Μορφές Διαπροσωπικών Σχέσεων – Ερωτικές Σχέσεις

the-lovers-1928-1(1)

Η συντριπτική πλειονότητα των ενηλίκων επιδιώκει τη χαρά και την ευτυχία που προσφέρουν οι ερωτικές σχέσεις. Χαρακτηριστικό των σχέσεων αυτής της μορφής είναι ότι αρχικά αναπτύσσονται με πολύ ταχύ ρυθμό, ενώ με την πάροδο του χρόνου ο ρυθμός της αύξησης του ερωτικού συναισθήματος μειώνεται. Στις ερωτικές σχέσεις επικρατούν συναισθήματα συμπάθειας και στοργής, μεγάλη οικειότητα, έντονο ενδιαφέρον, υψηλή αυτοαποκαλυπτικότητα, αλλά κυρίως ισχυρή διέγερση και σεξουαλική έλξη μεταξύ των αλληλεπιδρώντων. Οι ερωτικές σχέσεις ωστόσο δεν κατακλύζονται πάντα από θετικά συναισθήματα. Το έντονο επίπεδο διέγερσης συχνά δημιουργεί στους ερωτευμένους άγχος, αγωνία, ανασφάλεια και έμμονες ιδέες (Hindy, Schwartz & Brodsky, 1989). Τα συναισθήματα αυτά όμως είναι δυνατόν να αυξήσουν ακόμα περισσότερο την ένταση του ερωτικού συναισθήματος. Το υψηλό επίπεδο διέγερσης των ερωτευμένων μπορεί να είναι το αποτέλεσμα της ερωτικής σχέσης, αλλά μπορεί να συνιστά και μία από τις βασικές αιτίες δημιουργίας της ερωτικής σχέσης. Πολλές μελέτες έχουν διαπιστώσει ότι όταν το επίπεδο διέγερσης των ατόμων (για οποιαδήποτε αιτία) είναι υψηλό και ταυτόχρονα στον ίδιο χώρο βρεθεί ένα ελκυστικό άτομο του αντίθετου φύλου, τότε οι πιθανότητες δημιουργίας ερωτικού συναισθήματος αυξάνονται δραματικά. Αυτό, σύμφωνα με τον Zillmann, οφείλεται στο γεγονός ότι συχνά οι άνθρωποι «μεταφέρουν τη διέγερση» που αισθάνονται για ένα αντικείμενο σε κάποιο άλλο αντικείμενο («excitation transfer»).

Οι διαρκείς σκέψεις και οι έμμονες ιδέες για το υποκείμενο της ερωτικής έλξης συμβάλλουν επίσης στην αύξηση των συναισθημάτων πάθους. Ο Tesser (1978) διατύπωσε την άποψη ότι όσο περισσότερο σκεπτόμαστε κάποιο θέμα, τόσο πιο ακραίες θέσεις διαμορφώνουμε γι’ αυτό. Οι Tesser και Paulus (1976), ερευνώντας τις «αυτοπροκαλούμενες αλλαγές» στα αισθήματα αγάπης, διαπίστωσαν ότι όσο περισσότερο οι ερωτευμένοι σκέπτονται τους συντρόφους τους, τόσο αυξάνεται το πάθος τους. Η αγάπη δυναμώνει τη σκέψη και η σκέψη την αγάπη. Με αυτό τον τρόπο συχνά η αγάπη μετατρέπεται σε πάθος και η σκέψη σε έμμονη ιδέα. Ο φαύλος κύκλος γίνεται εντονότερος όταν οι σύντροφοι γνωρίζουν λίγα ο ένας για τον άλλο ή όταν οι περιστάσεις τούς κρατούν χωριστά (Beach & Tesser, 1988). Ο Person (1988), αξιολογώντας τον ρόλο της σκέψης στα αισθήματα πάθους, διατύπωσε την άποψη ότι «ο έρωτας είναι δημιούργημα της φαντασίας». Πολλοί σημαντικοί ερευνητές των ανθρώπινων αισθημάτων υποστηρίζουν ότι οι υπάρχουσες διαφορές μεταξύ του έρωτα και της φιλίας πηγάζουν από το γεγονός ότι ο έρωτας συνεπαίρνει και ενεργοποιεί τη φαντασία (Aron, Dutton, Aron & Iverson, 1989). Η φυσική έλξη, ιδιαίτερα στην αρχή της ερωτικής σχέσης, ενισχύει τις πιθανότητες ανάπτυξης του ερωτικού συναισθήματος, ενώ θετικά επίσης δρουν η ταυτότητα των αντιλήψεων και των αξιών και η ομοιότητα στο νοητικό κυρίως επίπεδο. Η σεξουαλική έλξη στην αρχή της επαφής εκφράζεται ασυνείδητα και ανεξέλεγκτα μέσω της μη λεκτικής οδού, με διεύρυνση της κόρης των ματιών, ένταση του μυϊκού συστήματος του προσώπου και του σώματος, προσπάθεια μείωσης της απόστασης και αύξηση του ρυθμού των απτικών επαφών.

Για να διατηρηθούν όλες οι σχέσεις που περιλαμβάνουν υψηλά επίπεδα οικειότητας, χρειάζονται συχνή αλληλεπίδραση και μεγάλη προσπάθεια προσαρμογής. Στις ερωτικές σχέσεις όμως, επειδή η εξέλιξη είναι γρήγορη και σε μεγάλο βάθος, δεν υπάρχει αρκετός χρόνος για την απαραίτητη προσαρμογή στις προσωπικότητες των αλληλεπιδρώντων. Το αποτέλεσμα είναι η συχνή εμφάνιση έντονων συγκρούσεων, διαφωνιών και απογοητεύσεων. Αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι οι ερωτευμένοι πολλές φορές εξαρτώνται σχεδόν απόλυτα και αποκλειστικά ο ένας από τον άλλο για τις αμοιβές τους, τότε γίνεται κατανοητό το πάθος και η ένταση των συγκρούσεων και των απογοητεύσεων τις οποίες βιώνουν. Παρά ταύτα, οι συγκρούσεις στα ερωτευμένα ζευγάρια οδηγούν σε περαιτέρω αύξηση του επιπέδου διέγερσης, με αποτέλεσμα την επιπρόσθετη τόνωση των ερωτικών αισθημάτων. Έντονες συγκρούσεις παρουσιάζονται επίσης όταν υπάρχουν ισχυρή αλληλεξάρτηση και υψηλές μη ρεαλιστικές προσδοκίες στο ζευγάρι.

Όταν τα ζευγάρια αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα, η μη λεκτική τους συμπεριφορά διαταράσσεται σοβαρά. Στα συναισθηματικά καταπονημένα παντρεμένα ζευγάρια, οι σύντροφοι αδυνατούν εντελώς να κατανοήσουν τα μη λεκτικά σήματα που εκπέμπει ο ένας στον άλλο. Δεν είναι όμως γνωστό αν η έλλειψη κατανόησης της μη λεκτικής επικοινωνίας είναι η αιτία ή ένα από τα αποτελέσματα των συγκρούσεων ανάμεσα στο ζευγάρι. Η έλλειψη ευαισθησίας στα ζευγάρια που αντιμετωπίζουν προβλήματα συνεπάγεται τη μη ικανοποίηση των συναισθηματικών τους αναγκών και την ακόμα μεγαλύτερη αύξηση των εντάσεων και του στρες που βιώνουν (Gottman, Markman & Notarius, 1977). Οι άνδρες, περισσότερο από τις γυναίκες, όταν βρίσκονται κάτω από έντονο στρες, αντιμετωπίζουν πολύ σοβαρή δυσκολία στην κωδικοποίηση των συναισθημάτων των άλλων (Kahn, 1970). Τα συνήθη λάθη ανδρών και γυναικών στην αποκωδικοποίηση των μη λεκτικών μηνυμάτων διαφέρουν. Οι άνδρες πιο συχνά ερμηνεύουν τα θετικά ή ουδέτερα μηνύματα των συζύγων τους ως αρνητικά, ενώ αντίθετα οι γυναίκες ερμηνεύουν συχνότερα τα αρνητικά μηνύματα των ανδρών τους ως ουδέτερα ή θετικά (Gaelick, Bodenhausen & Wyer, 1985; Noller, 1991). Συχνά οι προθέσεις των ζευγαριών που βιώνουν έντονο στρες και αντιμετωπίζουν προβλήματα δεν διαφέρουν από εκείνες των ευτυχισμένων ζευγαριών. Ωστόσο δημιουργούνται συγκρούσεις μεταξύ τους διότι τα θετικά και, πολύ περισσότερο, τα ουδέτερα μηνύματα που εκπέμπουν οι άνθρωποι σε στρεσογόνες καταστάσεις ερμηνεύονται ως αρνητικά (Gottman, 1979). Τέλος, σε όλες τις περιπτώσεις των ζευγαριών που αντιμετωπίζουν προβλήματα, και οι δύο πλευρές υποστηρίζουν ότι η δική τους πρόθεση είναι θετικότερη από αυτή του συντρόφου τους.

Για την επίλυση των διαταραχών της μη λεκτικής επικοινωνίας στα ζευγάρια που αντιμετωπίζουν προβλήματα, απαιτείται θεραπευτική παρέμβαση, καθ’ όσον η σωστή αποκωδικοποίηση και κατανόηση των μη λεκτικών σημάτων μεταξύ των συντρόφων είναι θεμελιώδους σημασίας. Πολύ σημαντικό είναι επίσης, όταν οι άνθρωποι παρερμηνεύουν τις προθέσεις των συντρόφων τους, να μάθουν να παραδέχονται τα λάθη τους και να ζητούν συγγνώμη γι’ αυτά. Η μείωση της έντασης των αρνητικών αντιδράσεων αποτελεί έναν ακόμα στόχο των θεραπευτών που ασχολούνται με τα προβλήματα των ζευγαριών. Με μικρή εξάσκηση το ζευγάρι μαθαίνει να ερμηνεύει και να συγκεντρώνεται στα θετικά στοιχεία. Τέλος, η μειωμένη έκφραση των θετικών συναισθημάτων είναι ένα πρόβλημα το οποίο μπορεί εύκολα να βελτιωθεί με την κατάλληλη θεραπεία. Η βελτίωση της ικανότητας έκφρασης είναι ουσιαστικής σημασίας διότι βοηθά όχι μόνο τη σχέση των θεραπευόμενων ως ζεύγους, αλλά και τον κάθε σύντροφο χωριστά σε όλους τους τομείς της ζωής τους.

Προσαρμογή από το βιβλίο της Ε. Παπαδάκη-Μιχαηλίδη, Η Σιωπηλή Γλώσσα των Συναισθημάτων – Η μη λεκτική επικοινωνία στις διαπροσωπικές σχέσεις (εκδ. Πεδίο) – απόσπασμα.

R. Magritte, The Lovers I

Η μη λεκτική επικοινωνία

Dealing With Cheating

Το ολικό νόημα μιας δυαδικής επικοινωνίας μεταφέρεται μόνο κατά το 1/3 μέσω της λεκτικής οδού και κατά τα 2/3 μέσω της μη λεκτικής οδού – R.L. Birdwhistell (1970)

Από το σύνολο των μηνυμάτων που ανταλλάσσονται στις στενές διαπροσωπικές σχέσεις, το 7% γίνεται μέσω της λεκτικής οδού, το 38% μέσω της φωνητικής οδού και το 55% μέσω της λοιπής μη λεκτικής οδού – A. Mehrabian (1971)

Το 90% της διαπροσωπικής επικοινωνίας διεξάγεται μέσω της μη λεκτικής οδού – G. R. Wainwright (1992)

Τι είναι η μη λεκτική επικοινωνία και πώς επιτυγχάνεται; Η μη λεκτική επικοινωνία είναι η διαδικασία μέσω της οποίας ένα άτομο επηρεάζει τη συμπεριφορά, τη νοητική κατάσταση ή τα συναισθήματα κάποιου άλλου, χρησιμοποιώντας ένα ή περισσότερα μη λεκτικά κανάλια. Όλες οι πηγές μετάδοσης πληροφοριών και συναισθημάτων, εκτός του λόγου, αποτελούν τα κανάλια της μη λεκτικής επικοινωνίας. Σύμφωνα με τους Richmond, McCroskey και Payne (1991), η ολική επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων επιτυγχάνεται μεταδίδοντας το γνωστικό μέρος μέσω της λεκτικής οδού και το συναισθηματικό ή συγκινησιακό μέρος της επικοινωνίας μέσω της μη λεκτικής οδού. Επομένως, η σωστή χρήση της μη λεκτικής επικοινωνίας είναι ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία για την κοινωνική επιτυχία και ιδιαίτερα την επιτυχία των διαπροσωπικών σχέσεων.

Τα μη λεκτικά μηνύματα στους ανθρώπους εκπέμπονται από τρεις βασικές πτυχές. Η πρώτη πηγή είναι η γενική εντύπωση που δημιουργεί το ίδιο το άτομο στους άλλους ανθρώπους. Η γενική εντύπωση του ατόμου σχηματίζεται από την εμφάνιση του σώματός του, τις εκφράσεις του προσώπου του, το βλέμμα του, τις χειρονομίες που κάνει, τις κινήσεις, τον προσανατολισμό και τη στάση του σώματός του, τις αντιδράσεις του στη σωματική επαφή, το μέγεθος του ζωτικού του χώρου, την ενδυμασία του, τη μυρωδιά του σώματός του και άλλα. Η γενική εμφάνιση δίνει, με την πρώτη ματιά, πολλές πληροφορίες για το φύλο, την ηλικία, το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, καθώς και την προσωπικότητα, τον συναισθηματικό κόσμο και τις διαθέσεις του ατόμου. Η δεύτερη πηγή μη λεκτικών σημάτων εντοπίζεται στα μη λεκτικά στοιχεία του λόγου, όπως τον τόνο, τη σταθερότητα, την ένταση και την αλλοίωση της φωνής, την ταχύτητα ροής του λόγου, τις παύσεις, την προφορά και τους διάφορους ήχους εκτός των λέξεων. Η κατηγορία αυτή της μη λεκτικής επικοινωνίας καλείται και «φωνητική επικοινωνία». Τέλος, η τρίτη πηγή αφορά τα μη λεκτικά μηνύματα που μεταδίδονται από το χώρο στον οποίο ο άνθρωπος εργάζεται, διασκεδάζει ή απλώς συχνάζει, και πολύ περισσότερο από το χώρο στον οποίο κατοικεί και, κατά συνέπεια, διαμορφώνει σύμφωνα με τις προτιμήσεις του. Η αρχιτεκτονική και η διακοσμητική του χώρου, τα έπιπλα, ο φωτισμός, τα χρώματα, ακόμα και οι μυρωδιές του περιβάλλοντος του ατόμου, αποτελούν μέρος της μη λεκτικής επικοινωνίας του. Τα στοιχεία αυτά του χώρου επηρεάζουν έντονα τις διαθέσεις των ανθρώπων και συμβάλλουν στη διαμόρφωση των πρώτων αλλά ισχυρών εντυπώσεων.

Τα μη λεκτικά μηνύματα τα οποία μεταδίδονται από τον ίδιο τον άνθρωπο κατατάσσονται σε τρεις διαφορετικές κατηγορίες, ανάλογα με το βαθμό συνείδησης και ελέγχου που ασκούν επάνω τους τόσο εκείνοι που τα μεταδίδουν όσο και αυτοί που τα λαμβάνουν. Στην πρώτη κατηγορία κατατάσσονται τα μη λεκτικά σήματα, για την εκδήλωση και την επιρροή των οποίων ούτε ο δότης ούτε ο λήπτης έχουν οποιαδήποτε επίγνωση ή έλεγχο. Κλασικό παράδειγμα ασυνείδητου μη λεκτικού σήματος αποτελεί η διεύρυνση της κόρης των ματιών στα άτομα τα οποία είναι σεξουαλικά ερεθισμένα (δότες). Ασυνείδητη είναι επίσης η σεξουαλική έλξη την οποία προκαλούν τα άτομα με τις διευρυμένες κόρες στους λήπτες του μη λεκτικού αυτού σήματος. Όταν μεταδίδονται τα ασυνείδητα μη λεκτικά σήματα, επηρεάζεται η νοητική και η συναισθηματική κατάσταση του δότη αλλά και του λήπτη, χωρίς οι ίδιοι να μπορούν να το ελέγξουν και χωρίς να γνωρίζουν το γιατί. Σε αντίθεση με τα ζώα, στους ανθρώπους ένα πολύ μικρό κομμάτι της μη λεκτικής επικοινωνίας εκδηλώνεται αποκλειστικά στο ασυνείδητο επίπεδο. Στην πλειονότητά τους τα ανθρώπινα μη λεκτικά μηνύματα υπάγονται στη δεύτερη κατηγορία, η οποία περιλαμβάνει τα σήματα που μεταβιβάζονται και ερμηνεύονται κατά ένα μέρος συνειδητά και κατά ένα μέρος ασυνείδητα. Για παράδειγμα, είναι γνωστό ότι το ντύσιμο ενός ατόμου επηρεάζει τη στάση των άλλων απέναντί του, χωρίς όμως να είναι ακριβώς γνωστό το πώς και το γιατί. Τέλος, υπάρχουν μη λεκτικά σήματα τα οποία είναι πλήρως συνειδητά και ελεγχόμενα, όπως, για παράδειγμα, οι υποδείξεις που γίνονται με το δείκτη του χεριού κατά τη διάρκεια της ομιλίας.

[…]

Όταν οι άνθρωποι βρίσκονται κάτω από συναισθηματικές πιέσεις και προσπαθούν να ελέγξουν τις αυθόρμητες εκδηλώσεις τους, εμφανίζονται παρά τη θέλησή τους οι λεγόμενες «διαρροές της αλήθειας», οι οποίες αποκωδικοποιούνται σχετικά εύκολα από τους έμπειρους λήπτες. Οι διαρροές της αλήθειας περιλαμβάνουν αντιδράσεις όπως η ένταση των μυών, ο τρόμος [τρέμουλο] των χεριών, η αστάθεια της φωνής, το κοκκίνισμα του προσώπου, ο υπερβολικός ιδρώτας και άλλα, και φανερώνουν, παρά τη θέληση του ατόμου, την πραγματική συναισθηματική κατάσταση.

Οι Feldman, Philippot και Custrini (1991) επισήμαναν ότι υπάρχουν τρεις διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους μπορεί να διαρρεύσει η αλήθεια και επομένως να διαπιστωθεί η προσπάθεια απάτης. Πρώτον, όταν οι άνθρωποι επιχειρούν απάτη, οι κινήσεις τους δεν είναι αυθόρμητες και χαλαρές αλλά προγραμματισμένες, τεταμένες και ύποπτες. Δεύτερον, όταν οι άνθρωποι επιχειρούν να εξαπατήσουν λέγοντας ψέματα, βιώνουν άγχος και ενοχές – και μάλιστα ενοχές μεγέθους ανάλογου με τις συνέπειες του ψέματος το οποίο εκφράζουν. Το άγχος όμως και οι ενοχές παράγουν ειδικές αντιδράσεις, όπως οι νευρικές κινήσεις στα δάχτυλα, το παιχνίδι με τα μικρά αντικείμενα, το δάγκωμα των νυχιών, των μολυβιών και άλλων αντικειμένων. Από τις εκδηλώσεις αυτές οι παρατηρητές μπορούν να συμπεράνουν τη νευρικότητα και επομένως την απόπειρα εξαπάτησης. Τέλος, οι άνθρωποι στην προσπάθειά τους να κρύψουν την αλήθεια, δεν καταφέρνουν να ελέγχουν όλα τα μη λεκτικά κανάλια επικοινωνίας ταυτόχρονα και εξίσου καλά, οπότε, όταν επιχειρείται προβολή των υποκριτικών αισθημάτων, τα πραγματικά αισθήματα «διαρρέουν» μέσω διαφορετικών καναλιών. Για παράδειγμα, όταν κάποιος αισθάνεται άσχημα ή αμήχανα και δεν θέλει να το φανερώσει, μπορεί να χαμογελά και ταυτόχρονα να κουνά νευρικά το κάτω μέρος του ποδιού του. Η ασυνέπεια αυτή της συμπεριφοράς διαγιγνώσκεται επίσης πολύ εύκολα από τους έμπειρους λήπτες.

Η λεγόμενη «διαίσθηση» δεν είναι άλλη από την ικανότητα λεπτομερούς αποκωδικοποίησης της μη λεκτικής συμπεριφοράς (Pease, 1981). Όταν λέμε ότι διαισθανόμαστε πως κάποιος λέει ψέματα, απλώς ερμηνεύουμε τις νευρικές και αγχώδεις κινήσεις του, ή αποκωδικοποιούμε την ασυνέπεια που υπάρχει μεταξύ των μη λεκτικών του καναλιών είτε μεταξύ της λεκτικής και της μη λεκτικής του επικοινωνίας. Συχνά ο «διαισθητικός δάσκαλος» σταματά την παράδοση του μαθήματός του διότι «διαισθάνεται ότι κάτι δεν πάει καλά». Αυτό σημαίνει ότι τα μη λεκτικά μηνύματα που παίρνει από το ακροατήριο τον ειδοποιούν ή ότι δεν γίνεται κατανοητός ή ότι το ακροατήριο δεν συμφωνεί με τα λεγόμενά του ή ότι απλώς το ακροατήριο έχει βαρεθεί ή έχει κουραστεί. Σε γενικές γραμμές, οι γυναίκες είναι περισσότερο ευαίσθητες από τους άνδρες στη σύλληψη και την αποκρυπτογράφηση των λεπτομερειών της μη λεκτικής επικοινωνίας. Αυτό στην καθημερινή διάλεκτο αναφέρεται ως «γυναικεία διαίσθηση». Η ικανότητα αυτή των γυναικών είναι εντονότερη σε όσες έχουν αναθρέψει παιδιά, διότι κατά την περίοδο κατά την οποία το βρέφος στερείται παντελώς της λεκτικής οδού, η μητέρα αναγκάζεται να στηριχθεί αποκλειστικά στα μη λεκτικά σήματα προκειμένου να κατανοήσει και να ικανοποιήσει τις ανάγκες του. Με αυτό τον τρόπο οι μητέρες ασκούν εντατικά τις ικανότητές τους στην αποκωδικοποίηση των μη λεκτικών σημάτων.

Είναι ανόητο να υποτιμάμε τα συμπεράσματα τα οποία βγαίνουν από την εμφάνιση των ανθρώπων. Το πραγματικό μυστήριο αυτού του κόσμου βρίσκεται στο ορατό και όχι στο αόρατο. – Oscar Wilde 

Ε. Παπαδάκη – Μιχαηλίδη, Η Σιωπηλή Γλώσσα των Συναισθημάτων – Η μη λεκτική επικοινωνία στις διαπροσωπικές σχέσεις (Εκδ. Πεδίο), απόσπασμα