Από την τρέλα στην τέχνη: Aloïse και οι χαμένοι μύθοι

aloise2

…πίνακες σαν κορδέλες γύρω από μια βόμβα

Γεννημένη στην Ελβετία στα τέλη του περασμένου αιώνα, η Αλοϊζ, σε ηλικία είκοσι ετών, τρελαίνεται και κλείνεται στο ψυχιατρικό νοσοκομείο Σερί, και εν συνεχεία στο άσυλο της Ροζιέρ, όπου και παραμένει έγκλειστη μέχρι το θάνατό της σε βαθύ γήρας. Μέσα στο άσυλο δημιουργεί πίνακες εξαίσιας ομορφιάς που της εξασφαλίζουν μια μοναδική θέση στο χώρο της Art Brut.

Αν σήμερα ανατρέχουμε στην ξεχασμένη φιγούρα της Αλοϊζ είναι γιατί, μέσα στα εκσυγχρονιστικά οράματα ανάπτυξης, ευζωίας και ευρυθμίας, οι φαντασμαγορικοί της πίνακες θυμίζουν πως τα βάθη του ψυχισμού μας, εις πείσμα όλων των καιρών, εις πείσμα όλων των εποχών, επιμένουν να συγκοινωνούν με το αδύνατο και το ανέφικτο των ερώτων μας και πως αυτό το άλλοτε και αλλού – φευ! – είναι πάντα παρόν. Είναι πάντα εδώ. Ένα ανατρεπτικό ενδεχόμενο!…

1913. Βρισκόμαστε στο Πότσνταμ της Γερμανίας. Η Αλοϊζ, μια νεαρή Ελβετίδα δασκάλα, παρακολουθεί μία λαμπρή παρέλαση. Πλήθος συγκεντρωμένο ζητωκραυγάζει τον αυτοκράτορα Γουλιέλμο Β’, που παρελαύνει υπέρλαμπρος ιππεύοντας ένα άσπρο άλογο. Η Αλοϊζ μαγεύεται. Εκστατικά παρακολουθεί τη σκηνή. Σαν υπνωτισμένη καθηλώνει το βλέμμα της στον αυτοκράτορα. Κι εδώ είναι η αρχή του τέλους της. Ή ίσως η αρχή της ιστορίας της. Μέσα στο μυαλό της θα ζήσει έναν περιπαθή έρωτα με τον αυτοκράτορα. Ο απρόσιτος θεός της θα μεταμορφωθεί σε σπαραχτικό εραστή των καθημερινών ονείρων της. Ηδονικά αρχίζει να ξεφεύγει από τον κόσμο της πραγματικότητας και αφήνεται να απορροφηθεί σιγά σιγά από έναν κόσμο ονειρικό.

Αδιάφορη για τη ζωή, χαμένη μέσα στο παραλήρημα ατέλειωτων μονολόγων, η Αλοϊζ είναι ανίκανη πια να προσαρμοστεί στην κοινωνική ζωή. Στο ψυχιατρικό νοσοκομείο του Σερί και στο άσυλο της Ροζιέρ, η Αλοϊζ θα περάσει έγκλειστη όλη της τη ζωή. Διάγνωση: «σχιζοφρένεια». Έξω δεν έμελλε να βγει παρά μόνο στο θάνατό της, το 1964.

Κι εκεί μέσα κάποια στιγμή θα αρχίσει να ζωγραφίζει. Οι μορφές που σχεδιάζει με τα χρωματιστά μολύβια ή τις κιμωλίες πάνω σε μεγάλες λευκές κόλλες αποτελούν μια απτή υποστήριξη των πλασμάτων της φαντασίας της. Στη ζωγραφική βρίσκει μια συμβολική πραγμάτωση των φαντασιώσεών της. Δεν υποφέρει πια. Δεν της λείπει καθόλου ο αδύνατος έρωτας. Είναι εκεί, παρών.. Κοντά της, με όλα τα μεγαλειώδη θέλγητρά του.

Η Αλοϊζ ζωγραφίζει. Δεν έχει σημασία αν ζωγραφίζει με πάθος, με μανία, με τρέλα ή με ψυχαναγκασμό. Σημασία έχει πως ζωγραφίζει. Η γιατρός της Ζακλίν Πορέ-Φορέλ αναφέρει: «υπάρχει ένα επανακτημένο αίσθημα ασφάλειας που βοηθά την άρρωστη να ξαναβρεί μια κάποια φυσικότητα στη συμπεριφορά της, μια γλώσσα πιο καταληπτή και μια ορισμένη ηρεμία».

Τα πρόσωπα επιλογής της Αλοϊζ είναι οι μεγάλες ερωτευμένες της Ιστορίας με τις οποίες ταυτίζεται, τα πριγκιπικά ζεύγη, οι θρυλικοί ήρωες, οι προσωπικότητες της ημέρας. Η Κλεοπάτρα, ο Ναπολέων, η βασίλισσα Ελισάβετ, ο Ντε Γκωλ, η Μαρία Αντουανέτα παίζουν το ρόλο τους μέσα σε μια όπερα-παραλήρημα και ζουν μεγαλειώδεις έρωτες. Οι αναχρονισμοί, οι απιθανότητες, οι παράτολμοι συσχετισμοί, τα πάντα επιτρέπονται σε αυτή την ονειρική πραγματικότητα που έχει ξεπεράσει τους νόμους του χώρου και του χρόνου.

Τα πρόσωπα αυτά δεν υφίστανται παρά μόνο για να «εμφανίζονται», ξετυλίγοντας το μεγαλείο της σε μια λαμπρή επιφάνεια χωρίς περιορισμούς. Αξιομνημόνευτος είναι ο τρόπος που απεικονίζει τα μάτια. Παντού το βλέμμα φαίνεται να καλύπτεται από μια μάσκα γαλάζια ή, καλύτερα, μοιάζει η ίριδα να έχει μεγαλώσει τόσο, ώστε απορρόφησε όλη την επιφάνεια του ματιού. Η έκφραση ενός καινούργιου ανθρώπινου βλέμματος. Ένα σημάδι ιερατισμού, ένα είδος κενού μεγαλείου.

Αναδημιουργεί έναν κόσμο του οποίου τα στοιχεία είναι δανεισμένα από τον επίσημο κόσμο, αλλά στον οποίο βασιλεύει εκείνη. Η Αλοϊζ είναι θεός. Η νεαρή ανώνυμη δασκάλα μέσα στο άσυλο των αρχών του αιώνα μας δίνει μοναδικές στιγμές. Γράφει ιστορία. Οι εκρηκτικοί της πίνακες φέρνουν στο νου τα λόγια του Breton για το έργο της Φρίντα Κάλο: «Μια κορδέλα γύρω από μια βόμβα».

Να, εδώ είναι η μύτη, θα πρέπει να τοποθετηθούν τριαντάφυλλα στο μέτωπο, τότε όμως δεν θα το κάνουμε καθόλου αυτό γιατί με θλίβει. Ξεγελάστηκα με το πράσινο, νόμιζα ότι ήταν πιο σκούρο. Το πράσινο δεν με τρομάζει σαν το μαύρο. Οι στρατηγοί των πράσινων στρατιών πάνε στην εξοχή. Όταν είναι σκοτάδι, αυτά τα παλιά κοστούμια…πάνε στο θέατρο, αυτά τα παλιά κοστούμια. Είναι μεγαλοπρεπείς αυτές οι κόκκινες φωτοσκιάσεις, είναι μια βασιλική ομορφιά. Το κόκκινο, πρέπει να το υπακούσω το κόκκινο.

Ο αποκομμένος από την πραγματικότητα, ο δίχως συνειρμό λόγος που τον είπαν σχιζοφρενικό. Και αυτά τα έργα τα ονόμασαν «ψυχοπαθολογικά» και τα ενέταξαν στην κατηγορία της Art Brut. Ακατέργαστα; Πρωτόλεια; Πρωτόγονη τέχνη; Ο όρος ανήκει στον Jean Dubuffet:

Ακατέργαστη τέχνη. Δηλώνει μια άλλη τέχνη στο περιθώριο της επίσημης, της ακαδημαϊκής, της πολιτισμικά αποδεκτής τέχνης. Ακατέργαστη τέχνη, δηλώνει κάθε λογής ευρηματικές, αυθόρμητες κατασκευές, σχέδια, ζωγραφική, κεντήματα, γλυπτά. Οι δημιουργοί τους είναι πρόσωπα σκοτεινά και δυσεντόπιστα, αυτοδίδακτοι, πλάνητες, παράφρονες, ή παραφόρως αναζητώντες την έκφραση του υψηλού, έξω όμως από μουσεία, γκαλερί, σχολές.

Η Αλοϊζ είναι εκπρόσωπος αυτής της τέχνης. Φτιάχνει με τα χέρια της μύθους και στη συνέχεια τους κατοικεί. Γίνονται προέκταση του εαυτού της. Οι ζωγραφιές αυτές είναι ο εαυτός της. «Όταν είναι σκοτάδι αυτό το πράσινο πάει στην εξοχή», μονολογεί ζωγραφίζοντας. «Ω, ο αγαπημένος μου αυτοκράτορας», λέει. Κι έπειτα προσθέτει: «πρέπει να το υπακούσω το κόκκινο». Και σαν υπνωτισμένη ζωγραφίζει και έτσι, παραδομένη στα θέλγητρα μιας συμβιωτικής σχέσης, ζει με τις ζωγραφιές της. Και αυτές τη στοιχειώνουν. «Πες μου ποιος σε στοιχειώνει να σου πω ποιος είσαι», έτσι αρχίζει η Νατζά του Breton. Μέσα από τις ζωγραφιές που τη στοιχειώνουν, η Αλοϊζ προσπαθεί να μας πει ποια είναι.

aloise5

«Είναι τέχνη;» θα έσπευδε κανείς να ρωτήσει. Ασφαλώς, εφόσον, όπως αναφέρει ο Dubuffet:

Η τέχνη δεν έρχεται να πλαγιάσει στα ατσαλάκωτα και καθαρά κρεβάτια που άλλοι έστρωσαν για αυτήν. Δραπετεύει αμέσως μόλις εκφέρεται το όνομά της. Αυτό που αγαπά είναι το ινκόγκνιτο. Οι καλύτερες στιγμές της είναι όταν λησμονεί πώς ακριβώς ονομάζεται.

Τέχνη λοιπόν, τέχνη που συγκλονίζει με την αμεσότητά της, με την άλλη σκηνή που τόσο γενναιόδωρα αφήνει να αναδυθεί στον ορίζοντα. Η άλλη σκηνή, η μη λογοκριμένη, η σκηνή του ονείρου, της απαγόρευσης, της σκοτεινής και ανατρεπτικής επιθυμίας. Άλλωστε τα όρια της τέχνης από τη μη τέχνη είναι ένα ψευδοπρόβλημα, αν δεχτούμε ότι τελικά «τέχνη είναι ό,τι μας συγκινεί».

Κυρίως από τη δεκαετία του ’50 κι έπειτα, βάζουμε τους τρελούς να ζωγραφίζουν. Όχι για το παιχνίδι, αλλά μέσα στο πλαίσιο μίας εργαλειακής λογικής. Όχι για να δοθεί διέξοδος στην καταχωνιασμένη έκφραση, αλλά για να θεραπευτούν οι τρελοί από την τρέλα τους. Ο επίσημος ψυχιατρικός λόγος δεν ενδιαφέρεται, φυσικά, για ατομικούς μύθους και ζωγραφισμένες φαντασιώσεις. Δέχεται ότι τα περισσότερα από τα προϊόντα της θεραπείας δια της τέχνης, της Art Therapy, δεν είναι τίποτα περισσότερο από συμπτώματα αρρώστιας. Και  κανείς δεν θλίβεται ή δε διερωτάται για το ότι ο έγκλειστος, όταν απελευθερώνεται, ως ιαθείς, ως θεραπευμένος, τότε παύει σχεδόν αυτόματα κάθε καλλιτεχνική δραστηριότητα.

Από τότε που έγινε της μόδας η τέχνη των τρελών, από τότε που τους βάζουμε να ζωγραφίζουν, από τότε που τους αφιερώνουμε εκθέσεις (δεκαετία του ’50), από τότε που ψυχίατροι και νοσηλευτικό προσωπικό ενδιαφέρονται να αξιοποιήσουν έτσι τους ασθενείς, να προβάλουν το έργο τους, να παρουσιάσουν τις πλούσιες ώρες της τρέλας, οι ώρες αυτές γίνονται ολοένα και πιο φτωχές, πιο χλομές, πιο ξέπνοες. Από τότε που δεν υπάρχει ούτε ένα ψυχιατρείο που να  μη διαθέτει το ατελιέ του και να μην οργανώνει σποραδικά εκθέσεις, η δημιουργικότητα των τρελών έχει πάρει την κατιούσα. Όλο και λιγότερο θα συναντήσουμε τα φαντασμαγορικά σχέδια της Αλοϊζ στους υπάκουα ζωγραφίζοντες, στους υπό επανένταξη χώρους, σχέδια. Στερεοτυπίες, επαναλαμβανόμενα μοτίβα, μιμητισμός- με λίγα λόγια, εξομάλυνση, κανονικοποίηση, συμμόρφωση στον κανόνα. Είναι ίσως το κόστος που έχουμε να πληρώσουμε για τη γρήγορη ίαση, που πλέον, λόγω των νευροληπτικών φαρμάκων, διαθέτουμε.

Μια ανησυχητικά οικεία αλλά και παράξενη εμπειρία η τρέλα. Αυτό το παράξενα οικείο μοιάζει να είναι το στοιχείο που συγκινεί ακόμα και σήμερα μέσα στις ζωγραφιές της Αλοϊζ. Οι παράφοροι, οι απαγορευμένοι έρωτες, τα μητρικά και πατρικά imagos, όλα εδώ πολύχρωμα ξεδιπλωμένα στις απέραντες επιφάνειες του λευκού χαρτιού. Αυτόν το φανταστικό κόσμο σήμερα τον βρίσκουμε έτοιμο, δεν τον επινοούμε. Εικόνες, εικονολαγνικός πολιτισμός των μίντια, με τους σερβιρισμένους ετοιμοπαράδοτους μύθους. Όχι, δεν υπήρχε τηλεόραση για να τροφοδοτεί τους μύθους της Αλοϊζ.

Στη σύγχρονη ψυχοπαθολογία αυξάνονται οι «νέες αρρώστιες της ψυχής». Πληθαίνουν οι «ναρκισσιστικές, μεθοριακές προσωπικότητες», άτομα που χαρακτηρίζονται από μια αδυναμία συμβολοποίησης, μια αδυναμία ψυχικής αναπαράστασης, άτομα που αδυνατούν να βάλουν σε εικόνες ή σε λόγο το πάθος και τις επιθυμίες τους.

Άτομα που ολοένα και λιγότερο γίνονται μυθο-τόκοι.

Περιστοιχισμένος από εικόνες, ο σύγχρονος άνθρωπος ολοένα και λιγότερο δείχνει ικανός να φαντασιώσει. Ο καταναλωτής εικόνων υποφέρει από την αδυναμία εικονοποίησης. Μήπως ήλθε η εποχή να νοσταλγήσουμε τις μυθογραφικές κατασκευές της Αλοϊζ; Τη δυνατότητα που εκείνη είχε να αφήνει το χνάρι της μέσα στους προσωπικούς της μύθους; Μήπως σήμερα ολοένα και περισσότερο διακυβεύεται αυτό το προσωπικό χνάρι;

Η έκσταση χάνεται  και μένουμε με τη νοσταλγία της Αλοϊζ, με τη νοσταλγία μίας παντοτινά χαμένης μυθοποιητικής φαντασμαγορίας. Τότε που όλα, μέσα από την επινόηση, έμοιαζαν να είναι δυνατά, ακόμα και αυτοί οι αδύνατοι, απίθανοι, τρελοί έρωτες.

 

Φωτεινή Τσαλίκογλου, Ψυχολογία της καθημερινής ζωής: Η κουλτούρα του εφήμερου, εκδ. Καστανιώτη.

Πίνακες: Aloïse Corbaz, Copyright: Fondation Aloïse, Chigny.

Πηγή: http://www.sik-isea.ch/en-us/

Εχέφρονες σε μέρη για παράφρονες

alice

Lewis Carroll, Alice in Wonderland

Ήταν 1972. Μόλις είχε παραιτηθεί ο Αντιπρόεδρος των Η.Π.Α. Σπύρος Άγκνιου. Ο Τόμας Σαζ είχε γράψει το βιβλίο The Myth of Mental Illness. O Ρ. Ν. Λανγκ είχε προκαλέσει τους ψυχιάτρους να αναθεωρήσουν την άποψή τους για τη σχιζοφρένεια και να τη δουν σαν μία πιθανή μορφή ποίησης. Μέχρι πρότινος, οι σημαίες κυμάτιζαν ακόμα στην άκρη της κάνης των όπλων σηματοδοτώντας την κατάπαυση του πυρός στο Βιετνάμ. Ο Ντέιβιντ Ρόζενχαν, που είχε προσφάτως «πολιτογραφηθεί» ψυχολόγος και ήταν επίσης πτυχιούχος Νομικής, δεν είχε πάει να πολεμήσει στο Βιετνάμ, αλλά σύμφωνα με κάποιο συνεργάτη του είχε παρατηρήσει πόσοι άνδρες κατέφευγαν στο πρόσχημα της ψυχικής νόσου για να αποφύγουν τη στρατολογία. Ήταν σχετικά εύκολο να προσποιηθείς κάποια συμπτώματα – άραγε πόσο εύκολο ήταν ακριβώς; Ο Ρόζενχαν αποφάσισε να δοκιμάσει πόσο ικανοί είναι οι ψυχίατροι να διαχωρίζουν τους «εχέφρονες» από τους «παράφρονες».

Ως γνωστικό πεδίο, η Ψυχιατρική βασίζεται βέβαια στην πεποίθηση ότι οι επαγγελματίες του κλάδου γνωρίζουν πώς να διαγνώσουν με αξιόπιστο τρόπο καταστάσεις παραφροσύνης και να αποφασίζουν βάσει αυτών των διαγνώσεων για την κοινωνική καταλληλότητα του ατόμου – την ικανότητά του στο ρόλο του γονιού, τον κίνδυνο διαφυγής κάποιου προσωρινά αποφυλακισμένου υπό όρους, την πιθανότητα σωφρονισμού κάποιου κρατούμενου. Ο Ρόζενχαν είχε συνειδητοποιήσει και επέκρινε τον τεράστιο κοινωνικό έλεγχο που ασκούσαν οι ψυχίατροι. Γι’ αυτό το λόγο επινόησε ένα πείραμα. Σκοπός του ήταν να δοκιμάσει αν οι πραγματικές τους ικανότητες ήταν ανάλογες με την εξουσία τους.

Κάλεσε λοιπόν οχτώ φίλους και τους ρώτησε κάτι σαν: «Είστε απασχολημένοι τον επόμενο μήνα; Έχετε χρόνο να προσποιηθείτε τους ψυχικά νοσούντες και να εισαχθείτε σε ψυχιατρικό ίδρυμα για να δούμε τι θα συμβεί; Να δούμε αν θα καταλάβουν ότι στην πραγματικότητα είσαστε υγιείς;» Όλως παραδόξως, κανείς από τους οχτώ δεν είχε να κάνει κάτι τον επόμενο μήνα, ενώ και οι οκτώ – τρεις ψυχολόγοι, ένας μεταπτυχιακός φοιτητής, ένας παιδίατρος, ένας ψυχίατρος, ένας ζωγράφος και μία νοικοκυρά – συμφώνησαν να αφιερώσουν στον Ρόζενχαν το χρόνο τους και να συμμετάσχουν δοκιμαστικά σε αυτή την ύπουλη απάτη, μαζί με τον ίδιο τον εμπνευστή της, που δεν έβλεπε την ώρα να αρχίσει το πείραμά του.

Στην πραγματικότητα το πείραμα πήρε περισσότερο χρόνο. Αρχικά έγινε εκπαίδευση. Ο Ρόζενχαν δίδαξε τους συνεργάτες του πολύ, μα πάρα πολύ προσεκτικά. Πέντε μέρες πριν την καθορισμένη ημερομηνία έπρεπε να σταματήσουν να κάνουν ντους, να ξυρίζονται και να βουρτσίζουν τα δόντια τους. Και να που, την προκαθορισμένη ημερομηνία, οι συνεργάτες του και ο ίδιος σκορπίστηκαν σε διαφορετικά σημεία της χώρας από τα ανατολικά ως τα δυτικά της και παρουσιάστηκαν σε θαλάμους επειγόντων ψυχιατρικών περιστατικών διαφόρων νοσοκομείων. Οι ψευδοασθενείς θα παρουσιάζονταν κι έπρεπε να πουν στο νοσηλευτικό προσωπικό: «Ακούω μία φωνή να λέει ‘γκντουπ!’». Ο Ρόζενχαν είχε συμβουλέψει εσκεμμένα τους ψευδοασθενείς του να παραπονεθούν στους γιατρούς λέγοντας τη συγκεκριμένη λέξη, επειδή πουθενά στη βιβλιογραφία της Ψυχιατρικής δεν αναφέρονται περιστατικά ατόμων που δέχονται κάποιο φωνητικό ερέθισμα με προφανείς παραπομπές στα κινούμενα σχέδια.  Σε περαιτέρω ερωτήσεις, οι ψευδοασθενείς έπρεπε να απαντήσουν με απόλυτη ειλικρίνεια, εκτός από εκείνες που είχαν σχέση με το όνομα και το επάγγελμά τους. Δεν θα προσποιούνταν κανένα άλλο σύμπτωμα. Όταν θα βρίσκονταν στον θάλαμο, εφόσον τους δέχονταν δηλαδή, αμέσως θα έλεγαν ότι η φωνή εξαφανίστηκε και ότι αισθάνονται περίφημα. Κατόπιν, ο Ρόζενχαν έμαθε στους συνεργάτες του πώς να διαχειρίζονται τα φάρμακα και πώς να αποφεύγουν την κατάποσή τους, βάζοντάς τα κάτω από τη γλώσσα, ώστε μετά να τα πετάξουν στη λεκάνη του μπάνιου.

Την προσυμφωνημένη ημέρα, ο Ρόζενχαν και οι υπόλοιποι ψευδοασθενείς έφτασαν σε κάποιο δημόσιο νοσοκομείο της χώρας. Στη μονάδα εισαγωγής ασθενών όλοι δήλωσαν πως ακούνε μία φωνή να λέει τη λέξη «γκντουπ!», πως η φωνή ανήκει σε άνθρωπο του ίδιου φύλου και πως τους ενοχλεί για αρκετό χρονικό διάστημα. Επίσης, κάθε ψευδοασθενής δήλωσε ότι είχε φθάσει στο συγκεκριμένο νοσοκομείο γιατί κάποιοι φίλοι τον είχαν συμβουλέψει ότι «επρόκειτο για καλό νοσοκομείο». Τόσο στην περίπτωση του Ρόζενχαν όσο και σε αυτή των υπόλοιπων συνεργατών του, αποφασίστηκε εισαγωγή για νοσηλεία.

Αφού ολοκληρώθηκε το πείραμα, ο Ρόζενχαν διαπίστωσε ότι όλοι οι συνεργάτες του, με εξαίρεση έναν, είχαν διαγνωστεί ως σχιζοφρενείς βάσει ενός και μόνο συμπτώματος (η περίπτωση που εξαιρέθηκε από τη σχιζοφρένεια είχε διαγνωστεί ως «μανιοκαταθλιπτική ψύχωση»). Ο μέσος όρος παραμονής των ψευδοασθενών στο νοσοκομείο ήταν  19 ημέρες∙ η πιο μακρόχρονη ήταν 52 και η πιο βραχύχρονη 7 ημέρες. Είδε ότι όλοι οι συνεργάτες του είχαν βιώσει την απαξίωση της υπόστασής τους. Και τέλος, ο Ρόζενχαν συνειδητοποίησε πως όλοι τους είχαν πάρει εξιτήριο ενώ η διαταραχή τους παρουσίαζε ύφεση. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι ουδέποτε οι ειδικοί διέκριναν πως οι νοσηλευθέντες ήταν πραγματικά ψυχικά υγιείς κι επίσης ότι η δεδομένη ψυχικά υγιής συμπεριφορά τους αντιμετωπίστηκε ως ένα στιγμιαίο διάλειμμα που θα γινόταν όλο και πιο σύντομο.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, στη διάρκεια της δικής του νοσηλείας ως ασθενούς, οι άλλοι ασθενείς φαίνονταν να αντιλαμβάνονται ότι ο Ρόζενχαν ήταν φυσιολογικός, και μάλιστα τη στιγμή που οι γιατροί δεν το καταλάβαιναν καν. Κάποιοι άλλοι συνεργάτες του Ρόζενχαν, που διαβιούσαν υπό παρόμοιες συνθήκες εγκλεισμού σε ολόκληρη τη χώρα, είχαν επίσης την ίδια αλλόκοτη εμπειρία∙ ότι δηλαδή οι παράφρονες μπορούσαν να εντοπίσουν τους εχέφρονες καλύτερα από τους θεράποντες γιατρούς. Μάλιστα, ένας νεαρός πλησίασε τον Ρόζενχαν στην αίθουσα ψυχαγωγίας και του είπε: «Εσύ δεν είσαι τρελός. Ή δημοσιογράφος είσαι ή καθηγητής». Ένας άλλος του είπε: «Κάνεις έλεγχο στο νοσοκομείο».

Όταν δημοσιεύθηκε το άρθρο του Ρόζενχαν στο περιοδικό Science, προξένησε κατακλυσμό από ξεχωριστές, μακροσκελείς και εξαιρετικά διασκεδαστικές επιστολές που διατύπωναν την αντεπιχειρηματολογία τους με δηκτικότητα. Ο Ρόζενχαν είχε υποτιμήσει την Ψυχιατρική ως επιστήμη κι αυτό ενθάρρυνε πολλούς αμερικανούς ψυχιάτρους να βάλουν τα δυνατά τους και να επιδείξουν την οξύνοια που διέπει τους συχνά αμφισβητήσιμους ισχυρισμούς τους.

Το πείραμα του Ρόζενχαν, όπως ίσως κάθε καλό έργο τέχνης, είναι εκθαμβωτικό, ισχυρό και ελαττωματικό. Εντούτοις, φαίνεται ότι στα συμπεράσματά του ενυπάρχουν ορισμένες βασικές αλήθειες. Οι ετικέτες πράγματι καθορίζουν πώς βλέπουμε αυτό που βλέπουμε. Η Ψυχιατρική είναι μία νεαρή επιστήμη, αν πρόκειται όντως για επιστήμη, επειδή μέχρι σήμερα στην πράξη στερείται της εμπεδωμένης γνώσης ως προς το σχετικό με τη Φυσιολογία υπόβαθρο των ψυχικών νοσημάτων, και η επιστήμη βασίζεται στο σώμα, στη μετρήσιμη ύλη. Οι ψυχίατροι, όχι όλοι αλλά πολλοί από αυτούς, σπεύδουν πράγματι να διατυπώσουν κρίσεις κι επικρίσεις φθάνοντας μέχρι σημείου να γίνονται πομπώδεις, ίσως επειδή είναι ανασφαλείς. Σε κάθε περίπτωση, η μελέτη του Ρόζενχαν δεν βοήθησε να ξεπεραστεί αυτή η ανασφάλεια. Το πείραμα έγινε δεκτό με οργή κι αργότερα, επιτέλους, φάνηκε μία πρόκληση. «Εντάξει», είπαν ασθμαίνοντας από κάποιο νοσοκομείο. «Νομίζετε ότι δεν ξέρουμε τι κάνουμε; Να μία πρόκληση. Μέσα στους επόμενους τρεις μήνες στείλτε όσους ψευδοασθενείς θέλετε στα επείγοντα περιστατικά μας και θα τους εντοπίσουμε. Εμπρός λοιπόν».

Ο Ρόζενχαν δέχτηκε την πρόκληση. Είπε ότι μέσα στους επόμενους τρεις μήνες θα έστελνε ένα μυστικό αριθμό ψευδοασθενών στο συγκεκριμένο νοσοκομείο και ότι το προσωπικό θα έπρεπε να κρίνει, σ’ ένα κατά κάποιο τρόπο αντίστροφο πείραμα, όχι ποιος ήταν ψυχικά άρρωστος, αλλά ποιος ήταν ψυχικά υγιής. Στο τέλος των τριών μηνών, το προσωπικό του νοσοκομείου ανέφερε στον Ρόζενχαν με μεγάλο βαθμό βεβαιότητας ότι είχε εντοπίσει 41 από τους ψευδοασθενείς του Ρόζενχαν. Στην πραγματικότητα, ο Ρόζενχαν δεν είχε στείλει κανέναν. Η υπόθεση έκλεισε. Η Ψυχιατρική έσκυψε το κεφάλι.

Από τη δεκαετία του 1970 μέχρι σήμερα πολλά έχουν αλλάξει στον χώρο της Ψυχιατρικής. Τα κριτήρια διάγνωσης, που διασφαλίζουν την αποτροπή χονδροειδών εικασιών και από τα οποία προκύπτει το πρόγραμμα θεραπείας, η πρόγνωση και ο καθορισμός του μέλλοντος που ανοίγεται στο άτομο, βελτιώνονται διαρκώς. Παράλληλα, έχει βελτιωθεί η στάση των επαγγελματιών, που εργάζονται σε τέτοια ιδρύματα, απέναντι στους ασθενείς, ο σεβασμός προς την ύπαρξή τους, η ευγένειά τους. Ωστόσο, αυτό που παραμένει σημαντικό στο πείραμα του Ρόζενχαν  είναι το γεγονός ότι διερεύνησε με κομψότητα τον τρόπο με τον οποίο διαστρεβλώνεται ο κόσμος μας, όταν τον κοιτάζουμε μέσα από ένα συγκεκριμένο φακό. Το πείραμά του υπαινίσσεται ότι, αναπόδραστα, η υποκειμενικότητα είναι έμφυτη και διάχυτη στον άνθρωπο και επομένως συμβάλλει τόσο στον εμπλουτισμό της βιβλιογραφίας της Φιλοσοφίας όσο και της Ψυχολογίας και της Ψυχιατρικής.

Προσαρμογή από το βιβλίο της Lauren Slater, Το κουτί της ψυχής – Τα 10 σπουδαιότερα ψυχολογικά πειράματα του 20ου αιώνα (εκδ. Οξ υ)

Για όσους ενδιαφέρονται, το πρωτότυπο άρθρο του D. Rosenhan, όπως δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Science, βρίσκεται εδώ: http://altmentalities.files.wordpress.com/2011/02/rosenhan-1973-on-being-sane-in-insane-places.pdf