Το σπίτι του Αστερίου

Picasso Le Minotaure

Η δε [Πασιφάη] Αστέριον εγέννησε.
ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ, Βιβλιοθήκη, Γ΄, 1

Ξέρω πως με λένε φαντασμένο, ίσως και μισάνθρωπο, ίσως και τρελό. Οι κατηγορίες αυτές (που θα τις τιμωρήσω όταν έρθει η ώρα) είναι γελοίες. Μπορεί να είναι αλήθεια ότι δε βγαίνω από το σπίτι μου, αλήθεια είναι όμως και ότι οι πόρτες του (άπειρες τον αριθμό) είναι ανοιχτές μέρα και νύχτα τόσο για τους ανθρώπους όσο και για τα ζώα. Όποιος θέλει, μπαίνει. Δεν θα βρει εδώ γυναικείες πομπές ούτε τις αλλόκοτες τελετουργίες των ανακτόρων, θα βρει όμως γαλήνη και απομόνωση. Θα βρει ακόμα κι ένα σπίτι που είναι μοναδικό σ’ όλη τη γη. (Ψεύδονται όσοι λένε πως στην Αίγυπτο υπάρχει ένα παρόμοιο.) Ακόμα κι οι συκοφάντες μου παραδέχονται πως σ’ ολόκληρο το σπίτι δεν υπάρχει ούτε ένα έπιπλο. Άλλη γελοιότητα είναι το ότι τάχα εγώ, ο Αστέριος, είμαι φυλακισμένος. Να το ξαναπώ ότι δεν υπάρχει ούτε μία κλειδωμένη πόρτα; Να προσθέσω ότι δεν υπάρχει ούτε μία κλειδωνιά; Ένα σούρουπο μάλιστα, βγήκα στο δρόμο∙ κι αν γύρισα εδώ πριν πέσει η νύχτα, ήταν γιατί με φόβισαν τα πρόσωπα του πλήθους, πρόσωπα ξεθωριασμένα και πλακουτσωτά, σαν ανοιχτή παλάμη. Ο ήλιος είχε βασιλέψει πια, αλλά απ’ το απελπισμένο κλάμα ενός παιδιού και τις ηλίθιες ικεσίες του όχλου, κατάλαβα πως μ’ είχαν αναγνωρίσει. Ο κόσμος προσευχόταν, έφευγε μακριά, έπεφτε στα γόνατα∙ μερικοί σκαρφάλωσαν στον στυλοβάτη του Ναού των Λάβρεων∙ άλλοι μάζευαν πέτρες. Κάποιος, αν δεν κάνω λάθος, έπεσε στη θάλασσα για να κρυφτεί. Δεν είναι τυχαίο που η μητέρα μου ήταν βασίλισσα: δεν μπορώ να συχνωτίζομαι με τον όχλο, αν και το ζητάει η ταπεινοφροσύνη μου.

Πάντως, είμαι μοναδικός. Δεν μ’ ενδιαφέρει τί μπορεί να μεταδώσει ένας άνθρωπος στους άλλους∙ κι εγώ, σαν τον φιλόσοφο, είμαι της γνώμης ότι τίποτα δεν μπορεί να μεταδοθεί με την τέχνη της γραφής. Οι κοινότοπες και ενοχλητικές λεπτομέρειες δεν έχουν καμία θέση στο πνεύμα μου, που είναι πλασμένο για τα σπουδαία∙ ποτέ μου δεν κατάφερα να συγκρατήσω σε τί διαφέρει το ένα γράμμα από το άλλο. Κάποια γενναιόδωρη αδημονία δεν μου επέτρεψε να μάθω να διαβάζω. Καμιά φορά, μετανιώνω γι’ αυτό, γιατί οι νύχτες και οι μέρες είναι μεγάλες.

Να διευκρινίσω ότι δε μου λείπουν οι διασκεδάσεις. Σαν το κριάρι που χιμάει να κερατίσει, διασχίζω τρέχοντας τις πέτρινες στοές, ώσπου να σωριαστώ στο χώμα, ζαλισμένος. Κρύβομαι πίσω από μια στέρνα ή στη στροφή ενός διαδρόμου και καμώνομαι ότι με κυνηγούν. Έχει κάτι εξώστες, απ’ όπου αφήνομαι να πέφτω ώσπου να γεμίσω αίματα. Οποιαδήποτε στιγμή μπορώ να παίξω τον κοιμισμένο, κρατώντας τα μάτια μου κλειστά και βαριανασαίνοντας. (Κάπου κάπου κοιμάμαι στ’ αλήθεια∙ κάπου κάπου ανοίγω τα μάτια μου, και το χρώμα της μέρας έχει αλλάξει.) Απ’ όλα όμως τα παιχνίδια μου, αυτό που μ’ αρέσει πιο πολύ είναι να παίζω τον άλλο Αστέριο. Κάνω πως με επισκέπτεται και πως του δείχνω το σπίτι. Όλο ευγένεια και φιλοφρονήσεις του λέω: Τώρα επιστρέφουμε στην προηγούμενη διασταύρωση ή Τώρα βγαίνουμε σε μια άλλη αυλή ή Καλά το φαντάστηκα πως θα σου άρεσε τα φρεάτιο ή Κοίτα εδώ μια στέρνα που γέμισε άμμο ή Τώρα θα δεις πώς διακλαδώνεται το υπόγειο. Καμιά φορά κάνω λάθος, και τότε γελάμε κι οι δυο με την καρδιά μας.

Τα παιχνίδια αυτά δεν είναι το μόνο πράγμα που έχω κατεβάσει απ’ το κεφάλι μου∙ μ’ έχει απασχολήσει πολύ και το σπίτι. Όλοι οι χώροι του σπιτιού επαναλαμβάνονται πολλές φορές, και κάθε μέρος είναι ένα άλλο μέρος. Δεν υπάρχει μία αυλή, ένα πηγάδι, μία ποτίστρα, ένα παχνί∙ υπάρχουν δεκατέσσερα [= άπειρα] παχνιά, ποτίστρες, πηγάδια, αυλές. Το σπίτι είναι μεγάλο όσο και ο κόσμος∙ ή, μάλλον, είναι ο κόσμος. Νά όμως που, για να ‘χω εξαντλήσει τις αυλές με τα πηγάδια και τις κονισαλέες στοές από γκρίζα πέτρα, βγήκα μια μέρα στο δρόμο και είδα τον Ναό των Λάβρεων και τη θάλασσα. Αυτό δεν το ‘χα καταλάβει, μέχρι που ήρθε ένα όραμα της νύχτας και μου αποκάλυψε ότι οι ναοί και οι θάλασσες είναι πάλι δεκατέσσερις [= άπειρες]. Τα πάντα είναι πολλές φορές, δεκατέσσερις φορές, υπάρχουν όμως και δυο πράγματα στον κόσμο που δείχνουν να είναι μόνο μια φορά: πάνω, ο δυσνόητος ήλιος∙ κάτω, ο Αστέριος. Μπορεί και να ‘μαι εγώ που έπλασα τ’ αστέρια και τον ήλιο και το θεόρατο σπίτι, μα τώρα δεν θυμάμαι τίποτα.

Κάθε εννιά χρόνια, έρχονται στο σπίτι εννιά άνθρωποι για να τους λυτρώσω απ’ το κακό. Ακούω τα βήματά τους ή τις φωνές τους στα βάθη των πέτρινων στοών και τρέχω όλο χαρά να τους προϋπαντήσω. Η τελετή διαρκεί λίγα λεπτά. Ο ένας μετά τον άλλο σωριάζονται, χωρίς να λερώσω τα χέρια μου με αίμα. Εκεί που πέφτουν, εκεί μένουν, κι αυτό με βοηθάει να ξεχωρίζω τη μια στοά απ’ την άλλη. Δεν ξέρω ποιοι είναι, ξέρω όμως πως ένας από δαύτους, την ώρα που ξεψυχούσε, προφήτεψε πως κάποτε θα ‘ρχόταν κι ο δικός μου λυτρωτής. Από τότε, δεν με βαραίνει η μοναξιά, γιατί ξέρω ότι ο λυτρωτής μου ζει και μια μέρα θα προβάλει μέσ’ από τη σκόνη. Αν η ακοή μου μπορούσε να συλλάβει όλους τους ψιθύρους στον κόσμο, θα ξεχώριζα τα βήματά του. Είθε να με πάει σε κάποιον χώρο με λιγότερες στοές και λιγότερες πόρτες. Πώς θα ‘ναι ο λυτρωτής μου; αναρωτιέμαι. Θα ‘ναι ταύρος ή άνθρωπος; Θα ‘ναι μήπως ταύρος με ανθρώπινο κεφάλι; Ή θα ‘ναι σαν κι εμένα;

 

Ο πρωινός ήλιος άστραφτε πάνω στο μπρούντζινο σπαθί. Δεν είχε μείνει ούτε σταγόνα αίμα.

«Θα το πιστέψεις, Αριάδνη;» είπε ο Θησέας. «Ο Μινώταυρος δεν αντιστάθηκε σχεδόν καθόλου.»

Στην Μάρτα Μοσκέρα Ήστμαν

J. L. Borges, Το Άλεφ (εκδ. Ύψιλον), μτφ. Α. Κυριακίδης || P. Picasso, The Minotaur

Ποιητική Τέχνη

ojorgeluisborges

Να κοιτάς το ποτάμι που είναι χρόνος και νερό
και να θυμάσαι πως ο χρόνος είναι πάλι ένα ποτάμι,
να ξέρεις πως πλανιόμαστε σαν το ποτάμι
και οι μορφές μας χάνονται σαν το νερό.

Να νιώθεις πως η αγρύπνια είναι ένας άλλος ύπνος
όπου ονειρεύεσαι πως δεν κοιμάσαι, κι ότι ο θάνατος
που η σάρκα μας τον τρέμει, είναι ο ίδιος θάνατος
που κάθε νύχτα μας φαίνεται ύπνος.

Να βλέπεις πως η μέρα ή ο αιώνας είναι σύμβολο
της κάθε μέρας του ανθρώπου και του χρόνου
του, να μεταλλάσσεις την επιδρομή του χρόνου,
σε μουσική, σε ψίθυρο και σύμβολο.

Να βλέπεις πως ο θάνατος είναι ύπνος, το δειλινό
ένα χρυσάφι μελαγχολικό, αυτή είναι η ποίηση
η αθάνατη κι ασήμαντη. Μα η ποίηση
ξανάρχεται σαν την αυγή και σαν το δειλινό.

Καμιά φορά τα βράδια, ένα πρόσωπο
μας βλέπει από τα βάθη ενός καθρέφτη`
η τέχνη πρέπει να’ ναι σαν και τούτο τον καθρέφτη
που μας αποκαλύπτει το ίδιο μας το πρόσωπο.

Λένε πως ο Οδυσσέας, χορτασμένος από θαύματα
έκλαψε από αγάπη μόλις φάνηκε η Ιθάκη
χλωρή και ταπεινή. Η τέχνη είναι τούτη η Ιθάκη
η αιώνια χλωρή – κι όχι τα θαύματα.

Κι ακόμα, είναι όπως το αέναο ποτάμι
που κυλάει και στέκεται και μέσα του αντιφεγγίζει ο ίδιος
ο Ηράκλειτος, που συνεχώς αλλάζει κι είναι ο ίδιος
κι άλλος ταυτόχρονα, σαν το αέναο ποτάμι.

J. L. Borges, Ποιήματα, εκδ. Πατάκη

Κάποιος θα ονειρευτεί

Novalis

Τι θα ονειρευτεί το ανεξιχνίαστο μέλλον; Θα ονειρευτεί ότι ο Αλόνσο Κιχάνο μπορεί να γίνει Δον Κιχώτης χωρίς να εγκαταλείψει το χωριό του και τα βιβλία του. Θα ονειρευτεί πως μια βραδιά του Οδυσσέα μπορεί να είναι πιο πλούσια από το ποίημα που θ’ αφηγηθεί τους άθλους του. Θα ονειρευτεί ανθρώπινες γενεές που δε θ’ αναγνωρίζουν το όνομα Οδυσσέας. Θα ονειρευτεί όνειρα πιο συγκεκριμένα απ’ τη σημερινή αγρύπνια. Θα ονειρευτεί ότι θα μπορούμε να κάνουμε θαύματα αλλά δε θα τα κάνουμε, γιατί θα ‘ναι πιο πραγματικό να τα φανταζόμαστε. Θα ονειρευτεί κόσμους τόσο έντονους, ώστε το τραγούδι ενός και μόνο απ’ τα πουλιά του θα μπορούσε να σκοτώσει. Θα ονειρευτεί πως η λήθη και η μνήμη μπορεί να είναι πράξεις εκούσιες και όχι επιθέσεις ή δωρεές της τύχης. Θα ονειρευτεί πως θα μπορούμε να βλέπουμε με όλο μας το σώμα, όπως το ήθελε ο Μίλτον στο σκοτάδι αυτών των εύθραυστων σφαιρών, των οφθαλμών. Θα ονειρευτεί έναν κόσμο δίχως μηχανές και δίχως αυτή τη θλιβερή μηχανή, το σώμα.

Η ζωή δεν είναι όνειρο, γράφει ο Νοβάλις, αλλά μπορεί να γίνει.

J. L. Borges, Άπαντα τα Πεζά [II] (Εκδ. Πατάκη) – από τη συλλογή Οι Συνωμότες.

Ποίημα στους Φίλους

Image

Δεν μπορώ να σου δώσω λύσεις
για όλα τα προβλήματα της ζωής σου.
Ούτε έχω απαντήσεις
για τις αμφιβολίες και τους φόβους σου.
Όμως μπορώ να σ’ ακούσω
και να τα μοιραστώ μαζί σου.
Δεν μπορώ ν’ αλλάξω
το παρελθόν ή το μέλλον σου.
Όμως όταν με χρειάζεσαι
θα είμαι εκεί μαζί σου.
Δεν μπορώ να αποτρέψω τα παραπατήματα σου.
Μόνο μπορώ να σου προσφέρω το χέρι μου
να κρατηθείς και να μη πέσεις.
Οι χαρές σου, οι θρίαμβοι και οι επιτυχίες
σου δεν είναι δικές μου.
Όμως ειλικρινά απολαμβάνω
να σε βλέπω ευτυχισμένο.
Δεν κρίνω τις αποφάσεις
που παίρνεις στη ζωή σου.
Αρκούμαι να σε στηρίξω να σου δώσω κουράγιο
και να σε βοηθήσω αν μου το ζητήσεις.
Δεν μπορώ να περιορίσω μέσα σε όρια
αυτά που πρέπει να πραγματοποιήσεις,
Όμως θα σου προσφέρω τον ελεύθερο χώρο
που χρειάζεσαι για να μεγαλουργήσεις.
Δεν μπορώ να αποτρέψω τις οδύνες σου
όταν κάποιες θλίψεις
σου σκίζουν την καρδιά,
Όμως μπορώ να κλάψω μαζί σου
Και να μαζέψω τα κομμάτια
Για να τη φτιάξουμε ξανά πιο δυνατή.
Δεν μπορώ να σου πω ποιος είσαι
ούτε ποιος πρέπει να γίνεις.
Μόνο μπορώ
να σ΄ αγαπώ όπως είσαι
Και να είμαι φίλος σου.
Αυτές τις μέρες σκεφτόμουν
τους φίλους μου και τις φίλες μου,
δεν ήσουν πάνω
ή κάτω ή στη μέση.
Δεν ήσουν πρώτος
ούτε τελευταίος στη λίστα.
Δεν ήσουν το νούμερο ένα ούτε το τελευταίο.
Να κοιμάσαι ευτυχισμένος.
Να εκπέμπεις αγάπη.
Να ξέρεις ότι είμαστε εδώ περαστικοί.
Ας βελτιώσουμε τις σχέσεις μας.
Να αρπάζουμε
τις ευκαιρίες.
Να ακούμε την καρδιά μας.
Να εκτιμούμε τη ζωή.
Πάντως δεν έχω την αξίωση να είμαι
ο πρώτος
ο δεύτερος
ή ο τρίτος
στη λίστα σου.
Μου αρκεί που με θέλεις σαν φίλο.
Ευχαριστώ που είμαι.

J. L. Borges

[Ευχαριστώ: http://vasilis67.wordpress.com/2011/01/05/poiima-stous-filous-borges/ ]