Ο μικρός κλέφτης ιστοριών

Peter pan

Όταν τον συναντάμε στο παιδικό δωμάτιο, είναι ένα πληγωμένο πλάσμα που έχει χάσει τη σκιά του… αλλά δεν κλαίει για πολύ∙ σε λίγο θα μας δείξει πώς αντιδρά ένα θλιμμένο παιδί όταν χάσει τη «φόδρα» του, τη μόνη πραγματική απόδειξη ότι υπάρχει.

Γιατί δίχως σκιά που αποδεικνύει την υλικότητα της ύπαρξης, εύκολα μας περνάει από το μυαλό ότι δεν είμαστε παρά γέννημα της μητρικής φαντασίας.

Αυτό ειδικά το θλιμμένο παιδί είναι πολύ ελαφρύ, δεν έχει ούτε όνομα ούτε διεύθυνση ούτε μητέρα. Αυθόρμητα μας έρχεται η επιθυμία να το παρηγορήσουμε, αλλά στοπ! Προπαντός μην το αγγίξετε!

Από φιλιά δεν έχει ιδέα. Γελάει, παίζει με πράγματα που δεν έχει και μοιάζει πολύ περήφανος για τον εαυτό του. Είναι έτοιμος να κάνει τα πάντα για να τον θαυμάσουμε και να τον σεβαστούμε, για να κατορθώσει επιτέλους να υπάρξει στο βλέμμα ενός άλλου, ακόμη κι αν δεν μπόρεσε να υπάρξει στο βλέμμα της μητέρας του.

Όταν περάσει ο καιρός και το γνωρίσουμε, θα καταλάβουμε πως ό,τι ευγενικό, τρυφερό και μεγαλόψυχο κάνει, το κάνει μόνο και μόνο για να βάλουμε μπροστά του έναν καθρέπτη, που κοιτάζοντας μέσα του θα σχηματίσει την εντύπωση πως υπάρχει. Εκείνος που του κρατάει τον καθρέπτη πιθανόν να έχει την ψευδαίσθηση ότι είναι αναντικατάστατος, δυστυχώς όμως για αυτόν, οποιοσδήποτε άλλος θα μπορούσε να κάνει εξίσου καλά την ίδια δουλειά!

Καμιά φορά ο καθρέπτης δεν φτάνει από μόνος του να θεραπεύσει την ασήκωτη αυτή ελαφρότητα που το κατοικεί και το θλιμμένο παιδί γυρεύει άλλους τρόπους να γεμίσει το εσωτερικό του κενό.

Εισβάλλει τότε σε σπίτια, παρουσιάζεται σε οικογένειες, κατακτά καρδιές, προσπαθώντας να συλλάβει την εσωτερικότητα των άλλων, να τραφεί με την ιστορία τους. (Ο Πήτερ θα ήθελε να αρπάξει τα παραμύθια που είχαν νανουρίσει τη Γουέντυ.) Γίνεται αληθινός πειρατής που κυνηγάει το θησαυρό του άλλου.

Η βαθιά αυτή ανάγκη που εκπέμπει το θλιμμένο παιδί είναι πολύ συγκινητική κι ορισμένοι είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι στο θέμα αυτό. Θέλουν να επανορθώσουν την τραγωδία που μαντεύουν πίσω από το γέλιο με τα άσπρα παιδικά δοντάκια. Σ’ αυτούς ανήκε και η Γουέντυ:

«Αγοράκι, γιατί κλαις;» τον ρωτάει ευγενικά.

Μπορεί το θλιμμένο παιδί να επιτρέπει στον εαυτό του όταν είναι μόνο του πού και πού να κλαίει, όμως κάτω από το βλέμμα των άλλων πρέπει πάντα να χαμογελά: ο Πήτερ πετιέται όρθιος, πλησιάζει το κρεβάτι της Γουέντυ και της κάνει μία χαριτωμένη υπόκλιση, όπως οι νεράιδες. Μιμείται καλά τις νεράιδες, θα ήθελε όμως τόσο πολύ  να ξέρει να φέρεται όπως τα αληθινά παιδιά. Έτσι, όταν ρωτάει τη Γουέντυ τ’ όνομά της, αυτή απαντά: «Γουέντυ, Μόιρα, Άντζελα Ντάρλινγκ». Όμως εκείνος δεν έχει παρά μονάχα ένα όνομα, σχετικά μικρό, «Πήτερ Παν», και μία διεύθυνση που δεν είναι διεύθυνση: «στο δεύτερο δεξιά κι ύστερα ευθεία μέχρι το πρωί».

Όταν η Γουέντυ μαθαίνει ότι ο Πήτερ δεν έχει μητέρα, αντιλαμβάνεται ότι βρίσκεται μπροστά σε μια πραγματική τραγωδία. Πηδάει από το κρεβάτι της για να τον πάρει στην αγκαλιά της, όμως εκείνος τραβιέται απότομα: «”Δεν έκλαψα για μητέρες εγώ”, είπε μάλλον αγανακτισμένος».

Μήπως φοβάται ότι μπορεί να αισθανόταν κάτι αν τον άγγιζαν;

Η Γουέντυ καταλαβαίνει τώρα γιατί έκλαιγε πριν από λίγο… Εκείνος βέβαια το αρνείται: «Έκλαιγα γιατί δεν μπορώ να κολλήσω τη σκιά μου. Κι έτσι κι αλλιώς δεν έκλαιγα».

Η σκιά του Πήτερ δεν είναι σαν των άλλων παιδιών, ξεκολλάει. Εξάλλου, αναρωτιέται κανείς αν πράγματι του ανήκει, ή μήπως τη βρήκε σε κανένα ταξίδι του. Μήπως είναι η σκιά κάποιου πεθαμένου παιδιού; Νομίζω ότι ο Πήτερ την έκλεψε για να προσδώσει λίγο περισσότερο βάρος στον εαυτό του, καθώς είναι τόσο ελαφρύς…

Απόδειξη ότι δεν έχει ιδέα από τι είναι φτιαγμένη η σκιά, είναι που νόμιζε ότι μπορούσε να την ξανακολλήσει με σαπούνι. Η Γουέντυ τον πείθει ότι πρέπει να ραφτεί πάνω του και ότι αυτό πονάει. Η Γουέντυ δεν είναι αποξενωμένη από τα συναισθήματά της όπως εκείνος.

Με το που ξανακόλλησε τη σκιά του, ο Πήτερ αρχίζει να μιμείται τον κόκορα, ξαναβρίσκει το κέφι και την ανεμελιά του. Μοιάζει ξαφνικά να μην έχει πλέον ανάγκη από κανέναν, και η Γουέντυ νιώθει εγκαταλελειμμένη, σαν να μην υπήρχε πια για αυτόν.

Την καθησυχάζει με τον γνωστό τρόπο των θλιμμένων παιδιών: κολακεύοντάς την. Όταν ένα θλιμμένο παιδί νιώθει λίγο χαμένο, αρκεί να του πεις πόσο καταπληκτικό, πόσο απαραίτητο είναι (να του ξανακολλήσεις τη σκιά του κατά κάποιον τρόπο) για να ξαναβρεί αμέσως τη ζωντάνια του.

Ο Πήτερ λοιπόν δοκιμάζει το ίδιο κόλπο με τη Γουέντυ:

«Γουέντυ,  ένα κορίτσι αξίζει πιο πολύ από είκοσι αγόρια!» Αμέσως η Γουέντυ θέλει να τον φιλήσει. Δυστυχώς όμως, όπως και τόσα άλλα αποκλειστικά ανθρώπινα πράγματα, το φιλί είναι κάτι που ο Πήτερ το αγνοεί. Κι είναι η σειρά της Γουέντυ να κάνει τώρα πονηριά, χαρίζοντάς του αντί για φιλί ένα κουμπί. Μήπως είχε καταλάβει ότι στον Πήτερ, για όλα τα ουσιώδη πράγματα, ήταν καλύτερο να προσφέρεις υποκατάστατα;

Συχνά, με τα θλιμμένα παιδιά που έρχονται να με δουν ανακαλύπτουμε τα υποκατάστατα που χρόνια ολόκληρα γεμίζουν την ζωή τους. Για παράδειγμα, ένας άντρας που δεν καταφέρνει να αγαπήσει μία γυναίκα – και τότε κυρίαρχη συναισθηματική θέση στη ζωή του καταλαμβάνει ένα σπορ, η δουλειά του, ή απλώς ένας σκύλος… Η αγάπη για μιαν αληθινή γυναίκα θα ήταν κάτι πολύ σοβαρό, με βαριές συνέπειες∙ έτσι κι αυτός προτιμά να μεταφέρει τα συναισθήματά του σε κάτι άλλο, έστω κι αν απέχει πολύ από εκείνο που πραγματικά επιθυμεί. Με αυτόν τον τρόπο βαδίζει δίπλα στη ζωή του.

Kathleen Kelley-Lainé, Ο Μικρός Κλέφτης Ιστοριών (Πήτερ Παν ή το θλιμμένο παιδί, εκδ. Αγρα)- απόσπασμα.

Τρόποι Ανάγνωσης

Pontalis

Ποτέ δεν σταματάμε να διαβάζουμε, ιδίως εμείς οι κάτοικοι των πόλεων, ακόμα κι αν δεν ανοίγουμε βιβλίο, ακόμα κι αν δεν αγοράζουμε εφημερίδες: ονόματα δρόμων, καταστημάτων, διαφημιστικά πανό, φανάρια στις διασταυρώσεις, σήματα οδικής κυκλοφορίας, κ.λ.π. Καλούμαστε να είμαστε απλώς και μόνον αναγνώστες σημείων. Ο σύγχρονος κόσμος, ο κόσμος των πόλεων, κατοικείται από σημεία στα οποία ανταποκρινόμαστε. Αναστάτωση όποτε αγνοούμε τι σημαίνουν (σ’ ένα ταξίδι στο εξωτερικό, για παράδειγμα) ή όποτε είναι ακαθόριστα κι εξαναγκαζόμαστε να τα ερμηνεύσουμε.

Στην ερωτική κατάσταση, στην υπερδιέγερση της ζήλιας, καραδοκούμε για τα σημεία (Προυστ, Αλαίν). Θέλουμε να ξέρουμε, να ξέρουμε τι μας περιμένει. Προσπαθούμε να διαβάσουμε ένα πρόσωπο, θα θέλαμε να είναι ανοιχτό βιβλίο, αποκρυπτογραφήσιμο απ’ άκρου σ’ άκρο, να μην κρύβει τίποτα. Διαβάζω ένα πρόσωπο, διαβάζω τις σκέψεις – ο μόνος τρόπος ν’ αποφύγουμε την αναγκαστικά απατηλή απάντηση στην ερώτηση «τι σκέφτεσαι;» -, διαβάζω τα όνειρα, εισχωρώ στις πτυχώσεις του ύπνου της Αλμπερτίν. Απαίτηση που είναι αδύνατο να ικανοποιηθεί: τα σημεία συγκαλύπτουν το αντικείμενο δίχως να το γυμνώνουν.

Σημερινός πληθωρισμός της λέξης «διαβάζω». Διαβάζουμε ένα χάρτη, μία ακτινογραφία∙ στο ποδόσφαιρο, στο τένις, πρέπει να διαβάσουμε το παιχνίδι του αντιπάλου. Μας μαθαίνουν να διαβάζουμε έναν πίνακα ζωγραφικής.

Η εμπειρία της ανάγνωσης δεν είναι αυτό. Είναι το ακριβώς αντίθετο. Διαβάζω ένα βιβλίο, αφήνομαι να παρασυρθώ από αυτό, συναινώ να παρασυρθώ από το άγνωστο με μια διπλή κίνηση αποξένωσης – «παραξενέματος» – και οικειοποίησης, σημαίνει πως ξεμαθαίνω να αποκωδικοποιώ τα σήματα, να ερμηνεύω τις εικόνες. Η «κειμενική» κριτική περιορίζει την αναγνωστική εμπειρία στην αποκρυπτογράφηση: αποκωδικοποιώ, ανιχνεύω τα σημαίνοντα…Όταν ο Ρολάν Μπαρτ αναγνωρίζει την απόλαυση του αναγνώστη, την ονομάζει απόλαυση του κειμένου. Ο συγγραφέας, πιθανόν, κατασκευάζει ένα κείμενο. Αλλά δεν είναι ένα κείμενο αυτό το οποίο μου δίνει απόλαυση, με συνεγείρει, με αναστατώνει.

Γνωρίσαμε στο παρελθόν, και μερικές φορές τις ξανασυναντούμε, συγκινήσεις εξίσου έντονες μ’ εκείνες που δοκιμάζαμε όταν ήμαστε παιδιά, καθώς βυθιζόμαστε – ξαπλωμένοι στο πάτωμα, πάνω σ’ ένα κρεβάτι – μέσα σ’ ένα βιβλίο για να χαθούμε, για να ξεχάσουμε την ταυτότητά μας, το παρόν μας, την οικογένειά μας. Παύαμε να ακούμε ό,τι λεγόταν γύρω μας. Οι μητέρες μας μάς επέπλητταν – «θα χαλάσεις τα μάτια σου» -, ενόσω αυτά ανοίγονταν σε ολόκληρους κόσμους, σε αγνοημένες χώρες, σε ανησυχητικά πρόσωπα, σε τρελές περιπέτειες, σε γυναίκες που άλλοτε μας φόβιζαν, άλλοτε μας γοήτευαν, και τις οποίες ερωτευόμαστε για πάντα.

Η αναγνωστική εμπειρία προαναγγέλλει την εμπειρία της ψυχανάλυσης. Είναι και οι δύο παραφορά, μεταβίβαση, εκτός εαυτού. Είναι και οι δύο δοκιμασία στο αλλότριο. Σ’ ένα αλλότριο εγγύτατο πιθανώς ως προς την καταγωγή.

Συναινείς να αιχμαλωτιστείς, να συνεπαρθείς, να μη βλέπεις πια ό,τι υπάρχει γύρω σου, να μη μείνεις άλλο κλεισμένος σ’ εκείνο που νομίζεις εαυτό σου, να μην ακούς άλλο τίποτε από αυτές τις φωνές που έρχονται από την «ενδοχώρα».

Πριν από τον συγγραφέα, ο αοιδός. Πριν από το μυθιστόρημα, το παραμύθι. Πριν από το γραπτό, ο λόγος. Πριν από τη γλώσσα, η ποίηση, που μας κάνει να πιστεύουμε πως η λέξη είναι, πιθανότατα, το πράγμα.

Jean- Bertrand Pontalis, Παράθυρα (εκδ. Εστία) – απόσπασμα

Ερωτευόμαστε εκείνον που ανταποκρίνεται στην ερώτησή μας: «Ποιος είμαι;»

JAMiller

Hanna Waar (από εδώ και στο εξής ΗW): Μας διδάσκει κάτι η ψυχανάλυση για τον έρωτα;

Jacques-Alain Miller ( από εδώ και στο εξής JAM): Πολλά πράγματα, επειδή είναι μια εμπειρία της οποίας πηγή είναι ο έρωτας. Είναι το ερώτημα του αυτόματου και, ακόμη συχνότερα, αυτού του μη συνειδητού έρωτα που φέρνει ο αναλυόμενος στον αναλυτή και καλείται μεταβίβαση. Είναι σκηνοθετημένος έρωτας αλλά φτιαγμένος από το ίδιο υλικό με τον αληθινό έρωτα.  Ρίχνει φως στον μηχανισμό του: ο έρωτας απευθύνεται σε αυτόν/την που νομίζεις ότι γνωρίζει την αληθινή αλήθεια σου. Αλλά ο έρωτας σε κάνει να σκεφτείς ότι αυτή η αλήθεια είναι ευχάριστη ενώ στην πραγματικότητα είναι  δύσκολο να την αντέξεις.

HW: Τι είναι λοιπόν το να ερωτεύεσαι αληθινά;

JAM: Το να είσαι αληθινά ερωτευμένος είναι να πιστεύεις ότι με το να ερωτεύεσαι θα πάρεις μια αλήθεια για τον εαυτό σου. Ερωτευόμαστε αυτόν/ή που έχει την απάντηση ή μια απάντηση στην ερώτησή μας: «Ποιος είμαι;»

HW: Γιατί κάποιοι γνωρίζουν πώς να ερωτεύονται και κάποιοι άλλοι όχι;

JAM: Μερικοί άνθρωποι ξέρουν πώς να προκαλέσουν τον έρωτα στο άλλο πρόσωπο, όντας εραστές κατά συρροή, παρομοίως άνδρες και γυναίκες. Γνωρίζουν τι ωθεί  κάποιον να ερωτευτεί. Αλλά δεν ερωτεύονται απαραιτήτως, μάλλον παίζουν τη γάτα με το ποντίκι με το θήραμά τους. Για να ερωτευτείς πρέπει να παραδεχτείς την έλλειψή σου και να αναγνωρίσεις ότι χρειάζεσαι τον/την άλλο/η, ότι σου λείπει. Εκείνοι που νομίζουν ότι είναι πλήρεις μόνοι τους ή θέλουν να γίνουν δεν ξέρουν να ερωτεύονται. Και μερικές φορές το επιβεβαιώνουν με πόνο. Χειραγωγούν, κινούν τα νήματα αλλά για τον έρωτα δεν γνωρίζουν ούτε τα ρίσκα του ούτε την ευχαρίστησή του.

HW: «Πλήρεις μόνοι τους»: μόνο ένας άνδρας θα σκεφτόταν κάτι τέτοιο..

JAM: Καλή παρατήρηση! Ο Lacan συνήθιζε να λέει: «Το να ερωτεύεσαι είναι να δίνεις κάτι που δεν έχεις». Αυτό σημαίνει: το να ερωτεύεσαι  είναι το να αναγνωρίζεις την έλλειψή σου και να τη δίνεις στον άλλο, να την τοποθετείς στον άλλο. Δεν είναι να δίνεις αυτό που κατέχεις, αγαθά και δώρα, είναι να δίνεις κάτι που δεν κατέχεις, κάτι που είναι πέρα από σένα. Για να το κάνεις αυτό πρέπει να αποδεχτείς την έλλειψη, τον «ευνουχισμό»  σου όπως έλεγε ο Freud.  Και αυτό είναι ουσιωδώς γυναικείο. Κάποιος αγαπά πραγματικά από μια γυναικεία θέση. Η αγάπη σε εκθηλύνει (feminise). Για αυτό η αγάπη στον άνδρα είναι πάντα λίγο κωμική, αστεία. Αν όμως επιτρέψει στον εαυτό του να φοβηθεί την γελοιοποίηση, τότε στην πραγματικότητα δεν είναι και πολύ σίγουρος για τον ανδρισμό του.

HW: Είναι πιο δύσκολο για τους άνδρες να ερωτευτούν;

JAM: Ω ναι! Ακόμη και ένας ερωτευμένος άνδρας έχει αναλαμπές αξιοπρέπειας, ξεσπάσματα επιθετικότητας απέναντι στο αντικειμένο του έρωτά του, επειδή αυτός ο έρωτας τον βάζει σε μια θέση έλλειψης, εξάρτησης. Για αυτό και μπορεί να επιθυμεί γυναίκες με τις οποίες δεν είναι ερωτευμένος, έτσι ώστε να επιστρέψει στην ανδροπρεπή  θέση που αναστέλλει  όταν είναι ερωτευμένος. Ο Freud καλεί αυτή την αρχή «υποβάθμιση της ερωτικής ζωής» στους άνδρες: τον διαχωρισμό μεταξύ έρωτα και σεξουαλικής επιθυμίας.

ΗW: Και στις γυναίκες;

JAM: Είναι λιγότερο συχνό. Στις περισσότερες περιπτώσεις υπάρχει ένας διπλασιασμός του ανδρικού συντρόφου. Από τη μια είναι ο άνδρας που τους δίνει απόλαυση και που επιθυμούν, και από την άλλη ο άνδρας του έρωτα, που είναι εκθηλυμένος, απαραιτήτως ευνουχισμένος. Μόνο που δεν είναι η ανατομία που έχει εδώ τα ηνία: υπάρχουν μερικές γυναίκες που υιοθετούν μια ανδρική θέση. Υπάρχουν όλο και περισσότερες. Ένας άνδρας για αγάπη και άλλοι άνδρες για απόλαυση, που γνώρισαν στο διαδίκτυο, στο δρόμο ή στο τρένο.

HW: Γιατί «όλο και περισσότερες»;

JAM: Τα κοινωνικοπολιτισμικά  στερεότυπα της θηλυκότητας και της αρρενωπότητας βρίσκονται σε μια διαδικασία ριζικού μετασχηματισμού. Οι άνδρες καλούνται να αποκαλύψουν τα συναισθήματά τους, να αγαπούν και να εκθηλυνθούν. Οι γυναίκες αντιθέτως υφίστανται μια πίεση για αρρενοποίηση: στο όνομα της νομικής ισότητας οδηγούνται στο να συνεχίζουν να λένε: «και εγώ επίσης». Την ίδια στιγμή οι ομοφυλόφιλοι/ες απαιτούν τα ίδια δικαιώματα και σύμβολα με τους ετεροφυλόφιλους  όπως ο γάμος και η γονεϊκότητα. Υπάρχει μια μεγάλη αστάθεια στους ρόλους, μια διαδεδομένη ρευστότητα στο θέατρο του έρωτα, που έρχεται σε αντίθεση με την σταθερότητα του χτες. Ο έρωτας γίνεται ρευστός, όπως παρατήρησε ο κοινωνιολόγος Zygmunt Bauman. O καθένας οδηγείται στο να εφεύρει το δικό του life style, να υιοθετήσει τον δικό του τρόπο απόλαυσης και έρωτα. Τα παραδοσιακά σενάρια γίνονται σταδιακά ξεπερασμένα. Η κοινωνική πίεση για εναρμόνιση δεν έχει εξαφανισθεί αλλά φθίνει.

HW: «Ο έρωτας είναι πάντα αμοιβαίος» είπε ο Lacan. Αληθεύει αυτό ακόμη στο παρόν πλαίσιο; Τι σημαίνει;

JAM: Αυτή η πρόταση επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά χωρίς να γίνεται κατανοητή ή γίνεται κατανοητή με λάθος τρόπο. Δεν σημαίνει ότι το να είσαι ερωτευμένος με κάποιον είναι αρκετό για να είναι ερωτευμένος και εκείνος μαζί σου. Κάτι τέτοιο θα ήταν ανόητο. Σημαίνει: «Αν σε έχω ερωτευτεί, είναι επειδή είσαι αξιαγάπητος. Εγώ είμαι αυτός που ερωτεύεται αλλά και εσύ ανακατεύεσαι σε αυτό, επειδή υπάρχει κάτι σε εσένα που με κάνει να σε ερωτευτώ. Είναι αμοιβαίο, επειδή υπάρχει ένα πίσω-μπρος: η αγάπη που έχω για εσένα είναι το ανταποδοτικό αποτέλεσμα του αίτιου της αγάπης που είσαι για μένα. Έτσι εμπλέκεσαι και εσύ. Ο έρωτάς μου για εσένα δεν είναι απλώς δικό μου ζήτημα αλλά και δικό σου. Ο έρωτας μου λέει κάτι για σένα που πιθανώς να μην το γνωρίζεις». Αυτό δεν εγγυάται ούτε στο ελάχιστο ότι κάποιος θα ανταποκριθεί στον έρωτα του άλλου: όταν αυτό συμβαίνει είναι πάντα της τάξης του θαύματος, δεν υπολογίζεται προκαταβολικά.

HW: Δεν τον ή την βρίσκουμε τυχαία. Γιατί αυτός ο άνδρας ή γιατί αυτή η γυναίκα ;

JAM: Είναι αυτό που ο Freud ονομάζει Liebesbedingung, η κατάσταση της αγάπης, το αίτιο της επιθυμίας. Είναι ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό ή σύνολο χαρακτηριστικών  που οδηγούν το άτομο να επιλέξει τον/ την αγαπημένο/η. Αυτό διαφεύγει εξ’ ολοκλήρου των νευροεπιστημών, επειδή είναι μοναδικό σε κάθε άνθρωπο, εξαρτάται από την μοναδική προσωπική του ιστορία. Για παράδειγμα, ο Freud αναφέρει για έναν ασθενή του ότι αίτιο της επιθυμίας του ήταν η γυαλάδα μιας γυναικείας μύτης.

HW: Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς στον έρωτα που θεμελιώνεται σε τέτοια ασήμαντα πράγματα!

JAM: Η πραγματικότητα του ασυνείδητου ξεπερνά την φαντασία. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσα θεμελιώνονται στην ανθρώπινη ζωή, ιδιαίτερα όσον αφορά τον έρωτα σε μικρά πράγματα, σε «θεϊκές λεπτομέρειες». Είναι αλήθεια ότι στους άντρες βρίσκεις τέτοια αίτια επιθυμίας, τα οποία είναι όπως τα φετίχ. Η παρουσία τους είναι απαραίτητη για να πυροδοτηθεί η διαδικασία της αγάπης. Μικροσκοπικές ιδιαιτερότητες, ενθύμια του πατέρα, της μητέρας, του αδελφού, της αδελφής, κάποιου/ας από την παιδική ηλικία επίσης παίζουν σημαντικό ρόλο στην επιλογή ερωτικού αντικειμένου από την γυναίκα. Αλλά η γυναικεία μορφή της αγάπης είναι περισσότερο ερωτομανιακή παρά φετιχιστική: θέλουν να αγαπηθούν και το ενδιαφέρον, η αγάπη, που τους δείχνεται είναι συχνά sine qua non για την πυροδότηση της αγάπης τους ή τουλάχιστον της συγκατάθεσής τους.  Αυτό το φαινόμενο βρίσκεται στην βάση του φλερτ των ανδρών προς τις γυναίκες.

HW: Αποδίδεις κάποιον ρόλο στις φαντασιώσεις;

JAM: Στις γυναίκες οι φαντασιώσεις, είτε συνειδητές είτε ασυνείδητες, είναι αυτές που παίζουν τον αποφασιστικό ρόλο για τη θέση της jouissance και λιγότερο η επιλογή του ερωτικού αντικειμένου.  Για τους άντρες ισχύει το αντίθετο.  Για παράδειγμα, μια γυναίκα μπορεί να φτάνει σε οργασμό (απόλαυση) με την προϋπόθεση ότι φαντάζεται κατά τη συνουσία ότι την χτυπούν, τη βιάζουν, ή ότι είναι μια άλλη γυναίκα ή ότι είναι κάπου αλλού, απούσα.

HW: Και η αντρική φαντασίωση;

JAM:  Την συναντούμε στην ιστορία του έρωτα με την πρώτη ματιά. Το κλασικό παράδειγμα που σχολιάστηκε από τον Lacan στη νουβέλα του Γκαίτε, το αιφνίδιο πάθος του Βέρθερου για τη Σαρλό τη στιγμή που τη βλέπει για πρώτη φορά καθώς ταΐζει τα παιδιά τριγύρω της. Εδώ είναι η μητρική ποιότητα της γυναίκας που πυροδοτεί τον έρωτα. Ένα άλλο παράδειγμα παρμένο από την πρακτική μου είναι το εξής: ένα αφεντικό στα 50 του βλέπει υποψηφίους για τη θέση γραμματέως. Εμφανίζεται μια νεαρή γυναίκα 20 χρονών. Αμέσως της δηλώνει τον έρωτά του. Αναρωτιέται τι του συνέβη και ξεκινά ανάλυση. Εκεί αποκαλύπτει τι πυροδότησε την αντίδρασή του. Στη γυναίκα συνάντησε χαρακτηριστικά που του θύμισαν τι ήταν στην ηλικία των 20 όταν πήγε στην πρώτη του συνέντευξη για δουλειά. Κατά κάποιον τρόπο ερωτεύτηκε τον εαυτό του. Σε αυτά τα δύο παραδείγματα βλέπουμε τις δύο πλευρές του έρωτα που διαχώρισε ο Freud: είτε ερωτεύεσαι κάποιον/α που προστατεύει, σε αυτή την περίπτωση τη μητέρα, ή ερωτεύεσαι την ναρκισσιστική εικόνα του εαυτού σου.

HW: Ακούγεται σαν να είμαστε κούκλες!

JAM: Όχι, μεταξύ του άνδρα και της γυναίκας τίποτα δεν γράφεται προκαταβολικά, δεν υπάρχει πυξίδα, προκαθορισμένη σχέση. Η συνάντησή τους δεν είναι προγραμματισμένη, όπως είναι μεταξύ του σπερματοζωαρίου και του ωάριου. Δεν έχει να κάνει ούτε με τα γονίδιά μας. Οι άνδρες και οι γυναίκες μιλούν, ζουν σε έναν κόσμο λόγου, και αυτό είναι καθοριστικό.  Οι τροπικότητες του έρωτα είναι εξαιρετικά ευαίσθητες στην περιβάλλουσα κουλτούρα. Κάθε πολιτισμός διακρίνεται για τον τρόπο που δομεί τη σχέση μεταξύ των φύλων. Τώρα στη Δύση, στις κοινωνίες μας που είναι φιλελεύθερες, νομικο-δικαιϊκές  το «πολλαπλό» είναι έτοιμο να εκθρονίσει το «ένα». Το ιδεώδες μοντέλο του μεγάλου έρωτα για μια ζωή χάνει σταδιακά έδαφος, έναντι του γρήγορου ραντεβού, του γρήγορου έρωτα και ενός πλήθους εναλλακτικών, διαδοχικών, ακόμη και ταυτόχρονων ερωτικών σεναρίων.

HW: Και η αγάπη μακροπρόθεσμα; Η αιώνια αγάπη;

JAM: Ο Μπαλζάκ είπε: «κάθε πάθος που δεν είναι αιώνιο είναι φρικτό». Αλλά μπορεί ο δεσμός να κρατήσει για μια ζωή μέσα στην εγγραφή του πάθους; Όσο περισσότερο ένας άνδρας αφιερώνεται σε μια γυναίκα, τόσο περισσότερο τείνει να αποδεχτεί μια μητρική σήμανση για αυτόν: περισσότερο εξαϋλωμένη και απλησίαστη παρά αγαπημένη. Οι παντρεμένοι ομοφυλόφιλοι αναπτύσσουν αυτή τη λατρεία της γυναίκας καλύτερα: Ο Αραγκόν  τραγουδάει τον έρωτα του για την Έλσα.  Όταν πεθαίνει, είναι γεια σας αγόρια! Και όταν μια γυναίκα γαντζώνεται σε έναν άντρα, τον ευνουχίζει. Έτσι το μονοπάτι είναι δύσβατο. Το καλύτερο πεπρωμένο για τη συζυγική αγάπη είναι η φιλία, αυτό ουσιαστικά που είπε ο Αριστοτέλης.

HW: Το πρόβλημα είναι ότι οι άντρες λένε ότι δεν καταλαβαίνουν τι θέλουν οι γυναίκες και οι γυναίκες δεν ξέρουν τι περιμένουν οι άντρες από αυτές…

JAM: Ναι. Αυτό που έρχεται ως αντίρρηση στην αριστοτελική λύση είναι ότι ο διάλογος μεταξύ των δύο φύλων είναι αδύνατος, όπως είπε ο Lacan με έναν στεναγμό. Οι ερωτευμένοι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι να συνεχίζουν να μαθαίνουν την γλώσσα του άλλου επ’ αόριστον, ψηλαφώντας, αναζητώντας τα κλειδιά, κλειδιά που είναι πάντα ανακλήσιμα. Ο έρωτας είναι πάντα ένας λαβύρινθος από παρεξηγήσεις όπου η έξοδος δεν υπάρχει.

*Ο Jacques-Alain Miller είναι ψυχαναλυτής και συγγραφέας, ιδρυτικός μέλος και πρόεδρος της World Association of Psychoanalysis και επιμελητής της σειράς βιβλίων «Τα Σεμινάρια του Ζακ Λακάν».

[Ευχαριστώ: Στο ντιβάνι με τον Λακάν ]

Η πολιτική διάσταση της ψυχανάλυσης

ΚΚ

«Η ψυχανάλυση και η πολιτική, ουσιαστικά, έχουν το ίδιο αντικείμενο: την αυτονομία των ανθρώπινων όντων. Εάν αναγνωρίσουμε τον θεμελιωδώς κοινωνικό χαρακτήρα των ανθρώπων, τότε, βλέπουμε ότι η αυτονομία (και η ελευθερία) είναι υποχρεωτικά ατομική και συλλογική.

Δεν μπορώ να ζήσω εντελώς μόνος- και μόνος δεν θα μπορούσα ποτέ να είχα γίνει ανθρώπινο όν. Δεν μπορώ, επιπλέον, να εξαφανίσω τους άλλους. Συνεπώς, το ερώτημα τίθεται ως εξής: πώς μπορώ να είμαι ελεύθερος, εάν είμαι υποχρεωμένος να ζω σε μία κοινωνία στην οποία ο νόμος καθορίζεται από κάποιον άλλον; Η μόνη αποδεκτή απάντηση συνίσταται στο να πω: έχω την ουσιαστική δυνατότητα να συμμετέχω ισότιμα με οποιονδήποτε άλλον στη διαμόρφωση και στην εφαρμογή του νόμου. Και αυτό είναι το πραγματικό νόημα της δημοκρατίας.

Πώς μπορώ όμως να είμαι ελεύθερος εάν με κυβερνά το ασυνείδητό μου; Αφού δεν γίνεται ούτε να το εξαφανίσω ούτε να το απομονώσω, η μόνη απάντηση είναι: μπορώ να είμαι ελεύθερος εάν διαμορφώσω μία άλλου τύπου σχέση με το ασυνείδητό μου∙ μία σχέση χάρη στην οποία θα είμαι σε θέση να ξέρω, στο μέτρο του δυνατού, τι μου συμβαίνει∙ μία σχέση που θα μου επιτρέπει να ελέγχω, στο μέτρο του δυνατού, ό,τι από το ασυνείδητό μου περνάει στην καθημερινή εξωτερική μου δραστηριότητα. Και αυτό ακριβώς είναι που ονομάζω εδραίωση μιας στοχαστικής και αποφασίζουσας υποκειμενικότητας.

Είναι εύκολο να δείξουμε ότι μια αυτόνομη κοινωνία είναι εφικτή μόνο εφόσον αποτελείται από αυτόνομα άτομα. Είναι εύκολο να δείξουμε, επίσης, ότι αυτόνομα άτομα μπορούν να υπάρξουν μόνο μέσα σε μία αυτόνομη κοινωνία. Κι αυτό, διότι μόνο με την ουσιαστική άσκηση της αυτονομίας αναπτύσσεται η αυτονομία∙ εξάλλου, μία εκπαίδευση προσανατολισμένη προς την αυτονομία των ατόμων μπορεί να υπάρξει μόνο σ’ αυτό τον τύπο κοινωνίας.

Είναι σαφές ότι την αυτονομία δεν μπορούμε ούτε να την επιβάλουμε ούτε να τη «διδάξουμε». Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε ως ψυχαναλυτές είναι να βοηθήσουμε τον ψυχαναλυόμενο να προχωρήσει προς την αυτονομία, πράγμα που προυποθέτει ταυτόχρονα μία ορισμένη γνώση και μία ορισμένη δραστηριότητα.

Η επίτευξη της μεταφοράς αυτής της γνώσης είναι ο σκοπός της ψυχαναλυτικής ερμηνείας, η οποία θα επιτρέψει ακριβώς στον ψυχαναλυόμενο να προσεγγίσει τα κρυφά και απωθημένα κίνητρα και ορμές του. Όμως πρέπει να οδηγήσουμε τον ψυχαναλυόμενο με τέτοιο τρόπο, ώστε να γίνει σταδιακά ο ίδιος ικανός να αναπαράγει την ψυχαναλυτική ερμηνεία μόνος του.

Η ψυχανάλυση είναι μία δραστηριότητα πάνω στον εαυτό μας, ένας στοχασμός του εαυτού μας για τον εαυτό μας. Η ψυχανάλυση είναι η επίτευξη της ατομικής αυτονομίας, μέσω της αποτελεσματικής άσκησής της με τη βοήθεια κάποιου άλλου προσώπου. Η δραστηριότητα αυτού του άλλου προσώπου, δηλαδή του ψυχαναλυτή – που τα όριά της καθορίζονται ανάλογα με τις ανάγκες της ψυχαναλυτικής διαδικασίας, από τον ψυχαναλυόμενο, σε σχέση με την εξέλιξη της πορείας του -, δεν είναι εφαρμογή μιας τεχνικής αλλά μιας πράξης. Δηλαδή είναι η δράση ενός προσώπου που προσφέρεται να βοηθήσει ένα άλλο πρόσωπο ώστε να κατακτήσει τη δυνατότητά του για αυτονομία. Στο βαθμό που το συγκεκριμένο περιεχόμενο αυτού του σκοπού δεν είναι εκ των προτέρων καθορισμένο – και δεν μπορεί να είναι, αφού προυποθέτει την απελευθέρωση των δημιουργικών ικανοτήτων του ριζικού φαντασιακού του ψυχαναλυόμενου – η δραστηριότητα αυτή είναι δημιουργία∙ με άλλα λόγια, είναι ποίησις.

Βλέπω λοιπόν στην ψυχανάλυση μία πρακτικό-ποιητική δραστηριότητα. Αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό της ψυχανάλυσης καθορίζει, επίσης, και τα άλλα δύο επαγγέλματα που ο Φρόυντ θεωρούσε «αδύνατα»: την παιδαγωγική και την πολιτική.

Η ψυχανάλυση – όπως η πολιτική και όπως η παιδαγωγική – είναι η δραστηριότητα μίας αυτονομίας σε μία άλλη δυνητική αυτονομία. Ο σκοπός και των τριών επαγγελμάτων συνίσταται στο να δημιουργήσουν αυτές τις νέες μορφές που είναι τα αυτόνομα άτομα και η αυτόνομη κοινωνία

Κορνήλιος Καστοριάδης,  Les carrefours du labyrinthe VI – Figures du Pensable – απόσπασμα. Δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία,  στις 10/12/1999.

Απογοητευμένοι και απογοητευτικές

Pontalis

Μου λέει πως η βραδιά που πέρασε χθες στο σπίτι κάποιων φίλων τον απογοήτευσε. Τον ρωτώ τι ακριβώς προσδοκούσε. Δεν ξέρει ακριβώς, τίποτε ιδιαίτερο, ωστόσο απογοητεύτηκε.

Μπορεί να υπάρξει άραγε απογοήτευση χωρίς προσδοκία, με μια προσδοκία η οποία αγνοεί τι προσδοκά, που προσδοκά περισσότερα ή διαφορετικά πράγματα, μια προσδοκία του απροσδόκητου; Στην πραγματικότητα η βραδιά εκτυλίχθηκε όπως θα την περίμενε: ένα καλό γεύμα, μία ζωηρή συζήτηση, κλπ. Εξαιρετική βραδιά, απογοητευτική. Έλειπε ίσως μια γυναίκα που θα τον είχε αναστατώσει ή κάποιες κουβέντες που θα μπορούσαν να τον εξοργίσουν. Ο άνθρωπος αυτός επιρρίπτει συχνά στον εαυτό του το ότι είναι υπερβολικά γαλήνιος, ότι μεθόδευσε μια ζωή από την οποία τίποτα δεν λείπει. «Επιτυχία, από κάθε άποψη, η ζωή μου».

Συνεχίζει. Θυμάται κάποια κρίση στον σχολικό του έλεγχο, άλλοτε: «Εξαιρετικός μαθητής, με απολύτως ικανοποιητικές επιδόσεις σε όλους τους τομείς». Ήταν τόσο περήφανος τότε. Σήμερα, λέει, αυτά του γυρίζουν τ’ άντερα. Να ικανοποιείς τους καθηγητές, τους γονείς σου… «Πόσο υπάκουος ήμουν, πόσο υποταγμένος! Δεν έχω διάθεση να σας ικανοποιήσω, να δειχθώ καλός αναλυόμενος για να με προστατέψετε». «Προτιμάτε να με απογοητεύσετε;»

Να απογοητεύσει, πώς όμως; Θα ‘ταν δώδεκα ή δεκατριών ετών. Θαύμαζε τον πατέρα του, «ο καλύτερος άνθρωπος, δίκαιος, πάντοτε διαθέσιμος, ποτέ δεν οργιζόταν». Και ιδού – η πρόκληση, τόσο νωρίς – πήγε κοντά στον πατέρα του και, ξαφνικά, τον χαστούκισε. «Έτσι, στα καλά καθούμενα, αλλά έπρεπε να το κάνω». Μετά από αυτό ξέσπασε σε κλάματα υπό το αποβλακωμένο βλέμμα του πατέρα του. Το περιστατικό δεν ξαναναφέρθηκε ποτέ. Ο καλός μαθητής, ο καλός γιος ακολούθησε το δρόμο του: «Επιτυχία, από κάθε άποψη» και, σποραδικά, η αιχμηρή απογοήτευση από το ότι δεν κατόρθωσε να απογοητεύσει.

Στα λατινικά, ο deceptor σημαίνει τον απατηλό (το πονηρό δαιμόνιο του Ντεκάρτ). Στα αγγλικά, to deceive: δελεάζω, εξαπατώ. Διαψεύδω τις προσδοκίες του άλλου. Αυτή η γυναίκα που διατείνεται πως είναι μονίμως απογοητευμένη – στους έρωτες, στη δουλειά της – επιδίδεται στην προσπάθεια να απογοητεύσει. Και τότε οι άντρες – «τόσο σίγουροι για τον εαυτό τους, μα ποιοι νομίζουν πως είναι;» – είναι εκείνοι που ανησυχούν: «Μα τι μου λείπει και ψάχνει διαρκώς αλλού;»

Θα έπρεπε μήπως, για να μην απογοητευόμαστε, να μην περιμένουμε τίποτα; Να γεννιόμαστε χωρίς αυταπάτες, ώστε να είμαστε σίγουροι πως δεν θα τις χάσουμε; Να είμαστε, από το ξεκίνημα κιόλας, ασαγήνευτοι; Τέτοια σκέφτομαι συχνά, με αφορμή τον Ρ. που δεν λησμονεί ποτέ πως όλα είναι θνητά, που παίρνει τα πράγματα όπως έρχονται, που δεν εξανίσταται και δεν παραπονιέται ποτέ. Αυτός ο εκ γενετής ασαγήνευτος, σαγηνεύεται με το παραμικρό: με μια αντανάκλαση ουρανού στα νερά μιας λιμνούλας, μ’ έναν σκύλο που του κάνει χαρές, και κυρίως, κυρίως, με τα ψηλόλιγνα πόδια ή με το διαφαινόμενο στήθος μιας γυναίκας που συνάντησε στο δρόμο.

Αν δεν ήταν οι μητέρες μας απογοητευτικές, δεν θα δεχόμαστε τίποτε από όσα, ανέλπιστα, μας προσφέρει η ζωή.

Jean-Bertrand Pontalis, Παράθυρα (εκδ. Εστία)

Ποτέ δεν θα τα καταφέρω

 

Εικόνα

 

Πόσες φορές τους άκουσα να προφέρουν αυτά τα λόγια∙ δεν ήταν παράπονο, ήταν διαπίστωση.

«Είμαι εξαντλημένος, δεν θα μπορέσω ν’ αντέξω ως τις διακοπές, να ξεπληρώσω το δάνειό μου πριν από την ημερομηνία λήξης, να τελειώσω το βιβλίο που γράφω, να ολοκληρώσω αυτόν τον πίνακα…Ποτέ δεν θα τα καταφέρω να γίνω καλός παίκτης του τένις, αυτό το καλοκαίρι πίστεψα για τα καλά πως με τίποτα δεν θα κατόρθωνα να κολυμπήσω μέχρι το μόλο, ποτέ δεν θα καταφέρω να καταλάβω τι γυρεύει η κόρη μου που κλειδώνεται με τις ώρες ακούγοντας μία μουσική για κρετίνους…Ποτέ δεν θα καταφέρω να σιχαθώ πραγματικά αυτόν τον τύπο που ωστόσο μου φέρθηκε άτιμα, ποτέ δεν θα καταφέρω να αισθανθώ αρμονικά μ’ αυτή τη γυναίκα, κι εντούτοις μου δίνει ευχαρίστηση, κι εγώ επίσης σ’ αυτήν, όμως αισθάνομαι ότι για εκείνη δεν είναι αυτό που επιθυμεί, όχι ακόμα τουλάχιστον, και για μένα δεν είναι ακριβώς αυτό…Ποτέ δεν θα καταφέρω να τελειώσω την ανάλυσή μου, ποτέ δεν θα καταφέρω τίποτα».

Να είναι απλώς και μόνο το παράπονο του γιου που δεν κατόρθωσε να κατακτήσει τη μητέρα του; Της κόρης που θα ήθελε τόσο πολύ να σαγηνεύσει τον πατέρα της; Αφού δεν κατάφερα αυτό, ποτέ δεν θα τα καταφέρω.

Τι πρέπει να καταφέρουμε; Ποια προσδοκία πρέπει να εκπληρώσουμε; Ποιον προσπαθούμε ακούραστα να ικανοποιήσουμε γνωρίζοντας ότι δεν θα το καταφέρουμε; Και ότι, αν το καταφέρναμε, θα τελείωναν όλα;

«Ποτέ δεν πρόκειται να συνηθίσω στην ιδέα ότι πληθυσμοί ολόκληροι δεν έχουν να φάνε κι ότι υπάρχουν παιδιά που πεθαίνουν από την πείνα ενόσω εμείς, εμείς γλεντοκοπάμε…Ποτέ μου δεν θα καταλάβω γιατί οι πιο πλούσιοι, οι πιο ισχυροί είναι και οι πιο άπληστοι για εξουσία και χρήμα…Και γιατί αυτοί οι επαναλαμβανόμενοι πόλεμοι, κι όλο αυτό το μίσος κι αυτό το πάθος της καταστροφής…Ποτέ μου δεν θα καταφέρω να καταλάβω αυτό τον κόσμο. Δεν θα καταλάβω ποτέ γιατί μας έριξε ο Θεός πάνω στη γη, αν είναι να μας κατακρημνίσει μέσα της ύστερα από λίγο».

Αν κατανοούσαμε τον κόσμο, δεν θα ήμαστε μέρος του, εμείς, οι ανίκανοι να κατανοήσουμε τον εαυτό μας.

 

J. B. Pontalis, Παράθυρα – απόσπασμα

Aldo Carotenuto

Εικόνα

…»Η ζήλια είναι αιτία πόνου και δυστυχίας, γιατί εκείνος που έχει πέσει θύμα της, έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ζωή του δεν έχει νόημα χωρίς το αγαπημένο πρόσωπο και ότι μόνο ζώντας μαζί του μπορεί να φθάσει στην ωριμότητα. Αυτό φέρνει τον ερωτευμένο αντιμέτωπο με το αίσθημα πως είναι ημιτελής, κι αυτό τον γεμίζει με τόση αγωνία και άγχος ώστε το φάντασμά του τον αποτρέπει από το να αφεθεί. Φοβόμαστε λοιπόν να έρθουμε αντιμέτωποι με αυτό το αίσθημα της μηδαμινότητας και της ανεπάρκειάς μας, γιατί τότε θα νιώθουμε σαν να είμαστε ο ένας πόλος της αντιπαράθεσης που υπάρχει εφόσον υπάρχει και ο άλλος. Για να αντιμετωπίσουμε αυτή την εμπειρία, χρειάζεται, όπως είπα, θάρρος.

Εκείνος που κάνοντας τον απολογισμό της ζωής του μπορεί να ισχυριστεί ότι ποτέ δεν παρασύρθηκε, ποτέ δεν δέχθηκε τον έρωτα, με όλους τους κινδύνους που αυτός συνεπάγεται, και με τη ζηλοτυπία του και με τις φωτεινές αλλά και ταπεινές στιγμές του, μπορούμε να πούμε ότι έζησε μία άτολμη ζωή, ότι από δειλία δήλωσε άρνηση σε κάτι μεγάλο, σε μία γνήσια ζωή. Η αποδοχή της μικρότητας και της ανεπάρκειάς μας είναι σημάδι ωριμότητας. Αποδεχόμενοι την πιθανότητα να ζηλέψουμε, δεχόμαστε και τον κίνδυνο να δούμε τη ζωή μας να εξελίσσεται μόνο υπό τον όρο ότι το αγαπημένο πρόσωπο θα είναι κοντά μας. Ο Μπαρτ (1977, σελ. 98) γράφει: «Ως ζηλότυπος υποφέρω τετραπλάσια. Υποφέρω επειδή ζηλεύω, υποφέρω επειδή κατηγορώ τον εαυτό μου που ζηλεύω, υποφέρω επειδή φοβάμαι πως η ζήλεια μου μπορεί να πληγώσει τον άλλο, υποφέρω επειδή αφήνω να με εξουσιάζει κάτι πολύ πεζό κι ασήμαντο: υποφέρω επειδή φοβάμαι μην παραγκωνιστώ, υποφέρω επειδή φοβάμαι μη γίνω επιθετικός, υποφέρω επειδή φοβάμαι μην είμαι τρελός κι υποφέρω επειδή φοβάμαι μην είμαι σαν όλους τους άλλους».

Πιστεύω ότι πρέπει να αφήνουμε περιθώρια στην πιθανότητα να νιώσουμε ζήλια και να επιτρέπουμε τον εαυτό μας να το ζήσει μέχρι τέλους. Αυτό σημαίνει να συνειδητοποιήσουμε τις σκοτεινές του πλευρές, τα παθολογικά του σημεία. Και πρέπει να είμαστε σε θέση να αποδεχτούμε την παθολογία μας, γιατί μόνο έτσι θ’ αποκτήσουμε αυτογνωσία. Όπως είναι λάθος να προσπαθούμε να γιατρέψουμε τις παραισθήσεις μας με φάρμακα, είναι και λάθος να θέλουμε να νικήσουμε τη ζήλια με τη δύναμη της θέλησής μας, γιατί αυτή μας βοηθά να γνωρίζουμε τις πιο απόκρυφες πλευρές του έρωτά μας.»

 

Aldo Carotenuto, «Έρως και Πάθος – Τα όρια της αγάπης και του πόνου», Εκδ. ίταμος (απόσπασμα)

*Πίνακας του Α. Αλεξανδράκη, «Καθισμένη γυναίκα με το χέρι στο κεφάλι της»

Οι Φυλακές της Παιδικής μας Ηλικίας – Alice Miller

Image

[…] Η ζωή του καθενός είναι γεμάτη από ψευδαισθήσεις, ίσως επειδή η αλήθεια συχνά μας φαίνεται αβάσταχτη. Κι όμως, η αλήθεια είναι τόσο αναγκαία, που η άγνοιά της έχει υψηλό κόστος, το οποίο μπορεί να εμφανιστεί με την μορφή σοβαρών ασθενειών. Χρειάζεται λοιπόν να προσπαθήσουμε, ακολουθώντας μια μακροχρόνια διαδικασία, να ανακαλύψουμε τη δική μας προσωπική αλήθεια, μια αλήθεια που μπορεί να μας προκαλέσει πόνο πριν μας προσφέρει μια νέα αίσθηση ελευθερίας. Αν, αντίθετα, επιλέξουμε να αρκεστούμε σε μια διανοητική γνώση,  θα παραμείνουμε στη σφαίρα των ψευδαισθήσεων και της εξαπάτησης του εαυτού μας.

Δεν μπορούμε να σβήσουμε τις ζημιές που έγιναν μέσα μας κατά την παιδική μας ηλικία, αφού δεν μπορούμε να αλλάξουμε ούτε στο παραμικρό το παρελθόν μας. Μπορούμε όμως να αλλάξουμε και να αναδιοργανώσουμε τον εαυτό μας και έτσι να ξανακερδίσουμε τη χαμένη μας ενότητα, αν αποφασίσουμε να κοιτάξουμε από πολύ κοντά και να συνειδητοποιήσουμε τη γνώση που έχουμε αποθηκεύσει στο σώμα μας για αυτά που έγιναν στο παρελθόν.

Αυτός ο δρόμος σίγουρα δεν είναι εύκολος, σε πολλές περιπτώσεις όμως είναι ο μόνος τρόπος για να μπορέσουμε επιτέλους να αφήσουμε πίσω μας την αόρατη και απάνθρωπη φυλακή της παιδικής μας ηλικίας.

Μόνο έτσι μπορούμε να μετατρέψουμε τον εαυτό μας από το ανίδεο θύμα που ήταν στο παρελθόν σε υπεύθυνο άτομο, που γνωρίζει τη δική του ιστορία και μπορεί να ζήσει μαζί της.

Οι περισσότεροι άνθρωποι όμως κάνουν ακριβώς το αντίθετο. Δεν θέλουν να γνωρίζουν τίποτα από την προσωπική τους ιστορία και έτσι δεν συνειδητοποιούν ότι, στην ουσία, η ιστορία τους τους καθορίζει συνεχώς στο παρόν. Συνεχίζουν να ζουν μέσα στην απωθημένη και ανεπίλυτη κατάσταση που παγιώθηκε στην παιδική τους ηλικία. Δεν συνειδητοποιούν ότι φοβούνται και αποφεύγουν κινδύνους οι οποίοι, παρ’ όλο που κάποτε ήταν πραγματικοί, εδώ και πολύ καιρό έχουν πάψει να είναι. Καθοδηγούνται από ασυνείδητες αναμνήσεις και απωθημένα συναισθήματα και ανάγκες, τα οποία, όσο παραμένουν ασυνείδητα και αξεδιάλυτα, συχνά καθορίζουν, με σχεδόν διαστροφικό τρόπο, καθετί που κάνουν ή δεν κάνουν.

Απόσπασμα από το βιβλίο της ψυχολόγου- ψυχαναλύτριας Alice Miller, «Οι Φυλακές της Παιδικής μας Ηλικίας».