Ο μικρός κλέφτης ιστοριών

Peter pan

Όταν τον συναντάμε στο παιδικό δωμάτιο, είναι ένα πληγωμένο πλάσμα που έχει χάσει τη σκιά του… αλλά δεν κλαίει για πολύ∙ σε λίγο θα μας δείξει πώς αντιδρά ένα θλιμμένο παιδί όταν χάσει τη «φόδρα» του, τη μόνη πραγματική απόδειξη ότι υπάρχει.

Γιατί δίχως σκιά που αποδεικνύει την υλικότητα της ύπαρξης, εύκολα μας περνάει από το μυαλό ότι δεν είμαστε παρά γέννημα της μητρικής φαντασίας.

Αυτό ειδικά το θλιμμένο παιδί είναι πολύ ελαφρύ, δεν έχει ούτε όνομα ούτε διεύθυνση ούτε μητέρα. Αυθόρμητα μας έρχεται η επιθυμία να το παρηγορήσουμε, αλλά στοπ! Προπαντός μην το αγγίξετε!

Από φιλιά δεν έχει ιδέα. Γελάει, παίζει με πράγματα που δεν έχει και μοιάζει πολύ περήφανος για τον εαυτό του. Είναι έτοιμος να κάνει τα πάντα για να τον θαυμάσουμε και να τον σεβαστούμε, για να κατορθώσει επιτέλους να υπάρξει στο βλέμμα ενός άλλου, ακόμη κι αν δεν μπόρεσε να υπάρξει στο βλέμμα της μητέρας του.

Όταν περάσει ο καιρός και το γνωρίσουμε, θα καταλάβουμε πως ό,τι ευγενικό, τρυφερό και μεγαλόψυχο κάνει, το κάνει μόνο και μόνο για να βάλουμε μπροστά του έναν καθρέπτη, που κοιτάζοντας μέσα του θα σχηματίσει την εντύπωση πως υπάρχει. Εκείνος που του κρατάει τον καθρέπτη πιθανόν να έχει την ψευδαίσθηση ότι είναι αναντικατάστατος, δυστυχώς όμως για αυτόν, οποιοσδήποτε άλλος θα μπορούσε να κάνει εξίσου καλά την ίδια δουλειά!

Καμιά φορά ο καθρέπτης δεν φτάνει από μόνος του να θεραπεύσει την ασήκωτη αυτή ελαφρότητα που το κατοικεί και το θλιμμένο παιδί γυρεύει άλλους τρόπους να γεμίσει το εσωτερικό του κενό.

Εισβάλλει τότε σε σπίτια, παρουσιάζεται σε οικογένειες, κατακτά καρδιές, προσπαθώντας να συλλάβει την εσωτερικότητα των άλλων, να τραφεί με την ιστορία τους. (Ο Πήτερ θα ήθελε να αρπάξει τα παραμύθια που είχαν νανουρίσει τη Γουέντυ.) Γίνεται αληθινός πειρατής που κυνηγάει το θησαυρό του άλλου.

Η βαθιά αυτή ανάγκη που εκπέμπει το θλιμμένο παιδί είναι πολύ συγκινητική κι ορισμένοι είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι στο θέμα αυτό. Θέλουν να επανορθώσουν την τραγωδία που μαντεύουν πίσω από το γέλιο με τα άσπρα παιδικά δοντάκια. Σ’ αυτούς ανήκε και η Γουέντυ:

«Αγοράκι, γιατί κλαις;» τον ρωτάει ευγενικά.

Μπορεί το θλιμμένο παιδί να επιτρέπει στον εαυτό του όταν είναι μόνο του πού και πού να κλαίει, όμως κάτω από το βλέμμα των άλλων πρέπει πάντα να χαμογελά: ο Πήτερ πετιέται όρθιος, πλησιάζει το κρεβάτι της Γουέντυ και της κάνει μία χαριτωμένη υπόκλιση, όπως οι νεράιδες. Μιμείται καλά τις νεράιδες, θα ήθελε όμως τόσο πολύ  να ξέρει να φέρεται όπως τα αληθινά παιδιά. Έτσι, όταν ρωτάει τη Γουέντυ τ’ όνομά της, αυτή απαντά: «Γουέντυ, Μόιρα, Άντζελα Ντάρλινγκ». Όμως εκείνος δεν έχει παρά μονάχα ένα όνομα, σχετικά μικρό, «Πήτερ Παν», και μία διεύθυνση που δεν είναι διεύθυνση: «στο δεύτερο δεξιά κι ύστερα ευθεία μέχρι το πρωί».

Όταν η Γουέντυ μαθαίνει ότι ο Πήτερ δεν έχει μητέρα, αντιλαμβάνεται ότι βρίσκεται μπροστά σε μια πραγματική τραγωδία. Πηδάει από το κρεβάτι της για να τον πάρει στην αγκαλιά της, όμως εκείνος τραβιέται απότομα: «”Δεν έκλαψα για μητέρες εγώ”, είπε μάλλον αγανακτισμένος».

Μήπως φοβάται ότι μπορεί να αισθανόταν κάτι αν τον άγγιζαν;

Η Γουέντυ καταλαβαίνει τώρα γιατί έκλαιγε πριν από λίγο… Εκείνος βέβαια το αρνείται: «Έκλαιγα γιατί δεν μπορώ να κολλήσω τη σκιά μου. Κι έτσι κι αλλιώς δεν έκλαιγα».

Η σκιά του Πήτερ δεν είναι σαν των άλλων παιδιών, ξεκολλάει. Εξάλλου, αναρωτιέται κανείς αν πράγματι του ανήκει, ή μήπως τη βρήκε σε κανένα ταξίδι του. Μήπως είναι η σκιά κάποιου πεθαμένου παιδιού; Νομίζω ότι ο Πήτερ την έκλεψε για να προσδώσει λίγο περισσότερο βάρος στον εαυτό του, καθώς είναι τόσο ελαφρύς…

Απόδειξη ότι δεν έχει ιδέα από τι είναι φτιαγμένη η σκιά, είναι που νόμιζε ότι μπορούσε να την ξανακολλήσει με σαπούνι. Η Γουέντυ τον πείθει ότι πρέπει να ραφτεί πάνω του και ότι αυτό πονάει. Η Γουέντυ δεν είναι αποξενωμένη από τα συναισθήματά της όπως εκείνος.

Με το που ξανακόλλησε τη σκιά του, ο Πήτερ αρχίζει να μιμείται τον κόκορα, ξαναβρίσκει το κέφι και την ανεμελιά του. Μοιάζει ξαφνικά να μην έχει πλέον ανάγκη από κανέναν, και η Γουέντυ νιώθει εγκαταλελειμμένη, σαν να μην υπήρχε πια για αυτόν.

Την καθησυχάζει με τον γνωστό τρόπο των θλιμμένων παιδιών: κολακεύοντάς την. Όταν ένα θλιμμένο παιδί νιώθει λίγο χαμένο, αρκεί να του πεις πόσο καταπληκτικό, πόσο απαραίτητο είναι (να του ξανακολλήσεις τη σκιά του κατά κάποιον τρόπο) για να ξαναβρεί αμέσως τη ζωντάνια του.

Ο Πήτερ λοιπόν δοκιμάζει το ίδιο κόλπο με τη Γουέντυ:

«Γουέντυ,  ένα κορίτσι αξίζει πιο πολύ από είκοσι αγόρια!» Αμέσως η Γουέντυ θέλει να τον φιλήσει. Δυστυχώς όμως, όπως και τόσα άλλα αποκλειστικά ανθρώπινα πράγματα, το φιλί είναι κάτι που ο Πήτερ το αγνοεί. Κι είναι η σειρά της Γουέντυ να κάνει τώρα πονηριά, χαρίζοντάς του αντί για φιλί ένα κουμπί. Μήπως είχε καταλάβει ότι στον Πήτερ, για όλα τα ουσιώδη πράγματα, ήταν καλύτερο να προσφέρεις υποκατάστατα;

Συχνά, με τα θλιμμένα παιδιά που έρχονται να με δουν ανακαλύπτουμε τα υποκατάστατα που χρόνια ολόκληρα γεμίζουν την ζωή τους. Για παράδειγμα, ένας άντρας που δεν καταφέρνει να αγαπήσει μία γυναίκα – και τότε κυρίαρχη συναισθηματική θέση στη ζωή του καταλαμβάνει ένα σπορ, η δουλειά του, ή απλώς ένας σκύλος… Η αγάπη για μιαν αληθινή γυναίκα θα ήταν κάτι πολύ σοβαρό, με βαριές συνέπειες∙ έτσι κι αυτός προτιμά να μεταφέρει τα συναισθήματά του σε κάτι άλλο, έστω κι αν απέχει πολύ από εκείνο που πραγματικά επιθυμεί. Με αυτόν τον τρόπο βαδίζει δίπλα στη ζωή του.

Kathleen Kelley-Lainé, Ο Μικρός Κλέφτης Ιστοριών (Πήτερ Παν ή το θλιμμένο παιδί, εκδ. Αγρα)- απόσπασμα.

Ο καθρέπτης μες στον καθρέπτη

fensterkreuz

Ο κύριος αυτός αποτελείται μόνον από γράμματα του αλφαβήτου. Πλήθος γραμμάτων, εννοείται, ο αριθμός των γραμμάτων είναι αστρονομικός. Πάντως είναι μόνο γράμματα.

Από δω η φίλη του. Αυτή αποτελείται, όπως μπορεί ο καθένας να δει, από σάρκα και οστά. Και τι σάρκα! Χάρμα οφθαλμών, χαίρεσαι να τη βλέπεις, πόσο μάλλον να την αγγίζεις!

Τώρα πάνε κι οι δυο μαζί στο πανηγύρι. Στη βαρκούλα και στον τεράστιο τροχό που γυρίζει, όλα πήγαν καλά. Να όμως που φθάνουν μπροστά στο πάγκο της σκοποβολής. Πρόκειται βέβαια για έναν πάγκο σκοποβολής που διαφέρει από τους συνηθισμένους.

«Εξέτασε τον εαυτό σου!» λέει μια πινακίδα πάνω από τον πάγκο. Κι από κάτω οι κανόνες του παιχνιδιού. Είναι μόνο τρεις:

1. Κάθε βολή πετυχαίνει σίγουρα.

2. Για κάθε επιτυχία δίνεται μια βολή δωρεάν.

3. Η πρώτη βολή δεν χρεώνεται.

Ο άντρας με το χέρι του περασμένο γύρω από τους γοφούς της φίλης του, μελετά προσεκτικά τον κανονισμό. Στην αρχή δεν έδωσε σημασία, εκείνη όμως τον πίεσε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία. Θέλει να δει πως τα καταφέρνει εκείνος στη σκοποβολή.

Ο κύριος όμως δεν θέλει.

«Γιατί όχι, αγάπη μου; Τι σε πειράζει;»

Αυτό που τον πειράζει είναι ότι ο στόχος είναι κι αυτός ασυνήθιστος σαν όλα τ’άλλα σ’αυτό τον πάγκο. Πρέπει κανείς να πυροβολήσει τον ίδιο του τον εαυτό, δηλαδή την εικόνα του όπως φαίνεται μέσα στον καθρέφτη απέναντι. Και ο κύριος που αποτελείται από γράμματα δεν νιώθει αρκετά πραγματικός, ώστε να διακρίνει και μάλιστα τόσο τολμηρά ανάμεσα στον εαυτό του και στην αντανάκλασή του.

«Ή θα ρίξεις ή θα χωρίσουμε!» τον απειλεί στο τέλος θυμωμένη η φιλενάδα του.

Εκείνος κουνάει το κεφάλι. Τότε κι εκείνη φεύγει, πιασμένη στο μπράτσο ενός χασάπη, που καταλαβαίνει από σάρκα και οστά.

Ο κύριος μένει πίσω και την κοιτάζει. Κι όταν εκείνη χάθηκε πια ανάμεσα στο πλήθος και δεν την φτάνει με τη ματιά του, τότε διαλύεται κι αυτός σχηματίζοντας ένα μικρό σωρό κατάχαμα από πεζά και κεφαλαία γράμματα, που οι περαστικοί ποδοπατούν.

Θα μπορούσε θαυμάσια και να πυροβολήσει, έτσι δεν είναι;

Michael Ende, Ο Καθρέπτης μες στον Καθρέπτη – απόσπασμα.

*Πίνακας: Edgar Ende, Das Fensterkreuz.

[Ευχαριστώ: http://apospasma.tumblr.com/]

Ποτέ δεν θα τα καταφέρω

 

Εικόνα

 

Πόσες φορές τους άκουσα να προφέρουν αυτά τα λόγια∙ δεν ήταν παράπονο, ήταν διαπίστωση.

«Είμαι εξαντλημένος, δεν θα μπορέσω ν’ αντέξω ως τις διακοπές, να ξεπληρώσω το δάνειό μου πριν από την ημερομηνία λήξης, να τελειώσω το βιβλίο που γράφω, να ολοκληρώσω αυτόν τον πίνακα…Ποτέ δεν θα τα καταφέρω να γίνω καλός παίκτης του τένις, αυτό το καλοκαίρι πίστεψα για τα καλά πως με τίποτα δεν θα κατόρθωνα να κολυμπήσω μέχρι το μόλο, ποτέ δεν θα καταφέρω να καταλάβω τι γυρεύει η κόρη μου που κλειδώνεται με τις ώρες ακούγοντας μία μουσική για κρετίνους…Ποτέ δεν θα καταφέρω να σιχαθώ πραγματικά αυτόν τον τύπο που ωστόσο μου φέρθηκε άτιμα, ποτέ δεν θα καταφέρω να αισθανθώ αρμονικά μ’ αυτή τη γυναίκα, κι εντούτοις μου δίνει ευχαρίστηση, κι εγώ επίσης σ’ αυτήν, όμως αισθάνομαι ότι για εκείνη δεν είναι αυτό που επιθυμεί, όχι ακόμα τουλάχιστον, και για μένα δεν είναι ακριβώς αυτό…Ποτέ δεν θα καταφέρω να τελειώσω την ανάλυσή μου, ποτέ δεν θα καταφέρω τίποτα».

Να είναι απλώς και μόνο το παράπονο του γιου που δεν κατόρθωσε να κατακτήσει τη μητέρα του; Της κόρης που θα ήθελε τόσο πολύ να σαγηνεύσει τον πατέρα της; Αφού δεν κατάφερα αυτό, ποτέ δεν θα τα καταφέρω.

Τι πρέπει να καταφέρουμε; Ποια προσδοκία πρέπει να εκπληρώσουμε; Ποιον προσπαθούμε ακούραστα να ικανοποιήσουμε γνωρίζοντας ότι δεν θα το καταφέρουμε; Και ότι, αν το καταφέρναμε, θα τελείωναν όλα;

«Ποτέ δεν πρόκειται να συνηθίσω στην ιδέα ότι πληθυσμοί ολόκληροι δεν έχουν να φάνε κι ότι υπάρχουν παιδιά που πεθαίνουν από την πείνα ενόσω εμείς, εμείς γλεντοκοπάμε…Ποτέ μου δεν θα καταλάβω γιατί οι πιο πλούσιοι, οι πιο ισχυροί είναι και οι πιο άπληστοι για εξουσία και χρήμα…Και γιατί αυτοί οι επαναλαμβανόμενοι πόλεμοι, κι όλο αυτό το μίσος κι αυτό το πάθος της καταστροφής…Ποτέ μου δεν θα καταφέρω να καταλάβω αυτό τον κόσμο. Δεν θα καταλάβω ποτέ γιατί μας έριξε ο Θεός πάνω στη γη, αν είναι να μας κατακρημνίσει μέσα της ύστερα από λίγο».

Αν κατανοούσαμε τον κόσμο, δεν θα ήμαστε μέρος του, εμείς, οι ανίκανοι να κατανοήσουμε τον εαυτό μας.

 

J. B. Pontalis, Παράθυρα – απόσπασμα