Ελπίζοντας στο Ανέλπιστο

Lascapigliata

Σε ψυχολογικό επίπεδο, θα λέγαμε ότι η ανάπτυξη του θηλυκού συνεπάγεται και την ικανότητά του να παρέχει βοήθεια, να εξασφαλίζει την τροφή. Άρα, δεν είναι τυχαίο που ο άνδρας πρέπει να είναι πιο μεγάλος σε ηλικία, διότι αυτός χρειάζεται περισσότερα χρόνια για να φθάσει στην ψυχολογική ωριμότητα της γυναίκας. Το επίπεδο στο οποίο φτάνει το θηλυκό καθώς αναπτύσσεται είναι τέτοιο που του επιτρέπει να ανακαλύπτει όλο και περισσότερες έννοιες και αξίες, κι έτσι κάποια στιγμή ερμηνεύει τα πράγματα με πολύ διαφορετικό και πολύ βαθύτερο τρόπο απ’ ό,τι ο άνδρας. Εάν θελήσουμε να κατανοήσουμε τις αιτίες αυτής της διαφοράς, πρέπει πρώτα απ’ όλα να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι το θηλυκό παραμένει για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στη μητρική αγκαλιά απ’ ό,τι το αρσενικό. Κι αυτό διότι το αγόρι, καθώς νιώθει «διαφορετικό», απομακρύνεται πολύ νωρίτερα από τον κόρφο της μάνας. Μ’ αυτόν τον τρόπο χάνει την ευκαιρία να αναπτύξει την ικανότητα επεξεργασίας της σχέσης και βαθιάς γνωριμίας μ’ αυτήν. Το κορίτσι, αντιθέτως, παραμένει πολύ περισσότερο μέσα στη μητρική αγκαλιά, κάτι που έχει πολύ σημαντική επίδραση και στην ψυχολογία του. Διατηρώντας τη στενή επαφή με τη μάνα το θηλυκό εξοικειώνεται με τη σχέση, την ανακαλύπτει, τη γνωρίζει, μαθαίνει τις θετικές της πλευρές κι αρχίζει να κατανοεί τη γλώσσα και το νόημά της. Έτσι αποκτά δύναμη και εξουσία, ακριβώς διότι καταλαβαίνει ότι η σχέση δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως σύγκρουση αλλά ως δυνατότητα ανάπτυξης από κοινού με κάποιον άλλο μέσα από την ανταλλαγή απόψεων, αισθημάτων και συγκινήσεων. Τι συμβαίνει όμως όταν ενηλικιωνόμαστε; Με ποιον τρόπο αυτή η αρχική διαφορά αρσενικού και θηλυκού κάνει αισθητή την ύπαρξή της;

Καθώς μεγαλώνουμε και αποσυνδεόμαστε σιγά σιγά από την οικογένεια, «ξαναβγαίνουμε» στη ζωή με τη δυνατότητα και την επιθυμία να φτιάξουμε νέους δεσμούς. Ενώ λοιπόν το θηλυκό θα εξακολουθεί να αποδίδει τεράστια σημασία και αξία στη σχέση, το αρσενικό θα προσπαθεί να «παίζει» και να μη δίνει την ίδια βαρύτητα. Δεν καταλαβαίνει πολλά από αυτή τη διάσταση και έχει την τάση να την αντιμετωπίζει επιφανειακά. Έτσι, ο άνδρας βάζει στο περιθώριο την εμπειρία της σχέσης και δίνει προτεραιότητα σε άλλα πράγματα, ενώ η γυναίκα τη θεωρεί κυρίαρχη. Φυσικά, αυτή έχει συλλάβει το νόημα, έχει καταλάβει την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης, αφού η σχέση είναι το κλειδί της ζωής, το στοιχείο που χαρίζει ζωντάνια, τροφή και δυνατότητα ανάπτυξης. Το αρσενικό κάνει σοβαρό λάθος που προσηλώνει αλλού την προσοχή του και δαπανά τον χρόνο του σε εξωτερικά πράγματα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι «τρέπεται διαρκώς σε φυγή», δεν σταματάει ούτε λεπτό σαν ένας άλλος Οδυσσέας, ο οποίος δεμένος δέχθηκε να υποστεί τη θηλυκή σαγήνη που ενσάρκωναν οι σειρήνες.

Εντούτοις μπορεί να εξελιχθεί σε σωστό σύντροφο, εάν συναντήσει τη γυναικεία φιγούρα που θα μπορέσει να του διδάξει τι είναι η σχέση, να του δώσει τη δυνατότητα να δει και να κατανοήσει άλλα σχήματα, καινούργιες έννοιες. Όταν τα πράγματα «αποκτούν σχήμα», ανοίγεται μία βασική δίοδος προς την ψυχολογική ανάπτυξη, τόσο για τη γυναίκα όσο και για τον άνδρα. Κι ακόμη, όπως είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω στο παρελθόν, αυτό λειτουργεί και θεραπευτικά:

Στη θεραπευτική αγωγή των νευρώσεων σημαντική θέση κατέχει η στιγμή που τα πράγματα αποκτούν σχήμα. Πρωταρχικός στόχος της ανάλυσης είναι να ενισχυθεί η ικανότητα απόδοσης σχήματος, χάρη στην οποία όλα αποκτούν νόημα και συνάφεια. (Carotenuto, 1990, 141)

[…]

Για το θηλυκό, επομένως, η σχέση έχει πολύ μεγαλύτερη αξία από οτιδήποτε άλλο, κι αυτό οφείλεται στην ικανότητά του να δημιουργεί, να δίνει σχήμα και μορφή στα πράγματα. Αισθάνεται λοιπόν την ανάγκη να προστατεύει τα σχήματα που πλάθει κι έτσι γεννιέται η σχέση.

Ενώ λοιπόν οι γυναίκες προσπαθούν να αλλάξουν τους κανόνες προκειμένου να διατηρήσουν τις σχέσεις, οι άνδρες, πιστοί στους κανόνες, περιγράφουν τις σχέσεις σαν κάτι που μπορεί εύκολα να αντικατασταθεί. (Carol Gilligan, 1982, 51)

Κι ακόμη:

Η γυναικεία φαντασία, περιγράφει τη ζωή σαν πλέγμα κι όχι σαν διαδοχή σχέσεων […] Η ανάπτυξη της γυναίκας, επομένως, κρύβει μία διαφορετική ιστορία αισθηματικών δεσμών, μια ιστορία που δίνει έμφαση στη συνέχεια της διαμόρφωσης μέσω των αλλαγών και όχι στον χωρισμό και την αντικατάσταση. (Gilligan, 1982, 55-56).

Η αληθινή σχέση βασίζεται μόνο στα συναισθήματα που φέρνουν κοντά δυο ανθρώπους. Το συναίσθημα δεν πρέπει απαραιτήτως να μετασχηματιστεί σε έρωτα για να δημιουργηθεί μία σχέση, αφού όλες οι μορφές συναισθήματος είναι κινητήρια δύναμη γι’ αυτήν. Το συναίσθημα υπάρχει απ’ τη στιγμή που θέλουμε να ακούμε τα λόγια του άλλου, να είμαστε κοντά του, να μοιραζόμαστε μαζί του τις εμπειρίες της καθημερινότητας. Γι’ αυτό η σχέση γεννιέται από τα συναισθήματα.

Aldo Carotenuto, Η ψυχή της γυναίκας (εκδ. Ίταμος) – απόσπασμα

Leonardo Da Vinci, La Scapigliata

Η Μοναξιά

Εικόνα

Η «συμβατική σχέση» δεν είναι υποκατάσταστο αλλά το ακριβώς αντίθετο της γνήσιας σχέσης. Σ’ αυτήν τα λόγια είναι κυριολεκτικά κούφια, δεν έχουν καμιά εκφραστική δύναμη, αφού η αληθινή επικοινωνία περνάει μέσα από ένα βαθύ αίσθημα που δεν μπορεί να υπάρξει κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες.

Τέτοιες σχέσεις αποτελούν κανόνα στη ζωή όλων μας και γι’ αυτό ζούμε γενικά σε καταστάσεις υποκρισίας, σε μια αδιάκοπη σχεδόν αλληλουχία ανταλλαγών που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ασήμαντες αν δεν καταβάλαμε τόσο κόπο στην απελπισμένη προσπάθεια να σώσουμε τουλάχιστον τα προσχήματα, το φάντασμα της αληθινής σχέσης.

Η οδύνη όμως καιροφυλακτεί πάντα. Ακόμη κι όταν μας παρουσιάζεται η ευκαιρία να ζήσουμε μια αυθεντική σχέση, είμαστε τόσο ασυνήθιστοι σε κάτι τέτοιο, τόσο ανέτοιμοι, που από φόβο μήπως δεν μπορέσουμε να ανταποκριθούμε, υιοθετούμε ψεύτικη συμπεριφορά.

Έτσι όμως φτάνουμε σε αδιέξοδο. Από τη μια οι σχέσεις μας είναι συμβατικές, ψεύτικες και οδυνηρές κι από την άλλη οι γνήσιοι δεσμοί μάς κάνουν να πονούμε, γιατί απαιτούν μια συμπεριφορά βασισμένη στην αλήθεια που είναι δύσκολο να υποστηρίξουμε. Σε μια «αληθινή σχέση» αυτό που φοβόμαστε να εκφράσουμε δεν είναι οι σκέψεις μας, γιατί αυτές, σαν κοινωνική «φλυαρία», δεν μας αγγίζουν, δεν μας εμπλέκουν στην απόκρυφη διάσταση της συνάντησης. Φοβόμαστε για τα αισθήματά μας που η πείρα μας έδειξε ότι συνήθως ποδοπατούνται.

Αυτά ωστόσο αντιπροσωπεύουν την πιο αληθινή έκφραση της ύπαρξής μας. Είμαστε αυθεντικοί μόνο στις παρορμήσεις της ψυχής που είναι πάντοτε ο καρπός, το αποτέλεσμα ενός απόλυτα προσωπικού βιώματος. Επομένως είμαστε εξαιρετικά τρωτοί στην περιοχή των αισθημάτων, που γι’ αυτό φυλάμε τόσο ζηλότυπα.

Όταν βρεθούμε μέσα σε μια αληθινή σχέση στην οποία καλούμαστε να αφήσουμε χώρο για τα πλέον απόκρυφα συναισθήματα, η συμπεριφορά μας καθορίζεται από το παρελθόν μας κι από το φόβο μήπως οι ευαισθησίες μας γίνουν αντικείμενο χλευασμού. Θα θέλαμε να μοιραστούμε με τον άλλο τις βαθύτερες αλήθειες μας, αλλά φοβόμαστε να τις εκθέσουμε σε έναν κόσμο διαφορετικό από τον δικό μας, που μπορεί να μην τις κατανοήσει. Έτσι λοιπόν, αυτό που συνήθως γίνεται, είναι να βιώνουμε τη μοναξιά ακριβώς επειδή προεξοφλούμε ότι η πλέον προσωπική έκφραση της ύπαρξής μας θα παρανοηθεί ή πάντως δεν θα κατανοηθεί από τον άλλο. Η αληθινή επικοινωνία είναι αδύνατη, όχι επειδή μας λείπουν οι λέξεις, αλλά επειδή έχουμε αναπτύξει έναν ψυχικό κόσμο με απόλυτα ατομικές αξίες που δεν έχουν εξωτερικά σημεία αναφοράς.

[…] Να γιατί δίνουμε τόσο μεγάλη αξία στην ψυχική μας ανεξαρτησία. Μπορεί να περιγραφεί με πολλούς τρόπους, αλλά η ουσία είναι πάντα η ίδια. Να καταφέρουμε να είμαστε «αδιάφοροι» απέναντι στη συμπεριφορά των άλλων, αλλά και άκρως ευαίσθητοι στις εσωτερικές μας εξεγέρσεις. Η ανάγκη αποδοχής και συναισθηματικής στήριξης από τα έξω παύει να υπάρχει όταν αποκτούμε την ικανότητα να «τρεφόμαστε» από τον εαυτό μας.

Εδώ πρέπει να διευκρινιστεί ότι δεν αναφέρομαι στην συναισθηματική στειρότητα, δηλαδή στην έλλειψη συναισθηματικής κατανόησης του άλλου ή στην έλλειψη επαφής με την ανθρώπινη ύπαρξη κατά την ευρύτερη έννοια του όρου. Πρόκειται για ένα άλλο είδος ελευθερίας που μας επιτρέπει να αντλούμε μέσα από μας τη δύναμη που χρειαζόμαστε για να έχουμε ψυχική ευεξία και να είμαστε ανοιχτοί προς τους ομοίους μας.

 

Aldo Carotenuto, Έρως και Πάθος – Τα όρια της αγάπης και του πόνου (απόσπασμα)

Aldo Carotenuto

Εικόνα

…»Η ζήλια είναι αιτία πόνου και δυστυχίας, γιατί εκείνος που έχει πέσει θύμα της, έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ζωή του δεν έχει νόημα χωρίς το αγαπημένο πρόσωπο και ότι μόνο ζώντας μαζί του μπορεί να φθάσει στην ωριμότητα. Αυτό φέρνει τον ερωτευμένο αντιμέτωπο με το αίσθημα πως είναι ημιτελής, κι αυτό τον γεμίζει με τόση αγωνία και άγχος ώστε το φάντασμά του τον αποτρέπει από το να αφεθεί. Φοβόμαστε λοιπόν να έρθουμε αντιμέτωποι με αυτό το αίσθημα της μηδαμινότητας και της ανεπάρκειάς μας, γιατί τότε θα νιώθουμε σαν να είμαστε ο ένας πόλος της αντιπαράθεσης που υπάρχει εφόσον υπάρχει και ο άλλος. Για να αντιμετωπίσουμε αυτή την εμπειρία, χρειάζεται, όπως είπα, θάρρος.

Εκείνος που κάνοντας τον απολογισμό της ζωής του μπορεί να ισχυριστεί ότι ποτέ δεν παρασύρθηκε, ποτέ δεν δέχθηκε τον έρωτα, με όλους τους κινδύνους που αυτός συνεπάγεται, και με τη ζηλοτυπία του και με τις φωτεινές αλλά και ταπεινές στιγμές του, μπορούμε να πούμε ότι έζησε μία άτολμη ζωή, ότι από δειλία δήλωσε άρνηση σε κάτι μεγάλο, σε μία γνήσια ζωή. Η αποδοχή της μικρότητας και της ανεπάρκειάς μας είναι σημάδι ωριμότητας. Αποδεχόμενοι την πιθανότητα να ζηλέψουμε, δεχόμαστε και τον κίνδυνο να δούμε τη ζωή μας να εξελίσσεται μόνο υπό τον όρο ότι το αγαπημένο πρόσωπο θα είναι κοντά μας. Ο Μπαρτ (1977, σελ. 98) γράφει: «Ως ζηλότυπος υποφέρω τετραπλάσια. Υποφέρω επειδή ζηλεύω, υποφέρω επειδή κατηγορώ τον εαυτό μου που ζηλεύω, υποφέρω επειδή φοβάμαι πως η ζήλεια μου μπορεί να πληγώσει τον άλλο, υποφέρω επειδή αφήνω να με εξουσιάζει κάτι πολύ πεζό κι ασήμαντο: υποφέρω επειδή φοβάμαι μην παραγκωνιστώ, υποφέρω επειδή φοβάμαι μη γίνω επιθετικός, υποφέρω επειδή φοβάμαι μην είμαι τρελός κι υποφέρω επειδή φοβάμαι μην είμαι σαν όλους τους άλλους».

Πιστεύω ότι πρέπει να αφήνουμε περιθώρια στην πιθανότητα να νιώσουμε ζήλια και να επιτρέπουμε τον εαυτό μας να το ζήσει μέχρι τέλους. Αυτό σημαίνει να συνειδητοποιήσουμε τις σκοτεινές του πλευρές, τα παθολογικά του σημεία. Και πρέπει να είμαστε σε θέση να αποδεχτούμε την παθολογία μας, γιατί μόνο έτσι θ’ αποκτήσουμε αυτογνωσία. Όπως είναι λάθος να προσπαθούμε να γιατρέψουμε τις παραισθήσεις μας με φάρμακα, είναι και λάθος να θέλουμε να νικήσουμε τη ζήλια με τη δύναμη της θέλησής μας, γιατί αυτή μας βοηθά να γνωρίζουμε τις πιο απόκρυφες πλευρές του έρωτά μας.»

 

Aldo Carotenuto, «Έρως και Πάθος – Τα όρια της αγάπης και του πόνου», Εκδ. ίταμος (απόσπασμα)

*Πίνακας του Α. Αλεξανδράκη, «Καθισμένη γυναίκα με το χέρι στο κεφάλι της»