Η ωραία τρέλα του γαμήλιου έρωτα

bruckner19

Η υπερβολή της εποχής μας συνοψίζεται στο άπιαστο όνειρο: όλα σε ένα ή τα θέλω όλα. Ένα και μοναδικό πλάσμα πρέπει να συμπυκνώνει όλες μου τις προσδοκίες. Ποιος μπορεί να ανταποκριθεί σε τέτοια απαίτηση; Η ιλιγγιώδης αύξηση των διαζυγίων στην Ευρώπη δεν οφείλεται στον εγωισμό μας αλλά στον ιδεαλισμό μας: είναι αδύνατο να ζήσουμε μαζί, απέναντι στο είναι δύσκολο να μείνουμε μόνοι. Τα ζευγάρια διαλύονται όχι από απογοήτευση, αλλά από υπερβολική ιδέα για τον εαυτό τους. Από τον έρωτα δεν μένει παρά «το κεραυνοβόλο βλέμμα του θεού» (Αντρέ Μπρετόν) κι αυτό είναι το πρόβλημα. Παραφορτώνουμε το καράβι, το επενδύουμε με τόσες ελπίδες, ώστε τελικά ναυαγεί. Δεν υποφέρουμε από έλλειψη συναισθημάτων αλλά από υπερβολική ανάγκη για συναισθήματα.

Πιστεύω ακόμα στον μεγάλο έρωτα, ακούμε να λέμε. Όμως δεν έχει νόημα να πιστεύουμε σε μία αφηρημένη έννοια, όσο αξιοθαύμαστη κι αν είναι, καλύτερα να πιστεύουμε στα άτομα, τα ευάλωτα και ατελή άτομα. Αγαπώντας τον έρωτα καταλήγουμε στην εξιδανίκευσή του. Κάποτε αποκλεισμένος από τον γάμο, ο έρωτας-αίσθημα διαλύθηκε εκ των έσω προτού μπει σε κίνδυνο από τις υπερβολικές φιλοδοξίες – η βουλιμία του σηματοδοτεί και την απώλειά του. Από τότε που αφαιρέθηκαν τα εμπόδια που τον τροφοδοτούσαν με το να τον φρενάρουν, είναι υποχρεωμένος να βρει μόνος του τα μέσα για να ανανεωθεί. Πεθαίνει, όχι από τα εμπόδια που συναντά, αλλά από την εύκολη επιτυχία του. Λένε ότι το πάθος είναι ακαταμάχητο: πράγματι, αντιστέκεται σε όλα εκτός από τον ίδιο του τον εαυτό. Η αρχαία τραγωδία αντέτασσε μια αδύνατη ένωση στη σκληρή τάξη των πραγμάτων – η σύγχρονη τραγωδία είναι ο έρωτας που σκοτώνει τον εαυτό του, που πεθαίνει επειδή νικά. Η ελευθερία του τού επιτρέπει να φθάνει στο απόγειό του και να παρακμάζει. Ποτέ οι ερωτικές μας ιστορίες δεν ήταν τόσο βραχύβιες, ποτέ δεν έφταναν τόσο νωρίς στο κρεβάτι και στη συμβίωση, εφόσον δεν υπάρχουν πια εμπόδια. Η δυστυχία μας δεν οφείλεται πια στην έλλειψη, οφείλεται στον κορεσμό.

Πρόκειται για μια ευρέως διαδεδομένη ασθένεια: η δαιμονική αναζήτηση του ερωτικού αντικειμένου που απογοητεύει και αντικαθίσταται από ένα άλλο, το οποίο με τη σειρά του επισκιάζεται από ένα τρίτο, ένα τέταρτο, μία σειρά από φλόγες που τρεμοσβήνουν κι ύστερα χάνονται για πάντα. Ενθουσιαζόμαστε, ψυχραινόμαστε, δεν είμαστε ποτέ ικανοποιημένοι. Κάθε φορά υπερτιμάμε τα συναισθήματά μας, νιώθουμε ψευτοερωτοχτυπημένοι – όπως γράφει ο Σταντάλ, «πιστεύουμε ότι αγαπάμε κάποιον για όλη μας τη ζωή στη διάρκεια μίας και μοναδικής βραδιάς». Η αδελφή ψυχή δεν είναι ποτέ αρκετά ωραία, έξυπνη, σέξι, όλοι οι υποψήφιοι είναι καταδικασμένοι σε αποτυχία. Ο πρίγκιπας ήταν λοιπόν ένας τιποτένιος, η σεξοβόμβα μία ψυχρή νευρωτική, μία μέγαιρα. Αυτή είναι η κόλασή μας, αντίβαρο της προόδου: δεν μπορούμε να ερωτευτούμε άνδρες ή γυναίκες στο ύψος των προσδοκιών μας, επειδή οι προσδοκίες μας είναι μη ρεαλιστικές.

Έτσι, φτάνουμε στη μοναξιά. Μετά τα τριάντα, αντί να βρούμε το ονειρεμένο πλάσμα, καθόμαστε μπροστά στην τηλεόραση και μασουλάμε πρόχειρα φαγητά περιμένοντας να χτυπήσει το τηλέφωνο. Γι’ αυτό και πολλαπλασιάζονται οι μοναχικές και πονεμένες ψυχές στο διαδίκτυο, που συμμετέχουν σε μία αγορά «δεύτερο χέρι»: χωρισμένοι και ξαναπαντρεμένοι κάμποσες φορές «ερωτεύονται» έναν άγνωστο και είναι έτοιμοι να κάνουν τα ίδια λάθη, τις ίδιες εξωφρενικές επιλογές […]

Θα πεθαίνατε για κάποιον που αγαπάτε; Το ζήτημα όμως δεν μπαίνει έτσι, κυρίως πρέπει να είμαστε πρόθυμοι να ζήσουμε με κάποιον, όχι να πεθάνουμε. Η ρουτίνα της καθημερινότητας συνεπάγεται τη συνέπεια της κάθε στιγμής και κάνει ανώφελη την εξονυχιστική εξέταση της κάθε χειρονομίας, της κάθε ακραίας ή τυχαίας κίνησης. Κάποτε η συναισθηματική αγωγή συνίστατο στην αποφυγή της απογοήτευσης: έπρεπε να βρούμε το δρόμο μας στους μαιάνδρους της καρδιάς, να μην παραδοθούμε στις παρορμήσεις, να αντιμετωπίσουμε τις χίμαιρες της νιότης και να επιλέξουμε ένα πνευματικό και ηθικό δρομολόγιο. Όλη η φιλολογία μάς διδάσκεια, αντιθέτως, πώς να ανασκαλεύουμε τη φωτιά, πώς να φλεγόμαστε…Ανατροπή σε σχέση με την κλασική εποχή: η κλασική εποχή φοβόταν τα μεγάλα πάθη, που προκαλούν δυστυχία – εμείς φοβόμαστε τη χλιαρότητα…Στην πραγματικότητα, δεν φοβόμαστε πια την αναρχία της συμπεριφοράς, αλλά την εξάλειψη των συγκινήσεων. Αυτό που επιζητούμε είναι το πάθος – ποιητικό, ευτυχισμένο – χωρίς τις μοιραίες του συνέπειες.

Pascal Bruckner, Το παράδοξο του έρωτα (εκδ. Πατάκη) – απόσπασμα

Η δαγκωματιά

Gustav_Klimt_016

Μ.: Ένας φόνος μ’ έχει κάνει να ανατριχιάσω όσο και η αυτοκτονία της Άννας Καρένινα. Τον περιγράφει ο Εμίλ Ζολά στο βιβλίο του Τερέζ Ρακέν, όπου ο Λοράν, ένας νέος άντρας, τα φτιάχνει με την Τερέζ και μαζί αποφασίζουν να σκοτώσουν τον άντρα της. Το σεξουαλικό πάθος κυριεύει τους ήρωες, τους διαλύει το νευρικό σύστημα και δεν ξέρουν πια τι κάνουν. Η Τερέζ, ο άντρας της και ο Λοράν νοικιάζουν ένα κανό, μια βάρκα, στον Σηκουάνα. Κι όταν πάνε μακριά όπου δεν υπάρχουν άλλες βάρκες, ο Λοράν τον πιάνει – ο Λοράν είναι πολύ δυνατός, ο άλλος είναι καχεκτικός, πάντα άρρωστος ο κακομοίρης και πολύ μικρόσωμος – και φραπ, τον ρίχνει στον Σηκουάνα. Τη στιγμή όμως που πάει να τον ρίξει, ο σύζυγος του δίνει μία φοβερή δαγκωματιά στον λαιμό και μαζί κόβει ένα κομμάτι κρέας. Αυτή η πληγή θα είναι πάντα για τον Λοράν η μνήμη του φόνου. Διότι αυτή η πληγή τον πονάει συνέχεια – ό,τι και να κάνει, ό,τι φάρμακο και να βάλει, αυτή η πληγή μένει έτσι. Η πληγή είναι η θύμηση του φόνου. Και τους πιάνουν ενοχές μόνο απ’ αυτή την πληγή που είναι πάντα εκεί. Δεν φεύγει ποτέ. Στο τέλος του βιβλίου αλληλοσκοτώνονται ο Λοράν και η Τερέζ με δηλητήριο. Κι εξηγεί ο Ζολά μ’ έναν ασύλληπτο τρόπο πώς το πάθος μπορεί να μεταστραφεί σε μίσος, τόσο μεγάλο, όσο είναι και το πάθος. Αυτή η πληγή θα μου μείνει αξέχαστη στα χρονικά των φόνων. Είναι η παρουσία, για μένα, του θεού. Ο Ζολά είναι μεγάλος συγγραφέας, γιατί μιλάει συνεχώς για αυτή την πληγή κι όχι για τις ενοχές. Η πληγή είναι οι ενοχές. Αντικειμενοποιείται και σωματοποιείται η ενοχή. Η μνήμη είναι η πληγή. Κι αυτός πονάει πολύ. «Είναι σαν να με δάγκωσε τώρα. Δεν μπορώ να απαλλαγώ απ’ αυτόν τον πόνο», λέει κάπου ο Λοράν. Αυτός ο φόνος, για μένα, είναι μία από τις κορυφαίες στιγμές της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Πώς μεταστρέφεται ξαφνικά αυτός ο έρωτας και γίνεται μίσος; Από μια δαγκωματιά. Πιστεύω πως αν δεν τον δάγκωνε θα ‘χανε μείνει μαζί μια χαρά, αλλά το σημάδι είναι εκεί, στον λαιμό. Και πιστεύω πολύ στα τεκμήρια, τα σωματικά τεκμήρια – πολύ περισσότερο απ’ τα ψυχικά. Είναι εκεί για να σε κάνουν να θυμάσαι. Και η ψυχική ασθένεια κάπου γίνεται σωματική, η αρρώστια εκφράζεται σαν πόνος του σώματος. Το σώμα πονάει, δεν αντέχει το ψυχολογικό υπόβαθρο.

Φ.: Το σώμα πονάει και θυμάται κιόλας. «Οι υστερικοί πάσχουν από αναμνήσεις», έλεγε ο Φρόιντ. […] Ο Λοράν κινδυνεύει να τρελαθεί.

Μ.: Ο Λοράν στο τέλος του βιβλίου είναι πράγματι τρελός. Ένα βράδυ μες στην απελπισία του και αφού έχουν ήδη κρυφά ετοιμάσει τα δηλητήρια για να τα δώσει ο ένας στον άλλο, κάνουν έρωτα. Και χωρίς να το καταλάβει, η Τερέζ φιλάει την πληγή. Οπότε ο Λοράν απ’ τον πόνο και την αηδία, ποιος ξέρει τι αισθάνθηκε εκείνη την ώρα, σηκώνεται όρθιος σε κατάσταση υστερίας. Κι αυτή το ίδιο. Λίγο μετά αλληλοδηλητηριάζονται. Όταν δίνεται αυτό το φιλί πάνω στην πληγή.

Φ.: Το φιλί: Απέχθεια, πόνος, έλξη, κόλαση, παράδεισος, καταστροφή. Όλα μαζί σ’ ένα φιλί.

Μ.: Το φιλί είναι πιο σημαντικό απ’ το σεξ.

Φ.: Ο υπέροχος πίνακας του Κλιμτ «Το φιλί».

Μ.: Το φιλί, για μένα, είναι η αρχή και το τέλος της σεξουαλικής εμπειρίας.

Φ.: Γι’ αυτό και οι ιερόδουλες δεν θέλουν…επιτρέπουν να τους κάνεις τα πάντα αλλά όχι φιλί. Γιατί εκεί νιώθουν ότι υπάρχει κάτι το πολύ ιδιωτικό, το μόνο που μένει για να διαφυλάξουν.

Μ.: Η πληγή του Λοράν κάθε μέρα γινότανε πιο κόκκινη, πιο άγρια και τον πονούσε πιο πολύ.

Φ.: Πόσοι άνθρωποι, Μαργαρίτα, ταλαιπωρούνται από φανταστικές δαγκωματιές που νομίζουν ότι έχουν πάνω στο σώμα τους; Πόσοι άνθρωποι βασανίζονται από το ίχνος ενός κακού, που όμως δεν έχουν ποτέ διαπράξει; Ένας νεαρός μου ‘λεγε: «Νιώθω σαν να φταίω συνέχεια. Από μικρό παιδί σαν να ‘χω κάνει κάτι κακό. Δεν ξέρω τι είναι αυτό το κακό, το λάθος». Πόσοι άνθρωποι ζουν σαν να ‘χουν διαπράξει έναν ανύπαρκτο φόνο; Ζούνε σαν με μια δαγκωματιά. Υποφέρουν από το αόρατο ίχνος μιας ενοχής. Δεν υπάρχει σημάδι στον λαιμό. Καμιά δαγκωματιά. Κι όμως είναι σαν να βρίσκεται εκεί. Πώς να επουλωθεί μία πληγή που δεν αφήνει ίχνος; Ενοχή της γέννησης, ενοχή των αιμομικτικών επιθυμιών. Δεν αναφέρομαι σ’ αυτά, Μαργαρίτα. Σ’ ένα μικρό κόκκινο σημάδι στον λαιμό αναφέρομαι μόνο, που δεν αντιστοιχεί σε τίποτα και βρίσκεται πάντα εκεί. Κόκκινο. Αμετάβλητα κόκκινο. Το ίχνος από ένα λάθος που ποτέ δεν διαπράχθηκε. Και με μικρές δόσεις κάθε μέρα, λίγο λίγο αυτό το υποτιθέμενο λάθος σε εμποδίζει να ζήσεις και με μικρές δόσεις, μικρούς καθημερινούς θανάτους, δηλητηριάζει τα κύτταρά σου, σε οδηγεί στην τελική καταστροφή. Γι’ αυτούς τους αθώους ένοχους λυπάμαι, Μαργαρίτα. Όχι για τον Λοράν. Τουλάχιστον αυτός κατάφερε να ζήσει ένα μεγάλο πάθος πριν απ’ το τέλος. Κατάφερε να είναι πραγματικό κι όχι συμβολικό το θύμα του. Ο φόνος έγινε στ’ αλήθεια. Αληθινή ήταν και η ηδονή που ένιωσε από το παράνομο πάθος. Αλίμονο στους άλλους, Μαργαρίτα. Σ’ αυτούς που θα πεθάνουν στερημένοι από την ηδονή της αμαρτίας και του πάθους. Ένοχοι και μη εξαγνισμένοι.

Μ. Καραπάνου – Φ. Τσαλίκογλου, Μήπως; (Εκδ. Ωκεανίδα) – απόσπασμα