Youth

Youth

 

Δύο άντρες ηλικιωμένοι, με περισσότερη ζωή πίσω τους απ’ όση μπροστά τους, φίλοι από τα βαθιά τους νιάτα, σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο στις Ελβετικές Άλπεις. Επιτυχημένοι, διάσημοι, περιστοιχισμένοι μία ζωή από τους πειρασμούς της ομορφιάς: γυναίκες, μουσική, εικόνες, σενάρια. Ο ένας φανερά παραιτημένος, περιμένει να πεθάνει. Ο άλλος φανερά ακούραστος, ετοιμάζει την νέα του ταινία. Δίπλα τους, ένας Μαραντόνα να ασθμαίνει στη δεύτερη απλωτή στην πισίνα, παχύσαρκο φάντασμα του Θεού που ακόμα είναι για τους όλους τους υπόλοιπους. Αλλά και η Μις Υφήλιος, τόσο απερίγραπτα όμορφη, σφριγηλή και έξυπνη όσο δεν μπορεί πια να είναι η ζωή των δύο φίλων. Σε κάθε καρέ τα αντίθετα: Ένα γερασμένο σώμα μέσα σε μία σφύζουσα ζωής φύση. Ένα νέο κορίτσι που κάνει μασάζ σε ένα σώμα χαλαρωμένο από το πέρασμα του χρόνου. Ένα κόκκινο κραγιόν σε χείλη ηλικιωμένα. Ένα ζευγάρι συνταξιούχων που κάνουν έρωτα στα όρθια, στον κορμό ενός δέντρου μέσα στο δάσος. Ένας παλιός έρωτας κι ένας καινούργιος. Η πάλη ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο, στην υγεία και την αρρώστια, την δέσμευση και την ελευθερία, τον φόβο και την επιθυμία.

«I’m always going home.
Always going to my father’s house.»

Αυτά συμβαίνουν στο Youth. Και είναι αυτά που συμβαίνουν στην ζωή όλων μας, ανεξαρτήτως ηλικίας. Συμβαίνει δε, με έναν τρόπο που ίσως και ο ίδιος ο Sorrentino να μην είχε συνειδητοποιήσει. Διαβάζω σε συνέντευξή του, σχετικά με το γιατί επέλεξε να «εμφανιστεί» ο Μαραντόνα σε αυτή την ταινία. Ως απάντηση λέει ότι κάποτε ο Μαραντόνα του έσωσε τη ζωή. Όταν ήταν μικρός, πολλά καλοκαίρια τα περνούσε με τους γονείς του σε ένα σπίτι στο βουνό. Εκείνη τη φορά επέμεινε να μην πάει μαζί τους, ώστε να παρακολουθήσει έναν αγώνα με τον Μαραντόνα. Οι γονείς του πήγαν στο σπίτι στο βουνό, μία έκρηξη στο σύστημα θέρμανσης, εκείνοι σκοτώθηκαν, εκείνος σώθηκε.

 «Fear…That is an amazing feeling too,
you know?»

Θα μπορούσα να ρισκάρω την υπόθεση ότι ο Sorrentino έφτιαξε αυτή την ταινία για να ξορκίσει το παρελθόν του. Ένα παρελθόν νεότητας που κατακλύζεται από το θάνατο – τον τραγικό, σε ένα σπίτι στο βουνό – των γονιών του.

Το δίλημμα λοιπόν είναι τι θα επιλέξεις να αφήσεις πίσω σου και η δυσκολία που το συνοδεύει είναι στο πώς θα το κάνεις αυτό. Πώς να επιλέξεις τα γηρατειά όταν η νεότητα είναι τόσο ποθητή, πώς να επιλέξεις την επιθυμία όταν ο τρόμος είναι τόσο βολικός, πώς να καταφέρεις τελικά να υπερβείς τους φόβους σου και να ανοιχτείς στη ζωή; Δύσκολη επιλογή, ακόμα πιο δύσκολη η σκέψη αυτής, και τρομακτική η προοπτική να την κάνεις πραγματικότητα- να αγκαλιάσεις τους φόβους σου.

Ο άνθρωπος που έμοιαζε περισσότερο ελεύθερος, τρέμει μπροστά στην απειλή της συνταξιοδοτικής ρουτίνας, δεν αντέχει την κατάρρευση της ψευδαίσθησης που χρόνια τον κρατούσε ζωντανό και αυτοκτονεί. Εν ψυχρώ, θα έλεγε κανείς – Ίσως όχι και τόσο, θα σχολίαζε ένας προσεκτικός παρατηρητής. Κι ο παραιτημένος, ο παντελώς παραδομένος στο παρόν της απόσυρσης, του περιθωρίου πλέον της ζωής, ο νωθρός, όπως τον λέει η κόρη του, στέκει στα πόδια του, αντιμετωπίζει τους φόβους και τις ενοχές του και τα τιμάει όπως τους πρέπει. Αντέχει.

 

 «I have finally come
to a conclusion…
…I have to choose.
I have to choose what is really
worth telling.
The Horror or Desire?
And I chose the Desire.
You, each one of you…
…You opened my eyes.
You made me see that I should not be wasting
my time on the senselessness of Horror.
I want to tell about your Desire,
my Desire.
So pure, so impossible,
so immoral…
…But it doesn’t matter
because that’s what makes us alive.»

 

Σκέφτομαι πως ίσως η ελευθερία να μας περιμένει στο τέλος του φόβου: του φόβου της αρρώστιας, της φθοράς, του θανάτου. Ίσως ελευθερία να μην είναι τίποτα παραπάνω από την επιθυμία να ζήσεις, να λαχταρήσεις, να νιώσεις, να αγγίξεις τους άλλους. Να αφεθείς να αιωρηθείς ψηλά σε έναν γκρεμό και να αφεθείς στην – αβέβαιη, φυσικά – εμπιστοσύνη προς εκείνον που σου λέει «κοίταξε εμένα». Σε αυτή τη στροφή του βλέμματος, είτε πάνω από τον γκρεμό, είτε πάνω στη σκηνή, είτε προς ένα γυμνό σώμα, είτε προς την αλήθεια ενός μικρού παιδιού, είτε (κυρίως) προς τον ίδιο τον εαυτό μας, εκεί που οι φόβοι μας βρίσκονται μισό βλέμμα πίσω μας, ίσως εκεί ακριβώς να υπάρχει αυτό που λέμε «ελευθερία».

 

Αποστολοπούλου Αντιγόνη, Συμβουλευτική Ψυχολόγος

Το Κελί

Cage-crows-doves-flying-flying-man-Favim.com-163505

«Ένστικτο εδαφικότητας» το ονόμασαν. Όταν απειλείται με διείσδυση ένας ζωτικός, ατομικός σου χώρος, εκλύεται πάντα επιθετικότητα. Όσο πιο στριμωγμένος και ασφυκτικός ο χώρος, τόσο μεγαλύτερη η επιθετικότητα. Οι ηθολόγοι το επιβεβαίωσαν στη συμπεριφορά των ζώων και οι ανθρωπολόγοι στη συμπεριφορά των ανθρώπων. Το κλειστό ίδρυμα της φυλακής υπήρξε ένα κατάλληλο φυσικό εργαστήριο για την πειραματική διερεύνηση του φαινομένου αυτού.

Έτσι κάπως γεννιέται η έχθρα για τον ξένο. Έτσι κάπως προσλαμβάνεται ο «άλλος» ως «εχθρός» έτοιμος να οικειοποιηθεί τον δικό σου χώρο. Και ορθώνονται σύνορα και εκλογικεύονται τα στεγανά. Και εκλύεται μιά ολόκληρη φαντασμαγορία πανικού. Ο χώρος ως προέκταση του εαυτού. Όποιος δεν ανήκει στον μικρόκοσμό μου, υποθάλπτει τον αφανισμό μου. Ας τον κρατήσουμε, λοιπόν, μακριά. Ας υψώσουμε απαραβίαστα οχυρά. Ας είμαστε μονίμως σε επιφυλακή. Ο «άλλος», ο τσιγγάνος, ο πρόσφυγας, ο Εβραίος, γίνεται απειλητικός «άλλος».

Ομογενής-αλλογενής, ομόφυλος – αλλόφυλος είναι οι μοιραίες διακρίσεις που δομούν τον κόσμο μας. Από τα βάθη των αιώνων, από την εποχή του διάχυτου φόβου για τον λεπρό, τον τερατόμορφο, τον μάγο, τον αλχημιστή, το ίδιο παιχνίδι ατέρμονα επαναλαμβάνεται.

Αυτό που άλλαξε στο διάβα των αιώνων, δεν είναι η μάγισσα, αλλά ο περίγυρός της. Στ’ όνομα της «ιερής κοινότητας» εξακολουθεί να συντελείται ο αποκλεισμός του άλλου. Άλλοτε χάριν της Εκκλησίας και της διασφάλισης του αγίου θρησκευτικού συναισθήματος, σήμερα χάριν του έθνους συνήθως και της διασφάλισης μιας αγνής εθνικής ομοιογένειας.

Όσο ασήμαντη κι αν είναι η δύναμή της, η μειονότητα είναι εξ ορισμού ύποπτη και ικανή για κάθε ανίερη οικειοποίηση. Οτιδήποτε αποκλίνει από το πανίσχυρο ιδεώδες της πλειονότητας, μετασχηματίζεται ταχυδακτυλουργικά σε εστία κινδύνου και θανάσιμη απειλή για τον δικό μας χώρο. Έτσι, ο συμπυκνωμένος φόβος σταθερά ελλοχεύει πίσω από την παρουσία του «άλλου».

Κι όμως ο ένας φόβος κρύβει τον άλλον. Για άλλον τρόμο πάντα πρόκειται. Ο τωρινός δεν είναι παρά η μάσκα, το άλλοθι, το προσωπείο του άλλου τρόμου. Ενός βαθύτερου, σχεδόν αβυσσαλέου τρόμου, που έχει να κάνει μ’ ένα ασφυκτικό, μικρό κελί κι ένα κλειστό ίδρυμα υψίστης ασφαλείας. Εκεί είναι η ζωή μας. Ενάντια σ’ αυτόν τον τρόμο οχυρωνόμαστε, χρίζοντας εισβολείς τους «άλλους». Ο θεατός και εντοπίσιμος φόβος, είναι πάντα πιο ανακουφιστικός. Τον Εβραίο μπορείς να τον κάψεις, πώς όμως να πυρπολήσεις το κελί σου; Πώς να μείνεις άστεγος στην παγωνιά; Το κελί πνίγει αλλά και προστατεύει, συνθλίβει αλλά και καθησυχάζει.

Αυτός είναι, όμως, ο τρόπος που ο κόσμος τελειώνει, αυτός είναι ο τρόπος που ο κόσμος τελειώνει όχι μ’ έναν πάταγο, ούτε μ’ ένα λυγμό, όπως θα ‘λεγε ο Έλιοτ, αλλά με μία σιωπή σε ένα λευκό κελί.

Φωτεινή Τσαλίκογλου, Ψυχο-λογικά: Οι παγίδες του αυτονόητου (εκδ. Πλέθρον) – απόσπασμα. Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 15/12/1992.

«Το κακό είναι ανίκητο»

IMG_0025.JPG

Το καταστροφικότερο από ηθικής άποψης μάθημα του Άουσβιτς ή των Γκουλάγκ ή της Χιροσίμα δεν είναι ότι μπορούμε να κλειστούμε πίσω από συρματοπλέγματα ή σε θαλάμους αερίων, αλλά ότι (υπό τις κατάλληλες συνθήκες) μπορούμε να γίνουμε δεσμοφύλακες και να πασπαλίζουμε λευκούς κρυστάλλους σε αγωγούς καμινάδων∙ δεν είναι ότι μία ατομική βόμβα μπορεί να πέσει στα κεφάλια μας, αλλά ότι (υπό τις κατάλληλες συνθήκες) ΕΜΕΙΣ μπορούμε να την ρίξουμε στα κεφάλια άλλων ανθρώπων. Ένας ακόμα μεγαλύτερος τρόμος, ένας αληθινός μετά-τρόμος, ένα εκκολαπτήριο όλων των άλλων φόβων, πηγάζει από τη συνειδητοποίηση πως, όταν γράφω αυτές τις λέξεις ή όταν τις διαβάζετε, κι εγώ κι εσείς, βαθιά στην καρδιά μας, θέλουμε να εξαφανιστούν τέτοιες σκέψεις, κι όταν αυτές αρνούνται να το κάνουν επιτρέπουμε στις μορφές του κακού να «φουσκώνουν και να εξαπλώνονται», ασφαλείς στη μη ορατότητά τους – με το να αναδιπλωνόμαστε για να τις αντικρούσουμε, με το να αμφισβητούμε την αξιοπιστία τους και να τις αποδιώχνουμε ως απλές παραπλανητικές κραυγές, ενώ παραμένουμε επιλήσμονες αναφορικά με το καθήκον μας να αναλογιζόμαστε και να στοχαζόμαστε αυτό που ανακάλυψε η Χ. Άρεντ στις αναφορές που υπέβαλαν οι πολυμαθείς ψυχολόγοι που κλήθηκαν να καταθέσουν στη δίκη του Άιχμαν:

«Μισή ντουζίνα ψυχίατροι τον διέγνωσαν «φυσιολογικό» – «Εν πάση περιπτώσει, πιο φυσιολογικό από εμένα αφότου τον εξέτασα», λέγεται ότι αναφώνησε ένας από αυτούς, ενώ ένας άλλος διαπίστωσε ότι το όλο ψυχολογικό προφίλ του, η συμπεριφορά του προς τη γυναίκα του και τα παιδιά του, τη μητέρα και τον πατέρα του, τα αδέλφια και τους φίλους του, «δεν ήταν απλώς φυσιολογική αλλά καθ’ όλα ευκταία» – και τέλος, ο πάστορας που τον επισκεπτόταν συχνά μετά την εκδίκαση της έφεσής του από το Ανώτατο Δικαστήριο καθησύχασε τους πάντες δηλώνοντας ότι ο Άιχμαν ήταν «ένας άνθρωπος με πολύ θετικές ιδέες».

Τα θύματα του Άιχμαν ήταν «άνθρωποι όπως εμείς». Το ίδιο ήταν όμως – Θεός φυλάξοι! – και πολλοί από τους εκτελεστές του Άιχμαν, οι σφαγείς των θυμάτων∙ και ο Άιχμαν; Και οι δύο σκέψεις μας γεμίζουν φόβο. Ενώ όμως η πρώτη είναι ένα κάλεσμα σε δράση, η δεύτερη παραλύει και απολιθώνει, ψιθυρίζοντάς μας ότι η αντίσταση στο κακό είναι μάταιη. Γι’ αυτό ίσως αντιστεκόμαστε τόσο σθεναρά σε αυτή τη δεύτερη σκέψη. Ένας φόβος γνήσια και απελπιστικά αφόρητος είναι ο φόβος ότι το κακό είναι ανίκητο.

Κι όμως, όπως το έθεσε ο Πρίμο Λέβι στο βιβλίο που συνέταξε ως τελευταία επιθυμία και διαθήκη του: δεν υπάρχει αμφιβολία, καθένας μας μπορεί, εν δυνάμει, να γίνει τέρας. […] Τα φρικτά νέα είναι ότι ο Άιχμαν δεν ήταν το Κακό προσωποποιημένο, ο Διάβολος. Ήταν ένα συνηθισμένο, πεζό, βαρετά «καθημερινό» πλάσμα: κάποιος που προσπερνάς στο δρόμο χωρίς να τον προσέξεις. Ως σύζυγος, πατέρας ή γείτονας δεν θα ξεχώριζε από το πλήθος. Ήταν ο μέσος όρος, η μέση τιμή, το αντιπροσωπευτικό δείγμα των δημογραφικών στατιστικών πινάκων – όπως θα ήταν αναμφίβολα και των ψυχολογικών στατιστικών πινάκων αλλά και των ηθικών (αν μπορούσαμε να φτιάξουμε τέτοιους). Απλώς, όπως όλοι μας, προτιμούσε τη δική του βολή από τη βολή των άλλων. Αυτό ακριβώς το κοινό, συνηθισμένο παράπτωμα ή ολίσθημα, σε ασυνήθιστους καιρούς, οδηγεί σε ασυνήθιστα αποτελέσματα. Άπαξ και το γνωρίζουμε αυτό, δεν χρειαζόμαστε άλλο τον Διάβολο. Και το χειρότερο όλων, ο Διάβολος αυτής της υπόθεσης θα μας φαινόταν ίσως αξιοθρήνητα ανίκανος και αδέξιος σε σύγκριση με εκείνον τον τετριμμένα νουνεχή τυπάκο στο εδώλιο του κατηγορουμένου στο δικαστήριο της Ιερουσαλήμ.

Zygmunt Bauman, Ρευστός Φόβος (εκδ. Πολύτροπον) -απόσπασμα.