Η κοιμωμένη

sleepingwoman

 

Πόσο θα ήθελα να ήμουν ικανός να εγκωμιάσω ως ποιητής τον ύπνο και, ακόμα περισσότερο, την κοιμωμένη, εκείνην που εγκαταλείπεται στον ύπνο σ’ ένα κρεβάτι μετά τον έρωτα, σ’ ένα λειμώνα μετά το θερισμό. Αυτή η ήρεμη εγκατάλειψη προέρχεται άραγε από τη βεβαιότητα ότι δεν πρόκειται να εγκαταλειφθεί ποτέ; Από την αναμονή ενός θαύματος συνώνυμου της πληρότητας; Και εννοώ τη Μαρκησία του Ο. Από τα μυστικά που φυλάει μέσα της; Και εννοώ την Αλμπερτίν, την κοιμωμένη «την περίκλειστη στο σώμα της», που έχει γίνει «σαν φυτό».

Πόσο λυπάμαι που έχασα την έκθεση ζωγραφικής η οποία οργανώθηκε, νομίζω, πριν από λίγο  καιρό στο Λονδίνο και είχε ως θέμα της τον ύπνο. Ζωγραφίζοντας αυτό που κοιμάται κι αυτό που, τότε, ξυπνάει εντός μας.

Πώς τους λυπάμαι, τους θεωρώ βαριά άρρωστους, εκείνους τους άντρες – πρόκειται μόνιμα για άντρες – που διατείνονται ότι ο ύπνος είναι χάσιμο χρόνου! «Το ένα τρίτο της ήδη συντομότατης ζωής μας μάς το υποκλέπτει ο ύπνος, μας αποστερεί από ό,τι θα μπορούσαμε να κάνουμε σ’ αυτή τη χρονική διάρκεια η οποία δεν χρησιμεύει σε τίποτα.»

Πόσο υποφέρω με αυτούς που πάσχουν από αϋπνίες, άλλοι τη νύχτα κι άλλοι την ημέρα. Γιατί υπάρχουν και οι άυπνοι της ημέρας, οι επικεντρωμένοι αποκλειστικά στο πρόγραμμά τους, οι ανίκανοι να ονειρευτούν, αυτοί που τρελαίνονται αν οτιδήποτε ξεφύγει από τον έλεγχό τους. Όσο για τους άυπνους της νύχτας, που κατατρώγονται από τις έγνοιές τους – και όλα γι’ αυτούς γίνονται έγνοιες -, νομίζουν πως είναι οξυδερκείς, πεπεισμένοι πως βλέπουν την πραγματικότητα όπως ακριβώς είναι, στερημένη νοήματος, κακιά, θανατηφόρα, ενόσω παραγνωρίζουν μέσα στο μίσος τους για τη ζωή, για τους άλλους και για τον εαυτό τους, ότι η πραγματικότητα, όπως ο έρωτας, είναι προς ανακάλυψη κι ότι ο καθένας είναι προικισμένος με την ικανότητα αυτή, εκτός, προφανώς, από όσους πάσχουν από αϋπνίες.

Πόσο μάταιο βρίσκω το διάλογο που αντιπαραθέτει στην (παράδοξη) φροϋδική διατύπωση «το όνειρο είναι ο φύλακας του ύπνου» την αντίληψη (της κοινής λογικής) «ο ύπνος είναι ο φύλακας του ονείρου».

Πώς αρνούμαι να δω στον ύπνο έναν πρόδρομο του θανάτου. Αντιθέτως, τιμώ τον Ύπνο, τον θεωρώ έναν θεό που μας ξυπνάει, μας κάνει να γεννηθούμε στη ζωή.

Ύπνε, πολυαγαπημένε μου, μη με λησμόνει! λέει η κοιμωμένη.

 

J. – B. Pontalis, Παράθυρα (εκδ. Εστία)

Πίνακας: Henri Matisse “Young woman sleeping in a Rumanian blouse”, 1939.

Τρόποι Ανάγνωσης

Pontalis

Ποτέ δεν σταματάμε να διαβάζουμε, ιδίως εμείς οι κάτοικοι των πόλεων, ακόμα κι αν δεν ανοίγουμε βιβλίο, ακόμα κι αν δεν αγοράζουμε εφημερίδες: ονόματα δρόμων, καταστημάτων, διαφημιστικά πανό, φανάρια στις διασταυρώσεις, σήματα οδικής κυκλοφορίας, κ.λ.π. Καλούμαστε να είμαστε απλώς και μόνον αναγνώστες σημείων. Ο σύγχρονος κόσμος, ο κόσμος των πόλεων, κατοικείται από σημεία στα οποία ανταποκρινόμαστε. Αναστάτωση όποτε αγνοούμε τι σημαίνουν (σ’ ένα ταξίδι στο εξωτερικό, για παράδειγμα) ή όποτε είναι ακαθόριστα κι εξαναγκαζόμαστε να τα ερμηνεύσουμε.

Στην ερωτική κατάσταση, στην υπερδιέγερση της ζήλιας, καραδοκούμε για τα σημεία (Προυστ, Αλαίν). Θέλουμε να ξέρουμε, να ξέρουμε τι μας περιμένει. Προσπαθούμε να διαβάσουμε ένα πρόσωπο, θα θέλαμε να είναι ανοιχτό βιβλίο, αποκρυπτογραφήσιμο απ’ άκρου σ’ άκρο, να μην κρύβει τίποτα. Διαβάζω ένα πρόσωπο, διαβάζω τις σκέψεις – ο μόνος τρόπος ν’ αποφύγουμε την αναγκαστικά απατηλή απάντηση στην ερώτηση «τι σκέφτεσαι;» -, διαβάζω τα όνειρα, εισχωρώ στις πτυχώσεις του ύπνου της Αλμπερτίν. Απαίτηση που είναι αδύνατο να ικανοποιηθεί: τα σημεία συγκαλύπτουν το αντικείμενο δίχως να το γυμνώνουν.

Σημερινός πληθωρισμός της λέξης «διαβάζω». Διαβάζουμε ένα χάρτη, μία ακτινογραφία∙ στο ποδόσφαιρο, στο τένις, πρέπει να διαβάσουμε το παιχνίδι του αντιπάλου. Μας μαθαίνουν να διαβάζουμε έναν πίνακα ζωγραφικής.

Η εμπειρία της ανάγνωσης δεν είναι αυτό. Είναι το ακριβώς αντίθετο. Διαβάζω ένα βιβλίο, αφήνομαι να παρασυρθώ από αυτό, συναινώ να παρασυρθώ από το άγνωστο με μια διπλή κίνηση αποξένωσης – «παραξενέματος» – και οικειοποίησης, σημαίνει πως ξεμαθαίνω να αποκωδικοποιώ τα σήματα, να ερμηνεύω τις εικόνες. Η «κειμενική» κριτική περιορίζει την αναγνωστική εμπειρία στην αποκρυπτογράφηση: αποκωδικοποιώ, ανιχνεύω τα σημαίνοντα…Όταν ο Ρολάν Μπαρτ αναγνωρίζει την απόλαυση του αναγνώστη, την ονομάζει απόλαυση του κειμένου. Ο συγγραφέας, πιθανόν, κατασκευάζει ένα κείμενο. Αλλά δεν είναι ένα κείμενο αυτό το οποίο μου δίνει απόλαυση, με συνεγείρει, με αναστατώνει.

Γνωρίσαμε στο παρελθόν, και μερικές φορές τις ξανασυναντούμε, συγκινήσεις εξίσου έντονες μ’ εκείνες που δοκιμάζαμε όταν ήμαστε παιδιά, καθώς βυθιζόμαστε – ξαπλωμένοι στο πάτωμα, πάνω σ’ ένα κρεβάτι – μέσα σ’ ένα βιβλίο για να χαθούμε, για να ξεχάσουμε την ταυτότητά μας, το παρόν μας, την οικογένειά μας. Παύαμε να ακούμε ό,τι λεγόταν γύρω μας. Οι μητέρες μας μάς επέπλητταν – «θα χαλάσεις τα μάτια σου» -, ενόσω αυτά ανοίγονταν σε ολόκληρους κόσμους, σε αγνοημένες χώρες, σε ανησυχητικά πρόσωπα, σε τρελές περιπέτειες, σε γυναίκες που άλλοτε μας φόβιζαν, άλλοτε μας γοήτευαν, και τις οποίες ερωτευόμαστε για πάντα.

Η αναγνωστική εμπειρία προαναγγέλλει την εμπειρία της ψυχανάλυσης. Είναι και οι δύο παραφορά, μεταβίβαση, εκτός εαυτού. Είναι και οι δύο δοκιμασία στο αλλότριο. Σ’ ένα αλλότριο εγγύτατο πιθανώς ως προς την καταγωγή.

Συναινείς να αιχμαλωτιστείς, να συνεπαρθείς, να μη βλέπεις πια ό,τι υπάρχει γύρω σου, να μη μείνεις άλλο κλεισμένος σ’ εκείνο που νομίζεις εαυτό σου, να μην ακούς άλλο τίποτε από αυτές τις φωνές που έρχονται από την «ενδοχώρα».

Πριν από τον συγγραφέα, ο αοιδός. Πριν από το μυθιστόρημα, το παραμύθι. Πριν από το γραπτό, ο λόγος. Πριν από τη γλώσσα, η ποίηση, που μας κάνει να πιστεύουμε πως η λέξη είναι, πιθανότατα, το πράγμα.

Jean- Bertrand Pontalis, Παράθυρα (εκδ. Εστία) – απόσπασμα

Ποτέ δεν θα τα καταφέρω

 

Εικόνα

 

Πόσες φορές τους άκουσα να προφέρουν αυτά τα λόγια∙ δεν ήταν παράπονο, ήταν διαπίστωση.

«Είμαι εξαντλημένος, δεν θα μπορέσω ν’ αντέξω ως τις διακοπές, να ξεπληρώσω το δάνειό μου πριν από την ημερομηνία λήξης, να τελειώσω το βιβλίο που γράφω, να ολοκληρώσω αυτόν τον πίνακα…Ποτέ δεν θα τα καταφέρω να γίνω καλός παίκτης του τένις, αυτό το καλοκαίρι πίστεψα για τα καλά πως με τίποτα δεν θα κατόρθωνα να κολυμπήσω μέχρι το μόλο, ποτέ δεν θα καταφέρω να καταλάβω τι γυρεύει η κόρη μου που κλειδώνεται με τις ώρες ακούγοντας μία μουσική για κρετίνους…Ποτέ δεν θα καταφέρω να σιχαθώ πραγματικά αυτόν τον τύπο που ωστόσο μου φέρθηκε άτιμα, ποτέ δεν θα καταφέρω να αισθανθώ αρμονικά μ’ αυτή τη γυναίκα, κι εντούτοις μου δίνει ευχαρίστηση, κι εγώ επίσης σ’ αυτήν, όμως αισθάνομαι ότι για εκείνη δεν είναι αυτό που επιθυμεί, όχι ακόμα τουλάχιστον, και για μένα δεν είναι ακριβώς αυτό…Ποτέ δεν θα καταφέρω να τελειώσω την ανάλυσή μου, ποτέ δεν θα καταφέρω τίποτα».

Να είναι απλώς και μόνο το παράπονο του γιου που δεν κατόρθωσε να κατακτήσει τη μητέρα του; Της κόρης που θα ήθελε τόσο πολύ να σαγηνεύσει τον πατέρα της; Αφού δεν κατάφερα αυτό, ποτέ δεν θα τα καταφέρω.

Τι πρέπει να καταφέρουμε; Ποια προσδοκία πρέπει να εκπληρώσουμε; Ποιον προσπαθούμε ακούραστα να ικανοποιήσουμε γνωρίζοντας ότι δεν θα το καταφέρουμε; Και ότι, αν το καταφέρναμε, θα τελείωναν όλα;

«Ποτέ δεν πρόκειται να συνηθίσω στην ιδέα ότι πληθυσμοί ολόκληροι δεν έχουν να φάνε κι ότι υπάρχουν παιδιά που πεθαίνουν από την πείνα ενόσω εμείς, εμείς γλεντοκοπάμε…Ποτέ μου δεν θα καταλάβω γιατί οι πιο πλούσιοι, οι πιο ισχυροί είναι και οι πιο άπληστοι για εξουσία και χρήμα…Και γιατί αυτοί οι επαναλαμβανόμενοι πόλεμοι, κι όλο αυτό το μίσος κι αυτό το πάθος της καταστροφής…Ποτέ μου δεν θα καταφέρω να καταλάβω αυτό τον κόσμο. Δεν θα καταλάβω ποτέ γιατί μας έριξε ο Θεός πάνω στη γη, αν είναι να μας κατακρημνίσει μέσα της ύστερα από λίγο».

Αν κατανοούσαμε τον κόσμο, δεν θα ήμαστε μέρος του, εμείς, οι ανίκανοι να κατανοήσουμε τον εαυτό μας.

 

J. B. Pontalis, Παράθυρα – απόσπασμα