Μαθήματα Ζωής

Live

 

Πότε ήταν η τελευταία φορά που είδατε τη θάλασσα; ή που μυρίσατε το άρωμα του πρωινού; που αγγίξατε τα μαλλιά ενός μωρού; που γευτήκατε βαθιά και απολαύσατε ένα νόστιμο φαγητό; που περπατήσατε με γυμνά πόδια πάνω στο γρασίδι; που χαθήκατε στο μπλε του ουρανού;

Όλες αυτές είναι εμπειρίες που όσο μπορούμε να ξέρουμε, ίσως να μην ξαναζήσουμε ποτέ. Πολλοί από μας ζουν κοντά στη θάλασσα , ποτέ όμως δεν βρίσκουν το χρόνο να την κοιτάξουν. Όλοι ζούμε κάτω από τα αστέρια, πότε όμως κοιτάμε ψηλά; Πότε αγγίζουμε και γευόμαστε τη ζωή και πότε βλέπουμε ή αισθανόμαστε το σπάνιο και ασυνήθιστο μέσα στα κοινά και στα τετριμμένα; Κάπου λένε ότι η γέννηση του κάθε παιδιού σημαίνει πώς ο Θεός αποφάσισε ότι ο κόσμος θα συνεχίσει.

Με τον ίδιο τρόπο, η κάθε μέρα που ξυπνάμε είναι ένα ακόμη δώρο ζωής και εμπειρίας .

Πότε ήταν η τελευταία φορά που βιώσατε την εμπειρία μιας ημέρας μέχρι το μεδούλι; Δεν θα έχετε άλλη ζωή σαν κι αυτή. Δε θα παίξετε ποτέ ξανά το ρόλο που παίζετε τώρα, ούτε θα βιώσετε άλλη φορά τη ζωή έτσι όπως σας έχει δοθεί τώρα. Δε θα βιώσετε ποτέ ξανά τον κόσμο όπως τον βιώνετε σε αυτή τη ζωή, με αυτούς τους γονείς, τα παιδιά και τις οικογένειες. Δε θα έχετε ποτέ ξανά αυτούς τους φίλους που έχετε τώρα. Δε θα έχετε ποτέ ξανά την εμπειρία αυτής της γης και των θαυμάτων της. Μην περιμένετε τη στιγμή που θα στραφεί για τελευταία φορά το βλέμμα σας στη θάλασσα, στα αστέρια ή στην αγαπημένη σας.

Πηγαίνετε και δείτε τα τώρα.

 

Μαθήματα Ζωής, Elisabeth Kübler-Ross, David Kessler (αποσπάσματα)

Άκου, ανθρωπάκο

Image

«Δεν είμαι λευκός μήτε μαύρος, κόκκινος ή κίτρινος.

Δεν είμαι Χριστιανός, ούτε Εβραίος, Μουσουλμάνος ή Μορμόνος. Δεν είμαι πολύγαμος, μήτε ομοφυλόφιλος ή αναρχικός.
Όταν αγκαλιάζω μια γυναίκα, είναι επειδή την αγαπώ και την ποθώ κι όχι επειδή έχω πιστοποιητικό γάμου ή είμαι σεξουαλικά πεινασμένος.
Δε δέρνω τα παιδιά. Δεν ψαρεύω, δεν κυνηγώ κι ας είμαι καλός σκοπευτής κι ας αγαπώ τη σκοποβολή. Δεν παίζω μπριτζ και δε δίνω πάρτι για να διαδώσω τις ιδέες μου. Αν οι ιδέες μου ευσταθούν, θα διαδοθούν από μόνες τους.
Δεν υποβάλλω τις εργασίες μου σε καμιά ιατρική αυθεντία, εκτός κι αν τις κατανοεί καλύτερα από μένα. Εγώ αποφασίζω ποιος κατανοεί τις ανακαλύψεις μου και ποιος όχι.
Τηρώ κάθε λογικό νόμο κατά γράμμα, αλλά μάχομαι τους απαρχαιωμένους ή τους εξωφρενικούς. (Μη βιαστείς να καταφύγεις στον εισαγγελέα, ανθρωπάκο! Αν είναι έντιμος άνθρωπος, το ίδιο κάνει κι εκείνος).
Θέλω τα παιδιά και οι νέοι να απολαμβάνουν το σωματικό έρωτα δίχως αναστολές.
Δε θεωρώ ότι για να είναι κανείς θρήσκος, με την καλύτερη, αυθεντικότερη έννοια, πρέπει να καταστρέψει την ερωτική του ζωή και να μουμιοποιηθεί, στην ψυχή και το σώμα.
Γνωρίζω πως εκείνο που αποκαλείς «Θεός» υπάρχει πραγματικά, αλλά όχι με τη μορφή που φαντάζεσαι. Ο Θεός είναι η πρωταρχική κοσμική ενέργεια, ο έρωτας στο κορμί σου, η ακεραιότητα του χαρακτήρα σου και το αίσθημα της φύσης, μέσα σου και γύρω σου…»
Wilhelm Reich, «Άκου Ανθρωπάκο», Εκδ. ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ (απόσπασμα)

Η Ζήλεια στις Ερωτικές Σχέσεις

Image

Ζήλεια: «Αίσθημα που αναπτύσσεται στο πλαίσιο του έρωτα. Παράγεται από τον φόβο μήπως η προτίμηση του αγαπημένου προσώπου στραφεί σε κάποιον τρίτο». (Littré) – Roland Barthes, Αποσπάσματα του Ερωτικού Λόγου.

Τι Είναι η Ζήλεια

Από τα πιο συνηθισμένα, ενίοτε καταστροφικά και επικίνδυνα, συναισθήματα στον άνθρωπο είναι η ζήλεια. Παρ’ ότι όλοι μας την έχουμε –λιγότερο ή περισσότερο- νιώσει, ο ακριβής ορισμός της μας διαφεύγει, είναι ασαφής και ρευστός ακριβώς επειδή δεν πρόκειται για ένα καθαρό, αμιγές συναίσθημα. Κάθε προσπάθεια ανάλυσης της ζήλειας προσκρούει στη διαπίστωση ότι, ουσιαστικά, πρόκειται για ένα οξύμωρο «μισαγαπώ», για την ταυτόχρονη συνύπαρξη ενός ισχυρού «σ’αγαπώ» και ενός εξίσου κυρίαρχου «σε μισώ», που απαντάται, κατά περίπτωση, στη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων ανεξαρτήτως φύλου, αλλά με διαφορετική ένταση και τρόπο έκφρασης. Αν θέλαμε να την περιγράψουμε σε ένα γενικό επίπεδο, θα λέγαμε πως η ζήλεια είναι ένα σύνθετο συναίσθημα, που περιλαμβάνει θυμό, άγχος, δυσαρέσκεια, απειλή και φόβο. Εντάσσεται στα λεγόμενα «πρωταρχικά» συναισθήματα, διότι απαντάται τόσο στον άνθρωπο, από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ζωής του, όσο και στα ζώα. Σημαντικό είναι να τονίσουμε ότι η ζήλεια διακρίνεται από τον φθόνο, με τον οποίο συχνά συγχέεται, ως προς το «αντικείμενο» στο οποίο στρέφεται κάθε φορά το συναίσθημά μας:  Ζηλεύω γιατί δεν θέλω να σε χάσω, φθονώ γιατί έχεις κάτι που θέλω να το αποκτήσω.

Γιατί ζηλεύουμε;

Οι ερμηνείες, που κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί, για τους λόγους της ζήλειας μας είναι πολλές και όλες φωτίζουν διαφορετικές πτυχές της συμπεριφοράς μας. Οι εξελικτικοί ψυχολόγοι επισημαίνουν πως, στην ιστορία του ανθρώπου, η ζήλεια συνέβαλλε στο να διατηρηθούμε και να αναπαραχθούμε ως είδος. Με άλλα λόγια, γεννιόμαστε με το συναίσθημα αυτό, προκειμένου να προστατευτούμε από οτιδήποτε μπορεί να απειλήσει την ενότητα της οικογένειας. Ο Freud θα τοποθετήσει τη ζήλεια στην οιδιπόδεια σύγκρουση και θα εντοπίσει τις ρίζες της σε τραύματα, απώλειες, έλλειψη προσοχής και ενδιαφέροντος, που βιώσαμε ως παιδιά στην παιδική μας ηλικία. Στην ενήλικη πλέον ζωή μας, ως άλλος εφιάλτης, η ζήλεια ενεργοποιεί τα βαθύτερα και πιο έντονα συναισθήματά μας: τον φόβο της απόρριψης και της μοναξιάς, την συνειδητοποίηση ότι δεν μπορούμε τελικά να έχουμε οτιδήποτε θέλουμε στη ζωή, μία απίστευτη οργή προς τον άνθρωπο που προσπαθεί να μας «κλέψει» τον σύντροφο, αλλά και έντονα αισθήματα προσωπικής ανεπάρκειας, χαμηλής αυτοεκτίμησης και ανασφάλειας, επειδή  θεωρούμε πως αποδειχθήκαμε «κατώτεροι των περιστάσεων». Σύμφωνα με τον ίδιο, υπάρχουν τρία «επίπεδα» ζήλειας, τα οποία ορισμένες φορές επικαλύπτονται μεταξύ τους. Έτσι, υπάρχει η φυσιολογική ζήλεια του ανθρώπου, που βλέπει το σύντροφό του να γίνεται αντικείμενο θαυμασμού από τους άλλους σε κάποια συγκεκριμένη κοινωνική περίσταση. Εδώ το συναίσθημα είναι φυσιολογικό, διότι προκαλείται από μία ορατή και πραγματική αφορμή και εξαφανίζεται σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Η νευρωτική ζήλεια, αντίθετα, δεν οφείλεται σε κάποια πραγματική και υπαρκτή αιτία, αλλά στους φόβους και τις υποψίες που κατακλύζουν αναίτια τον άνθρωπο για τον σύντροφό του. Φοβούμενος την περίπτωση να έχει ο/ η σύντροφος κάποια παράλληλη ή εξωσυζυγική σχέση, αρχίζει να τον/την κατηγορεί ότι «προκαλεί», ότι δεν του/της δίνει σημασία, κλπ, προβάλλοντας με τον τρόπο αυτό τους δικούς του /της φόβους στον άλλον. Τέλος, η παθολογική ζήλεια υπερβαίνει κάθε όριο της λεγόμενης «κοινωνικά αποδεκτής» συμπεριφοράς και γίνεται έμμονη ιδέα. Εδώ θα βρούμε τους ανθρώπους που ψάχνουν μανιωδώς τα πράγματα του άλλου, παρατηρούν την παραμικρή κίνηση του συντρόφου και φθάνουν σε σημείο να τον παρακολουθούν, προκειμένου να βρουν «πειστήρια» και αποδείξεις της υποτιθέμενης απιστίας. Από την άλλη πλευρά, ο Albert Ellis, πολύ γνωστός ψυχοθεραπευτής και εμπνευστής της λογικοθυμικής θεωρίας και ψυχοθεραπείας, θα χαρακτηρίσει την ζήλεια ως «αυτοπροκαλούμενη μιζέρια», υποστηρίζοντας πως τελικά, ο κάθε άνθρωπος θέλει και ζηλεύει, λόγω μίας παράλογης και απελπιστικής ανάγκης του για αγάπη.

Μελετώντας προσεκτικά τις διάφορες απόψεις που έχουν διατυπωθεί σχετικά με τα αίτια της ζήλειας, μπορούμε να εντοπίσουμε δύο κοινούς παρονομαστές: την ανασφάλεια του ζηλιάρη ανθρώπου και την κτητικότητά του. Ένας άνθρωπος ανασφαλής, με χαμηλή αυτοεκτίμηση και μειωμένη αίσθηση αυταξίας, προσπαθεί να αντλήσει σιγουριά και βελτιωμένη αυτοεικόνα από τον σύντροφό του. Παράλληλα, τείνει διαρκώς να συγκρίνεται με τους άλλους με όρους «καλύτερος – χειρότερος», ενώ έχει ένα διαρκές αίσθημα κατωτερότητας έναντι των υπολοίπων. Ακριβώς επειδή έχει ανάγκη τον άλλον για να διατηρεί σε ικανοποιητικά επίπεδα την αυτοεικόνα του, αρχίζει σταδιακά να εξαρτάται από αυτόν, να στηρίζεται σε αυτόν και να φοβάται μην τον χάσει, διότι μαζί με αυτόν θα χάσει και την όποια αυτοεκτίμηση έχει καταφέρει να δομήσει στη διάρκεια της σχέσης τους. Κάπου εκεί, εισέρχεται η κτητικότητα, αυτή η εσφαλμένη πεποίθηση του «είσαι δικός μου / δική μου», που βαθμιαία οδηγεί σε συμπεριφορές αποκλεισμού του άλλου, προσπάθειες ελέγχου των κινήσεών του, πιεστικές εκκλήσεις για «ειλικρίνεια στη σχέση» (που στη βάση τους είναι εντελώς ανειλικρινείς, διότι ακόμα και η παραμικρή ειλικρινής παραδοχή από την πλευρά του άλλου ότι, «ναι, φλέρταρα με την Χ» θα πυροδοτήσει στον ζηλιάρη σύντροφο ξεσπάσματα οργής και θυμού) και άλλες πράξεις που, τελικά, λειτουργούν ως «αυτοεκπληρούμενες προφητείες», οδηγώντας στο εντελώς αντίθετο του επιθυμητού αποτέλεσμα: με τη συμπεριφορά του, ο ζηλιάρης σύντροφος απομακρύνει ψυχικά και συναισθηματικά τον άλλον από κοντά του, ωθώντας τον με τις ίδιες τις πράξεις του σε μία άλλη σχέση.

Ποιοι ζηλεύουν περισσότερο;

Παρ’ ότι γενικά υπάρχει η αντίληψη πως οι γυναίκες ζηλεύουν περισσότερο, η αλήθεια είναι πως ζήλεια νιώθουν τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες. Η πραγματική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων, εντοπίζεται στο καθεαυτό αντικείμενο της ζήλειας τους: Οι γυναίκες ζηλεύουν την συναισθηματική παρέκκλιση του συντρόφου τους, ενώ οι άνδρες ζηλεύουν την σεξουαλική παρέκκλιση της συντρόφου τους. Έτσι, μία γυναίκα ωθείται στα άκρα της ζήλειας όταν υποψιάζεται ή αντιλαμβάνεται ότι ο σύντροφός της είναι ερωτευμένος με μία άλλη γυναίκα (χωρίς να στέκεται ιδιαίτερα στο αν υπήρξε ή όχι σεξουαλική σχέση), ενώ ένας άνδρας ζηλεύει περισσότερο όταν υποψιάζεται ή αντιλαμβάνεται ότι η σύντροφός του έχει σεξουαλική σχέση με έναν άλλον άνδρα (χωρίς να ενδιαφέρεται τόσο για την ύπαρξη έρωτα μεταξύ των δύο).

Όλα τα παραπάνω είναι συμπεράσματα, παρατηρήσεις και ευρήματα επιστημονικών ερευνών,  απολύτως χρήσιμα για την περιγραφή, την μελέτη και την κατανόηση αυτού του τόσο συχνού, έντονου και συχνά επικίνδυνου συναισθήματος, όπως είναι η ζήλεια. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι πολλά από τα λεγόμενα «εγκλήματα πάθους», που σημειώνονται σε όλο τον κόσμο, οφείλονται σε αυτή.  Από την άλλη πλευρά όμως, στην καθημερινότητα του κάθε ερωτευμένου ανθρώπου, το γεγονός είναι ένα: Ο έρωτας είναι πάθος, εξάρτηση, εμμονή, κτητικότητα, ζήλεια, ανασφάλεια, φόβος – είναι όλα αυτά και πολλά ακόμα συναισθήματα που βρίσκονται έξω από τον συνειδητό και έλλογο έλεγχο του ερωτευμένου ανθρώπου. Ο έρωτας είναι από τη φύση του ζηλιάρης. Όσο εύκολο είναι να υψώσουμε τον δείκτη επικριτικά στον ζηλιάρη άνθρωπο και να του κάνουμε παρατηρήσεις, όταν βρισκόμαστε έξω από την δίνη του ερωτικού πάθους, τόσο δύσκολο είναι να τον «μαλώσουμε» μόλις θυμηθούμε ένα δικό μας, αντίστοιχο βίωμα.

Επειδή λοιπόν ο έρωτας δεν είναι ούτε λογικός συνεταιρισμός ούτε διπλωματικό σώμα ή φιλανθρωπικό ίδρυμα, όπως παρατηρεί η Μ. Βαμβουνάκη, ας θυμόμαστε ότι τελικά, μέτρο της ζήλειας δεν είναι η ποιότητα (αν υπάρχει ή όχι) αλλά η ποσότητά της: ο συναγερμός αρχίζει να ηχεί όταν αυτή αγγίξει τα άκρα, όταν μετατραπεί σε συμπεριφορές που παρεμβάλλονται στην καθημερινότητα της σχέσης και στην πραγματική ελευθερία ύπαρξης του άλλου προσώπου. Είναι διαφορετικό το ερωτικό παιχνίδισμα μίας ζηλοτυπίας, που γίνεται για να βεβαιωθούμε πόσο μας επιθυμεί ο άλλος και είναι τελείως διαφορετική η προσπάθεια «εξουδετέρωσης» της ύπαρξης του άλλου, ώστε να μην υπάρχει καμία περίπτωση προσέλκυσης κάποιου «αντιπάλου». Κι αν δεν αρκεί αυτό, ας κρατήσουμε στο μυαλό μας ότι, τελικά, το άτομο που ζηλεύει, υποφέρει. Όπως πολύ χαρακτηριστικά σημειώνει ο Roland Barthes: «ως ζηλιάρης υποφέρω τετραπλά: επειδή είμαι ζηλιάρης, επειδή προσάπτω στον εαυτό μου το ότι είμαι, επειδή φοβάμαι μήπως η ζήλεια μου πληγώσει τον άλλον, επειδή αφήνομαι να με υποδουλώσει μία κοινοτοπία: υποφέρω που είμαι αποκλεισμένος, επιθετικός, τρελός και κοινός».

Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος

Ενδεικτική Βιβλιογραφία:

Buunk, B.P., Angleitner, A., Oubaid, V., and Buss, D.M. (1996) Sex differences in jealousy in evolutionary and cultural perspective: Tests from the Netherlands, Germany and the United States, Psychological Science, vol. 7, no.6.

Freud, S. (1922) Some neurotic mechanisms in jealousy, paranoia and homosexuality, Penguin Freud Library 10.

Mullen, P.E. (1991) Jealousy: the pathology of passion. The British Journal of Psychiatry (1991)158: 593-601.

Schutzwohl, Achim (2008). The Intentional Object of Romantic Jealousy. Evolution and Human Behavior, 29.

Yates, C. (2000) Masculinity and Good Enough Jealousy , Psychoanalytic Studies, Vol. 2, No. 1

Roland Barthes, Αποσπάσματα του Ερωτικού Λόγου, Εκ. Ράππα. 1981.

Μάρω Βαμβουνάκη, Μία Μεγάλη Καρδιά Γεμίζει με Ελάχιστα, Εκ. Ψυχογιός. 2010

 

The Diary of Anaïs Nin

Image

You live like this, sheltered, in a delicate world, and you believe you are living. Then you read a book… or you take a trip… and you discover that you are not living, that you are hibernating. The symptoms of hibernating are easily detectable: first, restlessness. The second symptom (when hibernating becomes dangerous and might degenerate into death): absence of pleasure. That is all. It appears like an innocuous illness. Monotony, boredom, death. Millions live like this (or die like this) without knowing it. They work in offices. They drive a car. They picnic with their families. They raise children. And then some shock treatment takes place, a person, a book, a song, and it awakens them and saves them from death. Some never awaken.

Anaïs Nin, The Diary of Anaïs Nin, Vol. 1: 1931-1934.

[ Ευχαριστώ: https://www.goodreads.com/author/show/7190.Ana_s_Nin ]

Μυρίσαι το Άριστον [XXVII]

Image

Άργησα πολύ να καταλάβω τι σημαίνει ταπεινοσύνη και φταίνε αυτοί που μου μάθανε να την τοποθετώ στον άλλο πόλο της υπερηφάνειας. Πρέπει να εξημερώσεις την ιδέα της ύπαρξης μέσα σου για να την καταλάβεις.

Μια μέρα που ένιωθα να μ’ έχουν εγκαταλείψει όλα και μια μεγάλη θλίψη να πέφτει αργά στην ψυχή μου, τράβηξα, κει που περπατούσα, μες στα χωράφια χωρίς σωτηρία, ένα κλωνάρι άγνωστου θάμνου. Το ‘κοψα και το ‘φερα στο απάνω χείλι μου. Ευθύς αμέσως κατάλαβα ότι ο άνθρωπος είναι αθώος. Το διάβασα σ’ αυτή τη στυφή από αλήθεια ευωδιά τόσο έντονα που πήρα να προχωρώ το δρόμο της μ’ ελαφρύ βήμα και καρδιά ιεραπόστολου. Ώσπου, σε μεγάλο βάθος, μου έγινε συνείδηση πια ότι όλες οι θρησκείες λέγανε ψέματα.

Ναι, ο Παράδεισος δεν ήταν μια νοσταλγία. Ούτε, πολύ περισσότερο, μια ανταμοιβή. Ήταν ένα δικαίωμα.

Ο. Ελύτης, Μυρίσαι το Άριστον [XXVII] – «Ο Μικρός Ναυτίλος», Εκδ. Ίκαρος

Ο μη-ολοκληρωμένος άνθρωπος

Image

Ο καθένας μαθαίνει πολύ νωρίς στη ζωή του, ότι θα τον αγαπήσουν πιο εύκολα αν συμπεριφέρεται με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Έτσι αρχίζει να ζει σαν σε κοχύλι. Αυτό το κοχύλι μπορεί να είναι ακριβώς ένας ρόλος τον οποίο παίζει συνειδητά, γνωρίζοντας πολύ καλά – τουλάχιστον κατά βάθος – ότι ο ίδιος είναι εντελώς διαφορετικός σε αυτόν τον ρόλο. Μπορεί να γίνει είτε ένα σκληρό κέλυφος, είτε μια ασπίδα που αυτός θεωρεί πως είναι ο εαυτός του.

[Carl Rogers || Gilbert Garcin, «Precautionary Measures» ]

[Ευχαριστώ: http://stories4human.wordpress.com/ ]

Άνθρωπος γεννιέσαι ή γίνεσαι;

Image

Τον Ιανουάριο του 1800 βρέθηκε σε δάσος της Γαλλίας, σε άγρια κατάσταση ένα αγοράκι ηλικίας 10-12 ετών. Σύμφωνα με τους πρώτους υπολογισμούς που έγιναν, ο Victor, όπως ονομάστηκε, είχε εγκαταλειφθεί  ή χαθεί στο δάσος σε ηλικία περίπου 5 ετών.  Ο Victor βρέθηκε γυμνός, δεν αντιδρούσε σε κανέναν θόρυβο (με εξαίρεση κάποιους ήχους που τον ενδιέφεραν ιδιαίτερα, όπως όταν κάποιος έσπαζε τους αγαπημένους του καρπούς), δεν μιλούσε, δεν είχε καμία αίσθηση της θερμοκρασίας (έπιανε με γυμνά χέρια τις πατάτες μέσα από την φωτιά και τις έτρωγε όπως ήταν, καυτές) και αγαπούσε να τρέχει γυμνός στο χιόνι, δείχνοντας να απολαμβάνει την εμπειρία. Θέματα όπως η προσωπική υγιεινή και η καθαριότητα ήταν εκτός συζήτησης, ενώ δεν είχε κανένα πρόβλημα στο να καταναλώνει τροφές αλλοιωμένες ή χαλασμένες. Παράλληλα, είχε μηδενική αίσθηση κοινωνικοποίησης: αδιαφορούσε πλήρως για την παρουσία ή μη ανθρώπων, τους οποίους τους χρησιμοποιούσε μόνο για να επιτυγχάνει τους σκοπούς του. Απογοητευμένοι οι γιατροί που τον εξέτασαν, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο Victor δεν ήταν ένας «ευγενής άγριος» όπως είχε περιγράψει ο Ρουσσώ, αλλά απλώς ένα ζώο.

Ο Victor συγκαταλέγεται στα λεγόμενα «άγρια παιδιά»:  παιδιά που χάθηκαν ή εγκαταλείφτηκαν από τους γονείς τους και μεγάλωσαν μόνα, μακριά από ανθρώπους, μέσα στη φύση. Βιβλιογραφικά, αναφέρονται περισσότερες από τριάντα τέτοιες περιπτώσεις, οι εννέα εκ των οποίων εντοπίστηκαν την περίοδο 2000-2012. Τα παιδιά αυτά δεν μιλούν, φυσικά δεν γράφουν, συνήθως βαδίζουν στα τέσσερα, τρέφονται με ωμή τροφή ή καρπούς χρησιμοποιώντας κυρίως την όσφρηση για να ελέγξουν την τροφή και κατεβάζοντας το στόμα τους προς αυτή, έχουν σημαντικά ελλείμματα στη διάκριση μεταξύ των αισθήσεων (π.χ. ζεστό-κρύο) και δεν έχουν ανεπτυγμένα συναισθήματα. Κοινός παρονομαστής στις περισσότερες από αυτές τις περιπτώσεις, όπου τα παιδιά εντάχθηκαν αμέσως σε ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης προκειμένου να κοινωνικοποιηθούν και να μάθουν να μιλάνε και να γράφουν, υπήρξε η ολική ή μερική αποτυχία κάθε τέτοιας προσπάθειας. Οι διαπιστώσεις που προέκυψαν μέσα από την μελέτη αυτών των παιδιών, απέδειξαν την συμβολή του περιβάλλοντος στην ανάπτυξη του ανθρώπινου είδους. Το ανθρώπινο περιβάλλον προσφέρει τις κατάλληλες συνθήκες και τα ερεθίσματα, που είναι αναγκαία, για την ωρίμανση του ανθρώπου. Χωρίς αυτά τα ερεθίσματα, η διαδικασία της ωρίμανσης μένει ανενεργή και ατροφική, δεν ολοκληρώνονται οι βασικές βιολογικές αναδομήσεις (νευρωνικές συνδέσεις στον εγκέφαλο) και τελικά, δεν τίθενται οι βάσεις και τα στοιχεία που καθορίζουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του είδους.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι επιστημονικές γνώσεις που έχουμε για τα άγρια παιδιά είναι εξαιρετικά περιορισμένες στις περιπτώσεις που εντοπίστηκαν τα τελευταία χρόνια. Πολλά περιστατικά δεν είναι παρά μύθοι, που μεταφέρθηκαν από γενιά σε γενιά διά της προφορικής παράδοσης. Σε άλλες περιπτώσεις επρόκειτο για παιδιά με βαριά νοητική στέρηση, αυτισμό ή άλλα αναπτυξιακά σύνδρομα, τα οποία ήταν άγνωστα την εποχή που εντοπίστηκαν. Τέλος, ορισμένα – ελάχιστα – από τα παιδιά αυτά κατάφεραν να εκπαιδευτούν και να αποκτήσουν μία, λιγότερο ή περισσότερο, φυσιολογική ζωή. Το σημαντικότερο συμπέρασμα που προέκυψε από την μελέτη τους, αφορά την «υπόθεση της κρίσιμης περιόδου». Σύμφωνα με αυτή, η κατάκτηση της γλώσσας αφορά ένα συγκεκριμένο χρονικό παράθυρο, στη διάρκεια του οποίου το παιδί είναι σε θέση να μάθει να μιλάει τη γλώσσα του κυρίαρχου περιβάλλοντός του. Αν παρέλθει αυτή η κρίσιμη περίοδος και «κλείσει το παράθυρο», η κατάκτηση της γλωσσικής ικανότητας γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη έως και αδύνατη.

Τα άγρια παιδιά εξακολουθούν να γοητεύουν επιστήμονες και κοινό. Ο σκηνοθέτης Φ. Τριφό γύρισε την ιστορία του Victor σε ταινία με τίτλο «Ένα Αγρίμι στην Πόλη», όπου καταγράφονται οι προσπάθειες του γιατρού Ιτάρ να εκπαιδεύσει τον νεαρό άγριο.

Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος.