Η Ποίηση

 

pablo-neruda-00123

Κάποτε με πλησίασε

η ποίηση. Δεν ξέρω, δεν ξέρω,

αγνοώ από πού ‘ρθε,

απ’ τον χειμώνα αν κατέβηκε

ή τάχα απ’ τα ποτάμια.

Δεν ξέρω από πού αλλά ούτε και πότε,

όχι, δεν ακούστηκαν φωνές, ούτε

λόγος υπήρξε ούτε σιωπή∙

κι όμως μ’ έκραξε κάτω απ’ το δρόμο,

απ’ το σύγκλαδο πάνω της νύχτας –

μ’ έκραξε εμένα, ξαφνικά

και όλως εξ απροόπτου,

ανάμεσα σ’ άλλους πολλούς,

ανάμεσα από φλόγες σφοδρότατες∙

μα μ’ έκραξε και μόνον μου

κατά την επιστροφή μου,

εκεί όπου είταν να πάω∙

την είδα που δεν είχε όψη∙

πήγα κοντά και μ’ ακούμπησε.

~

Δεν ήξερα τι λένε

σ’ αυτές τις περιστάσεις,

το στόμα μου

ούτε γρυ δεν έβγαλε,

τα μάτια μου μέναν τυφλά,

και κάτι χτύπαγε σφοδρά μες στο στήθος μου,

πυρετός ή πλανημένη αιώρηση∙

κι έτσι συνήθισα να ‘μαι μόνος

αφ’ ότου ανέλυσα

εκείνο το έγκαυμα,

κι έπιασε κι έγραψα

τους πρώτους μπερδεμένους μου στίχους,

άτσαλους, άμορφους, ένα τέλειο

τίποτα,

ή πεντακάθαρη σοφία

ενός που δεν καταλαβαίνει τίποτα∙

πλην ξάφνου είδα

ν’ ανοίγουν

και ν’ αποκαλύπτονται

οι ουρανοί,

οι πλανήτες,

γλώσσες φυτών να κυματίζουν,

το σκότος διάτρητο,

σα σουρωτήρι,

κι από μέσα του να στραγγίζουνε

βέλη, φωτιές, λουλούδια,

η νύχτα που όλα τα κατέχει και τα κατελεί,

το σύμπαν εν όλω, ακέραιο.

~

Κι εγώ, ένα ον

ανθρώπινο, μικρό,

μεθυσμένο ανθρωπάκι στο κενό

με το μέγα έναστρο διάστημα,

είδωλο ο ίδιος του κενού,

ομοίωμα του μυστικού του κώδικα,

ένιωσα πολλοστημόριο να ‘μαι

της αβύσσου,

και κουτρουβαλώντας με όλα τ’ αστέρια αντάμα

βρήκα την καρδιά μου εν τω άμα

να ‘ναι κυριολεκτικώς στο έλεος του ανέμου.

 

Pablo Neruda, Η Ποίηση (Η στείρωση των αστέρων – πενηντατέσσερα ποιήματα του έρωτα και του θανάτου, εκδ. Τυπωθήτω – Λάλον Ύδωρ, μτφ. Γ. Κεντρωτής. Τίτλος πρωτοτύπου: La poesia. Απ’ τη συλλογή Memoria de Isla Negra (1964).

Είμαστε Πολλοί

IMG_0499Από τα πολλά άτομα τα οποία είμαι, από τα οποία είμαστε,

Δεν μπορώ να κατασταλάξω σε ένα μόνο.

Έχουν χαθεί για μένα υπό την κάλυψη της ένδυσης

Έχουν αναχωρήσει για μια άλλη πόλη.

Όταν τα πάντα φαίνεται να έχουν καθοριστεί

για να με αναδείξουν ως νοήμων άνθρωπο,

ο ανόητος που κρατώ μέσα μου κρυμμένο

αναλαμβάνει να μιλήσει για εμένα.

Σε άλλες περιπτώσεις, λαγοκοιμάμαι ανάμεσα

σε ανθρώπους με κάποια διάκριση,

και όταν καλώ τον θαρραλέο εαυτό μου,

ένας δειλός εντελώς άγνωστος σε μένα

τρέχει να καλύψει τον σκελετό μου

με χίλιες καλές δικαιολογίες.

Όταν ένα αξιοπρεπές σπίτι τυλιχτεί στις φλόγες,

αντί να καλέσω τον πυροσβέστη,

ένας εμπρηστής εμφανίζεται στη σκηνή,

και αυτός είναι εγώ. Δεν υπάρχει τίποτα που μπορώ να κάνω.

Τι πρέπει να κάνω για να ξεχωρίσω τον εαυτό μου;

Πώς μπορώ να συμμαζέψω τον εαυτό μου;

Όλα τα βιβλία που διάβασα

είναι γεμάτα εκθαμβωτικές ηρωικές μορφές,

γεμάτες αυτοπεποίθηση.

Πεθάνω με φθόνο για αυτές·

και, σε ταινίες όπου σφαίρες πετούν στον άνεμο,

Ζηλεύω τους καουμπόηδες,

θαυμάζοντας ακόμη και τα άλογα.

Αλλά όταν καλώ το τολμηρό μου είναι,

έρχεται ο παλιός τεμπέλης εαυτός,

και έτσι ποτέ δεν ξέρω ποιος είμαι ακριβώς,

ούτε πόσοι είμαι, ούτε πόσοι θα είμαστε.

Θα ήθελα να είμαι σε θέση να αγγίξω ένα κουδούνι

και να προσκαλέσω τον πραγματικό εαυτό μου,

γιατί αν χρειάζομαι τον πραγματικό εαυτό μου,

δεν πρέπει να εξαφανιστώ.

Ενώ γράφω, βρίσκομαι μακριά·

και όταν γυρίσω, έχω ήδη φύγει.

Θα ήθελα να δω αν το ίδιο συμβαίνει και

σε άλλους ανθρώπους όσο και σε μένα,

για να δούμε αν υπάρχουν τόσοι πολλοί άνθρωποι όσοι εγώ είμαι,

και αν μοιάζουν στον εαυτό τους με τον ίδιο τρόπο.

Και όταν σιγουρευτώ,

μαθαίνω τόσο ωραία πράγματα

που, όταν προσπαθώ να εξηγήσω τα προβλήματα μου,

θα μιλάω για γεωγραφία.

P. Neruda, Είμαστε Πολλοί

[Ευχαριστώ: http://monopoihmata.blogspot.gr/ ]