Από την τρέλα στην τέχνη: Aloïse και οι χαμένοι μύθοι

aloise2

…πίνακες σαν κορδέλες γύρω από μια βόμβα

Γεννημένη στην Ελβετία στα τέλη του περασμένου αιώνα, η Αλοϊζ, σε ηλικία είκοσι ετών, τρελαίνεται και κλείνεται στο ψυχιατρικό νοσοκομείο Σερί, και εν συνεχεία στο άσυλο της Ροζιέρ, όπου και παραμένει έγκλειστη μέχρι το θάνατό της σε βαθύ γήρας. Μέσα στο άσυλο δημιουργεί πίνακες εξαίσιας ομορφιάς που της εξασφαλίζουν μια μοναδική θέση στο χώρο της Art Brut.

Αν σήμερα ανατρέχουμε στην ξεχασμένη φιγούρα της Αλοϊζ είναι γιατί, μέσα στα εκσυγχρονιστικά οράματα ανάπτυξης, ευζωίας και ευρυθμίας, οι φαντασμαγορικοί της πίνακες θυμίζουν πως τα βάθη του ψυχισμού μας, εις πείσμα όλων των καιρών, εις πείσμα όλων των εποχών, επιμένουν να συγκοινωνούν με το αδύνατο και το ανέφικτο των ερώτων μας και πως αυτό το άλλοτε και αλλού – φευ! – είναι πάντα παρόν. Είναι πάντα εδώ. Ένα ανατρεπτικό ενδεχόμενο!…

1913. Βρισκόμαστε στο Πότσνταμ της Γερμανίας. Η Αλοϊζ, μια νεαρή Ελβετίδα δασκάλα, παρακολουθεί μία λαμπρή παρέλαση. Πλήθος συγκεντρωμένο ζητωκραυγάζει τον αυτοκράτορα Γουλιέλμο Β’, που παρελαύνει υπέρλαμπρος ιππεύοντας ένα άσπρο άλογο. Η Αλοϊζ μαγεύεται. Εκστατικά παρακολουθεί τη σκηνή. Σαν υπνωτισμένη καθηλώνει το βλέμμα της στον αυτοκράτορα. Κι εδώ είναι η αρχή του τέλους της. Ή ίσως η αρχή της ιστορίας της. Μέσα στο μυαλό της θα ζήσει έναν περιπαθή έρωτα με τον αυτοκράτορα. Ο απρόσιτος θεός της θα μεταμορφωθεί σε σπαραχτικό εραστή των καθημερινών ονείρων της. Ηδονικά αρχίζει να ξεφεύγει από τον κόσμο της πραγματικότητας και αφήνεται να απορροφηθεί σιγά σιγά από έναν κόσμο ονειρικό.

Αδιάφορη για τη ζωή, χαμένη μέσα στο παραλήρημα ατέλειωτων μονολόγων, η Αλοϊζ είναι ανίκανη πια να προσαρμοστεί στην κοινωνική ζωή. Στο ψυχιατρικό νοσοκομείο του Σερί και στο άσυλο της Ροζιέρ, η Αλοϊζ θα περάσει έγκλειστη όλη της τη ζωή. Διάγνωση: «σχιζοφρένεια». Έξω δεν έμελλε να βγει παρά μόνο στο θάνατό της, το 1964.

Κι εκεί μέσα κάποια στιγμή θα αρχίσει να ζωγραφίζει. Οι μορφές που σχεδιάζει με τα χρωματιστά μολύβια ή τις κιμωλίες πάνω σε μεγάλες λευκές κόλλες αποτελούν μια απτή υποστήριξη των πλασμάτων της φαντασίας της. Στη ζωγραφική βρίσκει μια συμβολική πραγμάτωση των φαντασιώσεών της. Δεν υποφέρει πια. Δεν της λείπει καθόλου ο αδύνατος έρωτας. Είναι εκεί, παρών.. Κοντά της, με όλα τα μεγαλειώδη θέλγητρά του.

Η Αλοϊζ ζωγραφίζει. Δεν έχει σημασία αν ζωγραφίζει με πάθος, με μανία, με τρέλα ή με ψυχαναγκασμό. Σημασία έχει πως ζωγραφίζει. Η γιατρός της Ζακλίν Πορέ-Φορέλ αναφέρει: «υπάρχει ένα επανακτημένο αίσθημα ασφάλειας που βοηθά την άρρωστη να ξαναβρεί μια κάποια φυσικότητα στη συμπεριφορά της, μια γλώσσα πιο καταληπτή και μια ορισμένη ηρεμία».

Τα πρόσωπα επιλογής της Αλοϊζ είναι οι μεγάλες ερωτευμένες της Ιστορίας με τις οποίες ταυτίζεται, τα πριγκιπικά ζεύγη, οι θρυλικοί ήρωες, οι προσωπικότητες της ημέρας. Η Κλεοπάτρα, ο Ναπολέων, η βασίλισσα Ελισάβετ, ο Ντε Γκωλ, η Μαρία Αντουανέτα παίζουν το ρόλο τους μέσα σε μια όπερα-παραλήρημα και ζουν μεγαλειώδεις έρωτες. Οι αναχρονισμοί, οι απιθανότητες, οι παράτολμοι συσχετισμοί, τα πάντα επιτρέπονται σε αυτή την ονειρική πραγματικότητα που έχει ξεπεράσει τους νόμους του χώρου και του χρόνου.

Τα πρόσωπα αυτά δεν υφίστανται παρά μόνο για να «εμφανίζονται», ξετυλίγοντας το μεγαλείο της σε μια λαμπρή επιφάνεια χωρίς περιορισμούς. Αξιομνημόνευτος είναι ο τρόπος που απεικονίζει τα μάτια. Παντού το βλέμμα φαίνεται να καλύπτεται από μια μάσκα γαλάζια ή, καλύτερα, μοιάζει η ίριδα να έχει μεγαλώσει τόσο, ώστε απορρόφησε όλη την επιφάνεια του ματιού. Η έκφραση ενός καινούργιου ανθρώπινου βλέμματος. Ένα σημάδι ιερατισμού, ένα είδος κενού μεγαλείου.

Αναδημιουργεί έναν κόσμο του οποίου τα στοιχεία είναι δανεισμένα από τον επίσημο κόσμο, αλλά στον οποίο βασιλεύει εκείνη. Η Αλοϊζ είναι θεός. Η νεαρή ανώνυμη δασκάλα μέσα στο άσυλο των αρχών του αιώνα μας δίνει μοναδικές στιγμές. Γράφει ιστορία. Οι εκρηκτικοί της πίνακες φέρνουν στο νου τα λόγια του Breton για το έργο της Φρίντα Κάλο: «Μια κορδέλα γύρω από μια βόμβα».

Να, εδώ είναι η μύτη, θα πρέπει να τοποθετηθούν τριαντάφυλλα στο μέτωπο, τότε όμως δεν θα το κάνουμε καθόλου αυτό γιατί με θλίβει. Ξεγελάστηκα με το πράσινο, νόμιζα ότι ήταν πιο σκούρο. Το πράσινο δεν με τρομάζει σαν το μαύρο. Οι στρατηγοί των πράσινων στρατιών πάνε στην εξοχή. Όταν είναι σκοτάδι, αυτά τα παλιά κοστούμια…πάνε στο θέατρο, αυτά τα παλιά κοστούμια. Είναι μεγαλοπρεπείς αυτές οι κόκκινες φωτοσκιάσεις, είναι μια βασιλική ομορφιά. Το κόκκινο, πρέπει να το υπακούσω το κόκκινο.

Ο αποκομμένος από την πραγματικότητα, ο δίχως συνειρμό λόγος που τον είπαν σχιζοφρενικό. Και αυτά τα έργα τα ονόμασαν «ψυχοπαθολογικά» και τα ενέταξαν στην κατηγορία της Art Brut. Ακατέργαστα; Πρωτόλεια; Πρωτόγονη τέχνη; Ο όρος ανήκει στον Jean Dubuffet:

Ακατέργαστη τέχνη. Δηλώνει μια άλλη τέχνη στο περιθώριο της επίσημης, της ακαδημαϊκής, της πολιτισμικά αποδεκτής τέχνης. Ακατέργαστη τέχνη, δηλώνει κάθε λογής ευρηματικές, αυθόρμητες κατασκευές, σχέδια, ζωγραφική, κεντήματα, γλυπτά. Οι δημιουργοί τους είναι πρόσωπα σκοτεινά και δυσεντόπιστα, αυτοδίδακτοι, πλάνητες, παράφρονες, ή παραφόρως αναζητώντες την έκφραση του υψηλού, έξω όμως από μουσεία, γκαλερί, σχολές.

Η Αλοϊζ είναι εκπρόσωπος αυτής της τέχνης. Φτιάχνει με τα χέρια της μύθους και στη συνέχεια τους κατοικεί. Γίνονται προέκταση του εαυτού της. Οι ζωγραφιές αυτές είναι ο εαυτός της. «Όταν είναι σκοτάδι αυτό το πράσινο πάει στην εξοχή», μονολογεί ζωγραφίζοντας. «Ω, ο αγαπημένος μου αυτοκράτορας», λέει. Κι έπειτα προσθέτει: «πρέπει να το υπακούσω το κόκκινο». Και σαν υπνωτισμένη ζωγραφίζει και έτσι, παραδομένη στα θέλγητρα μιας συμβιωτικής σχέσης, ζει με τις ζωγραφιές της. Και αυτές τη στοιχειώνουν. «Πες μου ποιος σε στοιχειώνει να σου πω ποιος είσαι», έτσι αρχίζει η Νατζά του Breton. Μέσα από τις ζωγραφιές που τη στοιχειώνουν, η Αλοϊζ προσπαθεί να μας πει ποια είναι.

aloise5

«Είναι τέχνη;» θα έσπευδε κανείς να ρωτήσει. Ασφαλώς, εφόσον, όπως αναφέρει ο Dubuffet:

Η τέχνη δεν έρχεται να πλαγιάσει στα ατσαλάκωτα και καθαρά κρεβάτια που άλλοι έστρωσαν για αυτήν. Δραπετεύει αμέσως μόλις εκφέρεται το όνομά της. Αυτό που αγαπά είναι το ινκόγκνιτο. Οι καλύτερες στιγμές της είναι όταν λησμονεί πώς ακριβώς ονομάζεται.

Τέχνη λοιπόν, τέχνη που συγκλονίζει με την αμεσότητά της, με την άλλη σκηνή που τόσο γενναιόδωρα αφήνει να αναδυθεί στον ορίζοντα. Η άλλη σκηνή, η μη λογοκριμένη, η σκηνή του ονείρου, της απαγόρευσης, της σκοτεινής και ανατρεπτικής επιθυμίας. Άλλωστε τα όρια της τέχνης από τη μη τέχνη είναι ένα ψευδοπρόβλημα, αν δεχτούμε ότι τελικά «τέχνη είναι ό,τι μας συγκινεί».

Κυρίως από τη δεκαετία του ’50 κι έπειτα, βάζουμε τους τρελούς να ζωγραφίζουν. Όχι για το παιχνίδι, αλλά μέσα στο πλαίσιο μίας εργαλειακής λογικής. Όχι για να δοθεί διέξοδος στην καταχωνιασμένη έκφραση, αλλά για να θεραπευτούν οι τρελοί από την τρέλα τους. Ο επίσημος ψυχιατρικός λόγος δεν ενδιαφέρεται, φυσικά, για ατομικούς μύθους και ζωγραφισμένες φαντασιώσεις. Δέχεται ότι τα περισσότερα από τα προϊόντα της θεραπείας δια της τέχνης, της Art Therapy, δεν είναι τίποτα περισσότερο από συμπτώματα αρρώστιας. Και  κανείς δεν θλίβεται ή δε διερωτάται για το ότι ο έγκλειστος, όταν απελευθερώνεται, ως ιαθείς, ως θεραπευμένος, τότε παύει σχεδόν αυτόματα κάθε καλλιτεχνική δραστηριότητα.

Από τότε που έγινε της μόδας η τέχνη των τρελών, από τότε που τους βάζουμε να ζωγραφίζουν, από τότε που τους αφιερώνουμε εκθέσεις (δεκαετία του ’50), από τότε που ψυχίατροι και νοσηλευτικό προσωπικό ενδιαφέρονται να αξιοποιήσουν έτσι τους ασθενείς, να προβάλουν το έργο τους, να παρουσιάσουν τις πλούσιες ώρες της τρέλας, οι ώρες αυτές γίνονται ολοένα και πιο φτωχές, πιο χλομές, πιο ξέπνοες. Από τότε που δεν υπάρχει ούτε ένα ψυχιατρείο που να  μη διαθέτει το ατελιέ του και να μην οργανώνει σποραδικά εκθέσεις, η δημιουργικότητα των τρελών έχει πάρει την κατιούσα. Όλο και λιγότερο θα συναντήσουμε τα φαντασμαγορικά σχέδια της Αλοϊζ στους υπάκουα ζωγραφίζοντες, στους υπό επανένταξη χώρους, σχέδια. Στερεοτυπίες, επαναλαμβανόμενα μοτίβα, μιμητισμός- με λίγα λόγια, εξομάλυνση, κανονικοποίηση, συμμόρφωση στον κανόνα. Είναι ίσως το κόστος που έχουμε να πληρώσουμε για τη γρήγορη ίαση, που πλέον, λόγω των νευροληπτικών φαρμάκων, διαθέτουμε.

Μια ανησυχητικά οικεία αλλά και παράξενη εμπειρία η τρέλα. Αυτό το παράξενα οικείο μοιάζει να είναι το στοιχείο που συγκινεί ακόμα και σήμερα μέσα στις ζωγραφιές της Αλοϊζ. Οι παράφοροι, οι απαγορευμένοι έρωτες, τα μητρικά και πατρικά imagos, όλα εδώ πολύχρωμα ξεδιπλωμένα στις απέραντες επιφάνειες του λευκού χαρτιού. Αυτόν το φανταστικό κόσμο σήμερα τον βρίσκουμε έτοιμο, δεν τον επινοούμε. Εικόνες, εικονολαγνικός πολιτισμός των μίντια, με τους σερβιρισμένους ετοιμοπαράδοτους μύθους. Όχι, δεν υπήρχε τηλεόραση για να τροφοδοτεί τους μύθους της Αλοϊζ.

Στη σύγχρονη ψυχοπαθολογία αυξάνονται οι «νέες αρρώστιες της ψυχής». Πληθαίνουν οι «ναρκισσιστικές, μεθοριακές προσωπικότητες», άτομα που χαρακτηρίζονται από μια αδυναμία συμβολοποίησης, μια αδυναμία ψυχικής αναπαράστασης, άτομα που αδυνατούν να βάλουν σε εικόνες ή σε λόγο το πάθος και τις επιθυμίες τους.

Άτομα που ολοένα και λιγότερο γίνονται μυθο-τόκοι.

Περιστοιχισμένος από εικόνες, ο σύγχρονος άνθρωπος ολοένα και λιγότερο δείχνει ικανός να φαντασιώσει. Ο καταναλωτής εικόνων υποφέρει από την αδυναμία εικονοποίησης. Μήπως ήλθε η εποχή να νοσταλγήσουμε τις μυθογραφικές κατασκευές της Αλοϊζ; Τη δυνατότητα που εκείνη είχε να αφήνει το χνάρι της μέσα στους προσωπικούς της μύθους; Μήπως σήμερα ολοένα και περισσότερο διακυβεύεται αυτό το προσωπικό χνάρι;

Η έκσταση χάνεται  και μένουμε με τη νοσταλγία της Αλοϊζ, με τη νοσταλγία μίας παντοτινά χαμένης μυθοποιητικής φαντασμαγορίας. Τότε που όλα, μέσα από την επινόηση, έμοιαζαν να είναι δυνατά, ακόμα και αυτοί οι αδύνατοι, απίθανοι, τρελοί έρωτες.

 

Φωτεινή Τσαλίκογλου, Ψυχολογία της καθημερινής ζωής: Η κουλτούρα του εφήμερου, εκδ. Καστανιώτη.

Πίνακες: Aloïse Corbaz, Copyright: Fondation Aloïse, Chigny.

Πηγή: http://www.sik-isea.ch/en-us/

Μαθήματα με την Κάλλας

JPCALLAS1

Συνεχίζεται στο «John Golden Theatre» της Νέας Υόρκης το αφιερωμένο στη Μαρία Κάλλας έργο του Terrence McNally. «Αξίζει να έλθεις κολυμπώντας στη Νέα Υόρκη για να το δεις», γράφουν οι κριτικές που εδώ και τρεις μήνες ασχολούνται με τις ενστάσεις και τις συζητήσεις που προκαλεί. Η ντίβα συνεχίζει, καθώς φαίνεται, να ταράζει με την παράξενα ανησυχητική παρουσία της το κοινό ακόμα και σήμερα.

MASTER CLASS

«Πιπί-κακά», «πιπί-κακά». Πράγματι, έτσι μιλούσε η Μαρία Κάλλας όταν εκνευριζόταν την ώρα που δίδασκε; Και ο Αριστοτέλης Ωνάσης στα αλήθεια θεωρούσε ότι το καλύτερο μέρος σε μία όπερα είναι το διάλειμμα;

Οι θεατές που μαζικά σπεύδουν να δουν τη θεατρική παράσταση της χρονιάς στη Νέα Υόρκη δεν μπορούν να μη διατυπώσουν τέτοιου είδους ερωτήματα. Δε γίνεται να μην αναρωτηθούν: «Είναι αλήθεια τα όσα βλέπουμε;» «Τόσο απορροφημένη ήταν από τον εαυτό της, τόσο βυθισμένη στο πάθος και τα πάθη της, ώστε να εκμηδενίζεται την ώρα του μαθήματος ο τρέμων από την αγωνία μαθητής;»

Ακατάπαυστα τους τρεις τελευταίους μήνες που παίζεται στο «John Golden Theatre» το «Master Class» προκαλεί παθιασμένες συζητήσεις και αναλύσεις. Το έργο αναφέρεται στην εποχή ανάμεσα στον Οκτώβριο του 1971 και το Μάρτιο του 1972. Τότε που η Μαρία Κάλλας κάθε Δευτέρα και Πέμπτη από τις 5.30 μέχρι τις 7.30 έδινε μαθήματα στο Lincoln Center στο Julliard School of Music. Αν ήσουν τυχερός και έβρισκες εγκαίρως εισιτήριο, μπορούσες με πέντε δολάρια να παρακολουθήσεις το μάθημα που ήταν ανοιχτό στο κοινό.

Ειπώθηκε ότι το έργο δεν είναι πιστό. Οι απανταχού ιερογράφοι, αφοσιωμένοι σε κίβδηλους εξωραισμούς, έσπευσαν να το καταδικάσουν. Ναι! ίσως και να μην είναι πιστό. Τι σημασία έχει όμως; Μπορεί να μην είναι πιστό. Είναι όμως πειστικό. Εξαιρετικά πειστικό. Μια συγκλονιστική παράσταση. Και πέρα για πέρα αληθινή. Με την έννοια ότι η αλήθεια είναι πάντα κάτι περισσότερο από την ακρίβεια. Και αυτό είναι που μετράει τελικά. «Αξίζει να έλθεις κολυμπώντας στη Νέα Υόρκη για να το δεις», έτσι γράφει ένας κριτικός. Πριν την παράσταση χαμογελάς με την υπερβολή. Αφού έχεις δει όμως το έργο, δε χαμογελάς πια. Η Ζοέ Κάλντγουελ μπήκε στο πετσί της  μεγάλης ντίβας και εκεί έμεινε σε όλη τη διάρκεια των δύο ωρών που κυλάνε σαν να είναι ένα λεπτό.

Το «Master Class», που αναφέρεται σε ένα μάθημα μουσικής, μεταμορφώνεται σε ένα μάθημα όχι μόνο θεατρικής τέχνης, όχι μόνο ποίησης και κουλτούρας, αλλά σε ένα μάθημα ύπαρξης. «Ποια είσαι;» ρωτάει η πρωταγωνίστρια. Η ερώτηση απευθύνεται στην τρέμουσα από αγωνία νεαρή μαθήτρια που μπαίνει στην τάξη για το πρώτο μάθημα. «Πες μου ποια είσαι;» «Μέσα από τη μουσική θα γίνεις…» είναι σαν να υπόσχεται η μεγάλη δασκάλα. «Κάθε νότα και ένας αβάσταχτος πόνος». Και η συνταγή; Σκληρή δουλειά, προσήλωση, κουράγιο. Σκληρή δουλειά, πριν, κατά τη διάρκεια, μετά.

Μια δασκάλα καταβροχθιστική. Απειλητική. Από το μαθητή της ζητούσε τα πάντα. Και είχε δικαίωμα να τα ζητήσει, γιατί προηγουμένως τα είχε ζητήσει όλα από τον εαυτό της. Τα είχε ζητήσει και τα είχε δώσει. Και μόνο αυτός ο δάσκαλος, στη σκηνή, στο θέατρο ή στο Πανεπιστήμιο, δικαιούται να ζητά. Οι άλλοι καλύτερα να σιωπούν.

Είναι σκληρή, ψυχρή, απόμακρη, ακόμα και προσβλητική. Θυμώνει όταν ο Τόνυ, ο νεαρός τενόρος, επιχειρεί να τραγουδήσει την άρια του Μάριο Καβαραντόσι στην πρώτη σκηνή της Τόσκα, δίχως να γνωρίζει σε ποια εκκλησία στη Ρώμη, τι ώρα και σε ποια εποχή εκτυλίσσεται η σκηνή. Όμως αμέσως μετά κατακλύζεται από τη συγκίνηση ακούγοντας τον νεαρό με τη χαρισματική φωνή να τραγουδάει Τόσκα. Η φωνή του και μόνο την κάνει προς στιγμήν ευάλωτη. Τότε χάνει για πρώτη φορά την αυτοκυριαρχία της. «Έχετε ωραία φωνή». Έπειτα σιωπή. Κι έπειτα: «Τίποτε άλλο. Τελειώσαμε». Το μάθημα απότομα θεωρείται λήξαν. Ο νεαρός μαθητής πρέπει να φύγει. Η σκηνή φέρνει στο νου τον Lacan, όταν ύστερα από πέντε λεπτά ακρόαση τελείωνε τη συνεδρία με τον αναλυόμενό του. Και όταν ο Τόνυ, αρνούμενος να αποχωρήσει έτσι «σκέτα», παρακαλεί «Μα δώστε μου τουλάχιστον μια συμβουλή», εκείνη του λέει: «Να θυμάσαι, ήταν Άνοιξη όταν ο Μάριο Καβαραντόσι τραγουδούσε».

Ίσως να ήθελε με τα λόγια αυτά να επισημάνει ότι για να γίνεις καλλιτέχνης πρέπει να αισθάνεσαι και να ξέρεις, να νιώθεις και να κατέχεις. Να φέρνεις στη φαντασία σου την αλήθεια του έργου και να αφήνεσαι σε αυτό.

Ναι, όπως προκύπτει και μέσα από το έργο, ήταν απορροφημένη από τον εαυτό της. Ναι, ήταν «ναρκισσιστική προσωπικότητα». Για να μπορέσεις όμως να αγαπήσεις τον άλλο, τον μαθητή, τη δουλειά σου, το έργο σου, για να μπορέσεις να μεταδώσεις ένα κομμάτι του εαυτού σου στον άλλο, δεν πρέπει πρώτα να αγαπήσεις βαθιά τον ίδιο σου τον εαυτό; Και η αγάπη είναι πάντα διπλή. Δοτική και σπαραχτική. Δώρο και σφαγή. Και η Κάλλας αγαπούσε και ταλάνιζε τον εαυτό της, τον χάιδευε και τον κατασπάρασσε, όπως ακριβώς έκανε και με τους μαθητές της.

«Είμαστε στη σκηνή και όχι σε δωμάτιο ψυχιάτρου», λέει σε μία στιγμή, ίσως για να υπενθυμίσει ακριβώς το αντίθετο. Ότι τελικά το μάθημα αυτό ήταν μία παράσταση ψυχής. Μάθημα ψυχής έδινε τελικά η Κάλλας. «Πόσο πιο φτωχοί θα ήσασταν δίχως εμάς τους καλλιτέχνες…» λέει έπειτα απευθυνόμενη στο κοινό. Ακόμα κι αν η ντίβα, που δε φημιζόταν για τη μετριοφροσύνη της, εννοούσε «πόσο πιο φτωχοί θα ήσασταν χωρίς τη Μαρία Κάλλας», ακόμα κι έτσι, η «ύβρις» αυτή δεν είναι σε ένα βαθμό αληθινή; Η ζωή με μερικές τέτοιες αλήθειες δε γίνεται πιο όμορφη; Περισσότερο παρά ποτέ άλλοτε οι αλήθειες αυτές μας χρειάζονται.

Η υπερβολή δεν πάντα βλαβερή. Ναι, αξίζει να πας κολυμπώντας στη Νέα Υόρκη για να δεις το έργο.

Φωτεινή Τσαλίκογλου, Ψυχολογία της Καθημερινής Ζωής: Η κουλτούρα του εφήμερου (Εκδ. Καστανιώτη, 5η έκδοση, 1999)

*Στη φωτογραφία, η Μαρία Κάλλας και ο πιανίστας Eugene Kohn στη διάρκεια ενός από τα θρυλικά μαθήματά της στο Juilliard School, τον Μάρτιο του 1972. Photography, Beth Bergman.

 

Ιστορίες Ζωής

Pawel-Kuczynski_10626873_923524431009470_2323986266373455425_n

Όλες οι έρευνες το πιστοποιούν. Η συντριπτική πλειοψηφία των τηλεθεατών δε θεωρεί πραγματικές τις ιστορίες ζωής που παρουσιάζονται στην τηλεόραση. Ένα ελάχιστο 5% μόνο μοιάζει να διαθέτει την αθωότητα του βρέφους και να υποκύπτει άνευ όρων στην αληθοφάνεια μιας κατασκευασμένης εικόνας. Όλοι οι άλλοι, εμείς οι άπιστοι, υποψιασμένοι ενήλικες, σαν μαγεμένοι ξανά και ξανά, παρακάμπτοντας επιμελώς τη δυσπιστία μας, μένουμε καθηλωμένοι στις ιστορίες ζωής, στην πολύτιμη πραμάτεια όλων των καναλιών.

Μας εξοργίζουν όλες αυτές οι δραματικές αφηγήσεις, μας θλίβουν, ενίοτε θυμώνουμε με τον τρόπο παρουσίασης, καταγγέλουμε τον άθλιο χειρισμό του θέματος. Κι όμως εκεί, σαν υπνωτισμένοι, ακούμε και βλέπουμε.

Για να διασκεδάσουμε ίσως. Να ψυχαγωγηθούμε μέσα από την απατηλή σκηνοθεσία ενός δράματος που έτσι κι αλλιώς δεν μας πείθει. Όμως εκείνη την ώρα κάποιο τηλεπαιχνίδι με πλούσια δώρα, κάποια σαπουνόπερα, θα αναλάμβανε ίσως πιο δραστικούς τρόπους απόδρασης. Κι όμως δεν αλλάζουμε κανάλι. Προτιμώμενες παραμένουν οι ιστορίες ζωής. Γιατί;

Εύκολο είναι να επικαλεσθεί κανείς την κρυφή ηδονοβλεπτική διάσταση που ωθεί σε μια τέτοια προτίμηση. Εύκολο είναι να αναφερθείς στο άχρωμο και άτονο της καθημερινής ζωής των πολλών.

«Η ζωή μου είναι τόσο ήσυχη. Η ησυχία αυτή με τρομάζει. Το βάρος του μη συμβάντος με βαραίνει. Αποζητώ το αλλότριο συμβάν για να το οικειοποιηθώ. Να το κάνω δικό μου. Να ανυψωθώ κι εγώ στη σφαίρα των τραγικών ηρώων της ιστορίας. Όσο γελοίος κι αν είναι κατά βάθος ο πρωταγωνιστής, όσο απωθητικός κι αν είναι στην αθλιότητά του, έχει μία τραγική διάσταση. Κι αυτή είναι που αποζητώ».

Άλλοτε πάλι, ο άλλος κινητοποιεί μόνο αμιγείς εμπαθείς απορρίψεις. Τον βδελίσσομαι. Η παθολογία του με κάνει να ριγώ. Κι όμως τον θέλω. Θέλω κι αυτόν να τον δω, να τον ακούσω, στα δελτία των ειδήσεων, στις ειδικές εκπομπές, να τον απολαύσω, έτσι καθώς διηγείται πώς εκτέλεσε τη γυναίκα, την πεθερά, τα παιδιά του, τα ανίψια του, τα εγγόνια του. Ή ακόμα, πώς μες στην απόλυτη ανέχεια και φτώχεια τρώει ποντικούς, γάτες ή ευτραφείς γειτόνους!

Τον θέλω τον αποκρουστικό παρεκκλίνοντα. Με βοηθάει να ορίσω τον εαυτό μου ως διαφορετικό. Η διήγησή του μου κάνει. Σαν νερό με βοηθάει να κυλήσει η αλλότρια δυστυχία από πάνω μου. Να μη σκαλώσει πουθενά. Και να βγω αλώβητος από την ταύτιση. Αμέτοχος. Δεν είμαι εγώ! Είναι εκείνος! Η δυστυχία έχει βρει τα περιχαρακωμένα όριά της έξω από τον ιδιωτικό μου ορίζοντα. Το κακό ξορκίζεται. Διαθέτει όνομα. Δεν είναι το δικό μου. Διαθέτει ιστορία. Δεν είναι η δική μου. Κατοικεί αλλού.

Κυρίως διαθέτει εικόνα. Κι έτσι το κακό συγκεκριμενοποιείται. Δεν είναι διάχυτο. Εντοπίζεται. Τα τέρατα που κυκλοφορούν μέσα μου ναρκώνονται. Εκεί. Στο γυαλί. Μόνο εκεί.

Αρκούν λοιπόν αυτοί οι φανταστικοί συλλογισμοί για να εξηγήσουν το πάθος, το μένος, την επίμονη ηδονή που προσφέρουν τα τηλεσόου της δυστυχίας; Κάτι, όπως πάντα, μοιάζει να λείπει. Κι αυτό το κάτι αναδεικνύεται μέσα από το διεισδυτικό και ανατρεπτικό λόγο του Nietzsche:

Εμείς οι άνθρωποι της γνώσης δε γνωρίζουμε τον εαυτό μας- και δικαιολογημένα. Ποτέ δεν αναζητήσαμε τον εαυτό μας – πώς θα μπορούσαμε λοιπόν να τον βρούμε κάποτε; Σωστά έχει ειπωθεί ότι «εκεί που βρίσκεται ο θησαυρός σου βρίσκεται και η καρδιά σου»,  ο θησαυρός μας είναι εκεί που είναι και οι κυψέλες της γνώσης μας. Πάντα κατευθυνόμαστε προς αυτές, σαν να είμαστε από γεννησιμιού μας φτερωτά πλάσματα που μαζεύουν το μέλι του πνεύματος και η μοναδική μας έγνοια είναι «να φέρνουμε κάτι στο σπίτι». Άλλωστε ποιος από μας ασχολείται στα σοβαρά με ό,τι αφορά στη ζωή, με τα επονομαζόμενα «βιώματα»; Ή αφιερώνει τον απαραίτητο χρόνο γι’ αυτά; Φοβάμαι πως αυτή η υπόθεση δεν ήταν ποτέ δική μας υπόθεση: δεν μπορούμε να δώσουμε την καρδιά μας σε αυτήν, ούτε και τ’ αυτιά μας. Αλλά, όπως ένας εντελώς αφηρημένος και βυθισμένος στον εαυτό του άνθρωπος, που η καμπάνα του μεσημεριού χτύπησε στ’ αυτιά του μ’ όλη της τη δύναμη τους δώδεκα χτύπους της, ξαφνικά πετάγεται πάνω και αναρωτιέται: «τι ήταν άραγε αυτό που χτύπησε;» έτσι κι εμείς καμιά φορά τρίβουμε εκ των υστέρων τ’ αυτιά μας κι αναρωτιόμαστε, γεμάτοι έκπληξη κι ανησυχία, «τι ήταν στ’ αλήθεια αυτό που μόλις ζήσαμε;» και ακόμα «ποιοι είμαστε στ’ αλήθεια;» και ξαναμετρούμε εκ των υστέρων, όπως είπαμε, τους δώδεκα παλλόμενους χτύπους της καμπάνας της εμπειρίας μας, της ζωής μας, της ύπαρξής μας – και αλίμονο! Κάνουμε λάθος στο μέτρημα. Και παραμένουμε αναγκαστικά ξένοι στον εαυτό μας, δεν τον καταλαβαίνουμε, αναγκαζόμαστε να παρερμηνεύουμε τον εαυτό μας, για να ισχύει ένας νόμος, για όλη την αιωνιότητα: «ο καθένας είναι ο πιο ξένος απέναντι στον εαυτό του». Δεν είμαστε άνθρωποι της γνώσης όσον αφορά στον εαυτό μας.

Ίσως όλη αυτή η ηδονή που έγκειται στο να ακούσεις από την τηλεόραση την ιστορία του άλλου, έχει να κάνει με μια τρομακτική μετάθεση. Να ακούς από τον άλλον αυτό που δεν μπορείς να ακούσεις από σένα. Να αφουγκραστείς μία ξένη ιστορία στη θέση της δικής σου ιστορίας. Εκείνη που δεν θα γνωρίσεις ποτέ, εκείνη που δεν θα σε γνωρίσει ποτέ.

Ένα χρυσό άλλοθι οι ιστορίες στη μικρή οθόνη. Επιτρέπουν τον μόνο επιθυμητό στόχο: «να παραμείνει ο καθένας πιο ξένος απέναντι στον εαυτό του».

Δεν είναι να απορείς λοιπόν. Όχι, δεν είναι να απορείς. Ίσως μόνο να θλίβεσαι. Αλλά γι’ αυτό δεν υπάρχει ούτε χώρος, ούτε χρόνος και, κυρίως, ούτε τηλεοπτική κάλυψη.

Φωτεινή Τσαλίκογλου, Ψυχολογία της Καθημερινής Ζωής- Η κουλτούρα του εφήμερου (Εκδ. Καστανιώτη) – απόσπασμα.

Pawel Kuczynski, «T.V. Relaxing»

Ένας θεραπευτής ακροβάτης

tethered-fulcrum

Μ.: Τι είναι η φυσιολογικότητα; Τι πάει να πει «να είσαι κανονικός»; Ποιος θα μας το πει; Εγώ θυμώνω κιόλας τώρα. Ποιος έχει τη δικαιοδοσία να πει τι είναι η normalité. Δεν έχει κανείς. Δηλαδή, άμα γίνεσαι καλά και μπαίνεις στην κανονικότητα, μήπως χάνεις πολλά πράγματα; Μήπως χάνεις τη διορατικότητά σου; Το ένστικτο; Την αγριάδα σου; Τον πεσιμισμό σου, που καμιά φορά κι ο πεσιμισμός έχει πολύ μεγάλη σημασία; Άμα δεις τους μεγάλους φιλοσόφους, είναι όλοι πεσιμιστές. Όλοι.

Φ.: Μια θεραπεία που σε υποχρεώνει να είσαι έτσι φυσιολογικός, δεν είναι θεραπεία.

Μ.: Το έχω δοκιμάσει από πρώτο χέρι. Κι ενώ γινόμουν καλά εξωτερικά, δηλαδή πήγαινα στην πισίνα, έβγαινα έξω για καφέ, κλπ., μέσα μου βαθιά ήμουνα πολύ δυστυχισμένη. Πολύ δυστυχισμένη. Ενώ έκανα «αυτό που έπρεπε», εντός εισαγωγικών. Η φυσιολογικότητα είναι μια ψεύτικη ιστορία. Εγώ δεν πιστεύω στη φυσιολογικότητα.

Φ.: Ισορροπίες τρόμου. Ακροβάτης και ισορροπιστής πρέπει να είναι ο θεραπευτής. Να μην υποκύπτει στον καθησυχασμό του ανούσιου και του μέσου όρου, αλλά και να μην υποθάλπει την έλξη των άκρων, της νύχτας και του σκοταδιού. Δύσκολο να είναι κανείς ακροβάτης.

Μαργαρίτα Καραπάνου – Φωτεινή Τσαλίκογλου, Μήπως; (εκδ. Ωκεανίδα) – απόσπασμα

Πίνακας: Steven Kenny, Tethered Fulcrum 

Η Μέση Ηλικία Δεν Υπάρχει

Tiziano,_tre_età_dell'uomo_01

Θα σταθώ στον προφητικό πίνακα του Τιτσιάνο, «Οι τρεις ηλικίες του ανθρώπου». Στο κέντρο ενός ειδυλλιακού αρκαδικού τοπίου δεσπόζει ένα εικοσάχρονο ζεύγος. Η δαφνοστεφανωμένη νεαρή γυναίκα με ηδυπάθεια προσφέρει μια φλογέρα στον εραστή της που την κοιτάζει με λατρεία. Στο αριστερό μέρος του πίνακα δύο σχεδόν νεογέννητα μωρά είναι παραδομένα σε ένα μακάριο ύπνο. Η αθώα γύμνια των σωμάτων τους προστατεύεται από έναν φτερωτό ερωτιδέα. Στο βάθος του πίνακα το ειδυλλιακό τοπίο διακόπτεται απότομα. Ένας γέρος συλλογίζεται μελαγχολικά τις δύο νεκροκεφαλές που κρατά στα χέρια του. Ο πιστός στο πνεύμα της Αναγέννησης πίνακας έχει ξεχάσει μία «μικρή λεπτομέρεια». Ένα ολόκληρο ηλικιακό φάσμα που εκτείνεται ανάμεσα στη νεότητα και στο γήρας. Τη μέση ηλικία. Η μέση ηλικία είναι ανύπαρκτη. Και με αυτή την έννοια, ο πίνακας αποδεικνύεται εξαιρετικά μοντέρνος.

Το γήρας είναι απεχθές. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά μόνο η νεότητα. Όπως και στον πίνακα, έτσι και στο σύγχρονο κοινωνικό τοπίο όλα περιστρέφονται γύρω από αυτήν. Η νεότητα σήμερα δεν είναι το αγαθόν που ο καθένας μας ως κόρη οφθαλμού δικαιούται να διαφυλάττει. Η νεότητα συρρικνώνεται σε ένα επιβεβλημένο καταναλωτικό είδος. Και κατά έναν παράδοξο τρόπο, όσο περισσότερο την ψάχνεις, όταν πλέον δεν την έχεις, τόσο πιο πολύ απομακρύνεσαι από αυτήν.

Όλα γύρω μας είναι σαν να λένε: «Μείνε νέος ή πέθανε». Με κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο εκβιάζεται η παράταση της φευγαλέας νεότητας. Δεν υπάρχει δυνατότητα διαφυγής. Τα μίντια, οι γιγαντοαφίσες, οι φαρμακοβιομηχανίες, οι διαφημιστικές καμπάνιες, οι γιγαντιαίες εταιρείες καλλυντικών δεν σου υποδεικνύουν μόνο τι να αγοράσεις για να μείνεις νέος, σου δηλώνουν και τι οφείλεις να επιθυμείς. Ο μύθος της παντοτινά νέας γυναίκας εντείνει τον υφέρποντα καταναγκασμό. Το αψεγάδιαστο νεανικό γυναικείο σώμα, σαν επίμονο φάντασμα, στοιχειώνει τις συλλογικές φαντασιώσεις. Γίνεται η κυρίαρχη μεταφορά του «καλού αντικειμένου». Η απομάκρυνση από τη βιολογική νεότητα κατακλύζει τον ψυχισμό με τύψεις, ενοχές, φόβο, απόγνωση, απελπισία. Ιδίως για τη γυναίκα, η μέση ηλικία, πολύ περισσότερο από το ευκρινές γήρας, μετατρέπεται σε ταμπού. Η μέση ηλικία δεν υπάρχει. Έχει απορροφηθεί από το μύθο μίας μακροημερεύουσας πλασματικής νεότητας.

Η επιστήμη, η πρόοδος της ιατρικής, της βιολογίας, της γενετικής, αθέλητα ή και ηθελημένα ενίοτε, γίνονται οι συνένοχοι μιας ανίερης συμμαχίας. Η νεότητα αναμένεται να εξασφαλιστεί με ένα μαγικό χάπι ή με ένα μαγικό νυστέρι. Οι παρενέργειες μπορεί να είναι κωμικοτραγικές ή απλώς τραγικές. Ποιος όμως τις λογαριάζει;

Φωτεινή Τσαλίκογλου, Η Ψυχολογία της Καθημερινής Ζωής- η κουλτούρα του εφήμερου (Εκδ. Καστανιώτη)

Πίνακας: «Οι τρεις ηλικίες του ανθρώπου», Τιτσιάνο.

Ευτυχία είναι…

karapanou1

Μ.: Να ξυπνάς το πρωί και να ‘χεις την ανυπομονησία να πιεις τον πρωινό σου καφέ ανάβοντας ένα τσιγάρο, και να πεις μέσα σου: «Σήμερα τι θα κάνω;» Πιστεύω στην ευτυχία, Φωτεινή. Παρά τον παραλογισμό που μας περιβάλλει, ίσως μάλιστα και σε πείσμα του παραλογισμού, δεν θα σταματήσω να πιστεύω στην ευτυχία. Μόλις γίνομαι καλύτερα, μόλις η κατάθλιψη φεύγει μακριά, είμαι ευτυχισμένη. Ξυπνάω το πρωί, φτιάχνω τον καφέ μου, ανάβω το πρώτο μου τσιγάρο. Δεν θέλω τίποτ’ άλλο.

Φ.: Να μη θες τίποτ’ άλλο. Να έχεις την ικανότητα να απολαύσεις έναν πρωινό καφέ.

Μ.: Όσοι υπήρξαν δυστυχισμένοι κι είχαν πολλά εμπόδια να ξεπεράσουν, είναι ίσως πιο εύκολο να είναι ευτυχισμένοι. Γιατί ποτέ γι’ αυτούς δεν ήταν δεδομένα όσα ήταν για όλους τους άλλους. Και γι’ αυτό ένας καφές φτάνει.

Άμα αρχίζεις και αισθάνεσαι ευχαρίστηση με τον πρωινό καφέ, εξαπλώνεται αυτή η ευχαρίστηση σιγά σιγά σε πολλά πράγματα. Και σοβαρά και μη σοβαρά. Και δύσκολα και εύκολα. Επειδή υπήρξα πολύ άρρωστη, δεν έχω την αίσθηση της έλλειψης στη ζωή μου. Αυτό με κάνει ευτυχισμένη.

Φ.: «Μια ζωή δεν αξίζει τίποτα, αλλά τίποτα δεν αξίζει όσο μια ζωή». Το είπε ο Μαλρό και νομίζω τα λέει όλα αυτή η φράση.

Μ.: Καμία ζωή δεν πάει στράφι, Φωτεινή. Θα υπήρχαν και ωραίες στιγμές και στην πιο μαύρη ζωή. Γνώρισα στη Γαλλία μία γυναίκα ογδόντα πέντε χρονών που ζει έξω απ’ το Παρίσι και όλη τη μέρα τρέχει από δω, τρέχει από κει, γράφει γράμματα, είναι απασχολημένη λες κι είναι ο πρόεδρος Μπους. Κάτι κάνει όλη την ημέρα. Με μεγάλη της χαρά. Και είναι ογδόντα πέντε χρονών. Δεν τη νοιάζει ούτε ο θάνατος σχεδόν.

Φ.: Μόλις με βοήθησες, Μαργαρίτα, να δώσω μια απάντηση στο αφελές ερώτημα: «Τι είναι ευτυχία;» Ευτυχία είναι σχεδόν να μη φοβάσαι τον θάνατο.

Μαργαρίτα Καραπάνου – Φωτεινή Τσαλίκογλου, Μήπως; (εκδ. Ωκεανίδα) – απόσπασμα.