Ouverture

giannaras

Ἀδελφιδός μου παρῆλθε·
ψυχή μου ἐξῆλθεν ἐν λόγῳ αὐτοῦ.

Γνωρίζουμε τὸν ἔρωτα μόνο στὴν ἀπόσταση τῆς ἀποτυχίας. Πρὶν τὴν ἀποτυχία δὲν ὑπάρχει γνώση· ἡ γνώση ἔρχεται πάντα μετὰ τὴ βρώση τοῦ καρποῦ. Σὲ κάθε ἔρωτα ξαναζεῖ ἡ ἐμπειρία τῆς γεύσης τοῦ παραδείσου καὶ τῆς ἀπώλειας τοῦ παραδείσου. Σπουδάζουμε τὸν ἔρωτα μόνον ἐξόριστοι ἀπὸ τὴν πληρότητα τῆς ζωῆς ποὺ αὐτὸς χαρίζει.

Στὴν ἐμπειρία τοῦ ἔρωτα εἴμαστε ὅλοι πρωτόπλαστοι. Ἡ πείρα τῶν ἄλλων δὲν μᾶς μαθαίνει τίποτα γιὰ τὸν ἔρωτα. Εἶναι γιὰ τὸν καθένα μας τὸ ἀρχέγονο καὶ μέγιστο μάθημα τῆς ζωῆς, ἡ ἀρχέγονη καὶ μέγιστη ἐξαπάτηση. Μέγιστο μάθημα, γιατὶ σπουδάζουμε στὸν ἔρωτα τὸν τρόπο τῆς ζωῆς. Καὶ μέγιστη ἐξαπάτηση, ἀφοῦ αὐτὸς ὁ τρόπος ἀποδείχνεται ἀνέφικτος γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση μας.

Ἡ ἀνθρώπινη φύση μας (αὐτὸ τὸ ἀκαθόριστο κράμα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ κορμιοῦ μας) «ξέρει», μὲ φοβερὴ ὀξυδέρκεια πέρα ἀπὸ νοήματα, πὼς ἡ πληρότητα τῆς ζωῆς κερδίζεται μόνο στὴν ἀμοιβαιότητα τῆς σχέσης. Στὴν ἀμοιβαία ὁλοκληρωτικὴ αὐτοπροσφορά. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐπενδύει ἡ φύση μας στὸν ἔρωτα ὅλη τὴ ἀπύθμενη δίψα της γιὰ ζωή. Δίψα τοῦ κορμιοῦ καὶ τῆς ψυχῆς μας.

Διψᾶμε τὴ ζωή, καὶ τὸ ἐνδεχόμενο τῆς ζωῆς περνάει μόνο μέσα ἀπὸ τὴ σχέση μὲ τὸν Ἄλλον. Στὸ πρόσωπο τοῦ Ἄλλου ἀναζητᾶμε τὴ δυνατότητα τῆς ζωῆς – τὴν ἀμοιβαιότητα στὴ σχέση. Ὁ Ἄλλος γίνεται τὸ «σημαῖνον» τῆς ζωῆς, ἡ αἰσθητὴ ἀνταπόκριση στὴν πιὸ βαθειὰ καὶ κυρίαρχη τῆς φύσης μας ἐπιθυμία. Ἴσως αὐτὸ ποὺ ἐρωτευόμαστε νὰ μὴν εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ Ἄλλου, ἀλλὰ ἡ δίψα μας ἔνσαρκη στὸ πρόσωπό του. Ὁ Ἄλλος νὰ εἶναι πρόσχημα κι ἡ αὐτοπροσφορά μας αὐταπάτη. Ὅμως κι αὐτὸ θὰ διαφανεῖ μόνο στὴν ἀπόσταση τῆς ἀποτυχίας.

Μετὰ τὴν ἀποτυχία ξέρουμε ὅτι ὁ ἔρωτας εἶναι ὁ τρόπος τῆς ζωῆς, ἀλλὰ τρόπος ἀνέφικτος γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση μας. Ἡ φύση μας διψάει ἀπεγνωσμένα τὴ σχέση, δίχως νὰ ξέρει νὰ ὑπάρχει μὲ τὸν τρόπο τῆς σχέσης. Δὲν ξέρει νὰ μοιράζεται, νὰ κοινωνεῖ, ξέρει μόνο νὰ ἰδιοποιεῖται τὴ ζωή, νὰ τὴν κατέχει καὶ νὰ τὴν νέμεται. Ἂν ἡ γεύση τῆς πληρότητας εἶναι κοινωνία τῆς ζωῆς μὲ τὸν Ἄλλον, ἡ ὁρμὴ τῆς φύσης μας ἀλλοτριώνει τὴν κοινωνία σὲ ἀπαίτηση ἰδιοκτησίας καὶ κατοχῆς τοῦ Ἄλλου. Ἡ ἀπώλεια τοῦ παραδείσου δὲν εἶναι ποτὲ ποινή, εἶναι μόνο αὐτοεξορία.

Τὸν τρόπο τῆς ζωῆς τὸν σπουδάζουμε πάντοτε σὰν χαμένο παράδεισο. Τὸν ψηλαφοῦμε στὴ στέρηση, στὸ ἐκμαγεῖο τῆς ἀπουσίας του. Ἔγγλυφο ἴχνος τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς εἶναι ἡ πίκρα τῆς μοναξιᾶς στὴν ψυχή μας, ἡ ἀνέραστη μοναχικότητα. Γεύση θανάτου. Μὲ αὐτὴ τὴ γεύση μετρᾶς τὴ ζωή. Πρέπει νὰ σὲ ναυτολογήσει ὁ θάνατος γιὰ νὰ περιπλεύσεις τὴ ζωή, νὰ καταλάβεις ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν πληρότητα τῆς σχέσης. Τότε ξεδιακρίνεις τὶς ἀκτὲς τοῦ νοήματος: Ζωὴ σημαίνει νὰ παραιτεῖσαι ἀπὸ τὴν ἀπαίτηση τῆς ζωῆς γιὰ χάρη τῆς ζωῆς τοῦ Ἄλλου. Νὰ ζεῖς, στὸ μέτρο ποὺ δίνεσαι γιὰ νὰ δεχθεῖς τὴν αὐτοπροσφορὰ τοῦ Ἄλλου. Ὄχι νὰ ὑπάρχεις, καὶ ἐπιπλέον νὰ ἀγαπᾶς. Ἀλλὰ νὰ ὑπάρχεις μόνο ἐπειδὴ ἀγαπᾶς, καὶ στὸ μέτρο ποὺ ἀγαπᾶς.

Διψᾶμε τὴ ζωὴ καὶ δὲν τὴν διψᾶμε μὲ σκέψεις ἢ νοήματα. Οὔτε καὶ μὲ τὴ θέλησή μας. Τὴν διψᾶμε μὲ τὸ κορμὶ καὶ τὴν ψυχή μας. Ἡ ὁρμὴ τῆς ζωῆς, σπαρμένη μέσα στὴ φύση μας, ἀρδεύει κάθε ἐλάχιστη πτυχὴ τῆς ὕπαρξής μας. Καὶ εἶναι ὁρμὴ ἀδυσώπητη γιὰ σχέση, γιὰ συν-ουσία: Νὰ γίνουμε ἕνα μὲ τὴν ἀντι-κείμενη οὐσία τοῦ κόσμου, ἕνα μὲ τὸ κάλλος τῆς γῆς, τὴν ἀπεραντοσύνη τῆς θάλασσας, τὴ νοστιμιὰ τῶν καρπῶν, τὴν εὐωδιὰ τῶν ἀνθῶν. Ἕνα κορμὶ μὲ τὸν Ἄλλον. Ὁ Ἄλλος εἶναι ἡ μόνη δυνατότητα νὰ ἔχει ἀμοιβαιότητα ἡ σχέση μας μὲ τὸν κόσμο. Εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ κόσμου, ὁ λόγος κάθε ἀντι-κείμενης οὐσίας. Λόγος ποὺ ἀπευθύνεται σὲ μένα καὶ μὲ καλεῖ στὴν καθολικὴ συν-ουσία. Μοῦ ὑπόσχεται τὸν κόσμο τῆς ζωῆς, τὸ ἔκπαγλο κόσμημα τῆς ὁλότητας. Στὴ μία σχέση.

 

Χρήστος Γιανναράς, Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων (εκδ. Δόμος).

[Ευχαριστώ: http://users.uoa.gr/~nektar/history/tributes/xrhstos_giannaras/]

Μιξοπολιού* προ-σχολικές (μόνο) αναμνήσεις

λαμπα.jpg

Αίσθηση: Οι κόπιτσες στον νηπιακό καβάλο – εκεί που κούμπωνε η ολόσωμη φορμίτσα. Κοφτερή σκληράδα στο κου-ντε-πιέ από το λουστρίνι παπούτσι. Χθές ήταν;

Τρόμος: Άσπρο σκυλί, «λουλού», της κυρίας στο ισόγειο. Με φερμάρει κολλημένον στην εξώπορτα, με ασημένιο τάληρο στη χούφτα. Το τάληρο θρυμματίζει τη τζαμαρία, ένα κομμάτι γυαλί σφηνώνεται στο μπράτσο μου. Ανεξάλειπτα: η ουλή στο μπράτσο και ο τρόμος μπροστά σε αγριεμένο σκυλί.

Γεύση: Με το ένα χέρι κλείνω τη μύτη μου σαν με τσιμπίδα. Στο άλλο κρατάω φέτα πορτοκάλι. Πρέπει να καταπιώ την κουταλιά το μουρουνόλαδο και να χώσω αμέσως στο στόμα μου το πορτοκάλι. Πληρώνω την καθυστέρηση (της αλλαγής των γεύσεων) ως σήμερα.

Προτίμηση: «Ποιο είναι το καλύτερό σου φαγητό;». Η απάντηση συνιστά πρωτίστως επίδειξη ότι έμαθα επιτέλους να προφέρω σωστά το κάπα: «Κοτόπουλο κοκκινιστό». Είναι και η μόνη ανάμνηση της γιαγιάς, δεν έχω άλλη εικόνα της.

Πανικός: Ο θυρωρός της διπλανής πολυκατοικίας, ο Μανώλης, με παίρνει μαζί του στην «Αθήνα». (Ξέρω ότι μένω στην πλατεία Αγάμων – η διάκριση πλατείας Αγάμων και «Αθήνας» μου είναι ακόμα δυσπρόσιτη.) Κόσμος πολύς, χάνω το χέρι του που με κρατούσε. Ο Μανώλης άφαντος κι εγώ για λίγα λεπτά στο κενό ενός πρωτόγνωρου φόβου. Πότε έπαψε να ξεμυτίζει πανικός σε ασυνόδευτη ξενιτειά;

Φιλίες: Στο διπλανό από το σπίτι μας οικόπεδο παίζω μόνος στους λάκκους με τα βροχόνερα. Πλησιάζει δειλά συνομήλικος άγνωστος. – Πώς σε λένε; – Τάκη. Ξεκινάμε ναυμαχίες με πλεούμενα στο νερόλακκο. – Θες να γίνουμε φίλοι; Χαμόγελο συγκατάθεσης. (Ζει άραγε σήμερα ο Τάκης;)

Εντυπωσιασμός: Βυθισμένος σε βαθειά πολυθρόνα ο Καραγάτσης, με ρόμπα φαρδειά, χώνει τη γάτα από τη μασχάλη μέσα στο μανίκι του και τη βγάζει στην παλάμη του φιλική και ναζιάρα. Τον χαζεύω κατάπληκτος.

Φύλο: Ανεβαίνω με την Κατερίνη στην ταράτσα, έχει να μαζέψει τη μπουγάδα. (Εμείς δεν έχουμε υπηρέτρια με μαύρο φουστάνι και άσπρη ποδιά, έχουμε όμως την Κατερίνη που δεν πάει πια σχολείο και βοηθάει τη μητέρα μου στις δουλειές.) Χαζεύω τα στεγνωμένα ρούχα. – Τι είναι αυτό; ρωτάω για κάποιο την Κατερίνη. – Να μη ρωτάς, είσαι μικρός, απαντάει περίεργα θορυβημένη. Όταν κατεβαίνουμε, σπεύδει να δώσει αναφορά στη μητέρα με συνωμοτικά μισόλογα. – Γιατί κάνεις έτσι; της λέει ήρεμα η μητέρα. Και σε μένα: – Αυτό το λέμε σουτιέν, το φοράμε οι γυναίκες για να μας κρατάει το στήθος.

Πράσινο: Το μεγάλο φυλλόδεντρο στην είσοδο του σπιτιού μας. Πρώτα στην Πρωτέως 3. Ύστερα, Σπάρτης 11. Πόσα χρόνια ζει το φυλλόδεντρο;

Κρουστό γαλάζιο: Ο ουρανός της Αθήνας τη μέρα που μπαίνουν οι Γερμανοί. Ένα αεροπλάνο κόβει ράθυμα βόλτες στην ανοιξιάτικη φωτοχυσία.

Κόκκινο: Το πελώριο στα μάτια μου πασχαλινό αυγό, δώρο από τον νονό μου. Έκθαμβος για το σοκολατένιο εύρημα στα σωθικά μου, αναφωνώ: Πω-πω ένας ό-ο-ρας! (Το κάπα ήταν η πιο καθυστερημένη γλωσσική μου κατάκτηση.)

Συλλαβισμός της ζωής, και η φλυαρία της μνήμης στέρηση. Ποιος είναι τελικά ο αληθινός εαυτός μου; Αυτό που ήμουν τότε, αυτό που είμαι σήμερα, αυτό που θα είμαι αύριο αν με προλάβει η άνοια; Πότε και πού σαρκώνεται η υποστατική μου ετερότητα, η υπαρκτική μου ταυτότητα, ο «πυρήνας» ή το «εγώ» μου; Στροβιλιζόμαστε στο κενό, στο αξεδιάλυτο μυστήριο του θανάτου. Μάθαμε τη συγκρότηση του πυρήνα των ατόμων, τα στοιχεία της ύλης των απώτατων γαλαξιών, τη σύνθεση του φωτός, τη δομή του DNA. Και δεν ξέρουμε να ορίσουμε τον ίδιο τον εαυτό μας. Το μόνο που ισχυρίζεσαι κι ο Θεός δεν μεταβάλλει, Κείνο το κάτι ανεξακρίβωτο που υπάρχει, Παρ’ όλα αυτά μέσα στο Μάταιο και στο Τίποτα. Ελύτης έφη.

[*Μιξοπολιός: ο κατά το ήμισυ πολιός, ο έχων εν μέρει πολιάς τρίχας, ψαρός, ψαρομάλλης.]

Χρήστος Γιανναράς, Απόσπασμα κειμένου που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό η λέξη, (τεύχος 148), σελ.643-647.

**έργο του Σπύρου Βασιλείου (1979)