Η καλή και η ανάποδη

albert-camus-quotes

Αρκεί ένα μόνο φως να λάμψει και ξεχειλίζω από μια συγκεχυμένη και μεθυστική χαρά. Αυτό το απόγευμα με φέρνει έτσι απέναντι στην ανάποδη μεριά του κόσμου. Μα η ατμόσφαιρα παραμένει κρύα. Παντού ένα αραχνοΰφαντο πέπλο ήλιου που κι ένα νύχι θα το ‘σχιζε, μα που ντύνει τα πάντα μ’ ένα θαλερό χαμόγελο. Ποιος είμαι εγώ και τι άλλο μπορώ να κάνω παρά να συμμετέχω στο παιχνίδι του φωτός μέσα στα φυλλώματα; Να είμαι αυτή η αχτίδα που καίει το τσιγάρο μου, αυτή η γλυκύτητα κι αυτό το διακριτικό πάθος που ανασαίνει με τον αέρα.

Κι αν προσπαθήσω να βρω τον εαυτό μου, το πετυχαίνω μόνο χάρη στο φως. Κι αν επιχειρήσω να καταλάβω και να δοκιμάσω τούτη τη λεπτή γεύση που μου φανερώνει το μυστικό του κόσμου, μόνο τον εαυτό μου ανακαλύπτω στο βάθος του σύμπαντος. Τον εαυτό μου, δηλαδή αυτή την ακραία συγκίνηση που με λυτρώνει απ’ το σκηνικό. Άλλοι αφήνουν ένα λουλούδι ανάμεσα στις σελίδες ενός βιβλίου, φυλακίζουν εκεί έναν περίπατο όπου τους άγγιξε ο έρωτας. Κι εγώ κάνω περιπάτους, μα με χαϊδεύει ένας θεός. Η ζωή είναι σύντομη κι είναι αμαρτία να χάνεις τον καιρό σου. Λένε πως είμαι δραστήριος. Αλλά το να είσαι δραστήριος σημαίνει να χάνεις τον καιρό σου, εφόσον χάνεσαι ο ίδιος. Το σήμερα είναι μία στάση και η καρδιά μου φεύγει να συναντήσει τον εαυτό της. Αν με πνίγει ακόμα μια αγωνία, είναι γιατί αισθάνομαι τούτη την αψηλάφητη στιγμή να γλιστρά μέσα απ’ τα δάχτυλά μου όπως οι σταγόνες του υδράργυρου. Αφήστε λοιπόν όσους θέλουν να γυρίσουν την πλάτη τους στον κόσμο. Δεν παραπονιέμαι αφού βλέπω να γεννιέμαι. Τούτη την ώρα, όλο μου το βασίλειο ανήκει σ’ αυτό τον κόσμο. Αυτός ο ήλιος κι αυτές οι σκιές, αυτή η ζέστη κι αυτό το κρύο που έρχονται απ’ το βάθος του αέρα: ν’ αναρωτηθώ αν κάτι πεθαίνει κι αν οι άνθρωποι υποφέρουν, αφού τα πάντα γράφονται σ’ αυτό το παράθυρο όπου ο ουρανός σκορπίζει την πληρότητά του που έρχεται να σμίξει με τον οίκτο μου. Μπορώ να πω και θα το πω αμέσως ότι αξίζει να είναι κανείς αληθινός, κι αυτό τα περιλαμβάνει όλα, και την ανθρωπιά και την απλότητα. Και πότε λοιπόν είμαι αληθινός, αν όχι όταν είμαι ο κόσμος; Η επιθυμία μου εκπληρώνεται πριν προλάβω να την εκφράσω. Η αιωνιότητα είναι εδώ κι εγώ την περίμενα με ελπίδα. Τώρα δεν εύχομαι πια να είμαι ευτυχισμένος αλλά να έχω συνείδηση της πραγματικότητας.

Ένας άνθρωπος παρατηρεί με θαυμασμό τον κόσμο κι ένας άλλος σκάβει τον τάφο του: πώς να τους ξεχωρίσω; Τους ανθρώπους και τον παραλογισμό τους; Αλλά να το μειδίαμα του ουρανού. Το φως δυναμώνει και μήπως έρχεται σε λίγο το καλοκαίρι; Αλλά να τα μάτια και η φωνή εκείνων που πρέπει ν’ αγαπώ. Είμαι δεμένος με τον κόσμο με όλες μου τις κινήσεις, με τους ανθρώπους, με όλο τον οίκτο και την ευγνωμοσύνη μου. Ανάμεσα σε τούτη την καλή και την ανάποδη του κόσμου, δεν θέλω να επιλέξω, δεν μου αρέσει να επιλέγω. […]

Το πραγματικό θάρρος είναι ακόμα να κρατά κανείς τα μάτια ανοιχτά στο φως όπως και στον θάνατο. Άλλωστε, πώς να εκφράσω αυτό που συνδέει την τρομερή αγάπη της ζωής μ’ εκείνη τη μυστική απελπισία; Αν δεχτώ την ειρωνεία, κρυμμένη στο βάθος των πραγμάτων, εκείνη τότε αποκαλύπτεται αργά. Κλείνοντας το μικρό και φωτεινό μάτι της, λέει: «Ζήστε σαν…» Παρά τις τόσες έρευνες, η γνώση μου σταματά εδώ.

A. Camus, Η Καλή και η Ανάποδη, εκδ. Καστανιώτη

[Ευχαριστώ :www.doctv.gr]

Ο Άνθρωπος είναι αυτό που κάνει

Εικόνα

 

Τώρα μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα γιατί ή θεωρία μας [ο υπαρξισμός] προξενεί φρίκη σε μερικούς ανθρώπους. Γιατί συχνά ένα μόνο τρόπο έχουν για να αντέχουν την αθλιότητα τους. Να σκέφτονται: «οι περιστάσεις υπήρξαν εναντίον μου. Τα πράγματα μού πήγανε κόντρα. Άξιζα πολύ περισσότερο απ’ ό,τι έγινα. Βέβαια, δεν γνώρισα τον μεγάλο έρωτα ή τη μεγάλη φιλία, αλλά σ’ αυτό φταίει το γεγονός ότι δεν έλαχε να συναντήσω τον άντρα ή τη γυναίκα που να ήταν άξιοι για την αγάπη ή για τη φιλί μου. Δεν έγραψα πολύ καλά βιβλία και γι’ αυτό φταίει το ότι δεν είχα πολύ διαθέσιμο ελεύθερο καιρό στη διάθεσή μου. Δεν έκανα παιδιά για να τους αφιερωθώ, γιατί δεν βρήκα τον άνθρωπο που θα μπορούσα να φτιάξω μαζί του τη ζωή μου. Έμειναν λοιπόν αχρησιμοποίητες μέσα μου και είναι πάντα βιώσιμες ένα πλήθος από διαθέσεις, κλίσεις, δυνατότητες, που μου δίνουν μιαν αξία, την οποία ασφαλώς δεν μου επιτρέπει να επικαλεσθώ η σειρά των πράξεών μου.»

Στην πραγματικότητα όμως, για τον υπαρξιστή δεν υπάρχει άλλος έρωτας απ’ αυτόν που οικοδομείται, πραγματώνεται. Δεν υπάρχει δυνατότητα έρωτα παρά μόνο αυτή που εκδηλώνεται σε έναν έρωτα. Δεν υπάρχει μεγαλοφυΐα παρά μόνο αυτή που εκφράζεται στα έργα τέχνης: η μεγαλοφυΐα του Προυστ είναι το σύνολο των έργων του Προυστ. Η μεγαλοφυΐα του Ρακίνα είναι η σειρά των τραγωδιών του και τίποτ’ άλλο. Γιατί να αποδίδουμε στον Ρακίνα τη δυνατότητα να γράψει μία νέα τραγωδία, αφού ακριβώς δεν την έγραψε; Ο άνθρωπος στρατεύει τον εαυτό του στη ζωή, σχεδιάζει ο ίδιος τη φυσιογνωμία του, την προσωπικότητά του και πέρα απ’ αυτή την προσωπικότητα δεν υπάρχει τίποτα. Φυσικά, η σκέψη αυτή μπορεί να φανεί σκληρή σε κάποιον που δεν πέτυχε στη ζωή του. Απ’ την άλλη μεριά όμως, προδιαθέτει τους ανθρώπους να καταλάβουν πως μόνον η πραγματικότητα μετράει, πως το όνειρα, οι προσδοκίες, οι ευσεβείς πόθοι, οι ελπίδες, άλλο δεν κάνουν απ’ το να καθιστούν τελικά τον άνθρωπο ένα χαμένο, απογοητευμένο όνειρο, γεμάτο ελπίδες ανεκπλήρωτες, προσμονές ανώφελες. Τον καθορίζουν δηλαδή αρνητικά και όχι θετικά.

J. P. Sartre, «Ο Υπαρξισμός είναι ένας Ανθρωπισμός», Εκδ. ΑΡΣΕΝΙΔΗΣ – απόσπασμα.

Πείνα και Δίψα

Εικόνα Η δίψα του απόλυτου είναι ένα δεύτερο πάθος. “Βλέπεις, θέλω πολλά, ίσως τα θέλω όλα”, έγραφε ο ποιητής. Μα όχι “ίσως”. Εμείς τα θέλουμε όλα. Η ζωή είναι λίγη, όχι χρονικά λίγη, όσο ποιοτικά και ποσοτικά. Είναι τόση μόνο, όσο για να ξυπνάει μέσα μας μια βαθειά, ακόρεστη δίψα. Ό,τι γευόμαστε σε τούτη τη ζωή δεν είναι παρά αρμυρό νερό που μεγαλώνει τη δίψα μας για ένταση και διάρκεια. Μόνο αυτή η λέξη μπορεί να αποδώσει ό,τι ίσαμε τούτη τη στιγμή έχουμε δοκιμάσει στη ζωή: Διψάμε. Ό,τι γευτήκαμε κι ό,τι γευόμαστε είναι λίγο, ασήμαντο, μηδαμινό, μπροστά σ’ αυτό που διψάμε. Κι η δίψα αυτή είναι η πιο βασανιστική, το πιο φοβερό μαρτύριο. Οι στιγμές είναι ελάχιστες που η καρδιά ξεδιψάει για ζωή, το νερό κελαρύζει ελάχιστες στιγμές και μετά στερεύει κι η καρδιά μένει εκεί σκυμμένη καρτερώντας… πιο διψασμένη ύστερα απ’ αυτές τις στιγμές, πιο αχόρταστη, με τα χείλη ανοιχτά και ξεραμένα απ’ τη νοσταλγία.

Τι διψάμε; Διψάμε ένταση, διάρκεια, ποικιλία. Διψάμε το αδιάκοπα καινούργιο. Λαχταράμε τον ίλιγγο της πτώσης, της απροσμέτρητης πτώσης, αλλά και το φτερούγισμα της ανόδου. Κάθε τι ακραίο μας ηλεκτρίζει. Η γη είναι στενή, η ζωή φθαρμένη μέσα στα σχήματα. Ασφυκτιούμε μέσα στα δεσμά του τόπου, του χρόνου και των αισθήσεων. Μέσα μας υπάρχει ένας χώρος χωρίς έκταση, η ανάγκη για μια απόλυτη διάρκεια κι η λαχτάρα για μια χωρίς όρια απόλαυση.

Τα θέλουμε όλα, κι αυτό είναι το πιο βασανιστικό πάθος μεσ’ στη ζωή.

Χρήστος Γιανναράς, «Πείνα και Δίψα», Εκδ. ΓΡΗΓΟΡΗ ( απόσπασμα)

Αυθεντικότητα

Image

“Το αυθεντικό άτομο […] ξεκινάει από την παραδοχή του γεγονότος ότι δεν υπάρχει κάποιος δεδομένος εαυτός στον οποίο θα πρέπει να παραμείνει πιστό, ότι η ύπαρξή μας προηγείται της ουσίας μας και ότι επινοούμε τον εαυτό μας κατά τη διάρκεια της ζωής μας. Αυτό σημαίνει ότι πλάθουμε την ταυτότητά μας με βάση τις ίδιες τις αποφάσεις και τις πράξεις μας. Επομένως η “ουσία” μας δεν είναι τίποτα περισσότερο από αυτό που επιλέγουμε να είμαστε. Είμαστε ό,τι είμαστε – καλοί, κακοί, αδιάφοροι – όχι επειδή γεννηθήκαμε έτσι, ή πλαστήκαμε κατ΄αυτόν τον τρόπο από τον Θεό, ή διαμορφωθήκαμε από τις συνθήκες του περιβάλλοντός μας, από τη γενετική κληρονομιά μας, την ανατροφή μας ή την κοινωνική και θρησκευτική μας εκπαίδευση, αλλά επειδή κάναμε τους εαυτούς μας έτσι.”

Richard Kearney, Modern Movements in European Philosophy: Phenomenology, Critical Theory, Structuralism, όπως παρατίθεται στο ”Ερμηνεύοντας τον κόσμο – Η φαινομενολογία στον υπαρξισμό και στην ψυχολογία”, του Ernesto Spinelli.

Τραγωδία

Image

Ήταν επιτυχημένη, ευκατάστατη, καθωσπρέπει, και είχε ένα σωρό φίλους. Θα ‘πρεπε να είναι μια πολύ ευτυχισμένη γυναίκα, αλλά δεν ήταν, ήταν μίζερη, νευρική και ανικανοποίητη. Οι ψυχαναλυτές δεν μπορούσαν να την βοηθήσουν. Κι αυτή δεν μπορούσε να τους πει από τι υπέφερε, γιατί ούτε κι η ίδια ήξερε. Αναζητούσε την τραγωδία της. Μετά βρήκε έναν νεαρό αεροπόρο, που ήταν πολλά χρόνια νεότερός της, κι έγινε ερωμένη του. Ήταν δοκιμαστής αεροπλάνων, και μια μέρα που δοκίμαζε μια μηχανή, κάτι πήγε στραβά, και το αεροπλάνο έπεσε. Πέθανε μπροστά στα μάτια της. Οι φίλοι της φοβήθηκαν πως θα αυτοκτονούσε. Έπεσαν εντελώς έξω. Έγινε ευτυχισμένη, χοντρή και ικανοποιημένη. Απέκτησε την τραγωδία της.

Somerset Maugham, Τραγωδία («Μεγάλοι συγγραφείς γράφουν τις πιο μικρές ιστορίες του κόσμου», Εκδ. Γνώση)

Μυρίσαι το Άριστον [XXVII]

Image

Άργησα πολύ να καταλάβω τι σημαίνει ταπεινοσύνη και φταίνε αυτοί που μου μάθανε να την τοποθετώ στον άλλο πόλο της υπερηφάνειας. Πρέπει να εξημερώσεις την ιδέα της ύπαρξης μέσα σου για να την καταλάβεις.

Μια μέρα που ένιωθα να μ’ έχουν εγκαταλείψει όλα και μια μεγάλη θλίψη να πέφτει αργά στην ψυχή μου, τράβηξα, κει που περπατούσα, μες στα χωράφια χωρίς σωτηρία, ένα κλωνάρι άγνωστου θάμνου. Το ‘κοψα και το ‘φερα στο απάνω χείλι μου. Ευθύς αμέσως κατάλαβα ότι ο άνθρωπος είναι αθώος. Το διάβασα σ’ αυτή τη στυφή από αλήθεια ευωδιά τόσο έντονα που πήρα να προχωρώ το δρόμο της μ’ ελαφρύ βήμα και καρδιά ιεραπόστολου. Ώσπου, σε μεγάλο βάθος, μου έγινε συνείδηση πια ότι όλες οι θρησκείες λέγανε ψέματα.

Ναι, ο Παράδεισος δεν ήταν μια νοσταλγία. Ούτε, πολύ περισσότερο, μια ανταμοιβή. Ήταν ένα δικαίωμα.

Ο. Ελύτης, Μυρίσαι το Άριστον [XXVII] – «Ο Μικρός Ναυτίλος», Εκδ. Ίκαρος