Η δυσφορία μέσα στον πολιτισμό

Sigmund Freud In Home Office At Desk

Η έρευνά μας για την ευτυχία δεν μας έχει  μάθει προσώρας τίποτα που δεν είναι ευρέως γνωστό. Ακόμη κι όταν τη συνεχίζουμε με το ερώτημα γιατί είναι τόσο δύσκολο για τους ανθρώπους να είναι ευτυχισμένοι, η προοπτική να μάθουμε κάτι καινούργιο δεν είναι τόσο μεγάλη. Έχουμε ήδη δώσει την απάντηση, αφού ήδη μνημονεύσαμε τις τρεις πηγές από τις οποίες προέρχονται τα βάσανά μας: την υπεροχή της φύσης, την αδυναμία του σώματός μας, και τις ατέλειες των θεσμών που ρυθμίζουν τις αμοιβαίες σχέσεις των ανθρώπων στην οικογένεια, το Κράτος και την κοινωνία. Σε σχέση με τις δύο πρώτες, η κρίση μας δεν μπορεί να ταλαντεύεται περισσότερο· μας αναγκάζει να αναγνωρίσουμε αυτές τις πηγές πόνου και να παραδοθούμε στο αναπότρεπτο. Δεν θα κυριαρχήσουμε ποτέ ολότελα  πάνω στη φύση, ο οργανισμός μας, κομμάτι κι ο ίδιος αυτής της φύσης, θα παραμείνει πάντα ένα πρόσκαιρο, ένα περιορισμένης προσαρμογής και απόδοσης μόρφωμα. Η επίγνωση αυτή δεν λειτουργεί παραλυτικά· τουναντίον, κατευθύνει τη δραστηριότητά μας. Δεν μπορούμε να εξαλείψουμε όλα τα βάσανά μας, αλλά μπορούμε να εξαλείψουμε πολλά από αυτά, ενώ κάποια άλλα να τα ανακουφίσουμε- η εμπειρία χιλιάδων χρόνων μάς το έχει αποδείξει. Διαφορετικά συμπεριφερόμαστε με την τρίτη πηγή, την κοινωνική πηγή του πόνου. Δεν θέλουμε να την παραδεχτούμε, δεν μπορούμε να αντιληφθούμε γιατί οι θεσμοί που οι ίδιοι δημιουργήσαμε δεν θα έπρεπε να μας προστατεύουν και να μας ωφελούν περισσότερο. Εξάλλου, όταν σκεφτόμαστε πόσο άσχημα έχει λειτουργήσει το ζήτημα της πρόληψης του πόνου, εγείρεται η υποψία ότι πίσω του μπορεί, επίσης, να κρύβεται ένα κομμάτι της ακατανίκητης φύσης, δηλαδή της δικής μας ψυχικής κατασκευής.

Καθώς ασχολούμαστε με τούτη την πιθανότητα, συναντάμε μια τόσο εκπληκτική άποψη, στην οποία θα θέλαμε να σταματήσουμε για λίγο. Σύμφωνα με αυτήν ένα μεγάλο μέρος ευθύνης για την αθλιότητά μας φέρει ο αποκαλούμενος πολιτισμός, που, αν τον αρνούμασταν και επιστρέφαμε στις πρωτόγονες σχέσεις, θα ήμασταν πιο ευτυχισμένοι. Τη λέω εκπληκτική, διότι – όπως και αν θέλουμε να ορίσουμε την έννοια πολιτισμός – όλα αυτά  με τα οποία προσπαθούμε να  προστατευτούμε από την απειλή που εκπέμπουν οι πηγές του πόνου ανήκουν στον ίδιο ακριβώς τον πολιτισμό.

[…]

Έχουμε εδώ έναν ακόμη παράγοντα απογοήτευσης. Τα τελευταία χρόνια οι άνθρωποι έκαναν εξαιρετικές προοόδους στις φυσικές επιστήμες και στις τεχνικές τους εφαρμογές, η κυριαρχία τους επί της φύσεως εδραιώθηκε σε έναν αδιανόητο προηγουμένως βαθμό. Τα καθέκαστα αυτών των προόδων είναι κοινώς γνωστά, και περιττεύει να τα απαριθμήσουμε. Οι άνθρωποι περηφανεύονται γι’αυτά τα επιτεύγματα, και όχι αδίκως. Όμως φαίνεται πως έχουν αντιληφθεί ότι η νεοαποκτηθείσα εξουσία επί του χώρου και του χρόνου, η υποταγή των φυσικών δυνάμεων, εκπλήρωση χιλιόχρονων πόθων, δεν αυξάνει τον βαθμό ικανοποίησης της απόλαυσης που προσδοκούν από τη ζωή, δεν τους προσφέρει περισσότερο ευτυχισμένα συναισθήματα. Έτσι, από τη διαπίστωση αυτή καλό θα ήταν να αντλήσουμε απλώς και μόνο το συμπέρασμα ότι η εξουσία επί της φύσεως δεν είναι η μοναδική προϋπόθεση τηςη ανθρώπινης ευτυχίας, όπως ακριβώς δεν είναι ο μοναδικός σκοπός των πολιτισμικών επιδιώξεων, αλλά όχι και να συναγάγουμε από αυτήν ότι οι τεχνικές πρόοδοι δεν έχουν αξία για την οικονομία της ευτυχίας μας. Θα μπορούσε να αντιτείνει  κανείς: δεν αποκομίζω ένα θετικό κέρδος απόλαυσης, δεν αυξάνεται το συναίσθημα της χαράς μου, όταν μπορώ να ακούσω όσο συχνά θέλω τη φωνή του παιδιού μου που ζει χιλιόμετρα μακριά μου, όταν μπορώ να μάθω από τον φίλο μου, αμέσως μετά την άφιξή του, ότι το μακρύ, κουραστικό ταξίδι του πήγε καλά; Δεν σημαίνει τίποτα ότι η ιατρική κατόρθωσε να μειώσει εντυπωσιακά τη θνησιμότητα των μικρών παιδιών,  ότι ο κίνδυνος μόλυνσης για τις λεχώνες έχει υποχωρήσει τόσο σημαντικά, ώστε να επιμηκυνθεί για αρκετά χρόνια ο μέσος όρος ζωής των πολιτισμένων ανθρώπων; Και θα μπορούσαμε να απαριθμήσουμε μια μεγάλη σειρά ευεργετημάτων που οφείλουμε στην τόσο κακολογημένη εποχή των τεχνικών και επιστημονικών επιτευγμάτων. Όμως, αφήνουμε την φωνή της απαισιόδοξης κριτικής να ακουστεί και να μας προτρέψει ότι οι περισσότερες από τις απολαύσεις αυτές είναι κατά το πρότυπο εκείνης της «φτηνής απόλαυσης» που εγκωμιάζεται σε κάποιο ανέκδοτο. Η απόλαυση εκείνου, με άλλα λόγια, που βγάζει το πόδι του από το σκέπασμα μέσα στη χειμωνιάτικη νύχτα, για να το ξαναβάλει μέσα. Αν δεν υπήρχε τρένο για να μειώσει τις αποστάσεις, δεν θα  υπήρχε και παιδί για να απομακρυνθεί από τον πατέρα του, και δεν θα χρειαζόταν τηλέφωνο για να ακούσει ο τελευταίος τη φωνή του. Αν δεν υπήρχαν πλοία να διασχίζουν τον ωκεανό, κανείς δεν θα έκανε ένα τέτοιο ταξίδι, και δεν θα χρειαζόταν τηλέγραφος για να ανακουφίσει την έγνοιά μου για το πώς έφτασε ο φίλος μου. Ποιο το όφελος από τον περιορισμό της παιδικής θνησιμότητας, όταν μας επιβάλλει έναν υπερβολικό περιορισμό των γεννήσεων, με αποτέλεσμα να μη μεγαλώνουμε στο σύνολο περισσότερα παιδιά από όσα κατά την εποχή πριν από την επικράτηση της υγιεινής, ενώ έχουμε δυσχεράνει τη σεξουαλική μας ζωή μέσα στο γάμο και έχουμε πιθανόν δουλέψει αντίθετα σε σχέση με την ευεργετική τάση της φυσικής επιλογής; Και, τέλος, τι να την κάνουμε τη μακροζωία, όταν ταλαιπωρούμαστε, όταν δεν έχουμε φίλους, όταν ο πόνος μάς φέρνει στο σημείο να καλοδεχόμαστε τον θάνατο σαν λύτρωση;

Φαίνεται βέβαιο ότι δεν νιώθουμε καλά μέσα στον σημεριινό πολιτισμό μας, αλλά είναι πολύ δύσκολο να κρίνουμε αν και σε ποιον βαθμό οι άνθρωποι προηγούμενων εποχών αισθάνονταν ευτυχέστεροι και κατά πόσο συνέβαλλαν σ’ αυτό οι πολιτισμικές συνθήκες. Θα έχουμε πάντα την τάση να αντιλαμβανόμαστε την αθλιότητα αντικειμενικά, δηλαδή να μεταφερόμαστε με την ευαισθησία και τις απαιτήσεις μας σ’ εκείνες τις συνθήκες και, κατόπιν, να αναζητούμε τις αφορμές που θα βρίσκαμε σ’ αυτές για συναισθήματα ευτυχίας ή δυστυχίας. Τούτος ο τρόπος παρατήρησης, που φαίνεται αντικειμενικός, διότι παραβλέπει τις παραλλαγές της υποκειμενικής ευαισθησίας, είναι φυσικά, και ο πλέον υποκειμενικός που μπορεί να υπάρξει, εφόσον κάποιος τοποθετεί στη θέση όλων των άλλων άγνωστων ψυχικών ιδιοσυγκρασιών τη δική του. Όμως, η ευτυχία είναι κάτι τελείως υποκειμενικό. Τρομάζουμε ακόμη απέναντι σε ορισμένες καταστάσεις, όπως αυτή του αρχαίου σκλάβου της γαλέρας, του αγρότη κατά τον Τριακονταετή πόλεμο, του θύματος της Ιεράς Εξέτασης, του Εβραίου που περίμενε το πογκρόμ. Αλλά μας είναι αδύνατον να προσεγγίσουμε εσωτερικά αυτούς τους ανθρώπους, να μαντέψουμε τις μεταβολές που η αρχική απάθεια, η σταδιακή άμβλυνση, η αναστολή των προσδοκιών, οι τραχύτεροι ή λεπτότεροι τρόποι νάρκωσης της ευαισθησίας τους για συναισθήματα ευχαρίστησης ή δυσαρέσκειας έχουν επιφέρει. Σε περίπτωση ακραίας πιθανότητας πόνου ενεργοποιούνται και κάποιοι προστατευτικοί ψυχικοί μηχανισμοί. Μου φαίνεται άσκοπο να συνεχίσουμε παραπέρα τούτη την πλευρά του ζητήματος.

 

S. Freud, Η δυσφορία μέσα στον πολιτισμό (εκδ. Πλέθρον, μτφ: Β. Πατσογιάννης)

Η Ζήλεια στις Ερωτικές Σχέσεις

Image

Ζήλεια: «Αίσθημα που αναπτύσσεται στο πλαίσιο του έρωτα. Παράγεται από τον φόβο μήπως η προτίμηση του αγαπημένου προσώπου στραφεί σε κάποιον τρίτο». (Littré) – Roland Barthes, Αποσπάσματα του Ερωτικού Λόγου.

Τι Είναι η Ζήλεια

Από τα πιο συνηθισμένα, ενίοτε καταστροφικά και επικίνδυνα, συναισθήματα στον άνθρωπο είναι η ζήλεια. Παρ’ ότι όλοι μας την έχουμε –λιγότερο ή περισσότερο- νιώσει, ο ακριβής ορισμός της μας διαφεύγει, είναι ασαφής και ρευστός ακριβώς επειδή δεν πρόκειται για ένα καθαρό, αμιγές συναίσθημα. Κάθε προσπάθεια ανάλυσης της ζήλειας προσκρούει στη διαπίστωση ότι, ουσιαστικά, πρόκειται για ένα οξύμωρο «μισαγαπώ», για την ταυτόχρονη συνύπαρξη ενός ισχυρού «σ’αγαπώ» και ενός εξίσου κυρίαρχου «σε μισώ», που απαντάται, κατά περίπτωση, στη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων ανεξαρτήτως φύλου, αλλά με διαφορετική ένταση και τρόπο έκφρασης. Αν θέλαμε να την περιγράψουμε σε ένα γενικό επίπεδο, θα λέγαμε πως η ζήλεια είναι ένα σύνθετο συναίσθημα, που περιλαμβάνει θυμό, άγχος, δυσαρέσκεια, απειλή και φόβο. Εντάσσεται στα λεγόμενα «πρωταρχικά» συναισθήματα, διότι απαντάται τόσο στον άνθρωπο, από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ζωής του, όσο και στα ζώα. Σημαντικό είναι να τονίσουμε ότι η ζήλεια διακρίνεται από τον φθόνο, με τον οποίο συχνά συγχέεται, ως προς το «αντικείμενο» στο οποίο στρέφεται κάθε φορά το συναίσθημά μας:  Ζηλεύω γιατί δεν θέλω να σε χάσω, φθονώ γιατί έχεις κάτι που θέλω να το αποκτήσω.

Γιατί ζηλεύουμε;

Οι ερμηνείες, που κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί, για τους λόγους της ζήλειας μας είναι πολλές και όλες φωτίζουν διαφορετικές πτυχές της συμπεριφοράς μας. Οι εξελικτικοί ψυχολόγοι επισημαίνουν πως, στην ιστορία του ανθρώπου, η ζήλεια συνέβαλλε στο να διατηρηθούμε και να αναπαραχθούμε ως είδος. Με άλλα λόγια, γεννιόμαστε με το συναίσθημα αυτό, προκειμένου να προστατευτούμε από οτιδήποτε μπορεί να απειλήσει την ενότητα της οικογένειας. Ο Freud θα τοποθετήσει τη ζήλεια στην οιδιπόδεια σύγκρουση και θα εντοπίσει τις ρίζες της σε τραύματα, απώλειες, έλλειψη προσοχής και ενδιαφέροντος, που βιώσαμε ως παιδιά στην παιδική μας ηλικία. Στην ενήλικη πλέον ζωή μας, ως άλλος εφιάλτης, η ζήλεια ενεργοποιεί τα βαθύτερα και πιο έντονα συναισθήματά μας: τον φόβο της απόρριψης και της μοναξιάς, την συνειδητοποίηση ότι δεν μπορούμε τελικά να έχουμε οτιδήποτε θέλουμε στη ζωή, μία απίστευτη οργή προς τον άνθρωπο που προσπαθεί να μας «κλέψει» τον σύντροφο, αλλά και έντονα αισθήματα προσωπικής ανεπάρκειας, χαμηλής αυτοεκτίμησης και ανασφάλειας, επειδή  θεωρούμε πως αποδειχθήκαμε «κατώτεροι των περιστάσεων». Σύμφωνα με τον ίδιο, υπάρχουν τρία «επίπεδα» ζήλειας, τα οποία ορισμένες φορές επικαλύπτονται μεταξύ τους. Έτσι, υπάρχει η φυσιολογική ζήλεια του ανθρώπου, που βλέπει το σύντροφό του να γίνεται αντικείμενο θαυμασμού από τους άλλους σε κάποια συγκεκριμένη κοινωνική περίσταση. Εδώ το συναίσθημα είναι φυσιολογικό, διότι προκαλείται από μία ορατή και πραγματική αφορμή και εξαφανίζεται σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Η νευρωτική ζήλεια, αντίθετα, δεν οφείλεται σε κάποια πραγματική και υπαρκτή αιτία, αλλά στους φόβους και τις υποψίες που κατακλύζουν αναίτια τον άνθρωπο για τον σύντροφό του. Φοβούμενος την περίπτωση να έχει ο/ η σύντροφος κάποια παράλληλη ή εξωσυζυγική σχέση, αρχίζει να τον/την κατηγορεί ότι «προκαλεί», ότι δεν του/της δίνει σημασία, κλπ, προβάλλοντας με τον τρόπο αυτό τους δικούς του /της φόβους στον άλλον. Τέλος, η παθολογική ζήλεια υπερβαίνει κάθε όριο της λεγόμενης «κοινωνικά αποδεκτής» συμπεριφοράς και γίνεται έμμονη ιδέα. Εδώ θα βρούμε τους ανθρώπους που ψάχνουν μανιωδώς τα πράγματα του άλλου, παρατηρούν την παραμικρή κίνηση του συντρόφου και φθάνουν σε σημείο να τον παρακολουθούν, προκειμένου να βρουν «πειστήρια» και αποδείξεις της υποτιθέμενης απιστίας. Από την άλλη πλευρά, ο Albert Ellis, πολύ γνωστός ψυχοθεραπευτής και εμπνευστής της λογικοθυμικής θεωρίας και ψυχοθεραπείας, θα χαρακτηρίσει την ζήλεια ως «αυτοπροκαλούμενη μιζέρια», υποστηρίζοντας πως τελικά, ο κάθε άνθρωπος θέλει και ζηλεύει, λόγω μίας παράλογης και απελπιστικής ανάγκης του για αγάπη.

Μελετώντας προσεκτικά τις διάφορες απόψεις που έχουν διατυπωθεί σχετικά με τα αίτια της ζήλειας, μπορούμε να εντοπίσουμε δύο κοινούς παρονομαστές: την ανασφάλεια του ζηλιάρη ανθρώπου και την κτητικότητά του. Ένας άνθρωπος ανασφαλής, με χαμηλή αυτοεκτίμηση και μειωμένη αίσθηση αυταξίας, προσπαθεί να αντλήσει σιγουριά και βελτιωμένη αυτοεικόνα από τον σύντροφό του. Παράλληλα, τείνει διαρκώς να συγκρίνεται με τους άλλους με όρους «καλύτερος – χειρότερος», ενώ έχει ένα διαρκές αίσθημα κατωτερότητας έναντι των υπολοίπων. Ακριβώς επειδή έχει ανάγκη τον άλλον για να διατηρεί σε ικανοποιητικά επίπεδα την αυτοεικόνα του, αρχίζει σταδιακά να εξαρτάται από αυτόν, να στηρίζεται σε αυτόν και να φοβάται μην τον χάσει, διότι μαζί με αυτόν θα χάσει και την όποια αυτοεκτίμηση έχει καταφέρει να δομήσει στη διάρκεια της σχέσης τους. Κάπου εκεί, εισέρχεται η κτητικότητα, αυτή η εσφαλμένη πεποίθηση του «είσαι δικός μου / δική μου», που βαθμιαία οδηγεί σε συμπεριφορές αποκλεισμού του άλλου, προσπάθειες ελέγχου των κινήσεών του, πιεστικές εκκλήσεις για «ειλικρίνεια στη σχέση» (που στη βάση τους είναι εντελώς ανειλικρινείς, διότι ακόμα και η παραμικρή ειλικρινής παραδοχή από την πλευρά του άλλου ότι, «ναι, φλέρταρα με την Χ» θα πυροδοτήσει στον ζηλιάρη σύντροφο ξεσπάσματα οργής και θυμού) και άλλες πράξεις που, τελικά, λειτουργούν ως «αυτοεκπληρούμενες προφητείες», οδηγώντας στο εντελώς αντίθετο του επιθυμητού αποτέλεσμα: με τη συμπεριφορά του, ο ζηλιάρης σύντροφος απομακρύνει ψυχικά και συναισθηματικά τον άλλον από κοντά του, ωθώντας τον με τις ίδιες τις πράξεις του σε μία άλλη σχέση.

Ποιοι ζηλεύουν περισσότερο;

Παρ’ ότι γενικά υπάρχει η αντίληψη πως οι γυναίκες ζηλεύουν περισσότερο, η αλήθεια είναι πως ζήλεια νιώθουν τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες. Η πραγματική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων, εντοπίζεται στο καθεαυτό αντικείμενο της ζήλειας τους: Οι γυναίκες ζηλεύουν την συναισθηματική παρέκκλιση του συντρόφου τους, ενώ οι άνδρες ζηλεύουν την σεξουαλική παρέκκλιση της συντρόφου τους. Έτσι, μία γυναίκα ωθείται στα άκρα της ζήλειας όταν υποψιάζεται ή αντιλαμβάνεται ότι ο σύντροφός της είναι ερωτευμένος με μία άλλη γυναίκα (χωρίς να στέκεται ιδιαίτερα στο αν υπήρξε ή όχι σεξουαλική σχέση), ενώ ένας άνδρας ζηλεύει περισσότερο όταν υποψιάζεται ή αντιλαμβάνεται ότι η σύντροφός του έχει σεξουαλική σχέση με έναν άλλον άνδρα (χωρίς να ενδιαφέρεται τόσο για την ύπαρξη έρωτα μεταξύ των δύο).

Όλα τα παραπάνω είναι συμπεράσματα, παρατηρήσεις και ευρήματα επιστημονικών ερευνών,  απολύτως χρήσιμα για την περιγραφή, την μελέτη και την κατανόηση αυτού του τόσο συχνού, έντονου και συχνά επικίνδυνου συναισθήματος, όπως είναι η ζήλεια. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι πολλά από τα λεγόμενα «εγκλήματα πάθους», που σημειώνονται σε όλο τον κόσμο, οφείλονται σε αυτή.  Από την άλλη πλευρά όμως, στην καθημερινότητα του κάθε ερωτευμένου ανθρώπου, το γεγονός είναι ένα: Ο έρωτας είναι πάθος, εξάρτηση, εμμονή, κτητικότητα, ζήλεια, ανασφάλεια, φόβος – είναι όλα αυτά και πολλά ακόμα συναισθήματα που βρίσκονται έξω από τον συνειδητό και έλλογο έλεγχο του ερωτευμένου ανθρώπου. Ο έρωτας είναι από τη φύση του ζηλιάρης. Όσο εύκολο είναι να υψώσουμε τον δείκτη επικριτικά στον ζηλιάρη άνθρωπο και να του κάνουμε παρατηρήσεις, όταν βρισκόμαστε έξω από την δίνη του ερωτικού πάθους, τόσο δύσκολο είναι να τον «μαλώσουμε» μόλις θυμηθούμε ένα δικό μας, αντίστοιχο βίωμα.

Επειδή λοιπόν ο έρωτας δεν είναι ούτε λογικός συνεταιρισμός ούτε διπλωματικό σώμα ή φιλανθρωπικό ίδρυμα, όπως παρατηρεί η Μ. Βαμβουνάκη, ας θυμόμαστε ότι τελικά, μέτρο της ζήλειας δεν είναι η ποιότητα (αν υπάρχει ή όχι) αλλά η ποσότητά της: ο συναγερμός αρχίζει να ηχεί όταν αυτή αγγίξει τα άκρα, όταν μετατραπεί σε συμπεριφορές που παρεμβάλλονται στην καθημερινότητα της σχέσης και στην πραγματική ελευθερία ύπαρξης του άλλου προσώπου. Είναι διαφορετικό το ερωτικό παιχνίδισμα μίας ζηλοτυπίας, που γίνεται για να βεβαιωθούμε πόσο μας επιθυμεί ο άλλος και είναι τελείως διαφορετική η προσπάθεια «εξουδετέρωσης» της ύπαρξης του άλλου, ώστε να μην υπάρχει καμία περίπτωση προσέλκυσης κάποιου «αντιπάλου». Κι αν δεν αρκεί αυτό, ας κρατήσουμε στο μυαλό μας ότι, τελικά, το άτομο που ζηλεύει, υποφέρει. Όπως πολύ χαρακτηριστικά σημειώνει ο Roland Barthes: «ως ζηλιάρης υποφέρω τετραπλά: επειδή είμαι ζηλιάρης, επειδή προσάπτω στον εαυτό μου το ότι είμαι, επειδή φοβάμαι μήπως η ζήλεια μου πληγώσει τον άλλον, επειδή αφήνομαι να με υποδουλώσει μία κοινοτοπία: υποφέρω που είμαι αποκλεισμένος, επιθετικός, τρελός και κοινός».

Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος

Ενδεικτική Βιβλιογραφία:

Buunk, B.P., Angleitner, A., Oubaid, V., and Buss, D.M. (1996) Sex differences in jealousy in evolutionary and cultural perspective: Tests from the Netherlands, Germany and the United States, Psychological Science, vol. 7, no.6.

Freud, S. (1922) Some neurotic mechanisms in jealousy, paranoia and homosexuality, Penguin Freud Library 10.

Mullen, P.E. (1991) Jealousy: the pathology of passion. The British Journal of Psychiatry (1991)158: 593-601.

Schutzwohl, Achim (2008). The Intentional Object of Romantic Jealousy. Evolution and Human Behavior, 29.

Yates, C. (2000) Masculinity and Good Enough Jealousy , Psychoanalytic Studies, Vol. 2, No. 1

Roland Barthes, Αποσπάσματα του Ερωτικού Λόγου, Εκ. Ράππα. 1981.

Μάρω Βαμβουνάκη, Μία Μεγάλη Καρδιά Γεμίζει με Ελάχιστα, Εκ. Ψυχογιός. 2010