Υπάρχουν Χαμένοι Παράδεισοι (;)

Ξέρω πως έχω χάσει αμέτρητα πράγματα και πως, τώρα, αυτές οι απώλειες είναι τα μοναδικά δικά μου πράγματα. Ξέρω πως έχω χάσει το κίτρινο και το μαύρο, κι αυτά τ’ ασύλληπτα τα αναλογίζομαι όπως δεν τα αναλογίζονται όσοι βλέπουν. Ο πατέρας μου έχει πεθάνει κι είναι πάντα πλάι μου. Όταν, καμιά φορά, απαγγέλλω στίχους του Σουίνμπερν, λένε πως το κάνω με τη φωνή του. Μόνο αυτός που έχει πεθάνει είναι δικός μας· δικό μας είναι μόνο αυτό που έχουμε χάσει. Το Ίλιον υπήρξε, αλλά το Ίλιον επιζεί στο εξάμετρο που το θρηνεί. Το Ισραήλ υπήρξε όταν ήταν μια αρχαία νοσταλγία. Με τον καιρό, κάθε ποίημα γίνεται ελεγεία. Δικές μας είναι οι γυναίκες που μας άφησαν, γλιτώνοντας μας απ’ το άγχος της αναμονής, τους συναγερμούς και τους τρόμους της ελπίδας. Δεν υπάρχουν άλλοι παράδεισοι από τους χαμένους παραδείσους.

[J. L. Borges, «Κατοχή του Χθες»,  Άπαντα τα Πεζά ΙΙ (εκδ. Πατάκη) Μτφ: Α. Κυριακίδη]

paradise_lost_001

Δεν υπάρχουνε παράδεισοι χαμένοι

Ο παράδεισος είναι κάτι που χάνεται καθημερνά

Όπως καθημερνά χάνονται η ζωή,

Η αιωνιότητα κι ο έρωτας.

Έτσι επίσης χάνουμε την ηλικία

Που, ενώ φαίνεται ν’ αυξάνει

Λιγοστεύει κάθε μέρα,

Γιατί ειν’ αντίστροφη η μέτρηση.

Ή έτσι χάνεται το χρώμα κάθε όντος, σα γυμνασμένο ζώο κατεβαίνοντας

Σκαλί σκαλί

Ώσπου να μείνουμε άχρωμοι

Και αφού ξέρουμε εξάλλου

Πως δεν υπάρχουνε ούτε μελλοντικοί παράδεισοι

Δεν απομένει πλέον άλλη σωτηρία

Απ’ το να γίνει ο καθένας μας παράδεισος.

[Ρομπέρτο Χουαρόθ, Κατακόρυφη Ποίηση, (εκδ. Τα τραμάκια), Μτφ: Αργύρη Χιόνη.]

[Ευχαριστώ: http://pasaenas.blogspot.gr/ για τα ποιήματα και http://caitlintobias.com/ για τη συνοδευτική φωτογραφία.]

Μαθαίνεις

Εικόνα

Μετά από λίγο μαθαίνεις
την ανεπαίσθητη διαφορά
ανάμεσα στο να κρατάς το χέρι
και να αλυσοδένεις μια ψυχή.

Και μαθαίνεις πως Αγάπη δε σημαίνει στηρίζομαι
Και συντροφικότητα δε σημαίνει ασφάλεια

Και αρχίζεις να μαθαίνεις
πως τα φιλιά δεν είναι συμβόλαια
Και τα δώρα δεν είναι υποσχέσεις

Και αρχίζεις να δέχεσαι τις ήττες σου
με το κεφάλι ψηλά και τα μάτια ορθάνοιχτα
Με τη χάρη μιας γυναίκας
και όχι με τη θλίψη ενός παιδιού

Και μαθαίνεις να φτιάχνεις
όλους τους δρόμους σου στο Σήμερα,
γιατί το έδαφος του Αύριο
είναι πολύ ανασφαλές για σχέδια
…και τα όνειρα πάντα βρίσκουν τον τρόπο
να γκρεμίζονται στη μέση της διαδρομής.

Μετά από λίγο καιρό μαθαίνεις…
Πως ακόμα κι η ζέστη του ήλιου
μπορεί να σου κάνει κακό.

Έτσι φτιάχνεις τον κήπο σου εσύ
Αντί να περιμένεις κάποιον
να σου φέρει λουλούδια

Και μαθαίνεις ότι, αλήθεια, μπορείς να αντέξεις
Και ότι, αλήθεια, έχεις δύναμη
Και ότι, αλήθεια, αξίζεις
Και μαθαίνεις… μαθαίνεις
…με κάθε αντίο μαθαίνεις.

Jorge Louis Borges, «Μαθαίνεις»

[ Ευχαριστώ: http://silena26.blogspot.gr/2011/05/jorge-luis-borges.html ]

Ντέλια Έλενα Σαν Μάρκο

Image

Αποχαιρετιστήκαμε σε μια γωνία της Πλατείας Όνσε.
Από το απέναντι πεζοδρόμιο, ξανακοίταξα. Στραφήκατε και με αποχαιρετήσατε με το χέρι.
Ένα ποτάμι οχήματα κι ο κόσμος έτρεχε ανάμεσά μας. Ήταν μία μέρα οποιαδήποτε, πέντε το απόγευμα. Πώς να ήξερα πως εκείνο το ποτάμι ήταν ο θλιβερός Αχέροντας, ο ανυπέρβλητος;
Δεν ιδωθήκαμε πια κι ένα χρόνο μετά είχατε πεθάνει.
Κι έτσι ψάχνω αυτή την ανάμνηση, την κοιτάζω και σκέφτομαι πως ήταν φενάκη, πως πίσω απ’ τον κοινότοπο αποχαιρετισμό υπήρχε ο απέραντος χωρισμός.
Χθες τη νύχτα, δε βγήκα έξω μετά το φαγητό, και ξαναδιάβασα, μήπως και  καταλάβω αυτά τα πράγματα, την τελευταία διδασκαλία που ο Πλάτων αποδίδει στο δάσκαλό του. Διάβασα πως η ψυχή μπορεί να δραπετεύσει όταν η σάρκα πεθαίνει.
Και τώρα δεν ξέρω αν η αλήθεια είναι με το μέρος της μεταγενέστερης καταχθόνιας ερμηνείας ή με τον αθώο αποχαιρετισμό.
Γιατί, αν οι ψυχές δεν πεθαίνουν, δεν πρέπει να δίνουν έμφαση στους αποχαιρετισμούς τους.
Όταν οι άνθρωποι αποχαιρετιούνται, είναι σαν να αρνιούνται τον αποχωρισμό, είναι σαν να λένε, Σήμερα παίζουμε τον αποχωρισμό, αλλά τα ξαναλέμε αύριο.
Επινόησαν τον αποχαιρετισμό, γιατί κατά κάποιον τρόπο ξέρουν πως είναι αθάνατοι παρόλο που θεωρούν τον εαυτό τους τυχαίο και εφήμερο.
Ντέλια: κάποτε θα ξαναπιάσουμε (πλάι σε ποιο ποτάμι;) αυτόν τον αβέβαιο διάλογο και θα αναρωτηθούμε αν ποτέ, σε κάποια πόλη που χανόταν μέσα σε μία πεδιάδα, υπήρξαμε ο Μπόρχες και η Ντέλια.

J. L. Borges,  από τη συλλογή «Ο Ποιητής»:  Άπαντα τα Πεζά ΙΙ, Εκδ. ΠΑΤΑΚΗΣ.