**

rilke3

Καταλαβαίνεις πάντα πολύ αργά αυτό που θα ‘πρεπε να έχεις καταλάβει πολύ νωρίς. Καταλαβαίνεις πάντα εκ των υστέρων αυτό που θα ‘πρεπε να έχεις καταλάβει εκ των προτέρων, ακριβώς επειδή είχες την εντύπωση ότι τα πράγματα ήταν αυτά που είχες καταλάβει εξαρχής. Τα πράγματα δεν ήταν άλλα από αυτά που κατάλαβες ότι ήταν εκ των υστέρων. Τα πράγματα ήταν ακριβώς αυτά που ήταν εκ των προτέρων. Εντούτοις, η διαπίστωση αυτή γίνεται πάντα εκ των υστέρων, όταν ήδη είναι πολύ αργά. Συγκεντρώνεις τις σκέψεις σου μία μία, ανασύρεις γεγονότα και λεπτομέρειες, συνδέεις τις λεπτομέρειες μεταξύ τους (οι λεπτομέρειες συνδέονται πάντα μεταξύ τους, κι ας είναι από δυο χωριά) και πάντα πέφτεις απ’ τα σύννεφα. Μπορείς να περάσεις μέρες ολόκληρες ανασύροντας λεπτομέρειες επί λεπτομερειών και συνδέοντας τις λεπτομέρειες μεταξύ τους, σπάζοντας το κεφάλι σου να συνδέσεις τα γεγονότα και τις λεπτομέρειες μεταξύ τους, και να καταλάβεις τι ακριβώς συνέβη, και μόλις αυτό επιτέλους συμβεί, δηλαδή μόλις καταλάβεις τι συνέβη ακριβώς, πέφτεις από τα σύννεφα. Υποθέτω ότι αυτός είναι ο τρόπος να υπάρχεις. Ίσως υπάρχει κι άλλος. Δεν αποκλείω καμία εκδοχή.

 

*Θ. Σταθόπουλος, La Folie (εκδ. Ίκαρος)

*Φωτογραφία:  R. M. Rilke, Ο Οδηγός του Ποιητή για τη Ζωή: Η Σοφία του Ρίλκε (εκδ. Πατάκη)

*

fairness

 

Έβαλε αρετές και ελαττώματα, ενοχή και αθωότητα, καλές και κακές ιδιότητες στη ζυγαριά γιατί ήθελε πριν δικάσει τον εαυτό του να’ ναι βέβαιος. Όμως τα τάσια της ζυγαριάς, με τέτοια τα βάρη πάνω τους, έμειναν στο ίδιο ύψος.

Καθότι όμως ήθελε πάση θυσία μια ετυμηγορία, έκλεισε τα μάτια του και γύρισε αμέτρητες φορές σε κύκλο γύρω από τη ζυγαριά, πότε στη μία, πότε στην αντίθετη κατεύθυνση, τόση ώρα, ώσπου να μην γνωρίζει πια σε ποιο τάσι ήταν το ένα και σε ποιο το άλλο βάρος. Έπειτα έβαλε την απόφασή του να δικάσει τον εαυτό του πάνω στο ένα απ’ τα τάσια.

Όταν ξανάνοιξε τα μάτια του το ένα απ’ τα τάσια είχε βεβαίως κατέβει, ήταν όμως αδύνατο πια να διακρίνει κανείς ποιο απ’ αυτά: το τάσι της ενοχής ή το τάσι της αθωότητας.

Αυτό τον εξόργισε, αρνήθηκε να το εκλάβει ως υπέρ του και καταδίκασε τον εαυτό του, δίχως ωστόσο να κατορθώσει να απαλλαγεί από το αίσθημα ότι ενδεχομένως να είχε και άδικο.

 

Paul Celan, από τη συλλογή «Αντίφως», περιοδικό Πλανόδιον, τεύχος 28, σ. 589.

Φωτογραφία: Gilbert Garcin, «Fairness»

[Ευχαριστώ: http://www.ekebi.gr ]

Γνώθι Σεαυτόν

nanos-valaoritis

 

Ήμουνα τότες – ζούσα σε μία διαρκή μέθη – μια κραιπάλη φαντασιώσεων σ’ έναν ανανεούμενο ενθουσιασμό – ήμουνα ακατάβλητος. Με το τίποτα άναβα, έπεφτα σε μία κατάσταση έκστασης, που μόνο με καταληψία μπορούμε να την παρομοιάσουμε και να τη συγκρίνουμε – με τίποτα άλλο – παρά μονάχα ίσως, στον τομέα τον νευρικό, με μια έπαρση, μια υπερένταση και μιαν υπερευαισθησία υπερβολική. Ήμουνα συνεπαρμένος από το κάθε τι, μια γωνιά του δρόμου, ένα φως λοξό, μια ματιά, ένα σύννεφο άσπρο πάνω στο μπλε του κοβαλτίου, μια γάμπα γυναικεία λίγο ξέσκεπη, ένα χαμόγελο, ένα κλείσιμο του ματιού, ό,τι γινότανε ήτανε για μένα μια αποκάλυψη – ένα άνευ προηγουμένου – μια ανάσταση. Μέσα σ’ αυτό το ξεφρένιασμά μου, γεννήθηκε το σκουλήκι και μεγάλωσε και θέριεψε κι όταν το είδα, ήτανε πια αργά και με κατάπιε, μ’ έκανε μια χαψιά. Έτσι χάθηκε ο απατηλός παράδεισος που είχα ζήσει τότες – χάθηκε η Εύα και το φίδι και το μήλο – κι έμεινα με γύρω μου μονάχα μαύρες κουρτίνες, μαύρες κι αδιαπέραστες που με τριγύρισαν κι έμαθα σιγά-σιγά τι ήμουνα, ποιος ήμουνα και, κυρίως ποιος δεν ήμουνα – που νόμιζα πριν πως ήμουνα. Κι ήρθε τότες κι έκατσε μέσα μου καλά κι άρχισε να γνέθει σαν το μαλλί το πρόβιο το ακατάστατο – το γνώθι σαυτό – κι αντικατέστησε το γνώθι των άλλων που με τόση υπερηφάνεια πίστευα πως είχα.

 

 

[Ν. Βαλαωρίτης, «Γνώθι Σεαυτόν», περ. Το Δέντρο, τ. 29 (9/1982)]

Η κοιμωμένη

sleepingwoman

 

Πόσο θα ήθελα να ήμουν ικανός να εγκωμιάσω ως ποιητής τον ύπνο και, ακόμα περισσότερο, την κοιμωμένη, εκείνην που εγκαταλείπεται στον ύπνο σ’ ένα κρεβάτι μετά τον έρωτα, σ’ ένα λειμώνα μετά το θερισμό. Αυτή η ήρεμη εγκατάλειψη προέρχεται άραγε από τη βεβαιότητα ότι δεν πρόκειται να εγκαταλειφθεί ποτέ; Από την αναμονή ενός θαύματος συνώνυμου της πληρότητας; Και εννοώ τη Μαρκησία του Ο. Από τα μυστικά που φυλάει μέσα της; Και εννοώ την Αλμπερτίν, την κοιμωμένη «την περίκλειστη στο σώμα της», που έχει γίνει «σαν φυτό».

Πόσο λυπάμαι που έχασα την έκθεση ζωγραφικής η οποία οργανώθηκε, νομίζω, πριν από λίγο  καιρό στο Λονδίνο και είχε ως θέμα της τον ύπνο. Ζωγραφίζοντας αυτό που κοιμάται κι αυτό που, τότε, ξυπνάει εντός μας.

Πώς τους λυπάμαι, τους θεωρώ βαριά άρρωστους, εκείνους τους άντρες – πρόκειται μόνιμα για άντρες – που διατείνονται ότι ο ύπνος είναι χάσιμο χρόνου! «Το ένα τρίτο της ήδη συντομότατης ζωής μας μάς το υποκλέπτει ο ύπνος, μας αποστερεί από ό,τι θα μπορούσαμε να κάνουμε σ’ αυτή τη χρονική διάρκεια η οποία δεν χρησιμεύει σε τίποτα.»

Πόσο υποφέρω με αυτούς που πάσχουν από αϋπνίες, άλλοι τη νύχτα κι άλλοι την ημέρα. Γιατί υπάρχουν και οι άυπνοι της ημέρας, οι επικεντρωμένοι αποκλειστικά στο πρόγραμμά τους, οι ανίκανοι να ονειρευτούν, αυτοί που τρελαίνονται αν οτιδήποτε ξεφύγει από τον έλεγχό τους. Όσο για τους άυπνους της νύχτας, που κατατρώγονται από τις έγνοιές τους – και όλα γι’ αυτούς γίνονται έγνοιες -, νομίζουν πως είναι οξυδερκείς, πεπεισμένοι πως βλέπουν την πραγματικότητα όπως ακριβώς είναι, στερημένη νοήματος, κακιά, θανατηφόρα, ενόσω παραγνωρίζουν μέσα στο μίσος τους για τη ζωή, για τους άλλους και για τον εαυτό τους, ότι η πραγματικότητα, όπως ο έρωτας, είναι προς ανακάλυψη κι ότι ο καθένας είναι προικισμένος με την ικανότητα αυτή, εκτός, προφανώς, από όσους πάσχουν από αϋπνίες.

Πόσο μάταιο βρίσκω το διάλογο που αντιπαραθέτει στην (παράδοξη) φροϋδική διατύπωση «το όνειρο είναι ο φύλακας του ύπνου» την αντίληψη (της κοινής λογικής) «ο ύπνος είναι ο φύλακας του ονείρου».

Πώς αρνούμαι να δω στον ύπνο έναν πρόδρομο του θανάτου. Αντιθέτως, τιμώ τον Ύπνο, τον θεωρώ έναν θεό που μας ξυπνάει, μας κάνει να γεννηθούμε στη ζωή.

Ύπνε, πολυαγαπημένε μου, μη με λησμόνει! λέει η κοιμωμένη.

 

J. – B. Pontalis, Παράθυρα (εκδ. Εστία)

Πίνακας: Henri Matisse “Young woman sleeping in a Rumanian blouse”, 1939.

Οι κούφιοι άνθρωποι

NPG P869(12); T.S. Eliot by Cecil Beaton

«Κύριο Κουρτς – πέθανε»
Μια δεκάρα για τον Γέρο-Γκάη

Ι

Είμαστε οι κούφιοι άνθρωποι
Είμαστε οι παραγεμισμένοι άνθρωποι
Που σκύβουμε μαζί
Καύκαλα μ’άχερα γεμάτα. Αλίμονο!
Οι στεγνές μας φωνές
Σαν ψιθυρίζουμε μαζί
Είναι ήσυχες και ασήμαντες
Σαν τον αγέρα στο ξερό χορτάρι
Ή σε σπασμένα γυαλικά των ποντικών το ποδάρι
Μες στο ξερό μας το κελάρι.


Μορφή χωρίς σχήμα,
Σκιά δίχως χρώμα,
Παραλυμένη Δύναμη
Γνέψιμο χωρίς κίνηση

Εκείνοι που ταξίδεψαν
Με ίσιες ματιές,
στου θανάτου την άλλη Βασιλεία
Μας θυμούνται —α! θυμούνται—
όχι σα να’μαστε χαμένες
Παράφορες ψυχές, μα μοναχά
Οι κούφιοι ανθρώποι
Οι παραγεμισμένοι ανθρώποι.

ΙΙ

Μάτια που δεν μπορώ
ν’ αντικρίσω στα όνειρα
Στου θανάτου τη βασιλεία των ονείρων
Αυτά δεν φανερώνονται:
Εκεί, τα μάτια είναι
Ήλιος σε σπασμένη στήλη
Εκεί, ένα δέντρο σείεται
Και οι φωνές είναι
Στου αγέρα το τραγούδισμα
Πιό απόμακρες… πιό επίσημες
Από τ’άστρο που σβήνει.

Ας μην έρθω κοντύτερα
Στου θανάτου τη βασιλεία των ονείρων
Κι αν φορέσω ακόμη
Τέτοια μελετημένα μασκαρέματα
Ποντικού, τομάρι, κόρακα πετσί,
σταυρωτά ραβδιά
Σ’ ένα χωράφι
Κάνοντας όπως κάνει ο άνεμος
Όχι κοντύτερα—

Όχι το τελευταίο τούτο συναπάντημα
στη δειλινή βασιλεία

ΙΙΙ

Τούτη είναι η πεθαμένη χώρα
Τούτη είναι του κάκτου η χώρα
Εδώ τα πέτρινα ομοιώματα
Υψώνονται, εδώ είναι που δέχουνται
Την ικεσία του χεριού ενός πεθαμένου
Κάτω από το παίξιμο του άστρου που σβήνει.

Έτσι είναι τα πράγματα
Στου θανάτου την άλλη βασιλεία
Ξυπνάς μοναχός
Την ώρα εκείνη
που τρέμεις τρυφερός
Χείλια που θα φιλούσαν
Λεν προσευχές στη σπασμένη πέτρα.

IV

Δεν είναι εδώ τα μάτια
Εδώ δεν είναι μάτια
Στο λαγκάδι των άστρων που πεθαίνουν
Στο κούφιο αυτό λαγκάδι
Τούτη η σπασμένη σιαγών
απ’τις χαμένες βασιλείες μας

Στο τελευταίο τούτο συναπάντημα
Μαζί ψηλαφούμε
Και αποφεύγουμε τα λόγια
Μαζεμένοι στην άκρη
του φουσκωμένου ποταμού

Χωρίς βλέμμα, εκτός
Αν ξαναφανούν τα μάτια
Σαν τ’άστρο το αιώνιο
Το εκατόφυλλο ρόδο
Της δειλινής βασιλείας του θανάτου
Η ελπίδα μόνο
Άδειων ανθρώπων.

V

Γύρω-γύρω όλοι
Στη μέση το Φραγκόσυκο
Φραγκόσυκο
Γύρω-γύρω όλοι
Στις πέντε την αυγή

Ανάμεσα στην ιδέα
Και στο γεγονός
Ανάμεσα στην κίνηση
Και στη πράξη
Η Σκιά πέφτει

Ότι Σου εστίν η Βασιλεία

Ανάμεσα στη Σύλληψη
Και τη δημιουργία
Ανάμεσα στη Συγκίνηση
Και στην ανταπόκριση
Η Σκιά πέφτει

Η ζωή είναι μακριά πολύ

Ανάμεσα στον πόθο
και στον σπασμό
Ανάμεσα στη δύναμη
και στην ύπαρξη
Ανάμεσα στην ουσία
και στην κάθοδο
Η Σκιά πέφτει

Ότι Σου εστίν η Βασιλεία

Ότι Σου εστίν
Είναι η ζωή
Ότι Σου εστίν η..

Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Όχι με έναν βρόντο
μα μ’ένα λυγμό.

 

T. S. Eliot. Μετάφραση, Γ. Σεφέρης. Φωτογραφία: Cecil Beaton

[ευχαριστώ: http://poihsh-logotexnia.blogspot.gr/]