όμως ότι το πρόβλημα δεν μπορούμε να το λύσουμε από μόνοι μας. Τόσο το άτομο όσο και ο περίγυρός του χρειάζονται την καθοδήγηση και τις συμβουλές ενός ειδικού, ώστε να διαμορφωθεί ένα υποστηρικτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο το άτομο θα μπορέσει να βοηθηθεί ουσιαστικά.

Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος

* Επιλεγμένα αποσπάσματα από το βιβλίο του Ν. Σιδέρη «Όπως ειπώθηκαν εκεί και ακούστηκαν: Μυστικά και αλήθειες από το ντιβάνι του ψυχαναλυτή», εκδ. Μεταίχμιο

Ελληνικό Κέντρο Διατροφικών Διαταραχών (http://www.hcfed.gr/)

Μη-κερδοσκοπική εταιρεία ΑΝΑΣΑ (http://www.anasa.com.gr/main.htm)

Ενδεικτική Βιβλιογραφία και Πηγές:

Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders-5 (2013). The American Psychiatric Association.

Robert Palmer, (2004) Bulimia Nervosa: 25 years on, British Journal of Psychiatry, 185:447-448 (editorial).

Boston Children’s Hospital, Βulimia nervosa (ανασύρθηκε 13/11/2013).

Harvard Medical School Family Health Guide, Treating Bulimia Nervosa, (ανασύρθηκε 13/11/2013).

Mehler, P. (2011). Medical complications of bulimia nervosa and their treatments, International Journal of Eating Disorders 44: 95–104