Ιστορίες Ζωής

Pawel-Kuczynski_10626873_923524431009470_2323986266373455425_n

Όλες οι έρευνες το πιστοποιούν. Η συντριπτική πλειοψηφία των τηλεθεατών δε θεωρεί πραγματικές τις ιστορίες ζωής που παρουσιάζονται στην τηλεόραση. Ένα ελάχιστο 5% μόνο μοιάζει να διαθέτει την αθωότητα του βρέφους και να υποκύπτει άνευ όρων στην αληθοφάνεια μιας κατασκευασμένης εικόνας. Όλοι οι άλλοι, εμείς οι άπιστοι, υποψιασμένοι ενήλικες, σαν μαγεμένοι ξανά και ξανά, παρακάμπτοντας επιμελώς τη δυσπιστία μας, μένουμε καθηλωμένοι στις ιστορίες ζωής, στην πολύτιμη πραμάτεια όλων των καναλιών.

Μας εξοργίζουν όλες αυτές οι δραματικές αφηγήσεις, μας θλίβουν, ενίοτε θυμώνουμε με τον τρόπο παρουσίασης, καταγγέλουμε τον άθλιο χειρισμό του θέματος. Κι όμως εκεί, σαν υπνωτισμένοι, ακούμε και βλέπουμε.

Για να διασκεδάσουμε ίσως. Να ψυχαγωγηθούμε μέσα από την απατηλή σκηνοθεσία ενός δράματος που έτσι κι αλλιώς δεν μας πείθει. Όμως εκείνη την ώρα κάποιο τηλεπαιχνίδι με πλούσια δώρα, κάποια σαπουνόπερα, θα αναλάμβανε ίσως πιο δραστικούς τρόπους απόδρασης. Κι όμως δεν αλλάζουμε κανάλι. Προτιμώμενες παραμένουν οι ιστορίες ζωής. Γιατί;

Εύκολο είναι να επικαλεσθεί κανείς την κρυφή ηδονοβλεπτική διάσταση που ωθεί σε μια τέτοια προτίμηση. Εύκολο είναι να αναφερθείς στο άχρωμο και άτονο της καθημερινής ζωής των πολλών.

«Η ζωή μου είναι τόσο ήσυχη. Η ησυχία αυτή με τρομάζει. Το βάρος του μη συμβάντος με βαραίνει. Αποζητώ το αλλότριο συμβάν για να το οικειοποιηθώ. Να το κάνω δικό μου. Να ανυψωθώ κι εγώ στη σφαίρα των τραγικών ηρώων της ιστορίας. Όσο γελοίος κι αν είναι κατά βάθος ο πρωταγωνιστής, όσο απωθητικός κι αν είναι στην αθλιότητά του, έχει μία τραγική διάσταση. Κι αυτή είναι που αποζητώ».

Άλλοτε πάλι, ο άλλος κινητοποιεί μόνο αμιγείς εμπαθείς απορρίψεις. Τον βδελίσσομαι. Η παθολογία του με κάνει να ριγώ. Κι όμως τον θέλω. Θέλω κι αυτόν να τον δω, να τον ακούσω, στα δελτία των ειδήσεων, στις ειδικές εκπομπές, να τον απολαύσω, έτσι καθώς διηγείται πώς εκτέλεσε τη γυναίκα, την πεθερά, τα παιδιά του, τα ανίψια του, τα εγγόνια του. Ή ακόμα, πώς μες στην απόλυτη ανέχεια και φτώχεια τρώει ποντικούς, γάτες ή ευτραφείς γειτόνους!

Τον θέλω τον αποκρουστικό παρεκκλίνοντα. Με βοηθάει να ορίσω τον εαυτό μου ως διαφορετικό. Η διήγησή του μου κάνει. Σαν νερό με βοηθάει να κυλήσει η αλλότρια δυστυχία από πάνω μου. Να μη σκαλώσει πουθενά. Και να βγω αλώβητος από την ταύτιση. Αμέτοχος. Δεν είμαι εγώ! Είναι εκείνος! Η δυστυχία έχει βρει τα περιχαρακωμένα όριά της έξω από τον ιδιωτικό μου ορίζοντα. Το κακό ξορκίζεται. Διαθέτει όνομα. Δεν είναι το δικό μου. Διαθέτει ιστορία. Δεν είναι η δική μου. Κατοικεί αλλού.

Κυρίως διαθέτει εικόνα. Κι έτσι το κακό συγκεκριμενοποιείται. Δεν είναι διάχυτο. Εντοπίζεται. Τα τέρατα που κυκλοφορούν μέσα μου ναρκώνονται. Εκεί. Στο γυαλί. Μόνο εκεί.

Αρκούν λοιπόν αυτοί οι φανταστικοί συλλογισμοί για να εξηγήσουν το πάθος, το μένος, την επίμονη ηδονή που προσφέρουν τα τηλεσόου της δυστυχίας; Κάτι, όπως πάντα, μοιάζει να λείπει. Κι αυτό το κάτι αναδεικνύεται μέσα από το διεισδυτικό και ανατρεπτικό λόγο του Nietzsche:

Εμείς οι άνθρωποι της γνώσης δε γνωρίζουμε τον εαυτό μας- και δικαιολογημένα. Ποτέ δεν αναζητήσαμε τον εαυτό μας – πώς θα μπορούσαμε λοιπόν να τον βρούμε κάποτε; Σωστά έχει ειπωθεί ότι «εκεί που βρίσκεται ο θησαυρός σου βρίσκεται και η καρδιά σου»,  ο θησαυρός μας είναι εκεί που είναι και οι κυψέλες της γνώσης μας. Πάντα κατευθυνόμαστε προς αυτές, σαν να είμαστε από γεννησιμιού μας φτερωτά πλάσματα που μαζεύουν το μέλι του πνεύματος και η μοναδική μας έγνοια είναι «να φέρνουμε κάτι στο σπίτι». Άλλωστε ποιος από μας ασχολείται στα σοβαρά με ό,τι αφορά στη ζωή, με τα επονομαζόμενα «βιώματα»; Ή αφιερώνει τον απαραίτητο χρόνο γι’ αυτά; Φοβάμαι πως αυτή η υπόθεση δεν ήταν ποτέ δική μας υπόθεση: δεν μπορούμε να δώσουμε την καρδιά μας σε αυτήν, ούτε και τ’ αυτιά μας. Αλλά, όπως ένας εντελώς αφηρημένος και βυθισμένος στον εαυτό του άνθρωπος, που η καμπάνα του μεσημεριού χτύπησε στ’ αυτιά του μ’ όλη της τη δύναμη τους δώδεκα χτύπους της, ξαφνικά πετάγεται πάνω και αναρωτιέται: «τι ήταν άραγε αυτό που χτύπησε;» έτσι κι εμείς καμιά φορά τρίβουμε εκ των υστέρων τ’ αυτιά μας κι αναρωτιόμαστε, γεμάτοι έκπληξη κι ανησυχία, «τι ήταν στ’ αλήθεια αυτό που μόλις ζήσαμε;» και ακόμα «ποιοι είμαστε στ’ αλήθεια;» και ξαναμετρούμε εκ των υστέρων, όπως είπαμε, τους δώδεκα παλλόμενους χτύπους της καμπάνας της εμπειρίας μας, της ζωής μας, της ύπαρξής μας – και αλίμονο! Κάνουμε λάθος στο μέτρημα. Και παραμένουμε αναγκαστικά ξένοι στον εαυτό μας, δεν τον καταλαβαίνουμε, αναγκαζόμαστε να παρερμηνεύουμε τον εαυτό μας, για να ισχύει ένας νόμος, για όλη την αιωνιότητα: «ο καθένας είναι ο πιο ξένος απέναντι στον εαυτό του». Δεν είμαστε άνθρωποι της γνώσης όσον αφορά στον εαυτό μας.

Ίσως όλη αυτή η ηδονή που έγκειται στο να ακούσεις από την τηλεόραση την ιστορία του άλλου, έχει να κάνει με μια τρομακτική μετάθεση. Να ακούς από τον άλλον αυτό που δεν μπορείς να ακούσεις από σένα. Να αφουγκραστείς μία ξένη ιστορία στη θέση της δικής σου ιστορίας. Εκείνη που δεν θα γνωρίσεις ποτέ, εκείνη που δεν θα σε γνωρίσει ποτέ.

Ένα χρυσό άλλοθι οι ιστορίες στη μικρή οθόνη. Επιτρέπουν τον μόνο επιθυμητό στόχο: «να παραμείνει ο καθένας πιο ξένος απέναντι στον εαυτό του».

Δεν είναι να απορείς λοιπόν. Όχι, δεν είναι να απορείς. Ίσως μόνο να θλίβεσαι. Αλλά γι’ αυτό δεν υπάρχει ούτε χώρος, ούτε χρόνος και, κυρίως, ούτε τηλεοπτική κάλυψη.

Φωτεινή Τσαλίκογλου, Ψυχολογία της Καθημερινής Ζωής- Η κουλτούρα του εφήμερου (Εκδ. Καστανιώτη) – απόσπασμα.

Pawel Kuczynski, «T.V. Relaxing»

Η Μέση Ηλικία Δεν Υπάρχει

Tiziano,_tre_età_dell'uomo_01

Θα σταθώ στον προφητικό πίνακα του Τιτσιάνο, «Οι τρεις ηλικίες του ανθρώπου». Στο κέντρο ενός ειδυλλιακού αρκαδικού τοπίου δεσπόζει ένα εικοσάχρονο ζεύγος. Η δαφνοστεφανωμένη νεαρή γυναίκα με ηδυπάθεια προσφέρει μια φλογέρα στον εραστή της που την κοιτάζει με λατρεία. Στο αριστερό μέρος του πίνακα δύο σχεδόν νεογέννητα μωρά είναι παραδομένα σε ένα μακάριο ύπνο. Η αθώα γύμνια των σωμάτων τους προστατεύεται από έναν φτερωτό ερωτιδέα. Στο βάθος του πίνακα το ειδυλλιακό τοπίο διακόπτεται απότομα. Ένας γέρος συλλογίζεται μελαγχολικά τις δύο νεκροκεφαλές που κρατά στα χέρια του. Ο πιστός στο πνεύμα της Αναγέννησης πίνακας έχει ξεχάσει μία «μικρή λεπτομέρεια». Ένα ολόκληρο ηλικιακό φάσμα που εκτείνεται ανάμεσα στη νεότητα και στο γήρας. Τη μέση ηλικία. Η μέση ηλικία είναι ανύπαρκτη. Και με αυτή την έννοια, ο πίνακας αποδεικνύεται εξαιρετικά μοντέρνος.

Το γήρας είναι απεχθές. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά μόνο η νεότητα. Όπως και στον πίνακα, έτσι και στο σύγχρονο κοινωνικό τοπίο όλα περιστρέφονται γύρω από αυτήν. Η νεότητα σήμερα δεν είναι το αγαθόν που ο καθένας μας ως κόρη οφθαλμού δικαιούται να διαφυλάττει. Η νεότητα συρρικνώνεται σε ένα επιβεβλημένο καταναλωτικό είδος. Και κατά έναν παράδοξο τρόπο, όσο περισσότερο την ψάχνεις, όταν πλέον δεν την έχεις, τόσο πιο πολύ απομακρύνεσαι από αυτήν.

Όλα γύρω μας είναι σαν να λένε: «Μείνε νέος ή πέθανε». Με κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο εκβιάζεται η παράταση της φευγαλέας νεότητας. Δεν υπάρχει δυνατότητα διαφυγής. Τα μίντια, οι γιγαντοαφίσες, οι φαρμακοβιομηχανίες, οι διαφημιστικές καμπάνιες, οι γιγαντιαίες εταιρείες καλλυντικών δεν σου υποδεικνύουν μόνο τι να αγοράσεις για να μείνεις νέος, σου δηλώνουν και τι οφείλεις να επιθυμείς. Ο μύθος της παντοτινά νέας γυναίκας εντείνει τον υφέρποντα καταναγκασμό. Το αψεγάδιαστο νεανικό γυναικείο σώμα, σαν επίμονο φάντασμα, στοιχειώνει τις συλλογικές φαντασιώσεις. Γίνεται η κυρίαρχη μεταφορά του «καλού αντικειμένου». Η απομάκρυνση από τη βιολογική νεότητα κατακλύζει τον ψυχισμό με τύψεις, ενοχές, φόβο, απόγνωση, απελπισία. Ιδίως για τη γυναίκα, η μέση ηλικία, πολύ περισσότερο από το ευκρινές γήρας, μετατρέπεται σε ταμπού. Η μέση ηλικία δεν υπάρχει. Έχει απορροφηθεί από το μύθο μίας μακροημερεύουσας πλασματικής νεότητας.

Η επιστήμη, η πρόοδος της ιατρικής, της βιολογίας, της γενετικής, αθέλητα ή και ηθελημένα ενίοτε, γίνονται οι συνένοχοι μιας ανίερης συμμαχίας. Η νεότητα αναμένεται να εξασφαλιστεί με ένα μαγικό χάπι ή με ένα μαγικό νυστέρι. Οι παρενέργειες μπορεί να είναι κωμικοτραγικές ή απλώς τραγικές. Ποιος όμως τις λογαριάζει;

Φωτεινή Τσαλίκογλου, Η Ψυχολογία της Καθημερινής Ζωής- η κουλτούρα του εφήμερου (Εκδ. Καστανιώτη)

Πίνακας: «Οι τρεις ηλικίες του ανθρώπου», Τιτσιάνο.