Ένας θεραπευτής ακροβάτης

tethered-fulcrum

Μ.: Τι είναι η φυσιολογικότητα; Τι πάει να πει «να είσαι κανονικός»; Ποιος θα μας το πει; Εγώ θυμώνω κιόλας τώρα. Ποιος έχει τη δικαιοδοσία να πει τι είναι η normalité. Δεν έχει κανείς. Δηλαδή, άμα γίνεσαι καλά και μπαίνεις στην κανονικότητα, μήπως χάνεις πολλά πράγματα; Μήπως χάνεις τη διορατικότητά σου; Το ένστικτο; Την αγριάδα σου; Τον πεσιμισμό σου, που καμιά φορά κι ο πεσιμισμός έχει πολύ μεγάλη σημασία; Άμα δεις τους μεγάλους φιλοσόφους, είναι όλοι πεσιμιστές. Όλοι.

Φ.: Μια θεραπεία που σε υποχρεώνει να είσαι έτσι φυσιολογικός, δεν είναι θεραπεία.

Μ.: Το έχω δοκιμάσει από πρώτο χέρι. Κι ενώ γινόμουν καλά εξωτερικά, δηλαδή πήγαινα στην πισίνα, έβγαινα έξω για καφέ, κλπ., μέσα μου βαθιά ήμουνα πολύ δυστυχισμένη. Πολύ δυστυχισμένη. Ενώ έκανα «αυτό που έπρεπε», εντός εισαγωγικών. Η φυσιολογικότητα είναι μια ψεύτικη ιστορία. Εγώ δεν πιστεύω στη φυσιολογικότητα.

Φ.: Ισορροπίες τρόμου. Ακροβάτης και ισορροπιστής πρέπει να είναι ο θεραπευτής. Να μην υποκύπτει στον καθησυχασμό του ανούσιου και του μέσου όρου, αλλά και να μην υποθάλπει την έλξη των άκρων, της νύχτας και του σκοταδιού. Δύσκολο να είναι κανείς ακροβάτης.

Μαργαρίτα Καραπάνου – Φωτεινή Τσαλίκογλου, Μήπως; (εκδ. Ωκεανίδα) – απόσπασμα

Πίνακας: Steven Kenny, Tethered Fulcrum 

Ευτυχία είναι…

karapanou1

Μ.: Να ξυπνάς το πρωί και να ‘χεις την ανυπομονησία να πιεις τον πρωινό σου καφέ ανάβοντας ένα τσιγάρο, και να πεις μέσα σου: «Σήμερα τι θα κάνω;» Πιστεύω στην ευτυχία, Φωτεινή. Παρά τον παραλογισμό που μας περιβάλλει, ίσως μάλιστα και σε πείσμα του παραλογισμού, δεν θα σταματήσω να πιστεύω στην ευτυχία. Μόλις γίνομαι καλύτερα, μόλις η κατάθλιψη φεύγει μακριά, είμαι ευτυχισμένη. Ξυπνάω το πρωί, φτιάχνω τον καφέ μου, ανάβω το πρώτο μου τσιγάρο. Δεν θέλω τίποτ’ άλλο.

Φ.: Να μη θες τίποτ’ άλλο. Να έχεις την ικανότητα να απολαύσεις έναν πρωινό καφέ.

Μ.: Όσοι υπήρξαν δυστυχισμένοι κι είχαν πολλά εμπόδια να ξεπεράσουν, είναι ίσως πιο εύκολο να είναι ευτυχισμένοι. Γιατί ποτέ γι’ αυτούς δεν ήταν δεδομένα όσα ήταν για όλους τους άλλους. Και γι’ αυτό ένας καφές φτάνει.

Άμα αρχίζεις και αισθάνεσαι ευχαρίστηση με τον πρωινό καφέ, εξαπλώνεται αυτή η ευχαρίστηση σιγά σιγά σε πολλά πράγματα. Και σοβαρά και μη σοβαρά. Και δύσκολα και εύκολα. Επειδή υπήρξα πολύ άρρωστη, δεν έχω την αίσθηση της έλλειψης στη ζωή μου. Αυτό με κάνει ευτυχισμένη.

Φ.: «Μια ζωή δεν αξίζει τίποτα, αλλά τίποτα δεν αξίζει όσο μια ζωή». Το είπε ο Μαλρό και νομίζω τα λέει όλα αυτή η φράση.

Μ.: Καμία ζωή δεν πάει στράφι, Φωτεινή. Θα υπήρχαν και ωραίες στιγμές και στην πιο μαύρη ζωή. Γνώρισα στη Γαλλία μία γυναίκα ογδόντα πέντε χρονών που ζει έξω απ’ το Παρίσι και όλη τη μέρα τρέχει από δω, τρέχει από κει, γράφει γράμματα, είναι απασχολημένη λες κι είναι ο πρόεδρος Μπους. Κάτι κάνει όλη την ημέρα. Με μεγάλη της χαρά. Και είναι ογδόντα πέντε χρονών. Δεν τη νοιάζει ούτε ο θάνατος σχεδόν.

Φ.: Μόλις με βοήθησες, Μαργαρίτα, να δώσω μια απάντηση στο αφελές ερώτημα: «Τι είναι ευτυχία;» Ευτυχία είναι σχεδόν να μη φοβάσαι τον θάνατο.

Μαργαρίτα Καραπάνου – Φωτεινή Τσαλίκογλου, Μήπως; (εκδ. Ωκεανίδα) – απόσπασμα.