Το Κελί

Cage-crows-doves-flying-flying-man-Favim.com-163505

«Ένστικτο εδαφικότητας» το ονόμασαν. Όταν απειλείται με διείσδυση ένας ζωτικός, ατομικός σου χώρος, εκλύεται πάντα επιθετικότητα. Όσο πιο στριμωγμένος και ασφυκτικός ο χώρος, τόσο μεγαλύτερη η επιθετικότητα. Οι ηθολόγοι το επιβεβαίωσαν στη συμπεριφορά των ζώων και οι ανθρωπολόγοι στη συμπεριφορά των ανθρώπων. Το κλειστό ίδρυμα της φυλακής υπήρξε ένα κατάλληλο φυσικό εργαστήριο για την πειραματική διερεύνηση του φαινομένου αυτού.

Έτσι κάπως γεννιέται η έχθρα για τον ξένο. Έτσι κάπως προσλαμβάνεται ο «άλλος» ως «εχθρός» έτοιμος να οικειοποιηθεί τον δικό σου χώρο. Και ορθώνονται σύνορα και εκλογικεύονται τα στεγανά. Και εκλύεται μιά ολόκληρη φαντασμαγορία πανικού. Ο χώρος ως προέκταση του εαυτού. Όποιος δεν ανήκει στον μικρόκοσμό μου, υποθάλπτει τον αφανισμό μου. Ας τον κρατήσουμε, λοιπόν, μακριά. Ας υψώσουμε απαραβίαστα οχυρά. Ας είμαστε μονίμως σε επιφυλακή. Ο «άλλος», ο τσιγγάνος, ο πρόσφυγας, ο Εβραίος, γίνεται απειλητικός «άλλος».

Ομογενής-αλλογενής, ομόφυλος – αλλόφυλος είναι οι μοιραίες διακρίσεις που δομούν τον κόσμο μας. Από τα βάθη των αιώνων, από την εποχή του διάχυτου φόβου για τον λεπρό, τον τερατόμορφο, τον μάγο, τον αλχημιστή, το ίδιο παιχνίδι ατέρμονα επαναλαμβάνεται.

Αυτό που άλλαξε στο διάβα των αιώνων, δεν είναι η μάγισσα, αλλά ο περίγυρός της. Στ’ όνομα της «ιερής κοινότητας» εξακολουθεί να συντελείται ο αποκλεισμός του άλλου. Άλλοτε χάριν της Εκκλησίας και της διασφάλισης του αγίου θρησκευτικού συναισθήματος, σήμερα χάριν του έθνους συνήθως και της διασφάλισης μιας αγνής εθνικής ομοιογένειας.

Όσο ασήμαντη κι αν είναι η δύναμή της, η μειονότητα είναι εξ ορισμού ύποπτη και ικανή για κάθε ανίερη οικειοποίηση. Οτιδήποτε αποκλίνει από το πανίσχυρο ιδεώδες της πλειονότητας, μετασχηματίζεται ταχυδακτυλουργικά σε εστία κινδύνου και θανάσιμη απειλή για τον δικό μας χώρο. Έτσι, ο συμπυκνωμένος φόβος σταθερά ελλοχεύει πίσω από την παρουσία του «άλλου».

Κι όμως ο ένας φόβος κρύβει τον άλλον. Για άλλον τρόμο πάντα πρόκειται. Ο τωρινός δεν είναι παρά η μάσκα, το άλλοθι, το προσωπείο του άλλου τρόμου. Ενός βαθύτερου, σχεδόν αβυσσαλέου τρόμου, που έχει να κάνει μ’ ένα ασφυκτικό, μικρό κελί κι ένα κλειστό ίδρυμα υψίστης ασφαλείας. Εκεί είναι η ζωή μας. Ενάντια σ’ αυτόν τον τρόμο οχυρωνόμαστε, χρίζοντας εισβολείς τους «άλλους». Ο θεατός και εντοπίσιμος φόβος, είναι πάντα πιο ανακουφιστικός. Τον Εβραίο μπορείς να τον κάψεις, πώς όμως να πυρπολήσεις το κελί σου; Πώς να μείνεις άστεγος στην παγωνιά; Το κελί πνίγει αλλά και προστατεύει, συνθλίβει αλλά και καθησυχάζει.

Αυτός είναι, όμως, ο τρόπος που ο κόσμος τελειώνει, αυτός είναι ο τρόπος που ο κόσμος τελειώνει όχι μ’ έναν πάταγο, ούτε μ’ ένα λυγμό, όπως θα ‘λεγε ο Έλιοτ, αλλά με μία σιωπή σε ένα λευκό κελί.

Φωτεινή Τσαλίκογλου, Ψυχο-λογικά: Οι παγίδες του αυτονόητου (εκδ. Πλέθρον) – απόσπασμα. Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 15/12/1992.

Η δαγκωματιά

Gustav_Klimt_016

Μ.: Ένας φόνος μ’ έχει κάνει να ανατριχιάσω όσο και η αυτοκτονία της Άννας Καρένινα. Τον περιγράφει ο Εμίλ Ζολά στο βιβλίο του Τερέζ Ρακέν, όπου ο Λοράν, ένας νέος άντρας, τα φτιάχνει με την Τερέζ και μαζί αποφασίζουν να σκοτώσουν τον άντρα της. Το σεξουαλικό πάθος κυριεύει τους ήρωες, τους διαλύει το νευρικό σύστημα και δεν ξέρουν πια τι κάνουν. Η Τερέζ, ο άντρας της και ο Λοράν νοικιάζουν ένα κανό, μια βάρκα, στον Σηκουάνα. Κι όταν πάνε μακριά όπου δεν υπάρχουν άλλες βάρκες, ο Λοράν τον πιάνει – ο Λοράν είναι πολύ δυνατός, ο άλλος είναι καχεκτικός, πάντα άρρωστος ο κακομοίρης και πολύ μικρόσωμος – και φραπ, τον ρίχνει στον Σηκουάνα. Τη στιγμή όμως που πάει να τον ρίξει, ο σύζυγος του δίνει μία φοβερή δαγκωματιά στον λαιμό και μαζί κόβει ένα κομμάτι κρέας. Αυτή η πληγή θα είναι πάντα για τον Λοράν η μνήμη του φόνου. Διότι αυτή η πληγή τον πονάει συνέχεια – ό,τι και να κάνει, ό,τι φάρμακο και να βάλει, αυτή η πληγή μένει έτσι. Η πληγή είναι η θύμηση του φόνου. Και τους πιάνουν ενοχές μόνο απ’ αυτή την πληγή που είναι πάντα εκεί. Δεν φεύγει ποτέ. Στο τέλος του βιβλίου αλληλοσκοτώνονται ο Λοράν και η Τερέζ με δηλητήριο. Κι εξηγεί ο Ζολά μ’ έναν ασύλληπτο τρόπο πώς το πάθος μπορεί να μεταστραφεί σε μίσος, τόσο μεγάλο, όσο είναι και το πάθος. Αυτή η πληγή θα μου μείνει αξέχαστη στα χρονικά των φόνων. Είναι η παρουσία, για μένα, του θεού. Ο Ζολά είναι μεγάλος συγγραφέας, γιατί μιλάει συνεχώς για αυτή την πληγή κι όχι για τις ενοχές. Η πληγή είναι οι ενοχές. Αντικειμενοποιείται και σωματοποιείται η ενοχή. Η μνήμη είναι η πληγή. Κι αυτός πονάει πολύ. «Είναι σαν να με δάγκωσε τώρα. Δεν μπορώ να απαλλαγώ απ’ αυτόν τον πόνο», λέει κάπου ο Λοράν. Αυτός ο φόνος, για μένα, είναι μία από τις κορυφαίες στιγμές της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Πώς μεταστρέφεται ξαφνικά αυτός ο έρωτας και γίνεται μίσος; Από μια δαγκωματιά. Πιστεύω πως αν δεν τον δάγκωνε θα ‘χανε μείνει μαζί μια χαρά, αλλά το σημάδι είναι εκεί, στον λαιμό. Και πιστεύω πολύ στα τεκμήρια, τα σωματικά τεκμήρια – πολύ περισσότερο απ’ τα ψυχικά. Είναι εκεί για να σε κάνουν να θυμάσαι. Και η ψυχική ασθένεια κάπου γίνεται σωματική, η αρρώστια εκφράζεται σαν πόνος του σώματος. Το σώμα πονάει, δεν αντέχει το ψυχολογικό υπόβαθρο.

Φ.: Το σώμα πονάει και θυμάται κιόλας. «Οι υστερικοί πάσχουν από αναμνήσεις», έλεγε ο Φρόιντ. […] Ο Λοράν κινδυνεύει να τρελαθεί.

Μ.: Ο Λοράν στο τέλος του βιβλίου είναι πράγματι τρελός. Ένα βράδυ μες στην απελπισία του και αφού έχουν ήδη κρυφά ετοιμάσει τα δηλητήρια για να τα δώσει ο ένας στον άλλο, κάνουν έρωτα. Και χωρίς να το καταλάβει, η Τερέζ φιλάει την πληγή. Οπότε ο Λοράν απ’ τον πόνο και την αηδία, ποιος ξέρει τι αισθάνθηκε εκείνη την ώρα, σηκώνεται όρθιος σε κατάσταση υστερίας. Κι αυτή το ίδιο. Λίγο μετά αλληλοδηλητηριάζονται. Όταν δίνεται αυτό το φιλί πάνω στην πληγή.

Φ.: Το φιλί: Απέχθεια, πόνος, έλξη, κόλαση, παράδεισος, καταστροφή. Όλα μαζί σ’ ένα φιλί.

Μ.: Το φιλί είναι πιο σημαντικό απ’ το σεξ.

Φ.: Ο υπέροχος πίνακας του Κλιμτ «Το φιλί».

Μ.: Το φιλί, για μένα, είναι η αρχή και το τέλος της σεξουαλικής εμπειρίας.

Φ.: Γι’ αυτό και οι ιερόδουλες δεν θέλουν…επιτρέπουν να τους κάνεις τα πάντα αλλά όχι φιλί. Γιατί εκεί νιώθουν ότι υπάρχει κάτι το πολύ ιδιωτικό, το μόνο που μένει για να διαφυλάξουν.

Μ.: Η πληγή του Λοράν κάθε μέρα γινότανε πιο κόκκινη, πιο άγρια και τον πονούσε πιο πολύ.

Φ.: Πόσοι άνθρωποι, Μαργαρίτα, ταλαιπωρούνται από φανταστικές δαγκωματιές που νομίζουν ότι έχουν πάνω στο σώμα τους; Πόσοι άνθρωποι βασανίζονται από το ίχνος ενός κακού, που όμως δεν έχουν ποτέ διαπράξει; Ένας νεαρός μου ‘λεγε: «Νιώθω σαν να φταίω συνέχεια. Από μικρό παιδί σαν να ‘χω κάνει κάτι κακό. Δεν ξέρω τι είναι αυτό το κακό, το λάθος». Πόσοι άνθρωποι ζουν σαν να ‘χουν διαπράξει έναν ανύπαρκτο φόνο; Ζούνε σαν με μια δαγκωματιά. Υποφέρουν από το αόρατο ίχνος μιας ενοχής. Δεν υπάρχει σημάδι στον λαιμό. Καμιά δαγκωματιά. Κι όμως είναι σαν να βρίσκεται εκεί. Πώς να επουλωθεί μία πληγή που δεν αφήνει ίχνος; Ενοχή της γέννησης, ενοχή των αιμομικτικών επιθυμιών. Δεν αναφέρομαι σ’ αυτά, Μαργαρίτα. Σ’ ένα μικρό κόκκινο σημάδι στον λαιμό αναφέρομαι μόνο, που δεν αντιστοιχεί σε τίποτα και βρίσκεται πάντα εκεί. Κόκκινο. Αμετάβλητα κόκκινο. Το ίχνος από ένα λάθος που ποτέ δεν διαπράχθηκε. Και με μικρές δόσεις κάθε μέρα, λίγο λίγο αυτό το υποτιθέμενο λάθος σε εμποδίζει να ζήσεις και με μικρές δόσεις, μικρούς καθημερινούς θανάτους, δηλητηριάζει τα κύτταρά σου, σε οδηγεί στην τελική καταστροφή. Γι’ αυτούς τους αθώους ένοχους λυπάμαι, Μαργαρίτα. Όχι για τον Λοράν. Τουλάχιστον αυτός κατάφερε να ζήσει ένα μεγάλο πάθος πριν απ’ το τέλος. Κατάφερε να είναι πραγματικό κι όχι συμβολικό το θύμα του. Ο φόνος έγινε στ’ αλήθεια. Αληθινή ήταν και η ηδονή που ένιωσε από το παράνομο πάθος. Αλίμονο στους άλλους, Μαργαρίτα. Σ’ αυτούς που θα πεθάνουν στερημένοι από την ηδονή της αμαρτίας και του πάθους. Ένοχοι και μη εξαγνισμένοι.

Μ. Καραπάνου – Φ. Τσαλίκογλου, Μήπως; (Εκδ. Ωκεανίδα) – απόσπασμα

Υστερόγραφο: Ένας Ελληνικός μύθος. Η ψυχή και ο έρως.

τσαλίκογλου

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια πανέμορφη πριγκιποπούλα, που όμως δεν είχε σύντροφο. Τη λέγανε Ψυχή. Ο πατέρας της αναζήτησε τη συμβουλή του Απόλλωνα κι εκείνος είπε: «Με ρούχα πένθους η κόρη σου θα σταθεί στην κορυφή ενός ψηλού βουνού κι από εκεί σαν νύφη ένα φτερωτό φίδι θα έλθει να την πάρει». Με οδύνη συμφώνησαν, κι όλη νύχτα στο κρύο και στον τρόμο η Ψυχή περίμενε και το πρωί βρίσκεται σε ένα λαμπρό παλάτι. Είναι η βασίλισσα του παλατιού. Κάθε νύχτα ένας αόρατος σύζυγος την επισκέπτεται και της κάνει έρωτα. Σαν δείγμα εμπιστοσύνης τής ζητάει να μην τον κοιτάξει ποτέ. Μέσα στο σκοτάδι μόνο να συναντιούνται. Κάποια νύχτα, όμως, δεν αντέχει άλλο και φοβούμενη ότι ο εραστής της είναι το φτερωτό φίδι, η Ψυχή παραβιάζει την υπόσχεσή της και ανάβει το φως. Σαστισμένη βλέπει στο κρεβάτι της έναν πανέμορφο νέο. Είναι ο Έρως. Το φως τον ξυπνάει και χάνεται. Σε απόγνωση, η Ψυχή ζητάει τη βοήθεια της μητέρας του, της Αφροδίτης. Εκείνη, όμως, που φθονεί την ομορφιά της, την υποβάλλει σε σκληρές δοκιμασίες, ελπίζοντας ότι δεν θα αντέξει. Η Ψυχή, όμως, αντέχει και η Αφροδίτη τής δίνει ένα μαγικό ποτό που τη βυθίζει σε βαθύ ύπνο. Ο Έρως, ωστόσο, που δεν αντέχει μακριά της, την αναζητεί και με ένα βέλος από το τόξο του την ξυπνάει. Έπειτα πηγαίνει στον Δία και τον ικετεύει να κάνει την Ψυχή και το γάμο τους αθάνατους. Μέχρι σήμερα η Ψυχή και ο Έρως δεν έχουν χωριστεί.

Τι σημαίνει ο μύθος; Ότι χρειάζεται να είσαι ευάλωτος για να αγαπηθείς; Ότι η ενότητα των πραγμάτων προκύπτει από τον προηγούμενο χωρισμό τους; Ότι το μυαλό πρέπει να περιπλανηθεί στο σκοτάδι προτού κατακτήσει τη γνώση; Ότι το «αντικειμενικό» φως της γνώσης μπορεί να σκοτώσει τη σχέση ανάμεσα σε αυτό που αναζητεί η γνώση και στο αντικείμενο της γνώσης ή της επιθυμίας; Ότι άγχη για τα φίδια και τα βέλη κατακλύζουν τις νεαρές παρθένες προς μεγάλη αγαλλίαση του Φρόυντ; Ότι το να αγγίζεις είναι το ίδιο σημαντικό με το να βλέπεις; Ότι το μυαλό μπορεί να μεταμορφώσει τέρατα σε εραστές;

Κι ένα σωρό άλλα πράγματα μπορείς να σκεφτείς. Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι 2.500 χρόνια πριν οι Έλληνες μας φέραν σε επαφή με την πολλαπλότητα της ερμηνείας. Η μία και μόνον αλήθεια σκοτώνει την αλήθεια. Πολυκεντρισμός, πολλαπλότητα. Ετεραρχία στη θέση της ιεραρχίας. Ιδού το ξεχασμένο σήμερα ελληνικό μάθημα. Σε μία εποχή που ο πλανήτης μας καταστρέφεται από ηγέτες, κατόχους μοναδικών αληθειών, και αφελέστατα θεωρείται ότι η πολιτική εξαντλείται σε ασκήσεις ορθολογισμού και λογιστικής. Πρέπει να είσαι «αλλιώς» δυνατός για να αντέξεις την πολλαπλότητα των πραγμάτων. Μια κουλτούρα αδυναμίας, όμως, ξένη στους τότε Έλληνες, κρύβεται σήμερα πίσω από ένα προσωπείο δύναμης.

Ο ελληνικός μύθος αναδεικνύει τρόπους ατομικής ύπαρξης και συνύπαρξης. Αφηγείται μια ξεχωριστή ιστορία, που θα άξιζε ειδικά σήμερα να συλλογιστούμε. Μας μιλάει για τη δύναμη της απώλειας, για την επινόηση και τη μεταμόρφωση της οδύνης, για τη σημασία της υπέρβασης της μονοσήμαντης σκέψης, για την πολλαπλότητα του είναι, το διττό των πραγμάτων και την αποδοχή της εγγενούς αμφισημίας τους.

Σήμερα που η χώρα μας κλυδωνίζεται από μια οδυνηρή κρίση όχι μόνο της οικονομίας, αλλά και του σκέπτεσθαι και του πολιτισμού, ένας επαναστοχασμός πάνω στην Ψυχή και τον Έρωτα προσφέρει ίσως μία άλλη θέαση του κόσμου «εκεί-έξω» μας και «εδώ-μέσα» μας.

Φωτεινή Τσαλίκογλου, «Το Μέλλον Ανήκει στην Έκπληξη- 34 σχόλια για την κρίση και ένα υστερόγραφο», εκδ. Καστανιώτη.

Η Τζούλια Κρίστεβα συνομιλεί με την Φωτεινή Τσαλίκογλου

κριστεβατσαλ

Φ.Τ.: Φτάσαμε στη μελαγχολία. Πώς αλλιώς; Στο έργο σας «Μαύρος  ήλιος», μια εξαιρετικά λεπτεπίλεπτη, θα έλεγα ιδιοφυή ανάλυση των απαισιόδοξων καταστάσεων της ψυχής, έχεις την εντύπωση ότι η μελαγχολία αγγίζει τις βαθύτερες ρίζες της ψυχικής μας ζωής αλλά και του ίδιου του πολιτισμού μας. Πιστεύετε ότι ο πολιτισμός μας γεννά μια κουλτούρα της απώλειας που ευνοεί τον Μαύρο Ηλιο; Έναν ήλιο που δυσκολεύεται σήμερα να δύσει. Οι σκιές που ρίχνει έχουν και ένα κρυμμένο φως;

Τζ. Κρίστεβα:  Ναι. Αυτό που λέτε μου φαίνεται πολύ σωστό. Στην εποχή μας, το ξέρουμε καλά, είμαστε ορφανοί από ιδανικά. Χωρίς να υπολογίζουμε τις oικονομικές ή προσωπικές κρίσεις. Όλα αυτά συντρέχουν ώστε να κάνουν την κατάθλιψη «το κακό του αιώνα». Ωστόσο η δική μου άποψη των πραγμάτων είναι συγχρόνως πιο μετριόφρων και πιο μικροσκοπική. Οι αιτίες της κατάθλιψης είναι πολύ πιο βαθιές, η δουλειά μου είναι να τις αναζητώ στην προσωπική ζωή φτάνοντας ως τη βιολογία. Ξαναμελετώ και πιστεύω πως αναπτύσσω το σημαντικό κείμενο του Φρόιντ «Πένθος και Μελαγχολία». Το μελαγχολικό άτομο δεν αντέχει την απώλεια. Οπως αυτός που έχασε ένα δικό του αγαπημένο άτομο είναι δεμένος μαζί του και συγχρόνως νιώθει υπεύθυνος και συχνά τρέφει αισθήματα εχθρότητας γι΄ αυτόν. Αντί όμως να εκφράσει αυτή την αμφιθυμία, την αγάπη και το μίσος του απέναντι σε αυτόν που χάθηκε, επιτίθεται στον εαυτό του. Μια κίνηση μπούμερανγκ. Αφορμή μπορεί να είναι η απώλεια μιας δουλειάς, μια ερωτική απογοήτευση αλλά πίσω από αυτό κρύβεται η απώλεια του πρωτογενούς αντικειμένου, δηλαδή της μητέρας. Και εμείς οι ψυχαναλυτές αναζητούμε τις αιτίες αυτής της ανικανότητας να ανεχθείς την απώλεια στην πρώτη παιδική ηλικία, σε αυτή την προ-οιδιπόδεια σχέση, σε αυτή την προσκόλληση στη μητέρα που το παιδί έχει μεγάλη δυσκολία να αποβάλει.

Φ.Τ.: Πόσο ελεύθερα μπορείς να ακούσεις το κάλεσμα του άλλου αν είσαι προσκολλημένος, όπως με ένα δόγμα, στο παραδοσιακό καλούπι της ορθόδοξης ψυχανάλυσης;

Τζ. Κρίστεβα:  Εγώ άρχισα να κάνω ψυχανάλυση γιατί είμαι σίγουρη πως πρόκειται για μια διαρκή δημιουργία και πως δεν υπάρχει δόγμα. Εννοώ πως ένας ψυχαναλυτής που δεν ακούει παρά το δόγμα του δεν είναι ψυχαναλυτής. Δεν ακούει τους ασθενείς του. Φυσικά στηριζόμαστε σε έναν αριθμό εννοιών και επεξηγήσεων που όμως αναθεωρούνται συνεχώς. Ο θεραπευτής δεν πρέπει να είναι σε απόλυτη συμβίωση με τον ασθενή γιατί τότε και οι δύο παρασύρονται από τον πόνο τους, ούτε σε μια σκληρή, άσπιλη απομάκρυνση, οχυρωμένος πίσω από κάποια θεωρία. Είναι ένα θέμα διαρκούς δημιουργίας.

Φ.Τ.: Εχετε αποκαλέσει την ψυχανάλυση αντικαταθλιπτικό.
Τζ. Κρίστεβα:  Ναι, ναι.

Φ.Τ.: Και ο έρωτας είναι ένα αντικαταθλιπτικό…
Τζ. Κρίστεβα: Αν είμαστε ικανοί γι΄ αυτόν.

Φ.Τ.: Η ψυχανάλυση ως αντικαταθλιπτικό μπορεί να αντιμετωπίσει τον θάνατο;
Τζ. Κρίστεβα:  Απολύτως.

Φ.Τ.: Ο ποιητής ισχυρίζεται ότι «έχουμε μόνο μια λύση απέναντι στον θάνατο, να κάνουμε τέχνη πριν από αυτόν». Η ψυχανάλυση με αυτή την έννοια μπορεί να θεωρηθεί τέχνη;

Τζ. Κρίστεβα:  Απολύτως. Και με ελκύει πολύ αυτή η ιδέα. Μέσα στον σύγχρονο κόσμο είναι ίσως η μόνη εμπειρία η ψυχανάλυση που δίπλα στην τέχνη και με άλλον τρόπο από αυτήν αντιμετωπίζει την ακαμψία του θανάτου και που μας επιτρέπει να εδραιώσουμε έναν δεσμό που είναι πάντα ένας δεσμός αγάπης.

Φ.Τ.: Το επιστημονικό σας έργο διατρέχεται από μια λογοτεχνική και αισθητική προσήλωση. Εχω την εντύπωση πως η αγάπη σας για την τέχνη και τη λογοτεχνία απελευθέρωσε το γράψιμό σας, ίσως ακόμη και το περιεχόμενο της επιστημονικής σας σκέψης, ή ακόμα και τον τρόπο,την ικανότητα να ακούτε τον θεραπευόμενό σας. Σαν να σας έδωσε ένα τρίτο αφτί.

Τζ. Κρίστεβα:  Προσπαθώ να κάνω ένα ταξίδι διπλής κατεύθυνσης. Να φωτίσω τα έργα τέχνης μέσα από τα ψυχαναλυτικά σχήματα, αλλά και να φέρω μια ευλυγισία στα ψυχολογικά σχήματα μέσα από την ερμηνεία των έργων τέχνης. Η εμπειρία της συγγραφής με φέρνει σε επαφή με τα βαθιά επίπεδα της ψυχικής ζωής. Εκεί όπου το νόημα βγαίνει από τη γειτνίαση με την οδύνη ή την έκσταση. Αν δεν έχουμε προσπαθήσει να συντάξουμε το ασύντακτο, πράγμα που κάνει ο συγγραφέας, αναρωτιέμαι, πώς θα μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε αυτό που μας λέει ο ασθενής με μια γλώσσα συχνά νεκρή; Δεν ισχυρίζομαι βέβαια πως πρέπει όλοι να αρχίσουν να γράφουν. Θα μπορούσε να είναι απλά το διάβασμα των μεγάλων συγγραφέων. Είναι σημαντικό να είναι οι ψυχαναλυτές θαυμαστές της τέχνης και της λογοτεχνίας. Οπως ήταν ο Φρόιντ. Για να ανοίξουν τα αφτιά μας, η ευαισθησία μας, η οσμή, το δέρμα μας, το βλέμμα μας, είναι μια σχολή ρητορικής η ιστορία της τέχνης που μας επιτρέπει να είμαστε σε επαφή με το βάσανο του άλλου. Βλέπω εδώ μια υπόσχεση για μια έννοια της ανθρώπινης ελευθερίας.

Συνέντευξη της Τζούλια Κρίστεβα στη Φωτεινή Τσαλίκογλου – απόσπασμα. Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα TO BHMA,  Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

Η ζαχαριέρα

Image

Φ: Ένα αγοράκι είναι εννιά χρονών κι ακόμα δεν μιλάει. Είναι μουγκό. Άλαλο, δίχως όμως καμία οργανική βλάβη. Οι γονείς, απελπισμένοι, συμβουλεύονται ειδικούς, ταξιδεύουν σ’ όλο τον κόσμο αναζητώντας μια λύση. Τίποτα. Κάποια μέρα κάθονται στο τραπέζι τη συνηθισμένη ώρα για να φάνε. Είναι μια πολύ ευκατάστατη και τυπική οικογένεια που ακολουθεί ρυθμούς, κανόνες, ωράρια. Το αγοράκι πάντα αμίλητο. Ώσπου αιφνίδια ανοίγει το στόμα του και ξεστομίζει τα πρώτα λόγια της ζωής του: «Θέλω τη ζάχαρη». Ήταν η μόνη φορά που κάτι έλειπε απ’ το τραπέζι. Η ζαχαριέρα. Δεν υπήρχε κανένας λόγος μέχρι τότε να μιλήσει το αγοράκι. Ήταν όλα εκεί.
Εκείνο που λείπει είναι αυτό που μας κάνει και να ζούμε και να γράφουμε, αλλά και να μιλάμε, Μαργαρίτα.

Μ. Καραπάνου – Φ. Τσαλίκογλου, «Μήπως;», Εκδ. Ωκεανίδα (απόσπασμα)