Η πίστη ως ερωτική χρονικότητα

Mon amour

Ας εξετάσουμε πρώτα τις αγάπες που είχα για κάποιο χρόνο πριν τις προδώσω ή τις εγκαταλείψω. Κι όμως, τους μένω πιστός, και μάλιστα οριστικά. Όχι βέβαια χάρη στις προσπάθειες της ανάμνησης, που η εργασία του πένθους ή μία απογοήτευση με τη λογοκρισία της μπορούν αν θέλουν, αντιθέτως, να τις καταργήσουν. Αλλά επειδή όσο πιο πολύ πείθω τον εαυτό μου ότι «Δεν θέλω να ακούσω τίποτε», τόσο πιο πολύ αναγνωρίζω, με την άρνησή μου την ίδια, ότι ήμουν ο εραστής εκείνου για τον οποίο σήμερα θέλω να ξεχάσω τα πάντα. Δεν είναι η μνήμη του τάδε προσώπου, ή ετούτης εδώ της σάρκας, ούτε αυτού εδώ του άλλου – όλα αυτά μπορούν κάλλιστα να εξαφανιστούν χωρίς να αφήσουν ψυχολογικά ίχνη. Είναι ότι κάποτε έκανα μία ανεπανόρθωτη εξομολόγηση σ’ αυτόν που ίσως έχει σβήσει από τη μνήμη μου και του οποίου έγινα ο εραστής· αν σήμερα έχω ξεχάσει τα πάντα, αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι, για να αγαπήσω αυτόν που έχει πια εκλείψει, έφτασα όντως στο καθεστώς του εραστή, ότι αγάπησα όντως από πρωτοβουλία σύμφωνα με την αρχή του μη αποχρώντος λόγου, και ότι όντως έλαβα από αυτόν την σάρκα μου (την οποία δεν είχε) δίνοντάς του τη δική του (την οποία δεν είχα). Οπότε, ακόμα κι αν ο όρκος δεν ήξερε πώς να διαρκέσει, δεν το μπόρεσε, ή δεν το θέλησε, ακόμα κι αν ο άλλος έχει εξαφανιστεί μαζί με το φαινόμενο που τον φανέρωνε, το γεγονός παραμένει ότι ριζικοποίησα την ερωτική αναγωγή, της οποίας η σφραγίδα με σημαδεύει για πάντα. Ό,τι έκανα, είπα ή αισθάνθηκα από έρωτα φτάνοντας μέχρι τη ριζικοποιημένη ερωτική αναγωγή, με σημάδεψε σαν οριστικό στίγμα και μου επέβαλε μία νέα μορφή. Ίσως έχασα με τον χρόνο τον τάδε άλλο ή έχασα χρόνο μαζί του – αλλά δεν θα χάσω ποτέ αυτό που χρειάστηκε να γίνω για να τον αγαπήσω. Όλες τις πράξεις που έκανα ως εραστής, τις κρατώ για πάντα μέσα μου – ή μάλλον με κρατούν μέσα τους και σώζουν την αδιαμφισβήτητη ερωτική αξιοπρέπειά μου. Αυτοί που αγάπησα ίσως χάθηκαν, όχι όμως το γεγονός ότι τους αγάπησα, ούτε ο χρόνος που αφιέρωσα γι’ αυτό, ούτε ο εραστής που έγινα για να τους αγαπήσω. Γιατί δεν υπάρχει ποτέ πρώην, υπάρχουν μόνο τα ανεξίτηλα ίχνη των άλλων, που με έκαναν εραστή, εραστή όχι άσφαλτο, εραστή χωρίς αμφιβολία πεπερασμένο, αλλά οριστικό, αλλά ανέκλητο. Ποτέ δεν θα μπορέσω να αναιρέσω το γεγονός ότι μπήκα στον πειρασμό να αγαπήσω, ότι επομένως αγάπησα.

Jean_Luc Marion, Το Ερωτικό Φαινόμενο (εκδ. Πόλις, μτφ: Χ. Μαρσέλλος) σσ. 351-352.

Film still: Hiroshima mon Amour.

Ο μικρός κλέφτης ιστοριών

Peter pan

Όταν τον συναντάμε στο παιδικό δωμάτιο, είναι ένα πληγωμένο πλάσμα που έχει χάσει τη σκιά του… αλλά δεν κλαίει για πολύ∙ σε λίγο θα μας δείξει πώς αντιδρά ένα θλιμμένο παιδί όταν χάσει τη «φόδρα» του, τη μόνη πραγματική απόδειξη ότι υπάρχει.

Γιατί δίχως σκιά που αποδεικνύει την υλικότητα της ύπαρξης, εύκολα μας περνάει από το μυαλό ότι δεν είμαστε παρά γέννημα της μητρικής φαντασίας.

Αυτό ειδικά το θλιμμένο παιδί είναι πολύ ελαφρύ, δεν έχει ούτε όνομα ούτε διεύθυνση ούτε μητέρα. Αυθόρμητα μας έρχεται η επιθυμία να το παρηγορήσουμε, αλλά στοπ! Προπαντός μην το αγγίξετε!

Από φιλιά δεν έχει ιδέα. Γελάει, παίζει με πράγματα που δεν έχει και μοιάζει πολύ περήφανος για τον εαυτό του. Είναι έτοιμος να κάνει τα πάντα για να τον θαυμάσουμε και να τον σεβαστούμε, για να κατορθώσει επιτέλους να υπάρξει στο βλέμμα ενός άλλου, ακόμη κι αν δεν μπόρεσε να υπάρξει στο βλέμμα της μητέρας του.

Όταν περάσει ο καιρός και το γνωρίσουμε, θα καταλάβουμε πως ό,τι ευγενικό, τρυφερό και μεγαλόψυχο κάνει, το κάνει μόνο και μόνο για να βάλουμε μπροστά του έναν καθρέπτη, που κοιτάζοντας μέσα του θα σχηματίσει την εντύπωση πως υπάρχει. Εκείνος που του κρατάει τον καθρέπτη πιθανόν να έχει την ψευδαίσθηση ότι είναι αναντικατάστατος, δυστυχώς όμως για αυτόν, οποιοσδήποτε άλλος θα μπορούσε να κάνει εξίσου καλά την ίδια δουλειά!

Καμιά φορά ο καθρέπτης δεν φτάνει από μόνος του να θεραπεύσει την ασήκωτη αυτή ελαφρότητα που το κατοικεί και το θλιμμένο παιδί γυρεύει άλλους τρόπους να γεμίσει το εσωτερικό του κενό.

Εισβάλλει τότε σε σπίτια, παρουσιάζεται σε οικογένειες, κατακτά καρδιές, προσπαθώντας να συλλάβει την εσωτερικότητα των άλλων, να τραφεί με την ιστορία τους. (Ο Πήτερ θα ήθελε να αρπάξει τα παραμύθια που είχαν νανουρίσει τη Γουέντυ.) Γίνεται αληθινός πειρατής που κυνηγάει το θησαυρό του άλλου.

Η βαθιά αυτή ανάγκη που εκπέμπει το θλιμμένο παιδί είναι πολύ συγκινητική κι ορισμένοι είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι στο θέμα αυτό. Θέλουν να επανορθώσουν την τραγωδία που μαντεύουν πίσω από το γέλιο με τα άσπρα παιδικά δοντάκια. Σ’ αυτούς ανήκε και η Γουέντυ:

«Αγοράκι, γιατί κλαις;» τον ρωτάει ευγενικά.

Μπορεί το θλιμμένο παιδί να επιτρέπει στον εαυτό του όταν είναι μόνο του πού και πού να κλαίει, όμως κάτω από το βλέμμα των άλλων πρέπει πάντα να χαμογελά: ο Πήτερ πετιέται όρθιος, πλησιάζει το κρεβάτι της Γουέντυ και της κάνει μία χαριτωμένη υπόκλιση, όπως οι νεράιδες. Μιμείται καλά τις νεράιδες, θα ήθελε όμως τόσο πολύ  να ξέρει να φέρεται όπως τα αληθινά παιδιά. Έτσι, όταν ρωτάει τη Γουέντυ τ’ όνομά της, αυτή απαντά: «Γουέντυ, Μόιρα, Άντζελα Ντάρλινγκ». Όμως εκείνος δεν έχει παρά μονάχα ένα όνομα, σχετικά μικρό, «Πήτερ Παν», και μία διεύθυνση που δεν είναι διεύθυνση: «στο δεύτερο δεξιά κι ύστερα ευθεία μέχρι το πρωί».

Όταν η Γουέντυ μαθαίνει ότι ο Πήτερ δεν έχει μητέρα, αντιλαμβάνεται ότι βρίσκεται μπροστά σε μια πραγματική τραγωδία. Πηδάει από το κρεβάτι της για να τον πάρει στην αγκαλιά της, όμως εκείνος τραβιέται απότομα: «”Δεν έκλαψα για μητέρες εγώ”, είπε μάλλον αγανακτισμένος».

Μήπως φοβάται ότι μπορεί να αισθανόταν κάτι αν τον άγγιζαν;

Η Γουέντυ καταλαβαίνει τώρα γιατί έκλαιγε πριν από λίγο… Εκείνος βέβαια το αρνείται: «Έκλαιγα γιατί δεν μπορώ να κολλήσω τη σκιά μου. Κι έτσι κι αλλιώς δεν έκλαιγα».

Η σκιά του Πήτερ δεν είναι σαν των άλλων παιδιών, ξεκολλάει. Εξάλλου, αναρωτιέται κανείς αν πράγματι του ανήκει, ή μήπως τη βρήκε σε κανένα ταξίδι του. Μήπως είναι η σκιά κάποιου πεθαμένου παιδιού; Νομίζω ότι ο Πήτερ την έκλεψε για να προσδώσει λίγο περισσότερο βάρος στον εαυτό του, καθώς είναι τόσο ελαφρύς…

Απόδειξη ότι δεν έχει ιδέα από τι είναι φτιαγμένη η σκιά, είναι που νόμιζε ότι μπορούσε να την ξανακολλήσει με σαπούνι. Η Γουέντυ τον πείθει ότι πρέπει να ραφτεί πάνω του και ότι αυτό πονάει. Η Γουέντυ δεν είναι αποξενωμένη από τα συναισθήματά της όπως εκείνος.

Με το που ξανακόλλησε τη σκιά του, ο Πήτερ αρχίζει να μιμείται τον κόκορα, ξαναβρίσκει το κέφι και την ανεμελιά του. Μοιάζει ξαφνικά να μην έχει πλέον ανάγκη από κανέναν, και η Γουέντυ νιώθει εγκαταλελειμμένη, σαν να μην υπήρχε πια για αυτόν.

Την καθησυχάζει με τον γνωστό τρόπο των θλιμμένων παιδιών: κολακεύοντάς την. Όταν ένα θλιμμένο παιδί νιώθει λίγο χαμένο, αρκεί να του πεις πόσο καταπληκτικό, πόσο απαραίτητο είναι (να του ξανακολλήσεις τη σκιά του κατά κάποιον τρόπο) για να ξαναβρεί αμέσως τη ζωντάνια του.

Ο Πήτερ λοιπόν δοκιμάζει το ίδιο κόλπο με τη Γουέντυ:

«Γουέντυ,  ένα κορίτσι αξίζει πιο πολύ από είκοσι αγόρια!» Αμέσως η Γουέντυ θέλει να τον φιλήσει. Δυστυχώς όμως, όπως και τόσα άλλα αποκλειστικά ανθρώπινα πράγματα, το φιλί είναι κάτι που ο Πήτερ το αγνοεί. Κι είναι η σειρά της Γουέντυ να κάνει τώρα πονηριά, χαρίζοντάς του αντί για φιλί ένα κουμπί. Μήπως είχε καταλάβει ότι στον Πήτερ, για όλα τα ουσιώδη πράγματα, ήταν καλύτερο να προσφέρεις υποκατάστατα;

Συχνά, με τα θλιμμένα παιδιά που έρχονται να με δουν ανακαλύπτουμε τα υποκατάστατα που χρόνια ολόκληρα γεμίζουν την ζωή τους. Για παράδειγμα, ένας άντρας που δεν καταφέρνει να αγαπήσει μία γυναίκα – και τότε κυρίαρχη συναισθηματική θέση στη ζωή του καταλαμβάνει ένα σπορ, η δουλειά του, ή απλώς ένας σκύλος… Η αγάπη για μιαν αληθινή γυναίκα θα ήταν κάτι πολύ σοβαρό, με βαριές συνέπειες∙ έτσι κι αυτός προτιμά να μεταφέρει τα συναισθήματά του σε κάτι άλλο, έστω κι αν απέχει πολύ από εκείνο που πραγματικά επιθυμεί. Με αυτόν τον τρόπο βαδίζει δίπλα στη ζωή του.

Kathleen Kelley-Lainé, Ο Μικρός Κλέφτης Ιστοριών (Πήτερ Παν ή το θλιμμένο παιδί, εκδ. Αγρα)- απόσπασμα.

Αυτο-σχεδιασμός

fridakahlo

[…] Με τα παιδιά της ηλικίας της οι σχέσεις της Φρίντα είναι πάντα τεταμένες, λόγω του σωματικού της μειονεκτήματος. Τα παιδιά είναι ανελέητα και την κοροϊδεύουν: «Φρίντα, κουτσοπόδα», «Κουτσο-Φρίντα» της φωνάζουν. «Τότε η Φρίντα έβριζε με όλους τους τρόπους που είχε ακούσει». Ίσως η εμπειρία της αρρώστιας να την είχε μεγαλώσει ταχύτερα από τα άλλα παιδιά, κι έτσι οι μικροί της φίλοι να βρίσκουν μόνο αυτό τον τρόπο να τη «μικρύνουν». Μόνο με το ποδήλατο έχει πρόβλημα η Φρίντα. Κατά τ’ άλλα γρήγορα καταφέρνει να περπατά κανονικά, «με απόλυτη μεγαλοπρέπεια και χάρη στις κινήσεις της. Τα προβλήματα που είχε στο βάδισμά της ήξερε να τα καλύπτει τόσο καλά, που μερικές φορές έμοιαζε να κινείται ανάλαφρα σαν πουλί». Ως παιδί, οι γονείς της κάποτε την ντύνουν αγγελάκι και της βάζουν ψεύτικα φτερά – η Φρίντα είναι απαρηγόρητη γιατί διαπιστώνει πως δεν τη βοηθούν να πετάξει. Αισθάνεται ξεχωριστή, γιατί λοιπόν να μην μπορεί να πετάει;

Κάποτε, σε μια παιδιάστικη συναισθηματική έκρηξη, η Φρίντα σπρώχνει την ετεροθαλή αδελφή της Μαρία Λουίσα από το δοχείο νυκτός. Πληγώνεται υπερβολικά όταν εκείνη της ουρλιάζει «Δεν είσαι η κόρη της μαμάς μου, ούτε του μπαμπά μου. Από τα σκουπίδια σε μαζέψανε!» Η Φρίντα προσπαθεί να επουλώσει το τραύμα της κι αποτραβιέται στον εαυτό της. Μέσα στη μοναξιά της φτιάχνει με τη φαντασία της ένα αντίγραφό της, ένα κοριτσάκι το οποίο μοιράζεται και κατανοεί όλες τις σκέψεις και όλα τα συναισθήματά της.

«Θα ήμουν έξι χρόνων, όταν έφτιαξα με τη φαντασία μου μία φίλη, ένα κοριτσάκι…στην ηλικία μου περίπου, για να με συντροφεύει. Ανάσανα προς το τζάμι του παραθύρου του τότε δωματίου μου που έβλεπε προς την οδό Αλιέντε, και με το δάχτυλό μου ζωγράφισα μια «πόρτα»… Από αυτή την πόρτα, με τη φαντασία μου, βγήκα έξω, βιαστικά και πολύ κεφάτα, διέσχισα την πλατεία που διακρινόταν ολόκληρη από το σημείο αυτό κι έφτασα στο γαλακτοπωλείο που λεγόταν Ντρόσελ… Από αυτό το «ο» του Ντρόσελ μπήκα στο εσωτερικό ενός άλλου κόσμου, όπου με περίμενε η φανταστική  μου φίλη… Δεν θυμάμαι τα χαρακτηριστικά της, ούτε τα χρώματά της. Αλλά ξέρω πολύ καλά πως ήταν ένα χαρούμενο  κορίτσι – γελούσε πολύ. Δυνατά. Οι κινήσεις της ήταν σβέλτες και χόρευε σαν να μην την επηρέαζαν οι νόμοι της βαρύτητας. Την ακολουθούσα κατά πόδας και, όσο χόρευε, της εκμυστηρευόμουν τις πιο μύχιες ανησυχίες μου. Ποιες; Δεν θυμάμαι. Μάθαινε όμως όλα όσα με απασχολούσαν… Μετά ξαναπήγαινα στο παράθυρο και ξανάμπαινα πάλι από την πόρτα που είχα ζωγραφίσει στο τζάμι. Πότε; Πόσο έμενα μαζί της; Δεν ξέρω. Μπορεί μια στιγμή. Μπορεί χίλια χρόνια… Ήμουν ευτυχισμένη. Έσβηνα με το χέρι την «πόρτα» και «εξαφανιζόταν». Έτρεχα, με το μυστικό μου και τη χαρά μου, στην πιο απόμακρη γωνιά της εσωτερικής αυλής του σπιτιού μας και, πάντα στην ίδια θέση, κάτω από έναν κέδρο, φώναζα και γελούσα. Ενθουσιασμένη που ήμουν μόνη με τη μεγάλη ευτυχία μου και την πολύ ζωντανή ακόμα ανάμνηση του κοριτσιού».

 

Linde Salber, Frida Kahlo (εκδ. Μελάνι), απόσπασμα.

*Πίνακας: Frida Kahlo, «Las dos Fridas».

Αυτογνωσία

christen_kobke_-_view_of_osterbro_from_dosseringen

Ας είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας. Έχουμε διαισθήσεις, υποψίες, προαισθήματα, ασαφείς στοχασμούς και αλλόκοτα ανάμεικτα συναισθήματα, που στο σύνολό τους δεν μπορούν να οριστούν με απλό τρόπο. Βιώνουμε αλλαγές στη διάθεσή μας, αν και ουσιαστικά δεν τις κατανοούμε. Και ξαφνικά, περιστασιακά, συναντάμε έργα τέχνης που μοιάζουν να εκφράζουν κάτι που έχουμε νιώσει κι εμείς αλλά δεν το έχουμε αναγνωρίσει ξεκάθαρα ως τώρα. Ο Αλεξάντερ Πόουπ προσδιόρισε ως βασική λειτουργία της ποίησης το να παίρνει ημιτελείς σκέψεις και να τις εκφράζει με καθαρότητα: κάτι που «συχνά αποτέλεσε αντικείμενο σκέψης αλλά ποτέ δεν είχε διατυπωθεί τόσο καθαρά». Με άλλα λόγια, ένα εφήμερο και απροσδιόριστο κομμάτι της σκέψης μας, της εμπειρίας μας, λαμβάνεται, υπόκειται σε επεξεργασία και μας επιστρέφεται πιο ολοκληρωμένο, με αποτέλεσμα να αισθανόμαστε ότι επιτέλους γνωρίζουμε πιο ξεκάθαρα τον εαυτό μας.

Η τέχνη ενισχύει την αυτογνωσία και αποτελεί εξαιρετικό μέσο προκειμένου να μεταδώσουμε στους άλλους τους καρπούς που προκύπτουν. Γνωρίζουμε πόσο εξαιρετικά δύσκολο είναι να μοιραστούμε τις εμπειρίες μας με τους άλλους∙ οι λέξεις αποδεικνύονται αδέξιες. Σκεφτείτε ότι προσπαθείτε να περιγράψετε έναν περίπατο κατά μήκος μίας λίμνης ένα ήρεμο απόγευμα, χωρίς τη βοήθεια κάποιας εικόνας. Η ανεπιτήδευτη απεικόνιση ενός απογεύματος σε κάποιο προάστιο της Κοπεγχάγης από τον Κρίστεν Κέμπκε αναδεικνύει εκείνες ακριβώς τις πτυχές της εμπειρίας που δυσκολευόμαστε να αρθρώσουμε. Το φως στον πίνακα είναι εξαιρετικά σημαντικό, παρόλο που δύσκολα ορίζει κανείς τη σημασία του. Ο θεατής αισθάνεται την ανάγκη να δείξει τον πίνακα και να πει «έτσι νιώθω κι εγώ με αυτό το φως». Ο Κέμπκε έχει δημιουργήσει μία εικόνα ερωτευμένη με την απουσία συμβάντων. Το παιδί κρέμεται από την κουπαστή, ο άντρας με το ψηλό καπέλο παρατηρεί καθώς ο φίλος του κάνει κάποιες διευθετήσεις στη βάση του μαζεμένου ιστίου. Οι γυναίκες κάτι λένε μεταξύ τους. Η ζωή συνεχίζεται, όμως δεν υπάρχει τίποτα το δραματικό, καμία προσδοκία αποτελέσματος, καμία αίσθηση κατάληξης. Ωστόσο, αντί να παραπέμπει σε μία κατάσταση ανίας ή απογοήτευσης, η αίσθηση είναι απόλυτα σωστή. Κυριαρχεί η γαλήνη, και όχι η κούραση. Η απόλυτη ηρεμία, και όχι η αδράνεια. Με κάποιον περίεργο τρόπο, ο πίνακας αποπνέει μία αίσθηση τέρψης για τη ζωή, η οποία εκφράζεται ήρεμα. Το ελκυστικό δεν είναι το φως καθαυτό αλλά η ψυχική κατάσταση που εκφράζει. Ο πίνακας αποτυπώνει ένα τμήμα του εαυτού μας – τμήμα που δεν εκφράζεται εύκολα με λέξεις. Θα μπορούσατε να δείξετε τον πίνακα και να πείτε «κατά στιγμές, έτσι είμαι κι εγώ∙ μακάρι να μου συνέβαινε συχνότερα». Σε περίπτωση που κάποιος άλλος έχει την ίδια αίσθηση, ίσως να μιλάμε για την αρχή μίας σημαντικής φιλίας.

Τα αντικείμενα τέχνης δεν μας αρέσουν απλώς – σε ορισμένες διακριτές περιπτώσεις, είμαστε λιγάκι σαν αυτά. Είναι τα μέσα διά των οποίων καταλήγουμε να γνωρίζουμε τον εαυτό μας και να δείχνουμε στους άλλους ορισμένες πτυχές του αληθινού μας εαυτού.

 

Alain de Botton, John Armstrong, Η τέχνη ως θεραπεία (απόσπασμα από το πρώτο μέρος, Οι επτά χρήσεις της τέχνης: Αυτογνωσία), εκδ. Πατάκη.

Πίνακας: Christen Købke, Άποψη του Ούστεμπρο από το Ντοσσέρινγκεν (1838).

Ασφάλεια – Ανασφάλεια

erich-fromm

Είναι μεγάλος πειρασμός να μην προχωρούμε, να μένουμε εκεί που βρισκόμαστε, να πισωδρομούμε, με άλλα λόγια να βασιζόμαστε σ’ αυτά που έχουμε, γιατί ο,τι έχουμε, το γνωρίζουμε. Μπορούμε να στηριχτούμε σ’ αυτό, να αισθανθούμε ασφαλείς μέσα του. Φοβόμαστε, κι έτσι αποφεύγουμε να κάνουμε ένα βήμα προς το άγνωστο, το αβέβαιο. Γιατί πραγματικά, αν το βήμα μπορεί να μη μας φανεί ριψοκίνδυνο αφού το κάνουμε, πριν το κάνουμε οι προοπτικές μας φαίνονται πολύ ριψοκίνδυνες, και κατά συνέπεια τρομακτικές. Μόνο το παλιό, το δοκιμασμένο δίνει την αίσθηση της ασφάλειας· ή έτσι τουλάχιστο φαίνεται. Κάθε καινούργιο βήμα έχει μέσα του τον κίνδυνο της αποτυχίας, και αυτός είναι ένας από τους λόγους που οι άνθρωποι φοβούνται τόσο πολύ την ελευθερία. Βέβαια, σε κάθε στάδιο της ζωής μας το παλιό και το συνηθισμένο είναι διαφορετικά. Όταν είμαστε βρέφη, έχουμε μόνο το σώμα μας και το στήθος της μητέρας μας (αρχικά μη διαφοροποιημένα). Έπειτα αρχίζουμε να προσανατολιζόμαστε προς τον κόσμο, ξεκινώντας τη διαδικασία που χρειάζεται για να βρούμε μια θέση και για τον εαυτό μας μέσα σ’ αυτόν. Αρχίζουμε να θέλουμε να έχουμε πράγματα· έχουμε τη μητέρα μας, τον πατέρα, τ’ αδέρφια, τα παιχνίδια. Αργότερα, αποκτάμε γνώσεις, δουλειά, κοινωνική θέση, σύζυγο, παιδιά, και τότε έχουμε ένα είδος μετα-ζωής, όταν πια αποκτάμε ένα τάφο, μια ασφάλεια ζωής και κάνουμε τη «διαθήκη» μας. Παρόλη όμως την ασφάλεια του έχει, οι άνθρωποι συνήθως θαυμάζουν εκείνους που ανοίγουν καινούργια μονοπάτια, που έχουν το κουράγιο να προχωρούν. Στη μυθο- λογία, αυτός ο τρόπος ύπαρξης αντιπροσωπεύεται συμβολικά από τον ήρωα. Ήρωες είναι εκείνοι που έχουν το θάρρος ν’ αφήσουν ο,τι έχουν —τη γη τους, την οικογένεια τους, την περιουσία τους — και να φύγουν, όχι χωρίς φόβο αλλά και χωρίς να υποκύπτουν στο φόβο τους. Στη βουδιστική παράδοση, ο Βούδας είναι ο ήρωας που αφήνει όλη του την περιουσία, όλη τη σιγουριά που υπάρχει στην ινδουιστική θεολογία –τη θέση του, την οικογένεια του — και προχωράει σε μια ζωή πέρα από δεσμεύσεις. Ο Αβραάμ και ο Μωυσής είναι ήρωες στην εβραϊκή παράδοση. Ο Χριστιανός ήρωας είναι ο Ιησούς, που δεν είχε τίποτα και — στα μάτια του κόσμου — δεν ήταν τίποτα. Η δράση του όμως βγαίνει μέσα από την πληρότητα που του δίνει η αγάπη του για όλα τα ανθρώπινα πλάσματα. Οι Έλληνες έχουν κοσμικούς ήρωες, που σκοπός τους είναι η ικανοποίηση της αλαζονείας τους, η κυριαρχία. Παρόλα αυτά, όμοια με τους πνευματικούς ήρωες, ο Ηρακλής και ο Οδυσσέας προχωρούν χωρίς να δειλιάζουν μπροστά στους κινδύνους που τους περιμένουν. Οι ήρωες των παραμυθιών λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο: φεύγουν, τραβάνε μπροστά και υπομένουν την ανασφάλεια. Θαυμάζουμε αυτούς τους ήρωες, γιατί βαθιά μέσα μας αισθανόμαστε ότι θα θέλαμε να είμαστε σαν κι αυτούς – αν βέβαια μπορούσαμε. Αλλά με το φόβο που έχουμε, πιστεύουμε ότι δε μπορούμε να γίνουμε έτσι, μόνο οι ήρωες μπορούν. Οι ήρωες γίνονται είδωλα. Προβάλλουμε σ’ αυτούς τη δική μας ικανότητα κίνησης, και μετά μένουμε εκεί που ήμασταν —«γιατί δεν είμαστε ήρωες».

Όλη αυτή η ανάλυση ίσως φαίνεται να υπονοεί ότι το να είσαι ήρωας είναι επιθυμητό, είναι όμως ταυτόχρονα ανόητο και ενάντια στο συμφέρον σου. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Τα άτομα τα επιφυλακτικά, τα κτητικά άτομα απολαμβάνουν την ασφάλεια, αλλά στην πραγματικότητα είναι πολύ ανασφαλή. Εξαρτιόνται από αυτά που έχουν: χρήματα, κύρος, το εγώ τους — δηλαδή από πράγματα που είναι έξω απ’ αυτούς. Τι θα γίνουν όμως αν χάσουν ο,τι έχουν; Γιατί, πραγματικά, οτιδήποτε κι αν έχει κανείς μπορεί να χαθεί. Είναι πιθανό ότι η περιουσία μπορεί να χαθεί -και μαζί της τόσο η θέση όσο και οι φίλοι — και σε κάθε στιγμή ο καθένας μπορεί, και αργά ή γρήγορα θα υποχρεωθεί, να χάσει τη ζωή του. Αν είμαι ο,τι έχω κι αν ό,τι έχω χαθεί, τότε ποιος είμαι; Τίποτ’ άλλο, από μια νικημένη, άδεια, αξιολύπητη μαρτυρία ενός λαθεμένου τρόπου ζωής. Επειδή μπορεί να χάσω ο,τι έχω, είμαι αναγκαστικά συνεχώς ανήσυχος ότι θα χάσω αυτά που έχω. Φοβάμαι τους κλέφτες, τις οικονομικές αλλαγές, τις επαναστάσεις, τις αρρώστιες, το θάνατο · φοβάμαι ακόμα την αγάπη, την ελευθερία, την ανάπτυξη, την αλλαγή, το άγνωστο. Έτσι είμαι συνέχεια ανήσυχος, υποφέροντας από χρόνια υποχονδρία, που δε συνεπάγεται μόνο την απώλεια της υγείας μου αλλά και οποιουδήποτε άλλου αποκτήματος μου. Γίνομαι άνθρωπος αμυντικός, σκληρός, καχύποπτος, μοναχικός, που παρασύρομαι από την ανάγκη να έχω όλο και περισσότερα για να νιώθω μεγαλύτερη ασφάλεια. Ο Ίψεν έχει δώσει μια ωραία περιγραφή αυτού του εγωκεντρικού ανθρώπου στον Πέερ Γκύντ. Ο ήρωας είναι γεμάτος μόνο από τον εαυτό του. Μέσα στον απέραντο εγωισμό του πιστεύει ότι αυτός είναι ο εαυτός του, γιατί αυτός είναι ένα «σύμπλεγμα από επιθυμίες». Στο τέλος της ζωής του αναγνωρίζει, ότι, επειδή όλη του η ύπαρξη ήταν χτισμένη πάνω στην ιδιοκτησία του, δεν κατάφερε ποτέ να είναι ο εαυτός του. Ένιωθε ότι ήταν ένα κρεμμύδι χωρίς ψίχα, ένας μισοτελειωμένος άνθρωπος που ποτέ δεν υπήρξε ο εαυτός του. Η αγωνία και η ανασφάλεια που προκαλείται από τον κίνδυνο να χάσει κανείς ό,τι έχει, δεν υπάρχει στους ανθρώπους που προσπαθούν να είναι. Αν είμαι αυτός που είμαι και όχι αυτό που έχω, τότε κανένας δε μπορεί να μου στερήσει ή να με απειλήσει για την ασφάλεια και την αίσθηση της ταυτότητας μου. Το κέντρο μου είναι μέσα μου, η δυνατότητα μου να υπάρχω και να εκφράζω τις βασικές μου δυνάμεις είναι κομμάτι της δομής του χαρακτήρα μου και εξαρτάται από εμένα. Αυτό βέβαια αληθεύει σε φυσιολογικές συνθήκες ζωής, όχι σε περιπτώσεις αρρώστιας, αναπηρίας, βασανισμού ή άλλες συνθήκες ισχυρών εξωτερικών περιορισμών. Ενώ το έχει βασίζεται σε κάποιο πράγμα που φθείρεται με τη χρήση, το είναι αναπτύσσεται με την εξάσκηση. (Η «φλεγόμενη βάτος» που δεν καίγεται είναι ο βιβλικός συμβολισμός γι’ αυτό το παράδοξο). Οι δυνάμεις της λογικής, της αγάπης, της καλλιτεχνικής και πνευματικής δημιουργίας, όλες οι βασικές δυνάμεις αναπτύσσονται μέσα από τη διαδικασία της έκφρασης τους. Ο,τι ξοδεύεται δεν πάει χαμένο, αντίθετα ο,τι φυλάγεται είναι χαμένο. Όταν προσπαθώ να είμαι, ή μόνη απειλή για την ασφάλεια μου βρίσκεται μέσα μου: στην έλλειψη πίστης στη ζωή και στις δημιουργικές μου ικανότητες, στις τάσεις πισωδρόμησης, στην εσωτερική μαλθακότητα και στην προθυμία ν’ αφήσω τους άλλους ν’ αναλάβουν τη ζωή μου. Αλλά αυτοί οι κίνδυνοι εξαφανίζονται, δεν είναι συστατικά του είναι, ενώ ο κίνδυνος της απώλειας είναι έμφυτος στο έχει.

 

Erich Fromm, Να έχεις ή να είσαι; (εκδ. Μπουκουμάνη) – (Απόσπασμα από το κεφάλαιο VI, Άλλες Απόψεις του Έχει και του Είναι.)

Συναισθηματική κακοποίηση

abuse7

Με τον όρο «συναισθηματική κακοποίηση» εννοούμε κάθε συμπεριφορά και στάση που πλήττει την συναισθηματική και/ή ψυχολογική ακεραιότητα ενός άλλου ανθρώπου, χωρίς να εμπλέκει όμως την άσκηση σωματικής βίας. Στόχος της είναι να ελέγξει, να απαξιώσει, να εκφοβίσει, να απομονώσει ή να τιμωρήσει τον άλλον, χρησιμοποιώντας ως κυριότερα μέσα τον φόβο, την υποτίμηση και την ταπείνωση. Σε αντίθεση όμως με την σωματική και τη σεξουαλική κακοποίηση, όπου ένα και μόνο περιστατικό αρκεί για να την χαρακτηρίσει ως τέτοια, η συναισθηματική βία περιγράφεται ως ένα επαναλαμβανόμενο και σταθερό, μέσα στο χρόνο, μοτίβο συμπεριφορών, που μπορεί να είναι εκούσιο ή ασυνείδητο, και που πάντως έχει ως αποτέλεσμα την συστηματική υποτίμηση του άλλου ανθρώπου και της ψυχοσυναισθηματικής του ακεραιότητας. Στις πιο φανερές εκδοχές της, η συναισθηματική κακοποίηση μπορεί να πάρει τη μορφή της λεκτικής βίας και της διαρκούς άσκησης κριτικής, ενώ στις πιο άρρητες και συγκαλυμμένες εκδοχές της μπορεί να εκφραστεί μέσα από προσπάθειες εκφοβισμού του άλλου, χειραγώγησης, αλλά και με την μόνιμη άρνηση του ατόμου να μείνει ικανοποιημένος από το οτιδήποτε κάνει ο άλλος. Το αξιοσημείωτο στην δεύτερη περίπτωση της συγκαλυμμένης συναισθηματικής κακοποίησης είναι πως συνήθως, αυτού του είδους οι συμπεριφορές παρουσιάζονται και τεκμηριώνονται ως καλόβουλες προθέσεις καθοδήγησης του άλλου ή παροχής συμβουλών για το «καλό του». Σε κάθε περίπτωση όμως, η συναισθηματική κακοποίηση είναι ανεξάρτητη του κοινωνικού, μορφωτικού και πολιτισμικού επιπέδου, ενώ δεν συνδέεται με το φύλο και την ηλικία του δέκτη και του θύτη. Επιπλέον, βιβλιογραφικά φαίνεται να λειτουργεί ως προάγγελος σωματικής βίας.

Παρότι είναι πολλές οι συμπεριφορές που θα μπορούσαν να περιγραφούν ως τακτικές άσκησης συναισθηματικής βίας, σε γενικές γραμμές τα μοτίβα των συναισθηματικά κακοποιητικών συμπεριφορών είναι τα εξής:

  • Επίθεση: Εδώ εντοπίζονται οι πιο εμφανείς, οι πιο ρητές μορφές συναισθηματικά κακοποιητικής συμπεριφοράς και περιλαμβάνουν τους υβριστικούς χαρακτηρισμούς, τις κατηγορίες, τις απειλές και τις διαταγές. Αναλαμβάνοντας μία θέση κριτή, που εγκρίνει ή δεν εγκρίνει τη συμπεριφορά του άλλου, ο συναισθηματικά κακοποιητικός άνθρωπος στερεί από τον άλλον το δικαίωμα της ισότητας και της αυτονομίας μέσα στη σχέση. Ωστόσο, εξίσου επιθετική μπορεί να είναι και μία στάση «βοήθειας» προς τον άλλον: εδώ η άσκηση κριτικής, οι συμβουλές, οι έτοιμες λύσεις, οι αναλύσεις, οι ερωτήσεις σε ανακριτικό ύφος και η αμφισβήτηση των ενεργειών ή/και των αποφάσεων του άλλου μπορεί κάποιες φορές να είναι καλοπροαίρετες και ειλικρινείς, όμως σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να έχουν ως στόχο την απαξίωση και τον έλεγχο του άλλου. Εκείνο που μπορεί να κάνει τη διαφορά μεταξύ των δύο στάσεων είναι ο επικριτικός τόνος που υιοθετείται από τον θύτη ως εκείνου που «γνωρίζει καλύτερα».
  • Άρνηση: Σε αυτή την κατηγορία των συμπεριφορών εμπίπτουν όλες οι προσπάθειες ακύρωσης των σκέψεων, των απόψεων, των συναισθημάτων ή των αποφάσεων του άλλου. Ακύρωση έχουμε κάθε φορά που ο θύτης αρνείται την πραγματικότητα, όπως για παράδειγμα, όταν αρνείται πως έχει προσβάλλει τον άλλον, όταν υποστηρίζει ότι ποτέ δεν εξύβρισε τον άλλον, ή όταν δηλώνει πως δεν γνωρίζει για τι μιλάει ο άλλος. Μία δεύτερη μορφή άρνησης είναι και η αποσιώπηση: όταν ο θύτης αρνείται να ακούσει ή να συζητήσει, και όταν αποσύρεται συναισθηματικά σε μία προσπάθεια να τιμωρήσει τον άλλον («κρατάει μούτρα»). Πρόκειται για μία συναισθηματική και ψυχική σιωπή έναντι του άλλου, που στόχο έχει να τον ελέγξει και να τον τιμωρήσει, κάνοντάς τον τελικά να νιώθει αόρατος. Μία τρίτη μορφή συναισθηματικά κακοποιητικής συμπεριφοράς που συνδέεται με την άρνηση είναι η αντιπαράθεση, η οποία εκφράζεται σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου ο θύτης θεωρεί τον δέκτη της συμπεριφοράς του ως κομμάτι του εαυτού του και φυσική του συνέχεια, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να δεχθεί ότι ο άλλος μπορεί να έχει κάποια άποψη, κάποιο συναίσθημα ή κάποια επιθυμία διαφορετική από τη δική του.
  • Ελαχιστοποίηση: Πρόκειται για μία ηπιότερη μορφή άρνησης όπου ο θύτης αποδέχεται μεν ότι κάτι συνέβη, αλλά αμφισβητεί τα συναισθήματα ή τις αντιδράσεις του άλλου σχετικά με αυτό το γεγονός. Εδώ θα ακούσουμε φράσεις όπως «Υπερβάλλεις!» ή «Παραείσαι ευαίσθητος!», οι οποίες θέτουν υπό αμφισβήτηση ή και ακυρώνουν τα συναισθήματα του άλλου. Σε μία άλλη μορφή της ελαχιστοποίησης, ο θύτης μπορεί επίσης να υποβαθμίζει με τη στάση του την σημασία των όσων λέει και κάνει ο άλλος.

Αξίζει να σημειωθεί και μία ακόμα μορφή συναισθηματικής κακοποίησης που ενέχει βία χωρίς ωστόσο αυτή να γίνεται σωματική: η συμβολική βία περιλαμβάνει συμπεριφορές όπως το βίαιο κλείσιμο της πόρτας, το σπάσιμο πιάτων ή άλλων αντικειμένων, η παρορμητική και επικίνδυνη οδήγηση όταν ο δέκτης είναι συνοδηγός, οι απειλές για καταστροφή περιουσιακών ή προσωπικών στοιχείων του δέκτη, καθώς και οι απειλητικές χειρονομίες προς τον άλλο. Όλα αυτά συνιστούν συμβολικές μορφές μίας απειλής που παραβιάζει τα ψυχολογικά και συναισθηματικά όρια του άλλου ανθρώπου.

Για τον δέκτη αυτών των συμπεριφορών, οι επιπτώσεις είναι αδιόρατες, σιωπηρές, πλην όμως πολύ σοβαρές. Εξάλλου, βιβλιογραφικά επιβεβαιώνεται ότι οι συνέπειες της συναισθηματικής κακοποίησης για τον άνθρωπο που τη δέχεται είναι εξίσου σοβαρές (ίσως και σοβαρότερες) με αυτές της σωματικής βίας. Έτσι, η μειωμένη αίσθηση αυταξίας και η χαμηλή αυτοπεποίθηση, οι αυτομομφές, η ενοχή και η ντροπή, η αίσθηση ότι δεν αξίζει τίποτα ή ότι δεν είναι ικανός για τίποτα, οι διαρκείς αμφιβολίες για την εγκυρότητα και την βασιμότητα των σκέψεων, των πεποιθήσεων, των αποφάσεων και των ενεργειών του, και η γενικότερα αρνητική αυτό-εικόνα που διατηρεί, καθώς και η κατάθλιψη ή και το άγχος που βιώνει, μπορεί να είναι αποτέλεσμα της συναισθηματικής κακοποίησης που επανειλημμένως δέχεται ή δέχθηκε στο παρελθόν από κάποιον άλλο. Ειδικά μέσω της άρνησης και της ελαχιστοποίησης, των οποίων γίνεται δέκτης, το άτομο μπορεί να φθάσει στο σημείο να αμφιβάλλει για τα συναισθήματα και τις σκέψεις του καθώς και για τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται και βιώνει την πραγματικότητα.

Η συναισθηματική και ψυχολογική κακοποίηση απαντάται τόσο στις επαγγελματικές όσο και στις πιο στενές, διαπροσωπικές και οικογενειακές σχέσεις. Από τον γονέα που ειρωνεύεται και απειλεί το παιδί του και τον σύζυγο που εκβιάζει οικονομικά τη σύζυγο, μέχρι τον προϊστάμενο που δεν μένει ποτέ ευχαριστημένος από την απόδοση των υφισταμένων του και απαξιώνει διαρκώς τις προσπάθειές τους, και την σύντροφο που ειρωνεύεται και κάνει σαρκαστικά σχόλια προς τον σύντροφό της, η συναισθηματική κακοποίηση ελλοχεύει σε κάθε μορφή σχέσης όπου υπάρχει κάποια άνιση κατανομή της εξουσίας και του ελέγχου. Εκείνο που φαίνεται να έχει μία ιδιαίτερη σημασία είναι το γεγονός πως η συναισθηματική κακοποίηση ακολουθεί ένα διαγενεακό μοτίβο. Με άλλα λόγια, ένας άνθρωπος που ως παιδί δέχθηκε συναισθηματική κακοποίηση από τον γονέα του, είναι πολύ πιθανό ως ενήλικος να αναζητάει και να βρίσκεται σε σχέσεις στις οποίες γίνεται δέκτης παρόμοιων συμπεριφορών. Έχοντας μάθει από μικρό παιδί πως κάποιος άλλος είναι εκεί για να κρίνει και να αξιολογήσει τα συναισθήματα και τις επιλογές του και μην έχοντας γνωρίσει τι σημαίνει αυτόνομη έκφραση συναισθημάτων και ανεξάρτητη λήψη αποφάσεων, είναι επόμενο ως ενήλικος πια, να νιώθει μεγαλύτερη οικειότητα και ασφάλεια μέσα σε σχέσεις ελεγκτικές και χειραγώγησης, παρά τον θυμό, την μειωμένη αυτοεκτίμηση και την αρνητική αυτοεικόνα που ταυτόχρονα έχει. Στο άλλο άκρο, ένα παιδί που μεγάλωσε σε ένα συναισθηματικά κακοποιητικό περιβάλλον μπορεί ως ενήλικος να υιοθετεί και να εκφράζει αντίστοιχα κακοποιητικές συμπεριφορές προς τους οικείους του. Σε αυτή την περίπτωση, το παιδί υιοθέτησε τις ίδιες συμπεριφορές με τους κακοποιητικούς γονείς του προκειμένου να προστατευτεί από τον θυμό, το άγχος, την θλίψη και την αίσθηση αβοηθησίας που του προκαλούσε η συμπεριφορά του περιβάλλοντός του. Αυτός είναι και ο λόγος που συχνά θα δούμε συναισθηματικά κακοποιητικούς ανθρώπους να έλκονται από ανθρώπους ανασφαλείς, με χαμηλή αυτοεκτίμηση: είναι αυτοί οι άνθρωποι που θα τους προσδώσουν την αίσθηση του ελέγχου, της ισχύος και της ασφάλειας, ώστε να αποφύγουν να αντιμετωπίσουν τα δικά τους συναισθήματα και τις δικές τους ανασφάλειες. Πρόκειται ουσιαστικά για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος και αυτός είναι ο λόγος που δεν αποκλείεται να δούμε τον ίδιο άνθρωπο να λειτουργεί ως θύτης σε μία σχέση και ως δέκτης συναισθηματικής κακοποίησης σε κάποια άλλη του σχέση.

Βεβαίως, από μία συζήτηση αναφορικά με τις σχέσεις και τις συμπεριφορές που εκφράζονται μέσα σε αυτές δεν θα μπορούσε να λείπει και μία αναφορά στη σχέση που διατηρούμε με τον ίδιο τον εαυτό μας. Το ερώτημα του κατά πόσο εμείς οι ίδιοι είμαστε κακοποιητικοί έναντι του εαυτού μας είναι εδώ σημαντικό, ειδικά αν σκεφτούμε τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε για τον εαυτό μας. Αν βλέπουμε τον εαυτό μας ως ανάξιο και άχρηστο, είναι πολύ πιθανό να στρεφόμαστε προς ανθρώπους που θα φροντίζουν να μας το επιβεβαιώνουν σε καθημερινή βάση. Άλλωστε, πάντα ο άλλος λειτουργεί ως καθρέπτης του εαυτού μας. Όταν εμείς οι ίδιοι συμπεριφερόμαστε υποτιμητικά προς τον εαυτό μας, όταν η πρώτη μας σκέψη είναι πάντα «μα είμαι τόσο χαζός» ή «δεν κάνω τίποτα σωστά», τότε είναι επόμενο να επιτρέψουμε και στους άλλους να κάνουν το ίδιο προς εμάς και να καταλήγουμε σε σχέσεις τοξικές και κακοποιητικές.

Το κεφάλαιο της συναισθηματικής κακοποίησης είναι αρκετά μεγάλο με πολλά ακόμα αναπάντητα ερωτήματα, τόσο ως προς τον ακριβή ορισμό του φαινομένου, όσο και ως προς τις επιπτώσεις που αυτό έχει για τους θύτες και τους δέκτες αυτών των συμπεριφορών. Η αδιόρατη φύση της κακοποίησης που υφίσταται ο δέκτης, τα κοινωνικά και πολιτισμικά στερεότυπα και οι αξίες αναφορικά με την ανισότητα της ισχύος μεταξύ ανδρών και γυναικών, υφισταμένων και προϊσταμένων, γονέων και παιδιών, η καθημερινότητα και η επαναληπτικότητα που χαρακτηρίζει το μοτίβο της έκφρασης αυτών των συμπεριφορών και η ντροπή και η ενοχή που νιώθουν οι δέκτες – είτε είναι παιδιά είτε είναι ενήλικοι –, καθιστούν πολύ δύσκολη την πρόληψη και την αντιμετώπισή της. Το πρώτο βήμα είναι φυσικά η αποδοχή του τι συμβαίνει, είτε είμαστε από την πλευρά του θύτη είτε του δέκτη. Από το σημείο αυτό και μετά, η ενημέρωση σχετικά με την συναισθηματική κακοποίηση, η καλύτερη γνωριμία με τον εαυτό μας και η φροντίδα και η αγάπη προς τον εαυτό, αποτελούν ορισμένα μόνο από τα βήματα που μπορεί να ακολουθήσει κανείς προκειμένου να κατανοήσει καλύτερα το τι συμβαίνει μέσα στη δυναμική των σχέσεών του. Άλλωστε, το πάθος δεν ταυτίζεται με την επιθετικότητα, η αγάπη δεν ταυτίζεται με την έγκριση και το ενδιαφέρον δεν εκφράζεται με την απομόνωση και την παρακολούθηση του άλλου. Στη βάση κάθε σχέσης, θεμέλιο είναι ο σεβασμός και η αποδοχή του άλλου και του εαυτού μας μέσα σε αυτή.

Αποστολοπούλου Αντιγόνη, Συμβουλευτική Ψυχολόγος (MSc.)

[Αναδημοσίευση από το www.yparxi.gr]

Πηγές και περισσότερες πληροφορίες:

Coker, A. L., Davis, K. E., Arias, I., Desai, S., Sanderson, M., Brandt, H. M., & Smith, P. H. (2002). Physical and mental health effects of intimate partner violence for men and women. American journal of preventive medicine, 23(4), 260-268.

Goldsmith, R. E., & Freyd, J. J. (2005). Awareness for emotional abuse. Journal of Emotional Abuse, 5(1), 95-123.

Hirigoyen, M. F., Marx, H., & Moore, T. (2004). Stalking the soul: Emotional abuse and the erosion of identity. Helen Marx Books.

Tomison, A. M., & Tucci, J. (1997). Emotional abuse: The hidden form of maltreatment. Australian Institute of Family Studies, for National Child Protection Clearing House.

Counselling Directory: Emotional Abuse: http://www.counselling-directory.org.uk/emotional-abuse.html.

National Violence αgainst Women Prevention Research Center, Wellesley Centers for Women, Wellesley College: Abuse in Intimate Relationships: Defining the Multiple Dimensions and Terms. https://mainweb-v.musc.edu/vawprevention/research/defining.shtml.

NCADV: https://ncadv.org/files/Domestic%20Violence%20and%20Psychological%20Abuse%20NCADV.pdf

Από την τρέλα στην τέχνη: Aloïse και οι χαμένοι μύθοι

aloise2

…πίνακες σαν κορδέλες γύρω από μια βόμβα

Γεννημένη στην Ελβετία στα τέλη του περασμένου αιώνα, η Αλοϊζ, σε ηλικία είκοσι ετών, τρελαίνεται και κλείνεται στο ψυχιατρικό νοσοκομείο Σερί, και εν συνεχεία στο άσυλο της Ροζιέρ, όπου και παραμένει έγκλειστη μέχρι το θάνατό της σε βαθύ γήρας. Μέσα στο άσυλο δημιουργεί πίνακες εξαίσιας ομορφιάς που της εξασφαλίζουν μια μοναδική θέση στο χώρο της Art Brut.

Αν σήμερα ανατρέχουμε στην ξεχασμένη φιγούρα της Αλοϊζ είναι γιατί, μέσα στα εκσυγχρονιστικά οράματα ανάπτυξης, ευζωίας και ευρυθμίας, οι φαντασμαγορικοί της πίνακες θυμίζουν πως τα βάθη του ψυχισμού μας, εις πείσμα όλων των καιρών, εις πείσμα όλων των εποχών, επιμένουν να συγκοινωνούν με το αδύνατο και το ανέφικτο των ερώτων μας και πως αυτό το άλλοτε και αλλού – φευ! – είναι πάντα παρόν. Είναι πάντα εδώ. Ένα ανατρεπτικό ενδεχόμενο!…

1913. Βρισκόμαστε στο Πότσνταμ της Γερμανίας. Η Αλοϊζ, μια νεαρή Ελβετίδα δασκάλα, παρακολουθεί μία λαμπρή παρέλαση. Πλήθος συγκεντρωμένο ζητωκραυγάζει τον αυτοκράτορα Γουλιέλμο Β’, που παρελαύνει υπέρλαμπρος ιππεύοντας ένα άσπρο άλογο. Η Αλοϊζ μαγεύεται. Εκστατικά παρακολουθεί τη σκηνή. Σαν υπνωτισμένη καθηλώνει το βλέμμα της στον αυτοκράτορα. Κι εδώ είναι η αρχή του τέλους της. Ή ίσως η αρχή της ιστορίας της. Μέσα στο μυαλό της θα ζήσει έναν περιπαθή έρωτα με τον αυτοκράτορα. Ο απρόσιτος θεός της θα μεταμορφωθεί σε σπαραχτικό εραστή των καθημερινών ονείρων της. Ηδονικά αρχίζει να ξεφεύγει από τον κόσμο της πραγματικότητας και αφήνεται να απορροφηθεί σιγά σιγά από έναν κόσμο ονειρικό.

Αδιάφορη για τη ζωή, χαμένη μέσα στο παραλήρημα ατέλειωτων μονολόγων, η Αλοϊζ είναι ανίκανη πια να προσαρμοστεί στην κοινωνική ζωή. Στο ψυχιατρικό νοσοκομείο του Σερί και στο άσυλο της Ροζιέρ, η Αλοϊζ θα περάσει έγκλειστη όλη της τη ζωή. Διάγνωση: «σχιζοφρένεια». Έξω δεν έμελλε να βγει παρά μόνο στο θάνατό της, το 1964.

Κι εκεί μέσα κάποια στιγμή θα αρχίσει να ζωγραφίζει. Οι μορφές που σχεδιάζει με τα χρωματιστά μολύβια ή τις κιμωλίες πάνω σε μεγάλες λευκές κόλλες αποτελούν μια απτή υποστήριξη των πλασμάτων της φαντασίας της. Στη ζωγραφική βρίσκει μια συμβολική πραγμάτωση των φαντασιώσεών της. Δεν υποφέρει πια. Δεν της λείπει καθόλου ο αδύνατος έρωτας. Είναι εκεί, παρών.. Κοντά της, με όλα τα μεγαλειώδη θέλγητρά του.

Η Αλοϊζ ζωγραφίζει. Δεν έχει σημασία αν ζωγραφίζει με πάθος, με μανία, με τρέλα ή με ψυχαναγκασμό. Σημασία έχει πως ζωγραφίζει. Η γιατρός της Ζακλίν Πορέ-Φορέλ αναφέρει: «υπάρχει ένα επανακτημένο αίσθημα ασφάλειας που βοηθά την άρρωστη να ξαναβρεί μια κάποια φυσικότητα στη συμπεριφορά της, μια γλώσσα πιο καταληπτή και μια ορισμένη ηρεμία».

Τα πρόσωπα επιλογής της Αλοϊζ είναι οι μεγάλες ερωτευμένες της Ιστορίας με τις οποίες ταυτίζεται, τα πριγκιπικά ζεύγη, οι θρυλικοί ήρωες, οι προσωπικότητες της ημέρας. Η Κλεοπάτρα, ο Ναπολέων, η βασίλισσα Ελισάβετ, ο Ντε Γκωλ, η Μαρία Αντουανέτα παίζουν το ρόλο τους μέσα σε μια όπερα-παραλήρημα και ζουν μεγαλειώδεις έρωτες. Οι αναχρονισμοί, οι απιθανότητες, οι παράτολμοι συσχετισμοί, τα πάντα επιτρέπονται σε αυτή την ονειρική πραγματικότητα που έχει ξεπεράσει τους νόμους του χώρου και του χρόνου.

Τα πρόσωπα αυτά δεν υφίστανται παρά μόνο για να «εμφανίζονται», ξετυλίγοντας το μεγαλείο της σε μια λαμπρή επιφάνεια χωρίς περιορισμούς. Αξιομνημόνευτος είναι ο τρόπος που απεικονίζει τα μάτια. Παντού το βλέμμα φαίνεται να καλύπτεται από μια μάσκα γαλάζια ή, καλύτερα, μοιάζει η ίριδα να έχει μεγαλώσει τόσο, ώστε απορρόφησε όλη την επιφάνεια του ματιού. Η έκφραση ενός καινούργιου ανθρώπινου βλέμματος. Ένα σημάδι ιερατισμού, ένα είδος κενού μεγαλείου.

Αναδημιουργεί έναν κόσμο του οποίου τα στοιχεία είναι δανεισμένα από τον επίσημο κόσμο, αλλά στον οποίο βασιλεύει εκείνη. Η Αλοϊζ είναι θεός. Η νεαρή ανώνυμη δασκάλα μέσα στο άσυλο των αρχών του αιώνα μας δίνει μοναδικές στιγμές. Γράφει ιστορία. Οι εκρηκτικοί της πίνακες φέρνουν στο νου τα λόγια του Breton για το έργο της Φρίντα Κάλο: «Μια κορδέλα γύρω από μια βόμβα».

Να, εδώ είναι η μύτη, θα πρέπει να τοποθετηθούν τριαντάφυλλα στο μέτωπο, τότε όμως δεν θα το κάνουμε καθόλου αυτό γιατί με θλίβει. Ξεγελάστηκα με το πράσινο, νόμιζα ότι ήταν πιο σκούρο. Το πράσινο δεν με τρομάζει σαν το μαύρο. Οι στρατηγοί των πράσινων στρατιών πάνε στην εξοχή. Όταν είναι σκοτάδι, αυτά τα παλιά κοστούμια…πάνε στο θέατρο, αυτά τα παλιά κοστούμια. Είναι μεγαλοπρεπείς αυτές οι κόκκινες φωτοσκιάσεις, είναι μια βασιλική ομορφιά. Το κόκκινο, πρέπει να το υπακούσω το κόκκινο.

Ο αποκομμένος από την πραγματικότητα, ο δίχως συνειρμό λόγος που τον είπαν σχιζοφρενικό. Και αυτά τα έργα τα ονόμασαν «ψυχοπαθολογικά» και τα ενέταξαν στην κατηγορία της Art Brut. Ακατέργαστα; Πρωτόλεια; Πρωτόγονη τέχνη; Ο όρος ανήκει στον Jean Dubuffet:

Ακατέργαστη τέχνη. Δηλώνει μια άλλη τέχνη στο περιθώριο της επίσημης, της ακαδημαϊκής, της πολιτισμικά αποδεκτής τέχνης. Ακατέργαστη τέχνη, δηλώνει κάθε λογής ευρηματικές, αυθόρμητες κατασκευές, σχέδια, ζωγραφική, κεντήματα, γλυπτά. Οι δημιουργοί τους είναι πρόσωπα σκοτεινά και δυσεντόπιστα, αυτοδίδακτοι, πλάνητες, παράφρονες, ή παραφόρως αναζητώντες την έκφραση του υψηλού, έξω όμως από μουσεία, γκαλερί, σχολές.

Η Αλοϊζ είναι εκπρόσωπος αυτής της τέχνης. Φτιάχνει με τα χέρια της μύθους και στη συνέχεια τους κατοικεί. Γίνονται προέκταση του εαυτού της. Οι ζωγραφιές αυτές είναι ο εαυτός της. «Όταν είναι σκοτάδι αυτό το πράσινο πάει στην εξοχή», μονολογεί ζωγραφίζοντας. «Ω, ο αγαπημένος μου αυτοκράτορας», λέει. Κι έπειτα προσθέτει: «πρέπει να το υπακούσω το κόκκινο». Και σαν υπνωτισμένη ζωγραφίζει και έτσι, παραδομένη στα θέλγητρα μιας συμβιωτικής σχέσης, ζει με τις ζωγραφιές της. Και αυτές τη στοιχειώνουν. «Πες μου ποιος σε στοιχειώνει να σου πω ποιος είσαι», έτσι αρχίζει η Νατζά του Breton. Μέσα από τις ζωγραφιές που τη στοιχειώνουν, η Αλοϊζ προσπαθεί να μας πει ποια είναι.

aloise5

«Είναι τέχνη;» θα έσπευδε κανείς να ρωτήσει. Ασφαλώς, εφόσον, όπως αναφέρει ο Dubuffet:

Η τέχνη δεν έρχεται να πλαγιάσει στα ατσαλάκωτα και καθαρά κρεβάτια που άλλοι έστρωσαν για αυτήν. Δραπετεύει αμέσως μόλις εκφέρεται το όνομά της. Αυτό που αγαπά είναι το ινκόγκνιτο. Οι καλύτερες στιγμές της είναι όταν λησμονεί πώς ακριβώς ονομάζεται.

Τέχνη λοιπόν, τέχνη που συγκλονίζει με την αμεσότητά της, με την άλλη σκηνή που τόσο γενναιόδωρα αφήνει να αναδυθεί στον ορίζοντα. Η άλλη σκηνή, η μη λογοκριμένη, η σκηνή του ονείρου, της απαγόρευσης, της σκοτεινής και ανατρεπτικής επιθυμίας. Άλλωστε τα όρια της τέχνης από τη μη τέχνη είναι ένα ψευδοπρόβλημα, αν δεχτούμε ότι τελικά «τέχνη είναι ό,τι μας συγκινεί».

Κυρίως από τη δεκαετία του ’50 κι έπειτα, βάζουμε τους τρελούς να ζωγραφίζουν. Όχι για το παιχνίδι, αλλά μέσα στο πλαίσιο μίας εργαλειακής λογικής. Όχι για να δοθεί διέξοδος στην καταχωνιασμένη έκφραση, αλλά για να θεραπευτούν οι τρελοί από την τρέλα τους. Ο επίσημος ψυχιατρικός λόγος δεν ενδιαφέρεται, φυσικά, για ατομικούς μύθους και ζωγραφισμένες φαντασιώσεις. Δέχεται ότι τα περισσότερα από τα προϊόντα της θεραπείας δια της τέχνης, της Art Therapy, δεν είναι τίποτα περισσότερο από συμπτώματα αρρώστιας. Και  κανείς δεν θλίβεται ή δε διερωτάται για το ότι ο έγκλειστος, όταν απελευθερώνεται, ως ιαθείς, ως θεραπευμένος, τότε παύει σχεδόν αυτόματα κάθε καλλιτεχνική δραστηριότητα.

Από τότε που έγινε της μόδας η τέχνη των τρελών, από τότε που τους βάζουμε να ζωγραφίζουν, από τότε που τους αφιερώνουμε εκθέσεις (δεκαετία του ’50), από τότε που ψυχίατροι και νοσηλευτικό προσωπικό ενδιαφέρονται να αξιοποιήσουν έτσι τους ασθενείς, να προβάλουν το έργο τους, να παρουσιάσουν τις πλούσιες ώρες της τρέλας, οι ώρες αυτές γίνονται ολοένα και πιο φτωχές, πιο χλομές, πιο ξέπνοες. Από τότε που δεν υπάρχει ούτε ένα ψυχιατρείο που να  μη διαθέτει το ατελιέ του και να μην οργανώνει σποραδικά εκθέσεις, η δημιουργικότητα των τρελών έχει πάρει την κατιούσα. Όλο και λιγότερο θα συναντήσουμε τα φαντασμαγορικά σχέδια της Αλοϊζ στους υπάκουα ζωγραφίζοντες, στους υπό επανένταξη χώρους, σχέδια. Στερεοτυπίες, επαναλαμβανόμενα μοτίβα, μιμητισμός- με λίγα λόγια, εξομάλυνση, κανονικοποίηση, συμμόρφωση στον κανόνα. Είναι ίσως το κόστος που έχουμε να πληρώσουμε για τη γρήγορη ίαση, που πλέον, λόγω των νευροληπτικών φαρμάκων, διαθέτουμε.

Μια ανησυχητικά οικεία αλλά και παράξενη εμπειρία η τρέλα. Αυτό το παράξενα οικείο μοιάζει να είναι το στοιχείο που συγκινεί ακόμα και σήμερα μέσα στις ζωγραφιές της Αλοϊζ. Οι παράφοροι, οι απαγορευμένοι έρωτες, τα μητρικά και πατρικά imagos, όλα εδώ πολύχρωμα ξεδιπλωμένα στις απέραντες επιφάνειες του λευκού χαρτιού. Αυτόν το φανταστικό κόσμο σήμερα τον βρίσκουμε έτοιμο, δεν τον επινοούμε. Εικόνες, εικονολαγνικός πολιτισμός των μίντια, με τους σερβιρισμένους ετοιμοπαράδοτους μύθους. Όχι, δεν υπήρχε τηλεόραση για να τροφοδοτεί τους μύθους της Αλοϊζ.

Στη σύγχρονη ψυχοπαθολογία αυξάνονται οι «νέες αρρώστιες της ψυχής». Πληθαίνουν οι «ναρκισσιστικές, μεθοριακές προσωπικότητες», άτομα που χαρακτηρίζονται από μια αδυναμία συμβολοποίησης, μια αδυναμία ψυχικής αναπαράστασης, άτομα που αδυνατούν να βάλουν σε εικόνες ή σε λόγο το πάθος και τις επιθυμίες τους.

Άτομα που ολοένα και λιγότερο γίνονται μυθο-τόκοι.

Περιστοιχισμένος από εικόνες, ο σύγχρονος άνθρωπος ολοένα και λιγότερο δείχνει ικανός να φαντασιώσει. Ο καταναλωτής εικόνων υποφέρει από την αδυναμία εικονοποίησης. Μήπως ήλθε η εποχή να νοσταλγήσουμε τις μυθογραφικές κατασκευές της Αλοϊζ; Τη δυνατότητα που εκείνη είχε να αφήνει το χνάρι της μέσα στους προσωπικούς της μύθους; Μήπως σήμερα ολοένα και περισσότερο διακυβεύεται αυτό το προσωπικό χνάρι;

Η έκσταση χάνεται  και μένουμε με τη νοσταλγία της Αλοϊζ, με τη νοσταλγία μίας παντοτινά χαμένης μυθοποιητικής φαντασμαγορίας. Τότε που όλα, μέσα από την επινόηση, έμοιαζαν να είναι δυνατά, ακόμα και αυτοί οι αδύνατοι, απίθανοι, τρελοί έρωτες.

 

Φωτεινή Τσαλίκογλου, Ψυχολογία της καθημερινής ζωής: Η κουλτούρα του εφήμερου, εκδ. Καστανιώτη.

Πίνακες: Aloïse Corbaz, Copyright: Fondation Aloïse, Chigny.

Πηγή: http://www.sik-isea.ch/en-us/

Youth

Youth

 

Δύο άντρες ηλικιωμένοι, με περισσότερη ζωή πίσω τους απ’ όση μπροστά τους, φίλοι από τα βαθιά τους νιάτα, σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο στις Ελβετικές Άλπεις. Επιτυχημένοι, διάσημοι, περιστοιχισμένοι μία ζωή από τους πειρασμούς της ομορφιάς: γυναίκες, μουσική, εικόνες, σενάρια. Ο ένας φανερά παραιτημένος, περιμένει να πεθάνει. Ο άλλος φανερά ακούραστος, ετοιμάζει την νέα του ταινία. Δίπλα τους, ένας Μαραντόνα να ασθμαίνει στη δεύτερη απλωτή στην πισίνα, παχύσαρκο φάντασμα του Θεού που ακόμα είναι για τους όλους τους υπόλοιπους. Αλλά και η Μις Υφήλιος, τόσο απερίγραπτα όμορφη, σφριγηλή και έξυπνη όσο δεν μπορεί πια να είναι η ζωή των δύο φίλων. Σε κάθε καρέ τα αντίθετα: Ένα γερασμένο σώμα μέσα σε μία σφύζουσα ζωής φύση. Ένα νέο κορίτσι που κάνει μασάζ σε ένα σώμα χαλαρωμένο από το πέρασμα του χρόνου. Ένα κόκκινο κραγιόν σε χείλη ηλικιωμένα. Ένα ζευγάρι συνταξιούχων που κάνουν έρωτα στα όρθια, στον κορμό ενός δέντρου μέσα στο δάσος. Ένας παλιός έρωτας κι ένας καινούργιος. Η πάλη ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο, στην υγεία και την αρρώστια, την δέσμευση και την ελευθερία, τον φόβο και την επιθυμία.

«I’m always going home.
Always going to my father’s house.»

Αυτά συμβαίνουν στο Youth. Και είναι αυτά που συμβαίνουν στην ζωή όλων μας, ανεξαρτήτως ηλικίας. Συμβαίνει δε, με έναν τρόπο που ίσως και ο ίδιος ο Sorrentino να μην είχε συνειδητοποιήσει. Διαβάζω σε συνέντευξή του, σχετικά με το γιατί επέλεξε να «εμφανιστεί» ο Μαραντόνα σε αυτή την ταινία. Ως απάντηση λέει ότι κάποτε ο Μαραντόνα του έσωσε τη ζωή. Όταν ήταν μικρός, πολλά καλοκαίρια τα περνούσε με τους γονείς του σε ένα σπίτι στο βουνό. Εκείνη τη φορά επέμεινε να μην πάει μαζί τους, ώστε να παρακολουθήσει έναν αγώνα με τον Μαραντόνα. Οι γονείς του πήγαν στο σπίτι στο βουνό, μία έκρηξη στο σύστημα θέρμανσης, εκείνοι σκοτώθηκαν, εκείνος σώθηκε.

 «Fear…That is an amazing feeling too,
you know?»

Θα μπορούσα να ρισκάρω την υπόθεση ότι ο Sorrentino έφτιαξε αυτή την ταινία για να ξορκίσει το παρελθόν του. Ένα παρελθόν νεότητας που κατακλύζεται από το θάνατο – τον τραγικό, σε ένα σπίτι στο βουνό – των γονιών του.

Το δίλημμα λοιπόν είναι τι θα επιλέξεις να αφήσεις πίσω σου και η δυσκολία που το συνοδεύει είναι στο πώς θα το κάνεις αυτό. Πώς να επιλέξεις τα γηρατειά όταν η νεότητα είναι τόσο ποθητή, πώς να επιλέξεις την επιθυμία όταν ο τρόμος είναι τόσο βολικός, πώς να καταφέρεις τελικά να υπερβείς τους φόβους σου και να ανοιχτείς στη ζωή; Δύσκολη επιλογή, ακόμα πιο δύσκολη η σκέψη αυτής, και τρομακτική η προοπτική να την κάνεις πραγματικότητα- να αγκαλιάσεις τους φόβους σου.

Ο άνθρωπος που έμοιαζε περισσότερο ελεύθερος, τρέμει μπροστά στην απειλή της συνταξιοδοτικής ρουτίνας, δεν αντέχει την κατάρρευση της ψευδαίσθησης που χρόνια τον κρατούσε ζωντανό και αυτοκτονεί. Εν ψυχρώ, θα έλεγε κανείς – Ίσως όχι και τόσο, θα σχολίαζε ένας προσεκτικός παρατηρητής. Κι ο παραιτημένος, ο παντελώς παραδομένος στο παρόν της απόσυρσης, του περιθωρίου πλέον της ζωής, ο νωθρός, όπως τον λέει η κόρη του, στέκει στα πόδια του, αντιμετωπίζει τους φόβους και τις ενοχές του και τα τιμάει όπως τους πρέπει. Αντέχει.

 

 «I have finally come
to a conclusion…
…I have to choose.
I have to choose what is really
worth telling.
The Horror or Desire?
And I chose the Desire.
You, each one of you…
…You opened my eyes.
You made me see that I should not be wasting
my time on the senselessness of Horror.
I want to tell about your Desire,
my Desire.
So pure, so impossible,
so immoral…
…But it doesn’t matter
because that’s what makes us alive.»

 

Σκέφτομαι πως ίσως η ελευθερία να μας περιμένει στο τέλος του φόβου: του φόβου της αρρώστιας, της φθοράς, του θανάτου. Ίσως ελευθερία να μην είναι τίποτα παραπάνω από την επιθυμία να ζήσεις, να λαχταρήσεις, να νιώσεις, να αγγίξεις τους άλλους. Να αφεθείς να αιωρηθείς ψηλά σε έναν γκρεμό και να αφεθείς στην – αβέβαιη, φυσικά – εμπιστοσύνη προς εκείνον που σου λέει «κοίταξε εμένα». Σε αυτή τη στροφή του βλέμματος, είτε πάνω από τον γκρεμό, είτε πάνω στη σκηνή, είτε προς ένα γυμνό σώμα, είτε προς την αλήθεια ενός μικρού παιδιού, είτε (κυρίως) προς τον ίδιο τον εαυτό μας, εκεί που οι φόβοι μας βρίσκονται μισό βλέμμα πίσω μας, ίσως εκεί ακριβώς να υπάρχει αυτό που λέμε «ελευθερία».

 

Αποστολοπούλου Αντιγόνη, Συμβουλευτική Ψυχολόγος

Μεθόριος και Κύκλοι

ToulouseLautrec the alcoholic

Άρχισα να πίνω στα 17 μου και σταμάτησα γύρω στα 42. Συνεπώς, για χρό­νια, έζησα βαδίζοντας, ή μάλλον τρεκλίζοντας, πάνω στη λεπτή μεθόριο που χώριζε τις συνήθειες ενός ανθεκτικού πότη από το φάσμα των συμπτω­μάτων του αναπτυσσόμενου εθισμού, κάτι σαν χείλος γκρεμού απ’ όπου η κατάρρευση, έστω και αν απείχε αρκετά, πάντως ήταν ορατή. Έτσι, ενηλικιώθηκα αφουγκραζόμενος τους σακχαρομύκητες που δρούσαν μέσα στη μαγιά της μπίρας προκαλώντας τις περίφημες αλκοολικές ζυμώσεις. Όμως, σιγά σιγά, ε­ξαιτίας της γαστρίτιδας που με ταλαιπωρούσε σαν προκαταβολή της θείας δί­κης, παραιτήθηκα απ’ τη γλυκόπικρη γεύση της μπίρας, προτιμώντας τα λεγό­μενα σκληρά ποτά, που εξάλλου ταίριαζαν στη βαναυσότητα με την οποία τι­μωρούσα τον εαυτό μου ακριβώς για το ότι ήταν τόσο αδύναμος ώστε να πί­νει του σκοτωμού. Δύσκολα θα ‘βρισκε κανείς πιο εύγλωττο παράδειγμα φαύ­λου κύκλου.

Το αλκοόλ, για το οποίο λέγονται καθημερινά στην τηλεόραση αμέτρητες ασυναρτησίες από ψυχολόγους της κακιάς ώρας, είναι αυτό καθεαυτό έ­νας φαύλος κύκλος, μια αιώνια κίνηση περιστροφής γύρω απ’ το δίπολο μα­νία/κατάθλιψη. Σημειωτέον ότι το hangover είναι σωματικό μόνον στους πρω­τάρηδες, που ταλαιπωρούνται από πονοκέφαλο και ναυτία· απεναντίας, στους έμπειρους πότες το hangover είναι αποκλειστικά ψυχικό, κυρίως ανυ­πόφορη κακοκεφιά και ισχυρές μετασεισμικές δονήσεις με επίκεντρο τα ο­χυρά της ενοχής. Το πρωινό της εκάστοτε επομένης, μέσα στην άβυσσο της αυτολύπησης, δεν έχεις άλλη διέξοδο από το να αναζητήσεις κάποιο φάρμα­κο για την ατονία και τα φρικτά μουδιάσματα της σκέψης σου και το φάρμα­κο δεν είναι πλέον η ασπιρίνη, που θα περιόριζε το βάσανο της αγγειοσυστο­λής όπως όταν ήσουν εικοσάρης, αλλά ένα διεγερτικό των λιπόθυμων ψυχι­κών ίσκιων, οι οποίοι -καλώς τους!- ξυπνούν αμέσως μόλις ακούσουν το κουδούνισμα απ’ τα παγάκια στο ποτήρι. Ξαναπίνεις σήμερα για να μη θυμάσαι τι ήπιες χθες.

Και οι ίσκιοι είναι και πάλι ετοιμοπόλεμοι και η βραδιά θα ξετυλιχθεί με τους ίδιους ηχηρούς καβγάδες, την ίδια εξουθενωτική ευφορία, τις ίδιες παραισθήσεις μεγαλείου και, εντέλει, την ίδια σπουδαιοφανή κατρακύλα στην αποβλάκωση, όπου ο χρήστης του αλκοόλ ζει αλυσοδεμένος. Και πολλοί βιάζονται να του πουν ότι αν έκοβε το ποτό θα ελευθερωνόταν, ενώ η αλή­θεια είναι, αντίστροφα, ότι, ΑΝ ελευθερωνόταν, τότε ναι, θα εγκατέλειπε το ποτό συνειδητοποιώντας πως η μέθη υπεδείκνυε απλώς μια παρακαμπτήριο γύρω απ’ το φέρον υποστύλωμα του είναι του, αυτό που η γερμανική γλώσσα, ας της αναγνωρίσουμε την πρωτιά, ονόμασε dasUnbewusste, το ασυνείδητο.

Tέτοια υπήρξε ανέκαθεν και η διαφορά μου, κατ’ ουσίαν ιδιοσυγκρασιακή, απ’ τον φίλο μου τον Κωστή Παπαγιώργη, που αφήνει στα γραπτά του να εννοηθεί το αυτονόητο, δηλαδή ότι το αλκοόλ οδηγεί σε προβλήματα συνύπαρξης, ενώ για μένα, αντίθετα, είναι τα προβλήματα συνύπαρξης που οδηγούν στο αλκοόλ, και όχι μόνον αλλά αποδεικνύονται οι καλύτεροι ξεναγοί στα τοπία της κραιπάλης. Αναλόγως, κατ’ εμέ, η αγοραφοβία, που συχνά πλήττει τους πρώην χρήστες αμέσως μόλις βγουν απ’ το λούκι, δεν αποτελεί αίτιο, όπως για τον Κωστή, αλλά αποτέλεσμα. Δυστυχώς, είτε αρέσει είτε όχι, το αίτιο παραμένει φροϋδικής τάξεως και ελάχιστα με ενδιαφέρει αν ο Φρόι­ντ θεωρείται ή όχι ξεπερασμένος. Εφόσον το αλκοόλ έχει γίνει απαραίτητο, μπορείς να είσαι σίγουρος ότι έχεις βάλει στο στόμα σου τον μαστό μιας φαντασιακής μητέρας που η τρελή της αγάπη, συγκεχυμένη και ανεπαρκής, θα σε δηλητηριάζει ισοβίως με την αποζημίωση ενός είδους φυτικής νάρκης, η ο­ποία υπόσχεται να αμβλύνει τον ορίζοντα των συμβάντων μέχρι του σημείου να πιστέψεις ότι τα νοσταλγείς. Και η παραπειστική αυτή νοσταλγία ισοδυ­ναμεί με τη βιοχημική έκρηξη του οινοπνεύματος των 40 βαθμών.

Αυτά ως προς το μπιμπερό. Από μια άποψη, δεν έχουν εντελώς άδικο ό­σοι λένε ότι ο αλκοολικός μάχεται την πλήξη, αφού μοιάζει να κάνει ει­δικά αυτό, ωστόσο, στην πραγματικότητα, δεν αναζητάει παρά τη σβέση των αντιστάσεων της ψυχής του, την εξουδετέρωση των ελατηρίων που κινητοποιούνται με τη συγκίνηση. Αναζητάει τη στασιμότητα, άρα την άλλη όψη της ί­διας εκείνης πλήξης που φαινομενικά απεχθάνεται. Από τα βάθη αυτού του τέλματος, μια μυστική φωνή τον παροτρύνει να εύχεται συμβάντα που θα χρη­σιμεύουν σαν έμμεσες διαβεβαιώσεις του ότι εξακολουθεί να είναι ζωντανός. Όμως άπαξ και αντιληφθεί εκείνη τη ζωντανή ρίζα που πάλλεται μέσα του κα­τά τη στιγμή της ευφορίας, τρομάζει αρκετά ώστε να την πνίξει με μια ποσό­τητα επιπλέον αναισθητικού. Σ’ αυτόν τον αποενεργοποιημένο τρόμο, που κα­ταλήγει να τον απολαμβάνει κανείς αντί παυσίπονου, ο ποιητής Ηλίας Λόγιος είχε δώσει το όνομα «πένθος του ορυκτού».

Σαν τους περισσότερους φίλους μου, φερ’ ειπείν σαν τον Λάγιο ή τον Κωστή ή τον Ίκαρο Μπαμπασάκη, ξόδεψα δεκαετίες πιστεύοντας, ή μισοπιστεύοντας, ότι το αλκοόλ ήταν κάτι στο οποίο μπορούσαν να πιστωθούν η­ρωικοί θρύλοι και φλογερές επαναστάσεις κατά του κομφορμισμού της μεσαίας τάξης, μεθυσμένες περιπέτειες ποιητών σαν τον Ρεμπό και τον Βερλέν και ταξίδια σε παράλληλους, περιθωριακούς, φαντασμαγορικούς κόσμους στρωμένους με πορφύρες. Γιατί αληθεύει ότι οι άνθρωποι χωρίζονται σ’ αυ­τούς που θέλουν να ακούν ιστορίες της πείνας και σ’ εκείνους που προτιμούν τις ιστορίες της δίψας, κι εμείς ανήκαμε στη δεύτερη κατηγορία.

Εντούτοις, το αλκοόλ, εκ των υστέρων το καταλαβαίνει κι ένας αφελής, δεν είναι παρά το μείζον σύμπτωμα μιας σοβαρής διαταραχής και η παραφορά τόσων και τόσων καλλιτεχνών που έζησαν με την έμπνευση τους να πυρακτώνεται στις φωτιές που υποδαύλιζαν το αψέντι και το ουίσκι ή το ρού­μι ήταν, στην ουσία, μια δρακόντεια άμυνα των ψυχικών τους αντισωμάτων -όπως καληώρα με τον Λάγιο. Σαν να λέμε, αν η ίδια κατάχρηση γινόταν από κάποιον λιγότερο επιδέξιο στις συνομιλίες με τον θάνατο και την τρέλα, αυ­τός θα καταντούσε απλώς πιο ανόητος απ’ ό,τι ήταν όταν άρχισε να καλοπιά­νει τον μπάρμαν ζητώντας ένα τελευταίο για τον δρόμο.

Σε πείσμα της γραμματικής, η αγάπη είναι αρσενική και ο έρωτας θηλυκός αλλά το αλκοόλ είναι όντως ουδέτερο. Πίνοντας, επιδιώκουμε α­κριβώς την ουδετερότητα, έναν πλήρη συμψηφισμό αποχαύνωσης και υπερ­διέγερσης· το ανομολόγητο όνειρο του πότη είναι η κατάσταση αιώρησης στον αφρό του θανάτου. Μ’ αυτό τον αντιπερισπασμό κατορθώνει να παραβλέψει την απελπισία απ’ το ότι του έλειψε εκείνο που πρωτίστως και πάντοτε λείπει, δηλαδή η πλησμονή, η περίσσεια έλλογων και ισορροπημένων σχέσεων στορ­γής με τους γεννήτορες. Έτσι, το ποτό είναι μια περιοχή πένθους όπου πενθείς για το φέρετρο, όχι για τον νεκρό. Όσο λάθος είναι να πεις ότι η σύφιλη με­ταδίδεται με το νανούρισμα, άλλο τόσο σφάλλεις πιστεύοντας ότι ο πυρετός του αλκοόλ, μεταδίδεται από τις κακές συναναστροφές.

 

Ευγένιος Αρανίτσης, κείμενο από την στήλη του «Παράδοξα», στην Ελευθεροτυπία.

*Πίνακας: Henri de Toulouse-Lautrec, «The Alcoholic, Father Mathias»

[Ευχαριστώ: https://torafeio.wordpress.com/]

Η δυσφορία μέσα στον πολιτισμό

Sigmund Freud In Home Office At Desk

Η έρευνά μας για την ευτυχία δεν μας έχει  μάθει προσώρας τίποτα που δεν είναι ευρέως γνωστό. Ακόμη κι όταν τη συνεχίζουμε με το ερώτημα γιατί είναι τόσο δύσκολο για τους ανθρώπους να είναι ευτυχισμένοι, η προοπτική να μάθουμε κάτι καινούργιο δεν είναι τόσο μεγάλη. Έχουμε ήδη δώσει την απάντηση, αφού ήδη μνημονεύσαμε τις τρεις πηγές από τις οποίες προέρχονται τα βάσανά μας: την υπεροχή της φύσης, την αδυναμία του σώματός μας, και τις ατέλειες των θεσμών που ρυθμίζουν τις αμοιβαίες σχέσεις των ανθρώπων στην οικογένεια, το Κράτος και την κοινωνία. Σε σχέση με τις δύο πρώτες, η κρίση μας δεν μπορεί να ταλαντεύεται περισσότερο· μας αναγκάζει να αναγνωρίσουμε αυτές τις πηγές πόνου και να παραδοθούμε στο αναπότρεπτο. Δεν θα κυριαρχήσουμε ποτέ ολότελα  πάνω στη φύση, ο οργανισμός μας, κομμάτι κι ο ίδιος αυτής της φύσης, θα παραμείνει πάντα ένα πρόσκαιρο, ένα περιορισμένης προσαρμογής και απόδοσης μόρφωμα. Η επίγνωση αυτή δεν λειτουργεί παραλυτικά· τουναντίον, κατευθύνει τη δραστηριότητά μας. Δεν μπορούμε να εξαλείψουμε όλα τα βάσανά μας, αλλά μπορούμε να εξαλείψουμε πολλά από αυτά, ενώ κάποια άλλα να τα ανακουφίσουμε- η εμπειρία χιλιάδων χρόνων μάς το έχει αποδείξει. Διαφορετικά συμπεριφερόμαστε με την τρίτη πηγή, την κοινωνική πηγή του πόνου. Δεν θέλουμε να την παραδεχτούμε, δεν μπορούμε να αντιληφθούμε γιατί οι θεσμοί που οι ίδιοι δημιουργήσαμε δεν θα έπρεπε να μας προστατεύουν και να μας ωφελούν περισσότερο. Εξάλλου, όταν σκεφτόμαστε πόσο άσχημα έχει λειτουργήσει το ζήτημα της πρόληψης του πόνου, εγείρεται η υποψία ότι πίσω του μπορεί, επίσης, να κρύβεται ένα κομμάτι της ακατανίκητης φύσης, δηλαδή της δικής μας ψυχικής κατασκευής.

Καθώς ασχολούμαστε με τούτη την πιθανότητα, συναντάμε μια τόσο εκπληκτική άποψη, στην οποία θα θέλαμε να σταματήσουμε για λίγο. Σύμφωνα με αυτήν ένα μεγάλο μέρος ευθύνης για την αθλιότητά μας φέρει ο αποκαλούμενος πολιτισμός, που, αν τον αρνούμασταν και επιστρέφαμε στις πρωτόγονες σχέσεις, θα ήμασταν πιο ευτυχισμένοι. Τη λέω εκπληκτική, διότι – όπως και αν θέλουμε να ορίσουμε την έννοια πολιτισμός – όλα αυτά  με τα οποία προσπαθούμε να  προστατευτούμε από την απειλή που εκπέμπουν οι πηγές του πόνου ανήκουν στον ίδιο ακριβώς τον πολιτισμό.

[…]

Έχουμε εδώ έναν ακόμη παράγοντα απογοήτευσης. Τα τελευταία χρόνια οι άνθρωποι έκαναν εξαιρετικές προοόδους στις φυσικές επιστήμες και στις τεχνικές τους εφαρμογές, η κυριαρχία τους επί της φύσεως εδραιώθηκε σε έναν αδιανόητο προηγουμένως βαθμό. Τα καθέκαστα αυτών των προόδων είναι κοινώς γνωστά, και περιττεύει να τα απαριθμήσουμε. Οι άνθρωποι περηφανεύονται γι’αυτά τα επιτεύγματα, και όχι αδίκως. Όμως φαίνεται πως έχουν αντιληφθεί ότι η νεοαποκτηθείσα εξουσία επί του χώρου και του χρόνου, η υποταγή των φυσικών δυνάμεων, εκπλήρωση χιλιόχρονων πόθων, δεν αυξάνει τον βαθμό ικανοποίησης της απόλαυσης που προσδοκούν από τη ζωή, δεν τους προσφέρει περισσότερο ευτυχισμένα συναισθήματα. Έτσι, από τη διαπίστωση αυτή καλό θα ήταν να αντλήσουμε απλώς και μόνο το συμπέρασμα ότι η εξουσία επί της φύσεως δεν είναι η μοναδική προϋπόθεση τηςη ανθρώπινης ευτυχίας, όπως ακριβώς δεν είναι ο μοναδικός σκοπός των πολιτισμικών επιδιώξεων, αλλά όχι και να συναγάγουμε από αυτήν ότι οι τεχνικές πρόοδοι δεν έχουν αξία για την οικονομία της ευτυχίας μας. Θα μπορούσε να αντιτείνει  κανείς: δεν αποκομίζω ένα θετικό κέρδος απόλαυσης, δεν αυξάνεται το συναίσθημα της χαράς μου, όταν μπορώ να ακούσω όσο συχνά θέλω τη φωνή του παιδιού μου που ζει χιλιόμετρα μακριά μου, όταν μπορώ να μάθω από τον φίλο μου, αμέσως μετά την άφιξή του, ότι το μακρύ, κουραστικό ταξίδι του πήγε καλά; Δεν σημαίνει τίποτα ότι η ιατρική κατόρθωσε να μειώσει εντυπωσιακά τη θνησιμότητα των μικρών παιδιών,  ότι ο κίνδυνος μόλυνσης για τις λεχώνες έχει υποχωρήσει τόσο σημαντικά, ώστε να επιμηκυνθεί για αρκετά χρόνια ο μέσος όρος ζωής των πολιτισμένων ανθρώπων; Και θα μπορούσαμε να απαριθμήσουμε μια μεγάλη σειρά ευεργετημάτων που οφείλουμε στην τόσο κακολογημένη εποχή των τεχνικών και επιστημονικών επιτευγμάτων. Όμως, αφήνουμε την φωνή της απαισιόδοξης κριτικής να ακουστεί και να μας προτρέψει ότι οι περισσότερες από τις απολαύσεις αυτές είναι κατά το πρότυπο εκείνης της «φτηνής απόλαυσης» που εγκωμιάζεται σε κάποιο ανέκδοτο. Η απόλαυση εκείνου, με άλλα λόγια, που βγάζει το πόδι του από το σκέπασμα μέσα στη χειμωνιάτικη νύχτα, για να το ξαναβάλει μέσα. Αν δεν υπήρχε τρένο για να μειώσει τις αποστάσεις, δεν θα  υπήρχε και παιδί για να απομακρυνθεί από τον πατέρα του, και δεν θα χρειαζόταν τηλέφωνο για να ακούσει ο τελευταίος τη φωνή του. Αν δεν υπήρχαν πλοία να διασχίζουν τον ωκεανό, κανείς δεν θα έκανε ένα τέτοιο ταξίδι, και δεν θα χρειαζόταν τηλέγραφος για να ανακουφίσει την έγνοιά μου για το πώς έφτασε ο φίλος μου. Ποιο το όφελος από τον περιορισμό της παιδικής θνησιμότητας, όταν μας επιβάλλει έναν υπερβολικό περιορισμό των γεννήσεων, με αποτέλεσμα να μη μεγαλώνουμε στο σύνολο περισσότερα παιδιά από όσα κατά την εποχή πριν από την επικράτηση της υγιεινής, ενώ έχουμε δυσχεράνει τη σεξουαλική μας ζωή μέσα στο γάμο και έχουμε πιθανόν δουλέψει αντίθετα σε σχέση με την ευεργετική τάση της φυσικής επιλογής; Και, τέλος, τι να την κάνουμε τη μακροζωία, όταν ταλαιπωρούμαστε, όταν δεν έχουμε φίλους, όταν ο πόνος μάς φέρνει στο σημείο να καλοδεχόμαστε τον θάνατο σαν λύτρωση;

Φαίνεται βέβαιο ότι δεν νιώθουμε καλά μέσα στον σημεριινό πολιτισμό μας, αλλά είναι πολύ δύσκολο να κρίνουμε αν και σε ποιον βαθμό οι άνθρωποι προηγούμενων εποχών αισθάνονταν ευτυχέστεροι και κατά πόσο συνέβαλλαν σ’ αυτό οι πολιτισμικές συνθήκες. Θα έχουμε πάντα την τάση να αντιλαμβανόμαστε την αθλιότητα αντικειμενικά, δηλαδή να μεταφερόμαστε με την ευαισθησία και τις απαιτήσεις μας σ’ εκείνες τις συνθήκες και, κατόπιν, να αναζητούμε τις αφορμές που θα βρίσκαμε σ’ αυτές για συναισθήματα ευτυχίας ή δυστυχίας. Τούτος ο τρόπος παρατήρησης, που φαίνεται αντικειμενικός, διότι παραβλέπει τις παραλλαγές της υποκειμενικής ευαισθησίας, είναι φυσικά, και ο πλέον υποκειμενικός που μπορεί να υπάρξει, εφόσον κάποιος τοποθετεί στη θέση όλων των άλλων άγνωστων ψυχικών ιδιοσυγκρασιών τη δική του. Όμως, η ευτυχία είναι κάτι τελείως υποκειμενικό. Τρομάζουμε ακόμη απέναντι σε ορισμένες καταστάσεις, όπως αυτή του αρχαίου σκλάβου της γαλέρας, του αγρότη κατά τον Τριακονταετή πόλεμο, του θύματος της Ιεράς Εξέτασης, του Εβραίου που περίμενε το πογκρόμ. Αλλά μας είναι αδύνατον να προσεγγίσουμε εσωτερικά αυτούς τους ανθρώπους, να μαντέψουμε τις μεταβολές που η αρχική απάθεια, η σταδιακή άμβλυνση, η αναστολή των προσδοκιών, οι τραχύτεροι ή λεπτότεροι τρόποι νάρκωσης της ευαισθησίας τους για συναισθήματα ευχαρίστησης ή δυσαρέσκειας έχουν επιφέρει. Σε περίπτωση ακραίας πιθανότητας πόνου ενεργοποιούνται και κάποιοι προστατευτικοί ψυχικοί μηχανισμοί. Μου φαίνεται άσκοπο να συνεχίσουμε παραπέρα τούτη την πλευρά του ζητήματος.

 

S. Freud, Η δυσφορία μέσα στον πολιτισμό (εκδ. Πλέθρον, μτφ: Β. Πατσογιάννης)