Γράμμα σε μια νέα ποιήτρια

rilke2

…Θα έπρεπε, κανονικά, να γνωρίζει κανείς πρώτα τι είναι τα ποιήματα, για να μπορέσει να πει τι σημαίνουν αυτά τα ποιήματα. Κι έτσι κάνει μια πρώτη απόπειρα: Δεν είναι σκέψεις, αλλά ενδείξεις ευγνωμοσύνης. Δεν έχουν την αφετηρία τους στις αισθήσεις, αλλά στη νοσταλγία. Αιτία γέννησής τους δεν είναι ένα τοπίο και δεν μπορούν να πραγματωθούν στη ζωγραφική βουνών και δέντρων, σπιτιών και κοπαδιών.

Ένα γέλιο που δεν εκδηλώθηκε είναι, ή ένα κλάμα που τα μάτια ήταν πολύ μακριά του. Ή ένας κίνδυνος που δεν έγινε κατανοητός, ή ένας τρόμος που δεν ωρίμασε. Ή η ανάμνηση μιας κοιλάδας, ενός ονείρου ή ενός πύργου κάπου στα παιδικά χρόνια. Ή μια αγάπη που δεν γίνεται να χαριστεί σε κανέναν ή ακόμα και μία που χάθηκε, που αφέθηκε να πέσει μέσα σε κάποια σκοτεινή καρδιά. Ή μια πίστη που που άρχισε να αμφιβάλλει ή μια αμφιβολία που μετατράπηκε σε κάτι δυνατό ή μια δύναμη που έχει ενηλικιωθεί και όμως δεν βρίσκει μήτε δόξα μήτε γαλήνη μέσα στη ζωή.

Και πολλά ακόμα ή…

Ήδη γίνεται φανερό: τα ποιήματα συμβαίνουν μόνο σε εκείνους τους ανθρώπους οι οποίοι, δίπλα και πίσω από τις συνηθισμένες, κοινές αισθήσεις, φυλάνε έναν αφανέρωτο θησαυρό αισθημάτων γιορτινών και ανοίκειων, που περνούν σε μακάρια αδράνεια μέσα από τις πιο μοναχικές ώρες. Μοιάζουν με θεούς από τους οποίους κανείς δεν ζητάει χάρη, τόσο ξένοιαστα μακάρια είναι. Αλλά τώρα η ανυπομονησία τους ζητάει να έρθουν στο φως, τα καλεί να βγουν από τους αστραφτερούς παραδείσους, να εισέλθουν σε κάποια θλιβερή μοναξιά κι εκεί, στο κατώφλι, αυτά νιώθουν ντροπή. Και ζητούν να περιβληθούν από ένα τοπίο, ή θέλουν να κρατήσουν μία εμπειρία, σαν μάσκα, μπροστά από το πρόσωπό τους, οι μυστικοί αυτοί πρίγκιπες. Κι έτσι, κρυμμένα πίσω από συμβάντα και εικόνες, αφημένα να τα μαντέψουν οι φοβισμένοι και οι ευσεβείς, άγνωστα προς όλους όσοι δεν έχουν γνωρίσει το βάθος, έρχονται διασχίζοντας τη ζωή: τα ποιήματα.

 

Rainer Maria Rilke, Μικρά Δοκίμια για την Τέχνη, εκδ. Printa. Απόσπασμα από το Γράμμα σε μία νέα ποιήτρια.

 

Γράμματα σ’ ένα νέο Ποιητή

Εικόνα

«Γόνιμος είναι κι ο έρωτας: επειδή κι ο έρωτας είναι δύσκολος. Έρωτας του ανθρώπου για τον άνθρωπο: ίσως αυτό νά ‘ναι το δυσκολότερο απ’ όσα μάς έταξεν η μοίρα, το πιο απόμακρο, η τελευταία δοκιμασία, το έργο που όλα τ’ άλλα δεν είναι παρά προετοιμασία και προπαρασκευή του. Γι’ αυτό κι οι νέοι — που είναι «αρχάριοι» στο κάθε τι — δεν ξέρουν ακόμα ν’ αγαπούν: πρέπει να διδαχτούν τον έρωτα. Με όλο τους το είναι, με όλες τους τις δυνάμεις συμμαζεμένες γύρω στην ερημική φοβισμένη καρδιά τους, που οι χτύποι της ψηλώνουν ολοένα, πρέπει να μάθουν ν’ αγαπούν. Ο καιρός όμως της μαθητείας είναι πάντα καιρός μακρόχρονου «εγκλεισμού». Έτσι είναι, για πολύν καιρό, κι ο έρωτας: μοναξιά, ολοένα και πιο έντονη και πιο βαθιά μόνωση. Έρωτας δε θα πει ν’ ανοίγεσαι ευθύς, να δίνεσαι, να ενώνεσαι με κάποιον Άλλον (τι θα ήταν, άλλωστε, η ένωση δυο όντων ακαθόριστων ακόμα, ατέλειωτων, ανοργάνωτων;)˙ είναι μια σπάνια ευκαιρία για να ωριμάσεις, ν’ αποχτήσεις μιαν υπόσταση δική σου, να γίνεις εσύ ένας ολόκληρος Κόσμος, για χάρη κάποιου άλλου, αγαπημένου προσώπου˙ είναι μια υψηλή, ακράτητη αξίωση, που σε χρίζει εκλεκτό της και σε σπρώχνει προς τ’ απέραντα πλάτη. Μόνο έτσι θά ‘πρεπε να μεταχειρίζονται οι νέοι τον έρωτά τους: σαν ένα καθήκον που τους υποχρεώνει να εργάζονται αδιάκοπα στο μέσα τους κόσμο («ν’ ακρομάζονται και να σφυροκοπάνε νύχτα-μέρα»). Δεν είναι ακόμα ώριμοι για το δόσιμο του εαυτού τους, για την εγκατάλειψη και το σβήσιμό τους μέσα σ’ ένα άλλο άτομο, για οποιοδήποτε τρόπο Ένωσης. (Πρέπει, πρώτα, και για πολύν-πολύν καιρό, να μαζεύουν και να θησαυρίζουν ολοένα.) Η Ένωση αυτή, το δόσιμο αυτό, είναι το στερνό σκαλοπάτι˙ ίσως η ανθρώπινη ζωή να μη μπορεί ακόμα να το χωρέσει.

Εδώ όμως λαθεύουν οι νέοι τόσο συχνά και τόσο βαριά: ορμάνε ακράτητοι ο ένας προς τον άλλον, όταν τους αγγίξει η αγάπη (είναι στη φύση τους να μη μπορούν να περιμένουν), σκορπίζονται εδώ κι εκεί, ενώ η ψυχή τους είναι γεμάτη ακεφιά, ακαταστασία και ταραχή… Τι μπορεί όμως να βγει απ’ αυτό; Τι μπορεί να κάνει η ζωή τούτο το μπερδεμένο σωρό τών μισοσπασμένων υλικών, που αυτοί τα ονομάζουν «ένωσή» τους και πολύ θά ‘θελαν να τα ονομάσουν «ευτυχία» τους; Και τι τούς μέλλεται το αύριο; Καθένας τους αφανίζεται για χάρη τού άλλου κι αφανίζει σύγκαιρα τον άλλον κι άλλους πολλούς ακόμα, που ίσως να ‘ρχόντουσαν κατόπι. Χάνει το νόημα τής απεραντοσύνης, χάνει όλες του τις δυνατότητες˙ ανταλλάζει το «πήγαιν’-έλα» των σιωπηλών, γεμάτων υποσχέσεις, πραγμάτων, με ένα στείρο ανακάτεμα, απ’ όπου δε μπορεί να βγει άλλο τίποτα παρά σιχασιά, απογοήτευση και φτώχεια. Δεν του μένει παρά να γυρέψει σωτηρία σε μιαν απ’ τις άπειρες συμβατικές καταστάσεις που είναι παντού στημένες, σα δημόσια καταφύγια, γύρω απ’ αυτόν τον επικίνδυνο δρόμο. Καμιά περιοχή τής ανθρώπινης υπόστασης δεν είναι τόσο πολύ γεμάτη από συμβατικότητες, όσο τούτη εδώ: σωσίβια, βάρκες και ναυαγοσωστικά είναι στη διάθεσή του, κάθε είδους βοήθεια που η κοινωνία έχει επινοήσει για τούτο το σκοπό. Για τους ανθρώπους ο έρωτας δεν είναι παρά μια απόλαυση, τον κατάντησαν λοιπόν κάτι εύκολο και φτηνό, ακίνδυνο και σίγουρο, όμοιο με τις απολαύσεις τών δρόμων.

Αλήθεια, πόσοι και πόσοι νέοι στάθηκαν ανίκανοι να βρουν το σωστό δρόμο τής αγάπης, για πόσους τα σύνορα τού έρωτα σταματάνε στο εύκολο, βιαστικό δόσιμο του εαυτού τους! (Οι περισσότεροι, άλλωστε, δε θα προχωρήσουν — σίγουρα — πιο πέρα από κει.) Νιώθουν, πολλοί, να λυγίζουν κάτ’ απ’ το βάρος αυτού τού λάθους και πασχίζουν να κάνουν βιώσιμη και γόνιμη, με το δικό τους προσωπικό τρόπο, την κατάσταση αυτή όπου βρέθηκαν ριγμένοι. Η φύση τους τούς λέει πως τα προβλήματα του έρωτα — λιγότερο από άλλα, που είναι το ίδιο σημαντικά — δε μπορούν να λυθούν σύμφωνα με τούτον ή εκείνον το γενικό κανόνα που εφαρμόζεται σ’ όλες τις περιπτώσεις˙ νιώθουν πως τα προβλήματα αυτά — άμεσα προβλήματα ανθρώπου προς άνθρωπο — χρειάζονται, για κάθε περίπτωση, καινούρια, ιδιαίτερη, αποκλειστικά προσωπική απάντηση. Πώς όμως αυτοί — μια και μπερδεύτηκαν πια έτσι αναμεταξύ τους που δεν ξεχωρίζουν ο ένας απ’ τον άλλον, μια και δεν έχουν πια τίποτα Δικό τους — πώς θα μπορούσαν να βρουν μέσα τους κάποιαν έξοδο, για να ξεφύγουν απ’ την άβυσσο όπου έχει βουλιάξει η μοναξιά τους;

Έρημοι κι αβοήθητοι, πορεύονται στα τυφλά κι ο ένας κι ο άλλος. Σκορπάνε τις καλύτερες δυνάμεις τους για να γλιτώσουν από συμβατικότητες όπως ο γάμος, και πέφτουν σ’ άλλες συμβατικές λύσεις, λιγότερο χτυπητές, το ίδιο όμως θανάσιμες. Επειδή μονάχα για συμβατικότητες είναι άξιοι. Ό,τι βγαίνει απ’ αυτές τις βιαστικές κι ανυπόμονες, θολές και ταραγμένες ενώσεις, είναι πάντα συμβατικό. Κάθε σχέση που είναι καρπός αυτής της πλάνης έχει κάτι το συμβατικό, ακόμα κι αν είναι ασυνήθιστη (ή, όπως λέει ο κόσμος, ανήθικη). Κι ο χωρισμός ακόμα θά ‘ταν μια συμβατική χειρονομία, μια απρόσωπη τυχαία απόφαση, αδύναμη κι άκαρπη.

Στο δρόμο τού Έρωτα (όπως και στο δρόμο τού Θανάτου, που είναι δύσκολος κι αυτός) δε θα βρεις — άμα τον αντικρύζεις σοβαρά — κανένα φως, καμιάν απόκριση, ούτε σημάδι, ούτε χαραγμένο δρόμο, για να σε βοηθήσουν. Και για τα δυο τούτα καθήκοντα, που κρατάμε κρυμμένα μέσα μας και τα παραδίνουμε στους άλλους χωρίς να φωτίσουμε το μυστικό τους, δεν υπάρχουν γενικοί κανόνες. Όσο όμως πιο πολύ αποζητάμε τη μοναξιά στη ζωή μας, τόσο περισσότερο ζυγώνουμε το μεγάλο νόημα τού έρωτα και τού θανάτου. Οι απαιτήσεις που, τραχύς και δύσκολος, ο έρωτας έχει απ’ τη ζωή μας σ’ όλη της την πορεία, είναι πάρα πολύ βαριές, κι εμείς, στα πρώτα μας βήματα, είμαστε πολύ αδύναμοι μπροστά τους. Αν όμως σταθούμε καρτερικοί και δεχτούμε τον έρωτα αυτόν σαν τραχιά μαθητεία — αντίς να χανόμαστε σ’ όλα εκείνα τα εύκολα και κούφια παιχνίδια, που επινόησε ο άνθρωπος για να μην αντικρύζει κατάματα τη βαθύτερη σοβαρότητα της ζωής — ίσως τότε, κείνοι που θά ‘ρθουν καιρό έπειτ’ από μάς, να νιώσουν μια κάποια πρόοδο κι ένα ξαλάφρωμα˙ και θά ‘ταν σημαντικό τούτο.

[…]

Αυτή η πρόοδος (ενάντια στη θέληση του άντρα, που θα μείνει, στην αρχή, πίσω) θα μεταμορφώσει ριζικά την ερωτική ζωή, πλημμυρισμένην από τόσες πλάνες σήμερα: ο έρωτας δε θά ‘ναι πια σχέση άντρα με γυναίκα, αλλά Ανθρώπου με Άνθρωπο˙ θα στέκει πιο κοντά στην ανθρώπινη φύση (γεμάτος άπειρη απαλότητα και σεβασμό, καλός και καθάριος σε όλα κείνα που σμίγει και χωρίζει). Θά ‘ναι ο έρωτας που προετοιμάζουμε μ’ αγωνία και μόχθο: δυο Μοναχικοί Άνθρωποι, που θα προστατεύουν, θα συμπληρώνουν, θα περιορίζουν και θα σέβονται ο ένας τον άλλον.

Και τούτο ακόμα: μη νομίσετε πως χάθηκε ο μεγάλος έρωτας που σας κυρίεψε κάποτε στα εφηβικά σας χρόνια˙ δε μέστωσαν, τότε, εντός σας τρανοί κι ευγενικοί πόθοι και σχέδια που, σήμερα ακόμα, τροφοδοτούν τη ζωή σας; Πιστεύω πως αυτός ο έρωτας μένει έτσι άφθαρτος και δυνατός μέσα στη θύμησή σας, επειδή στάθηκε η πρώτη σας βαθιά μόνωση, ο πρώτος εσώτερος μόχθος που κάνατε στη ζωή σας.»

Rainer Maria Rilke, Γράμματα σ’ ένα νέο Ποιητή», Εκδ. Ίκαρος (απόσπασμα)