Πρώτα -πρώτα η ποίηση

IMG_0042-0.JPG

Η πρώτη αλήθεια είναι ο θάνατος. Απομένει να μάθουμε ποια είναι η τελευταία. Η αίσθηση του «γυρισμού των πραγμάτων» μου είναι οικεία, ίδια καθώς το κύμα της Ποίησης που έλεγα πριν ότι τ’ αφήνω να χτυπά μακριά στην πρώτη μου νεότητα και να ξαναγυρίζει εκεί που περιμένω λιγοστεμένος κάθε φορά και περισσότερο, αλλ’ ορθός – καθώς το θέλησα. Ένας αμετανόητα ερωτευμένος· που πηγαίνω πάντα νωρίτερα στο σημείο το κρυφό της συνάντησης, με την ίδια λαχτάρα, το ίδιο σφίξιμο στο λαιμό, το ίδιο βημάτισμα επάνω – κάτω και περιμένω… Τι; Ίσως αυτό, θα έλεγα, που αν δεν ανέβει να γίνει δάκρυο, πήζει στο στήθος και βαραίνει και ο κόσμος όλος άξαφνα φαίνεται τόσο γλυκός και τόσο πικρός μαζί. Κάποτε είναι μια κοπέλα· κάποτε, πάλι, δυο – τρεις στίχοι· πολλές φορές, άπλα και μόνον το καλοκαίρι.

Τα πιο ανεπαίσθητα σημάδια, τα πιο αόρατα- ο τρόπος που γέρνει λίγο πιο λοξά ένα πουλί, που φωνάζει λίγο πιο δυνατά ο γιαουρτάς το δειλινό στον κατηφορικό δρόμο, που μπαίνει απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο αναπάντεχα μια μυρωδιά καμένου χόρτου (που βρέθηκε; από που να ‘ρχεται;) -, παίρνουν ολάκερη τη σημασία τους, λες κι έχουν αποστολή τους μοναδική να με πείσουν ότι, οπού να ‘ναι, σήμανε ο ερχομός της αγαπημένης. Να γιατί γράφω. Γιατί η Ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο Θάνατος. Είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης, που είναι η ίδια με την πρώτη άλλα που πάει πολύ βαθιά, ως το ακρότατο σημείο που μπόρεσε να ανιχνεύσει η ψυχή, στα σύνορα των αντιθέτων, εκεί που ο Ήλιος κι ο Άδης αγγίζονται. Η ατελεύτητη φορά προς το φως το Φυσικό, που είναι ο Λόγος, και το φως το Άκτιστον, που είναι ο Θεός. Γι’ αυτό γράφω. Γιατί με γοητεύει να υπακούω σ’ αυτόν που δε γνωρίζω, που είναι ο εαυτός μου ολάκερος, όχι ο μισός – που ανεβοκατεβαίνει τους δρόμους και «φέρεται εγγεγραμμένος στα μητρώα αρρένων του Δήμου».

Είναι σωστό να δίνουμε στο άγνωστο το μέρος που του ανήκει· να γιατί πρέπει να γράφουμε. Γιατί η Ποίηση μας ξεμαθαίνει από τον κόσμο, τέτοιον που τον βρήκαμε: τον κόσμο της φθοράς, που έρχεται κάποια στιγμή να δούμε ότι είναι η μόνη οδός για να υπερβούμε τη φθορά, με την έννοια που ο Θάνατος είναι η μόνη οδός για την Ανάσταση. Μιλώ, το καταλαβαίνω, σα να μην έχω το δικαίωμα, σα να ντρέπομαι σχεδόν που αγαπώ τη ζωή. Κάποτε, είναι η αλήθεια, μ’ εξαναγκάσανε και σ’ αυτό. Κανείς δεν ξέρει, δεν ανακάλυψε ποτέ, από που κρατάει το πάθος του ανθρώπου να μισεί τη δυνατότητα της ίδιας του της σωτηρίας. Είναι που ίσως θα ήθελε να μην το ξέρει άλλα παρ’ όλ’ αυτά το ξέρει πως υπάρχει· και πως είναι αυτός η αιτία που δεν μπορεί μήτε να την πλησιάσει μήτε να την υπερβεί. Θέλουμε δε θέλουμε, είμαστε όλοι μας δέσμιοι μιας ευτυχίας, που από δικό μας λάθος αποστερούμαστε. Να από που ξεπηδά η προαιώνια λύπη της αγάπης.
[…]
Έτσι, ανάμεσ’ από το αδιάφορο «μεγάλο κοινόν» και τις «εχθρικές Εξουσίες» πέρασα όπως ανάμεσ’ απ’ τις Συμπληγάδες. Κι ότι δεν υπάρχει χρυσόμαλλο δέρας είναι ψέματα· ο καθένας από μας είναι το χρυσόμαλλο δέρας του εαυτού του. Κι ότι δεν αφήνει ο θάνατος να το δούμε, και να τ’ αναγνωρίσουμε, είναι απάτη· πρέπει ν’ αδειάσουμε το θάνατο απ’ αυτά που τον έχουν παραγεμίσει, να τον φτάσουμε στην απόλυτη καθαρότητα, για ν’ αρχίσουν να ξεχωρίζουν μέσ’ απ’ αυτόν τ’ αληθινά βουνά και η αληθινή χλόη, ο γδικιωμένος κόσμος γιομάτος δροσοσταλίδες που λάμπουν καθαρότερες από τα πιο πολύτιμα δάκρυα.

Να τι είναι αυτό που περιμένω κάθε χρόνο, με μια ρυτίδα περισσότερο στο μέτωπο, μια ρυτίδα λιγότερο στην ψυχή: την πλήρη αντιστροφή, την απόλυτη διαφάνεια…

Ο. Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά (εκδ. Ίκαρος) – απόσπασμα

Η Ιστορία ενός Ανθρώπου

manalonewalking

Πρελούδιο

Ήταν ένας άνθρωπος που περπατούσε
πάντοτε σκυμμένος
μέρες, μήνες, χρόνια.

Επεισόδια

Α΄

«Πιστεύεις στο Θεό;»
τον ρώτησαν κάποτε.
«Όσο αυτός σε μένα»
απάντησε

και δεν τον ξαναενόχλησε κανείς.

Β΄

«Χρωστάς ένα ποίημα»
του είπε η Ζωή ένα βράδυ.
«Γερνάω λέξεις»
απάντησε

και δεν τον ξαναενόχλησε ποτέ.

Γ’

«Γιατί δεν με βλέπεις;»
τον προκάλεσε κάποια φορά ο Έρωτας.
«Είσαι τυφλός»
απάντησε

και δεν τον ξαναενόχλησε καθόλου.

Δ’

«Θέλεις να παίξουμε;»
του ζήτησε μια μέρα ο Θάνατος.
«Δεν έχω χρόνο»
απάντησε

και δεν τον ξαναενόχλησε κατόπιν.

Ε΄

Κάποια μέρα έφθασε σε ένα πανδοχείο.
Ζήτησε δωμάτιο.
Η ξενοδόχος απόρησε:

-Κύριε, φαίνεστε τόσο κουρασμένος και ταλαίπωρος!
Από πού έρχεστε;
-Έρχομαι από τα βάθη της ψυχής.
-Και πού πηγαίνετε;
-Πηγαίνω ως την άκρη της ζωής.
-Κι όλη αυτή η σκόνη στα παπούτσια σας, τι είναι;
-Σημάδια για το δρόμο μου.
-Φοβάστε μη χαθείτε;
-Φοβάμαι μη ξεχάσω.

Επίλογος

Ήταν ένας άνθρωπος που περπατούσε
πάντοτε σκυμμένος
σαν κάτι ν’ αποζητά.
Έχασε μια ηλικία του, είπαν,
κι από τότε όλο έψαχνε να τη ζήσει,
τα ένσημα του χρόνου του για να συμπληρώσει.

Εκείνος όμως περπατούσε.
Μέρες, μήνες, χρόνια.

Πάντοτε σκυμμένος.

Σπύρος Αραβανής, «Η ιστορία ενός ανθρώπου»

[ Ευχαριστώ: http://www.poiein.gr/archives/12319 ]

Te Deum

Image

Κάθε ἄνθρωπος ἕνα μοναδικὸ βλέμμα, ἕνα μοναδικὸ χαμόγελο. Μιλάει, σκέφτεται, ἀγαπάει ὅπως κανένας ἄλλος, οὔτε πρίν, οὔτε μετά. Τραγουδάει τὸν ἔρωτα ἄκρη στὴ θάλασσα, βουτάει στὸ κύμα ὅλος ἀλκή. Βγαίνει στὸ βράχο, χαίρεται τὸ ἡλιοβασίλεμα, ἀκούει τὸ φλοῖσβο. Ρουφάει τὸ παρὸν μὲ τὴν ἀμεριμνησιὰ τοῦ αἰώνιου.

Ἄσχετος μὲ τὸν θάνατο ποὺ θὰ τὸν θερίσει, ἄσχετος μὲ τὴν προδοσία τῆς σάρκας του ποὺ κάθε μέρα μαραίνεται καὶ κάποτε θὰ σαπίσει στὸ χῶμα.

Ἡλιοκαμμένο ἀγόρι, μὲ τὸ ζαρκαδίσιο κορμὶ καὶ τὰ ἁλατισμένα ματόκλαδα, τί σχέση ἔχεις ἐσὺ μὲ τὸν αὐριανὸ ἑαυτό σου, τὸν γέροντα ποὺ σέρνεται μὲ τρεμάμενα μέλη, κυρτωμένος, εὔθραυστος, κι ἀδύναμο φῶς στὰ σακουλιασμένα του μάτια. Καὶ σὺ ὁλόδροσο κορίτσι, σπαρταριστὸ κορμὶ ἡδονικοῦ λεόπαρδου, πῶς μεταλλάζεις τὸ διάφανο δέρμα, τὸ ὁλόφωτο βλέμμα, τὸ κρουστὸ στῆθος, τὰ ζωντανὰ μαλλιὰ ὅπου ἀνασαίνει ὁ ἄνεμος. Πῶς μεταλλάζεις σὲ μαραμένη κίτρινη γεροντικὴ σάρκα, στρεβλὲς ἀρθρώσεις, μελανιασμένες φλέβες, κομπιαστὴ ἀνάσα. Ποιός εἶναι ὁ ἀληθινὸς ἑαυτός μας, τὸ πραγματικό μας πρόσωπο. Πότε καὶ ποῦ σαρκώνεται ἡ ἀληθινή μας ταυτότητα, ποιός ὁ «πυρήνας» τῆς ὕπαρξής μας, τὸ πραγματικὸ «ὑποκείμενο» τόσο τοῦ κάλλους ὅσο καὶ τῆς φθορᾶς.

Μάθαμε τὴ συγκρότηση τοῦ πυρήνα τῶν ἀτόμων, τὴ δομὴ τοῦ DΝΑ, τὴ σύνθεση τοῦ φωτός, τὰ στοιχεῖα τῆς ὕλης τῶν ἀπώτατων γαλαξιῶν. Καὶ δὲν ξέρουμε νὰ ὁρίσουμε οὔτε τὴν ἔναρξη οὔτε τὸ πέρας τοῦ ἀνθρώπινου ὑποκειμένου, τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ μας.

Ψάχνουμε τὸ αἴνιγμα τῆς ὕπαρξής μας, τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ὅπως βλέπουμε τὰ σκουλίκια στὸ ἀπόβροχο νὰ ψάχνουν τὴ λάσπη. Τυφλά, μέσα σὲ προκαθορισμένα, ἀξεπέραστα ὅρια. Ἡ σκέψη καὶ ὁ λόγος δὲν μᾶς ἐξασφαλίζουν παρὰ μόνο ψευδαισθήσεις γνώσης, μόνο παραβολές, ἀλληγορίες, εἰκόνες μέσα ἀπὸ ἔσοπτρα καὶ αἰνίγματα. Γαντζωνόμαστε σὲ ἐμπειρίες ἄλλων, ἐμπειρίες ἀνθρώπων ποὺ μαρτυροῦν πὼς εἶδαν τὸν Θεό, πὼς μίλησαν μαζί Του. Καὶ ἀντικειμενοποιοῦμε αὐτὲς τὶς ἄρρητες ἐμπειρίες σὲ τετράγωνες ἔννοιες ποὺ στηρίζουν τὴ λογική μας. Γιὰ νὰ χτίσουμε πάνω στὴ λογικὴ τὴν ψυχολογική μας αὐτάρκεια, τὴ θωράκιση ποὺ ἀποτρέπει τὸ φόβο καὶ τὸν πανικό.

Ὑπάρχει ἕνας τρόπος νὰ ἀπορεῖς, ἐνῶ ἐμπιστεύεσαι. Κι αὐτὸ τὸν τρόπο τὸν ψηλαφοῦμε μόνο στὸν ἔρωτα. Ὁ ἔρωτας σημαίνει πίστη, ἐμπιστοσύνη, αὐτοπαράδοση. Εἶσαι μέσα στὴ σκοτεινιὰ ἀτέλειωτων ἀναπάντητων ἐρωτημάτων. Ὅμως ἐγκαταλείπεσαι στὸν πόθο, κι αὐτός, σὲ βεβαιώνει ἂν ὁ Ἄλλος ποθεῖ τὸν πόθο σου. Καὶ τότε ἔχουν ἀπαντηθεῖ τὰ ἐρωτήματα δίχως ἀπάντηση. Τὰ σημαινόμενα λειτουργοῦν δίχως σημαίνοντα. Εἶναι μόνη ἡ γλώσσα τῆς ἀναφορᾶς, ἡ γλώσσα τοῦ πόθου. Αὐτὴ ποὺ μιλάει τὸ βρέφος θηλάζοντας τὸ στῆθος τῆς μάνας. Αὐτὴ ποὺ μιλᾶνε οἱ ἐρωτευμένοι στὴ σιωπὴ τῆς «μίας σάρκας».

Χρήστος Γιανναράς, «Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων», Εκδ. Δόμος – απόσπασμα